Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1512/2023 (ijustice)

Σάββας Χριστοδούλου

Ενάγοντας

- και -

Μιχάλης Βαρνακίδης

Εναγόμενος

Ημερομηνία:                                                28η Μαρτίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα – Αιτητή:                             κα. Κανδρή

Για την Εναγόμενο - Καθ’ ου η Αίτηση:           κος. Μίτας

Αίτηση 31.10.23 για παρακοή Δικαστικού Διατάγματος ημερομηνίας 3.8.23.

Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους)

Ο Ενάγων – Αιτητής (ο «Αιτητής») καταχώρισε στις 6.7.23, αρχικά μονομερώς, Αίτηση για χορήγηση ενδιάμεσων θεραπειών. Με οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου η Αίτηση επιδόθηκε στον Εναγόμενο – Καθ’ ου η Αίτηση (ο «Καθ’ ου η Αίτηση»), ο οποίος, κατά την ημέρα της ορισθείσας Ακρόασης, δεν εμφανίστηκε. Την ημέρα εκείνη, δηλαδή στις 3.8.23, ο Αιτητής πέτυχε την έκδοση Διαταγμάτων, με τα οποία, μέχρι τελικής εκδίκασης της αγωγής ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου, ο Καθ’ ου η Αίτηση:  

(1)    διατάχθηκε να ελευθερώσει από κάθε κατοχή και/ή φραγμό και/ή αποκλεισμό το χώρο στο πίσω μέρος του υποστατικού ο οποίος οδηγεί από την έξοδο κινδύνου του υποστατικού σε διαφυγή προς το δρόμο και

(2)    του απαγορεύθηκε από το να προβεί σε οποιαδήποτε νέα μετατροπή και/ή τροποποίηση στην αρχική δομή του κτιρίου και/ή επισκευή ή προσθήκη στο υποστατικό επί της οδού [ ] 20Β.

(στο εξής καλούμενο το «Διάταγμα»)

Στις 31.10.23 ο Αιτητής καταχώρισε την κρίσιμη Αίτηση με την οποία ζητά τη σύλληψη, φυλάκιση, επιβολή προστίμου ή κατασχέσεως περιουσίας του Καθ’ ου η Αίτηση λόγω παραλείψεως του να συμμορφωθεί με το Διάταγμα και οποιαδήποτε άλλη διαταγή ήθελε το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και τα σχετικά έξοδα.

Ως νομική βάση της Αίτησης προτείνονται ο περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός Δ.42Α, θ.1 – 3, 6, 7, 12 και Δ.48 θ. 1 και 2, το Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), το Άρθρο 137 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ. 154 και οι συμφυείς και γενικές εξουσίες του Δικαστηρίου. Η Αίτηση στηρίχθηκε από ένορκη δήλωση του Αιτητή το περιεχόμενο της οποίας έχει ληφθεί υπόψη και στην οποία ο ομνύοντας, περιληπτικά, δηλώνει ότι, στις 3.8.23 εκδόθηκε το Διάταγμα και συγκεκριμένα το σημείο 1 όπως αναγράφηκε πιο πάνω και ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση επανειλημμένα και ηθελημένα παραλείπει να συμμορφωθεί με το Διάταγμα και αποκλείεται ο χώρος που αναφέρεται στο διάταγμα με άμεση συνέπεια τη δημιουργία κινδύνου στους χρήστες του χώρου. Επίσης αναφέρει ότι ενώ το διάταγμα είχε επιδοθεί στον Καθ’ ου η Αίτηση, ο ίδιος παρέλειπε να ξεκλειδώσει την καγκελόπορτα και επενέβη η Αστυνομία. Πέραν τούτου ο Καθ’ ου η Αίτηση πρόσθεσε και άλλα αντικείμενα και εμπόδια και ότι συγκεκριμένα στις 19.10.23 και ώρα 14.00 στάθμευσε το αυτοκίνητό του με αριθμούς εγγραφής [ ] στο σημείο διαφυγής και τοποθέτησε αντικείμενα με σκοπό να εμποδίσει το εν λόγω σημείο. Κατά τον Αιτητή, ο Καθ’ ου η Αίτηση, με τις ενέργειες του, τον αποτρέπει από το να χρησιμοποιεί χώρο στάθμευσης που του ανήκει σύμφωνα με τα πολεοδομικά σχέδια. Στην ένορκη δήλωση επισυνάφθηκαν ως τεκμήρια η πλήρης απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.8.23 (τεκμήριο Α), εκτύπωση φωτογραφίας στην οποία απεικονίζεται ένα όχημα και 3 λευκές καρέκλες (τεκμήριο Β) και αντίγραφο γνωστοποίησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας (τεκμήριο Γ).  

Ο Καθ’ ου η Αίτηση πρόβαλε Ένσταση στην Αίτηση με την οποία προτάσσει 16 λόγους για τους οποίους ενίσταστε. Βάση της Ένστασης είναι ο περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, οι Δ.34, θ. 3, Δ.48 θ. 1 - 9 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το Άρθρο 11 του Συντάγματος και οι γενικές συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Η Ένσταση περιλαμβάνει τόσο τυπικούς όσο και ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους, κατά τον Καθ’ ου η Αίτηση, θα πρέπει η Αίτηση ν’ απορριφθεί. Συνοπτικά προκρίνεται ότι: η απόφαση του Δικαστηρίου 3.8.23 δεν αποτελεί συντεταγμένο διάταγμα αλλά πλήρη απόφαση, ότι η Αίτηση είναι καταχρηστική και προωθείται κακόπιστα με εκδικητικά και αλλότρια κίνητρα για άσκηση πίεσης στον Καθ’ ου η Αίτηση, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι ανυπόστατατοι, ασαφείς και περιέχουν ελλείψεις και αντιφάσεις αλλά και παραπλανούν, ότι η Αίτηση είναι καταχρηστική, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ότι ο Αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι το Διάταγμα ουδέποτε επιδόθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση, ότι παρόν Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας να εξετάσει το Αιτητικό Α και ότι η νομική βάση της Αίτησης πάσχει. 

            Στην υποστηρικτική της Ένστασης ένορκη δήλωση ο Καθ’ ου η Αίτηση περιληπτικά, αναφέρει ότι δεν έλαβε ποτέ Δικαστικό Διάταγμα και τέτοιο δεν επισυνάπτεται. Στις 4.9.23 του επιδόθηκε μια δικαστική απόφαση. Το υποστατικό στο οποίο αφορά το Τεκμήριο Γ της ένορκης δήλωσης που στήριξε της Αίτηση είναι το υπ’ αριθμό 20Α επί της οδού [ ] και όχι το επίδικο 20Β. Πράγματι είχε κλειδώσει το κάγκελο όταν απουσίαζε για να προστατεύσει τη σχολή χορού του και έπειτα εκείνο κλάπηκε. Ο δε Αιτητής παραδέχεται ότι ο ίδιος αφαίρεσε το κάγκελο. Το δε αιτητικό Α της κρίσιμης Αίτησης, κατά τον ομνύοντα, δύναται να εγείρεται μόνο σε ποινική δίκη. Αν πάρκαρε στο χώρο που υπέδειξε ο Αιτητής, πράγμα που αρνείται, τότε το έκανε μόνο επειδή ο Αιτητής αφαίρεσε το κάγκελο. Διερωτάται δε ο Καθ’ ου η Αίτηση τι θα απογίνουν τα παιδιά της σχολής χορού που λειτουργεί εάν ο ίδιος φυλακισθεί ως αιτείται ο Αιτητής. Έπειτα ο Καθ’ ου η Αίτηση προχωρεί και εξηγεί τους λόγους που εν προκειμένω δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Νόμου 14/60.  

Την ημέρα της Ακρόασης της Αίτησης οι συνήγοροι του Αιτητή και του Καθ’ ού η Αίτηση παρέδωσαν στο Δικαστήριο αντίστοιχες γραπτές αγορεύσεις. Ουδείς εκ των ομνυόντων, είτε από πλευράς Αιτητή είτε από πλευράς Καθ’ ου η Αίτηση, υπεβλήθη σε αντεξέταση και η διαδικασία διεξήχθη στη βάση μόνον της Αίτησης, της Ένστασης, των αντίστοιχων ενόρκων δηλώσεων και των αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων. Αγορεύοντας υπέρ της έγκρισης της Αίτησης και παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, η δικηγόρος του Αιτητή αναλύει τις προϋποθέσεις για στοιχειοθέτηση κατηγορίας για καταφρόνηση Διατάγματος Δικαστηρίου και εισηγείται ότι η ενέργεια του Καθ’ ου η Αίτηση σε συγκεκριμένη ώρα και μέρα να σταθμεύσει το όχημά του σε απαγορευμένο από το Διάταγμα μέρος, έγινε κατά ηθελημένη παράβαση του Διατάγματος και ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν αρνείται την πράξη τούτη στη δήλωσή του. Ως προς τη θέση του Καθ’ ου η Αίτηση περί μη συντεταγμένου διατάγματος η συνήγορος επικαλείται τη Διαταγή 64 των θεσμών πολιτικής δικονομίας. Από την αντίπερα όχθη οι δικηγόροι του Καθ’ ου η Αίτηση, αντιτείνουν, αναφερόμενοι σε Νομολογία, ότι η ύπαρξη συντεταγμένου διατάγματος και οπισθογράφησης είναι απαρέγκλιτος όρος για τη στοιχειοθέτηση παρακοής και ότι το βάρος απόδειξης, που είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το φέρει ο Αιτητής. Εν προκειμένω εισηγούνται δεν συνετάχθη το διάταγμα και η απόφαση δεν είναι συντεταγμένο διάταγμα. Οι δικηγόροι προχωρούν και συζητούν και τις προϋποθέσεις χορήγησης ενδιάμεσων θεραπειών. 

Ως προς τη νομική πτυχή του ζητήματος, το Άρθρο 162 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει ότι Δικαστήριο

«[…] έχει εξουσίαν να διατάσση την φυλάκισιν οιουδήποτε προσώπου μη υπακούοντος εις απόφασιν ή διαταγήν αυτού μέχρι της συμμορφώσεως αυτού προς την απόφασιν ή διαταγήν ταύτην, εν πάση όμως περιπτώσει η φυλάκισις δεν δύναται να υπερβή τους δώδεκα μήνας».

Ενώ, στο Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) υπό τον τίτλο «Εξαvαγκασμός υπoταγής εις διατάγματα» προνοούνται τα εξής:

«42. Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov θα έχη εξoυσία vα εξαvαγκάζη εις υπακoήv πρoς oιovδήπoτε διάταγμα εκδoθέv υπ' αυτoυ, διατάττov ή απαγoρεύov τηv εκτέλεσιv oιασδήπoτε πράξεως, διά πρoστίμoυ ή φυλακίσεως ή μεσεγγυήσεως πραγμάτωv. Και τo δικαστήριov δύvαται επιπρoσθέτως vα επιδικάση εις τo πρόσωπov πρoς τo συμφέρov τoυ oπoίoυ εξεδόθη τo διάταγμα τoιoύτov πoσόv υπό μoρφήv απoζημιώσεως, ως τo δικαστήριov δύvαται vα θεωρήση πρέπov.

Νοείται ότι έκαστο δικαστήριο θα έχει εξουσία τιμωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασμού σε υπακοή σ' οποιοδήποτε διάταγμά του στις περιπτώσεις που αφορούν διάδικο σε δικαστική διαδικασία αλλά και στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουμένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγματος και εν γνώσει του και ηθελημένα παροτρύνει ή συνεργεί στη μη υπακοή διατάγματος».

Η Διαταγή 42Α του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού αναφέρει, μεταξύ άλλων:

«3. (1) Where such an order has been issued by any Court and the person directed to do or prohibited from doing an act (hereinafter referred to as "the respondent") refuses or neglects to do or abstain from doing it, according to the directions of such order, the person in whose favour such order has been given (hereinafter referred to as "the applicant") may apply to the Court for a writ of attachment.

(2) Such an application shall be made by summons supported by affidavit and an office copy thereof shall, unless otherwise directed by the Court or Judge, be served on the respondent personally. But the Court or a Judge, if satisfied that the delay caused by proceeding in the aforesaid way would or might entail irreparable or serious mischief, may make an order ex parte upon such terms as to costs or otherwise, and subject to such undertaking, if any, as the Court or Judge may think just; and any party affected by such order may move to set it aside.

[…]

6. If the respondent shall not establish sufficient excuse for not attending on the return day of the summons, or if he attends and does not show cause to the satisfaction of the Court why he should not be punished for disobedience, the Court may order him to pay such fine, or to be committed to prison for such time as the Court directs.

7. The Court may order that a person committed to prison for disobedience to an order shall be detained in prison till he has obeyed such order in all things that are to be immediately performed and given such security as the Court thinks fit to obey the other parts of the order, if any, at the time or times when they are to be performed»

Στην κλασσική πλέον υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (2011) 1 Α.Α.Δ. 356 αναφέρθηκαν ότι:    

«Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. (In re Bramblevale Ltd [1970] Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No. 2) [1988] 1 All E.R. 975). Η αστική παρακοή κατά συνέπεια κρίνεται ως υπαρκτή μόνο εφόσον ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον αναμενόμενο βαθμό, υπερπηδώντας το βάρος απόδειξης που έχει που είναι αυτό της βεβαιότητας ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (Δέστε και David Bean: Injunctions 8η έκδ. (2004) σελ. 90-1 παρ. 6.18 και 6.19, όπου περιγράφεται και η όλη διαδικασία στη δικάσιμο).» […]

«Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Μαύρος v. Στυλιανού κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται και η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), αλλά και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea»), του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης όπως προδιαγράφεται στο Αρθρο 42 του Νόμου αρ. 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου v. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, λέχθηκε με αναφορά στη Mouzouris v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:

«... για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ' ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ' εαυτού δεν αρκεί· πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»

Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ' ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του. (Δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) [1897] Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδσελ. 400-1) ».

Στην υπόθεση Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως επιβεβαιώθηκε στην υπόθεση Krashias Shoe Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 750, το Άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 (Ν.14/60), ως δικαιοδοτικό, προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για τη τιμωρία προσώπων, φυσικών ή νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Προϋπόθεση ενεργοποίησης της πιο πάνω δικαιοδοσίας είναι η τήρηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων που τίθενται με τις πρόνοιες της Δ.42 Α(1) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Θεσμών. (Οικονομίδου v. Ph. Economides Estates Ltd (1999) 1(ΒΑ.Α.Δ. 1145.)

Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιωνοί ποινικής, (βλ. Halin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ. 424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):

α. Ύπαρξη διατάγματος.

β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.

γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.

δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.

Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου v. Bye (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 371.»

Τέλος, στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν Οργανισμού Συγκοινωνιών Επαρχίας Λευκωσίας (Ο.Σ.Ε.Λ.) Λτδ., Πολ. Έφεση Ε128/2017, ημερομηνίας 29.11.23, το Ανώτατο Δικαστήριο, συμφωνώντας με την αντίστοιχη πρωτόδικη προσέγγιση, υπέδειξε ότι:

«[…] ένας αιτητής σε τέτοιες αιτήσεις, θα πρέπει να εξειδικεύει στην αίτησή του την κατ΄ ισχυρισμόν παρακοή του διατάγματος. Η φύση της διαδικασίας και οι κυρώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν, μη αποκλειομένης και της επιβολής ποινής φυλάκισης, επιβάλλουν τη σχολαστική τήρηση των Δικονομικών Κανόνων. Εν προκειμένω, ο εφεσείων το μόνο που είχε καταγράψει στην αίτησή του, ήταν ότι η εφεσίβλητη 1 εταιρεία και/ή οι διευθυντές και/ή οι αξιωματούχοι αυτής, αρνήθηκαν να «συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε την 10.3.2016 ..». Ουδέποτε διευκρινίστηκε στην αίτηση, πώς, πότε και με ποίον τρόπο η εφεσίβλητη 1 εταιρεία και/ή οι Διευθυντές της και/ή οι Αξιωματούχοι της, παρήκουσαν το εκδοθέν διάταγμα. Η κατ΄ ισχυρισμόν παρακοή ουδέποτε εξειδικεύτηκε».

Με τα πιο πάνω κατά νου προχωρώ να εξετάσω την κρίσιμη Αίτηση. Ως πρώτο ζήτημα προς εξέταση προβάλλει το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις όπως αναλύθηκαν στην Μαυρονικόλας (ανωτέρω) με αναφορές και σε παλαιότερες αυθεντίες.

Αβίαστα διαπιστώνω ότι στην εδώ κρίσιμη περίπτωση δεν επιδόθηκε στον Καθ’ ου η Αίτηση το συντεταγμένο Διάταγμα του Δικαστηρίου, στο οποίο να περιλαμβάνεται η αναγκαία οπισθογράφηση, ως προϋποτίθεται στην Μαυρονικόλας. Χωρίς να επεξηγούνται οι λόγοι που την οδήγησαν σε τούτην την επιλογή, η πλευρά του Αιτητή φαίνεται να αρκέστηκε στο να εκτυπώσει την πλήρη Απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 3.8.23, όπως αυτή αναρτήθηκε μετά την απαγγελία της στο σύστημα ijustice και στις 4.9.23 να την επέδωσε στον Καθ’ ου η Αίτηση. Η θέση της πλευράς του Αιτητή ήταν ότι η παράλειψη είναι δυνατό να θεραπευθεί με αναφορά στη Διαταγή 64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Με σεβασμό, η θέση τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η εφαρμογή της Διαταγής 64 αναλύθηκε λεπτομερώς στην Wunderlich κ.α. ν Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366. Βασικό ερώτημα για το κατά πόσο το επίμαχο ζήτημα είναι θεραπεύσιμο είναι το κατά πόσο πρόκειται περί παρατυπίας. Οι αναφορές στην Μαυρονικόλας (ανωτέρω) δεν αφήνουν περιθώριο για μια τέτοια θεώρηση. Με παραπομπή στην Μακρίδης, η διαπίστωση ύπαρξης των προϋποθέσεων είναι επιτακτική «επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας». Ομοίως αβίαστα προκύπτει - και διαπιστώνω - ότι στο σώμα της Αίτησης δεν εξειδικεύεται πως, πότε και με ποιον τρόπο ο Καθ’ ου η Αίτηση παραβίασε το Διάταγμα (κατ’ ακολουθία του σκεπτικού στην Μιχαηλίδης (ανωτέρω)).

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μου θα ήταν - και είναι - αρκετές για να σφραγίσουν και την τύχη της Αίτησης. Παρά ταύτα προχώρησα και την εξέτασα περαιτέρω και διαπίστωσα ότι η μαρτυρία που προσκομίστηκε προκειμένου να στηρίξει την Αίτηση και η οποία θα έπρεπε να ήταν τέτοιας αξίας που να αποσείει το ανάλογο βάρος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως ιδιαζόντως ισχνή. Και εξηγώ: η αποδιδόμενη στον Καθ’ ου η Αίτηση πράξη παρακοής είναι η στάθμευση του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] στο σημείο διαφυγής προς το δρόμο σε συγκεκριμένη μέρα και ώρα. Προκειμένου ν’ αποδείξει τον ισχυρισμό της, η πλευρά του Αιτητή αρκέστηκε μόνον στο να προσκομίσει μια φωτογραφία η οποία φαίνεται να λήφθηκε από, σχεδόν, κάθετα πάνω από ένα όχημα, από σημείο δηλαδή από το οποίο δεν διακρίνεται η πινακίδα εγγραφής του οχήματος, αλλ’ ούτε ο περιβάλλοντας χώρος και ότι πράγματι πρόκειται για τον επίδικο, χωρίς οπουδήποτε να καταγράφεται, ή διαφορετικά ν’ αποδεικνύεται, ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία λήφθηκε τη συγκεκριμένη ώρα και μέρα και χωρίς οπουδήποτε να καταγράφεται ποιος έλαβε την εν λόγω φωτογραφία.

Με τα πιο πάνω κατά νου, έστω και η πλευρά του Αιτητή να συμμορφωνόταν με τις προϋποθέσεις για προώθηση της Αίτησης και της σχετικής ενεργοποίησης της εξουσίας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αστικής παρακοής, με την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν θα ήταν δυνατό να στοιχειοθετήσει στον απαιτούμενο βαθμό την αντικειμενική υπόσταση της κατ’ ισχυρισμό πράξης παρακοής.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.      

 

(Υπ.) ...................................

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο