ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 337/20

Μεταξύ:

1. Αντώνη Βούρου

2. Μιχάλη Κασιουλίδη

Εναγόντων

v.

 

1. Αντώνης Αντωνιάδης

2. Robert Prigmore

3. Egnedol Limited

Εναγόμενων

---------------------------------

Αίτηση ημερομηνίας 24/10/2023

για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10 Ιανουαρίου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντες – Καθ΄ων η αίτηση: κ. Μιχαηλίδης για Χρίστος Τριανταφυλλίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους - Αιτητές: κ. Κούμας για Στέλιος Αμερικάνος & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την αίτησή τους οι Αιτητές - Εναγόμενοι επιζητούν την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιτρέπεται η καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, στην ένορκη δήλωση του Θ.Φ. που καταχωρίστηκε στις 12/08/2021 και συνοδεύει την κυρίως αίτηση για παραμερισμό της υποκατάστατης επίδοσης του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος και οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd.

 

Η αίτηση βασίζεται στη Δ.39, στη Δ.40 θ.θ. 9 ‑ 13, στη Δ.48, θ.θ. 1 – 4(1) και (2), 6, 8 και 9 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, στον περί Δικαστηρίων Νόμο, στα άρθρα 9 και 49 του Πολιτικής Δικονομίας Νόμου καθώς και στη νομολογία, τις αρχές της επιείκειας και τις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του Θ.Φ., στην οποία δηλώνει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από τους Αιτητές στην κατάρτισή της και ο λόγος που ορκίζεται ο ίδιος για να παραθέσει τα γεγονότα είναι γιατί ο Εναγόμενος 1 διαμένει στην Γκάνα και ο Εναγόμενος 2 στην Αγγλία και για να αποφευχθεί η ταλαιπωρία και η αχρείαστη καθυστέρηση τα παραθέτει ο ίδιος αφού τα γνωρίζει προσωπικά. Ισχυρίζεται ότι στις 07/06/2021 είχε επιδοθεί, με υποκατάστατη επίδοση, στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd, η οποία είναι γραμματέας της Εναγόμενης 3, το Κλητήριο Ένταλμα, για σκοπούς επίδοσης στους Εναγόμενους 1 και 2, σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27/05/2021. Επιδιώκεται η ακύρωση της συγκεκριμένης επίδοσης με την αίτηση ημερομηνίας 12/08/2021.

 

Όσον αφορά το ιστορικό, καταγράφει ότι καταχωρίστηκε η υπό κρίση αγωγή στις 07/02/2020 με την οποία οι Ενάγοντες επιζητούν από τους Εναγόμενους το ποσό του €1.587.500,00 και λίγες μέρες αργότερα, ήτοι στις 25/02/2020, καταχωρίστηκε μονομερής αίτηση με την οποία ζητήθηκε η άδεια του Δικαστηρίου για επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος της συγκεκριμένης αγωγής εκτός δικαιοδοσίας. Το διάταγμα εκδόθηκε στις 04/03/2020 και στις 29/09/2020 καταχωρίστηκε αίτηση διά κλήσεως, από τον Εναγόμενο 2, για παραμερισμό της επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας. Ακολούθησε η μονομερής αίτηση για υποκατάστατη επίδοση του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος και οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων, ημερομηνίας 14/05/2021, αναφορικά με τους Εναγόμενους 1 και 2, στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd. Μετά την καταχώρηση εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, από τους Εναγόμενους, εκδόθηκαν, στις 27/05/2021, εκ συμφώνου διατάγματα παραμερισμού της υποκατάστατης επίδοσης και του διατάγματος που αφορούσε την υποκατάστατη επίδοση του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος στον Εναγόμενο 2. Όμως, στις 27/05/2021 ήταν ορισμένη και η μονομερής αίτηση ημερομηνίας 14/05/2021 στην οποία εκδόθηκαν διατάγματα υποκατάστατης επίδοσης στους Εναγόμενους 1 και 2. Παρά το γεγονός ότι ο δικηγόρος των Εναγόμενων 1 και 2 ήταν παρών, λόγω του ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη της αίτησης, δεν εμφανίστηκε. Ακολούθησε, στις 07/06/2021, υποκατάστατη επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd για τους Εναγόμενους 1 και 2.

 

Είναι η θέση του Ομνύοντα ότι, στις 27/05/2021 που εκδόθηκε το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd και στις 07/06/2021 που επιδόθηκε το συγκεκριμένο Κλητήριο Ένταλμα, δεν υφίστατο διάταγμα επίδοσης εκτός της δικαιοδοσίας, το οποίο θα έπρεπε να είχε προηγηθεί του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης καθώς και της ίδιας της επίδοσης. Προκύπτει ότι οι Ενάγοντες είχαν καταχωρήσει αίτηση για υποκατάστατη επίδοση του τροποποιημένου Κλητηρίου Εντάλματος και των άλλων εγγράφων στους Εναγόμενους 1 και 2, στις 14/05/2021, χωρίς να έχουν εξαντλήσει όλες τις πιθανότητες και προσπάθειες απευθείας επίδοσης στους Εναγόμενους.

 

Υποστηρίζει ότι ο λόγος καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης είναι για να καταγραφούν όλα τα γεγονότα αλλά και για να απαντηθούν οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην ένορκη δήλωση, η οποία υποστηρίζει την Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/12/2022. Σημειώνει ότι υπάρχει καλός λόγος για να επιτραπεί η καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης γιατί πραγματεύεται και περιλαμβάνει ζητήματα τα οποία οι Αιτητές σκοπούν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο σε σχέση με την αίτηση ημερομηνίας 12/08/2021, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα των γεγονότων τα οποία το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του κατά την εκδίκαση της συγκεκριμένης αίτησης, ενώ παράλληλα απαντά ισχυρισμούς που παρατίθενται, οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Κατά τη δική του άποψη είναι δίκαιο και εύλογο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα γιατί η μη έκδοσή του θα οδηγήσει στην παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των Αιτητών.

 

Οι Καθ΄ων η Αίτηση καταχώρησαν Ένσταση στην συγκεκριμένη αίτηση στην οποία καταγράφουν τρείς (3) λόγους ένστασης, οι οποίοι σε συντομία είναι οι ακόλουθοι: Ότι δεν έχει καταδειχθεί η ύπαρξη καλού λόγου για την καταχώριση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ότι η αίτηση ημερ. 24/10/2023 είναι καταχρηστική και κακόπιστη και ότι έχει καταχωριστεί καθυστερημένα, υποδεικνύοντας αμέλεια των Αιτητών – Εναγομένων 1 και 2 και καταφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Ως νομική βάση της Ένστασης καταγράφηκε η Δ.39, η Δ.48 θ.1, 4(2) και 5 – 9 και η Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, τα άρθρα 42 και 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το δόγμα ex turpi causa oritur action, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, η πρακτική του Δικαστηρίου και οι γενικές αρχές του Νόμου.

Τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε η Ένσταση καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του Α.Η., δικηγόρου στο γραφείο που εκπροσωπεί τους Καθ΄ων η αίτηση - Ενάγοντες, ο οποίος τα γνωρίζει προσωπικά και είναι εξουσιοδοτημένος στην κατάρτισή της. Είναι η θέση του Ομνύοντα ότι οι Αιτητές – Εναγόμενοι 1 και 2 γνώριζαν από τις 19/12/2022 το περιεχόμενο της Ένστασης και της ένορκης δήλωσης και επέλεξαν να καταχωρίσουν την υπό κρίση αίτηση 10 μήνες μετά για να εισάγουν νομικά θέματα τα οποία μπορούν να εισαχθούν με τις γραπτές αγορεύσεις. Υποστηρίζει ότι τα όσα καταγράφονται στην προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση συνιστούν επανάληψη της αρχικής ένορκης δήλωσης. Καταλήγει ότι δεν δικαιολογείται η έγκριση του αιτήματος υπό τις περιστάσεις.

 

Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις με εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις, το περιεχόμενο των οποίων το Δικαστήριο έχει κατά νου και θα αναφερθεί σ’ αυτό όπου το κρίνει απαραίτητο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως τροποποιήθηκε το 1999 :

 

« Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.».

 

 

Ανάγνωση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δια κλήσεως ή την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Ήτοι, δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, στην περίπτωση που καταδειχθεί «καλός λόγος» από το διάδικο που το ζητά, όπως παράσχει άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η εξουσία, επομένως, η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 θ.4(2) είναι διακριτικής φύσεως και ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου και τα οποία θα πρέπει να αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα για την παροχή της αιτούμενης άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό, του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. 

 

Τι συνιστά «καλό λόγο» έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, στην οποία επισημάνθηκε ότι:

 

« «καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

 

Καθοδηγητικά είναι επίσης και τα όσα καταγράφονται επί του θέματος από τον έντιμο κ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Mathew Shaw κ.ά. ν. Depha Investment Bank Ltd Αρ. Αγ. 8869/05, ημερ. 28/02/2007:

 

« Στόχος της αναμόρφωσης του θ.4 της  Δ.48 με την Κ.Δ.Π. 5/99 ημερομηνίας 23/12/99, ήταν να αποφευχθούν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία που δόθηκε στον προηγούμενο θεσμό από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ...

Προσεκτική ανάγνωση και εξέταση του νέου θεσμού δείχνει, με αναφορά και στα όσα καταγράφονται στην παρ. 1 του θ.4, ότι στόχος της καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της αίτησης ή της ένστασης αντίστοιχα ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση επί του πλήρους φάσματος της διαφοράς. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αν ο αιτητής εύλογα αισθάνεται μετά από την καταχώριση της ένστασης, ότι πρέπει να προσθέσει στα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του, ώστε να έχει δυνατότητα επιτυχίας. Άλλη περίπτωση είναι όπου το Δικαστήριο επί μονομερούς αιτήσεως, συνήθως για απαγορευτικό διάταγμα, εγείρει ερωτηματικά ως προς ορισμένα προαπαιτούμενα της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οπότε και ο αιτητής δυνατόν να ζητήσει από το Δικαστήριο πριν την τελειωτική εξέταση και απόφαση επί της αιτήσεως του, την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε να προσθέσει διάφορους ισχυρισμούς και γεγονότα που έχουν σχέση είτε με το επείγον του χρόνου είτε τη γνώση από πλευράς του αιτητή των γεγονότων που οδήγησαν στην διαφορά κ.τ.λ».

 

Σχετικό είναι και το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.ά ν. Ανδρέα Λεωνίδα (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, η οποία αφορούσε αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επαναφορά έφεσης η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της. Τονίστηκαν τα εξής σχετικά και διαφωτιστικά για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για το ζήτημα παραχώρησης άδειας καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Στην σελίδα 199 διαβάζονται τα εξής:

 

« Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων-αιτητών. Κατά την εκτίμηση μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις  για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.».

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση ασκείται με βάση γεγονότα τα οποία τίθενται ενώπιόν του. Σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η φύση και οι ανάγκες της διαδικασίας, την οποία η συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκει να εξυπηρετήσει. 

 

Προκύπτει από τη νομολογία, ότι μπορεί να δοθεί άδεια για να παρασχεθούν διευκρινίσεις, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Είναι ζήτημα των εκάστοτε περιστάσεων σε συνάρτηση και με τη φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση. 

 

Με δεδομένο το αντικείμενο της διαδικασίας για παραμερισμό ή και ακύρωση του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος, η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης κατά τρόπο που να απαντώνται προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της άλλης πλευράς είναι επιθυμητή. Στην υπόθεση Recnex Trading Ltd v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1A Α.Α.Δ. 866, αναφέρθηκε ότι ζητήματα αμφισβητούμενα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας, ενώ το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφεύγει να προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα τα οποία δυνατόν να παραβλάψουν τα δικαιώματα των διαδίκων.

 

Η υπό κρίση Αίτηση θα εξεταστεί και θα κριθεί έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και μη λησμονώντας ότι το ζητηθέν διάταγμα έχει εκδοθεί μονομερώς. Θα πρέπει να εξεταστεί πρώτον, κατά πόσον οι Αιτητές επιδιώκουν να συμπληρώσουν ηθελημένα κενά στην αρχική ένορκη δήλωση που συνόδευσε την αίτηση για την ακύρωση ή και παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος για υποκατάστατη επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στους Εναγόμενους 1 και 2 ή να αλλοιώσει την εικόνα που αρχικά δόθηκε στο Δικαστήριο. Δεύτερον, κατά πόσο οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί.

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τις παραγράφους για τις οποίες οι Αιτητές ζητούν άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης έτσι ώστε να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς των Καθ΄ων η αίτηση όπως αυτοί διαφαίνονται στη δική τους ένορκη δήλωση. Για τους σκοπούς της εξέτασης της παρούσας Αίτησης έχω λάβει υπόψη μου τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων δικηγόρων τα οποία έχουν εκτεθεί με πληρότητα και με τρόπο υποβοηθητικό προς το Δικαστήριο μέσω των γραπτών τους αγορεύσεων.

 

Από την επισυναφθείσα προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση των Αιτητών προκύπτει ότι αυτό που επιζητούν είναι να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου το γεγονός ότι δεν εκδόθηκε εκ συμφώνου το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης και ότι οι Αιτητές ήταν ανίδεοι για την έκδοσή του. Δεν χωρεί αμφιβολίας ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να γνωρίζει τα γεγονότα που προηγήθηκαν της έκδοσης του διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης. Οι Αιτητές οφείλουν να θέσουν τις θέσεις τους ενώπιον του Δικαστηρίου αφού το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει κατά πόσο θα πρέπει να ακυρωθεί το διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης ημερομηνίας 27/05/2021.

 

          Καταλήγω ότι είναι δικαιολογημένη η παροχή άδειας στον Θ.Φ. για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης για τους ακόλουθους λόγους։ Πρώτον, δεν έχει εκδοθεί οποιαδήποτε ενδιάμεση θεραπεία μονομερώς. Επομένως, δεν απαιτείται να επιδειχθεί από το Δικαστήριο εκείνη η αυστηρότητα που η νομολογία επιβάλλει όταν πρόκειται για αίτηση καταχώρησης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων για διόρθωση ή συμπλήρωση του πραγματικού υπόβαθρου που είχε υπόψη του ένα Δικαστήριο το οποίο μονομερώς χορηγούσε ενδιάμεση θεραπεία στηριζόμενο στις αρχικές ένορκες δηλώσεις. Δεύτερον, ως Εναγόμενοι φέρουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους για να επιτύχουν την ακύρωση της επίδοσης του Κλητηρίου Εντάλματος με υποκατάστατο επίδοση και συνεπώς θα πρέπει να τους χορηγηθεί από το Δικαστήριο λογική ευκαιρία να απαντήσουν στους ισχυρισμούς του Α.Η., ο οποίος έθεσε θέματα που χρίζουν απάντησης. Διαφορετικά, αν δεν δοθεί στους Αιτητές η ευκαιρία να απαντήσουν, θα διατρέχουν τον κίνδυνο να εκληφθεί από το Δικαστήριο, η ανυπαρξία απάντησης εκ μέρους τους, ως αποδοχή από αυτούς των ισχυρισμών του Α.Η στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 19/12/2022. Πράγματι, το προσχέδιο Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης του Θ.Φ. που επισυνάπτεται στην υπό κρίση αίτηση φανερώνει την επιθυμία των Αιτητών να απαντήσουν στην θέση του Α.Η. ότι στις 27/05/2021 είχε εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα για την υποκατάστατη επίδοση του Κλητηρίου Εντάλματος στην εταιρεία O.C.P.D. Services Ltd και πόρρω απέχει από την απλή επανάληψη ισχυρισμών που ήδη ηγέρθηκαν στην αρχική ένορκη δήλωση.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνω ότι δικαιολογείται η παροχή άδειας στους Εναγόμενους να καταχωρήσουν Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση, ως το προσχέδιο που επισυνάπτεται και συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση.

 

Συνεπακόλουθα, δίδεται άδεια ως το αιτητικό Α της υπό κρίση αίτησης. Η Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση να καταχωρηθεί μέχρι 01/02/2024. Τα έξοδα που προκλήθηκαν από την υπό κρίση αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων. Θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της εκδίκασης της αίτησης για παραμερισμό της υποκατάστατης επίδοσης.

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………………

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο