ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Γενικής Αίτησης: 472/2020

 

Μεταξύ:

 

 

Αναφορικά με τον Κανονισμό (ΕΕ) αρ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία, την Αναγνώριση και την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις

 

και

 

Αναφορικά με την απαίτηση με αριθμό BL-2020-001050 ενώπιον του Ανώτερου Δικαστηρίου της Αγγλίας και της Ουαλίας (High Court of Justice of England and Wales) μεταξύ των: (1) Loudmila Bourlakova, (2) Hermitage One Limited, (3) Greenbay Invest Holdings Limited ως Ενάγοντες και των (1) Oleg Bourlakov, (2) Daniel Tribaldos, (3) Leo Services Holding Limited, (4) Leo Trust Switzerland AG, (5) Reuwen Schwarz, (6) Semen Anufriev, (7) Nikolai Kazakov, (8) Vera Kazakova, (9) Colombus Holding and Enterprises SA, (10) Finco Financial Inc, (11) Gatiabe Business Inc, (12) Edelweiss Investments Inc, (13) IPEC International Petroleum Co Inc.

 

Μεταξύ:

(1)       Loudmila Bourlakova

(2)       Hermitage One Limited

(3)       Greenbay Invest Holdings Limited 

Αιτητές

και

 

(1)          Leo Trust Cyprus Ltd

(2)          Leo Fiduciaries Ltd

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου 2024

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 13.7.2021 για χρήση από τους αιτητές σε συγκεκριμένες δικαστικές διαδικασίες στο εξωτερικό, συγκεκριμένων εγγράφων και/ή πληροφοριών που λήφθηκαν κατά την εκτέλεση Διατάγματος τύπου Anton Piller.

 

 

 

 

 

 

Εμφανίσεις:

 

Για Αιτητές:   κ. Ρ. Λοϊζίδης μαζί με κα Α. Ζερβού για ΓΙΩΡΓΟΣ Ζ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ   

 

Για Καθ΄ ων η αίτηση:   κ. Γ. Τριλλίδης μαζί με κα Μ. Πέτρου για ΠΟΛΑΚΗΣ ΣΑΡΡΗΣ & Σία ΔΕΠΕ 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

            Η Loudmila Bourlakova (στην συνέχεια «η Loudmila») υπήρξε σύζυγος του Oleg Bourlakov (στην συνέχεια «o Oleg»). Μετά την κατάρρευση της συζυγικής τους σχέσης ο Oleg επιδίωξε, κατά την Loudmila, σε συνέργεια με άλλα πρόσωπα, μία δόλια και εκδικητική στρατηγική, περιλαμβάνουσα ανέντιμες, παράτυπες και παράνομες ενέργειες με απώτερο σκοπό την μεγιστοποίηση του δικού του μεριδίου στα περιουσιακά στοιχεία της οικογενειακής περιουσίας και ταυτόχρονα την ελαχιστοποίηση ή ακόμη και εξάλειψη του μεριδίου της Loudmila.

 

Οι διαφορές τους απασχολούν τα Αγγλικά και Ουαλικά Δικαστήρια. Τον Ιούλιο του 2020 (16.7.2020), η Loudmila, η Hermitage One Limited και η Greenbay Invest Holdings Limited, νομικά πρόσωπα, τελικός δικαιούχος των οποίων είναι η Loudmila (στην συνέχεια «οι ενάγοντες στην Αγγλική Διαδικασία») ξεκίνησαν δικαστικές διαδικασίες εναντίον του  Oleg, του επ΄ αδελφή γαμβρού του, Nikolai Kazakov (στην συνέχεια «ο Kazakov») και άλλων προσώπων (στην συνέχεια «οι εναγόμενοι στην Αγγλική Διαδικασία»). Η εν λόγω διαδικασία σχετίζεται με γεγονότα, τα οποία επεσυνέβησαν από τον Δεκέμβριο του 2017 έως τον Ιανουάριο του 2018.

 

Προς υποβοήθηση της Αγγλικής Διαδικασίας καταχωρήθηκε, στην βάση του άρθρου 35 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού (ΕΕ1215/2012), ως επικουρική διαδικασία, η Αίτηση με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο (στην συνέχεια «η κυρίως Αίτηση»). Στα πλαίσια της κυρίως Αίτησης εκδόθηκε στις 28.12.2020 Διάταγμα τύπου Anton Piller εναντίον των ημεδαπών εταιρειών Leo Trust Cyprus Ltd και Leo Fiduciaries Ltd (συνδέονται με εναγόμενες εταιρείες στην Αγγλική Διαδικασία), καθ΄ ων η Αίτηση στην κυρίως Αίτηση. Το Διάταγμα εκδόθηκε με την επιφύλαξη ότι απαγορεύεται η αποκάλυψη και χρήση οποιωνδήποτε πληροφοριών και/ή εγγράφων που θα ληφθούν στα πλαίσια εκτέλεσης του, σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, πέραν της παρούσας και της Αγγλικής αγωγής, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου. Το Διάταγμα εκτελέστηκε στις 12 και 13.1.2021 και λήφθηκε αριθμός εγγράφων.

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, οι Αιτητές, (Loudmila, Hermitage One Limited και Greenbey Invest Holdings Limited) επιζητούν τα ακόλουθα:

 

«Α.      Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η χρήση συγκεκριμένων εγγράφων και/ή πληροφοριών (είτε σε έντυπη είτε σε ηλεκτρονική μορφή) που λήφθηκαν κατά την εκτέλεση του Διατάγματος τύπου Anton Piller ημερομηνίας 28/12/2020 και που εκτίθενται στο Παράρτημα Α στις ποινικές διαδικασίες που εκκρεμούν στο Μονακό με αριθμό CAB3/18/1863, CAB2/19/02, CAB3/20/05, CAB3/20/14, CAB3/20/15 και PG1525/19 και σε οποιεσδήποτε άλλες ποινικές διαδικασίες απορρέουν και/ή συνδέονται με αυτές.

 

Νοείται ότι «χρήση» περιλαμβάνει την ανάγνωση, αντιγραφή, αποκάλυψη, παρουσίαση σε τρίτο πρόσωπο καθώς και την κατάθεση σε δικαστική διαδικασία των εν λόγων εγγράφων και/ή στοιχείων και/ή των πληροφοριών που περιέχονται στα εν λόγω έγγραφα και/ή στοιχεία συμπεριλαμβανομένου των χαρακτηριστικών και της προέλευσης τους.

 

Νοείται ότι τα εν λόγω έγγραφα και/ή πληροφορίες θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τον ως άνω σκοπό.

 

Β.        Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα και/ή διαταγή του Δικαστηρίου ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

Γ.         Τα έξοδα της αίτησης πλέον Φ.Π.Α.».

 

Η Αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 2, 29, 30 και 31 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 9 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.39, Δ.48 θθ.1-9, Δ.59, Δ.64, στην Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο Κοινοδίκαιο και τις αρχές της Επιείκειας και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Την Αίτηση υποστηρίζει Ένορκη Δήλωση του Μιχάλη Κούρου Λοϊζίδη, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές στην Κύπρο, δεόντως εξουσιοδοτημένου.

 

Ο ομνύων υιοθετεί και επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε στις Ένορκες του Δηλώσεις που υποστηρίζουν τόσο την κυρίως Αίτηση (βάσει της οποίας εκδόθηκε το Διάταγμα Anton Piller), όσο και άλλες αιτήσεις που καταχωρήθηκαν στα πλαίσια αυτής.

 

Είναι η θέση των Αιτητών πως υπάρχουν «ισχυροί και πειστικοί λόγοι» που δικαιολογούν την χρήση από τους ίδιους, των εγγράφων. Και τούτο επειδή οι εναγόμενοι στην Αγγλική Διαδικασία έθεσαν ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων ψευδείς ισχυρισμούς αναφορικά με τα περιουσιακά στοιχεία της οικογένειας Bourlakov και την πραγματική τους αξία, ώστε να πειστεί η Loudmila να αποδεχθεί ένα μειωμένο ποσό σε ένα ενδεχόμενο διακανονισμό, αντί να συνεχίσει την διαδικασία για την διανομή των περιουσιακών στοιχείων μετά την διαδικασία διαζυγίου που καταχώρησε στο Μονακό. Τα εν λόγω πρόσωπα επινόησαν «ψευδείς ιστορίες», συγκεκριμένα ότι το ήμισυ όλου του πλούτου της οικογένειας Bourlakov «υπόκειται» σε ένα μακροχρόνιο συνεταιρισμό με τον Kazakov, με αποτέλεσμα το 50% των επιχειρηματικών συμφερόντων της οικογένειας να «παρουσιάζεται» ότι ανήκει σ΄ αυτόν. Παράληλα, σε αντίθεση με την εν λόγω «ιστορία», ισχυρίζονται ότι «οφείλονται χρέη» προς τον Kazakov, το ύψος των οποίων υπερβαίνει ή σχεδόν υπερβαίνει ολόκληρη την αξία του πλούτου της οικογένειας Bourlakov. Πέραν των εν λόγω ισχυρισμών, τα ίδια πρόσωπα πλαστογράφησαν έγγραφα που «δημιουργούν» ανύπαρκτες υποχρεώσεις έτσι που να μειώνεται ή να παρουσιάζεται ότι μειώνεται η αξία των διαθέσιμων περιουσιακών στοιχείων.

 

Επίσης, περιουσιακά στοιχεία από ιδιοκτησιακές εταιρικές δομές στις οποίες η Loudmila είχε συμφέρον μεταφέρθηκαν σε άλλες δομές, οι οποίες ανήκουν ή ελέγχονται από τον Oleg είτε άμεσα είτε μέσω εντολοδόχων, περιλαμβανομένου του Kazakov. Είναι θέση των Αιτητών πως αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία θα απεκάλυπταν των κατασκευή των πλαστών εγγράφων καθώς και τις άλλες παράνομες ενέργειες του Oleg και των άλλων προσώπων, έχουν καταστραφεί.

 

Κατά τους Αιτητές, ο Oleg αλλά και ο Kazakov, με σκοπό να προωθήσουν την εκδικητική και δόλια στρατηγική τους, καταχώρησαν αριθμό αστικών και ποινικών διαδικασιών εναντίον της Loudmila και των θυγατέρων της σε «αρκετές δικαιοδοσίες». Η υπό κρίση Αίτηση αποσκοπεί κυρίως στο να επιτραπεί στην Loudmila να χρησιμοποιήσει τα Έγγραφα που καταγράφονται στο Παράρτημα Α, το οποίο επισυνάπτεται στην Αίτηση, στα πλαίσια των ποινικών καταγγελιών που εκκρεμούν στο Πριγκιπάτο του Μονακό, προς υπεράσπιση της. Παρόλο που ο Oleg απεβίωσε στις 21.6.2021, η διερεύνηση από τις αρχές του Μονακό των ποινικών καταγγελιών, συνεχίζεται.

 

Από τον Δεκέμβρη του 2018 μέχρι και Ιούνιο του 2020 «καταχωρήθηκαν» συνολικά επτά (7) ποινικές καταγγελίες ενώπιον των αρχών του Μονακό. Άλλες, υποβλήθηκαν από τον Oleg και τον Kazakov εναντίον της Loudmila και άλλες από την Loudmila εναντίον των πρώτων. Έξι (6) από αυτές (CAB3/18/1863, CAB2/19/02, CAB3/20/25, CAB3/20/14, CAB3/20/15 και PG1525/19) είναι «σε εξέλιξη». Η άδεια που επιζητούν οι Αιτητές είναι για να χρησιμοποιήσουν τα Έγγραφα σε αυτές τις έξι (6) διαδικασίες.

 

Οι πέντε (5) από τις έξι (6) ποινικές διαδικασίες έχουν συνενωθεί στην ποινική διαδικασία με αριθμό CAB3/8/1863. Η διαδικασία CAB3/19/99 (υποβλήθηκε από τον Oleg) απερρίφθη, ενώ η διαδικασία με αριθμό PG1525/19 τελεί υπό αναστολή μέχρι την ολοκλήρωση της CAB3/18/1863.

            Οι δικηγόροι των Αιτητών στο Μονακό «ετοίμασαν» Γνωμάτευση σε σχέση με τις εν λόγω καταγγελίες (ποιος ο καταγγέλλων σε κάθε καταγγελία, το στάδιο της κάθε καταγγελίας, η φύση και η διαδικασία της ποινικής διαδικασίας στο Μονακό, ποιος έχει πρόσβαση στα έγγραφα των καταγγελιών και «ποια είδη» εγγράφων θα ήταν αναγκαία για την διερεύνηση τους). Σύμφωνα με την Γνωμάτευση, δεν μπορούν να προσκομιστούν έγγραφα που αφορούν τις ποινικές καταγγελίες, καθότι στο Μονακό ισχύουν νόμοι, οι οποίοι καθιστούν τις εκεί διαδικασίες εμπιστευτικές.

 

Οι δικηγόροι των Αιτητών στην Αγγλία (ετοίμασαν και αυτοί Γνωμάτευση), οι οποίοι είχαν πρόσβαση σε όλο το αρχείο των ποινικών καταγγελιών στο Μονακό (από την Γνωμάτευση τους συμπεραίνεται πως υπάρχει ουσιαστική ταύτιση των πλείστων θεμάτων της Αγγλικής Διαδικασίας και του αντικειμένου των ποινικών διαδικασιών στο Μονακό), πληροφόρησαν τους Αιτητές ότι «κοινός παρονομαστής» όλων των ποινικών καταγγελιών είναι ο ισχυρισμός του Oleg πως όλα τα επιχειρηματικά του συμφέροντα «υπόκειντο» σε προφορικό συνεταιρισμό με τον Kazakov, «στην βάση του 50:50», έτσι ώστε να παρουσιάζεται ότι το ήμισυ όλου του πλούτου της οικογένειας Bourlakov κατέχεται σε καταπίστευμα για τον Kazakov. Αυτός ο ψευδής, κατά τους Αιτητές, ισχυρισμός επαναλαμβάνεται στις ποινικές καταγγελίες στο Μονακό. Στην βάση αυτού του ισχυρισμού, προωθήθηκε η θέση πως η Loudmila έχει διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα καθότι κατέχει περιουσιακά στοιχεία, τα οποία ανήκουν στον Kazakov.

 

Ο Oleg και ο Kazakov, ως απόδειξη του συνεταιρισμού τους, παρουσίασαν στις αρχές του Μονακό ένα πλαστό έγγραφο το οποίο αφορά ένα δάνειο μεταξύ δύο παναμέζικων εταιρειών για το ποσό του $1,349.443.000 με ετήσιο τόκο προς 7.5% (στην συνέχεια «το δάνειο Finco»). Οι Αιτητές διατείνονται πως το έγγραφο του δανείου Finco του 2007 είναι ένα πλαστό μεταχρονολογημένο έγγραφο, αφού σε σχέση με την μία από τις συμβαλλόμενες εταιρείες αναφέρεται ως διεύθυνση της, ένα κτήριο το οποίο δεν υπήρχε κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, αλλά ανηγέρθη πέντε (5) χρόνια αργότερα. Η ύπαρξη αυτού του «πλαστού δανείου» ήταν η δικαιολογία, κατ΄ επίκληση της οποίας, «μεγάλος αριθμός» περιουσιακών στοιχείων μεταφέρθηκαν στον Kazakov. Πέραν του συγκεκριμένου εγγράφου, ο Oleg και ο Kazakov για να πείσουν τις αρχές του Μονακό για την ύπαρξη του κατ΄ ισχυρισμόν «μυστικού συνεταιρισμού» παρουσίασαν πληθώρα άλλων πλαστών εγγράφων.

 

Ως αποτέλεσμα των ποινικών καταγγελιών, οι Oleg και Kazakov προχώρησαν στην έγερση αστικών διαδικασιών στο Μονακό, στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν παγοποιητικά διατάγματα σε βάρος της Loudmila, τα οποία εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ.

 

Όπως επεξηγείται στην Γνωμάτευση των δικηγόρων της Loudmila στο Μονακό, οι ποινικές καταγγελίες που έχει υποβάλει η τελευταία, αφορούν την χρήση των πλαστών εγγράφων από τους Oleg και Kazakov. Η Loudmila, αλλά και άλλα πρόσωπα, αμφισβητούν την ύπαρξη του κατ΄ ισχυρισμόν πολύχρονου συνεταιρισμού, λόγω και της απουσίας αποδεικτικών στοιχείων που να τον «τεκμηριώνουν». Ο Oleg και ο Kazakov «αναφέρουν» ότι δεν υπάρχει «τέτοιο υλικό», καθότι η συνεργασία τους ήταν μυστική.

 

Σύμφωνα με ό,τι οι δικηγόροι της Loudmila στην Αγγλία τους πληροφόρησαν, ο Oleg «ρωτήθηκε» δύο φορές για το πλαστό δάνειο Finco του 2007, μια φορά στην Ελβετία και μία στο Μονακό. Όταν ρωτήθηκε από τις Ελβετικές Αρχές την 6.2.2019, στα πλαίσια παρόμοιων ποινικών καταγγελιών (του ζητήθηκε να εξηγήσει πως ένα έγγραφο δανείου με ημερομηνία του 2007, θα μπορούσε να «περιλαμβάνει» την διεύθυνση ενός κτηρίου που δεν υπήρχε κατ΄ εκείνο το χρονικό σημείο), η απάντηση του ήταν πως θα επανέρχετο με εξηγήσεις, κάτι που ουδέποτε έπραξε. Όταν ρωτήθηκε από την αστυνομία του Μονακό τον Φεβρουάριο του 2021, απάντησε πως το «έγγραφο» πρέπει να είχε ετοιμαστεί με οδηγίες της κόρης του Veronica Bourlakova ή από τον βοηθό του Semen Anufrier (εναγόμενος 6 στην Αγγλική Διαδικασία), στα πλαίσια υποβολής αίτησης για φορολογική αμνηστία στην Ρωσική Ομοσπονδία. Ο Oleg χρησιμοποίησε την διαδικασία της φορολογικής αμνηστίας το 2015. Το δάνειο Finco «φαίνεται» να δημιουργήθηκε το 2018. Συνεπώς, δεν μπορούσε να είχε δημιουργηθεί για μία διαδικασία που ολοκληρώθηκε τρία (3) χρόνια προηγουμένως, ακόμη και εάν θεωρηθεί πως ετοιμάστηκε για φορολογικούς σκοπούς. Πέραν τούτου, το έγγραφο προσκομίστηκε στις αρχές του Μονακό από τον Oleg ως ένα γνήσιο έγγραφο και όχι ως ένα έγγραφο που ετοιμάστηκε μεταγενέστερα για λογιστικούς σκοπούς.

 

Όπως αναφέρει ο ομνύων, μελέτησε τα Έγγραφα του Παραρτήματος Α, που οι Αιτητές επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν. Θεωρεί, κατόπιν και νομικής συμβουλής που έλαβε από τους Άγγλους δικηγόρους, πως τα εν λόγω Έγγραφα είναι απαραίτητα για την διερεύνηση των ποινικών διαδικασιών στο Μονακό, επειδή διαψεύδουν και καταρρίπτουν τους ισχυρισμούς Oleg και Kazakov. Ειδικότερα:

 

·         διαψεύδουν τους ισχυρισμούς περί ύπαρξης «μυστικού συνεταιρισμού» μεταξύ των δύο. Αντίθετα υποστηρίζουν την θέση των Αιτητών ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι μία σκευωρία, την οποία οι Oleg και Kazakov προσπαθούν να αιτιολογήσουν εκ των υστέρων, με την δημιουργία μεταχρονολογημένων πλαστών εγγράφων το 2018, έτος κατά το οποίο άρχισαν οι διαδικασίες διαζυγίου του Oleg με την Loudmila.

·         διαψεύδουν τους ισχυρισμούς ότι υπάρχουν γνήσιες οφειλές μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στους Oleg και Kazakov.

·         διαψεύδουν τους ισχυρισμούς σε σχέση με το δάνειο Finco και υποστηρίζουν την θέση των Αιτητών ότι πρόκειται περί ενός πλαστού εγγράφου, το οποίο «χρησιμοποιήθηκε» με σκοπό την παραπλάνηση της αστυνομίας, του εισαγγελέα και των Δικαστηρίων του Μονακό. Πως το εν λόγω έγγραφο «χρησιμοποιήθηκε» για να «πειστούν» οι προαναφερόμενες Αρχές του Μονακό, ότι μία εταιρεία που ανήκει στον Oleg οφείλει ένα τεράστιο χρέος σε εταιρεία που ανήκει στον Kazakov. Από έγγραφα που λήφθηκαν με το Διάταγμα Anton Piller καταδεικνύεται ότι υπήρχε μια άλλη συμφωνία (κατά τους Αιτητές είναι και αυτή πλαστή), βάσει της οποίας χρήματα που θα καταβάλλονταν από εταιρεία του Oleg προς εταιρεία του Kazakov, θα επιστρέφοντο σε «άλλη» εταιρεία του Oleg (στην συνέχεια «το δάνειο Jovellanos»). Το δήθεν δάνειο Jovellanos (φέρει την ίδια ημερομηνία με το δάνειο Finco) δεν αποκαλύφθηκε ούτε από τον Oleg αλλά ούτε και από τον Kazakov στις Αρχές του Μονακό. Η ύπαρξη του «δανείου Jovellanos» είναι «ξεκάθαρη» απόδειξη της συνωμοσίας μεταξύ Oleg και Kazakov, καθότι αποκαλύπτει ότι «είχαν δημιουργηθεί και άλλα μεταχρονολογημένα έγγραφα για να αναιρέσουν τον υποτιθέμενο αντίκτυπο του πλαστού δανείου Finco».

·         αποδεικνύουν ότι το δάνειο Finco που δήθεν υπογράφτηκε το 2007, στην πραγματικότητα «δημιουργήθηκε» για πρώτη φορά το 2018 ή το 2014, όπως ανέφερε ο Oleg στην κατάθεση του στο Μονακό.

·         επιβεβαιώνουν ότι το δάνειο Finco δεν ήταν απλώς ένα λογιστικό έγγραφο που ετοιμάστηκε (είτε από την κόρη του Oleg είτε από τον βοηθό του) για να υποστηρίξει σχετική αίτηση φορολογικής αμνηστίας στην Ρωσική Ομοσπονδία το 2015, όπως ισχυρίστηκε ο Oleg. Εάν το έγγραφο είχε ετοιμαστεί για σκοπούς φορολογικής αμνηστίας, τότε θα έπρεπε μέχρι το 2015 να είχαν τακτοποιηθεί όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την φορολογική μεταχείριση της υποτιθέμενης συναλλαγής μέχρι το 2015. Αντίθετα, τα έγγραφα που λήφθηκαν με το Διάταγμα Anton Piller φανερώνουν ότι το δάνειο «αναπροσαρμόστηκε» το 2018, για να συνάδει με σχετικές φορολογικές συμβουλές.

·         αποκαλύπτουν ότι το 2018 δημιουργήθηκαν «οικονομικές καταστάσεις» για διάφορες εταιρείες που ελέγχονται από τον Oleg, καθώς και άλλα έγγραφα που τροποποιούν την εικονική συμφωνία, καθότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι φορολογικές συνέπειες στην Ρωσική Ομοσπονδία από την μεταφορά περιουσιακών στοιχείων στο όνομα του Kazakov, όταν δημιουργήθηκε η απάτη. Οι εν λόγω δραστηριότητες δείχνουν ότι τα έγγραφα του δανείου Finco του 2007 ήταν πλαστά και δεν δημιουργήθηκαν για τους λόγους που ανέφερε ο Oleg στις αστυνομικές αρχές του Μονακό.

·         αποκαλύπτουν ότι ο Oleg, σε όλες τις επικοινωνίες μεταξύ εταιρικών παρόχων και αντιπροσώπων του, αναφερόταν ως «ο πελάτης», ακόμη και όταν η επικοινωνία αναφερόταν σε οντότητες που «δήθεν» ανήκαν στον Kazakov.

·         παρέχουν «απτές» αποδείξεις αναφορικά με μεταφορές περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται στον Kazakov, προκειμένου να αποκρυβεί η πραγματική οικονομική κατάσταση του Oleg, γεγονός που αποτελεί περαιτέρω απόδειξη συμπαιγνίας για να παραπλανηθούν οι αρχές του Μονακό.

 

Είναι τέλος η θέση των Αιτητών πως θα πρέπει να δοθεί η αιτουμένη άδεια, ώστε να τεθούν τα έγγραφα ενώπιον των διερευνητικών αρχών του Μονακό, καθότι (α) με αυτόν τον τρόπο θα «επιτραπεί» στην Loudmila να υπερασπιστεί τον εαυτό της σε ποινικές διαδικασίες, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχει στην διάθεση της και (β) για να είναι εφικτή η αποτελεσματική και ορθή δίωξη προσώπων που έχουν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα, που περιλαμβάνουν την πλαστογραφία εγγράφων και την χρήση τους σε δικαστικές διαδικασίες με θύματα τους Αιτητές. Η χρήση δε των εν λόγω εγγράφων δεν θα προκαλέσει οποιαδήποτε αδικία ή δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων των καθ΄ων η Αίτηση, οι οποίοι δεν εμπλέκονται στις διαδικασίες που εκκρεμούν στο Μονακό.

 

Οι καθ΄ων η Αίτηση (Leo Trust Cyprus Ltd και Leo Fiduciaries Ltd) έφεραν Ένσταση στην Αίτηση, προβάλλοντας τους ακόλουθους Λόγους:

 

«1.       Δεν πληρούνται οι νομολογιακές και νομοθετικές προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

2.         Η αίτηση εκφεύγει του εύρους των διαταγμάτων έρευνας Anton Piller και/ή του εύρους του εκδοθέντος διατάγματος ημερ. 28.12.2020 και/ή των προϋποθέσεων ή συνεπειών εκτέλεσής του.

3.         Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία να εξετάσουν την υπό κρίση αίτηση και/ή να εκδώσουν τα αιτούμενα διατάγματα στο πλαίσιο της παρούσας Γενικής Αίτησης αφού το άρθρο 35 του ΕΚ1215/12 δεν μπορεί να εφαρμοστεί για αιτήσεις όπως η παρούσα (που δεν αφορά σε ασφαλιστικά μέρα), ούτε για υποβοήθηση μη αστικών διαδικασιών, ούτε σχετικά με διαδικασίες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε για υποβοήθηση διαδικασίας αποσυνδεδεμένης από την απαίτηση με αριθμό BL-2020-001050 ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου απ΄ όπου εκπορεύεται η κυπριακή διαδικασία.

Ανεξαρτήτως και άνευ βλάβης του πιο πάνω -και εάν ήθελε θεωρηθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 35 του ΕΚ1215/12- εκ της αιτιολογικής σκέψης 33 του εν λόγω Κανονισμού προκύπτει πως οι συνέπειες εφαρμογής του οφείλουν να περιορίζονται εντός της κυπριακής επικράτειας.

4.         Οι Αιτητές δεν έχουν δείξει κανένα καλό λόγο για την έκδοση ενός τόσο δραστικού διατάγματος και οι λόγοι που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση είναι ανεπαρκείς και/ή γενικοί και/ή αόριστοι ή μέχρι που καταδεικνύουν την παραβίαση των όρων του διατάγματος 28.12.2020 από τους Αιτητές.

5.         Τυχόν χρήση των ληφθέντων εγγράφων σε ποινική διαδικασία στο Μονακό δυνατόν να εκθέτει τους Καθ΄ων η Αίτηση σε κίνδυνο αυτό-ενοχοποίησης ή σε ποινικές διαδικασίες εις βάρος τους ή, εν πάση περιπτώσει, σε κίνδυνους άλλους από εκείνους για τους οποίους εκδόθηκε το διάταγμα ημερ.28.12.2020 και/ή τους δόθηκε ειδοποίηση κατά την εκτέλεση του διατάγματος στις 12 και 13 Ιανουαρίου 2021.

6.         Η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή επιπόλαια και/ή κακόπιστη».

 

Η Ένσταση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση του Κυριάκου Κυριάκου, εκ των Διευθυντών της Leo Trust Cyprus Ltd, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της απόρριψης της Αίτησης.

 

Είναι η θέση του, μεταξύ άλλων, πως οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει τις νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις που απαιτούνται ώστε να τους επιτραπεί να χρησιμοποιήσουν έγγραφα που έλαβαν από την παρούσα κυπριακή διαδικασία που καταχωρήθηκε προς υποβοήθηση της αστικής Αγγλικής Διαδικασίας, σε ποινικές διαδικασίες στο Μονακό. Πως οι αρχές Anton Piller δεν επιτρέπουν την χρήση εγγράφων για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους ζητήθηκαν τα έγγραφα. Πως το Πριγκιπάτο του Μονακό είναι ανεξάρτητο κράτος και όχι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου ο ΕΚ1215/12 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω . Συνεπώς ούτε τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να ικανοποιήσουν το αίτημα στα πλαίσια της παρούσας Γενικής Αίτησης.

 

Κατά την ακρόαση της Αίτησης και οι δύο πλευρές υπεραμύνθηκαν των θέσεων τους με αναφορά σε νομολογία. Τόσο ο κ. Λοϊζίδης εκ μέρους των Αιτητών όσο και ο κ. Τριλλίδης εκ μέρους των καθ΄ων η Αίτηση, με τις πολύ εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους βοήθησαν το Δικαστήριο στο έργο του.

 

Ο κ. Λοϊζίδης εισηγήθηκε πως ουδείς αμφισβητεί ότι οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να μην χρησιμοποιούν έγγραφα και πληροφορίες που λαμβάνουν στα πλαίσια αποκάλυψης, για σκοπούς άλλους από αυτούς για τους οποίους λήφθηκαν τα έγγραφα και οι πληροφορίες. Το Δικαστήριο, όμως, πρόσθεσε, έχει την διακριτική ευχέρεια να επιτρέψει την χρήση των εγγράφων και των πληροφοριών για άλλο παρεπόμενο σκοπό (collateral purpose). Οι παράγοντες τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη ποικίλουν από υπόθεση σε υπόθεση. Καθοριστικός όμως παράγοντας είναι η προτεινόμενη χρήση των πληροφοριών και των εγγράφων. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να παραβλέπεται το δημόσιο συμφέρον αλλά και η τυχόν πρόκληση αδικίας στην άλλη πλευρά. Εν προκειμένω, κατέληξε, το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της Αίτησης. Τούτο επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον, καθότι θα αποτραπεί η λανθασμένη δίωξη και η πιθανή καταδίκη ενός αθώου ανθρώπου (Loudmila) στην βάση πλαστογραφημένων εγγράφων και υστεροκατασκευασμένων ισχυρισμών.

 

Αντίθετη ήταν η θέση του κ. Τριλλίδη. Τόνισε, μεταξύ άλλων, πως δεν πρέπει να επιτραπεί η χρήση των εγγράφων για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους ζητήθηκαν. Να επιτραπεί, δηλαδή, η επέκταση και η διεύρυνση του Διατάγματος Anton Piller, αφενός μεν επειδή οι αρχές που διέπουν την έκδοση ενός Διατάγματος αυτής της φύσης δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο και αφετέρου επειδή οι Αιτητές δεν έθεσαν στο πραγματικό υπόβαθρο που υποστηρίζει την Αίτηση, οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη έκδοση του αιτουμένου Διατάγματος. Πέραν τούτου, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως παρόλο που οι Αιτητές γνώριζαν για την ύπαρξη των ποινικών διαδικασιών στο Μονακό όταν έλαβαν το Διάταγμα Έρευνας, δεν ανέφεραν στο Δικαστήριο οτιδήποτε γι΄ αυτό («κατ΄ ακρίβειαν τις απέκρυψαν από το Κυπριακό Δικαστήριο»). Ούτε και ανέφεραν «το ενδεχόμενο να προκύψει επιθυμία χρήσης των ληφθέντων εγγράφων στις διαδικασίες που εκκρεμούσαν από το 2018 (και εκκρεμούν μέχρι και σήμερα) στο Μονακό». Όταν λάμβαναν τα έγγραφα, πρόσθεσε, «μιλούσαν» στο Κυπριακό Δικαστήριο για «διαφύλαξη» των εγγράφων και όχι για χρήση τους, όπως και για «συνάφεια» των εγγράφων μόνο με την Αγγλική Διαδικασία και όχι για ποινικές διαδικασίες στο Μονακό. Κατέληξε, πως η υπό κρίση  Αίτηση καταχωρήθηκε καταχρηστικά και/ή επιπόλαια και/ή κακόπιστα και χωρίς να προβάλλεται καλός λόγος για την έκδοση του αιτουμένου Διατάγματος. Κατά τον κ. Τριλλίδη, οι προβαλλόμενοι λόγοι είναι ανεπαρκείς και/ή γενικοί και/ή αόριστοι, και «οι οποίοι μάλλον καταδεικνύουν παραβίαση των όρων του διατάγματος ημερομηνίας 28.12.2020 αντί να δικαιολογούν την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος».

 

Είναι καλά γνωστό και νομολογημένο ότι τα διατάγματα Έρευνας τύπου Anton Piller, όπως επικράτησε να ονομάζονται από την πρώτη σχετική απόφαση του Αγγλικού Εφετείου (Anton Piller K.G. v. Manufacturing Processes Ltd [1976] 1 ALL ER 779), αποτελούν μια εξόχως δραστική επεμβατική διαδικασία, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως δρακόντεια και στην ουσία της άδικη (Columbia Picture Industries v. Robinson [1986] 3 All ER 338, σελ. 370) ή και ως το «πυρηνικό όπλο» στο οπλοστάσιο ενός ενάγοντα (βλ. Αίτηση Γρηγοριάδη [2013] 1 ΑΑΔ 1247).

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Α. Γεωργίου, δικηγόρου από την Λεμεσό, για άδεια καταχώρησης Αιτήσεων για Εντάλματα Certiorari και Prohibition, Πολιτική Αίτηση Αρ. 73/19, ημερομηνίας 21.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:D192, λέχθηκε ότι η δυνατότητα έκδοσης των Διαταγμάτων Anton Piller και η σχετική διαδικασία στην Αγγλία έχει ρυθμιστεί από τον νόμο, τους διαδικαστικούς κανονισμούς και σχετικές πρακτικές οδηγίες (Civil Procedure Act 1997, s7:CPR 25.1(1) h:CPR PD 25A, paras. 7. 1-7.11). Κατ΄ ουσίαν έχουν κωδικοποιηθεί οι διασφαλίσεις που είχαν προβλεφθεί από την νομολογία (Columbia Picture Industries v. Robinson (ανωτέρω), Lock International v. Beswick [1989] I W.L.R. 1268, Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 W.L.R. 840, CBS United Kingdom Ltd v. Lambert [1983] Ch. 37), ώστε να ελεγχθεί η δραστικότητα των διαταγμάτων Anton Piller και να περιοριστεί τόσο η χρήση τους, όσο και οι συνέπειες τους.

 

Στην Κύπρο, το ζήτημα συνεχίζει να διέπεται από την νομολογιακή πρακτική, με δεδομένη την ανάγκη για φειδώ στην έκδοση τέτοιων διαταγμάτων και επιβολή διασφαλίσεων σε ότι αφορά την εκτέλεση τους, ώστε να περιορίζεται ο δυσμενής αντίκτυπος στην άλλη πλευρά.

 

Είναι τέτοιες οι αναγκαίες διασφαλίσεις που έχουν οδηγήσει στην διαπίστωση ότι, παρά την επεμβατική και δραστική του φύση, ένα διάταγμα Anton Piller δεν παραβιάζει, άνω ετέρου, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (Chappel v. U. K. [1990] 12 EH RR1).

 

Ο σκοπός του διατάγματος Anton Piller είναι η κατεπείγουσα προστασία μαρτυρίας που τελεί υπό άμεσο κίνδυνο καταστροφής ή απόκρυψης, ώστε η μαρτυρία αυτή να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με συγκεκριμένη αγωγή. Μία από τις βασικές διασφαλίσεις, που αποτελεί εξυπακουόμενο όρο, είναι ότι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλη παράλληλη ή απώτερη πολιτική ή ποινική διαδικασία χωρίς τουλάχιστον την άδεια του Δικαστηρίου (Derby & Co Ltd v. Weldon (No1) [1990] Ch. 48, Alterskye v. Scott [1948] 1 All ER 297, Home Office v. Harman [1983] A.C. 280).

 

Τα προαναφερθέντα, καταγράφονται και στο σύγγραμμα Ερωτοκρίτου  & Αρτέμης, Διατάγματα, 1η έκδοση.

 

Στην σελίδα 255 και κάτω από τον τίτλο «Περιορισμοί ως προς τη χρήση της μαρτυρίας που λαμβάνεται», καταγράφονται τα εξής:

 

«Διατάγματα έρευνας (Anton Piller) συνήθως εκδίδονται υπό τον όρο ότι το υλικό που θα αποκομιστεί είτε από την επιθεώρηση, είτε από άλλα επικουρικά διατάγματα, θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την υπό εκδίκαση υπόθεση. Όμως, αν ο γενικός αυτός κανόνας εφαρμοζόταν απόλυτα σε όλες τις περιπτώσεις, τότε υπήρχε κίνδυνος τα διατάγματα Anton Piller να χάσουν τη δραστικότητα τους. Ο ενάγων θα είχε στα χέρια του μαρτυρικό υλικό ότι και άλλα άτομα παραβιάζουν τα δικαιώματα του, π.χ. κατασκευαστές ή προμηθευτές, χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιήσει το υλικό εναντίον τους».

 

Στην Αγγλική αυθεντία Riddick v. Thames Board Mills Ltd (1977) 3 All ER 677 (C.A.), λέχθηκε ότι η εξυπακουόμενη υποχρέωση μη χρήσης των εγγράφων και πληροφοριών για σκοπούς άλλους από αυτούς που δίδονται, αφορά όχι μόνο διατάγματα συγκεκριμένου τύπου, αλλά όλα τα διατάγματα γενικής αποκάλυψης.

 

Στην εν λόγω υπόθεση, ο ενάγοντας κίνησε αγωγή χρησιμοποιώντας έγγραφα και στοιχεία που εξασφάλισε από τους εναγομένους μέσω αποκάλυψης σε άλλη, παλαιότερη αγωγή. Το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του με το σκεπτικό ότι η παράβαση της εξυπακουόμενης υποχρέωσης του να μην τα χρησιμοποιήσει συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Στην επίσης Αγγλική αυθεντία Crest Homes Plc v. Marks and Others (1987) 2 All ER 1074, η οποία ακολούθησε, λέχθηκε ρητά ότι η εξυπακουόμενη υποχρέωση μπορεί να αρθεί από το Δικαστήριο can, in appropriate circumstances be release or modified by the court») και πως τέτοια άδεια δίδεται σε περιπτώσεις όπου (i) καταδεικνύονται ειδικές περιστάσεις, οι οποίες να δικαιολογούν την έκδοση σχετικής άδειας και (ii) δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά («the court will not release or modify the implied undertaking given or discovery save in special circumstances and where the release or modification will not occasion injustice to the person giving discovery»). 

Στην υπόθεση Cobra Golf Inc. and another v. Rata and others [1996] F.S.R. 819, το Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στην γενική αρχή της εξυπακουόμενης υποχρέωσης των διαδίκων να μην χρησιμοποιούν πληροφορίες και έγγραφα που λαμβάνουν στα πλαίσια αποκάλυψης, για άλλους σκοπούς από αυτούς που δίδονται, κατέληξε ότι στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής του εξουσίας μπορεί να άρει την εν λόγω υποχρέωση. Στοιχείο που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και έχει σημαίνουσα σημασία είναι η προτεινόμενη χρήση των πληροφοριών και των εγγράφων. Στόχος είναι σε κάθε περίπτωση το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Τέλος, στην υπόθεση Sony Corporation v. Anand [1981] FSR 398 (EWHC), το Δικαστήριο ενέκρινε αίτημα για χρησιμοποίηση των αποκαλυφθέντων εγγράφων για προώθηση ποινικών διαδικασιών, παρόλο που κατά την εξασφάλιση του Διατάγματος Anton Piller, επέβαλε όρο στους Αιτητές να δεσμευτούν ότι, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, δεν θα χρησιμοποιούσαν οποιαδήποτε έγγραφα ή πληροφορίες που θα εξασφαλίζοντο κατόπιν εκτέλεσης του διατάγματος έρευνας, παρά μόνο για σκοπούς αστικής διαδικασίας σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς.

 

Με την εκτέλεση του διατάγματος, οι Αιτητές έλαβαν πληροφορίες που απεκάλυπταν τρίτα πρόσωπα στο Χονγκ Κονγκ και την Ταιβάν που χρησιμοποιούσαν το όνομα τους για να πουλούν χαμηλής ποιότητας κασέτες. Ως εκ τούτου αιτήθηκαν άδειας να χρησιμοποιήσουν τις εν λόγω πληροφορίες και να προωθήσουν ποινικές διαδικασίες. Το Δικαστήριο, ενέκρινε το αίτημα και ανέφερε τα εξής σχετικά:

 

«One of the main purposes of the Anton Piller order is to enable the plaintiff to get information from the defendants for the very purpose of using such  information not against those defendants but against third parties. It therefore seems to me that information obtained under an Anton Piller order (on the basis that the defendants being implicated in a tortious wrongdoing are bound to give information as to other persons involved in that wrongdoing) can be used for the purposes of pursuing claims against third parties implicated"

[…]

 

I do not consider that there is any limitation which prevents information  obtained pursuant to an Anton Piller order being used for the purposes of instituting or supporting criminal proceedings against third parties.  Accordingly, apart from the terms of the existing order, there would be no need for the leave of the court to be obtained before in formation is so used.  However, even if am wrong in that, I would be prepared to give leave in this  case permitting the plaintiffs to use the in formation they have obtained to pursue criminal remedies against persons, other than the defendants, outside  the jurisdiction"».

 

Τούτων λεχθέντων επανέρχομαι στην υπό κρίση Αίτηση.

 

Κρίνω πως αυτή θα πρέπει να εγκριθεί και τούτο, επειδή τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης συνηγορούν υπέρ της χορήγησης της αιτουμένης άδειας. Υπάρχει συνάφεια μεταξύ της Αγγλικής Διαδικασίας και των διαδικασιών στο Μονακό. Οι κύριοι πρωταγωνιστές και στις δύο διαδικασίες είναι οι ίδιοι. Η προτεινόμενη χρήση των εγγράφων έχει επίσης την δική της δυναμική. Η χρησιμοποίηση τους στις ποινικές διαδικασίες στο Μονακό είναι προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, καθότι θα συμβάλει στην διερεύνηση των εκατέρωθεν καταγγελιών, μεταξύ της Loudmila  από την μια και των Oleg και Kazakov από την άλλη. Έχοντας υπόψη τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Sony Corporation v. Anand, (ανωτέρω), όπου επετράπη η χρήση των εγγράφων ώστε οι εκεί ενάγοντες να προωθήσουν ποινικές διαδικασίες σε σχέση με τρίτα πρόσωπα, δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί και στην προκειμένη περίπτωση να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα αποκαλυφθέντα έγγραφα στην διερεύνηση ποινικών υποθέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων στην Αγγλική Διαδικασία, προσώπων. Όσον αφορά το ζήτημα της πρόκλησης ή μη ζημιάς, θεωρώ πως δεδομένου του ότι οι Καθ΄ων η Αίτηση αν και συνδεόμενα πρόσωπα με κάποιους από τους εναγόμενους στην Αγγλική Διαδικασία, δεν εμπλέκονται στις διαδικασίες στο Μονακό, αφού αυτές δεν τους αφορούν, η πρόκληση υπό αυτές τις περιστάσεις ζημιάς στους Καθ΄ων η Αίτηση είναι απομακρυσμένη. Καταληκτικά, θεωρώ πως η πλάστιγγα γέρνει υπέρ των Αιτητών.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ασκώντας την διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο επί του θέματος, η Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται Διάταγμα ως η παράγραφος Α.

 

            Όσον αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω λόγο να αποστώ από τον κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, τα έξοδα της Αίτησης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Aιτητών και σε βάρος των Kαθ΄ων η Aίτηση.

 

 

 

(Υπ.) Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Π.Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

/ΕΝ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο