ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 5566/2015

 

Μεταξύ:

                      1.  Gordian Holdings Limited (HE378128)   

Εναγόντων

-και-

 

1.    Ζένιος Γεώργιος Κώστα

2.    Αλεξία Χριστοφίδου  

 

Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 27 Μαρτίου 2024

 

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντες: κ. Χριστόφορος Ιωσήφ για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ  

 

Για Εναγομένη 2:  κ. Μάριος Ορφανίδης μαζί με Κωνσταντίνο Παντελή για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            Με την αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, οι ενάγοντες, εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων στην οποία μεταφέρθηκαν στην βάση Διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας ημερομηνίας 23.5.2019, χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, περιλαμβανομένων και των επίδικων, αξιούν από την εναγομένη 2, στην βάση Εγγυητηρίου Εγγράφου, το ποσό των €858.711.66 με τόκο προς 1.5% ετήσια επί ποσού €853.380.95 από 29.11.2022 μέχρι εξόφλησης, κεφαλαιοποιουμένου του τόκου την 30ην Ιουνίου και την 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

Σύμφωνα με τους προβαλλόμενους στην Έκθεση Απαίτησης ισχυρισμούς:

 

(α)       στην βάση Γραπτής Συμφωνίας ημερομηνίας 26.9.2007, η Marfin Popular Bank Public Co Ltd (στην συνέχεια «η Τράπεζα») παραχώρησε στον εναγόμενο 1, υπό την εγγύηση της εναγομένης 2, δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο, ύψους CHF1.070.565.00.

 

(β)       βάσει των όρων της Συμφωνίας:

 

(i)            το δάνειο ήταν πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση. Εάν η Τράπεζα δεν απαιτούσε την πληρωμή του, τότε το δάνειο θα αποπληρώνετο με 180 μηνιαίες δόσεις, οι οποίες θα κάλυπταν το κεφάλαιο και τον τόκο. Η πρώτη δόση ύψους CHF3.802.73 ήταν πληρωτέα την 9.9.2007 και η 180η δόση ύψους CHF1.074.367.73 ήταν πληρωτέα, προς πλήρη εξόφληση του δανείου, την 9.7.2022.

(ii)          το δάνειο θα χρεώνετο με κυμαινόμενο επιτόκιο προς ενός μηνός Libor, πλέον περιθώριο 1.50% ετησίως. Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο κάθε έξι (6) μήνες, την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

(iii)         το δάνειο θα χρεώνετο και με τόκο υπερημερίας, ο οποίος θα ήταν κατά 5.00 εκατοστιαίες μονάδες μεγαλύτερος από το συμβατικό επιτόκιο του λογαριασμού, όπως αυτό θα ίσχυε κατά την χρονική στιγμή της υπερημερίας.

(iv)         το επιτόκιο τροποποιήθηκε σε ενός μηνός Libor πλέον περιθώριο 4.0% ετήσια από 29.7.2011 και σε ενός μηνός Libor πλέον περιθώριο 6.0% ετήσια από 29.10.2012.

 

(γ)        στην βάση γραπτής Συμφωνίας Εγγύησης ημερομηνίας 26.9.2007, η εναγομένη εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις του εναγομένου 1, μέχρι ποσού 400.000= Λιρών Κύπρου, πλέον τόκου.

(δ)       προς περαιτέρω εξασφάλιση των υποχρεώσεων του, ο εναγόμενος 1 υποθήκευσε προς όφελος της Τράπεζας, ακίνητο του στο χωριό Κάτω Πλάτρες στην επαρχία Λεμεσού.

(ε)        το δάνειο παρουσίαζε καθυστερήσεις και η Τράπεζα με επιστολή της ημερομηνίας 29.10.2014, κάλεσε τον εναγόμενο 1 να το διευθετήσει. Αυτός παρέλειψε να ανταποκριθεί και η Τράπεζα τερμάτισε την Συμφωνία Δανείου.

(στ)      η Τράπεζα με επιστολή της ημερομηνίας 29.10.2014 κάλεσε την εναγομένη 2 όπως εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της πλην όμως η τελευταία αμέλησε να ανταποκριθεί.

 

Τον Μάρτιο του 2013, στην βάση Διατάγματος του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ημερομηνίας 29.3.2013, περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Τράπεζας, μεταβιβάστηκαν στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ.

 

Τον Μάιο του 2019, στην βάση Διατάγματος ημερομηνίας 23.5.2019 εκδοθέντος στην Αίτηση ΑΡ. 371/2019 Ε.Δ. Λευκωσίας, αριθμός πιστωτικών διευκολύνσεων της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, μεταξύ αυτών και των επιδίκων, μεταβιβάστηκαν στους ενάγοντες.

 

Η αγωγή δεν επεδόθη στον εναγόμενο 1 εντός της προβλεπόμενης από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας προθεσμίας, με αποτέλεσμα το Κλητήριο Ένταλμα να εκπνεύσει.

 

Η εναγομένη 2 καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, στην οποία αναφέρει τα εξής:

 

·         με τον εναγόμενο 1 είναι σύζυγοι, βρίσκονται όμως σε διάσταση από το 2013.

·         ο εναγόμενος 1, ιδιοκτήτης της εταιρείας G.Z. CREATIVE LTD κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν επιχειρηματίας και ασχολείτο με την ανάπτυξη γης. Ήταν δε πελάτης της Τράπεζας.

·         τον Ιούνιο του 2007, ο εναγόμενος 1 προσεγγίστηκε από υπαλλήλους της Τράπεζας και πείστηκε από αυτούς να λάβει δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο (το δάνειο θα χρησιμοποιείτο για αγορά από την εταιρεία του, ενός κτήματος στο χωριό Κάτω Πλάτρες), το οποίο παρουσιάστηκε ως το πλέον συμφέρον, καθώς εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο σε σχέση με άλλα δάνεια και προσφέρετο με προνομιακούς όρους αποπληρωμής.

·         το δάνειο εκταμιεύθηκε στο νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας (Λίρες Κύπρου). Λόγω μεταβολής της ισοτιμίας συναλλάγματος και/ή μεταβολής του επιτοκίου, το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου αντί να μειώνεται, σταδιακά αυξάνετο (η δόση μετατρέπετο από Λίρες Κύπρου και/ή Ευρώ σε Ελβετικό Φράγκο).

 

Είναι θέση της εναγομένης 2 πως η συμφωνία δανείου είναι άκυρη και/ή ακυρώσιμη και κατά συνέπεια η Συμφωνία Εγγύησης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα σε βάρος της. Περαιτέρω πως η Σύμβαση Εγγύησης είναι εξ΄ υπαρχής άκυρη και/ή ακυρώσιμη, λόγω καταχρηστικών ρητρών και όρων.

 

Διατείνεται περαιτέρω πως η Τράπεζα ενήργησε αμελώς και/ή κατά παράβαση της σχέσης εμπιστοσύνης και/ή του καθήκοντος επιμέλειας προς την ίδια, για τους ακόλουθους λόγους:

 

·         δεν της επεξηγήθηκαν, ως εγγυήτρια, οι κίνδυνοι δανεισμού σε ξένο νόμισμα και/ή η παροχή εγγύησης σε συμφωνία παραχώρησης επενδυτικού προϊόντος.

·         κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ίδια ήταν και ενεργούσε ως καταναλωτής.

·         τα έγγραφα που της παρεδόθησαν από την τράπεζα, έτοιμα για υπογραφή χωρίς διαπραγμάτευση, περιείχαν ασαφείς και/ή καταχρηστικούς και/ή παράνομους όρους.

·         της απέκρυψαν και/ή δεν την ενημέρωσαν ότι το δάνειο ήταν επενδυτικό προϊόν υψηλού ρίσκου.

·         δόλια και/ή σκόπιμα δεν της παρείχαν πληροφορίες και/ή δέουσα ενημέρωση για τον κίνδυνο της συναλλαγής.

Είναι περαιτέρω θέση της εναγομένης πως η ίδια τερμάτισε στις 2.12.2013, με «άμεση ισχύ», την εγγύηση της σε σχέση με το δάνειο.

 

Διατείνεται επίσης πως αναγκάστηκε να προβεί στην σύναψη της Συμφωνίας Εγγύησης ημερομηνίας 26.9.2007, κατόπιν πίεσης του εναγομένου 1 και της Τράπεζας, χωρίς να διασφαλιστεί ότι είχε λάβει προηγουμένως νομική συμβουλή. Πως η εν λόγω Συμφωνία συνήφθη επειδή την παρουσίασαν ως λύση ανάγκης και/ή εκβιαστικά. 

 

Ανταπαιτητικώς αξιώνει την έκδοση Αναγνωριστικής Απόφασης και/ή Δήλωσης του Δικαστηρίου, ότι η Συμφωνία Εγγύησης ημερομηνίας 26.9.2007 δεν παράγει οποιαδήποτε ένομα αποτελέσματα σε βάρος της.

 

Οι ενάγοντες στην Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση απορρίπτουν το περιεχόμενο της Έκθεσης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και εμμένουν στους δικούς τους ισχυρισμούς. Επαναλαμβάνουν πως είναι οι εναγόμενοι 1 και 2 που επέμεναν για την κατάρτιση των δανείων στο συγκεκριμένο νόμισμα και πως υπέγραψαν «ελευθέρα βουλήσει» όλα τα σχετικά έγγραφα και/ή δηλώσεις που συνοδεύουν τις επίδικες συμφωνίες, κατόπιν μελέτης και ανάγνωσης των.

 

Για να αποδείξουν την υπόθεση τους οι ενάγοντες κάλεσαν δύο (2) μάρτυρες, τους Μάκη Αδάμου (ΜΕ1) και Κωνσταντίνο Χριστοφόρου (ΜΕ2). Από πλευράς εναγομένης 2 κατέθεσε η ίδια (ΜΥ1), ο Μιχάλης Κατσαμπάς (ΜΥ2) και ο Μιχάλης Τάλλης (ΜΥ3).

 

Ο Μάκης Αδάμου (ΜΕ1) υπάλληλος από τις 2.5.2022 της Gordian Servicing Ltd (είναι τοποθετημένος στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών), η οποία ενεργεί δια λογαριασμό της Gordian Holdings Ltd (ενάγοντες), στην βάση μεταξύ τους συμφωνίας, κατέθεσε ότι έχει στην κατοχή και την φύλαξη του Έγγραφα που σχετίζονται με τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις.

 

Ο ΜΕ1 κατέθεσε τα εξής Έγγραφα:

 

·         Αντίγραφο της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης 104/13, δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της  Δημοκρατίας στις 29.3.2013, η οποία αφορά το Διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής  Τράπεζας της Κύπρου ημερομηνίας 29.3.2013 (Τεκμήριο 1).

·         Πιστοποιητικό Αλλαγής του ονόματος τόσο της Marifn Popular Bank Public Co Ltd όσο και της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Τεκμήριο 2).

·         Αντίγραφο του Διατάγματος ημερομηνίας 23.5.2019 εκδοθέντος στην Αίτηση Αρ. 372/2019 Ε.Δ. Λευκωσίας, με το οποίο επικυρώθηκε η μεταφορά αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς την Gordian Holdings Ltd (Τεκμήριο 3).

·         Αντίγραφο του Σχεδίου Διακανονισμού για σκοπούς Αναδιοργάνωσης μεταξύ της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς την Gordian Holdings Ltd τεθέν σε ισχύ την 30.5.2019 (Τεκμήριο 4).

·         Δέσμη επιστολών ημερομηνίας 30.10.2018, αποσταλείσες από την Τράπεζα Κύπρου Λτδ προς τους εναγόμενους 1 και 2, με τις οποίες επληροφορούντο για την μεταφορά των επίδικων χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, στους ενάγοντες (Τεκμήριο 5).

·         Δέσμη επιστολών ημερομηνίας 31.5.2019 αποσταλείσες από την Τράπεζα Κύπρου Λτδ και τους ενάγοντες προς τους εναγομένους 1 και 2, με τις οποίες επληροφορούντο για την μεταφορά των επίδικων διευκολύνσεων στους ενάγοντες (Τεκμήριο 6).

·         Ειδοποίηση ημερομηνίας 25.9.2019 προς τον Πρωτοκολλητή σε σχέση με την αλλαγή του ονόματος των εναγόντων (Τεκμήριο 7).

·         Επιστολή ημερομηνίας 26.9.2007 από τον εναγόμενο 1 προς την Marfin Popular Bank Public Co Ltd, με την οποία αιτήθηκε την παραχώρηση δανείου εκ CHF1.070.565.00 (Τεκμήριο 8).

·         Αντίγραφο της Συμφωνίας Δανείου ημερομηνίας 26.9.2007 (Τεκμήριο 9).

·         Γραπτή Δήλωση του εναγομένου 1 ημερομηνίας 26.9.2007, με την οποία βεβαιώνει ότι κατέχει την Αγγλική γλώσσα και ότι έχει αντιληφθεί την φύση και την σημασία των εγγράφων τα οποία υπέγραψε σε σχέση με την τραπεζική διευκόλυνση που του παραχωρείτο (Τεκμήριο 10).

·         Γραπτή Δήλωση του εναγομένου 1 ημερομηνίας 26.9.2007, με την οποία βεβαιώνει ότι έχει ενημερωθεί για τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο, από τυχόν διακύμανση της ισοτιμίας του CHF (Ελβετικού Φράγκου) έναντι της Κυπριακής Λίρας και την αύξηση των επιτοκίων του CHF (Τεκμήριο 11).

·         Επιστολή ημερομηνίας 26.9.2007 από Marifn Popular Bank Public Co Ltd προς την εναγομένη 2, με την οποία επληροφορείτο την παραχώρηση προς τον εναγόμενο 1 του δανείου σε Ελβετικά Φράγκα και με την οποία η ίδια δήλωνε ότι αντιλαμβανόταν τις συνέπειες της υπογραφής από την ίδια προσωπικής Εγγύησης (Τεκμήριο 12).

·         Συμφωνία Εγγύησης για ποσό ΛΚ400.000= πλέον τόκους σε σχέση με το δάνειο που παραχωρήθηκε στον εναγόμενο 1, την οποία υπέγραψε η εναγομένη 2 στις 26.9.2007 (Τεκμήριο 13).

·         Αντίγραφο των Εγγράφων της Υποθήκης Υ11098 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού ημερομηνίας 26.9.2007, για ΛΚ400.000= πλέον τόκους, την οποία υπέγραψε ο εναγόμενος 1, μαζί με Πιστοποιητικό Εγγραφής Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Τεκμήριο 14).

·         Δέσμη επιστολών από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς τον εναγόμενο 1 ημερομηνίας 6.7.2011 και 8.10.2012, με τις οποίες η Τράπεζα τον πληροφορούσε για την αύξηση του περιθωρίου του επιτοκίου σε 4% και στην συνέχεια σε 6% (Τεκμήριο 15).

·         Καταστάσεις Λογαριασμού που αποστέλλοντο στον εναγόμενο 1 σε σχέση με το δάνειο, μαζί με το Πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 [Τεκμήριο 16(1) και 16(2)].

·         Επιστολή των δικηγόρων της εναγομένης 2 προς την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ημερομηνίας 2.12.2013, σε σχέση με τον τερματισμό της Εγγύησης από πλευράς εναγομένης 2 (Τεκμήριο 17).

Επιστολές ημερομηνίας 29.10.2014 της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς τους εναγομένους 1 και 2, με τις οποίες η Τράπεζα τερμάτισε τις Συμφωνίες Δανείου και Εγγύησης (Τεκμήριο 18).

·         Αναδομημένη Κατάσταση Λογαριασμού όσον αφορά το δάνειο, από την ημερομηνία ανοίγματος του Λογαριασμού του Δανείου μέχρι και τον τερματισμό του (Τεκμήριο 19).

·         Αναλυτική Κατάσταση σε σχέση με το ποσό το οποίο οφείλεται από την εναγομένη 2, βάσει της Συμφωνίας Εγγύησης ημερομηνίας 26.9.2007 (Τεκμήριο 20).

·         Ηλεκτρονικό μήνυμα από την εναγομένη 2 προς την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ημερομηνίας 11.10.2014, αναφορικά με την αλλαγή της διεύθυνσης της (Τεκμήριο 21).

·         Επιστολή από εναγομένη 1 προς την Marfin Popular Bank Public Co Ltd ημερομηνίας 26.3.2007 (Τεκμήριο 22).

 

Ο ΜΕ1 διευκρίνισε πως στην Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 16) περιλαμβάνονται χρεώσεις και πιστώσεις και πως μετά τις 30.6.2020 δεν έχουν γίνει πληρωμές. Οι χρεώσεις έγιναν σύμφωνα με το ύψος του συμβατικού επιτοκίου και των μετέπειτα διαφοροποιήσεων, ως οι κονιοποιήσεις των εναγόντων προς τον εναγόμενο 1.

 

Στις Αναδομημένες Καταστάσεις (Τεκμήριο 19), τις οποίες ετοίμασε ο ίδιος έχουν αφαιρεθεί (α) οι χρεώσεις εξόδων και οι τόκοι επ΄ αυτών, (β) ο τόκος υπερημερίας με τον οποίο χρεώθηκε ο Λογαριασμός Δανείου πριν και μετά τον τερματισμό και (γ) οι αυξήσεις του περιθωρίου, για τις οποίες πληροφορήθηκαν οι εναγόμενοι 1 και 2 με τις επιστολές της Τράπεζας ημερομηνίας 6.7.2011 και 8.10.2012 αντίστοιχα. Κατ΄ ουσίαν διατηρήθηκε ως προς το επιτόκιο, μόνο η διακύμανση του ενός μηνός Libor, πλέον το συμβατικά συμφωνηθέν 1.5% περιθώριο. Σύμφωνα με τις Αναδομημένες Καταστάσεις, το οφειλόμενο ποσό σε σχέση με το δάνειο, στις 29.11.2022, ανέρχετο στο ποσό των CHF1.171.086.42 πλέον τόκο 1.50% επί ποσού CHF1.158.787.25 από 29.11.2022 μέχρι εξόφλησης, κεφαλαιοποιουμένου του τόκου δυο φορές ετήσια, την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου.

 

Ανέφερε επίσης πως η Τράπεζα ανέτρεξε στα αρχεία της, αλλά σε αντίθεση με τα όσα αναφέρουν οι δικηγόροι της εναγομένης 2 στην επιστολή τους προς την Τράπεζα, ημερομηνίας 2.12.2013 (Τεκμήριο 17) δεν εντόπισε επιστολή τερματισμού της εγγύησης από την εναγομένη 2.

 

Όσον αφορά το ποσό που διεκδικείται από την εναγομένη 2 στην βάση της Συμφωνίας Εγγύησης ημερομηνίας 26.9.2007, ο ΜΕ1 κατέθεσε πως τούτο υπολογίστηκε «χρησιμοποιώντας» το αρχικό ποσό των ΛΚ400.000=. Για τον υπολογισμό του τόκου, λήφθηκε το σταθερό επιτόκιο 1.50%, το οποίο είναι το χαμηλότερο επιτόκιο, με το οποίο χρεωνόταν το δάνειο από το «άνοιγμα» του. Διατηρήθηκε δε η κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετήσια. Σύμφωνα με την Κατάσταση (Τεκμήριο 20), το ποσό που οφείλει η εναγομένη 2 σήμερα ανέρχεται σε €858.711.66, πλέον τόκο προς 1.50% επί ποσού €853.380.95 από 29.11.2022 μέχρι εξόφλησης, κεφαλαιοποιουμένου του τόκου δυο φορές ετήσια, την 30ην Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου. Από τον τερματισμό της Συμφωνίας Εγγύησης μέχρι και σήμερα, δεν έχει γίνει καμμιά κατάθεση έναντι του οφειλόμενου ποσού, είτε από την εναγομένη 2, είτε από την εναγομένη 2, είτε από τον εναγόμενο 1.

 

Ο ΜΕ1 διευκρίνισε αντεξεταζόμενος πως ο ίδιος δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή της Συμφωνίας Δανείου και του Εγγυητηρίου Εγγράφου. Κατέθεσε στο Δικαστήριο τα Έγγραφα ως ο κάτοχος τους.

 

Σε ερώτηση του συνηγόρου Υπεράσπισης εάν επεξηγήθηκαν τα Έγγραφα στην εναγομένη 2, προτού αυτή τα υπογράψει, ο μάρτυρας απάντησε πως σύμφωνα με την ακολουθητέα από τις τράπεζες διαδικασία, «σε όλους τους πελάτες επεξηγούνται τα Έγραφα, αφού αυτοί έχουν δικαίωμα να υποβάλουν οποιεσδήποτε ερωτήσεις, να ζητήσουν οποιαδήποτε διαφοροποίηση και το πιο σημαντικό, έχουν δικαίωμα να λάβουν νομική συμβουλή».

 

Ειδικά για την εναγομένη 2 απάντησε «Πρώτα‑πρώτα να αναφέρω το εξής, ότι η εγγυήτρια η κυρία Αλεξία Χριστοφίδου, η ίδια ήταν όχι απλή τραπεζική υπάλληλος εις την Τράπεζα Κύπρου, ήταν και αξιωματούχος και μάλιστα δούλευε εις το corporate banking της Τράπεζας Κύπρου που θεωρείται ότι είναι η ελίτ, ας πούμε, των ατόμων που είναι εξειδικευμένα πάνω στον δανεισμό για μεγάλα ποσά, μεγάλες επιχειρήσεις που οι ίδιες αυτές επιχειρήσεις, δανείζονται και σε ξένο νόμισμα κλπ. Η ίδια η Εναγόμενη γνώριζε και είχε πλήρη επίγνωση του τι υπέγραφε, διότι και λόγω της θέσης της και λόγω της μόρφωσης, της εκπαίδευσης που είχε. Όπως εξήγησα, στο corporate, στο business unit των τραπεζών, επιλέγονται τα άτομα που έχουν εμπειρίες, γνώσεις και την ικανότητα να χειριστούν τέτοια θέματα».

 

Κατά τον μάρτυρα, η εναγομένη 2 «είχε εμπειρία εις τα δάνεια σε ξένο νόμισμα» αφού είχε ακόμη ένα δάνειο στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα που ήταν κοινό με τον πρώην σύζυγο της, τον εναγόμενο 1. Τούτο καταγράφεται στο Τεκμήριο 8. Πέραν τούτου στην επιστολή (Τεκμήριο 22) που απέστειλε ο εναγόμενος 1 στην Λαϊκή Τράπεζα και διαπραγματευόταν τους όρους του δανείου, ο ίδιος ανέφερε πως μαζί με την σύζυγο του (εναγομένη 2) είχε ήδη λάβει δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου σε Ελβετικά Φράγκα. Κατ΄ουσίαν, πρόσθεσε ο μάρτυρας, το επίδικο ήταν το τρίτο δάνειο που είχαν οι εναγόμενοι 1 και 2 σε Ελβετικά Φράγκα. Μάλιστα, κατέληξε, ο εναγόμενος 1 ζητούσε από την Λαϊκή Τράπεζα να του δοθεί το δάνειο με προνομιακούς όρους επειδή η εναγομένη 2 ήταν υπάλληλος στην Τράπεζα Κύπρου και είχε εξασφαλίσει πολύ ευνοϊκούς όρους για το δάνειο από την συγκεκριμένη Τράπεζα. «Άρα», κατέληξε ο ΜΕ1, «γνώριζε πλήρως η κυρία Αλεξία όταν έδινε την εγγύηση της για το δάνειο».

 

Ο Κωνσταντίνος Χρίστου (ΜΕ2) κατέθεσε ότι από το 1980 εργαζόταν στην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (πρώην Λαϊκή). Από τον Ιανουάριο του 2004 μέχρι και τον Ιανουάριο του 2008 ήταν τοποθετημένος στην θέση διευθυντού του καταστήματος Τσερίου της Τράπεζας (από το 2013 δεν εργάζεται στην Λαϊκή Τράπεζα, ούτε και διατηρεί οποιανδήποτε σχέση με τους ενάγοντες).

 

Το επίδικο δάνειο παραχωρήθηκε από το κατάστημα Τσερίου, καθ΄ ον χρόνο ο ίδιος ήταν διευθυντής του καταστήματος. Μάλιστα, ήταν άμεσα και προσωπικά εμπλεκόμενος.

 

Εξ΄ όσων θυμόταν, οι εναγόμενοι 1 και 2 προ της παραχώρησης του δανείου, είχαν ήδη μεταφέρει στην Λαϊκή από την Τράπεζα Κύπρου, άλλο δάνειο σε ξένο νόμισμα και συγκεκριμένα σε Ελβετικά Φράγκα (CHF), το οποίο διατηρούσαν στην Τράπεζα Κύπρου ως πρωτοφειλέτες. Επειδή ισχυρίζοντο ότι οι όροι του εν λόγω δανείου ήταν ιδιαιτέρα ευνοϊκοί για αυτούς, ζητούσαν και διαπραγματεύοντο με την Λαϊκή και τον ίδιο, συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις για την παραχώρηση του δανείου. Αναγνώρισε την επιστολή (Τεκμήριο 22), η οποία είχε αποσταλεί από τον εναγόμενο 1 προς τον ίδιο.

 

Διευκρίνισε πως κατά κύριο λόγο, ο ίδιος και οι υφιστάμενοι του επικοινωνούσαν με την εναγομένη 2, για την διαπραγμάτευση των όρων του δανείου και τούτο λόγω και των επαγγελματικών της γνώσεων. Κατά τον μάρτυρα, η εναγομένη 2 όχι μόνο λόγω της θέσης της στην Τράπεζα Κύπρου αλλά και λόγω του ότι ήταν ήδη πρωτοφειλέτης στο «προηγούμενο» δάνειο σε Ελβετικά Φράγκα (CHF), γνώριζε πολύ καλά τι σημαίνει δανεισμός σε ξένο νόμισμα και δη σε Ελβετικά Φράγκα. Γνώριζε επίσης πολύ καλά «τι σήμαινε η ενυπόγραφη εγγύηση του δανείου την οποία παραχώρησε». Για τους ίδιους λόγους, ο εναγόμενος 1 ομοίως γνώριζε πολύ καλά, τις συνέπειες του δανεισμού σε Ελβετικό Φράγκο, αφενός μεν επειδή ήταν και εκείνος πρωτοφειλέτης στο «προηγούμενο» δάνειο και αφετέρου επειδή παρουσιάζετο ως έμπειρος επιχειρηματίας που ασχολείτο με την ανάπτυξη γης και άλλες συναφείς οικοδομικές επιχειρήσεις.

 

Επιβεβαίωσε πως τόσο στον εναγόμενο 1 όσο και στην εναγομένη 2 επεξηγήθηκαν «εκτενώς» τόσο κατά τις τηλεφωνικές τους συνομιλίες αλλά και στις κατ΄ ιδίαν συναντήσεις τους, οι όροι και οι συνέπειες των εγγράφων που υπέγραφαν.

 

Αρνήθηκε την θέση της Υπεράσπισης πως η εναγομένη 2 «πιέστηκε» από τον ίδιο ή από άλλο υπάλληλο της Τράπεζας ώστε να υπογράψει το Εγγυητήριο Έγγραφο.

 

Αντεξεταζόμενος επέμενε στη θέση πως επεξηγούσαν στους πελάτες τους, τον επιτοκιακό κίνδυνο του δανεισμού στο ξένο νόμισμα. Η παραχώρηση δε τέτοιων δανείων εγίνετο κατόπιν οδηγιών της διεύθυνσης της Τράπεζας.

 

Αρνήθηκε δε ότι ο ίδιος «εξανάγκασε» την εναγομένη 2 να υπογράψει το Εγγυητήριο, θέτοντας εκβιαστικά συγκεκριμένους όρους ως προς το δάνειο. Αρνήθηκε επίσης πως η υπογραφή του Εγγυητήριου ήταν το αποτέλεσμα «ψυχικής πίεσης» που ασκήθηκε στην εναγομένη 2 από τον σύζυγο της.

 

Η εναγομένη 2 Αλεξία Χριστοφίδου (ΜΥ1) έδωσε την δική της εκδοχή για την υπόθεση. Κατέθεσε τα εξής.

 

Ο σύζυγος της, εναγόμενος 1, με τον οποίο είναι σε διάσταση από το 2013, ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ιδιοκτήτης της εταιρείας G.Z. CREATIVE LTD. Τον Ιούνιο του 2007, ο σύζυγος της «προσεγγίσθηκε» από υπαλλήλους της Λαϊκής Τράπεζας και πείσθηκε από αυτούς, «παροτρυνόμενος από διαφημίσεις και/ή αναφορές των υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων της Λαϊκής» να λάβει μια «πιο συμφέρουσα λύση δανείου και/ή χρηματοδότησης» για την αγορά από την εταιρεία του, γης στις Κάτω Πλάτρες για σκοπούς των εργασιών της. Τα εν λόγω πρόσωπα τον «καθοδήγησαν» στην «επιλογή» του δανείου σε Ελβετικό Φράγκο, που προσέφερε τότε η Λαϊκή Τράπεζα και το οποίο παρουσιάστηκε ως το πλέον συμφέρον καθώς εξασφάλιζε χαμηλό επιτόκιο σε σχέση με άλλα δάνεια και επιπλέον του προσέφεραν προνομιακούς όρους αποπληρωμής.

 

Την αίτηση για έγκριση του δανείου ύψους CHF1.070.565,00 την υπέβαλε αρχικά, τον Ιούλιο του 2007, η εταιρεία G.Z. CREATIVE LTD, πλην όμως η χορήγηση του δανείου έγινε στον εναγόμενο 1 προσωπικά. Ο εναγόμενος 1 αποδέχτηκε τους όρους του δανείου όπως αυτοί καταγράφονται στην επιστολή της Τράπεζας (Τεκμήριο 8).

 

Στην συνέχεια υπεγράφη η Συμφωνία Δανείου (Τεκμήριο 9), η οποία είναι διατυπωμένη στην Αγγλική γλώσσα. Ο εναγόμενος 1 δεν γνωρίζει αγγλικά). Το δάνειο εκταμιεύθηκε στο νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ο εναγόμενος 1 πλήρωνε τις δόσεις του μέχρι και το 2012. Η Τράπεζα όμως πίστωνε λιγότερο ποσό από αυτό που εισέπραττε ως δόση, αφενός μεν λόγω της αποκοπής της προμήθειας της και αφετέρου λόγω της μετατροπής της δόσης που καταβάλλετο σε Λίρες Κύπρου ή Ευρώ σε Ελβετικό Φράγκο. Συνεπεία τούτου, αντί το υπόλοιπο του δανείου να μειώνεται, αυξανόταν σταδιακά λόγω της μεταβολής της ισοτιμίας του συναλλάγματος και της μονομερούς μεταβολής του επιτοκίου από πλευράς της Τράπεζας.

 

Το δάνειο κατέστη μη εξυπηρετούμενο και προβληματικό, λόγω των επανειλημμένων μονομερών αυξήσεων του περιθωρίου του επιτοκίου και της τεράστιας διαφοροποίησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας Ευρώ με Ελβετικό Φράγκο. Παραδείγματα τέτοιων αυθαίρετων ενεργειών αποτυπώνονται στις επιστολές της Τράπεζας προς τον εναγόμενο 1 ημερομηνία 27.4.2011 (Τεκμήριο 23) και 8.10.2012 (Τεκμήριο 24), όπου στην πρώτη περίπτωση το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε από 2.50% σε 4.90% και στην δεύτερη σε 6%.

 

Στην επιστολή της Τράπεζας ημερομηνίας 8.10.2012 (Τεκμήριο 24) απάντησαν τόσο η ίδια όσο και ο εναγόμενος 1, με επιστολή τους ημερομηνίας 29.10.2012 (Τεκμήριο 25). Στην προρηθείσα επιστολή ενημέρωναν την Τράπεζα ότι οι αυξήσεις του περιθωρίου του επιτοκίου δεν ήσαν αποδεκτές.

Με επιστολή της ημερομηνίας 2.12.2013 (Τεκμήριο 26), η οποία παρεδόθη ιδιοχείρως στην Τράπεζα Κύπρου πλέον, τερμάτισε «με άμεση ισχύ» τις προσωπικές της εγγυήσεις προς τον εναγόμενο 1 και ειδικότερα την εγγύηση της σε σχέση με το επίδικο δάνειο. Την ίδια ημέρα 2.12.2013, απέστειλε επιστολή και μέσω των δικηγόρων της (Τεκμήριο 27).

 

Ήταν η θέση της, κατόπιν νομικής συμβουλής που έλαβε, πως η Λαϊκή Τράπεζα ενήργησε αμελώς σε βάρος της και πως η εγγύηση της είναι εξ΄υπαρχής άκυρη, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα. Διατείνεται δε πως η ίδια, κατά πάντα ουσιώδη προς την αγωγή χρόνο, ήταν και ενεργούσε ως καταναλωτής.

 

Σύμφωνα με την ίδια, η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου με Εγκύκλιο της ημερομηνίας 11.10.2006 (Τεκμήριο 28), με θέμα «Δανεισμός σε ξένο νόμισμα», την οποίαν απέστειλε σε όλες τις Τράπεζες στην Κύπρο, «επέβαλλε» σ΄αυτές την διεκπεραίωση συγκεκριμένων ενεργειών προτού παραχωρήσουν δάνειο σε ξένο νόμισμα. Πέραν του ότι ο πελάτες θα έπρεπε να τυγχάνουν λεπτομερούς ενημέρωσης για τον συναλλαγματικό και τον επιτοκιακό κίνδυνο που εμπερικλείει ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα σε αντίθεση με τον δανεισμό σε Κυπριακή Λίρα, οι δανειολήπτες θα έπρεπε μετά την ενημέρωση τους να υπογράψουν σχετική δήλωση. Στην δική της περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η συγκεκριμένη διαδικασία.

 

Είναι παραδεκτό από πλευράς της ότι τον Σεπτέμβριο του 2007, εργαζόταν στην Διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου ως Λειτουργός Πιστωτικού Κινδύνου. Στα καθήκοντα της ήταν η αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής πιστωτικών διευκολύνσεων από μελλοντικούς δανειολήπτες. Δεν ασχολήθηκε με θέματα επιτοκιακού και συναλλαγματικού κινδύνου για δανειοδοτήσεις σε ξένο νόμισμα, αφού τούτο ενέπιπτε στις αρμοδιότητες άλλου τμήματος της Τράπεζας (Treasury).

 

Ήταν επίσης θέση της, πως η Σύμβαση Δανείου (Τεκμήριο 9) περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, ιδιαίτερα όσον αφορά το δικαίωμα της Τράπεζας να αυξάνει μονομερώς το περιθώριο του επιτοκίου. Οι πρακτικές που εφάρμοζε η Τράπεζα στις περιπτώσεις δανειοδότησης σε ξένο νόμισμα δεν συνήδαν με την ορθή τραπεζική πρακτική και επηρέαζαν δυσμενώς τα συμφέροντας της ως εγγυήτριας.

 

Υπεστήριξε πως δεν της επεξηγήθηκε ο κίνδυνος που ελλόχευε για την ίδια, η παροχή εγγύησης δανείου σε ξένο νόμισμα. Πως ούτε ο εναγόμενος 1 αλλά ούτε και η ίδια είχαν την απαραίτητη κατάρτιση και εμπειρία να διαχειριστούν ένα δάνειο σε ξένο νόμισμα.

 

Η Τράπεζα, μετά τον τερματισμό από την ίδια της Εγγύησης της, δεν έλαβε κανένα μέτρο ως όφειλε να λάβει, ώστε το υπόλοιπο του δανείου να μην επιβαρύνεται με τόκους από το 2013. Η εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου θα μείωνε και/ή θα εξοφλούσε την δική της υποχρέωση ως εγγυήτρια. Τούτο επιβεβαιώνεται από την αξία του ακινήτου, σύμφωνα με δύο Εκθέσεις Εκτίμησης που κατέχει, ημερομηνίας 13.3.2008 (Τεκμήριο 29) και 2.10.2012 (Τεκμήριο 30), αντίστοιχα.

 

Αντεξεταζόμενη και ερωτηθείσα για τα ακαδημαϊκά της προσόντα, κατέθεσε «έχω πρώτο πτυχίο σε λογιστική, master σε φορολογία και το 2017 έγινα εγκεκριμένη λογιστής CPA της Αμερικής».

 

Αναγνώρισε την υπογραφή της στην επιστολή της Marfin Popular Bank προς την ίδια, ημερομηνίας 26.9.2007 (Τεκμήριο 12) καθώς και στην Σύμβαση Εγγύησης (Τεκμήριο 13).

 

Ερωτηθείσα τι εννοούσε όταν ανέφερε στην Γραπτής της Δήλωση (Έγγραφο Γ΄) πως η ίδια είναι «καταναλωτής», απάντησε πως ως εγγυήτρια ήταν «εμμέσως εμπλεκόμενη σε μια χρηματοδότηση ως καταναλωτής». Στην ερώτηση «τι ακριβώς καταναλώσατε;», απάντησε, «υποβοήθησα στην αγορά αυτού του ακίνητου».

 

Επέμενε στην θέση πως «πιέστηκε» να υπογράψει την Εγγύηση τόσο από την Τράπεζα όσο και από τον σύζυγο της και τούτο επειδή ο τελευταίος είχε δώσει προκαταβολή για την αγορά του ακινήτου στις Πλάτρες, οι πελάτες του συζύγου της είχαν έρθει από το εξωτερικό και σε πολύ περιορισμένο χρόνο έπρεπε να διευθετηθεί το θέμα του δανείου.

 

Σε υποβολή του κ. Ιωσήφ, συνηγόρου των εναγόντων, πως σύμφωνα με τους Όρους της Συμφωνίας Εγγύησης, η ίδια ήταν υπόλογη για ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό κατά την ημέρα (2.12.2013) που τερμάτισε την Εγγύηση, απάντησε καταφατικά, προσθέτοντας «μείον οποιεσδήποτε καταθέσεις και μείον οποιωνδήποτε καταχρηστικών μονομερών επιτοκιακών αυξήσεων της Τράπεζας». Κατά την ίδια, η οφειλή περιορίζεται στην αρχική ισοτιμία που ίσχυε μεταξύ Ελβετικού Φράγκου και Ευρώ.

 

Επέμενε στην θέση πως τόσο ο σύζυγος της όσο και η Τράπεζα, της άσκησαν ψυχολογική πίεση ώστε να υπογράψει την Εγγύηση. Όπως και στην θέση πως οι υπάλληλοι της Τράπεζας δεν της επεξήγησαν τους συναλλαγματικούς κινδύνους. Παραδέχθηκε ωστόσο ότι η ίδια είχε συνάψει στο παρελθόν δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο. Η απόφαση της στηρίχθηκε τότε, όπως ανέφερε, στο ότι το δάνειο είχε χαμηλό επιτόκιο και υπήρχε η δυνατότητα «ανά πάσα στιγμή» να μετατραπεί το συνάλλαγμα. Κατέληξε πως στην προκειμένη περίπτωση η Τράπεζα όφειλε να την ενημερώσει, καθ΄ ότι «οι συνθήκες του κάθε δανείου είναι διαφορετικές».

 

Ο ΜΥ2 Μιχάλης Κατσαμπάς, πρώην ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος, κατέθεσε ότι από το 1986 μέχρι και τον Μάρτιο του 2021 εργάστηκε στην Τράπεζα Κύπρου. Από το τέλος του 2007 μέχρι και το 2018, διετέλεσε Περιφερειακός Διευθυντής Λευκωσίας και ακολούθως αναπληρωτής Διευθυντής Ιδιωτών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην Διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου.

 

Έχοντας πλήρη γνώση των τραπεζικών εργασιών και διαδικασιών, λόγω της μακράς εμπειρίας του στην Τράπεζα Κύπρου, σήμερα παρέχει συμβουλές σε ιδιώτες και επιχειρήσεις για χρηματοοικονομικά θέματα.

 

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στον μεγάλο επιτοκιακό και συναλλαγματικό κίνδυνο που έχει ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα, ειδικά ο δανεισμός σε Ελβετικό Φράγκο. Και τούτο λόγω της τεράστιας διαφοροποίησης στην ισοτιμία του εθνικού μας νομίσματος με το συγκεκριμένο νόμισμα. Είναι γι΄αυτόν τον λόγο, πρόσθεσε, που η Κεντρική Τράπεζα στις 11.10.2006, απέστειλε σ΄ όλες τις Τράπεζες σχετική Εγκύκλιο (Τεκμήριο 28), στην οποία δίδονται οδηγίες σε σχέση με τις ενέργειες, στις οποίες θα πρέπει να προβαίνουν οι τραπεζικοί υπάλληλοι πριν την σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα. Ο πελάτης, προτού αποφασίσει, θα πρέπει να τυγχάνει λεπτομερούς ενημέρωσης για τον συναλλαγματικό και τον επιτοκιακό κίνδυνο. Αν μετά την ενδελεχή ενημέρωση αποφασίσει να προχωρήσει σε δανεισμό σε ξένο νόμισμα, θα πρέπει να υπογράψει σχετική δήλωση (επισυνάπτεται με την Εγκύκλιο), η οποία θα φυλάσσεται από την Τράπεζα. Στις περιπτώσεις δε όπου η ικανότητα αποπληρωμής των πελάτων είναι οριακή, θα πρέπει να αποφεύγονται οι χρηματοδοτήσεις σε ξένο νόμισμα, αφού οποιαδήποτε αλλαγή στο επιτόκιο ή την συναλλαγματική ισοτιμία, μπορεί να καταστήσει αδύνατη την αποπληρωμή του δανείου.

 

Όπως κατέθεσε περαιτέρω, γνωρίζει την Αλεξία Χριστοφίδου (εναγομένη 2). Τον Σεπτέμβριο του 2007, η Αλεξία εργαζόταν ως Λειτουργός Πιστωτικού Κινδύνου στην Διοίκηση της Τράπεζας Κύπρου. Τα καθήκοντα της «περιελάμβαναν» την αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής πιστωτικών διευκολύνσεων από δανειολήπτες. Κατά τον μάρτυρα, «σίγουρα, δεν ασχολήθηκε με θέματα επιτοκιακού και συναλλαγματικού κινδύνου για δανειοδοτήσεις σε ξένο νόμισμα, κάτι που ενέπιπτε στις αρμοδιότητες άλλου τμήματος της Τράπεζας ήτοι του Treasury».

 

Τέλος κατέθεσε «ότι είναι κοινή τραπεζική πρακτική στις περιπτώσεις τερματισμού εγγύησης από εγγυητή, η τράπεζα να προχωρεί άμεσα σε τερματισμό των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη και είτε να ζητήσει από αυτόν αντικατάσταση της εγγύησης, είτε, σε περίπτωση που ο πρωτοφειλέτης δεν προσκομίσει αντικατάσταση της εγγύησης ικανοποιητική για την τράπεζα, τότε τερματίζονται οι λογαριασμοί του πρωτοφειλέτη κάτι που δεν φαίνεται να έγινε στην περίπτωση αυτή».

 

Αντεξεταζόμενος δέχθηκε ότι δεν ήταν παρών κατά την διαπραγμάτευση των όρων του επίδικου δανείου ούτε και κατά την σύναψη του. Παρέμεινε όμως στην θέση πως δεν ακολουθήθηκαν εν προκειμένω οι οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας όσον αφορά την ενημέρωση του δανειολήπτη όσο και του εγγυητή («ο συναλλαγματικός και επιτοκιακός κίνδυνος αφορά όλους τους εμπλεκομένους είτε πρωτοφειλέτες είτε εγγυητές») για τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο. Ήταν περαιτέρω η θέση του πως το επιτόκιο αυξήθηκε ανεξέλεγκτα (από 1.5% σε 6%) με αποτέλεσμα το δάνειο να καταστεί μη βιώσιμο. Από τις Καταστάσεις Λογαριασμού, πρόσθεσε, φαίνεται πως πριν από την τελευταία αύξηση του επιτοκίου σε 6% το δάνειο εξυπηρετείτο. «Άρα», κατέληξε, «εύκολα μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι με την αύξηση των δόσεων, το δάνειο κατέστη μη βιώσιμο». Απέρριψε κατηγορηματικά την θέση πως με την διακύμανση του συναλλάγματος, ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις μπορεί να δημιουργήσει και οφέλη προς τον δανειολήπτη. Όσον αφορά την Εγγύηση, η οποία εδόθη σε Λίρες Κύπρου, απάντησε πως θα έπρεπε να ήταν στο νόμισμα του δανείου. Συμφώνησε όμως ότι το μέγιστο ποσό ευθύνης της εναγομένης 2 ήταν συγκεκριμένο και καθορισμένο, αρχικά σε Λίρες Κύπρου και μετά σε Ευρώ.

 

Ο Μιχάλης Τάλλης (ΜΥ3), αφού αναφέρθηκε στα ακαδημαϊκά του προσόντα, κατέθεσε ότι για τα τελευταία 35 χρόνια περίπου ασκεί το επάγγελμα του εγκεκριμένου λογιστή, ελεγκτή. Τα τελευταία χρόνια αναλαμβάνει την ετοιμασία αναδομημένων τραπεζικών λογαριασμών καθώς και διαπραγματεύσεις αναδιάρθρωσης δανείων.

 

Σε σχέση με το επίδικο δάνειο ετοίμασε Κατάσταση με ημερομηνία 31.12.2022 (Τεκμήριο 31), αναφορικά με το πραγματικό οφειλόμενο υπόλοιπο. Επεξήγησε την διαδικασία που ακολούθησε για τον υπολογισμό του υπολοίπου του δανείου, το οποίο κατά τον ίδιο στις 31.12.2022 ήταν CHF1.059.855.17 ή €638.428.51.

 

Αντεξεταζόμενος κατέθεσε ότι η Κατάσταση (Τεκμήριο 31) αφορούσε μόνο το δάνειο και όχι την Εγγύηση. 

Ήταν η θέση του πως οι τραπεζίτες εξαπάτησαν τον πρωτοφειλέτη, δεν του επεξήγησαν τους συναλλαγματικούς κινδύνους, επειδή και οι ίδιοι δεν τους γνώριζαν, ήταν κάτι το άγνωστο και για αυτούς.

 

Σε άλλο σημείο της αντεξέτασης του δέχθηκε πως δεν μελέτησε τις Αναδομημένες Καταστάσεις (Τεκμήριο 19), παρόλο που η θέση του ήταν ότι αυτές είναι λανθασμένες.

 

Κατά το στάδιο των αγορεύσεων, η κάθε πλευρά υπεραμύνθηκε της θέσης της με αναφορά σε νομολογία.

 

Ο κ. Παντελή εκ μέρους της εναγομένης 2 εισηγήθηκε πως η Εγγύηση που παραχώρησε η τελευταία θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη καθότι υπεγράφη κάτω από ψυχική πίεση που άσκησαν σ΄ αυτήν ο σύζυγος της, (εναγόμενος 1) και η Τράπεζα. Ανεξάρτητα από την πιο πάνω θέση, εισηγήθηκε πως δεν έγινε έγκυρη απαίτηση του ποσού της Εγγύηση. Διευκρίνισε πως μετά τον τερματισμό της Συμφωνίας Εγγύησης από πλευράς της εναγομένης 2, η Τράπεζα δεν την ενημέρωσε για το ποσό που όφειλε τόσο η ίδια όσο και ο πρωτοφειλέτης (εναγόμενος 1) κατ΄εκείνον τον χρόνο. Σύμφωνα δε με τους υπολογισμούς της εναγομένης 2, το ποσό για το οποίο ευθύνεται είναι €750.603.67 και όχι €858.711,00 πλέον τόκους όπως αξιώνει η ενάγουσα. Πως η Σύμβαση Εγγύησης χαρακτηρίζεται από καταχρηστικότητα καθότι το δάνειο εδόθη σε Ελβετικά Φράγκα, ενώ το οφειλόμενο ποσό δυνάμει της Σύμβασης Εγγύησης υπολογιζόταν αρχικά σε Λίρες Κύπρου και στην συνέχεια σε Ευρώ. Κατά τον κ. Παντελή, η αγωγή, για τους πιο πάνω λόγους, θα πρέπει να απορριφθεί και να εκδοθεί απόφαση ως η Ανταπαίτηση.

 

Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Ιωσήφ εκ μέρους των εναγόντων. Υπεστήριξε πως οι τελευταίοι έδρασαν εντός των πλαισίων τόσο του νόμου όσο και των συμβατικών τους υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Ανέφερε πως ουσιαστικά η εναγομένη 2 δεν αμφισβητεί την παραχώρηση του δανείου στον εναγόμενο 1. Ό,τι αμφισβητείται, τόνισε, είναι το ποσό που οφείλεται. Όσον αφορά την υπερασπιστική γραμμή της εναγομένης 2, πως υπέγραψε την Συμφωνία Εγγύησης υπό την πίεση τόσο του εναγομένου 1 όσο και της Τράπεζας και γι΄ αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη, παρέπεμψε στην μαρτυρία του ΜΕ2 Κωνσταντίνου Χρίστου. Εισηγήθηκε πως η εναγομένη 2 δεν απέσεισε από τους ώμους της το βάρος που είχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της.

 

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο πως η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Μπορεί η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα να είναι ατομική, δηλαδή να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα της και την πειστικότητά της, όμως θα πρέπει τα όσα αναφέρονται από τον κάθε μάρτυρα να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των λοιπών μαρτύρων και έτσι να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών [βλ. Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση αρ.10705, ημερ. 8.2.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, 530].

 

Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας έλαβα υπόψη μου την εικόνα των μαρτύρων στο Δικαστήριο, αλλά εξέτασα την μαρτυρία τους υπό το φως της ανθρώπινης πείρας και συμπεριφοράς, στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για να καταλήξει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.

 

Ο ΜΕ1 Μάκης Αδάμου αν και δεν είχε εμπλοκή στα γεγονότα της υπόθεσης, στην κατάρτιση δηλαδή των Συμφωνιών Δανείου και Εγγύησης ήταν πλήρως επεξηγηματικός όσον αφορά τις πρόνοιες των Εγγράφων. Ανέλυσε και επεξήγησε με πλήρη λεπτομέρεια τις Αναδομημένες Καταστάσεις Λογαριασμού του Δανείου και Εγγύησης (Τεκμήρια 19 και 20), τις οποίες ετοίμασε ο ίδιος. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΜΕ2 Κωνσταντίνος Χρίστου είχε άμεση εμπλοκή στα γεγονότα της υπόθεσης. Ήταν το πρόσωπο που έλαβε μέρος στις συζητήσεις για την παραχώρηση του επίδικου δανείου καθώς και στην υπογραφή των Συμφωνιών Δανείου και Εγγύησης. Η μαρτυρία του ήταν πλήρως επεξηγηματική και συνάδει με τα έγγραφα που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Δεν περιέπεσε σε αντιφάσεις κατά το στάδιο της αντεξέτασης και παρέμεινε σταθερός στην θέση και στην εκδοχή του. Δεν εντόπισα κανένα σημείο στην μαρτυρία του που να με οδηγήσει στην μη αποδοχή της. Την αποδέχομαι στο σύνολό της.

 

Τα όσα η ΜΥ1 Αλεξία Χριστοφίδου κατέθεσε, τα μελέτησα ενδελεχώς και σε βάθος. Θεωρώ πως η μαρτυρία της δεν είναι ασφαλές υπόβαθρο για να στηριχθώ σ΄ αυτή και να εξάξω ασφαλή συμπεράσματα. Η προσπάθεια της να αποστεί των ευθυνών της ήταν έκδηλη. Δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως τα όσα κατέθεσε δια ζώσης στο Δικαστήριο ήταν εκ των υστέρων και δεύτερες σκέψεις. Η θέση της πως οι υπαλλήλοι της Τράπεζας δεν της επεξήγησαν τους κινδύνους (επιτοκιακό και συναλλαγματικό) που είχε ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα και δη σε Ελβετικό Φράγκο δεν πείθει. Η ίδια πέραν των ακαδημαϊκών της προσόντων [πτυχίο στην Λογιστική, μεταπτυχιακό (master) στην φορολογία] ήταν από το 1993 υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου και κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης των Συμφωνιών Δανείου και Εγγύησης (2007) είχε τοποθετηθεί στην Διοίκηση της Τράπεζας με καθήκοντα που άπτοντο της δανειοδότησης μεγάλων επιχειρήσεων. Για το συγκεκριμένο πόστο, όπως κατέθεσε ο ΜΕ1, επιλέγοντο άτομα που είχαν εμπειρίες, γνώσεις και ικανότητα. Όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο μάρτυρας, στο συγκεκριμένο τμήμα ήσαν τοποθετημένα άτομα που εθεωρούντο η «ελίτ» των υπαλλήλων της Τράπεζας. Πέραν τούτου, το επίδικο δάνειο ήταν το τρίτο δάνειο που οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν σε Ελβετικά Φράγκα. Μάλιστα, ο εναγόμενος 1 στην επιστολή του προς την Λαϊκή Τράπεζα (Τεκμήριο 22), όπου διαπραγματευόταν τους όρους του δανείου, ανέφερε ότι είχε ήδη εξασφαλίσει στο παρελθόν δάνειο από την Τράπεζα Κύπρου σε Ελβετικά Φράγκα με ευνοϊκούς όρους, επειδή η σύζυγος του ήταν υπάλληλος της και ουσιαστικά ζητούσε να του παραχωρηθεί το επίδικο δάνειο με τους ίδιους ευνοϊκούς όρους. Ως εκ τούτου η θέση πως οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν γνώριζαν τους επιτοκιακούς και συναλλαγματικούς κινδύνους δεν γίνεται αποδεκτή. Η θέση και η εκδοχή της εναγομένης 2 απορρίπτεται.

 

Η μαρτυρία του ΜΥ2 Μιχάλη Κατσαμπά δεν προσφέρει οτιδήποτε στην υπόθεση. Δεν ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις ή στην σύναψη των Συμφωνιών Δανείου και Εγγύησης. Δεν είχε ιδίαν γνώση των επιδίκων θεμάτων. Τα όσα ανέφερε για τους λόγους που οδήγησαν τον πρωτοφειλέτη (εναγόμενο 1) να σταματήσει να πληρώνει τις δόσεις του ήταν υποθετικά και αυθαίρετα. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να βοηθήσει την υπόθεση της εναγομένης 2 και όχι για να καταθέσει ως ένας αμερόληπτος και ανεξάρτητος μάρτυρας. Η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Ομοίως, για τους ίδιους λόγους και η μαρτυρία του ΜΥ3 Μιχάλη Τάλλη δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Δεν επεξήγησε με την δέουσα λεπτομέρεια, πως κατέληξε στα δικά του συμπεράσματα για το ύψος του οφειλομένου, βάσει της Εγγύησης, ποσού. Ενώ κατέθεσε πως ετοίμασε την Κατάσταση Λογαριασμού (Τεκμήριο 31) στην βάση των «spreadsheets» παρέλειψε να προσκομίσει τα συγκεκριμένα έγγραφα στο Δικαστήριο. Δεν παρουσίασε την εικόνα ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου εμπειρογνώμονα.

 

Τα όσα οι Μάκης Αδάμου (ΜΕ1) και Κωνσταντίνος Χριστοφόρου (ΜΕ2) κατέθεσαν, συνιστούν και τα ευρήματα μου.

 

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο πως τα επίδικα θέματα είναι αυτά που προσδιορίζονται από την δικογραφία. Η δίκη, όπως νομολογιακά ελέχθη, δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τρένο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής [Ηοneros Th. Courtis and others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134, Γεώργιος Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Ayia Napa Nissi Development Ltd και άλλοι ν. Χρίστου Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549].

 

Είναι μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια που θα εξεταστούν τα επίδικα θέματα.

 

Η αξίωση της ενάγουσας εναντίον της εναγομένης 2 προωθείται στην βάση Εγγύησης, η οποία δόθηκε αρχικά σε Λίρες Κύπρου και μετατράπηκε στην συνέχεια σε Ευρώ.

 

Η εναγομένη 2 δεν αμφισβητεί την παραχώρηση του δανείου στον εναγόμενο 1 ούτε και την μη αποπληρωμή του. Δεν αμφισβητεί επίσης την υπογραφή της Σύμβασης Εγγύησης από την ίδια. Ό,τι αμφισβητείται είναι η εγκυρότητα της Εγγύησης.

 

Ο ορισμός της Σύμβασης Εγγύησης, δίδεται από το άρθρο 84 του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

«84. “Σύμβαση εγγύησης” είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο· το πρόσωπο που παρέχει την εγγύηση καλείται “εγγυητής”, το πρόσωπο υπέρ του οποίου παρέχεται “πρωτοφειλέτης”, και το πρόσωπο προς το οποίο παρέχεται “πιστωτής”.»

           

            Με την σύμβαση εγγύησης κάποιο τρίτο πρόσωπο (ο εγγυητής) αναλαμβάνει έναντι του πιστωτή, εκπλήρωση της υποχρέωσης ή υπόσχεσης του πρωτοφειλέτη. Ενώ η σύμβαση εγγύησης αποτελεί αυτόνομη σύμβαση, είναι ταυτόχρονα και το παρεπόμενο αποτέλεσμα μιας άλλης σύμβασης, της κύριας σύμβασης μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη για την οποία συνάπτεται η σύμβαση εγγύησης. Αυτό το δευτερογενές χαρακτηριστικό της σύμβασης εγγύησης, αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο της σύμβασης αυτής (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Deme-Dairy Ltd κ.ά., Αρ. Αγωγής 6394/2005, Ε.Δ. Λάρνακας, ημερομηνίας 2.8.2013).

 

Το βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης εγγύησης είναι πως αυτή, ενόψει του δευτερογενούς της χαρακτήρα, ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει παράβαση από τον πρωτοφειλέτη των δικών του υποχρεώσεων.  Πρωταρχικά υπόλογος και υπεύθυνος για την οφειλή είναι και παραμένει ο πρωτοφειλέτης. Η ευθύνη του εγγυητή είναι ενισχυτική και δευτερογενής, υπό την έννοια ότι δεν ενεργοποιείται ούτε και συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα για τον εγγυητή, εκτός εάν προηγηθεί παράβαση της κυρίως σύμβασης εκ μέρους του πρωτοφειλέτη.

 

Όπως σε κάθε άλλη σύμβαση, έτσι και σε κάθε σύμβαση εγγύησης, απαραίτητο στοιχείο είναι η ύπαρξη αντιπαροχής, του ανταλλάγματος δηλαδή για το οποίο δίνεται η υπόσχεση. Το άρθρο 85 του Νόμου (Κεφ.149) προνοεί τα εξής:

 

«85. Κάθε πράξη ή υπόσχεση προς όφελος του πρωτοφειλέτη, δύναται να αποτελεί επαρκή αντιπαροχή για τον εγγυητή για παροχή της εγγύησης.»

 

Σύμφωνα με ό,τι ο Νόμος ορίζει, επαρκής αντιπαροχή είναι η πράξη ή η υπόσχεση που δίνεται στον πρωτοφειλέτη από τον πιστωτή. Ο πιστωτής είναι αυτός που παρέχει την αντιπαροχή. Αυτός ο οποίος αποκομίζει άμεσο όφελος από την βασική σύμβαση σε σχέση με την οποία ο εγγυητής έχει παράσχει την εγγύηση, είναι ο πρωτοφειλέτης.

 

Βασικό αξίωμα του δικαίου των εγγυήσεων είναι πως ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης (άρθρο 86 του Κεφ.149).  Είναι στην βάση αυτού του αξιώματος που ο πιστωτής έχει δικαίωμα να εγείρει αγωγή εναντίον του ενός ή του άλλου ή και των δύο, καθότι τόσο ο πρωτοφειλέτης όσο και ο εγγυητής έχουν κατευθείαν υποχρεώσεις προς τον πιστωτή με τον οποίον έχουν συμβληθεί.

 

Βάσει των προαναφερθέντων, συμφωνώ με την θέση του κ. Ιωσήφ ότι η ενάγουσα δικαιούται να προωθεί την αγωγή εναντίον της εναγομένης 2, «(πλέον αποκλειστικά) ως εγγυήτρια», δεδομένου του ότι έχει αποδείξει την παράβαση της Συμφωνίας Δανείου εκ μέρους του πρωτοφειλέτη καθώς και την οφειλή του τελευταίου.

 

Εν προκειμένω, παρά το ότι η υπογραφή των δύο Συμφωνιών, Δανείου και Εγγύησης δεν αμφισβητείται από πλευράς Υπεράσπισης, η ενάγουσα απέδειξε την κατάρτιση και των δύο Συμφωνιών. Η εκταμίευση του δανείου επίσης δεν αμφισβητείται. Όπως δεν αμφισβητείται ο τερματισμός του δανείου και το οφειλόμενο υπόλοιπο (CHF1.848.961,54).

 

Το μόνο ζήτημα που απομένει να εξεταστεί είναι η θέση της εναγομένης 2 πως η Σύμβαση Εγγύησης θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη λόγω του ότι καταρτίστηκε υπό την πίεση του συζύγου της (εναγόμενου 1) και της Τράπεζας.

 

Είναι καλά γνωστό πως ως βάση του δικαίου των συμβάσεων θεωρείται η έννοια της συναίνεσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη νομικά έγκυρης και δεσμευτικής σύμβασης (άρθρο 14 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149). Η συναίνεση δεν θεωρείται ελεύθερη στις περιπτώσεις του εξαναγκασμού (άρθρο 15 του Κεφ.149), της ψυχικής πίεσης (άρθρο 16 του Κεφ.149), της απάτης (άρθρο 17 του Κεφ.149), των ψευδών παραστάσεων (άρθρο 18 του Κεφ.149), της πλάνης, του σφάλματος ή του λάθους (άρθρα 21 και 22 του Κεφ.149).

 

Η έννοια της ψυχικής πίεσης αναφέρεται σε περιπτώσεις που οι σχέσεις μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι «σε θέση να κυριαρχεί επί της θέσης του άλλου» και να επωφελείται από την θέση αυτή, με σκοπό την εξασφάλιση αθέμιτου οφέλους έναντι του άλλου.

 

Σύμβαση που προέκυψε από την εξάσκηση ψυχικής πίεσης δεν είναι άκυρη αλλά ακυρώσιμη (άρθρο 20 του Κεφ.149). Το αθώο μέρος θα πρέπει να επιδιώξει την ακύρωση της, θα πρέπει δηλαδή να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ Κεφάλας ν. Μυριάνθης Κυριάκου Νικόλα (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1226, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι συμβάσεις που μπορούν να καταργηθούν λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει μεταξύ των μερών ειδική σχέση. Στην πρώτη περίπτωση, η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Στη δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει.»

 

Το θέμα διαπραγματεύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στην υπόθεση Bloom Day Developments Ltd και άλλων ν. ΧΧΧΧ Επιφανίου,  Πολιτική Έφεση Αρ. 171/2012, ημερομηνίας 29.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A500.

 

Όπως αναφέρει ο έγκριτος νομικός Πολύβιος Γ. Πολυβίου στο σύγγραμμα του «ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ», Τόμος Α, σελίδα 292, σ’ ό,τι μας ενδιαφέρει, η συνεχώς εξελισσόμενη νομολογία των Αγγλικών Δικαστηρίων στην οποία βασίζονται σε μεγάλο βαθμό οι κατευθυντήριες γραμμές του Κυπριακού Δικαίου, έχει ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με τα ιδιαίτερα δύσκολα θέματα που εγείρονται όταν ένας εκ των δύο συζύγων (συνήθως η σύζυγος) παρέχει εγγύηση για τα δάνεια του συζύγου προς κάποιο τραπεζικό οργανισμό, και το ερώτημα που τίθεται δεν είναι πρώτιστα αν υπήρχε ψυχική πίεση εκ μέρους του συζύγου αλλά, σε περίπτωση που υπήρχε, κατά πόσο αυτή μολύνει και την θέση της τράπεζας, με αποτέλεσμα να πάσχει όχι μόνο η συμβατική σχέση μεταξύ των συζύγων αλλά και η σύμβαση (δηλαδή η εξασφάλιση) μεταξύ της συζύγου και της τράπεζας.

 

Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο συναλλαγές, πρώτον η συναλλαγή ή η διευθέτηση μεταξύ των συζύγων, όταν η σύζυγος αποδέχεται την παράκληση ή ενδίδει στην πίεση του συζύγου να παράσχει την εγγύηση, και δεύτερον, η συναλλαγή ή η σύμβαση (συνήθως η εγγύηση ή εξασφάλιση) μεταξύ της συζύγου και της τράπεζας. Εάν δεν υπήρξε οποιαδήποτε αθέμιτη ψυχική πίεση επί της συζύγου από τον σύζυγο αλλά αντίθετα η σύζυγος προθυμοποιήθηκε, είτε λόγω του κοινού της οικονομικού συμφέροντος με τον σύζυγό της ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, να βοηθήσει ελευθέρα βουλήσει τον σύζυγό της είτε με εγγύηση είτε με κάποια άλλη εξασφάλιση, τότε η συναλλαγή μεταξύ των συζύγων δεν είναι μεμπτή και δεν μπορεί να ακυρωθεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η σύμβαση μεταξύ της συζύγου και της τράπεζας θα είναι επίσης νόμιμη. Εάν η συναλλαγή μεταξύ των συζύγων προκλήθηκε από την ψυχική πίεση του συζύγου, η μεταξύ τους συναλλαγή πάσχει νομικά. Η σύζυγος έχει το δικαίωμα να ακυρώσει την συναλλαγή μεταξύ της και του συζύγου της. Σε σχέση όμως με την τράπεζα, το δικαίωμά της έναντι της τράπεζας (δηλαδή να ακυρώσει την εγγύηση ή εξασφάλιση που έχει δώσει) εξαρτάται από το κατά πόσο η τράπεζα είχε ή πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε γνώση (πραγματική ή τεκμαιρόμενη) των συνθηκών πίεσης ή εξαναγκασμού κάτω από τις οποίες η σύζυγος υπέγραψε την εγγύηση ή παραχώρησε την συγκεκριμένη εξασφάλιση. Εάν η τράπεζα είχε πραγματική γνώση του τί συνέβη, η εγγύηση της συζύγου θα ακυρωθεί. Εάν η τράπεζα θεωρηθεί ότι είχε τεκμαιρόμενη γνώση των παράτυπων συνθηκών υπό τις οποίες ο σύζυγος έπεισε ή πίεσε ή ανάγκασε την σύζυγο να δώσει την εγγύηση ή εξασφάλιση προς την τράπεζα, και δεν έπραξε τίποτε, τότε η τράπεζα θα θεωρηθεί ότι έχει νομική ευθύνη προς την σύζυγο και η συναλλαγή μεταξύ της και της συζύγου και πάλιν θα ακυρωθεί.

 

Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που έχει σημασία είναι η συμπεριφορά και οι ενέργειες της εναγομένης 2. Φως στα γεγονότα ρίχνει η μαρτυρία του ΜΕ2 Κωνσταντίνου Χρίστου, σύμφωνα με την οποία τόσο ο ίδιος όσο και οι υφιστάμενοι του επικοινωνούσαν με την εναγομένη 2 κατά την διαπραγμάτευση των όρων χορήγησης του δανείου και λόγω των επαγγελματικών της γνώσεων και λόγω του ότι ήταν ήδη πρωτοφειλέτης σε δάνειο που χορηγήθηκε σε Ελβετικά Φράγκα. Σύμφωνα με την αποδεχθείσα μαρτυρία, τίποτα δεν καταδεικνύει πως η εναγομένη 2 υπέγραψε την Συμφωνία Εγγύησης, υπό την πίεση είτε του συζύγου της είτε της Τράπεζας. Η εναγομένη 2 είχε το βάρος να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, πλην όμως δεν το απέσεισε. Πέραν της δικής της μαρτυρίας, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό υλικό που να υποστηρίζει τις θέσεις της. Δεν υπάρχει επίσης αποδεκτή μαρτυρία ότι ο σύζυγος της εναγομένης 2 ήταν σε θέση να κυριαρχήσει στην θέληση της κατά την υπογραφή των επίδικων συμβάσεων. Ούτε και οι επίδικες συμβάσεις «φαίνονται» [κατά το λεκτικό του άρθρου 16(3) του Κεφ.149] να είναι υπέρμετρα επαχθείς ώστε να υπάρχει αντιστροφή του βάρους απόδειξης σύμφωνα με τις πρόνοιες του προαναφερόμενου εδαφίου του άρθρου 16.

Καταληκτικά θεωρώ πως οι ενάγοντες κατάφεραν να αποδείξουν την υπόθεση τους στον απαιτούμενο βαθμό και δικαιούνται απόφασης υπέρ τους.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω, καθίσταται σαφές πως οι ενάγοντες δικαιούνται σε απόφαση υπέρ τους και εναντίον της εναγομένης 2, σύμφωνα με την Αναλυτική Κατάσταση (Τεκμήριο 20).

 

Διά ταύτα εκδίδεται απόφαση προς όφελος των εναγόντων και σε βάρος της εναγομένης 2 για το ποσό των €858.711.66, πλέον τόκο προς 1.50% επί ποσού €853.380.95 από 29.11.2022 μέχρι εξόφλησης, κεφαλαιοποιουμένου του τόκου την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

Τα έξοδα της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται προς όφελος των εναγόντων και σε βάρος της εναγομένης 2.

 

Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα, αφού Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.

 

 

 

 

(Υπ.) Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

 

 

Πρωτοκολλητής 

/ΕΝ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο