ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 3300/2014

 

 

Μεταξύ:

 

ΚΡΙΣΤΗ ΚΩΣΤΑ

Ενάγοντα

και

 

A & K IFANTIS (CYPRUS) FOOD LTD

Εναγόμενης

 

 

29 Μαρτίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Χ’Κωστής δια Κώστας Π. Χ’Κωστής & Σια ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη: κ. Φανή δια Δαμιανού & Λάρκου

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Ο Ενάγοντας εργαζόταν στην Εναγόμενη εταιρεία από το 2012. Η Εναγόμενη ασχολείται με εμπορία αλλαντικών. Προηγουμένως, ο Ενάγοντας εργαζόταν στην εταιρεία CAC Food Line Ltd που ασχολείται με συναφείς εργασίες, ως γενικός διευθυντής. Η εργοδότηση του Ενάγοντα μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη τον Οκτώβρη 2012 όταν η Εναγόμενη ανέλαβε τις εργασίες και περιουσιακά στοιχεία της CAC Food Line Ltd. Κατά τη μεταφορά της εργοδότησης του, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά όπως αυτός εργοδοτηθεί από την Εναγόμενη για διάστημα 10 ετών, στην ίδια θέση ήτοι του γενικού διευθυντή, με ακαθάριστο μηνιαίο μισθό ύψους €2.600 πλέον 13ο μισθό.

 

Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι περί τις 14.4.2014 η Εναγόμενη τερμάτισε παράνομα την εργοδότηση, με διάφορες προφάσεις. Ισχυρίζεται επίσης ότι, παρά τις προσπάθειες του, δεν κατάφερε να εξεύρει άλλη εργοδότηση με τους ίδιους όρους.

 

Συνεπεία των πιο πάνω αξιώνει ειδικές αποζημιώσεις €286.000 που αφορούν απώλεια απολαβών συνεπεία του τερματισμού της εργοδότησης του και γενικές αποζημιώσεις για απώλεια καριέρας.

 

Αυτή είναι, συνοπτικά, η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα.

 

Στην Υπεράσπιση που εγείρει, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η CAC Food Line Ltd συνεργαζόταν από το 2003 με την Ελληνική εταιρεία Α & Χ Υφαντής ΑΒΕΕ και στα πλαίσια της συνεργασίας δημιουργήθηκε χρέος από την CAC Food Line Ltd προς την A & X Υφαντής ΑΒΕΕ ύψους περί τις €240.000. Το χρέος αυτό εκχωρήθηκε από την A & X Υφαντής ΑΒΕΕ στην Εναγόμενη και έναντι του χρέους η CAC Food Line Ltd μεταβίβασε στην Εναγόμενη όλο τον εξοπλισμό της. Η θέση της Εναγόμενης είναι ότι η εργοδότηση του Ενάγοντα συνεχίστηκε ως εργοδότηση συνεχούς διάρκειας, αορίστου χρόνου, στην Εναγόμενη και αρνείται ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά ότι η εργοδότηση του Ενάγοντα θα ήταν για περίοδο 10 ετών.

 

Είναι περαιτέρω θέση της Εναγόμενης ότι η εργοδότηση τερματίστηκε νόμιμα γιατί ο Ενάγοντας εκτελούσε πλημμελώς τα καθήκοντα του, προσερχόταν καθυστερημένος στην εργασία του, αποχωρούσε ενωρίτερα από την λήξη του ωραρίου εργασίας, μετατόπιζε καθήκοντα του σε άλλους εργοδοτούμενους, δεν ήταν συνεργάσιμος, ήταν αλαζονικός, δεν συμπεριφερόταν με επαγγελματισμό, διαπληκτιζόταν με τη διεύθυνση της εταιρείας. Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης, αποκορύφωμα ήταν «η συμπεριφορά του [ενάγοντα] ήταν απαράδεκτη απέναντι στον διευθυντή της εναγόμενης και πρόεδρο του ομίλου Υφαντής και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας η οποία έγινε στην Αθήνα στα γραφεία της εταιρείας στις 10/04/2014, ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγοντας αρνήθηκε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της διεύθυνσης της εταιρείας και συνέχισε με απειλές σε βάρος της εταιρείας αλλά και αλαζονικές δηλώσεις καταρρίπτοντας ανεπιστρεπτί τη σχέση εμπιστευτικότητας και αξιοπιστίας που η θέση του ενάγοντα απαιτούσε ή και προέβηκε σε δηλώσεις που έπληξαν οριστικά τη σχέση εμπιστοσύνης [της εναγόμενης] με τον ενάγοντα».

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω είναι η θέση της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του έχει εξεύρει άλλη εργασία, και αρνείται τις ζημιές που αυτός ισχυρίζεται.

 

Από τις πιο πάνω δικογραφημένες θέσεις, προκύπτει ότι τα προς απόφαση ζητήματα εστιάζονται στο κατά πόσο η εργοδότηση του Ενάγοντα στην Εναγόμενη είχε συμφωνηθεί ότι θα είχε διάρκεια 10 χρόνια ή εάν ήταν σε συνεχή βάση, κατά πόσο η απόλυση του Ενάγοντα έγινε νόμιμα ή όχι και, σε περίπτωση που η απόλυση κριθεί παράνομη, το ποσό των αποζημιώσεων στο οποίο ενδεχομένως δικαιούται. Ότι δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία εργοδότησης αυτό είναι δεδομένο.

 

Σε αυτή τη βάση η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Στα πλαίσια της ακρόασης η κάθε πλευρά παρουσίασε τρεις μάρτυρες. Για την πλευρά του Ενάγοντα έδωσε μαρτυρία ο ίδιος ο Ενάγοντας (ΜΕ1), ο κ. Κυριάκος Αυξεντίου (ΜΕ2) και ο κ. Χαράλαμπος Ηλία (ΜΕ3). Για την Εναγόμενη έδωσε μαρτυρία ο κ. Θωμάς Βαγιανός (ΜΥ1), ο κ. Νικόλαος Γιατράκος (ΜΥ2) και η κα Χαρίκλεια Λοϊζίδου (ΜΥ3). Θα παραθέσω στη συνέχεια μια συνοπτική αναφορά στα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με παράλληλη αναφορά στο περιεχόμενο εγγράφων  που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Επικεντρώνομαι στα σημεία της μαρτυρίας που σχετίζονται άμεσα με τα αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Όπως ανέφερα, πρώτος μάρτυρας ήταν ο ίδιος ο Ενάγοντας (ΜΕ1). Στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι ήταν ιδρυτής και διευθυντής της εταιρείας CAC Food Line Ltd από το 2004 μέχρι τις 10.10.2012. Στις 18.9.2012 συμφωνήθηκε με τον Όμιλο Υφαντής όπως η Εναγόμενη εταιρεία αναλάβει τις εργασίες και περιουσιακά στοιχεία της CAC Food Line Ltd στα πλαίσια ευρύτερης ρύθμισης της μεταξύ τους συνεργασίας και οικονομικών θεμάτων. Ο Ενάγοντας ανέφερε ότι ήταν το πρόσωπο που χειρίστηκε τις διαπραγματεύσεις για την CAC Food Line Ltd.

 

Η συμφωνία έγινε σε συνάντηση ημερομηνίας 18.9.2012 στην Αθήνα στα γραφεία του Ομίλου Υφαντής, στον οποίο ανήκει η Εναγόμενη εταιρεία. Στις διαπραγματεύσεις για τον Όμιλο Υφαντής συμμετείχαν ο Αλέξιος Υφαντής, ο Χρίστος Μπαζόκας, ο Νίκος Γιατράκος και ο Κωνσταντίνος Υφαντής. Κατά τη συνεδρία ο ίδιος κρατούσε σημειώσεις τις οποίες παρέδωσε στον τότε λογιστή της Εναγόμενης εταιρείας Πέτρο Αριστείδου από τον οποίο ζήτησε να αποταθεί στον Όμιλο Υφαντής και να λάβει επιβεβαίωση των συμφωνηθέντων ώστε να υπογραφεί σχετική συμφωνία.

 

Ο Αριστείδου απέστειλε στις 23.10.2012 στον λογιστή του Ομίλου Υφαντής Θωμά Βαγιανό (ΜΥ1) τα σημεία συμφωνίας με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα (Τεκμήριο 1), ο Αριστείδου απευθύνεται στον Βαγιανό αναφέροντας τα εξής:

 

«Thomas

Prospathisame me ton Kristi na grapsoyme afta poy ipothikan gia ti simfonia. Desta kai milame ksana.

Petros»

 

Στο ηλεκτρονικό μήνυμα επισυνάπτεται έγγραφο όπου υπό τη φράση «Συμφωνία μεταξύ CAC Food Line Ltd και A & K Ifantis (Cyprus) Food Ltd» απαριθμούνται 6 σημεία. Τα πρώτα 4 σημεία αφορούν την πώληση των περιουσιακών στοιχείων, φήμης και πελατείας της CAC Food Line Ltd στην Εναγόμενη και οικονομικά ζητήματα. Στα τελευταία δύο σημεία αναγράφονται τα εξής:

 

«5. Μέρος της συμφωνίας παραχώρησης της αντιπροσωπείας είναι και η εργοδότηση του Κρίστη Κώστα από την εταιρεία Ifantis (Cyprus) με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό €2600 για περίοδο 10 χρόνων.

6. Σε περίπτωση απόλυσης αποχώρησης ή θανάτου του Κρίστη πριν επέλθουν τα 10 χρόνια τότε ποσοστό ίσο με 2% επί των καθαρών πωλήσεων ή €33.800 οποιοδήποτε είναι μικρότερο θα προστεθεί στο υφιστάμενο 3% και θα πληρώνετε στην CAC.»

 

Το Τεκμήριο 1 περιλαμβάνει και δεύτερο μήνυμα από τον Αριστείδου προς τον Βαγιανό (ΜΥ1) ημερομηνίας 5.11.2012 στο οποίο ο Αριστείδου αναγράφει:

 

«Thomas

Any news on the subject.

Petros»

 

Ακολούθως, ο Βαγιανός (ΜΥ1) ενημέρωσε τον Αριστείδου ότι ο Αλέξιος Υφαντής δεν επιθυμούσε να γίνει γραπτή συμφωνία αλλά όπως τα καταγραφέντα ισχύσουν ως «συμφωνία κυρίων». Ο Ενάγοντας διαφώνησε και απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 20.11.2012 προς το διοικητικό συμβούλιο του Ομίλου Υφαντής στην οποία επισήμανε εκ νέου τους όρους και ζητούσε τη συνομολόγηση γραπτής συμφωνίας. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής κατέστη Τεκμήριο 2 και σε αυτή αναφέρονται τα εξής:

 

«Κύριοι,

 

Σε συνέχεια της τηλεφωνικής επικοινωνίας που είχε ο κύριος Θωμάς Βαγιανός με τον κύριο Πέτρο Αριστείδου, όπου του δήλωσε ότι η πιο κάτω συμφωνία προτιμάτε να μην γίνει γραπτός, να γίνει δηλαδή ως «συμφωνία κυρίων», θα ήθελα από την δική μου πλευρά να τονίσω ότι θα ήθελα να γίνει η συμφωνία γραπτή διότι υπάρχουν και άλλοι μέτοχοι στην εταιρία μου.

 

Τα πιο κάτω είναι τα συμφωνηθένα στη συνάντηση μας στα γραφεία σας στην Ελλάδα όπου παρόντες ήταν οι κύριοι: Αλέξιος Υφαντής, Κωνσταντίνος Υφαντής, Χρίστος Μπαζόκας και Νίκος Γιατράκος.

 

Φιλικά,

Κώστας Κρίστης»

 

Η επιστολή αυτή του Ενάγοντα ουδέποτε απαντήθηκε.

 

Ανέφερε ότι στην πορεία τον διαβεβαίωσε ο Νίκος Γιατράκος (ΜΥ2) να μην ανησυχεί γιατί θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις. Οι όροι της προφορικής «συμφωνίας κυρίων» πράγματι εφαρμόστηκαν αμέσως και τηρούντο για κάποιο διάστημα, σύμφωνα με τον Ενάγοντα.

 

Ο Ενάγοντας επέμενε ότι είχε συμφωνηθεί όπως η δική του εργοδότηση στην CAC Food Line Ltd συνεχίσει στην Εναγόμενη με τους ίδιους όρους, στην ίδια θέση για 10 χρόνια με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό €2.600 πλέον 13ο μισθό. Η εργοδότηση του ως γενικός διευθυντής μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη και λάμβανε αυτό τον μισθό πλέον 13ο μισθό. Η εργοδότηση του στην Εναγόμενη επιβεβαιώθηκε ως συνέχιση της εργοδότησης του από την CAC Food Line Ltd από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρουσίασε σχετικά επιστολή ημερομηνίας 8.1.2014 που είχε παραλάβει από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αφορούσε απάντηση σε αίτηση του για πληρωμή λόγω πλεονασμού ένεκα του τερματισμού της απασχόλησης του στην CAC Food Line Ltd. Το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του αναφέροντας ότι «η απασχόληση σας δεν τερματίστηκε. Συνεχίζετε να εργάζεστε στον ίδιο εργοδότη».

 

Συνέχισε λέγοντας ότι εργαζόταν με επιμέλεια και ζήλο και συνέβαλε στην ανάπτυξη των εργασιών της Εναγόμενης εταιρείας στην Κυπριακή αγορά και ουδέποτε είχε δεχθεί οποιαδήποτε παρατήρηση ή επίπληξη, γραπτή ή προφορική, για την απόδοση ή τη συμπεριφορά του.

 

Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, περί τον Απρίλιο 2013 ο Παναγιώτης Κοτσιφάκος, διευθυντής του Ομίλου Υφαντής στην Κύπρο, προσέλαβε κάποιο Χρίστο Μιχαήλ για να βοηθήσει στις πωλήσεις. Ο Μιχαήλ διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες του Ομίλου Υφαντής και είχε την εύνοια τους. Υποστήριξε ότι έκτοτε ξεκίνησε ένας ψυχολογικός πόλεμος, όπως τον περίγραψε, εναντίον του με σκοπό να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί. Εξηγώντας τη θέση του αυτή, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι «άρχισαν να με αγνοούν, να με υποτιμούν, να εκδηλώνουν με διάφορους τρόπους εχθρική και καταπιεστική συμπεριφορά έναντι μου και άρχισαν να αναθέτουν σταδιακά τα καθήκοντα μου στον κ. Μιχαήλ.» Παρά ταύτα, συνέχισε, εκείνος παρέμεινε στην εργασία του και εργαζόταν με τον ίδιο ζήλο. Θεωρεί ότι η μεταφορά της έδρας της Εναγόμενης εταιρείας από τη Λεμεσό στην Έγκωμη, Λευκωσίας έγινε με σκοπό να τον ταλαιπωρήσουν και να αναγκαστεί να παραιτηθεί.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στην απόλυση του, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι στις 7.4.2014 το απόγευμα δέχτηκε τηλεφώνημα από τον Κοτσιφάκο, που τον καλούσε να παρευρεθεί σε συνάντηση της Αθήνα στις 10.4.2014 για να συζητηθεί η παραγωγή και εισαγωγή νέων προϊόντων στην Κυπριακή αγορά. Ο ίδιος αποδέχτηκε την πρόσκληση και μετέβηκε στην Αθήνα μεταφέροντας κάποια δείγματα προϊόντων μαζί του. Στη συνάντηση διαπίστωσε ότι παρόντες ήταν όλο το διοικητικό συμβούλιο του Ομίλου Υφαντής και του ανακοίνωσαν ότι η «συμφωνία κυρίων» δεν τους δεσμεύει πλέον και τερμάτιζαν την εργοδότηση του. Του ανακοίνωσαν ότι θα του πλήρωναν μισθούς 2 ετών. Ο Ενάγοντας τους ενημέρωσε ότι δεν αποδέχεται την πρόταση και αποχώρησε από τη συνάντηση επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα του.

 

Αφού επέστρεψε στην Κύπρο, στις 14.4.2014 του επέδωσαν επιστολή ίδιας ημερομηνίας για τον τερματισμό της εργοδότησης του. Αντίγραφο της επιστολής κατέστη Τεκμήριο 10. Σύμφωνα με την επιστολή:

 

«Είναι με μεγάλη μας λύπη που είμαστε αναγκασμένοι ως εταιρεία να επιβεβαιώσουμε και γραπτώς τον τερματισμό της εργοδότησης σας με άμεση ισχύ.

 

Η από μέρους σας απαράδεκτη συμπεριφορά στον πρόεδρο του Ομίλου Υφαντής και μέρους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας την περασμένη Πέμπτη με προκλητικές δηλώσεις αλλά και ξεκάθαρες απειλές σε βάρος της εταιρείας και η όλη συμπεριφορά σας η οποία ακολούθησε την επί μηνών παράλειψη σας να συμμορφωθείτε με τις υποδείξεις της διοίκησης σχετικά με την συμπεριφορά και την κακή εκτέλεση των καθηκόντων σας, δεν άφησε άλλο περιθώριο στην εταιρεία για διαφορετική απόφαση.

 

Παρά την ευκαιρία που είχατε, αντί να εκφράσετε θέσεις και να δώσετε εξηγήσεις για την απαράδεκτη συμπεριφορά σας καταφύγατε σε απειλές και εκβιαστικά υπονοούμενα που κατέρριπταν ανεπιστρεπτί τη σχέση εμπιστευτικότητας και αξιοπιστίας που η θέσης αναπόφευκτα απαιτεί.

 

Η εταιρεία θα σας καταβάλει όλα τα δεδουλευμένα δικαιώματα σας όπως αυτά θα υπολογιστούν από το λογιστήριο της εταιρείας και θα σας καταβληθούν εντός των ημερών.»

 

Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι όσα η Εναγόμενη επικαλείται την επιστολή για δικαιολόγηση της απόλυσης του είναι αβάσιμοι και αναληθείς ισχυρισμοί, που εγέρθηκαν για πρώτη φορά. Υποστήριξε επίσης ότι συνιστούν σκέψεις εκ των υστέρων και ουδέποτε συνέβησαν κατά τη συνάντηση στην Αθήνα.

 

Σημείωσε ότι μετά τη συνάντηση στην Αθήνα στις 10.4.2014 είχε αναστατωθεί τόσο που παρουσίασε αρρυθμίες. Παρουσίασε σχετικά άδεια ασθενείας που του χορηγήθηκε για το σκοπό αυτό από 11.4.2014 μέχρι 17.4.2014, η οποία κατέστη Τεκμήριο 12.

 

Μέσω της αγωγής, αξιώνει ποσό €286.000 που ισχυρίζεται ότι συνιστά το σύνολο των μισθών του μέχρι 9.10.2022 που θα έληγε κανονικά η 10ετής απασχόληση του ως η προφορική συμφωνία. Λόγω της οικονομικής κρίσης που επικρατούσε στην Κύπρο το 2014, παρά τις προσπάθειες του δεν κατάφερε να εξεύρει άλλη εργοδότηση αμέσως. Τελικά, στις 2.3.2015 εργοδοτήθηκε στην εταιρεία Paradisiotis Ltd με μηνιαίο μισθό €1.800, χωρίς 13ο μισθό. Παρουσίασε αντίγραφο της συμφωνίας εργοδότησης του.

 

Μετά την απόλυση του είχε υποβάλει αίτηση στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για επίδομα ανεργίας. Αντίγραφο των απαντήσεων εργοδότη για σκοπούς της αίτησης κατέστη Τεκμήριο 5. Σε αυτό η Εναγόμενη καταγράφει ως περίοδο απασχόλησης: «από 10/10/2012 μέχρι 10/04/2014» Ως λόγο απόλυσης η Εναγόμενη κατέγραψε «Απόλυση για λόγους εκτέλεσης των καθηκόντων του.»

 

Του χορηγήθηκε επίδομα ανεργίας ύψους €459,07 για την περίοδο από 13.5.2014 μέχρι 27.5.2014 όμως για την περίοδο από 15.4.2014 μέχρι 12.4.2014 η αίτηση του απορρίφθηκε γιατί «έχετε απωλέσει την εργασία σας λόγω δικής σας υπαιτιότητας.» Η σχετική επιστολή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατέστη Τεκμήριο 15.

 

Προσθέτει στην κυρίως εξέταση του ότι η Εναγόμενη είχε ενεργήσει προσχεδιασμένα με σκοπό να τον παρασύρει να πωλήσει την επιχείρηση της CAC Food Line Ltd και, όταν ο Όμιλος Υφαντής διαπίστωσε ότι πράγματι είναι βιώσιμη, να τον απολύσουν. Σε σχέση με το επιχειρηματικό σκέλος της συμφωνίας 18.9.2012 εκκρεμεί άλλη αγωγή που ήγειρε η CAC Food Line Ltd.

 

Κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα, δέχτηκε ότι υπήρχε χρέος από την CAC Food Line Ltd προς τον Όμιλο Υφαντής πριν την μεταξύ τους συμφωνία το 2012.

 

Επέμενε ότι κατά τη συνάντηση που είχε γίνει στις 18.9.2012 στην Αθήνα είχαν συμφωνηθεί τόσο οι όροι της συνεργασίας της CAC Food Line Ltd με την Εναγόμενη όσο και η συνέχιση της δικής του εργοδότησης.

 

Υποβλήθηκε στον Ενάγοντα ότι «τούτη η συμφωνία δαμέ εγίνηκε μεταξύ της CAC και της A & X Ifantis (Cyprus) Food Limited και δεν έχετε καμία σχέση εσείς. Καμία απαίτηση δεν μπορείτε να έχετε». Ο Ενάγοντας διαφώνησε υποστηρίζοντας ότι συμφωνήθηκε με τον ίδιο ότι θα εργοδοτηθεί για 10 χρόνια. Τέθηκε ακολούθως ότι «τούτα τα πράγματα που γράφετε δαμέ [στο Τεκμήριο 1] ως προς το σύνολο τους δεν είναι αποδεχτά από την Εναγόμενη εταιρεία». Ο Ενάγοντας και πάλιν διαφώνησε και υποστήριξε ότι τα συμφωνηθέντα είχαν τηρηθεί μέχρι τις 10.4.2014 που απολύθηκε.

 

Τέθηκε στον Ενάγοντα ότι «δεν έκανες καλά τη δουλειά σου συγκεκριμένα δεν έκανες σωστά τις αρμοδιότητες σου, δεν συμπεριφερόσουν με επαγγελματικό ήθος και δεν ανταποκρίνεσουν στις υποχρεώσεις που είχες αναλάβει ως διευθυντής, γενικός διευθυντής». Ο Ενάγοντας αρνήθηκε και επέμενε ότι εκτελούσε τα καθήκοντα του με επάρκεια και αφοσίωση.

 

Τέθηκε ακολούθως στον Ενάγοντα ότι αισθάνθηκε να κινδυνεύει η θέση του όταν προσλήφθηκε ο Μιχαήλ και «ένιωθες τον κίνδυνο επήες στις 10/04 στην Αθήνα νιώθοντας και εκτεθειμένος που δεν είχες κατοχυρώσει τα όσα αναφέρεις εσύ ότι είναι η υποτιθέμενη συμφωνία γραπτώς επειδή ένιωθες λέω εκτεθειμένος και ένιωθες τον κίνδυνο λόγω της μη σωστής εκτέλεσης των καθηκόντων σου όταν πήγες στην Αθήνα στις 10/04… Όταν πήγες στην Αθήνα κύριε μάρτυς απαίτησες την υπογραφή συμφωνίας γραπτής ακριβώς επειδή δεν ήσουν σίγουρος για τούτα που μας λες σήμερα.» Ο Ενάγοντας απάντησε ότι «πρώτα πρώτα στην Αθήνα πήγα για άλλους λόγους. Δεν πήγα ούτε για τη συμφωνία ούτε για την εργοδότηση μου. Και αντί για… πήγα, πήρα και δείγματα μάλιστα για να κάνουμε ορισμένα προϊόντα που έπρεπε να μπουν στην αγορά πριν την καλοκαιρινή περίοδο. Λοιπόν. Και όταν επήα εκεί κάθε άλλο παρά να συζητήσουμε για θέματα ψυγείων που έπρεπε να φτιάξουμε στη Λευκωσία και για τα θέματα της δουλειάς και τα νέα προϊόντα που θέλαμε να φτιάξουμε και με πήραν ολόισια στο διοικητικό συμβούλιο». Αρνήθηκε ότι είχε επιδείξει απαράδεχτη και προκλητική συμπεριφορά στον πρόεδρο του Ομίλου, Αλέξιο Υφαντή. Συνέχισε λέγοντας ότι «με απέλυσε ο κύριος Αλέξης Υφαντής και μάλιστα μου πρόσφερε και δύο χρόνια μισθούς και εγώ δεν αποδέχτηκα γιατί η συμφωνία ήταν άλλως πως. Μάλιστα μου πρόσφερε και τους είπα ότι θα κινηθώ με αγωγές στην Κύπρο.»

 

Υποστήριξε επίσης κατά την αντεξέταση του ότι «η συμπεριφορά μου στον πρόεδρο τον κύριο Αλέξη Υφαντή ήταν άπταιστη και πολύ-πολύ ανεκτική τη δεδομένη στιγμή διότι όταν σου ανακοινώνει ότι χάνεις τα πάντα τα πάντα που εκείνα που συμφώνησες ήμουν πολύ ανεκτικός και όχι πολύ… και πολύ ήρεμος.»

 

Τέθηκε στον Ενάγοντα ότι κατά τη συνάντηση του υποδείχθηκε «επί μηνών παράλειψη σας να συμμορφωθείτε με υποδείξεις της διοίκησης σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων σας». Ο Ενάγοντας απάντησε ότι «δεν είχα καμία παρατήρηση εγώ από την εταιρεία όσο εργαζόμουν ότι δεν έκανα καλά τη δουλειά μου.»

 

Στη συνέχεια της αντεξέτασης ο Ενάγοντας αναφέρθηκε στις ώρες προσέλευσης και αποχώρησης από την εργασίας του από και προς τη Λεμεσό – Εγκωμη και σε διάφορα καθήκοντα που εκτελούσε. Επανέλαβε ότι μέχρι τον Απρίλιο 2014 όσα είχαν συμφωνηθεί σε σχέση με την εργοδότηση του, τον μισθό του, τον 13ο μισθό, το ποσοστό 3% επί των πωλήσεων της εταιρείας του, είχαν όλα τηρηθεί.

 

Ερωτήθηκε σε σχέση με την αίτηση που είχε υποβάλει για πληρωμή λόγω πλεονασμού και απάντησε ότι αυτό έκαναν όλοι οι υπάλληλοι της CAC ενώ γνώριζαν ότι θα απορριφθεί η αίτησης τους αλλά με σκοπό να έχουν γραπτώς τη θέση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι η εργοδότηση τους συνεχίζεται με τη μεταφορά τους στην Εναγόμενη.

 

Σε σχέση με την προσπάθεια του να εξεύρει αλλού εργοδότηση, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι πήγαινε στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων στη Λεμεσό «δυστυχώς επειδή το ’14 και το ’15 ήταν οι πιο δύσκολες οικονομικές χρονιές μετά την οικονομική κρίση ήταν δύσκολο να βρω δουλειά.» Ένεκα αυτού δεν κλήθηκε από κανένα εργοδότη μέσω των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ενδιαφέρθηκε να τον εργοδοτήσει η εταιρεία Paradisiotis Ltd μετά από κάποιους μήνες και τελικά τον εργοδότησε με μηνιαίο μικτό μισθό €1.800. Εργάζεται εκεί μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με το αντίγραφο της συμφωνίας εργοδότησης του στην Παραδεισιώτης Λτδ ημερομηνίας 2.3.2015 κατέστη Τεκμήριο 16 ο μεικτός μηνιαίος μισθός είναι €1.800 και δεν υπάρχει πρόνοια για πληρωμή 13ου μισθού.

 

Τέθηκε επανειλημμένα στον Ενάγοντα ότι η εργοδότηση του από την Εναγόμενη δεν συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια 10 χρόνια αλλά ήταν σε συνεχή βάση και αορίστου χρόνου. Ο Ενάγοντας επανέλαβε ότι είχε εργοδοτηθεί βάσει συμφωνίας, για 10 χρόνια.

 

Ο συνήγορος της Εναγόμενης αμφισβήτησε τις αρρυθμίες που καταγράφονται στην άδεια ασθενείας, Τεκμήριο 12 και ζήτησε να δει το καρδιογράφημα το οποίο ο Ενάγοντας απάντησε ότι δεν έχει στην κατοχή του.

 

Αυτή ήταν, συνοπτικά, η μαρτυρία του Ενάγοντα και το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε.

 

Ο δεύτερος μάρτυρας που παρουσίασε ο Ενάγοντας ήταν ο Κυριάκος Αυξεντίου (ΜΕ2). Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, από 20.10.2014 μέχρι 31.12.2014 εργάστηκε στην Εναγόμενη εταιρεία ως διευθυντής πωλήσεων Κύπρου. Από 1.1.2015 μέχρι 31.7.2016 συνέχισε να εργάζεται στην ίδια θέση σε άλλη εταιρεία του Ομίλου Υφαντής που ανέλαβε τις εργασίες της Εναγόμενης. Εργαζόταν υπό τον άμεσο έλεγχο του Μιχαήλ με τον οποίο γνωρίζονταν από προηγουμένως και διατηρούσαν φιλική σχέση.

 

Μετά την πρόσληψη του θυμάται ότι στην Εναγόμενη συζητούσαν την απόλυση του Ενάγοντα και είχε ακούσει επίσης ότι ο Ενάγοντας είχε κινήσει δύο αγωγές εναντίον της Εναγόμενης. Άκουσε επίσης ότι ο Ενάγοντας ήταν πολύ καλός στη δουλειά του και απολύθηκε άδικα γιατί ήθελαν να απαλλαγούν από τις συμφωνίες που είχαν συνάψει μαζί του. Είχε επίσης ακούσει «από αρκετούς υπάλληλους της Εναγόμενης εταιρείας ότι ο Ενάγων είχε συμφωνήσει με αυτήν να εργαστεί κοντά τους ως γενικός διευθυντής για 10 χρόνια».

 

Συνέχισε λέγοντας ότι επειδή διατηρούσε καλές σχέσεις με τον Μιχαήλ, τον ρώτησε γιατί είχε απολυθεί ο Ενάγοντας και εκείνος του απάντησε «έτσι αποφάσισαν από την Αθήνα. Μάλιστα μου αποκάλυψε ότι του δόθηκε αυστηρή εντολή από την Αθήνα να μεταχειριστεί με άσχημο τρόπο τον Ενάγοντα για να αναγκαστεί να φύγει από την δουλειά του. Ακολούθησε τις οδηγίες τους μου είπε, όμως δεν είχαν αποτέλεσμα.» Σύμφωνα με τον ΜΕ2, ο Μιχαήλ του είχε επίσης αναφέρει ότι ο Ενάγοντας ήταν πολύ καλός στη δουλεία του, γνώριζε την αγορά και του είχε μάθει αρκετά πράγματα που τον βοήθησαν να προσαρμοστεί όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του.

 

Στην αντεξέταση του ο ΜΕ2 ανέφερε ότι στην εταιρεία εργάζονταν ακόμα 4-5 άτομα και είχε ακούσει από όλους να συζητούν την απόλυση του Ενάγοντα. Δεν θυμόταν όμως να αναφέρει τα ονόματα εκείνων που ανέφεραν ότι είχε απολυθεί άδικα ο Ενάγοντας. Θυμόταν ότι το είχε αναφέρει κάποιος Σταύρος από την Πάφο και κάποιος Χαράλαμπος και συμφωνούσαν και οι υπόλοιποι.

 

Διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν είχε εργαστεί μαζί με τον Ενάγοντα στην εταιρεία αφού προσλήφθηκε μετά την απόλυση του.

 

Ανέφερε επίσης ότι μετά την αποχώρηση του από την Εναγόμενη εταιρεία, κίνησε αγωγή με την οποία ζητούσε «να με αποζημιώσουν διότι με σταμάτησαν χωρίς λόγο.»

 

Τελευταίος μάρτυρας για τον Εναγόμενο ήταν ο Χαράλαμπος Ηλία (ΜΕ3). Στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι ο Ενάγοντας ήταν εργοδότης του για πολλά χρόνια διότι εργαζόταν στην CAC Food Line Ltd από το 2004 και συνέχισε να εργάζεται μαζί με τον Ενάγοντα στην Εναγόμενη εταιρεία. Διατηρούσαν φιλική σχέση μεταξύ τους.

 

Σύμφωνα με τον ΜΕ3, όταν θα γινόταν η μεταφορά των εργασιών από την CAC Food Line Ltd στην Εναγόμενη, ο ίδιος και οι υπόλοιποι υπάλληλοι ανησυχούσαν και ρωτούσαν τον Ενάγοντα τι θα γίνει με την εργοδότηση τους. Εκείνος τους καθησύχασε ότι θα συνέχιζαν να εργάζονται με τους ίδιους όρους στην Εναγόμενη και ο ίδιος θα συνέχιζε να είναι διευθυντής τους για τα επόμενα 10 χρόνια τουλάχιστον.

 

Συνέχισε λέγοντας ότι τους πρώτους μήνες μετά τη μεταφορά των εργασιών τα πράγματα συνέχιζαν ως είχαν. Περί τον Μάρτιο 2013 προσλήφθηκε ο Μιχαήλ και «σιγά σιγά ο κος αυτός άρχισε να μας κάμνει όλους τον μάστρο, ακόμα κα του [Ενάγοντα]» και άρχισε να ενεργεί ως εάν να ήταν εκείνος ο γενικός διευθυντής. Περί τον Σεπτέμβριο 2013 οι αποθήκες της επιχείρησης μεταφέρθηκαν στην Έγκωμη με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να πηγαινοέρχεται από τη Λεμεσό όπου διέμενε καθημερινά.

 

Ο ΜΕ3 ανέφερε ότι έβαζαν τον Ενάγοντα «να εκτελεί υποβαθμισμένα καθήκοντα, δεν τον καλούσαν πλέον στις συσκέψεις ή συναντήσεις του ανώτερου προσωπικού και γενικά του προσωπικού και έβλεπα ότι ο κος Μιχαήλ ήρθε εκεί βαλτός για να αναγκάσει με τον τρόπο του τον κο Κρίστη είτε να παρεκτραπεί είτε να φύγει από την εταιρεία μόνος του. Τον έβλεπα τον κο Κρίστη να είναι στενοχωρημένος και αγχωμένος στη δουλεία του και όταν τον ρώτησα να μου πει τι συμβαίνει, μου απάντησε ότι προσπαθεί και ο ίδιος να καταλάβει τι γίνεται.»

 

Αναφέρθηκε και σε περιστατικό τον Φεβρουάριο 2014 που ο Κοτσιφάκος είχε επισκεφθεί την Εναγόμενη στην Κύπρο και «χωρίς κανένα λόγο, επιτέθηκε φραστικά στον κο Κρίστη και ουρλιάζοντας του εκστόμισε διάφορα υβριστικά και υποτιμητικά σχόλια. Το περιστατικό αυτό έγινε μπροστά σε πολλούς άλλους υπάλληλους της εταιρείας και πρόσεξα ότι ο κος Κρίστης θύχτηκε πάρα πολύ από τη συμπεριφορά του κου Κοτσιφάκου, όμως συγκρατήθηκε και δεν απάντησε». Παρόντες στο περιστατικό ήταν, σύμφωνα με τον ΜΕ3 και άλλα άτομα περιλαμβανομένου του Βαγιανού (ΜΥ1).

 

Στην αντεξέταση του, ο ΜΕ3 ανέφερε ότι μετά τη μεταφορά των εργασιών της CAC Food Line Ltd στην Εναγόμενη, με προτροπή του Ενάγοντα όλοι οι υπάλληλοι είχαν κάνει αίτηση στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις για πληρωμή λόγω πλεονασμού με σκοπό να απορριφθούν οι αιτήσεις και να έχουν γραπτώς τη θέση ότι η εργοδότηση τους θεωρείται συνεχόμενη.

 

Ανέφερε επίσης ότι ο ίδιος απολύθηκε από την Εναγόμενη εταιρεία πριν από 5 χρόνια περίπου και καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις ένεκα παράνομης απόλυσης.

 

Εξηγώντας την αναφορά του στην κυρίως εξέταση για υποβάθμιση των καθηκόντων του Ενάγοντα, ο ΜΕ3 ανέφερε ότι πλέον δεν καλούσαν τον Ενάγοντα σε συναντήσεις αλλά του ανέθεταν καθήκοντα στην αποθήκη, «να σάσει παραγγελίες, να πάρει παραγγελίες που νομίζω τούτα δεν είναι δουλειές, δεν αρμόζουν οι δουλειές τούτες για έναν διευθυντή εταιρείας», «πήγαινε να μπει στα meetings και του έλεγε ‘πήαιννε κάτω στον αποθηκάριο να παραλάβεις τα deliveries».

 

Πρόσθεσε επίσης ότι «ήρθε και ο κύριος Αλέξιος Υφαντής στην Κύπρο μαζί με τον γιο του μόλις αγοράστηκε η εταιρεία μπροστά μας στο γραφείο όλων των υπαλλήλων είπε ο κύριος Κρίστης θα ηγηθεί της εταιρείας για τα επόμενα δέκα χρόνια θα είναι ο άνθρωπος μας και γι’ αυτό σταθείτε δίπλα του. Αυτό είπε ο κύριος.»

 

Αυτή ήταν η μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά του Ενάγοντα.

 

Όπως ανέφερα πιο πάνω, η πλευρά της Εναγόμενης παρουσίασε τρεις μάρτυρες προς υπεράσπιση της αγωγής.

 

Πρώτος μάρτυρας για την Εναγόμενη ήταν ο Θωμάς Βαγιανός (ΜΥ1), λογιστής, που εργάζεται στον Όμιλο Υφαντής από το 2004. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του η Εναγόμενη εταιρεία ιδρύθηκε το 2003 και έκτοτε διευθυντές της είναι ο Αλέξιος Υφαντής και ο Χαράλαμπος Υφαντής.

 

Περί το 2011 η Εναγόμενη συνεργάστηκε με την CAC Food Line Ltd την οποία εκπροσωπούσε ο Ενάγοντας. Ο ίδιος γνώριζε τον Ενάγοντα από προηγούμενη συνεργασία του Ομίλου Υφαντής με την εταιρεία CAC Allantika Limited που επίσης είναι συμφερόντων του Ενάγοντα. Από τη συνεργασία προέκυψε χρέος της CAC Food Line Ltd προς την Εναγόμενη και παρουσίασε σχετική κατάσταση λογαριασμού που παρουσίαζε υπόλοιπο τον Δεκέμβριο 2011 ύψους περί τις €280.000.

 

Σημειώνω παρενθετικά ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του ΜΥ1 αφορούσε ζητήματα άσχετα με την παρούσα αγωγή για τη ρύθμιση οικονομικών ζητημάτων μεταξύ του Ομίλου Υφαντής και της CAC Food Line Ltd. Αυτό το μέρος της μαρτυρίας με έχει απασχολήσει μόνο στο βαθμό που έκρινα απαραίτητο για την κατάληξη μου επί των προς απόφαση ζητημάτων.

 

Ο ΜΥ1 δεν ήταν παρών κατά τη συνάντηση στις 18.9.2012. Ενημερώθηκε, είπε, για το τί έγινε κατά τη συνάντηση από τον Μπαρτσόκα και τον Γιατράκο (ΜΥ2).

 

Σε σχέση με τη συνάντηση στις 18.9.2012, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι αντικείμενο της ήταν αποκλειστικά η ρύθμιση της οφειλή της CAC Food Line Ltd προς την Α & Χ Υφαντής ΑΒΕΕ. Ο ΜΥ1 ενημερώθηκε, είπε, ότι «η CAC Food Line Ltd θα πωλούσε τον εξοπλισμό της προς την εναγόμενη εταιρεία για το ποσό των €100.000 ενώ το υπόλοιπο οφειλόμενο θα τακτοποιούνταν λογιστικά με μια εσωτερική διεργασία έκδοσης τιμολογίου από την CAC Food Line Ltd αξίας ίσης με ποσοστό 3% επί των καθαρών κερδών της εναγόμενης εταιρείας, δεδομένου ότι η CAC Food Line Ltd δεν είχε άλλα περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση του υπολοίπου.» Σύμφωνα με τον ΜΕ1, η διευθέτηση αυτή περιλάμβανε και την εργοδότηση του Ενάγοντα ως διευθυντή πωλήσεων της Εναγόμενης. Αυτό έγινε μετά από παράκληση του Ενάγοντα την οποία ο Αλέξιος Υφαντής αποδέχτηκε. Στα πλαίσια της συμφωνίας το προσωπικό της CAC Food Line Ltd μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη.

 

Συνέχισε αναφέροντας ότι στις 23.10.2012 παρέλαβε ένα e-mail από τον Αριστείδου που περιλάμβανε όρους που κατά τον Ενάγοντα είχαν συμφωνηθεί στη συνάντηση. Αυτός διαβίβασε το e-mail στον Αλέξιο Υφαντή ο οποίος διαβάζοντας το απέρριψε το περιεχόμενο αναφέροντας «είναι τρελός, δεν ισχύουν αυτά τα πράγματα». Τότε εκείνος ενημέρωσε τον Αριστείδου ότι δεν ισχύουν όσα έγραψε στο e-mail και ότι «επρόκειτο ουσιαστικά για μια συμφωνία των δύο πλευρών λογιστικής διευθέτησης του χρέους του ενάγοντα, και λόγω ακριβώς της φύσης αυτής της συμφωνίας ήταν άνευ νοήματος ο έγγραφος τύπος.»

 

Στα πλαίσια της αντεξέτασης του, σε σχέση με το ηλεκτρονικό μήνυμα Τεκμήριο 1, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι ήταν αναρμόδιος να το χειριστεί καθότι δεν ήταν παρών στην συγκεκριμένη συνάντηση. Πρόσθεσε ότι τα άτομα που λάμβαναν τις αποφάσεις για τον Όμιλο Υφαντής ήταν ο Αλέξιος Υφαντής, Κωνσταντίνος Υφαντής και Χαράλαμπος Υφαντής.

 

Σε σχετικές ερωτήσεις του συνηγόρου του Ενάγοντα εάν κατά την συνάντηση στις 18.9.2012  είχε συζητηθεί και η μεταφορά του προσωπικού της CAC Food Line Ltd στην Εναγόμενη, ο ΜΥ1 απάντησε ότι δεν ήταν παρών. Πρόσθεσε όμως ότι δεν γνωρίζει περίπτωση που ο Όμιλος Υφαντής είχε προσλάβει υπάλληλο με σύμβαση ορισμένου χρόνου. Όλες οι προσλήψεις, ανέφερε, ήταν αορίστου χρόνου, συνεχείς.

 

Δεύτερος μάρτυρας για την Εναγόμενη εταιρεία ήταν ο Νικόλαος Γιατράκος (ΜΥ2). Στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι εργαζόταν ως διευθυντής πωλήσεων στην Α & Χ Υφαντής ΑΒΕΕ με καθήκοντα ελέγχου των υποκαταστημάτων και ειδικών συνεργατών στην Κύπρο, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σκόπια και άλλου.

 

Γνωρίζει προσωπικά τον Ενάγοντα και διατηρούν καλή φιλική σχέση. Εξήγησε ότι η συνεργασία του Ενάγοντα με τον Όμιλο Υφαντής ξεκίνησε το 2003 με την εταιρεία CAC Allantika Ltd και, αργότερα, από το 2011 με την εταιρεία CAC Food Line Ltd. Με την τελευταία η συνεννόηση ήταν ότι θα αγόραζε προϊόντα του ομίλου σε τιμή αγοράς τιμοκαταλόγου τα οποία θα προπλήρωνε και, ακολούθως, θα τα μεταπωλούσε στην Κυπριακή αγορά. Σταδιακά δημιουργήθηκε οφειλή και υπήρχαν πιέσεις να εξοφληθεί όμως ο Ενάγοντας επικαλείτο οικονομική δυσχέρεια.

 

Περί τον Σεπτέμβριο 2012 προγραμματίστηκε συνάντηση για να συζητηθεί η τακτοποίηση του χρέους της CAC Food Line Ltd και ο ίδιος ήταν παρών στην συνάντηση εκείνη. «Κατά τη συζήτηση έγινε πρόταση να αγοραστεί ο εξοπλισμός του Κώστα Κρίστη από τον Όμιλο για το ποσό των €100.000 αντί €80.000 που πουλούσε ο Κώστα Κρίστη την επιχείρηση του και να εργαστεί ο ίδιος ως διευθυντής πωλήσεων στην Κύπρο με μισθό. Ουσιαστικά συζητήσαμε όπως δραστηριοποιηθεί η κυπριακή εταιρεία (εναγόμενη) με υπεύθυνο τον Κώστα Κρίστη και να αγοραστεί ο εξοπλισμός της εταιρείας του (CAC Food Line Ltd) για €80.000 πλέον €20.000 φήμη και πελατεία συνολικά €100.000 το οποίο λογιστικά θα αφαιρείτο από το χρέος της εταιρείας μετά την εκχώρηση του στην κυπριακή εταιρεία. Το οφειλόμενο υπόλοιπο θα συμψηφιζόταν με έκδοση τιμολογίου με 3% επί των καθαρών πωλήσεων της Κυπριακής εταιρείας μέχρι εξόφλησης του ποσού των €140.000 υπολοίπου. Ο Κρίστης θα εργαζόταν με μισθό στην εταιρεία ως υπάλληλος – διευθυντής πωλήσεων με μισθό. Αυτά τα πράγματα ήταν που συζητήθηκαν στη συνάντηση μας και τίποτε άλλο.»

 

Ανέφερε ότι μετά τη συνάντηση εκείνη ενημερώθηκε από τον Βαγιανό (ΜΥ1) ότι ο Ενάγοντας είχε αποστείλει e-mail με «απαιτήσεις» τις οποίες χαρακτήρισε «παράλογες και ουδέποτε είχαν συμφωνηθεί ή συζητηθεί αυτά τα πράγματα και η διοίκηση της εταιρείας τα απέρριψε. Συγκεκριμένα ουδέποτε συμφωνήθηκε όπως ο ίδιος εργοδοτηθεί για συγκεκριμένη περίοδο 10 χρόνων ούτε ότι θα αποζημιωνόταν η εταιρεία CAC με ποσοστό 3% επί των καθαρών πωλήσεων όλων των προϊόντων για περίοδο 10 χρόνων. Ούτε ότι σε περίπτωση απόλυσης ή αποχώρησης ή θανάτου του Κρίστη πριν να επέλθουν τα 10 χρόνια τότε ποσοστό ίσο με το 2% επί των καθαρών πωλήσεων θα προστεθεί στο υφιστάμενο 3%. Ο Κρίστης επέμενε στις απαιτήσεις του, ανέφερε πράγματα και ζητούσε πράγματα τα οποία ουδέποτε είχαμε συμφωνήσει. Ούτε αναφέρθηκε όρος ότι εάν κατά την περίοδο των 10 χρόνων η εταιρεία Ifantis (Cyprus) αποφασίσει να δώσει την αντιπροσωπεία προϊόντων Υφαντής σε άλλη εταιρεία ότι η Ifantis (Cyprus) θα συνεχίσει να καταβάλλει 3% μέχρι την αποπεράτωση των 10 χρόνων.»

 

Σύμφωνα με τον ΜΥ2, «τον τελευταίο χρόνο πριν την απόλυση του είχε αρχίσει να δυστροπεί. Το κλίμα γενικά δεν ήταν καλό και υπήρχαν πολλά παράπονα για τις αρμοδιότητες του τις οποίες ουσιαστικά δεν εκτελούσε. Του γίνονταν διάφορες συστάσεις και παρατηρήσεις».

 

Ο ΜΥ2 εργαζόταν τότε με τον Κοτσιφάκο ο οποίος του παραπονέθηκε ότι ο Ενάγοντας φαινόταν «αποπροσανατολισμένος σε σχέση με τα καθήκοντα του. Συγκεκριμένα δεν οργάνωνε τους πωλητές, δεν καθόριζε τα προγράμματα τους σε σχέση με τις παραγγελίες, χρειαζόταν πάντα υποστήριξη για τις νέες συνεργασίες της εταιρείας. Αυτά που αναφέρω ήταν ουσιαστικά τα καθήκοντα του στα οποία υστερούσε με αποτέλεσμα να μην εκτελούνται με ικανοποιητικό τρόπο οι εργασίες της εταιρείας από την οποία απουσίαζε παντελώς η οργάνωση και η συνέπεια με τους πελάτες και τις παραγγελείας.»

 

Σύμφωνα με τον ΜΥ2, όταν γίνονταν παράπονα στον Ενάγοντα αυτός αισθανόταν «πίεση σε σχέση με το θέμα της μη κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του που ο ίδιος νόμιζε ότι είχε. Λόγω της φιλικής μας σχέση συζητούσαμε συχνά αυτά τα θέματα και μου εξέφραζε τις ανησυχίες του.»

 

Αναφορικά με τη συνάντηση στις 10.4.2014, ο ΜΥ2 ανέφερε ότι ήταν προκαθορισμένη με σκοπό να συζητηθούν θέματα της Κυπριακής εταιρείας και ήταν και ο ίδιος παρών. Ανέφερε ότι «ερχόμενος ο Κρίστης άνοιξε το θέμα των απαιτήσεων του εντόνως προς τον πρόεδρο του ομίλου τον κύριο Αλέξιο Υφαντή και εμείς βέβαια αντιδράσαμε αφού ουδέποτε συμφωνήθηκε όπως η εταιρεία του λαμβάνει ποσοστό 3% για 10 χρόνια ούτε όπως ο ίδιος εργοδοτηθεί για ορισμένη διάρκεια 10 χρόνων. Οι απαιτήσεις του ήταν παράλογες και δεν είχαν καμία επαφή με την πραγματικότητα. Ο κύριος Αλέξιος Υφαντής του ξεκαθάρισε πως η διευθέτηση έγινε για δική του διευκόλυνση και για λόγους λογιστικής τακτοποίησης σε σχέση με το χρέος της εταιρείας του. Η συζήτηση ήταν σε έντονο κλίμα. Προσωπικά ήμουνα στρεσαρισμένος και δεν ήθελα να υπάρξει αυτή η εξέλιξη λόγω της φιλίας μου με τον Κρίστη. Ο Κρίστης Κώστα είχε έντονο ύφος και ζητούσε έντονα όπως γίνει γραπτώς συμφωνία αλλιώς είπε θα τα βρούνε οι δικηγόροι μας. ο κ. Υφαντής του είπε τότε να κάνει ότι νομίζει. Ο Κρίστης σηκώθηκε με θυμό και έφυγε, αποχώρησε και ακολούθησε απόλυση του από την εταιρεία».

 

Όταν υποδείχθηκε το Τεκμήριο 1 στον ΜΥ2 αυτός ανέφερε ότι δεν το είχε ξαναδεί και όσα γνώριζε για το περιεχόμενο του τα είχε αναφέρει ο Κοτσιφάκος.

 

Στην αντεξέταση σε σχέση με τη συνάντηση 19.8.2012, ο ΜΥ2 επέμενε ότι το μοναδικό θέμα που συζητήθηκε ήταν η διευθέτηση του χρέους της CAC Food Line Ltd. Ερωτήθηκε τότε ο μάρτυρας πως και γιατί αμέσως μετά τη συνάντηση το προσωπικό της CAC Food Line Ltd μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη. Ο μάρτυρας απάντησε ότι «από την επόμενη μέρα ξεκίνησε η διαδικασία για το πως θα μπορούν να ρυθμιστούν τα κάποια θέματα». Ρωτήθηκε τότε ποιοι έκαναν τη διαπραγμάτευση για το ζήτημα του προσωπικού και απάντησε ότι «για το ζήτημα του προσωπικού δεν υπήρχε διαπραγμάτευση. Υπήρχε μια μεθόδευση έτσι από το τμήμα προσωπικού το δικό μας διότι η εταιρεία έχει ένα τμήμα προσωπικού το οποίο ασχολήθηκε με το ποιοι υπάλληλοι κάνουν τι και πως μπορεί να συνεχιστεί η μεταφορά τους από την μια εταιρεία στην άλλη και στο οποίο δεν είμαι αρμόδιος εγώ να απαντήσω διότι δεν ασχολούμαι με αυτό το τμήμα, ασχολείται το τμήμα προσωπικού της εταιρείας μας.»

 

Ο συνήγορος του Ενάγοντα επέμενε πως προέκυψε η εργοδότηση του Ενάγοντα και ο ΜΥ2 απάντησε ότι «δήλωσε πρόθεση ο κύριος Κρίστης ότι θέλει να παραμείνει στην εταιρεία και βεβαίως ο Υφαντής το δέχτηκε. Με φιλική σχέση πλέον… Δεν είχε αντίρρηση ο κύριος Υφαντής μετά από την πρόθεση του Κρίστη ότι ήθελε να παραμείνει». Πίστευε ο κύριος Αλέξιος Υφαντής, σύμφωνα με τον ΜΥ2, ότι η παραμονή του Ενάγοντα θα βοηθούσε το νέο σχήμα και «έτσι πήρε ένα μισθό για την εργασία του, περαιτέρω και το 3% που είπαμε.»

 

Ερωτήθηκε τότε πως είναι δυνατό κατά τη συνάντηση να είχε διευθετηθεί το ζήτημα της εργοδότησης του Ενάγοντα αλλά να έμεινε η εργοδότηση του υπόλοιπου προσωπικού σε εκκρεμότητα για κατοπινό στάδιο. Ο ΜΥ2 απάντησε «στη συγκεκριμένη περίπτωση έπρεπε να παρθούν αποφάσεις το πως θα λύσουμε το θέμα του υπόλοιπου. Το θέμα του υπόλοιπου λοιπόν σχεδιάστηκε μ’ αυτόν τον τρόπο και από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα μεθοδεύτηκαν από συναδέλφους και τμήματα που ήταν αρμόδια όσον αφορά προσωπικό, αποθήκες απογραφές και όλα αυτά. Εκείνη τη μέρα, τη συγκεκριμένη μέρα αποφασίστηκε το ποσό, το τίμημα που θα πουλούσε η Κρίστης τον εξοπλισμό της γιατί δεν πήραμε εταιρεία, εξοπλισμό πήραμε και όπως προνοείται επειδή δεν εφτανε ο εξοπλισμός στην αξία των 100.000 έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να καταλήξουμε πάλι στις 100.000. Το τίμημα δεν άλλαξε, ήταν λογιστικό, πως το λένε τέχνασμα κατά κάποιο τρόπο, η λέξη δεν νομίζω να είναι η σωστή, ήτανε μια λογιστική λύση στο να καταλήξουμε πάλι στα ίδια τμήματα που είχαμε αποφασίσει.»

 

Ερωτήθηκε τί είχε συμφωνηθεί σε σχέση με τον Ενάγοντα και ο ΜΥ2 απάντησε ότι «πήραμε απόφαση ότι θα είναι υπεύθυνος στη συγκεκριμένη εταιρεία και να συνεχίσει τη δουλεία του με τον τρόπο που την έκανε με τις αρμοδιότητες που ήδη είχε. Δεν είχε αλλάξει κάτι.» ερωτήθηκε κατά πόσο ο Ενάγοντας είχε ζητήσει κάποια περαιτέρω κατοχύρωση ενόψει του ότι πωλούσε την επιχείρηση του. Ο ΜΥ2 απάντησε ότι «ο κύριος Κρίστης όσον αφορούσε έπρεπε και καλά έκανε να ασχοληθεί με το χρέος του προς την εταιρεία. Και αυτό κάναμε. Δηλαδή δεν υπήρχανε ιδιαίτερες πτυχές του όλου θέματος για να υπάρχει ανάγκη να προκύψουν ιδιωτικά συμφωνητικά το ένα και το άλλο.»

 

Τέθηκε στον ΜΥ2 ότι κατά την εν λόγω συνάντηση ο Ενάγοντας είχε ζητήσει να κατοχυρωθεί πουλώντας την επιχείρηση του και γι’ αυτό ζήτησε να εργαστεί τουλάχιστόν για δέκα χρόνια στην επιχείρηση. Ο ΜΥ2 απάντησε «δεν είναι αληθές. Δεν ζήτησε κάτι τέτοιο. Και ούτε θα μπορούσαμε να έχουμε προσδιορισμό ετών εργασίας από μια ιδιωτική επιχείρηση που η αγορά είναι ρευστή. Εμείς έχουμε επ’ αορίστου χρόνου όλους τους υπαλλήλους μας. Εγώ συγκεκριμένα 34 χρόνια ήμουνα στην εταιρεία και όπως όλοι ξεπερνάνε την εικοσαετία στην επιχείρηση μέσα. Ήταν λοιπόν αορίστου χρόνου και δεν προέκυπτε λόγος για να έχει συγκεκριμένο χρόνο διότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν μπορούν να κάνουν τέτοιου είδους δεσμεύσεις συγκεκριμένου χρόνου με την έννοια του ότι η αγορά είναι ρευστή.»

 

Ερωτήθηκε τότε ο ΜΥ2 κατά πόσο χρειαζόταν κάποια προεργασία πριν από μια συνάντηση αυτού του είδους. Ο ΜΥ2 απάντησε θετικά και ανέφερε ότι «σημαίνει ότι είχε παρέμβει το οικονομικό τμήμα. Είχανε βγει ανάλογα παραστατικά να δούμε που πότε ήταν το χρέος, που πότε το χρωστά, πόσο χρωστά και κάνει εισήγηση το οικονομικό τμήμα και να παρθούν αποφάσεις έναντι του τιμήματος που ζητούσε η εταιρεία Κρίστης.» Ενόψει αυτής της απάντησης τέθηκε στον ΜΥ2 ότι για τη συγκεκριμένη συνάντηση είχε γίνει αρκετή προεργασία και δεν ήρθε ο Ενάγοντας μόνο για να διαπραγματευτεί το χρέος το οποίο ήταν γνωστό. Τέθηκε ότι η διαπραγμάτευση αφορούσε όλα τα ζητήματα, την αγορά της επιχείρησης, την εργοδότησης του, το υπόλοιπο προσωπικό. Ο ΜΥ2 επέμενε ότι δεν είχε αγοραστεί η επιχείρηση της CAC Food Line Ltd αλλά μόνο εξοπλισμός, δεν μεταβιβάστηκε η επιχείρηση. Πρόσθεσε ότι δεν γνωρίζει για θέματα που αφορούσαν τους υπαλλήλους και αρμόδιο ήταν το τμήμα προσωπικού.

 

Όταν ερωτήθηκε ποιο αντιλαμβάνεται ότι ήταν το κίνητρο του Ενάγοντα για να επιμένει στην επιστολή Τεκμήριο 1, ο ΜΥ2 απάντησε ότι «αν ήταν [o Ενάγοντας] να επαναδιαπραγματευτεί θα έπρεπε να έρθει στα γραφεία της εταιρείας να κάτσουμε κάτω να κουβεντιάσουμε από την αρχή στο ποιες είναι οι απαιτήσεις του και αν μπορούσε εμείς να δώσουμε. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Απλώς οχλούσε γενικώς τα στελέχη μας με την απαίτηση του γιατί δεν του στείλαμε πίσω εγγράφως το τι, το ότι ήταν 3% που θα παίρνει για δέκα χρόνια και ότι και η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να τον κρατήσει για δέκα χρόνια.»

 

Ο ΜΥ2 ανέφερε ότι από την επόμενη μέρα είχε ξεκινήσει να υλοποιείται ότι συμφωνήθηκε, δηλαδή ήταν διευθυντής ο Ενάγοντας και τέλος του μήνα να εκδίδει η εταιρεία του τιμολόγιο συν ΦΠΑ για 3% των πωλήσεων. Όμως, ανέφερε, οι προσδοκίες του Ομίλου Υφαντής ήταν μεγαλύτερες από τα αποτελέσματα της Εναγόμενης. Αυτό, παρά το ότι συμφώνησε πως το χρέος της CAC Food Line Ltd μειωνόταν.

 

Αναφορικά με τη συνάντηση στις 10.4.2014 όπου απολύθηκε ο Ενάγοντας, ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν ήταν παρών και ήδη είχε αποχωρήσει από την εμπορική διεύθυνση του Ομίλου. Την τελική απόφαση, είπε, την πήρε ο διευθύνων σύμβουλος και πρόεδρος της επιχείρησης.

 

Ερωτήθηκε τέλος εάν υπάρχει πειθαρχικό όργανο διορισμένο από την εταιρεία για να αναλαμβάνει ζητήματα απολύσεων προσωπικού. Ο μάρτυρας απάντησε ότι «αυτά γινόντουσαν από τους επιμέρους προϊσταμένους τμήματος και ενέκρινε ή δεν ενέκρινε ο κύριος Υφαντής.»

 

Τελευταία μάρτυρας ήταν η κα Χαρίκλεια Λοϊζίδου (ΜΥ3), λειτουργός στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων Λεμεσού. Η μάρτυρας παρουσίασε πιστοποιητικά αποδοχών του Ενάγοντα για τα έτη 2014-2022 που κατέστησαν Τεκμήρια. Αναφέρθηκε στις ετήσιες μικτές απολαβές του Ενάγοντα όπως προκύπτουν από τα έγγραφα αυτά και σημείωσε ότι για τα έτη 2017-2022 ο Ενάγοντας έλαβε και 13ο μισθό. Ούτε η μαρτυρία της ούτε τα έγγραφα που παρουσίασε αμφισβητήθηκε.

 

Τέλος, στα πλαίσια της ακρόασης κατέστησαν επίσης παραδεκτά για την αλήθεια του περιεχομένου τους κάποια έγγραφα. Σύμφωνα με αυτά, μεταξύ άλλων, διευθυντές της Εναγόμενης εταιρείας ήταν ο Χαράλαμπος Υφαντής και Αλέξιος Υφαντή ενώ ο Ενάγοντας ήταν διευθυντής της CAC Allantika Ltd και CAC Food Line Ltd.

 

Επίσης παρουσιάστηκε από κοινού το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής 1691/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Στην εν λόγω αγωγή ενάγουσα είναι η CAC Food Line Ltd και Εναγόμενοι οι A & X Yφαντής ΑΒΕΕ, η Εναγόμενη στην παρούσα και η Ifantis (Cyprus) Food Ltd. H εν λόγω αγωγή φαίνεται να αφορά αξιώσεις που εγείρει η CAC Food Line Ltd οι οποίες πηγάζουν από τις ρυθμίσεις των οικονομικών θεμάτων που έγιναν κατά τη συνάντηση 18.9.2012. Παρουσιάστηκαν επίσης και κατατέθηκαν από κοινού, η Υπεράσπιση των Εναγόμενων 2 και 3 & Ανταπαίτηση της Εναγόμενης 2 καθώς και η Απάντηση στην Υπεράσπιση & Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.

 

Αυτό ήταν, συνοπτικά, το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε κατά τη δίκη.

 

Πριν προχωρήσω στην αξιολόγηση, σημειώνω ότι παρακολούθησα τους μάρτυρες που κατέθεσαν στο Δικαστήριο και εξέτασα την ποιότητα, εσωτερική συνοχή, πειστικότητα και αληθοφάνεια των θέσεων τους. Έχω επίσης μελετήσει το περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσιάστηκαν από τους μάρτυρες και κατέστησαν τεκμήρια στη διαδικασία. Αναφορά στο περιεχόμενο κάποιων εγγράφων γίνεται πιο κάτω στην απόφαση μου.

 

Ξεκινώ με την έγγραφη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Κατά την εξέλιξη της ακρόασης, δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη των διάφορων εγγράφων που κατέστησαν τεκμήρια. Συνεπώς, αποδέχομαι ότι η αλληλογραφία που παρουσιάστηκε ανταλλάχθηκε μεταξύ αποστολέα και παραλήπτη, με εκείνο το περιεχόμενο, κατά τον τρόπο που καθορίζεται στα ίδια τα τεκμήρια και ως ανέφεραν οι μάρτυρες που τα παρουσίασαν. Τα υπόλοιπα έγγραφα, καταστάσεις λογαριασμού και διάφορα πιστοποιητικά δέχομαι επίσης ότι με αυτό το περιεχόμενο είχαν συνταχθεί από τον φερόμενο συντάχτη. Στη νομική σημασία, ερμηνεία και επιπτώσεις των διαφόρων εγγράφων θα αναφερθώ στην ανάλυση που ακολουθεί.

 

Σε ότι αφορά τη δια ζώσης μαρτυρία, ξεκινώ από τον Ενάγοντα και σημειώνω ότι η εντύπωση που άφησε ήταν θετική. Η μαρτυρία του είχε συνοχή, είχε λογική και ήταν πειστική. Φάνηκε ότι αισθάνεται πικρία και αισθάνεται ότι έτυχε άδικης μεταχείρισης από τον Όμιλο Υφαντής και τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση. Τα συναισθήματα του αυτά κρίνονται λογικά υπό τις περιστάσεις που περίγραψε. Σε ότι αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, δεν διαπιστώνω ότι παρασύρθηκε από αυτά τα συναισθήματα ώστε να παραποιήσει γεγονότα εσκεμμένα για να δώσει στρεβλωμένη εικόνα στο Δικαστήριο.

 

Σε σχέση με την εκδοχή του για τα όσα είχαν συμφωνηθεί στη συνάντηση στις 18.9.2012, διαπιστώνω ότι παρέμεινε σταθερός τόσο κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο αλλά και έκτοτε μέχρι σήμερα. Δηλαδή, εξ αρχής, από τη σύνταξη και αποστολή των όρων που επισυνάπτονται στο Τεκμήριο 1, στις 23.10.2012 ήταν η θέση του ότι κατά την συνάντηση εκείνη είχε συμφωνηθεί – πέραν των άλλων που καταγράφονται εκεί – και ότι «μέρος της συμφωνίας παραχώρησης της αντιπροσωπείας είναι και η εργοδότηση του Κρίστη Κώστα από την εταιρεία Ifantis (Cyprus) με μηνιαίο ακαθάριστο μισθό €2.600 για περίοδο 10 χρόνων».

 

Δεν έχει τεθεί ή παρουσιαστεί κάποιο πειστικό επιχείρημα κατά την αντεξέταση που να εξηγεί γιατί ο Ενάγοντας να προωθούσε, από τότε, την αναληθή αυτή θέση και να προσπαθεί ψευδώς να παραστήσει ή επιβάλλει ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε σε σχέση με την εργοδότηση του περιλάμβανε και αυτή την πρόνοια. Το γεγονός ότι το έγγραφο στο οποίο καταγράφονται οι εν λόγω όροι είχε τεθεί υπόψη των διευθυντών της Εναγόμενης και του Ομίλου Υφαντής, δεν αμφισβητήθηκε. Καμία όμως θέση υποβλήθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση ή προωθήθηκε γενικά κατά την ακρόαση που να εξηγεί γιατί ότι ο Ενάγοντας δεν ενημερώθηκε ρητά, πόσο μάλλον γραπτώς, ότι η συγκεκριμένη καταγραφή του Τεκμηρίου 1 για 10ετή εργοδότηση του δεν ήταν αποδεκτή ή δεν είχε συμφωνηθεί κατά τη συνάντηση 18.9.2012.

 

Πέραν των γενικών υποβολών ότι η εργοδότηση του για 10 χρόνια δεν είχε συμφωνηθεί, καμία λογική θέση υποβλήθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση ούτε προωθήθηκε γενικά κατά την ακρόαση που να εξηγεί γιατί το 2012 – στην αρχή της νέας βάσης συνεργασίας – η διεύθυνση του Ομίλου θεωρούσε προτιμότερο να αφήσει να εξελιχθεί η συνεργασία και η εργοδότηση του Ενάγοντα σε λανθασμένη αντίληψη από την πλευρά του Ενάγοντα για τους όρους της συνεργασίας και εργοδότησης.

 

Ούτε υποβλήθηκε στον Ενάγοντα κάποια θέση που να εξηγεί γιατί το 2012 που στάλθηκε το Τεκμήριο 1, εκείνος να προτιμά και να επιμένει σε 10 χρόνια εργοδότηση αντί σε εργοδότηση για αόριστο χρόνο, σε συνεχή βάση.

 

Από τις πιο πάνω διαπιστώσεις, καταλήγω ότι δεν έχω διακρίνει λόγο να αμφισβητώ τη θέση του Ενάγοντα ότι κατά τη συνάντηση στις 18.9.2012 είχε συμφωνηθεί, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος θα εργοδοτηθεί στην Εναγόμενη για 10 χρόνια με συγκεκριμένη μισθοδοσία. Το γεγονός ότι η εργοδότηση του στην Εναγόμενη πράγματι ξεκίνησε στη θέση και με την μισθοδοσία που συμφωνήθηκε ενισχύει την αλήθεια της μαρτυρίας του για το σημείο αυτό.

 

Οφείλω να σημειώσω και το εξής. Η η Εναγόμενη, ως εργοδότης, είχε υποχρέωση βάση της κείμενης νομοθεσίας να δώσει γραπτώς στον εργοδοτούμενο τους όρους εργοδότησης του. Εάν η Εναγόμενη είχε συμμορφωθεί με αυτή την υποχρέωση, θα ήταν ξεκάθαρο εάν η εργοδότηση του Ενάγοντα ήταν συνεχούς διάρκειας ή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Εκ των υστέρων, επιχειρεί να εκμεταλλευτεί προς όφελος της αυτή της την παράλειψη.

 

Σε σχέση με τις αναφορές του Ενάγοντα για τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων του και πάλιν σημειώνω ότι ήταν σταθερός στις θέσεις του και πειστικός. Τέθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση ότι εξασκούσε τα καθήκοντα του πλημμελώς, κάτι που αρνήθηκε. Όμως αυτό που διαπίστωσα είναι ότι οι θέσεις της Εναγόμενης για αυτό το ζήτημα ήταν γενικές και αόριστες. Πέραν από τις αναφορές για καθυστέρηση στην προσέλευση και κακή συμπεριφορά, κανένα συγκεκριμένο παράδειγμα παρουσιάστηκε που να προσδίδει κάποια βαρύτητα στις θέσεις της Εναγόμενης ή που να αποδυναμώνει τη μαρτυρία του Ενάγοντα. Καμία γραπτή παρατήρηση, κανένα συγκεκριμένο παράπονο, καμία επίπληξη ή πειθαρχική διαδικασία ή έρευνα εναντίον του. Με αυτά τα δεδομένα, δεν κλονίστηκε η ποιότητα της μαρτυρίας του Ενάγοντα.

 

Επανέρχομαι στο ότι γραπτή ενημέρωση για τους όρους εργασίας δεν υπήρξε. Εάν η Εναγόμενη είχε συμμορφωθεί με την εκ του Νόμου υποχρέωση της τότε θα ήταν καθορισμένα τα καθήκοντα, οι ώρες προσέλευσης και αποχώρησης και λοιποί όροι εργασίας. Χωρίς γραπτή διατύπωση καθηκόντων και υποχρεώσεων του εργοδοτούμενου, πως θα αξιολογηθεί εάν υπήρχε παράβαση των όρων εργασίας από την πλευρά του Ενάγοντα; Όπως σημειώνω και πιο πάνω, θα ήταν σχήμα οξύμωρο να επιτραπεί στην Εναγόμενη να επωφεληθεί από την δική της παράλειψη.

 

Οι αναφορές του Ενάγοντα σε σχέση με ενορχηστρωμένη προσπάθεια των εργοδοτών για να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί, θεωρώ ότι αποτύπωναν ειλικρινά τον τρόπο με τον οποίο ο Ενάγοντας είχε αντιληφθεί να εξελίσσονται τα γεγονότα και δεν θεωρώ την αντίληψη του παράλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Επί του συνόλου της μαρτυρίας του, και εστιάζοντας στην ποιότητα και εσωτερική συνοχή αλλά και στο γεγονός ότι η εκδοχή του συνάδει και ενισχύεται και από έγγραφη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, κρίνω ότι πρόκειται για μάρτυρα αξιόπιστο και όσα κατέθεσε γίνονται αποδεκτά.

 

Προχωρώ στον ΜΕ2. Για το συγκεκριμένο πρόσωπο, οφείλω να πω ότι η μαρτυρία του δεν ήταν βοηθητική. Δεν είχε άμεση εμπλοκή και σχέση με τα επίδικα γεγονότα και οι πληροφορίες του προέρχονταν από τρίτα πρόσωπα. Φάνηκε κατά την αντεξέταση ότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει επακριβώς την πηγή των πληροφοριών του, πότε περιήλθαν σε γνώση του και το ακριβές περιεχόμενο. Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων, παρότι θεωρώ ότι είχε πρόθεση να καταθέσει την αλήθεια, η μαρτυρία του δεν ήταν βοηθητική για την διαπίστωση των γεγονότων.

 

Ο ΜΕ3 ήταν, θεωρώ, αξιόπιστος. Δεν παραγνωρίζω ότι διατηρεί φιλική σχέση με τον Ενάγοντα και ότι έχει και ο αντιδικία με τον Όμιλο Υφαντής για παράνομη απόλυση. Σε κάποια σημεία φάνηκε ότι ο τρόπος έκφρασης και αντίληψης του ήταν ίσως επηρεασμένος από  τα αρνητικά συναισθήματα προς τη διοίκηση του Ομίλου Υφαντής και προς τον Μιχαήλ. Αυτά τα δεδομένα με αναγκάζουν να προσεγγίζω με επιφυλακτικότητα τη μαρτυρία του. Όμως, παρά ταύτα, θεωρώ ότι εκφράστηκε με ειλικρίνεια επί της ουσίας. Το αίσθημα ανασφάλειας ως εργοδοτούμενος κατά τη μεταφορά από την CAC Food Line Ltd στην Εναγόμενη τον Σεπτέμβριο 2012 ήταν λογικό, όπως λογικό θεωρώ και το ότι αναζήτησε καθησυχασμό για τις ανησυχίες του από τον Ενάγοντα, εργοδότη του. Δέχομαι ότι κατά τις τότε συζητήσεις τους ο Ενάγοντας του είχε αναφέρει ότι θα συνέχιζαν στην Εναγόμενη εταιρεία και θα συνέχιζε και ο ίδιος να τη διευθύνει για 10 χρόνια. Συνεπώς, αυτό το μέρος της μαρτυρίας του γίνεται αποδεκτό ως αληθινό. Η υπόλοιπη μαρτυρία του, αν και επίσης θεωρώ ότι ήταν αξιόπιστη, δεν κρίνεται βοηθητική για τα ουσιαστικά γεγονότα της αγωγής.

 

Προχωρώ στους μάρτυρες που παρουσίασε η πλευρά της Εναγόμενης.

 

Ξεκινώντας από τον ΜΥ1, πρέπει να σημειώσω ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του ήταν άσχετο με τα επίδικα θέματα αφού εστιάστηκε στην εμπορική συνεργασία και στις οφειλές της CAC Food Line Ltd και του Ομίλου Υφαντής καθώς και στις ρυθμίσεις που έγιναν σχετικά. Αυτά δεν είναι επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής. Το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η εργοδότηση του Ενάγοντα από την Εναγόμενη και ο τερματισμός αυτής.

 

Σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα, οι γνώσεις του ΜΥ1 ήταν περιορισμένες και ελάχιστα βοηθητικές. Η δική του εμπλοκή αφορούσε οικονομικές ρυθμίσεις και ζητήματα και όχι το εργασιακό καθεστώς του Ενάγοντα.

 

Οφείλω επίσης να σημειώσω ότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του ΜΥ1 να «υποστηρίξει» την υπεράσπιση της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση των θέσεων του Ομίλου Υφαντής. Θεωρώ ότι αυτή του η επιδίωξη επηρέασε και κατεύθυνε και το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, μέσω της οποίας προσπάθησε να παρουσιάσει τα δεδομένα με τρόπο που να αποδυναμώνει την εκδοχή του Ενάγοντα. Σε αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί κυρίως ο τρόπος που προσέγγιζε και απαντούσε τις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση. Διέκρινα ότι είχε την τάση να πλατειάζει σε ζητήματα που γνώριζε ότι δεν αφορούσαν και δεν σχετίζονταν με την εργοδότηση του Ενάγοντα. Όταν του υποβάλλονταν ερωτήσεις που αισθανόταν ότι με την απάντηση του ίσως «βοηθούσε» την υπόθεση του Ενάγοντα, οι απαντήσεις του ήταν μακροσκελής αλλά εστίαζε σε παρεμφερή ζητήματα αντί στην ουσία των ερωτήσεων. Ενώ δεν ήταν παρών στη συνάντηση στις 18.9.2012, με υπέρμετρο – θα χαρακτήριζα – ζήλο αλλά και λεπτομέρεια αναφέρεται στα όσα εκεί συμφωνήθηκαν. Ενώ υποστήριξε ότι είχε μεταφέρει την διαφωνία του Αλέξιου Υφαντή με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 στον Αριστείδου, δεν έδωσε κάποια πειστική εξήγηση γιατί η απάντηση δεν μετέφερε τη θέση γραπτώς – όπως τα δύο ηλεκτρονικά μηνύματα από την άλλη πλευρά. Ούτε και εξήγησε πότε μίλησε με τον Αριστείδου και τι ακριβώς του είπε ως υποστήριξε, για την διαφωνία του Αλέξιου Υφαντή με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1.

 

Ενόψει των πιο πάνω, διαπιστώσεων, παρότι δεν θεωρώ αναξιόπιστη τη μαρτυρία του στο σύνολο της, την προσεγγίζω με επιφυλακτικότητα και θεωρώ ότι θα ήταν ακροσφαλές να βασιστώ σε αυτή για να καταλήξω σε θετικά ευρήματα ως προς τα γεγονότα.

 

Προχωρώ στον ΜΥ2 που, θα χαρακτήριζα ως τον ουσιαστικό μάρτυρα για την πλευρά της Εναγόμενης σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του το οποίο εξέτασα σε συνάρτηση με το σύνολο των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον μου και το περιεχόμενο των εγγράφων που είναι κοινώς αποδεκτά.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω καταλήγω ότι δεν μπορώ να αποδεχτώ τη μαρτυρία του ως αληθινή. Ο βασικός λόγος είναι διότι κρίνω ότι οι αναφορές τους για τα όσα διαμείφθηκαν στη συνάντηση στις 18.9.2012 δεν είναι αληθοφανείς και δεν στέκουν στη βάσανο της λογικής.

 

Αναφέρθηκε και εξήγησε με λεπτομέρεια τις ρυθμίσεις στις οποίες κατέληξαν τα μέρη σε σχέση με την οικονομική πτυχή της συνεργασίας. Επέμενε ότι η συζήτηση κατά την συνάντηση επικεντρώθηκε αποκλειστικά σε αυτά τα θέματα και στην εργοδότηση του Ενάγοντα. Κατά την αντεξέταση ερωτήθηκε κατά πόσο είχε συζητηθεί και το θέμα των υπόλοιπων εργοδοτούμενων της CAC Food Line Ltd πλην του Ενάγοντα και ο ΜΥ2 αρνήθηκε. Όταν ερωτήθηκε με ποιο τρόπο αμέσως μετά τη συνάντηση οι εργοδοτούμενοι της CAC Food Line Ltd μεταφέρθηκαν στην Εναγόμενη, η θέση του ήταν ότι αυτό το ζήτημα έτυχε χειρισμού από το τμήμα προσωπικού του Ομίλου Υφαντής. Η θέση αυτή δεν είναι λογική.

 

Κρίνω τελείως παράλογο στα πλαίσια της συζήτησης και διαπραγμάτευσης της νέας βάσης συνεργασίας να μην συζητήθηκε καθόλου και να μην συμφωνήθηκε το ζήτημα των εργοδοτούμενων αλλά να αφέθηκε να τύχει χειρισμού από το τμήμα προσωπικού. Δεν με πείθει ότι πρόκειται για ζήτημα για το οποίο το τμήμα προσωπικού θα είχε την εξουσιοδότηση να αναλάβει την απόλυτη πρωτοβουλία – και μάλιστα χωρίς συζήτηση με τον Ενάγοντα που ήταν ο υφιστάμενος εργοδότης του προσωπικού – και να το χειριστεί κατά το δοκούν.

 

Επίσης, καθόλου πειστικά κρίνω όσα ισχυρίστηκε σε σχέση με το Τεκμήριο 1. Ο Βαγιανός είπε ότι συζήτησε το Τεκμήριο 1 με τον Αλέξιο Υφαντή. Ο ΜΥ2 είπε ότι ενημερώθηκε από τον Βαγιανό (ΜΥ1) και μάλιστα αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο περιεχόμενο του εγγράφου και ιδιαίτερα στα σημεία 5 και 6 αυτού. Εφόσον έτυχε τόσο εκτενούς ενημέρωσης, εφόσον το ζήτημα έτυχε ευρύτερης συζήτησης στον Όμιλο Υφαντής και με δεδομένη τη θέση του ότι τον συνδέει φιλική σχέση με τον Ενάγοντα, ξενίζει ότι ούτε αυτός (όπως ούτε οποιοσδήποτε άλλος στον Όμιλο Υφαντής) σκέφτηκε να ενημερώσει γραπτώς τον Ενάγοντα ότι η αντίληψη του για το τί συμφωνήθηκε δεν ήταν ορθή ή ότι οι νέες απαιτήσεις που προβάλλει, δεν είναι αποδεκτές. Θεωρώ ότι εάν το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 πράγματι ήταν καινούργιες απαιτήσεις που εγείρονταν για πρώτη φορά από την πλευρά του Ενάγοντα, χωρίς να έχουν συζητηθεί ποτέ προηγουμένως, τότε η μόνη λογική ενέργεια θα ήταν να ενημερωθεί ρητά ο Ενάγοντας ότι όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 1 δεν ήταν ούτε συμφωνημένα ούτε αποδεκτά. Η φιλική του σχέση με τον Ενάγοντα την οποία τόνισε, καθιστά λογικό να είχε ενημερώσει τον Ενάγοντα ώστε να τον «προφυλάξει» από το να προχωρήσει σε μια συνεργασία με λανθασμένη αντίληψη για το τι είχε συμφωνηθεί. Το να συζητά και να εκφράζει την έκπληξη του, εσωτερικά μόνο, ο Όμιλος Υφαντής και να ενημερώνεται προφορικά ο λογιστής της CAF Food Line Ltd από τον λογιστή του Ομίλου Υφαντής, όμως να αφήνεται η συνεργασία να προχωρεί είναι – κρίνω – τελείως ανεδαφικό και παράλογο.

 

Επίσης δεν μπορώ να δεχτώ τις αναφορές του ΜΥ2 σε σχέση με κακή συμπεριφορά και πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων από τον Ενάγοντα. Εάν αυτά ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, τότε θεωρώ ότι θα ήταν σε θέση να προσφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα αντί να γενικόλογες και αόριστες μόνο αναφορές. Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, θεωρώ ότι εάν τέτοια συγκεκριμένα παραδείγματα υπήρχαν τότε ο Όμιλος που διέθετε και τμήμα προσωπικού θα είχε θεσμοθετημένη διαδικασία για διερεύνηση και χειρισμό τέτοιων συμπεριφορών. Στην προκείμενη περίπτωση, ο λόγος που δεν έγινε οποιαδήποτε επίσημη διαδικασία διερεύνησης ή πειθαρχική επίπληξη ήταν διότι κανένα έδαφος ή λόγος υπήρχε για να γίνει. Αυτή είναι η μόνη λογική εξήγηση.

 

Τέλος, ούτε τα όσα ανέφερε ο ΜΥ2 σε σχέση με τη συνάντηση στις 10.4.2014 είναι αληθοφανή. Δεν προσέφερε κάποια λογική εξήγηση γιατί  ο Ενάγοντας να επανέλθει (για πρώτη φορά από το Φθινόπωρο του 2012) και να απαιτεί γραπτή συμφωνία εργοδότησης. Σύμφωνα με τον ΜΥ2 ο Ενάγοντας αποχώρησε από τη συνάντηση εκείνη και μετά ακολούθησε η απόλυση του. Αυτό δεν συνάδει με το περιεχόμενο της επιστολής απόλυσης Τεκμήριο 10 που αναφέρει ρητά ότι «επιβεβαιώνουμε και γραπτώς τον τερματισμό της εργοδότησης σας». Η φράση αυτή παραπέμπει στο ότι είχε γίνει και προηγούμενη ενημέρωση για την απόλυση. Αυτό δεν συνάδει με την εκδοχή του ΜΥ2 ότι η απόλυση ακολούθησε την αποχώρηση του Ενάγοντα από τη συνάντηση.

 

Ένα τελευταίο σχόλιο σε σχέση με τη μαρτυρία του είναι το εξής. Δεν πείστηκα από όσα κατέθεσε ότι ένας όμιλος με τη σοβαρότητα και δομή που περίγραψαν οι ΜΥ1 και ΜΥ2 θα επέτρεπε να προχωρήσει και να εφαρμοστεί μια συνεργασία της στιγμή που η διοίκηση γνωρίζει ότι το άλλο μέρος – ο Ενάγοντας – έχει λανθασμένη αντίληψη για το τί έχει συμφωνηθεί ή εάν δεν έχουν ακόμα αποκρυσταλλωθεί οι όροι της συνεργασίας.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων θεωρώ ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 ήταν κατευθυνόμενη από την προσπάθεια του να «βοηθήσει» την υπεράσπιση της Εναγόμενης και να «πλήξει» την υπόθεση του Ενάγοντα. Οι θέσεις και απαντήσεις του είχαν αυτό το κίνητρο και επιδίωξη παρά να διαφωτίσουν για τα γεγονότα. Συνεπώς, η μαρτυρία του απορρίπτεται ως αναξιόπιστη.

 

Παραμένει η ΜΥ3, λειτουργός στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μάρτυρας ανεξάρτητη και αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα και χωρίς κανένα συμφέρον στην υπόθεση. Θεωρώ ότι ήταν μάρτυρας αξιόπιστη. Η σημασία της μαρτυρίας της έγκειται στο περιεχόμενο των εγγράφων που παρουσίασε στο οποίο θα αναφερθώ στην πορεία.

 

Στη βάση της πιο πάνω αξιολόγησης, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά είναι επιπρόσθετα των μη αμφισβητούμενων γεγονότων και εγγράφων που έγιναν παραδεκτά. Δεν παραγνωρίζω ότι οι εμπλεκόμενοι έχουν ευρύτερες διαφωνίες και αντιδικίες όμως επικεντρώνομαι μόνο στα επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής και τα γεγονότα που είναι σχετικά με την απόφαση μου επί των επίδικων θεμάτων.

 

Μεταξύ του Ομίλου Υφαντής και της εταιρείας CAC Food Line Ltd, που ιδρύθηκε και ελέγχεται από τον Ενάγοντα, υπήρχε εμπορική συνεργασία από το 2004. Περί τον Σεπτέμβριο 2012 αποφασίστηκε η ρύθμιση διαφόρων θεμάτων που άπτονταν της συνεργασίας. Έγινε συνάντηση στις 18.9.2012 στα γραφεία του Ομίλου Υφαντής στην Αθήνα. Στη συνάντηση συμμετείχαν οι Αλ. Υφαντής, Χ. Υφαντής, Μπαζόκας, ΜΥ2 και ο Ενάγοντας. Μεταξύ άλλων, στην εν λόγω συνάντηση συμφωνήθηκε η εργοδότηση του Ενάγοντα. Είχε συμφωνηθεί ότι θα εργοδοτείτο από την Εναγόμενη ως γενικός διευθυντής, η εργοδότηση θα είχε διάρκεια 10 χρόνια και αυτός θα λάμβανε μηνιαίο ακαθάριστο μισθό €2.600 πλέον 13ο μισθό.

 

Αιτήματα του Ενάγοντα μετά τη συνάντηση εκείνη, ως η σχετική αλληλογραφία (Τεκμήριο 1 και 2), για σύναψη γραπτής συμφωνίας σε σχέση με τα συμφωνηθέντα, δεν εισακούστηκαν ούτε απαντήθηκαν. Δεν δόθηκαν στον Ενάγοντα γραπτώς οι όροι εργοδότησης του.

 

Η εργοδότηση του Ενάγοντα από την Εναγόμενη ξεκίνησε αμέσως, τον Οκτώβριο 2012 και αυτός πληρωνόταν τον πιο πάνω μισθό. Συγκεκριμένα παραδείγματα κακής συμπεριφοράς του Ενάγοντα προς άλλους εργοδοτούμενους της CAC Food Line Ltd ή πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων του, γραπτά παράπονα, πειθαρχικές διαδικασίες δεν υπάρχουν.

 

Στις 10.4.2014 ο Ενάγοντας κλήθηκε σε συνάντηση στα γραφεία του Ομίλου Υφαντής στην Αθήνα για συζήτηση σε σχέση με την επιχείρηση. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης ο Αλέξιος Υφαντής ανακοίνωσε στον Ενάγοντα την απόλυση του. Ο Ενάγοντας αποχώρησε από τη συνάντηση. .

 

Στις 14.4.2014 απεστάλη στον Ενάγοντα η επιστολή Τεκμήριο 10 και ανταλλάγηκαν μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών οι επιστολές Τεκμήρια 13 και 14 σε σχέση με την απόλυση.

 

Μετά την απόλυση του ο Ενάγοντας υπέβαλε αίτηση για επίδομα ανεργίας. Η πορεία της αίτησης ήταν ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 5 και 15. Ο Ενάγοντας ήταν άνεργος μέχρι 2.3.2015 οπόταν εργοδοτήθηκε από την εταιρεία Παραδεισιώτης Λτδ δυνάμει της συμφωνίας Τεκμήριο 16, όπου και συνεχίζει να εργοδοτείται έκτοτε. Οι προσπάθειες για να εξεύρει άλλη εργοδότηση είναι ως τις περίγραψε στη μαρτυρία του και έχω σημειώσει πιο πάνω.

 

Έχει καταχωριστεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού η αγωγή με αριθμό 1691/2015, με δικόγραφα ως τα Τεκμήρια 21, 22 και 23.

 

Οι απολαβές του Ενάγοντα για τα χρόνια από 2014-2022 είναι ως αποτυπώνεται στα πιστοποιητικά απολαβών Τεκμήρια 24-32.

 

Τέλος, όπως αναφέρω πιο πάνω, ανταλλάχθηκαν μεταξύ των διαφόρων εμπλεκομένων οι επιστολές και ηλεκτρονικά μηνύματα κατά τις ημερομηνίες και με το περιεχόμενο των διαφόρων τεκμηρίων.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της αγωγής στη βάση των μη αμφισβητούμενων γεγονότων καθώς και των πιο πάνω ευρημάτων.

 

Ξεκινώ από τη συμβατική σχέση μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης εταιρείας.

 

Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, στις 18.9.2012 συνήφθηκε συμφωνία μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης όπως ο πρώτος εργοδοτηθεί από την εταιρεία ως γενικός διευθυντής έναντι ακαθάριστου μηνιαίου μισθού €2.600 πλέον 13ο μισθό. Συμφωνήθηκε περαιτέρω όπως η εργοδότηση έχει καθορισμένη διάρκεια (fixed term) 10 χρόνων. Η συμφωνία έγινε προφορικά. Παρόντες κατά τη συνομολόγηση της ήταν ο Αλέξης Υφαντής και Χαράλαμπος Υφαντής, διευθυντές της Εναγόμενης. Η εργοδότηση του Ενάγοντα ξεκίνησε τον Οκτώβριο 2012 με αυτούς τους όρους και η Εναγόμενη πλήρωνε κανονικά στον Ενάγοντα τον συμφωνημένο μισθό του.

 

Όπως έχω ήδη σημειώσει, κανένα συγκεκριμένο περιστατικό ανάρμοστης συμπεριφοράς από μέρους του Ενάγοντα ή ασυμβίβαστης με τα καθήκοντα του αποκαλύφθηκε από τη μαρτυρία. Επίσης καμία συγκεκριμένη αναφορά στη μαρτυρά υπάρχει για επίπληξη, παρατήρηση ή υπόδειξη στον Ενάγοντα ως προς τα καθήκοντα του.

 

Η εργοδότηση του Ενάγοντα τερματίστηκε στις 10.4.2014 από την Εναγόμενη σε συνάντηση στην οποία παρευρέθηκε ο Ενάγοντας με τους Αλέξιο Υφαντή και Χαράλαμπο Υφαντή. Η απόφαση της Εναγόμενης για τερματισμό ανακοινώθηκε στον Ενάγοντα στην εν λόγω συνάντηση. Καμία προηγούμενη προειδοποίηση για την πρόθεση απόλυσης είχε δοθεί. Σημειώνω ότι η μοναδική άμεση μαρτυρά που κρίθηκε αξιόπιστη και έγινε αποδεκτή σε σχέση με τα όσα συνέβησαν στη συνάντηση ήταν αυτή του Ενάγοντα.

 

Στις 14.4.2014 δόθηκε από την Εναγόμενη προς τον Ενάγοντα η επιστολή Τεκμήριο 10 στην οποία η Εναγόμενη δηλώνει ότι «επιβεβαιώνουμε και γραπτώς τον τερματισμό της εργοδότησης σας με άμεση ισχύ». Στην εν λόγω επιστολή αναγράφονται και τα εξής:

 

«Η από μέρους σας απαράδεκτη συμπεριφορά στον πρόεδρο του Ομίλου Υφαντής και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας την περασμένη Πέμπτη με προκλητικές δηλώσεις αλλά και ξεκάθαρες απειλές σε βάρος της εταιρείας και η όλη συμπεριφορά σας η οποία ακολούθησε την επί μηνών παράλειψη σας να συμμορφωθείτε με τις υποδείξεις της διοίκησης σχετικά με τη συμπεριφορά σας και την κακή εκτέλεση των καθηκόντων σας, δεν άφησε άλλο περιθώριο στην εταιρεία για διαφορετική απόφαση.

 

Παρά την ευκαιρία που είχατε, αντί να εκφράσετε θέσεις και δώσετε εξηγήσεις για την απαράδεκτη συμπεριφορά σας καταγύφατε σε απειλές και εκβιαστικά υπονοούμενα που κατέρριπταν ανεπιστρεπτί τη σχέση εμπιστευτικότητας και αξιοπιστίας που η θέση σας αναπόφευκτα απαιτεί.»

 

Για τους λόγους που εξήγησα ήδη, οι αναφορές στην εν λόγω επιστολή σε «απαράδεκτη συμπεριφορά» και «κακή εκτέλεση καθηκόντων» δεν στοιχειοθετήθηκαν με μαρτυρία. Θεωρώ ότι πρόκειται για σκέψεις εκ των υστέρων.

 

Λόγος που να αποτελεί ή έστω να εισηγείται ότι η απόλυση του Ενάγοντα και ο συνακόλουθος τερματισμός της συμφωνίας εργοδότησης του, ήταν εύλογος ή δικαιολογημένος δεν διαπιστώνεται.

 

Ενόψει αυτού κρίνω ότι η Εναγόμενη ενήργησε αντισυμβατικά τερματίζοντας τη συμφωνία για εργοδότηση του Ενάγοντα στις 10.4.2014, πριν τη λήξη ης συμφωνημένης διάρκειας των 10 ετών.

 

Ακολουθεί ότι ο Ενάγοντας δικαιούται να εγείρει αξιώσεις για αποζημίωση για τις ζημιές που έχει υποστεί συνεπεία του αντισυμβατικού τερματισμού.

 

Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι το ποσό στο οποίο δικαιούται ο Ενάγοντας στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων (measure of damages) για τις ζημιές που ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί.

 

Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο Ενάγοντας δικαιούται να αποζημιωθεί για κάθε ζημιά που έχει υποστεί εξαιτίας του αντισυμβατικού τερματισμού της απασχόλησης του από την Εναγόμενη.

 

Η κλασσική διατύπωση σε σχέση με καθορισμό του μέτρου της αποζημίωσης που δικαιούται το αθώο μέρος μιας σύμβασης για ζημιές που προκαλούνται από την παράβαση του άλλου μέρους, διατυπώθηκε στην Αγγλική υπόθεση Hadley & Anor v Baxendale & Ors [1854] EWHC J70. Αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Now we think the proper rule is such as the present is this: Where two parties have made a contract which one of them has broken, the damages which the other party ought to receive in respect of such breach of contract should be such as may fairly and reasonably be considered either arising naturally, i.e., according to the usual course of things, from such breach of contract itself, or such as may reasonably be supposed to have been in the contemplation of both parties, at the time they made the contract, as the probable result of the breach of it. Now, if the special circumstances under which the contract was actually made where communicated by the plaintiffs to the defendants, and thus known to both parties, the damages resulting from the breach of such a contract, which they would reasonably contemplate, would be the amount of injury which would ordinarily follow from a breach of contract under these special circumstances so known and communicated. But, on the other hand, if these special circumstances were wholly unknown to the party breaking the contract, he, at the most, could only be supposed to have had in his contemplation the amount of injury which would arise generally, and in the great multitude of cases not affected by any special circumstances, from such a breach of contract. For such loss would neither have flowed naturally from the breach of this contract in the great multitude of such cases occurring under ordinary circumstances, nor were the special circumstances, which, perhaps, would have made it a reasonable and natural consequence of such breach of contract, communicated to or known by the defendants.»

 

Οι αρχές αυτές κωδικοποιήθηκαν στο άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 που προνοεί τα εξής:

 

«Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

 

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.»

 

Σε συμφωνίες εργοδότησης καθορισμένης χρονικής διάρκειας, η απώλεια μισθού σε περίπτωση πρόωρου τερματισμού που κρίνεται αντισυμβατικός, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι είναι ζημιά που απορρέει φυσικά από την παράβαση. Αντικειμενικά[1], η ζημιά αυτή ήταν λογικά προβλέψιμη κατά το χρόνο σύναψης της Επίδικης Συμφωνίας δηλαδή «fairly and reasonably be considered either arising naturally, i.e., according to the usual course of things, from such breach of contract itself », ως η Hadley v Baxendale (ανωτέρω).

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, ο Ενάγοντας αξιώνει ποσό €286.000 που συνιστά το σύνολο των μισθών που θα λάμβανε μέχρι τη λήξη της περιόδου εργοδότησης εάν δεν είχε μεσολαβήσει ο τερματισμός της, δηλαδή μισθούς για την περίοδο από 11.4.2014 μέχρι 18.9.2022.

 

Με δικούς μου απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, το αντίστοιχο ποσό είναι ελαφρώς υψηλότερο από το δικογραφημένο όμως το ποσό που ο ίδιος ο Ενάγοντας καθορίζει στο παρακλητικό της αγωγής είναι το μέγιστο που θα μπορούσε να το αποδοθεί ως ειδική ζημιά.

 

Ο περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149 επιβάλλει υποχρέωση στον Ενάγοντα να λάβει μέτρα προς μετριασμό της ζημιάς αυτής. Σύμφωνα με το άρθρο 73(3) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149:

 

«Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο Ενάγοντας όφειλε να αποδείξει ότι κατέβαλε λογικές προσπάθειες για να εξεύρει άλλη εργασία ώστε να μετριάσει τη ζημιά του από την απώλεια απολαβών.

 

Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία του Ενάγοντα έκανε σχετικές ενέργειες και αποτάθηκε στο γραφείο εργασίας. Τελικά εξηύρε άλλη εργοδότηση από 2.3.2015, οπόταν εργοδοτήθηκε από την εταιρεία Παραδεισιώτης Λτδ που ασχολείται με συναφείς εργασίες.

 

Συνεπώς ο Ενάγοντας έλαβε μέτρα για να μετριάσει τη ζημιά που υπέστη συνεπεία του αντισυμβατικού τερματισμού της συμφωνίας εργοδότησης που είχε με την Εναγόμενη. Η νένα εργοδότηση του πράγματι είχε ως αποτέλεσμα τον μετριασμό της ζημιάς του. Όμως, οι απολαβές του στον νέο εργοδότη είναι χαμηλότερες, όπως αποδεικνύεται από τα πιστοποιητικά αποδοχών των Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρά το ότι στη συμφωνία εργοδότησης του δεν αναγράφεται ότι δικαιούται σε 13ο μισθό, από τα πιστοποιητικά αποδοχών προκύπτει ότι λάμβανε 13ο μισθό από το 2017 και εντεύθεν.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε αποζημίωση από την Εναγόμενη η οποία να ισούται με τη διαφορά μεταξύ του ποσού που αξιώνει και των απολαβών του από τη νέα εργασία του.

 

Εφαρμόζοντας απλά μαθηματικά και αθροίζοντας τις απολαβές του Ενάγοντα στο νέο του εργοδότη από την πρόσληψη του στις 2.3.2015 μέχρι και τον Σεπτέμβριο 2022, οι μισθοί του στην Παραδεισιώτης Λτδ ανέρχονται σε €178.790. Ειδικότερα, οι απολαβές έχουν ως εξής:

 

Για το έτος 2015 (Τεκμήριο 25)                                                          €18.000

Για το έτος 2016 (Τεκμήριο 26)                                                          €21.600

Για το έτος 2017 (Τεκμήριο 27)                                                          €22.100

Για το έτος 2018 (Τεκμήριο 28)                                                          €22.027

Για το έτος 2019 (Τεκμήριο 29)                                                          €25.350

Για το έτος 2020 (Τεκμήριο 30)                                                          €25.350

Για το έτος 2021 (Τεκμήριο 31)                                                          €25.350

Για 1/2022-9/2022 πλέον αναλογία 13ου μισθού (Τεκμήριο 32)         €19.013

                                                                                    Σύνολο                        €178.790

 

Αφού αφαιρεθεί το ποσό των €178.790 από το ποσό των €286.000 που αξιώνει το Ενάγοντας με την αγωγή, παραμένει υπόλοιπο €107.210. Αυτή είναι η ζημιά που έχει υποστεί ο Ενάγοντας από τον παράνομο και αντισυμβατικό τερματισμό της συμφωνίας εργοδότησης του από την Εναγόμενη και είναι για αυτό το ποσό που δικαιούται σε αποζημίωση.

 

Μέσω της αγωγής ο Ενάγοντας αξιώνει και γενικές αποζημιώσεις για ταλαιπωρία και/ή επηρεασμό της σταδιοδρομίας του. Κρίνω όμως ότι ενόψει της απόδοσης σε αυτόν των ειδικών ζημιών που διαπιστώθηκαν και συνυπολογίζοντας όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν δικαιολογείται η επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων.

 

Τέλος, εγέρθηκε στην τελική αγόρευση του συνηγόρου της Εναγόμενης ζήτημα κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας ενόψει της έγερσης από την CAC Food Line Ltd της αγωγής 1691/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Θεωρώ ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα στην παρούσα αγωγή. Το γεγονός ότι η παρούσα διαδικασία προηγήθηκε χρονικά της άλλης αγωγής αποκλείει το ενδεχόμενο αυτή η αγωγή να συνιστά κατάχρηση. Δεν προχωρώ να εξετάσω άλλα ζητήματα σε σχέση με αυτό το θέμα γιατί το θεωρώ αχρείαστο.

 

Καταληκτικά, εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης εταιρείας για ποσό €107.210,00.

 

Αναφορικά με το τόκο, το επιδικασθέν ποσό αφορούσε απολαβές που ο Ενάγοντας, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, θα εισέπραττε τμηματικά ως μηνιαίο μισθό. Ενόψει αυτού και για να αποφευχθεί ο κατακερματισμός του τόκου, κρίνω ορθό και επιδικάζω νόμιμο τόκο επί του ποσού των €107.210,00 από 10.10.2022 που θα έληγε η περίοδος εργοδότησης του Ενάγοντα.

 

Τα έξοδα της αγωγής, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

……………………..………………………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής



[1] The Heron II [1969] 1 AC 350


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο