ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

  Αρ. Αγωγής: 4295/16

Ημερομηνία: 15/03/2024

Μεταξύ:

                    Gan Direct Insurance Ltd εκ Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου ΙΙΙ 220, Λεμεσός

                                                                                                                             Ενάγουσας

                                                                 και

                        USB Bank Plc εκ Διγενή Ακρίτα 815, 1070 Λευκωσία

Εναγομένου

Μεταξύ:

                   Gan Direct Insurance Ltd εκ Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου ΙΙΙ 220, Λεμεσός

                                                                                                                                 Ενάγουσας

                                                             και

ASTROBANK PUBLIC COMPANY LIMITED εκ Σπύρου Κυπριανού, 1, 1065, Λευκωσία

 Εναγομένου

ΚΑΙ ΔΙ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ

          ASTROBANK PUBLIC COMPANY LIMITED εκ Σπύρου Κυπριανού, 1, 1065, Λευκωσία

Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας

                                                                και

                     Can Direct Insurance Ltd εκ Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου ΙΙΙ 220, Λεμεσός

                                                                                                       Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενης: κος Α. Χαβιαράς για Χαβιαρά & Φιλίππου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη/Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας: κος Ν. Κυπραίος για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ

                                                               ΑΠΟΦΑΣΗ

Η Ενάγουσα είναι ασφαλιστική εταιρεία και συμβλήθηκε με την Εναγόμενη τράπεζα, επειδή τρίτη ασφαλιστική εταιρεία δεν μπορούσε πλέον να προσφέρει στην τράπεζα ασφαλιστικές υπηρεσίες. Η αξίωση της Ενάγουσας, αφορά το ποσό των €200.000 που ισχυρίζεται ότι είναι ζημιές που έχει υποστεί εξαιτίας αναληθών και/ή εξυπακουόμενες παραστάσεις της τράπεζας. Ζητούν επίσης την έκδοση διαταγμάτων για την απόδοση λογαριασμών που καταρτίστηκαν με τρίτες ασφαλιστικές εταιρείες με πελάτες της τράπεζας, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και ασφαλιστήρια που καταρτίστηκαν με τρίτες ασφαλιστικές εταιρείες για την περίοδο ισχύος της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβολαίου.

Σύμφωνα με τη δικογραφημένη απαίτηση, η συμφωνία ημερομηνίας 12/02/2010 ήταν τριμερής και προνοούσε μεταξύ άλλων:

(i)         η Τράπεζα και η Ασφαλιστική Επιχείρηση  έχουν καταρτίσει σύμβαση Συνδεδεμένου Ασφαλιστικού Συμβούλου (η «Σύμβαση») και 

(ii)        η Commercial θα τερματίσει τα ασφαλιστήρια που εξέδωσε σε πελάτες της Τράπεζας και την Τράπεζα (τα «Ασφαλιστήρια Commercial») και

(iii)       μέρος των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί και/ή χρεωθεί για τα Ασφαλιστήρια Commercial θα έπρεπε να επιστραφούν στους ασφαλισμένους ως μη κερδηθέντα ασφάλιστρα (unearned premiums) €55.169 προς τους Ασφαλισμένους και €84900 στην Τράπεζα) και

(iv)       για τα Ασφαλιστήρια Commercial υφίστανται αντασφαλιστικές καλύψεις με αντασφαλιστές στους οποίους η Commercial οφείλει αντασφάλιστρα ύψους €38.000

(v)        η Τράπεζα επιθυμούσε την έκδοση από την ενάγουσα νέων ασφαλιστηρίων σε αντικατάσταση των Ασφαλιστηρίων Commercial για την περίοδο που θα ίσχυαν αν δεν τερματίζονταν από την Commercial και

(vi)       η Τράπεζα επιθυμεί την διευθέτηση των Οφειλομένων Αντασφαλίστρων

Αντασφάλιστρα»)

Θα έπαιρναν εντός 2 ημερών, αναλυτική κατάσταση των οφειλόμενων αντασφαλιστών και η Ενάγουσα δεσμευόταν εντός 2 ημερών, να παραδώσει στην Εναγόμενη νέα ασφαλιστήρια. Η Ενάγουσα έπρεπε να καταστεί συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος της Ενάγουσας και θα είχε τα ακόλουθα καθήκοντα.

Θα πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και φροντίδα, για να διαθέτει και να προωθεί τα προϊόντα του Παραρτήματος ‘Α’ που θα δημιουργήσει και θα εκδώσει η Ασφαλιστική Επιχείρηση μέσω των τραπεζικών καταστημάτων του δικτύου που λειτουργεί ή που θα λειτουργήσει στο μέλλον ο Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος που θα ενεργούσε εξ ονόματος και για λογαριασμό και υπό την πλήρη ευθύνη της Ασφαλιστικής Επιχείρησης για τα προϊόντα που την αφορούν. 

Θα διέθετε αποκλειστικά τα ασφαλιστικά προϊόντα της Ασφαλιστικής Επιχείρησης και δεν θα προέβαινε σε οποιασδήποτε μορφής, συνεργασία προώθησης  ασφαλιστικών προϊόντων  με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν τους ίδιους κλάδους ασφάλισης με την Ασφαλιστική Επιχείρηση και σε κάθε περίπτωση δεν θα προέβαινε στη σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

Περαιτέρω ο Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος θα κατέβαλλε κάθε προσπάθεια ούτως ώστε όταν ακυρώνεται ή λήγει οποιοδήποτε ασφαλιστήριο πελάτη του που έχει εκδοθεί από άλλη ασφαλιστική εταιρεία να δέχεται ο πελάτης την έκδοση του ή την ανανέωση του από την Ασφαλιστική Επιχείρηση. Ο Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος θα ασφαλιζόταν αποκλειστικά με την Ασφαλιστική Επιχείρηση για όσους κινδύνους του Παραρτήματος Α χρειάζεται να καλύπτεται ασφαλιστικά και επιπλέον  για κινδύνους ΒΒΒ, crime comprehensive professional indemnity, visa fraud insurance , branch and staff insurances, visa travel insurance, purchase protection for visa,  public liability, insurance,and directors and officers insurance.   Δεδομένου ότι ο Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος αποφάσιζε ότι θα προέβαινε σε τέτοια ασφάλιση, η προτεινόμενη ασφάλιση από την Ασφαλιστική Επιχείρηση θα ήταν σε ανταγωνιστικούς όρους.

Η σύμβαση προνοούσε για ελάχιστη εγγυημένη αμοιβή της τράπεζας, νοουμένου ότι θα επιτυγχανόταν παραγωγή ελάχιστου ετήσιου νέου ασφαλιστηρίου ύψους €80.000. Η Ενάγουσα αποδέχτηκε την κατάρτιση των συμφωνιών εξαιτίας παραστάσεων για κύκλο εργασιών που θα δικαιολογούσε την επένδυση της τράπεζας που αποδείχθηκε αναληθής.

Η Τράπεζα, πέραν του ότι παρέσυρε την ενάγουσα στην κατάρτιση των πιο πάνω συμβάσεων όπως περιγράφεται στην παράγραφο 8 ανωτέρω προέβη σε κατά συρροή παραβάσεις των συμβατικών της υποχρεώσεων και δη:

(i)         Παρέλειψε να διαθέτει αποκλειστικά ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας μέσα από τα καταστήματα της.  

(ii)        Παρέλειψε να ενημερώνει τους πελάτες της για την υποχρέωση της να ασκεί ασφαλιστική διαμεσολάβηση αποκλειστικά για την Ενάγουσα.

(iii)       Παρέλειψε να ασφαλιστεί αποκλειστικά για όσους κινδύνους περιγράφονταν στο Παράρτημα Α της Σύμβασης Συνδεδεμένου Ασφαλιστικού Συμβούλου όπως επίσης για τους κινδύνους που περιγράφονται στην παράγραφο 4.3 της εν λόγω Σύμβασης.

(iv)       Παρέλειψε να τοποθετεί στα υποκαταστήματα της τράπεζας το διαφημιστικό υλικό της Ενάγουσας.

(v)        Παρέλειψε να εντάξει το προσωπικό της στα ενημερωτικά σεμινάρια που πρότεινε η Ενάγουσα.

(vi)       Παρέλειψε να ετοιμάζει προϋπολογισμό καθαρών ασφαλίστρων για το επόμενο ημερολογιακό έτος, της προβλεπόμενης συνολικής διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων με ανάλυση ανά περιφερειακή διεύθυνση για κάθε κατάστημα της τράπεζας ανά μήνα κατά κλάδο ασφάλισης και ασφαλιστικών προϊόντων. 

(vii)      Παρέλειψε να εκπαιδεύσει ή να διαθέσει προς εκπαίδευση τους υπαλλήλους της στα ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας.

Η τράπεζα έπαψε να έχει άδεια ως ασφαλιστικός διαμεσολαβητής στις 12/02/2013.

Η Ενάγουσα πλήρωσε οφειλόμενα αντασφάλιστρα ύψους €38.000 δυνάμει της συμφωνίας για τα οποία δεν είχε όφελος. Είχε ζημιές €140.000 μη κερδηθέντα ασφάλιστρα που έπρεπε να επιστραφούν δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας σε αντικατάσταση των νέων ασφαλιστηρίων που είχε εκδώσει η Commercial.

Η δικογραφημένη Υπεράσπιση της Εναγόμενης, είναι ότι η εταιρεία Commercial Value τελούσε υπό εκκαθάριση και κατάρτισε τη σύμβαση τριμερούς ημερομηνίας 12/02/2010 με την οποίαν δεν είχε αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση, αλλά η Commercial ανέλαβε να παραδώσει αναλυτική κατάσταση αντασφαλιστών εις τα οποία οφείλονται αντασφάλιστρα.

Η Εναγόμενη δεν είχε οποιανδήποτε υποχρέωση να πράξει οτιδήποτε δυνάμει της τριμερούς σύμβασης. Με την τριμερή σύμβαση, η Commercial Value ανέλαβε να παραδώσει εντός δύο ημερών στην Ενάγουσα αναλυτική κατάσταση ασφαλιστηρίων της Commercial και αναλυτική κατάσταση αντασφαλιστών στους οποίους οφείλονται αντασφάλιστρα. Με την παράδοση των πιο πάνω στοιχείων, η Ενάγουσα ανέλαβε εντός δύο ημερών να εκδώσει και να παραδώσει στην Εναγόμενη τα νέα ασφαλιστήρια και να πληρώσει τα οφειλόμενα αντασφάλιστρα.

Τα οφειλόμενα αντασφάλιστρα ύψους €38.000 αποτελούσαν οφειλή της Commercial Value προς τους αντασφαλιστές της και το ποσό αυτό δεν αφορούσε την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα ουδέποτε προσκόμισε οποιανδήποτε απόδειξη πληρωμής του εν λόγω ποσού που κατέβαλε εκ μέρους της Commercial Value, την οποίαν επέλεξε να μην συμπεριλάβει στην παρούσα αγωγή και από την οποίαν δεν αξιώνει οποιοδήποτε ποσό.

Τα ποσά των μη κερδηθέντων ασφαλίστρων δεν είχαν καθοριστεί κατά την υπογραφή της σύμβασης, επειδή τα ποσά θα αποκρυσταλλώνονταν την ημέρα ακύρωσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της Commercial Value και αντικατάστασης τους με ασφαλιστήρια της Ενάγουσας. Τα ποσά προστέθηκαν με το χέρι σε μεταγενέστερο χρόνο, χωρίς να δοθούν οποιαδήποτε δεδομένα στην Εναγόμενη που να αποδεικνύουν το ύψος των μη κερδηθέντων ασφαλίστρων.

Εν πάση περιπτώσει, η Ενάγουσα ουδέποτε επέστρεψε στους ασφαλισμένους της Commercial Value το ποσό των €55.166,88 ως μη κερδηθέντα ασφάλιστρα και ουδέποτε επέστρεψε στην Εναγόμενη το ποσό των €84.900 ως μη κερδηθέντα ασφάλιστρα. Η Ενάγουσα, προχώρησε αντ’ αυτού στην ανανέωση αριθμού ασφαλιστηρίων συμβολαίων, τόσο αναφορικά με πελάτες της, όσο και συμβόλαια ασφάλισης που αφορούσαν την ίδια την τράπεζα, προς μερική ικανοποίηση των προνοιών της τριμερούς σύμβασης ημερομηνίας 12/02/2010.

Η Ενάγουσα δεν συμμορφώθηκε με τον όρο 3 της τριμερούς σύμβασης και δεν εξέδωσε και παρέδωσε στην Εναγόμενη νέα ασφαλιστήρια εντός 2 ημερών από την εκπλήρωση των όσων αναφέρονται στον όρο 2 της ίδιας σύμβασης. Περαιτέρω, η Εναγόμενη δεν παραδέχεται ότι η Ενάγουσα προχώρησε σε έκδοση νέων ασφαλιστηρίων αναφορικά με όλα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια της Commercial Value, όπως προβλέπεται στη σύμβαση.

Η Εναγόμενη παραδέχεται μόνο την κατάρτιση σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ημερομηνίας 12/02/2010. Η εν λόγω σύμβαση είχε δύο σκέλη:

(α) Η τράπεζα να ενεργεί ως Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος αναφορικά με την παρουσίαση και επεξήγηση για λογαριασμό της Ενάγουσας ασφαλιστικών συμβάσεων, κατά τα οριζόμενα του άρθρου 168Α του περί Ασφαλιστικών Εργασιών Νόμου (Ν.35(Ι)/2002) όπως είχε τροποποιηθεί μέχρι την ημερομηνία κατάρτισης της Σύμβασης, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων αυτών, είσπραξης οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων.

(β) Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής προστέθηκε όρος για την ασφάλιση της Εναγομένης με την Ενάγουσα υπό την αίρεση ότι η Ενάγουσα θα αποφασίσει να προβεί σε τέτοια .ασφάλιση και η προτεινόμενη ασφάλιση από την Ενάγουσα είναι σε ανταγωνιστικούς όρους.

Ένεκα της επικείμενης άρσης της άδειας ασφαλιστικών εργασιών της Commercial Value ΑΑΕ, η Commercial Value ΑΑΕ επικοινώνησε με αριθμό άλλων ασφαλιστικών εταιρειών για μεταφορά και/ή ανάληψη του χαρτοφυλακίου των πελάτων της. Μια εξ αυτών ήταν και η Ενάγουσα, η οποία εξέφρασε την επιθυμία και την προθυμία της να προσφέρει τα δικά της ασφαλιστικά προϊόντα σε πελάτες της Εναγομένης. Με τον τρόπο αυτό η Ενάγουσα θα είχε την ευκαιρία να προσφέρει τα προϊόντα της στο πελατολόγιο της Εναγομένης.

(α) Η Εναγόμενη ουδέποτε δεσμεύτηκε ή εγγυήθηκε ότι θα δημιουργούσε ελάχιστο κύκλο ασφαλιστικών εργασιών προς όφελος της Ενάγουσας. Η Εναγόμενη δεν είχε καμία εμπειρία στον τομέα παροχής ασφαλιστικών εργασιών, και απλά εξέφρασε την προθυμία της να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης ως Συνδεδεμένος Ασφαλιστικός Σύμβουλος, ούτως ώστε οι πελάτες της οι οποίοι λαμβάνουν πιστωτικές διευκολύνσεις να είχαν τη δυνατότητα να καταρτίσουν ασφάλειες γενικού κλάδου, όπως ασφάλειες πυρός και σεισμού για ενυπόθηκα ακίνητα, οχημάτων κλπ με την Ενάγουσα για κάλυψη και εξασφάλιση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων.

(β) Η Εναγόμενη δεν είχε τη δυνατότητα, ούτε και ήταν νομικά επιτρεπτό, να εξαναγκάσει τους πελότες της να ασφαλιστούν με τα προϊόντα της Ενάγουσας. Το μόνο που ανέλαβε η Ενάγουσα ήταν να προωθήσει τα ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας στα πλαίσια που καθορίζονται από το εδάφιο (5) του άρθρου 168Α του περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και άλλων συναφών θεμάτων Νόμου του 2002. Η απόφαση για ασφάλιση με την Ενάγουσα ή με οποιαδήποτε άλλη ασφαλιστική επιχείρηση ήταν στη διακριτική ευχέρεια των πελατών της Εναγομένης, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν οποιαδήποτε ασφαλιστική επιχείρηση δραστηριοποιείται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να καταρτίσουν ασφαλιστήριο συμβόλαιο μαζί της.

(γ) Αντίθετα η Ενάγουσα παρουσίασε τον εαυτό της ως εμπειρογνώμονα επί όλων των θεμάτων ασφάλισης Γενικού Κλάδου, δεδομένης της πολυετούς πείρας της και άσκησης εργασιών στον Γενικό Κλάδο με άδεια της Εφόρου Ασφαλίσεων. Ήταν η Ενάγουσα η οποία προέβη προς την Εναγόμενη σε παραστάσεις ότι μπορούσε να προσφέρει στους πελάτες της Εναγομένης τις πλέον ανταγωνιστικές προσφορές, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα μεγάλο κύκλο ασφαλιστικών εργασιών από τους πελάτες της Εναγόμενης.

Ουδέποτε «παρέσυρε» την Ενάγουσα στην κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων, οι οποίες υλοποιήθηκαν κατόπιν της ελεύθερης βούλησης και συναίνεσης της Ενάγουσας. Η Εναγόμενη σημειώνει τα ακόλουθα:

(α) Από τη συνεργασία της με την Εναγόμενη, η Ενάγουσα κατάρτισε και εξέδωσε μεγάλο αριθμό ασφαλιστηρίων συμβολαίων με πελάτες και με εργοδοτούμενους της Εναγομένης που δεν θα είχε καταρτίσει αν δεν δημιουργείτο η συνεργασία αυτή.

(β) Ακόμη και μετά τον τερματισμό της συνεργασίας Ενάγουσας και Εναγομένης, αρκετοί πελάτες και εργοδοτούμενοι της Εναγόμενης συνέχισαν κατά τον τερματισμό της συνεργασίας να έχουν ασφαλιστήρια συμβόλαια με την Ενάγουσα, από τα οποία η Ενάγουσα απολαμβάνει κέρδος.

(γ) Η Εναγόμενη διέθετε αποκλειστικά τα ασφαλιστικά προϊόντα Γενικού Κλάδου της Ενάγουσας. Σημειώνεται όμως ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εναγόμενη ήταν και συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος της Liberty Life Insurance Public Co Ltd αναφορικό με ασφαλιστήρια συμβόλαια Κλάδου Ζωής τα οποία δεν πρόσφερε η Ενάγουσα.

(δ) Στα καταστήματα της η Εναγόμενη παρουσίαζε μόνο διαφημιστικό υλικό της Ενάγουσας αναφορικά με ασφαλιστικά προϊόντα Κλάδου Ζωής. Η Ενάγουσα παράδωσε στην Εναγόμενη διαφημιστικό υλικό κατά την αρχή της συνεργασίας, το οποίο η Εναγόμενη διαμοίρασε και χρησιμοποίησε σε όλα της τα καταστήματα ανά το παγκύπριο.

(ε) Η Εναγόμενη ενημέρωνε τους πελάτες της για τα ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας, αλλά η απόφαση συνομολόγησης ασφαλιστικού συμβολαίου ήταν στην απόλυτη κρίση του κάθε πελάτη.

(στ) Η Εναγόμενη ετοίμασε σχετική Οδηγία προς τους υπαλλήλους της αναφορικά με την πολιτική πωλήσεων των ασφαλιστικών προϊόντων της Ενάγουσας. Περαιτέρω εξέδωσε αριθμό εγκυκλίων προς τα καταστήματα και το προσωπικό αναφορικά με τη συνεργασία της Εναγόμενης με την Ενάγουσα.

(ζ) Η Εναγόμενη ζήτησε από την Ενάγουσα για να γίνουν παρουσιάσεις από την Ενάγουσα σε κάθε επαρχία προς συνολικά 43 εργοδοτούμενους της Εναγομένης (5 Περιφερειακών Διευθυντών, 20 Λειτουργών Δανειοδοτήσεων και 18 Προϊστάμενων Καταστημάτων), ούτως ώστε να ενημερωθούν για τα πλεονεκτήματα των ασφαλιστικών προϊόντων, τη διαδικασία συστάσεων που θα πρέπει να ακολουθείται, και γενικά την προώθηση των προϊόντων της Ενάγουσας, Η Εναγόμενη επέδειξε την προθυμία της για τη διευθέτηση τέτοιων παρουσιάσεων και έδωσε στην Ενάγουσα αριθμό ημερομηνιών που θα μπορούσαν αυτές οι παρουσιάσεις να γίνουν. Η Ενάγουσα παρέλειψε και/ή αμέλησε να διευθετήσει τις παρουσιάσεις αυτές και ουδέποτε διευθέτησε οποιεσδήποτε παρουσιάσεις για την ενημέρωση και επιμόρφωση των εργοδοτουμένων της Εναγομένης αναφορικά με τα ασφαλιστικά προϊόντα της.

(η) Η Εναγόμενη δεν είχε τη δυνατότητα κατάρτισης ουσιαστικού «προϋπολογισμού», ως αναφέρεται στην παράγραφο 10(νi) της έκθεσης απαίτησης, αφού ήταν αδύνατος ο προϋπολογισμός του αριθμού των πελατών που θα χρειάζονταν ασφάλεια Γενικού Κλάδου, το είδος της ασφάλειας που οι πελάτες θα ζητούσαν, το ύψος της ασφαλιστικής κάλυψης που οι πελάτες θα χρειάζονταν και το κατά πόσο οι πελάτες θα αποφάσιζαν να συνάψουν ασφάλεια με την Ενάγουσα και όχι με άλλο ανταγωνιστή. Περαιτέρω, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που άρχισε να επηρεάζει την οικονομία της Κύπρου από το 2011, υπήρξε σημαντική μείωση του νέου δανεισμού και σταδιακή αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών πέραν του 50%, συμπεριλαμβανομένου της Εναγομένης. Συνεπώς, ήταν αδύνατο η Εναγόμενη να μπορέσει να υπολογίσει πόσοι πελάτης της θα κατάρτιζαν ασφάλιση, δεδομένου ότι η χορήγηση δανείων κατά τον ουσιώδη χρόνο μειώθηκε σημαντικά. Η Εναγόμενη παρέδιδε στην Ενάγουσα όλα τα στοιχεία των ασφαλιστικών προϊόντων που οι πελάτες της επιθυμούσαν να συνάψουν με την Ενάγουσα και ήταν κοινή αντίληψη των μερών ότι η Εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση να προσκομίσει οτιδήποτε άλλο.

(θ) Η Εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση να ασφαλίζεται αποκλειστικά με την Ενάγουσα. Η υποχρέωση της Εναγόμενης τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι η Ενάγουσα θα έκανε πρόταση ή προσφορά για ασφάλιση και η πρόταση ή προσφορά της Ενάγουσας θα ήταν σε ανταγωνιστικούς όρους σε σχέση με τις προτάσεις των ανταγωνιστών της.

 

Αναφορικά με την υποχρέωση της Εναγόμενης να ασφαλίζεται αποκλειστικά με την Ενάγουσα, η Εναγόμενη αναφέρει τα ακόλουθα:

(α) Η Εναγόμενη συνομολόγησε με την Ενάγουσα και/ή μέσω της Ενάγουσας ασφάλειες τύπου ΒΒΒ, Ευθύνης Διευθυντών και Αξιωματούχων, Ευθύνης Εργοδότη (EPLI), Χρημάτων, Visa travel και Visa protection, αυτοκινήτων και ακινήτων για τις περιόδους 2010-2011, 2011-2012 και 2012-2013.

(β) Προέκυψε από τα ασφάλιστρα που κατέβαλε η Εναγόμενη κατά τις πιο πάνω περιόδους ότι αυτά ενδεχομένως να μην ήταν σε ανταγωνιστικούς όρους. Περαιτέρω, μετά τα συμβάντα του Eurogroup κατά το 2013, κατέστη αναγκαίο όπως η τράπεζα ζητήσει προσφορές για την πλήρη κάλυψη όλων των κινδύνων της σε ανταγωνιστικούς όρους.

Οι ασφάλειες της Ενάγουσας, έληγαν 30/06/2014 και αρνήθηκε να προσκομίσει προσφορές και έτσι η Εναγόμενη, ανανέωσε τις ασφάλειες με τους ανταγωνιστές της Ενάγουσας. Ο Έφορος Ασφαλίσεων, ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι είχε προβεί στη διαγραφή της Εναγόμενης, επειδή δεν διατηρείται σύμβαση συνεργασίας  και απαίτησε την επιστροφή σχετικού πιστοποιητικού εγγραφής.

Αρνείται ότι η Ενάγουσα είχε ζημιές και αντίθετα είχε κέρδη εξαιτίας ασφαλιστηρίων συμβολαίων που συνομολόγησε η Εναγόμενη κατά τα έτη 2010 και 2013 και εισέπραξε στο σύνολο €589.938. Επίσης είχε όφελος από τη συνομολόγηση ασφαλιστηρίων για τα αυτοκίνητα και ακίνητα της Εναγόμενης.

Αρνείται ότι δικαιούται η Ενάγουσα απόδοση λογαριασμών και τα στοιχεία αυτά, είναι προσωπικά απόρρητα στοιχεία τρίτων. Περαιτέρω, η Ενάγουσα ουδέποτε κατέβαλε νόμιμη προμήθεια στην Εναγόμενη, ως αυτό καθορίζεται στο παράρτημα Α της σύμβασης.

Ανταπαιτεί τα ακόλουθα:

Απόδοση λογαριασμού, μέσω της παράδοσης από την Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη ένορκης δήλωσης στην Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα εντός 7 ημερών από την επίδοση της απόφασης στην ανταπαίτηση, στην οποίαν θα καταγράφονται αναλυτικά:

(i)            Όλες τις ασφαλιστικές συμβάσεις και καλύψεις που εξέδωσε η Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενη κατόπιν της διαμεσολάβησης της Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας κατά την περίοδο ισχύος της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου και,

(ii)           Τα πληρωτέα ασφάλιστρα επί εκάστου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, και

(iii)          Υπολογισμός του 20% προμήθειας που είναι πληρωτέος στην Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα δυνάμει της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ημερομηνίας 12/02/2010.

Απόφαση υπέρ της Εξ’ Ανταπαιτήσεως Ενάγουσας για ποσό ίσο με το 20% των πληρωτέων ασφαλίστρων που θα καταγράφονται στην ένορκη δήλωση απόδοσης λογαριασμού.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ

Ο ΜΕ1 και διευθύνων σύμβουλος της Ενάγουσας, ήταν μοναδικός μάρτυρας της υπόθεσης.  Ανέφερε ότι είχε προσωπική γνώση των ουσιωδών γεγονότων. Εξήγησε ότι η Commercial  αδυνατούσε να προσφέρει στην τράπεζα τις ασφαλιστικές τις υπηρεσίες στην Εναγόμενη και γι’ αυτό καταρτίστηκε η τριμερής συμφωνία ημερομηνίας 12/02/2010. Αναφέρθηκε στις κύριες πρόνοιες της συμφωνίας, ως αυτές καταγράφονται στην έκθεση απαιτήσεως.

H Commercial παρέδωσε τον κατάλογο της με την κατάσταση ασφαλιστηρίων και καθυστερούσε η έγκριση της τράπεζας ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος από τον Έφορο Ασφαλίσεων. Η τριμερής συμφωνίας προνοούσε ότι η Commercial μέσα σε δύο μέρες, θα παρέδιδε αναλυτική κατάσταση αντασφαλιστών και η Ενάγουσα δεσμεύτηκε να εκδώσει νέες ασφάλειες εντός 2 ημερών.

Επιδίωξη όλων των εμπλεκόμενων ήταν να μην χρειαστεί να επιστραφούν τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα και να τρέχουν οι πελάτες της τράπεζας και η τράπεζα για να ασφαλιστούν. Η Ενάγουσα θα εξέδιδε τα νέα ασφαλιστήρια χωρίς να εισπράξει ασφάλιστρο για την ίδια περίοδο βασιζόμενη να καλύψει τη ζημιά της στη δουλειά που προσδοκούσε να της διοχετεύεται από την τράπεζα. Γι’ αυτό ακριβώς η Εναγόμενη στην Υπεράσπιση παραδέχεται πως η Ενάγουσα προχώρησε στην έκδοση αριθμού ασφαλιστηρίων, τόσο αναφορικά με πελάτες της, όσο και για συμβόλαια ασφάλισης που αφορούσαν την ίδια την τράπεζα.

Αναφορικά με το ποσό των €38.000, δέχεται ότι ήταν οφειλή της Commercial Value την οποίαν η Ενάγουσα ανέλαβε να πληρώσει κατά παράκληση της Εναγόμενης. Η Ενάγουσα εξέδωσε όλα ανεξαιρέτως τα ασφαλιστήρια που ανέλαβε να εκδώσει με τη διευκρίνιση, ότι μέχρι να αδειοδοτηθεί η τράπεζα ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος για κάποια από τα ασφαλιστήρια που είχαν λήξει χωρίς να διατυπωθούν απαιτήσεις, δεν εκδόθηκε νέο ασφάλιστρο για την αντικατάστασή τους. Υπήρχε κάποια μικρή καθυστέρηση, αλλά όλα τα ασφαλιστήρια εκδόθηκαν με τη συμφωνημένη ημερομηνία έναρξης της κάλυψης για να μην υπάρχει χρονικό κενό στην ασφαλιστική κάλυψη της τράπεζας και των πελατών της.

Η σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, μεταξύ άλλων, προνοούσε ότι ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα αναλάμβανε να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια και φροντίδα για να διαθέτει και να προωθεί τα προϊόντα του παραρτήματος Α που θα δημιουργήσει και θα εκδώσει η ασφαλιστική επιχείρηση μέσω των τραπεζικών καταστημάτων του δικτύου που λειτουργεί ή που θα λειτουργήσει στο μέλλον ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος και ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό και υπό την πλήρη ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης για τα προϊόντα που την αφορούν. Προνοούσε η Εναγόμενη να διαθέτει αποκλειστικά και μόνο τα ασφαλιστικά προϊόντα της ασφαλιστικής επιχείρησης και να μην προβαίνει σε οποιασδήποτε μορφής και φύσεως παρεμφερή ή άλλη, άμεση ή έμμεση, συνεργασία προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν τους ίδιους κλάδους ασφάλισης με την ασφαλιστική επιχείρηση. Περαιτέρω, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα κατέβαλε κάθε προσπάθεια, ούτως ώστε όταν ακυρώνεται ή λήγει οποιοδήποτε ασφαλιστήριο πελάτη του που έχει εκδοθεί από άλλην ασφαλιστική εταιρεία να δέχεται ο πελάτης την έκδοση του ή την ανανέωση του από την ασφαλιστική επιχείρηση. Νοείται ότι εν πάση περιπτώσει, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα ασφαλιζόταν αποκλειστικά με την ασφαλιστική επιχείρηση για όσους κινδύνους του παραρτήματος Α χρειάζεται να καλύπτεται ασφαλιστικά και επιπλέον για κινδύνους BBB, crime comprehensive professional indemnity, visa fraud insurance, branch and staff insurances, visa travel insurance, purchase protection for visa, public liability, insurance and directors and officers insurance δεδομένου ότι ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος αποφασίσει ότι θα προβεί σε τέτοιαν ασφάλιση και η προτεινόμενη ασφάλιση από την ασφαλιστική επιχείρηση αν αυτή είναι σε ανταγωνιστικούς όρους. Η σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, προνοούσε: σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου της παρούσας συμφωνίας το αναίτιο μέρος να έχει δικαίωμα να αξιώσει από τον παραβάτη νόμιμες αποζημιώσεις.

Η σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, προνοούσε ελάχιστη εγγυημένη αμοιβή της τράπεζας, νοούμενου ότι θα επιτυγχανόταν παραγωγή ελάχιστου ετήσιου νέου ασφαλίστρου ύψους €80.000. Η Ενάγουσα δέχτηκε τις ρυθμίσεις εξαιτίας παραστάσεων για τον ελάχιστο κύκλο εργασιών.

Δεν είναι ορθή η θέση της τράπεζας πως ουδέποτε δεσμεύτηκε ή εγγυήθηκε ότι θα δημιουργούσε ελάχιστο κύκλο ασφαλιστικών εργασιών προς όφελος της Ενάγουσας. Η τράπεζα είχε εμπειρία στον τομέα παροχής ασφαλιστικών εργασιών από τη συνεργασία της με την Commercial και γνώριζε τι κύκλο εργασιών μπορούσε να διακινήσει και για τούτο ανέλαβε να ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, ούτως ώστε οι πελάτες της οι οποίοι θα λάμβαναν πιστωτικές διευκολύνσεις να είχαν τη δυνατότητα να καταρτίσουν ασφάλειες γενικού κλάδου όπως ασφάλειες πυρός και σεισμού για ενυπόθηκα ακίνητα, οχημάτων κλπ με την Ενάγουσα για κάλυψη και εξασφάλιση των πιστωτικών τους διευκολύνσεων και η ίδια να εισπράττει προμήθειες.

Δεν ήταν νομικά επιτρεπτό η Εναγόμενη να εξαναγκάσει τους πελάτες της να ασφαλιστούν με τα προϊόντα της Ενάγουσας ούτε και της ζητήθηκε τέτοια υποχρέωση. Το μόνο που της ζητήθηκε και ανέλαβε, αλλά δεν έπραξε ήταν να προωθήσει τα ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας και να χρησιμοποιήσει την πειθώ της προς αυτήν την κατεύθυνση με τον ίδιο τρόπο που το έπραττε και με την Commercial.

Εκ των πραγμάτων, αποδείχθηκε ότι οι πιο πάνω παραστάσεις της τράπεζας ήταν αναληθείς και υπήρξε ουσιώδης μη αποκάλυψη γεγονότων. Αν η Ενάγουσα τα γνώριζε δεν θα προχωρούσε στις επίδικες συμβάσεις. Η τράπεζα ήταν κατά την ίδια περίοδο και συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος της Liberty Life Insurance Public Co Ltd η οποία πρόσφερε ίδιες καλύψεις που προσέφερε η Ενάγουσα και πρόσθετα και ασφάλειες κλάδου ζωής τα οποία δεν πρόσφερε η Ενάγουσα. Η τράπεζα, πέραν του ότι παρέσυρε την Ενάγουσα στην κατάρτιση της τριμερούς συμφωνίας και της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού σύμβουλου, προέβη σε κατά συρροή παραβάσεις των συμβατικών της υποχρεώσεων και δη:

(i)            Παρέλειψε να διαθέτει αποκλειστικά ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας μέσα από τα καταστήματα της. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου στην Υπεράσπιση είναι ψευδής και αυτοαναιρείται από την παραδοχή στην παράγραφο 6(γ) της Υπεράσπισης.

(ii)           Παρέλειψε να ενημερώνει τους πελάτης της για την υποχρέωση της να ασκεί ασφαλιστική διαμεσολάβηση αποκλειστικά για την Ενάγουσα.

(iii)          Παρέλειψε να τοποθετεί και διανέμει στα υποκαταστήματα της τράπεζας το διαφημιστικό υλικό της Ενάγουσας. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου στην Υπεράσπιση αυτοαναιρείται από το γεγονός, ότι ποτέ δεν ζήτηση ανανέωση του υλικού που της παραδόθηκε.

(iv)          Παρέλειψε να εκπαιδεύσει ή να διαθέσει προς εκπαίδευση τους υπαλλήλους της στα ασφαλιστικά προϊόντα της Ενάγουσας. Παρέλειψε να εντάξει το προσωπικό της στα ενημερωτικά σεμινάρια που πρότεινε η Ενάγουσα. Στην παράγραφο 6(Ζ) της Υπεράσπισης, η τράπεζα ψεύδεται. Είναι η Ενάγουσα που ζητούσε να οριστούν τέτοιες συναντήσεις (όπως ζητούσε επίμονα και το επιχειρηματικό σχέδιο της τράπεζας) χωρίς καμία ανταπόκριση. Δεν στέκει ούτε και στη λογική, ότι η Ενάγουσα παρέλειψε και/ή αμέλησε να διευθετήσει τις παρουσιάσεις αυτές. Οι παρουσιάσεις προϋπόθεταν να δοθεί τόπος και χρόνος του σεμιναρίου, κατάλογος των συμμετεχόντων και ανάλογη απαλλαγή τους από τα τραπεζικά καθήκοντα. Είναι αστείος ο ισχυρισμός ότι αυτά θα έπρεπε να τα κάμει η Ενάγουσα.

(v)           Παρέλειψε να ετοιμάζει προϋπολογισμό καθαρών ασφαλίστρων για το επόμενο ημερολογιακό έτος της προβλεπόμενης συνολικής διάθεσης ασφαλιστικών προϊόντων με ανάλυση ανά περιφερειακή διεύθυνση για κάθε κατάστημα της τράπεζας ανά μήνα κατά κλάδο ασφάλισης και ασφαλιστικών προϊόντων. Αυτό ήταν συμβατική υποχρέωση και τα όσα λέγονται στην παράγραφο 6(η) της Υπεράσπισης είναι χωρίς σημασία. Αν ήταν αδύνατη η κατάρτιση τότε γιατί το ανέλαβε ή γιατί δεν ζήτησε έγκαιρα την απαλλαγή της από την υποχρέωση να τον ετοιμάζει. Τα όσα καταγράφονται εκεί είναι κ των υστέρων σκέψεις. Ο προϋπολογισμός/επιχειρηματικό σχέδιο που η Ενάγουσα ζητούσε (και η τράπεζα είχε υποχρέωση να δώσει ήταν το επιχειρηματικό σχέδιο της τράπεζας για τις προβλεπόμενες/σχεδιαζόμενες χρηματοδοτήσεις πράγμα που θα επέτρεπε στην Ενάγουσα να αντιληφθεί το μέγεθος και τη μορφή των ασφαλιστικών καλύψεων που θα ανέμενε να της ζητηθούν. Δεν δόθηκε γιατί η τράπεζα δεν είχε ποτέ την πραγματική πρόθεση να εφαρμόσει τη συμφωνία.

(vi)          Ειδικά για τον ισχυρισμό στην παράγραφο 6(Στ) της Υπεράσπισης ότι η Εναγόμενη ετοίμασε σχετική οδηγία προς τους υπαλλήλους της αναφορικά με την πολιτική πωλήσεων των ασφαλιστικών προϊόντων της Ενάγουσας. Περαιτέρω εξέδωσε αριθμό εγκυκλίων προς τα καταστήματα και το προσωπικό αναφορικά με τη συνεργασία της Εναγόμενης με την Ενάγουσα είναι προφανώς ψευδής. Η τράπεζα που υποτίθεται όπως λέει, δεν ξέρει από ασφαλιστικά δεν μας κοινοποίησε καμία προτεινόμενη οδηγία για να την σχολιάσουμε πριν την κυκλοφορήσει. Είναι αστείο να δεχτούμε πως μία τράπεζα θα αποτολμούσε να κυκλοφορήσει ενημερωτικές εγκυκλίους για ασφαλιστικά προϊόντα χωρίς προηγουμένως να βεβαιωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ότι οι εγκύκλιοι της δεν παραπλανούν. Είναι σαφώς εκ των υστέρων σκέψη.

Η τράπεζα παρέλειψε να ασφαλιστεί αποκλειστικά με την Ενάγουσα για όσους κινδύνους περιγράφονταν στο παράρτημα Α της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως επίσης για τους κινδύνους που περιγράφονται στην παράγραφο 4.3 της εν λόγω σύμβασης.

Είναι αληθές ότι συνομολόγησε με την Ενάγουσα ή μέσω της, ασφάλειες τύπου ΒΒΒ, ευθύνης διευθυντών και αξιωματούχων, ευθύνης εργοδότη χρημάτων, Visa Travel και Visa Protection, αυτοκινήτων και ακινήτων για τις περιόδους 2010-2011, 2011-2012 και 2012-2013. Ο ισχυρισμός ότι η ασφάλιση ενδεχομένως να μην ήταν σε ανταγωνιστικούς όρους είναι εκ των υστέρων σκέψη. Υποτίθεται ότι τον έλεγχο της ανταγωνιστικότητας τον έκαμε η τράπεζα πριν καταρτίσει τις ασφάλειες.

Κατά την ανανέωση των ασφαλιστικών συμβολαίων ΒΒΒ, D&O, EPLI, CIS/CΠ, το 2013 η τράπεζα ζήτησε μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας με την Ενάγουσα στις 31/05/2013 να δώσει προσφορές μέχρι την 21/06/2013. Η Ενάγουσα δεν προχώρησε να δώσει τέτοιες προσφορές μέχρι τις 21/06/2013 γιατί θεωρούσε ότι η εντύπωση της τράπεζας ότι η φράση στην επίδικη συμφωνία με ανταγωνιστικούς όρους επέτρεπαν στην Εναγόμενη να ζητά προσφορές στις οποίες να μετέχει η Ενάγουσα ως ίσος προσφοροδότης είναι εσφαλμένη. Η αληθής έννοια του εν λόγω όρου είναι πως η τράπεζα είχε υποχρέωση να ασφαλίζεται με την Ενάγουσα ενόσω η τιμολόγηση ήταν ανταγωνιστική και αυτό ήταν θέμα διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών την οποίαν ποτέ δεν επιδίωξε.

Με ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερομηνίας 25/06/2013, η Ενάγουσα ζήτησε όπως η τράπεζα τις παράσχει τις προσφορές που έλαβε από άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις κάτι το οποίο η τράπεζα ισχυρίστηκε πως ήταν ανεπίτρεπτο και παράνομο, αφού οι προσφορές αυτές που δόθηκαν από ανταγωνιστές ήταν εμπιστευτικής φύσεως και η Εναγόμενη δεν μπορούσε να τις αποκαλύψει στην Ενάγουσα προτού αυτή κάνει την προσφορά της. Αυτή η θέση ότι η εμπιστευτικότητα των άλλων θα χανόταν μόλις η Ενάγουσα υπέβαλλε προσφορά δεν είχε νομικό έρεισμα, αλλά ήταν απλή δικαιολογία για να μην εκπληρώσει η τράπεζα τη συμβατική της υποχρέωση.

Η τράπεζα με επιστολή ημερομηνίας 27/06/2013 προς την Ενάγουσα, ανέφερε ότι υπό αυτές τις περιστάσεις δεν είχε άλλην επιλογή από το να προχωρήσει με τις επιλογές που είχε στη βάση των προσφορών που υποβλήθηκαν μέχρι στιγμής επιρρίπτοντας ευθύνες στην Ενάγουσα για μη εμπρόθεσμη υποβολή της προσφοράς της.

Με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 28/06/2013, η Ενάγουσα πληροφορούσε την Εναγόμενη ότι είχε εξασφαλίσει προσφορές από αντασφαλιστές σχετικά με τις επιδιωκόμενες ασφαλίσεις, αλλά δεν της κοινοποίησε ένεκα της επιμονής της τράπεζας να μην κοινοποιήσει τις προσφορές των ανταγωνιστών.

Τελικά η τράπεζα ενημέρωσε την Ενάγουσα με επιστολή της ημερομηνίας 28/06/2013 ότι προέβη σε ασφάλιση με άλλην ασφαλιστική εταιρεία.

Το 2014 η Ενάγουσα ανέλαβε τη διαχείριση σωρείας  απαιτήσεων που χρειάστηκε να τύχουν χειρισμού στην περίοδο μεταξύ της κατάρτισης της τριμερούς συμφωνίας και της αδειοδότησης της τράπεζας ως συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου. Πολλές απαιτήσεις είχαν υποβληθεί από διευθυντικά στελέχη της τράπεζας. Οι παραστάσεις που δόθηκαν από την Commercial Value όταν κλήθηκαν να προσφέρουν ασφαλιστικές καλύψεις, προήλθαν από τους Λ. Χρ. και Α. Π. CEO της Commercial Value και ήταν οι εξής: «μου αναφέρθηκε ότι στις 12/01/2010 ο τζίρος ήταν €456.000 και το ποσό ασφάλισης στις 30/09/2009 €126.000.000 και στις 31/11/2019 €142.000.000. Αυτά δεν τα λέω για να πω ότι βασιστήκαμε σε αυτά για να κάνουμε τη συμφωνία αλλά για να δείξω ότι με αυτούς τους κύκλους εργασιών μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο τήρησε τη συμφωνία της η τράπεζα αφού μαζί μας είχε τους κύκλους εργασιών που εμφαίνονται στον πίνακα που έχω στην κατοχή μου και επισυνάπτω ως Τεκμήριο 12».

Θεωρεί ότι η τράπεζα δεν δικαιούται προμήθεια, επειδή έχει παραβιάσει τα συμφωνηθέντα.

Αντεξεταζόμενος συμφώνησε, ότι η τριμερής συμφωνία είχε συναφθεί εξαιτίας της ανάκλησης της άδειας της Commercial Value που ήταν ελληνική εταιρεία με παράρτημα στην Κύπρο. Η συγκεκριμένη εταιρεία, παραχωρούσε όλων των ειδών γενικών ασφαλειών, πλην ασφαλειών ζωής. Παρών στις προκαταρκτικές συναντήσεις συνομολόγησης της συμφωνίας, ήταν ο Γενικός Διευθυντής της Commercial Value και οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές της τράπεζας στην Ενάγουσα.

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συμφώνησε η Ενάγουσα να εκδώσει, ώστε να τιμήσει τις συμβατικές δεσμεύσεις της Commercial Value, ήταν 372 σε αριθμό. Αυτές οι ασφάλειες είχαν εκδοθεί και ολοκληρωθεί μετά τις 20/05/2010. Ανανεώθηκαν μόνο οι ασφάλειες που έπρεπε να ανανεωθούν, δηλαδή αυτές σε ισχύ την ημέρα που υπέγραψαν τη συμφωνία. Υπήρχε ένας μικρός αριθμός που δεν ανανεώθηκαν, επειδή ήταν εναντίον της πολιτικής της Ενάγουσας, πράγμα που το υπέδειξε στην τράπεζα. Υπήρχε όρος στη συμφωνία, ότι τα συμβόλαια και οι όροι των ασφαλειών, ανανεώνονται κατόπιν διαβούλευσης με την ασφαλιστική εταιρεία. Υπήρχε κατάλογος γύρω στους 12 κινδύνους των υφιστάμενων ασφαλιστών, που δεν κατέστη δυνατό να ασφαλίσουν. Συμφώνησε ότι επί του Τεκμηρίου 12, καταγράφεται πολύ μεγαλύτερος αριθμός από τις 372 ασφάλειες, διότι υπήρχαν και νέες ασφάλειες που τις έδωσε η τράπεζα.

Υπέδειξε το Τεκμήριο 14 ως επικοινωνία της Ενάγουσας, που πληροφορούσε την τράπεζα ότι είχε παραβεί τα συμφωνηθέντα. Περαιτέρω, για άλλες δεσμεύσεις που είχε υποσχεθεί η τράπεζα να αναλάβει προκειμένου να λειτουργήσει η συμφωνία, ο μάρτυρας είχε προβεί σε προφορικές παραστάσεις στον κ. Θ. Αυτές οι συζητήσεις συχνά κατέληγαν σε διαφορές και καβγάδες με αποτέλεσμα, ο μάρτυρας να υποχρεωθεί να ταξιδεύσει στη Βηρυτό για να επισκεφθεί τον ιδιοκτήτη της τράπεζας. Τους είχε υποδείξει ότι εξαιτίας παραβίασης των συμφωνηθέντων, είχε χαθεί πελατεία. Είχαν υποδείξει το πρόβλημα των κινήτρων του προσωπικού της τράπεζας και υπήρχαν εκατομμύρια απαιτήσεις σε συμβόλαιο, που οι Ενάγοντες είχαν επαναφέρει και εκείνοι τους είχε πει ότι η ‘τράπεζα αιμορραγεί’. Η τράπεζα δεν έκανε ό,τι μπορούσε για να τιμήσει τη συμφωνία. Δεν υπήρχε επί παραδείγματι, ενδιαφέρον από υπαλλήλους για εκπαίδευση από τη διοίκηση της Ενάγουσας.

Η πρώτη ρήξη έγινε τον Μάιο του 2010, όταν δεν πρόλαβαν να πάρουν την έγκριση της Εφόρου Ασφαλιστικών Εταιρειών και η τράπεζα χωρίς να τους ενημερώσει, έδωσε το δικό της συμβόλαιο για ευθύνη εργοδότη να ασφαλιστεί στις Γενικές Ασφάλειες Κύπρου της Τράπεζας Κύπρου. Συμφώνησε ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, δεν ήταν δικογραφημένος.

Η οικονομική κρίση επηρέασε τη νέα παραγωγή συμβολαίων, αλλά η παλαιά παραγωγή έπρεπε να ανανεώνεται. Δεν τους δόθηκε αντιστάθμισμα για να καλύψουν με τη σειρά τους αυτά που τους είχαν υποσχεθεί.

Με αναφορά το Τεκμήριο 5, συμφώνησε ότι η Ενάγουσα ότι δεν είχε δώσει πρόταση ασφάλισης προς την τράπεζα μέχρι τις 21/06/2013. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 15, η τράπεζα τους είχε διορίσει αποκλειστικούς της ασφαλιστές, αλλά κατά την περίοδο που συνεργάζονταν με την τράπεζα, η τράπεζα τους παράκαμπτε και πήγαινε πίσω από την πλάτη τους και μιλούσε απευθείας με ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές. Οι άλλοι ασφαλιστές που δεν θα μπορούσαν να την εξυπηρετήσουν, τους υπέγραφε αντίστοιχα παραστατικά για να τους παρουσιάσουν προσφορές για να ασφαλιστούν απευθείας κοντά τους, αγνοώντας την Ενάγουσα. Αυτό είχε περιέλθει στην αντίληψη τους από το 2010. Η συγκεκριμένη πρακτική δεν ήταν αποδεκτή, αλλά συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της συνεργασίας. Στην υποβολή γιατί δεν τερματίστηκε η συνεργασία από το 2010, ο μάρτυρας απάντησε "λάθος μας".

 

Όσον αφορά τη δική τους πρόταση κατά την ανανέωση της συμφωνίας, δεν έδωσαν στην Εναγόμενη τέτοιαν πρόταση, διότι δεν υπήρχε εμπιστοσύνη προς την τράπεζα για το πώς θα χειριζόταν την προσφορά τους. Συμφώνησε ότι μετά το 2013, μετά τη λήψη των ασφαλειών προτεινόμενης ασφάλειας, δεν αποδέχονταν οι Ενάγοντες να στείλουν στην τράπεζα οποιανδήποτε προσφορά χωρίς προηγουμένως να τους κοινοποιηθούν προσφορές ανταγωνιστών. Αρνήθηκαν να υποβάλουν προσφορά, διότι η τράπεζα είχε την υποχρέωση αφού βγήκε στην αγορά, να κοινοποιήσει τις  προσφορές. Έπρεπε να τους κοινοποιηθεί το τι καλύτερο βάσει της συμφωνίας υπήρχε στο τραπέζι. Δεν τους κοινοποιήθηκε κάτι από πλευράς τράπεζας, το οποίο εκείνοι θα έπρεπε στη συνέχεια να νικήσουν για να είναι πιο ανταγωνιστική η πρόταση τους.

 

Η πρακτική που ακολουθούσαν, ξεκίνησε από το 2010 όταν αναγκάστηκαν να μιλήσουν στους αντασφαλιστές που είχαν ακυρώσει τα συμβόλαια της Commercial Value και της τράπεζας. Τους έπεισαν να ανανεώσουν εξ' αρχής, αφού τα είχαν ακυρώσει εξ' αρχής και δημιουργήθηκε μία σχέση ηθικής οφειλής. Οι Ενάγοντες είχαν ικανοποιήσει τη σωρεία των απαιτήσεων της τράπεζας και ηθικά θεωρούσαν, ότι έπρεπε επειδή το έπραξαν αυτό, να πάρουν την ανανέωση των ασφαλιστικών συμβολαίων. Οι Ενάγοντες τους πλήρωσαν τόσες χιλιάδες, σχεδόν εκατομμύρια σε απαίτηση που έπρεπε να πάρουν κάτι πίσω, εξ' ου και οι αρχικές τους παραστάσεις προς τους ίδιους, για να τους πείσουν να αποκαταστήσουν τα συμβόλαια. Κάποιος για να εγκρίνει μίαν  προσφορά, πρέπει να δει τις καλύψεις, τους περιορισμούς των καλύψεων, το λεκτικό και τη βαθμολογία του ρίσκου.

 

Το ελάχιστο που περίμεναν, ήταν να ενημερωθούν και να υπήρχε μία διαβούλευση επί του θέματος αναφορικά με τις €38.000 οφειλόμενα αντασφάλιστρα. Ανέφερε ότι δεν πληρώνονται απευθείας αυτά τα ασφάλιστρα, πληρώνονται στον αντασφαλιστή διαμεσολαβητή στη BMS. Αυτό πρέπει να ήταν γύρω στον Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 2010. Με το που αναγεννιέται το συμβόλαιο που ακυρώθηκε από την αρχή και μπαίνει η εγγύηση για το ασφαλιστήριο, έπρεπε παράλληλα να πληρωθεί άμεσα το ποσό του αντασφαλιστηρίου. Δεν είχε απόδειξη αυτής της πληρωμής.

 

Σε σχέση με τον υπολογισμό των μη κερδηθέντων ασφαλιστών, ακυρώθηκαν τα συμβόλαια της Commercial Value και υπολογίστηκε το ποσό. Την ημέρα που επιδόθηκε η εντολή για την ακύρωση των συμβολαίων. Η ημερομηνία ανάκλησης της άδειας της Commercial Value, πρέπει να είναι γύρω στις 24/02/2010. Όταν υπογράφτηκαν οι συμφωνίες με την τράπεζα, το σημείο αυτό ήταν κενό. Συμφώνησε, ότι τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα των ασφαλιστηρίων συμβολαίων της Commercial, είναι αυτά που αφορούν το Τεκμήριο 2. Σε σχέση με το συμβόλαιο που ανανεώθηκαν, είχαν εκδώσει όλα τα συμβόλαια της Commercial πλην από μία δωδεκάδα που δεν ήταν σε θέση να τα εκδώσουν ξανά. Παρέδωσαν αυτά τα συμβόλαια, ως ήταν η υποχρέωση τους και η τράπεζα παρέδωσε τα συμβόλαια στους πελάτες της. Όλοι ήταν ικανοποιημένοι. Από τη στιγμή που είχαν αναλάβει οι Ενάγοντες αυτήν την υποχρέωση, θεωρεί ότι έχουν αποδείξει το ποσό των μη κερδηθέντων ασφαλιστών που αξιώνουν. Στην ερώτηση κατά πόσο στο ποσό αυτό, συνυπολόγισαν τα ποσά που έλαβαν από τις ασφάλειες, ο μάρτυρας απάντησε ότι τα συνυπολόγισε. Είχαν πάρει τις εξής κατηγορίες, ήτοι ασφάλειες για προστασία της τράπεζας, ασφαλίσεις που ασφαλίστηκε το προσωπικό της τράπεζας και ασφαλίσεις για τους πελάτες της τράπεζας. Σε σχέση με το τρίτο σημείο που η τράπεζα δικαιούταν να πάρει αντίτιμο από τους Ενάγοντες, ενώ αυτές εκδόθηκαν, μετά χάνονταν η μία μετά από την άλλην. Δεν προσκόμισε απόδειξη €12.500 ως τέλη έκδοσης ασφαλιστηρίων.

 

Αναφορικά με το ποσό των €15.000 ως δαπάνες για υποστήριξη των δραστηριοτήτων της Ενάγουσας, ανέφερε ότι το συγκεκριμένο ποσό είναι λίγο, αλλά οι αποδείξεις θα ήταν να φέρουν αντίγραφα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή του μισθολογίου του προσωπικού που είχαν εργοδοτήσει, ειδικά για να εξυπηρετεί την τράπεζα. Στην υποβολή ότι εισέπραξαν ασφάλιστρα πέραν των €600.000 εξαιτίας του συμβολαίου τους με την τράπεζα, ο μάρτυρας απάντησε ότι τα ποσά είναι γύρω στις €589.000 και €54.500. Για το ποσό που πήρε η Ενάγουσα από τους πελάτες από ασφάλιστρα πελατών της τράπεζας, το ποσό ήταν γύρω στις €200.000 για όλην την περίοδο από 2010 μέχρι 2013 και παρέπεμψε στο Τεκμήριο 12. Συμφώνησε ότι εισέπραξαν ένα ποσό, γύρω στο ποσό των €215.000. Αναφορικά με τον λόγο που σταμάτησαν τον υπολογισμό των ασφάλιστρων που εισπράξαν από πελάτες της τράπεζας στις 20/05/2013, ο μάρτυρας απάντησε ότι ουσιαστικά δεν ανανεώνονταν τα συμβόλαια από την τράπεζα και η τράπεζα για λόγους που δεν μπορεί να γνωρίζει, δεν συνέχισε να ασφαλίζεται κοντά τους. Ο λόγος που δεν συνυπολογίστηκαν αυτές οι προμήθειες στο ποσό που είσπραξε η Ενάγουσα, είναι ότι πρέπει να ολοκληρωθεί η οικονομική χρονιά και να ληφθεί υπόψη το ποσό που πλήρωσαν σε αντασφαλιστές, έξοδα και διαφημιστικά έξοδα για να δουν τι απομένει που είναι το κέρδος. Σαν γενική αρχή, το κέρδος μίας ασφαλιστικής εταιρείας, είναι περίπου το 5% πάνω στον κύκλο εργασιών της. Το ποσό που πρέπει να συνυπολογιστεί, διαφέρει ανάλογα με το μέρος του συμβολαίου των πελατών της τράπεζας ή του προσωπικού της τράπεζας. Η θέση του ήταν, ότι πληρώθηκε αμοιβή στην τράπεζα. Το 2014 έγινε συνάντηση στα γραφεία της τράπεζας παρουσία του κυρίου Θ. Διευθυντή. Είχε συμφωνηθεί να κλείσουν όλες οι εκκρεμότητες που είχαν οι δύο πλευρές μεταξύ τους. Εκεί συνυπολογίστηκαν κι άλλες οφειλές. Η τράπεζα είχε κάνει προσθήκες πάνω στα συμβόλαια της μεταφοράς των μετρητών για προστασία τους και εκκρεμούσαν ορισμένα υπόλοιπα και ορισμένες προμήθειες για τις οποίες έγινε συμψηφισμός.

 

Η Ενάγουσα συμμορφώθηκε με τον όρο 6.1 της συμφωνίας. Μετά το 2010, η τράπεζα είχε παρουσιάσει μόνο μερικά από τα συμβόλαια με τους πελάτες της και αν είχε κάποιαν υποχρέωση η Ενάγουσα για συμψηφισμό, το θέμα έκλεισε το 2014 στη συνάντηση ως είχε εισηγηθεί. Το θέμα του συμψηφισμού αφορούσε μικρούς αριθμούς, διότι ως επί το πλείστον, τα συμβόλαια είχαν ως αντικείμενο το προσωπικό της τράπεζας.

 

Διευκρίνισε στο στάδιο της επανεξέτασης, ότι δεν υπήρχε κανένα παράπονο της τράπεζας για την παράδοση των νέων ασφαλιστηρίων εντός 2 ημερών. Όσον αφορά τις εισπράξεις για την περίοδο της συνεργασίας, ανέφερε ότι το ποσό των €54.000, πληρώθηκε στην Ενάγουσα για ασφάλιση της τράπεζας, συμβόλαια δηλαδή για τα οποία ήταν 100% ασφαλιστής. Το ποσό των €550.000, αφορούσε συμβόλαια τα οποία κατ' εντολή της τράπεζας, τα είχαν διαπραγματευτεί με τους αντασφαλιστές και αυτό το ποσό το έδιναν στους αντασφαλιστές.

 

Μοναδικός μάρτυρας της Υπεράσπισης, ήταν ο Μ. Κ. (ΜΥ1) λειτουργός της Εναγόμενης στη θέση Risk and Services Manager. Ανέφερε ότι πριν το 2010 η Εναγόμενη είχε συνάψει διάφορα συμβόλαια ασφάλισης με την Commercial Value. Οι ασφάλειες αυτές ήταν εκχωρημένες προς την Εναγόμενη και τον Φεβρουάριο του 2010, διαφάνηκε ότι θα γινόταν ανάκληση της άδειας της Commercial ως ασφαλιστική εταιρεία. Η Ενάγουσα ενδιαφέρθηκε να συνεργαστεί με την Εναγόμενη για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο της Commercial.

Η τριμερής σύμβαση συνομολογήθηκε την 12/02/2010 και βάσει αυτής, η Commercial παρέδωσε στην Ενάγουσα αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστηρίων τα οποία η Ενάγουσα ανέλαβε να εκδώσει νέα ασφαλιστήρια εντός 2 ημερών. Η σύμβαση προέβλεπε, ότι η Ενάγουσα θα κατέβαλλε τα οφειλόμενα από την Commercial αντασφάλιστρα ύψους €38.000. Η οφειλή αυτή αφορούσε αυτό που όφειλε η Commercial στη USB. Η Ενάγουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικό στοιχείο να αποδείξει ότι συμμορφώθηκε με την πιο πάνω συμβατική υποχρέωση. Η Εναγόμενη δεν είχε καμία υποχρέωση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα της σύμβασης. Τα ποσά των μη κερδηθέντων ασφαλίστρων, δεν είχαν καθοριστεί κατά την υπογραφή της σύμβασης επειδή το ποσό θα υπολογιζόταν μεταξύ των δύο ασφαλιστών κατά την ημέρα ακύρωσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και αντικατάσταση τους. Κανείς δεν επέστρεψε στους ασφαλιζόμενους τα μη κερδηθέντα ασφαλιστήρια ύψους €55.169 και €84.900 αντίστοιχα. Η Ενάγουσα είχε την υποχρέωση να εκδώσει νέα ασφαλιστικά συμβόλαια για τον χρόνο που είχε απομείνει μέχρι τη λήξη των συμβολαίων. Η Ενάγουσα θα συνομολογούσε νέες ασφαλιστικές συμβάσεις για να αποκτήσει όλο το πελατολόγιο της Commercial. Η Ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η Εναγόμενη εξέδωσε στους ασφαλισμένους πελάτες ασφαλιστήρια συμβόλαια από τα οποία να αφαιρέθηκαν τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα. Η Ενάγουσα δεν εξέδωσε την ανανέωση των συμβολαίων εντός 2 ημερών. Συνεπώς, τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα δεν αντιπροσωπεύουν την ακριβή εικόνα, διότι οι ασφαλιστικές καλύψεις της Commercial διακόπηκαν αυτόματα με απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης του Υπουργείου Οικονομικών της Ελλάδας.

Η Ενάγουσα προχώρησε με ανανέωση των συμβολαίων τον Μάιο 2010 σε σχέση με πελάτες της Εναγόμενης και για την ίδια την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να αναλάβει όλους τους κινδύνους. Δεν ανανέωσε, επί παραδείγματι, πελάτες της Εναγόμενης που ήταν εστιατόρια, μπυραρίες κτλ. Αυτή ήταν παράβαση της τριμερούς σύμβασης. Η Ενάγουσα κατάρτισε εκατοντάδες ασφαλιστήρια συμβόλαια με πελάτες της Εναγόμενης και από αυτά η Ενάγουσα θα λάμβανε ασφάλιστρα εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Μόνο από τα ασφαλιστήρια που καταγράφονται στο Τεκμήριο 12, η Ενάγουσα έλαβε το ποσό των €214.527.

Την 12/02/2010 υπογράφτηκε η σύμβαση του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου μεταξύ των διαδίκων.

Η USB θα ενεργούσε ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος αναφορικά με την παρουσίαση και επεξήγηση για λογαριασμό της Ενάγουσας ασφαλιστικών συμβάσεων, χωρίς να έχει δικαίωμα υπογραφής των συμβάσεων αυτών, είσπραξης οφειλόμενων ασφαλίστρων ή διακανονισμού απαιτήσεων. Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής, προστέθηκε όρος για την ασφάλιση της USB με την Ενάγουσα.

Η σύμβαση αυτή ετοιμάστηκε από την Ενάγουσα. Στον όρο 4.3 της σύμβασης προστέθηκε από την Ενάγουσα πρόνοια, ότι η USB θα ασφαλιζόταν αποκλειστικά με την Ενάγουσα για συγκεκριμένους κινδύνους. Η USB ζήτησε την τροποποίηση του όρου έτσι ώστε η υποχρέωση ασφάλισης να τελούσε υπό την προϋπόθεση ότι η προτεινόμενη ασφάλιση από την ασφαλιστική επιχείρηση να είναι σε ανταγωνιστικούς όρους. Ο σκοπός της πρόνοιας αυτής ήταν να διασφαλιστεί ότι η Ενάγουσα θα υπέβαλλε προτάσεις ασφάλισης σε ανταγωνιστικούς όρους και ότι η USB δεν θα ήταν υποχρεωμένη να ασφαλιστεί με ψηλά ασφάλιστρα και υπό επαχθείς όρους. Με τον τρόπο αυτόν, θα διασφάλιζε ότι η Ενάγουσα θα πρόσφερε όρους ασφάλισης οι οποίοι θα ήταν ανταγωνιστικοί των όρων που πρόσφεραν οι υπόλοιπες ασφαλιστικές εταιρείες.

Σε σχέση με τη σύμβαση συνδεδεμένου αντιπροσώπου, η Εναγόμενη αιτήθηκε εγγραφή στο μητρώο εταιρειών συνδεδεμένων ασφαλιστών συμβούλων. Η Εναγόμενη δεν δεσμεύτηκε ότι θα δημιουργούσε ελάχιστο κύκλο ασφαλιστικών εργασιών προς όφελος της Ενάγουσας. Συμφώνησε να ασκεί διεργασίες διαμεσολάβησης ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, έτσι οι πελάτες της που λαμβάναν πιστωτικές διευκολύνσεις να είχαν τη δυνατότητα ασφάλισης γενικού κλάδου. Η Εναγόμενη δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τους πελάτες της να ασφαλιστούν με την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα παρουσιάστηκε ως εμπειρογνώμονας σε θέματα ασφάλισης γενικού κλάδου και το σχέδιο της ήταν να προσφέρει στους πελάτες της Εναγόμενης ανταγωνιστικές προσφορές ασφάλισης. Η Εναγόμενη δημιούργησε ομάδα ανθρώπων που προωθούσαν τα ασφαλιστικά σχέδια της Ενάγουσας. Ενημερώθηκε όλο το προσωπικό της Εναγόμενης με εσωτερική εγκύκλιο και ακολούθως αποστάλθηκε νέα εγκύκλιος στα καταστήματα αναφορικά με παραλαβή νέων συμβολαίων της Ενάγουσας και τις ενέργειες που θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Η Εναγόμενη ζήτησε να γίνουν παρουσιάσεις για να ενημερωθούν για τα ασφαλιστικά προϊόντα για τη διενέργεια συστάσεων. Η Ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε.

Δυστυχώς, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που άρχισε να επηρεάζει την οικονομία της Κύπρου από το 2011, υπήρξε σημαντική μείωση στη χορήγηση δανείων και σταδιακή αύξηση στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου της USB. Συνεπακόλουθα, υπήρξε ανάλογη σημαντική μείωση στη ζήτηση ασφαλιστικών καλύψεων από πελάτες της USB και επακόλουθα στη συνομολόγηση ασφαλιστικών καλύψεων με την Ενάγουσα. Λόγω της αβεβαιότητας και του συνεχώς μεταβαλλόμενου οικονομικού κλίματος, ήταν αδύνατο να υπολογιστούν προηγουμένως οι ασφαλιστικές καλύψεις που ενδεχομένως πελάτες της USB να ζητούσαν από την Ενάγουσα, το είδος και το ύψος της ασφαλιστικής κάλυψης που οι πελάτες θα χρειάζονταν.

Μέχρι το 2013 η Εναγόμενη ασφαλιζόταν στην Ενάγουσα με ασφάλειες τύπου BBB bankers blanket bond, ευθύνης διευθυντών και αξιωματούχων, ευθύνης εργοδότη, ευθύνης χρημάτων, προστασίας πιστωτικών καρτών. Από αυτές τις δραστηριότητες, η Ενάγουσα εισέπραξε συνολικά το ποσό των €589.938. Η Εναγόμενη σύναψε με την Ενάγουσα ασφαλιστικά συμβόλαια που αφορούσαν τα αυτοκίνητα της και από αυτές, η Ενάγουσα αποκόμισε χρηματικό όφελος €54.537. Από τη συνεργασία μεταξύ των δύο, η Ενάγουσα εισέπραξε πέραν του ποσού των €660.000.

Στις 31/05/2013 η USB απέστειλε στην Ενάγουσα ηλεκτρονικά μηνύματα, αντίγραφα των οποίων παρουσιάστηκαν ως Τεκμήρια, ζητώντας από αυτήν να προσκομίσει τις προτάσεις και προσφορές της για την ανανέωση των ασφαλιστικών καλύψεων ΒΒΒ, D&O, EPLI, CIS/CIT για το έτος 2013-2014. Η Ενάγουσα ενημερώθηκε, ότι η προθεσμία προσκόμισης των προσφορών, ήταν μέχρι την 21/06/2013.

Όταν παρήλθε η προθεσμία χωρίς να σταλεί από την Ενάγουσα οποιαδήποτε πρόταση ασφάλισης, στάλθηκε από τη USB νέο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 21/06/2013. Στις 25/06/2013, έλαβαν ηλεκτρονικό μήνυμα από τον διευθύνοντα σύμβουλο της Ενάγουσας, κ. Γ. Ν. με το οποίο ζητούσε από τη USB να του αποκαλύψει τις προσφορές που έλαβε από ανταγωνιστικές ασφαλιστικές εταιρείες. Το αίτημα αυτό ήταν απαράδεκτο και παραβίαζε τις αρχές καλής διακυβέρνησης που οφείλει μία τράπεζα να ακολουθεί. Ταυτόχρονα αποτελούσε παραβίαση της υποχρέωσης της Ενάγουσας να υποβάλει προτεινόμενη ασφάλιση. Για τον λόγο αυτόν, στις 26/06/2013, η USB ενημέρωσε τον κ. Ν. ότι είναι αδύνατο να εξεταστεί ασφάλιση χωρίς να υποβληθεί η σχετική πρόταση ασφάλισης από την Ενάγουσα μαζί με όλα τα σχετικά έγγραφα. Παράλληλα, δόθηκε προειδοποίηση στην Ενάγουσα ότι σε περίπτωση που δεν δοθεί η πρόταση ασφάλισης της Ενάγουσας, η USB δεν θα είχε άλλην επιλογή από του να προχωρήσει στην κατάρτιση ασφαλιστικών καλύψεων στη βάση των προτάσεων που έλαβε από άλλες ασφαλιστικές εταιρείες. Την ίδια ημέρα, 26/06/2013, ο κ. Ν. με ηλεκτρονικό του μήνυμα επέμεινε να του αποκαλυφθούν οι εμπιστευτικές προτάσεις που υπέβαλαν οι άλλες ασφαλιστικές εταιρείες προτού να δώσει την πρόταση της Ενάγουσας.

Η Εναγόμενη υπέδειξε τη συνεχιζόμενη άρνηση της Ενάγουσας να προσκομίσει πρόταση ασφάλιση. Την ενημέρωσε ότι εξαιτίας του κινδύνου να παραμείνει ανασφάλιστη εφόσον οι καλύψεις έληγαν στις 30/06/2013, δεν είχε άλλην επιλογή παρά να προχωρήσει σε εξέταση άλλων προτάσεων. Με επιστολή ημερομηνίας 28/06/2013 η Εναγόμενη ενημέρωσε την Ενάγουσα ότι θα προχωρούσε με κατάρτιση ασφαλιστικών καλύψεων με άλλην εταιρεία που υπέβαλε πρόταση ασφάλισης στην Ενάγουσα. Ανάλογη διαμάχη υπήρχε κατά την ανανέωση ασφαλιστικής κάλυψης για ταξιδιωτικά ατυχήματα. Ζητήθηκε από την Ενάγουσα να προσκομίσει πρόταση ασφάλισης μέχρι 15/10/2013, αλλά αυτή αρνήθηκε. Στις 26/11/2013 η Εναγόμενη ζήτησε από την Ενάγουσα να προσκομίσει πρόταση ασφάλισης αναφορικά με τα καταστήματα της και άλλα περιουσιακά της στοιχεία, αλλά δεν υπήρχε ανταπόκριση. Το ίδιο συνέβη και τον Δεκέμβριο του 2013, όταν ζητήθηκε πρόταση για την ανανέωση του General Life and Accident Insurance.

Ακολούθως, στις 10/06/2014 ο κ. Ν. κλήθηκε και πάλι να προσκομίσει την πρόταση ασφάλισης της Ενάγουσας αναφορικά με την ασφάλιση ΒΒΒ, D&O και EPLI. Στις 30/06/2014 ο κ. Ν. απάντησε και πάλι ότι η θέση του παραμένει η ίδια. Παρουσιάστηκε η απάντηση της USB με επιστολή της ημερομηνίας 07/07/2014.

Η Ενάγουσα δεν τερμάτισε τη σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου με την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα αρνήθηκε να προσκομίσει προτάσεις ασφάλισης και δεν μπορούσε η Εναγόμενη να προχωρήσει σε αξιολόγηση αποδοχή ασφάλισης με την Ενάγουσα. Η σύμβαση έληξε με την ισχύος των 5 ετών που προέβλεπε και τερματίστηκε αυτόματα στις 12/02/2015. Ως αποτέλεσμα της λήξης, η Εναγόμενη ενημερώθηκε από τον Έφορο Ασφαλίσεων  ότι διαγράφηκε από το Μητρώο Εταιρειών Συνδεδεμένων Ασφαλιστικών Συμβούλων, διότι δεν είχε συνεργασία με άλλην ασφαλιστική εταιρεία. Ακολούθως η Εναγόμενη απέστειλε στην Ενάγουσα επιστολή ημερομηνίας 14/05/2015 και γνωστοποίηση της λήξης της συνεργασίας και την ανάκληση της άδειας της Εναγόμενης. Η Ενάγουσα δεν απάντησε στην επιστολή και καταχώρησε την παρούσα αγωγή στις 14/09/2016. Η συμφωνία στον όρο 4.3 ξεκάθαρα αναφέρεται σε προτεινόμενη ασφάλιση από την ασφαλιστική επιχείρηση. Χωρίς προηγουμένως να ληφθεί η προτεινόμενη ασφάλιση από την ασφαλιστική επιχείρηση θα ήταν αδύνατο να διαγνωστεί κατά πόσο αυτή ήταν σε ανταγωνιστικούς όρους.

Εξάλλου, αυτή ήταν και η πρακτική που ίσχυε από το 2010. Παρουσιάστηκε ως Τεκμήριο, επιστολή της USB προς την Ενάγουσα ημερομηνίας 25/10/2010 αναφορικά με την ανανέωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων Directors and Officers και EPLI για την περίοδο 01/11/2010-131/10/2011. Από την εν λόγω επιστολή, διαφαίνεται ότι είχε προηγηθεί η υποβολή προσφορών από την Ενάγουσα, τις οποίες ακολούθως η USB αξιολόγησε και κατέληξε, ότι οι προσφορές δεν ήταν ανταγωνιστικές. Συγκεκριμένα, το κόστος ανανέωσης που λήφθηκε από άλλην εταιρεία ήταν €31.450 αντί €55.250 που ήταν η προσφορά της Ενάγουσας. Συνεπώς, αυτή ήταν η πρακτική και θα ήταν αδιανόητο η USB να προχωρήσει σε ασφάλιση χωρίς προηγουμένως να λάβει την προτεινόμενη ασφάλιση από την Ενάγουσα για να την αξιολογήσει.

Η Εναγόμενη δεν παραβίασε τις συμφωνίες και η Ενάγουσα δεν έχει υποστεί ζημιά. Αντίθετα στα χρόνια της συνεργασίας του επωφελήθηκε, κατέβαλε στην Ενάγουσα ασφάλιστρα ύψους €660.000.

Επιπλέον, η Ενάγουσα εισέπραξε άγνωστο αριθμό ασφαλίστρων από πελάτες της USB οι οποίοι συνομολόγησαν ασφαλιστικές καλύψεις. Η USB δεν γνωρίζει ακριβώς πόσες συνολικά ασφαλιστικές καλύψεις σύνηψε η Ενάγουσα με πελάτες της USB κατά την πενταετή συνεργασία τους, ούτε και το συνολικό ποσό ασφαλίστρων που εισέπραξε. Ενδεχομένως, ακόμη και σήμερα, η Ενάγουσα να διατηρεί ασφαλιστήρια συμβόλαια με πελάτες της USB, οι οποίοι συνέχιζαν να ανανεώνουν τις ασφάλειες τους με την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα έλαβε από πελάτες της USB ασφάλιστρα ύψους €214.527 για την περίοδο 2010-Μάιο του 2013.

Πέραν των πιο πάνω, η Ενάγουσα δεν προσκόμισε στην Εναγόμενη οποιανδήποτε απόδειξη αναφορικά με τα πιο κάτω:

i.              Δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε αποδείξεις της πληρωμής του ποσού των €38.000 που όφειλε η Commercial Value σε αντασφαλιστές.

ii.             Δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε αποδείξεις για τον αριθμό των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έκδωσε από τα οποία δεν εισέπραξε ασφάλιστρο (από τα οποία να αφαίρεσε τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα που όφειλε η Commercial Value να επιστρέψει στους ασφαλισμένους)

iii.            Δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε αποδείξεις για την πληρωμή €12.500 που αξιώνει για τη χαρτοσήμανση των ασφαλιστηρίων, ούτε και παρουσίασε τα ασφαλιστήρια.

iv.           Δεν παρουσίασε οποιεσδήποτε αποδείξεις για τις δαπάνες €15.000 που αξιώνει.

Ούτε και έδωσε πειστική εξήγηση γιατί η Εναγόμενη πρέπει να αποζημιώσει τα πιο πάνω ποσά που ήταν υποχρεώσεις της Commercial Value ή γιατί δεν αξίωσε αποζημίωση από τον εκκαθαριστή της Commercial Value αναφορικά με τις δήθεν ψευδείς παραστάσεις που του έκανε η Commercial Value. Σημειώνεται, ότι η Commercial Value εξακολουθεί να είναι σε εκκαθάριση και τα οικονομικά στοιχεία της εκκαθάρισης βρίσκονται δημοσιευμένα όπου φαίνεται ότι κατά το 2021 η Commercial είχε περιουσιακά στοιχεία ύψους €147.889.661,27.

Η Ενάγουσα είχε υποχρέωση να καταβάλει στην Ενάγουσα προμήθεια 20% για τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που συνομολόγησε ως αποτέλεσμα της συνεργασίας των δύο μερών. Κατά παράβαση του όρου 6.1 της σύμβασης συνδεδεμένου αντιπροσώπου ασφαλιστικού συμβούλου, η Ενάγουσα ουδέποτε κατέβαλε στην Εναγόμενη προμήθεια, ως αυτή καθορίζεται στο παράρτημα Α της σύμβασης. Δεν αποκάλυψε πόσες ασφαλιστικές συμβάσεις και καλύψεις εξέδωσε σε πελάτες της Εναγόμενης ως αποτέλεσμα της σύμβασης.

Αντεξεταζόμενος διευκρίνισε, ότι η ασφάλεια ευθύνης εργοδότη είναι αυτή που οφείλει να συνάψει η τράπεζα για όλους τους εργαζόμενους ώστε να έχουν ασφαλιστική κάλυψη κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

Δεν είχε άμεση εμπλοκή στις διαπραγματεύσεις με σκοπό τη συνομολόγηση της τριμερούς συμφωνίας, αλλά ήταν μέλος της Επιτροπής των προβλέψεων κινδύνων της τράπεζας. Ήρθε στην αντίληψη του το ενδεχόμενο η Commercial να χάσει την άδεια της. Η Ενάγουσα στο πλαίσιο αυτό, είχε ενδιαφερθεί να αναλάβει για την τράπεζα το χαρτοφυλάκιο της Commercial. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, είχε υπογραφτεί μεταξύ των μερών και το συμβόλαιο συνδεδεμένου ασφαλιστικού αντιπροσώπου.

Κατά το έτος 2010, υπήρχε τραπεζικός υπάλληλος που είχε κάνει υπεξαίρεση χρημάτων από λογαριασμούς πελατών. Υπήρχε απαίτηση που έπρεπε να διευθετηθεί. Συμβιβάστηκαν οι απαιτήσεις σε ποσό €700.000-800.000. Η Ενάγουσα ενημερώθηκε για τις απαιτήσεις κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και υπήρχε αλληλογραφία σχετική επί του θέματος. Δεν μπορεί να θυμηθεί εάν η αλληλογραφία προηγήθηκε της υπογραφής της τριμερούς συμφωνίας. Σε κάθε περίπτωση στα πλαίσια της συμφωνίας, η Commercial θα πρέπει να έδινε κατάλογο των ασφαλίστρων.

Για τα ασφαλιστήρια που είχε εκδώσει η Commercial Value, είχε υποχρέωση να πληρώσει τους αντασφαλιστές. Η Ενάγουσα θα κατέβαλλε το οφειλόμενο ποσό από την Commercial  αντασφάλιστρα. Η Ενάγουσα είχε καθήκον να αναλάβει τις δεσμεύσεις της Gan δύο ημέρες πριν την ανάκληση της άδειας. Το ότι το έκανε μετά από 3 μήνες, ήταν παράβαση της συμφωνίας. Δεν γνωρίζει κατά πόσο η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση των αντασφάλιστρων.  Σε κάθε περίπτωση συμφωνεί, ότι οι απαιτήσεις όπως εκείνη της κλοπής του υπαλλήλου, είχαν ικανοποιηθεί.

Το Τεκμήριο 18, είναι η λίστα με τις ασφάλειες. Τέτοια λίστα υπήρχε και το 2010, αλλά δεν ήταν υποχρέωση της Εναγόμενης βάσει της τριμερούς συμφωνίας να την προσκομίσει.

Αναφορικά με το 20% προμήθεια της Εναγόμενης βάσει της συμφωνίας συνδεδεμένου αντιπροσώπου για όλες τις νέες ασφάλειες που είχε εκδώσει η Ενάγουσα κατά την περίοδο της συνεργασίας, θα έπαιρνε προμήθεια η Εναγόμενη. Ήταν κίνητρο που πρόσφερε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη για να γίνει συγκεκριμένος κύκλος εργασιών. Δεν ξέρει κατά πόσο ενόψει αυτού του κινήτρου η τράπεζα όφειλε να συνεργάζεται να γίνει τέτοιος κύκλος εργασιών νέων συμβολαίων.

Ανέφερε ότι το 2010, η προσφορά της Ενάγουσας για να ανανεώσει τα συμβόλαια ήταν €55.250, ενώ είχαν προσφορά από άλλην εταιρεία για το ποσό των €31.450. Επομένως, είχε διαφορά €24.000 που ήταν κέρδος της Ενάγουσας. Στη συνέχεια κατόπιν διαπραγμάτευσης, το ποσό έπεσε στις €26.000, αλλά αυτό επιτεύχθηκε αργότερα μετά που είχαν συνεργασία.

Συμφώνησε ότι με βάση το Τεκμήριο 21, το μόνο καθήκον των υπαλλήλων της Εναγόμενης, ήταν να κάνουν σύσταση για τα προϊόντα της Ενάγουσας. Υπέδειξε η Εναγόμενη πρόσωπα για να ενεργήσουν ως αντιπρόσωποι στα πλαίσια της συμφωνίας συνδεδεμένου αντιπροσώπου. Κάλυπταν παγκύπρια τα υποκαταστήματα της Εναγόμενης. Ανέφερε ότι κατά την περίοδο συνεργασίας με την Ενάγουσα, δεν είχε συμβάσεις γενικού κλάδου ασφαλειών με άλλες εταιρείες.  Όταν χτύπησε την Κύπρο η οικονομική κρίση, οι δανειοδοτήσεις είχαν μειωθεί με αποτέλεσμα αυτό να συμπαρασύρει το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας σε επίπεδο που δεν ήταν ικανοποιητικό και επίσης να μειωθεί ο δανεισμός για το οποίο υπήρχε ζήτηση για ασφαλιστική κάλυψη.

Αναφορικά με οφειλόμενα ποσά, δεν μπορούσε να υποδείξει κατά πόσο σε διακανονισμούς μεταξύ των μερών, είχαν συμπεριληφθεί όλα τα οφειλόμενα ποσά.

Αναφορικά με τη συμφωνία συνδεδεμένου ασφαλιστικού αντιπροσώπου και τους 8 υπαλλήλους της Εναγόμενης που είχαν άδεια ασφαλιστικής εργασίας, δεν έκαναν μέσω αυτών των προσώπων διευθετήσεις με άλλες ασφαλιστικές γενικού κλάδου. Παράλληλα δεν μπορούσαν να υποχρεώσουν τον πελάτη τους να αλλάξει την ασφαλιστική του εταιρεία. Η εταιρεία Universal Life, κρατούσε μετοχές της USB και ανήκε στον όμιλο της Universal Life, ελεγχόταν η τράπεζα από τη Universal Life. Επίσης η Universal Life, είχε θυγατρική εταιρεία, τη Universal Insurance Agency. Η συγκεκριμένη εταιρεία, πρόσφερε γενικό κλάδο ασφαλειών. Ενεργούσε ως αντιπρόσωπος εταιρειών που πρόσφεραν ασφάλειες γενικού κλάδου. Δεν γνωρίζει εάν η συγκεκριμένη εταιρεία πουλούσε ασφάλειες στην Εναγόμενη.

 

Σε σχέση με την προσφορά της εταιρείας Marsh που ήταν πιο ανταγωνιστική της προσφοράς της Ενάγουσας, ανέφερε ότι δεν γνώριζε πολλές λεπτομέρειες για την προσφορά, διότι δεν είχε εμπλακεί άμεσα στις διαπραγματεύσεις. Δεν μπορούσε να τοποθετηθεί κατά πόσο η πρόταση εκείνης της εταιρείας των €31.350 ήταν στη βάση απαιτήσεων που είχαν υποβληθεί. Το μόνο που γνώριζε, διότι μιλούσε με τα άτομα που χειρίζονταν τα ζητήματα αυτά, είναι ότι τα έστελναν στην Ενάγουσα για να γίνουν οι προσφορές. Ήθελαν αντίστοιχη προσφορά για να μπορούν να συγκρίνουν. Θεωρεί ότι δεν έστελναν άλλες πληροφορίες σε μίαν εταιρεία προσφοροδότη κι άλλες πληροφορίες σε άλλην. Δεν μπορούν να συγκριθούν ανόμοια πράγματα. Θεωρεί ότι δεν έκαναν έτσι πράγμα οι συνάδελφοι του, διότι είναι επαγγελματίες, δέχτηκε όμως ότι δεν ήταν παρών κατά τη συζήτηση αυτών των θεμάτων. Αναφορικά με το γεγονός ότι τελικά η προσφορά της Ενάγουσας μειώθηκε  στο ποσό των €26.000, ανέφερε ότι είναι λογική αυτή η μείωση ενόψει διαπραγματεύσεων.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 13 όπου καταγράφονται παράπονα της Ενάγουσας, εκείνο που μπορούσε να πει, είναι ότι είχαν πάρει την προσφορά που τους έστειλε η Ενάγουσα. Φάνηκε η διαφορά και έγιναν οι διαβουλεύσεις, ώστε να βγει το τελικό το ασφαλιστήριο. Στην υποβολή ότι είχαν πει στην Ενάγουσα "κάνε προσφορά και εμείς θα αποφασίσουμε", ο μάρτυρας διαφώνησε και ανέφερε ότι τους κάλεσαν πριν να λήξουν οι ασφάλειες, να τους στείλουν την προσφορά τη δική τους για να δουν αν είναι σε ανταγωνιστικούς όρους ώστε στη συνέχεια, να τους αποστείλουν παρόμοια επιστολή. Συμφωνεί ότι συναποφάσιζαν, αλλά ότι σε πρώτη φάση για να αποφασίσει κάποιος ότι κάτι είναι σε ανταγωνιστικούς όρους, έπρεπε η ασφαλιστική επιχείρηση που ήταν η Ενάγουσα, να υποβάλει σε αυτούς την προτεινόμενη ασφάλιση. Διαφώνησε ότι αυτή η απόφαση ήταν αντίθετη με την πρακτική που εφάρμοσαν την πρώτη φορά για το πρώτο συμβόλαιο που σύναψαν μεταξύ τους.

 

Με αναφορά τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας Τεκμήριο 25, συμφώνησε ότι αυτές δείχνουν ζημιά για τα έτη 2012 και 2011. Ο μάρτυρας δεν γνώριζε για ασφαλιστική κάλυψη ευθύνης εργοδοτών με την Τράπεζα Κύπρου. Ο λόγος που δεν γνώριζε, είναι διότι υπάρχουν αρμοδιότητες του καθενός στην τράπεζα. Το ποιος χειριζόταν τον συγκεκριμένο ασφαλισμένο κίνδυνο, είναι θέμα διαδικαστικό της κάθε τράπεζας. Συμφώνησε ότι η τράπεζα χρειαζόταν ασφαλιστική κάλυψη για ευθύνη εργοδότη. Ανέφερε ότι η μόνη ασφάλεια που γνώριζε ότι υπήρχε, είναι ευθύνη εργοδότη. Εκείνο που γνωρίζει, είναι ότι υπήρχαν μόνο οι ασφάλειες που ανέφερε μέσα στη μαρτυρία του.

Κατά την επανεξέταση, ρωτήθηκε κατά πόσο η Εναγόμενη υπέβαλε απαίτηση δυνάμει της ασφάλειας του τριπλού Β σχετικά με τον εργοδοτούμενο, που είχε φανεί ότι είχε προβεί σε κλοπή από λογαριασμούς πελατών και ανέφερε, ότι το ποσό της απαίτησης πληρώθηκε το 2012 ή κάπου στα τέλη του 2011.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

 

Τα επίδικα θέματα προς αξιολόγηση και επίλυση, είναι τρία. Το πρώτο ζήτημα είναι να αποφασίσει το Δικαστήριο ποια ήταν η συνεννόηση των μερών σε σχέση με τα συμφωνηθέντα, ώστε να καταλήξει σε συμπέρασμα σε σχέση με τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών. Το δεύτερο ζήτημα προς επίλυση, είναι να διακρίνει το Δικαστήριο πώς και ποιος ευθύνεται για τη διάρρηξη των συμφωνηθέντων. Το τρίτο ερώτημα είναι, να διαφανεί κατά πόσο τα μέρη έχουν δίκαιο ως προς τις αξιώσεις τους, ενόψει των συμφωνηθέντων στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι το άλλο μέρος ευθύνεται για τη διάρρηξη της συμφωνίας. Υπήρχαν αρκετά γεγονότα τα οποία είναι συμφωνημένα μεταξύ των μερών. Υπήρχαν αρκετά γεγονότα για τα οποία δεν υπάρχει αμφισβήτηση των μερών και κοινό πλαίσιο βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορεί να επιλύσει τα πιο πάνω ερωτήματα. Ως προς τα αμφισβητούμενα πραγματικά ζητήματα, προσήλθαν στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες, ένας που είναι ο λειτουργός της Ενάγουσας και άλλος που είναι λειτουργός της Εναγόμενης.

 

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με προσοχή και τους δύο μάρτυρες που και οι δύο είχαν υποστεί τη δοκιμασία της αντεξέτασης. Οι δύο μάρτυρες κατέθεσαν μεγάλο αριθμό εγγράφων, στοιχεία και λογαριασμούς και έτσι ήταν εφικτό να αξιολογήσω την ειλικρίνεια του κάθε μάρτυρα σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα. Δεν θεωρώ ότι οι δύο μάρτυρες προέβαλαν αντίθετες εκδοχές μεταξύ τους σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα. Για αρκετά ζητήματα, υπήρχε σύγκλιση απόψεων, όμως υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους και έτσι ήταν αναγκαίο να εξετάσω αυτές τις πτυχές της μαρτυρίας τους, προκειμένου να αποφανθώ ποιος από τους δύο έλεγε την αλήθεια, ώστε να βασιστώ στα λεγόμενα του, ως πραγματική βάση για την εξαγωγή πραγματικών συμπερασμάτων.

 

Κατά την αξιολόγηση των δύο μαρτύρων, είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάθε μάρτυρα και να σχηματίσω μία γενική εντύπωση για την αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά. Παρατήρησα τον αυθορμητισμό τους και την αμεσότητα με την οποίαν απαντούσαν τις ερωτήσεις κατά την αντεξέταση. Η γενική εντύπωση που αποκόμισα από κάθε μάρτυρα ήταν σημαντική για τη διαμόρφωση της άποψης μου. Η αποτίμηση μου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων, ασφαλώς δεν περιορίζεται στη φαινομενική εντύπωση που μου δημιούργησε εκ πρώτης όψεως ο κάθε μάρτυρας. Η πεποίθηση μου ότι ένας μάρτυρας ήταν μάρτυρας της αλήθειας, βεβαιώνεται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης. Το ερώτημα ως προς την αξιοπιστία, πρέπει να απαντηθεί με αυτοτέλεια έτσι που να δημιουργείται η απαραίτητη εικόνα της βεβαιότητας αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της μαρτυρίας, την ποιότητα της και την πειστικότητα της σε σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία της υπόθεσης. (Βλ. Ομήρου ν. Δημοκρατία (2001) 2 ΑΑΔ 506). Ως εκ τούτου έχω αξιολογήσει ξεχωριστά κάθε μάρτυρα σε σχέση με τα λεγόμενα του και τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει για να πείσει για την αλήθεια της εκδοχής του.  Επιπρόσθετα, έχω αναλύσει την μαρτυρία του κάθε μάρτυρα με αναφορά και την υπόλοιπη μαρτυρία της υπόθεσης ώστε, σε κάθε περίπτωση, η προφορική μαρτυρία να έχει διασταυρωθεί με άλλα στοιχεία ή να έχει καταρριφθεί από άλλα στοιχεία και/ή μαρτυρία που αποδεικνύονται ως αναντίλεκτη στην υπόθεση. Έλαβα υπόψη μου πιθανά ελατήρια που μπορεί να είχε κάθε μάρτυρας να πει ή να μην πει την αλήθεια ώστε να διαπιστωθούν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Ο ΜΕ1 μου έκανε εξαιρετική εντύπωση, διότι γνώριζε κάθε πτυχή της υπόθεσης, ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στις διαπραγματεύσεις, γνώριζε πάρα πολύ καλά το περιεχόμενο των δύο συμφωνιών και ήταν γνώστης όλων των λογαριασμών, στοιχείων και αλληλογραφίας. Η δική του γνώση όλων των λεπτομερειών της υπόθεσης, ήταν πολύ καλύτερη από αυτήν του ΜΥ1, ο οποίος κατείχε τη θέση του Risk and Legal Services Manager της USB Bank, αλλά δεν γνώριζε όλα τα γεγονότα της υπόθεσης με τον ίδιο τρόπο. Παρ' όλο που ήρθε στο Δικαστήριο για να προωθήσει τις θέσεις της Ενάγουσας, περιορίστηκε στα γεγονότα που γνωρίζει, τήρησε μία στάση χαμηλών τόνων, ήταν αυθόρμητος και δεν είχε κανένα πρόβλημα να αναγνωρίσει το δίκαιο της άλλης πλευράς, εκεί όπου αυτό δικαιολογείτο. Η θέση του ότι οι Εναγόμενοι στην ουσία είχαν ηθικό χρέος να τηρήσουν τη συμφωνία συνδεδεμένου αντιπροσώπου και να προωθούν τα συμφέροντα της Ενάγουσας, δικαιολογείται από τις πρόνοιες της τριμερούς συμφωνίας. Οι Ενάγοντες ανανέωσαν τις ασφάλειες που είχαν ακυρωθεί ως συνέπεια της ανάκλησης της άδειας της Commercial Value. Ανέγνωσα τις λεπτομερείς πρόνοιες τις τριμερούς σύμβασης που παραπέμπει στο σημείο 1 αυτής, ότι τα ‘’όσα αναφέρονται στο εισαγωγικό της συμφωνίας, καθίστανται αναπόσπαστο μέρος αυτής’’. Το εισαγωγικό μέρος παραπέμπει σε σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου που είναι το μόνο όφελος της Ενάγουσας από τη συμφωνία. Το υπόλοιπο μέρος της συμφωνίας, προνοεί μόνο υποχρεώσεις της Ενάγουσας έναντι της Εναγόμενης. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η αντιπαροχή της Ενάγουσας για την υπογραφή της τριμερούς σύμβασης από την οποίαν δεν είχε κανένα όφελος, παρά μόνο την υποχρέωση να εκδώσει ασφάλειες και να πληρώσει τα αντασφάλιστρα ύψους €38.000 των νέων ασφαλειών που είχαν ακυρωθεί, ήταν η υπογραφή της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου. Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης, κρίνω λογική τη θέση του, ότι από τη στιγμή που οι εν λόγω ασφάλειες έστω και με καθυστέρηση εκδόθηκαν, θα πρέπει ως προαπαιτούμενο της έκδοσης αυτών των ασφαλειών, να είχαν πληρωθεί και οι αντασφαλιστές για όλην την περίοδο μεταξύ της υπογραφής της τριμερούς συμφωνίας και της ημέρας κατά την οποίαν υπογράφτηκε η σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου. Ως δεύτερη απόδειξη για την ειλικρίνεια του ΜΕ1, είναι το γεγονός ότι η Ενάγουσα πλήρωσε απαιτήσεις που αφορούσαν αυτά τα νέα συμβόλαια, πράγμα που αποδεικνύει από μόνο του ότι πληρώθηκαν οι αντασφαλιστές και ότι η Ενάγουσα τίμησε τις υποχρεώσεις της με βάση την τριμερή σύμβαση.

 

Ο ΜΕ1 παρέπεμψε σε συγκεκριμένες πρόνοιες της συμφωνίας, σε σχέση με όλες τις θέσεις που πρόβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου. Παραδέχτηκε επί παραδείγματι, ότι κάποιες από τις ασφάλειες, δεν είχαν εκδοθεί ξανά μετά την ανάκληση της άδειας της Commercial Value, όμως δικαιολόγησε αυτήν την πρακτική και παρέπεμψε σε σχετική πρόνοια της συμφωνίας του συνδεδεμένου συμβούλου αντιπροσώπου, που αναφέρει ότι οι ασφάλειες ανανεώνονται κατόπιν διαβούλευσης με την ασφαλιστική εταιρεία. Ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις και ήταν σε θέση να αναφερθεί σε μικρές λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων, όπως επί παραδείγματι ότι ο ίδιος αναγκάστηκε να ταξιδέψει στη Βηρυτό για να επισκεφθεί τον ιδιοκτήτη της τράπεζας για να καταδείξει τις δυσκολίες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, πράγμα που προσφέρει πειστικότητα στα λεγόμενα του. Επίσης αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα γεγονότα για να καταδείξει παραβίαση των συμφωνηθέντων, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να χάσει πελατεία. Αναφέρθηκε με χειροπιαστό και συγκεκριμένο πρόβλημα κινήτρων του προσωπικού της τράπεζας. Λογικό ήταν το επιχείρημα του ως προς του ότι η Εναγόμενη ευθύνεται για την απώλεια πελατείας, επειδή ως ανέφερε υπήρχαν εκατομμύρια απαιτήσεις σε συμβόλαια που οι Ενάγοντες είχαν επαναφέρει και οι αντιπρόσωποι της τράπεζας, τους είχαν πει ότι η τράπεζα αιμορραγούσε. Παρέπεμψε σε παραδείγματα της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των Εναγόμενων, σε σχέση με παραχώρηση συγκεκριμένων ασφαλειών ευθύνη εργοδότη, που παραχωρήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου αντί στην Ενάγουσα, ως είχε συμφωνηθεί. Εξήγησε γιατί η πρακτική ανανέωσης του συμβολαίου στους Ενάγοντες με ανταγωνιστικούς όρους που ακολούθησε η Εναγόμενη, ήταν λανθασμένη και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων ενόψει πρόνοιας της συμφωνίας, ότι η Ενάγουσα είχε συμβατικό δικαίωμα να της δοθεί εκείνης η πρώτη ευκαιρία να συνάψει συμφωνία με την Εναγόμενη προτού αυτή αποταθεί σε ανταγωνιστές της Ενάγουσας (right of first refusal)

 

Η αδυναμία της μαρτυρίας του, είναι ότι δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο για τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα για τα οποία εκδόθηκαν νέες ασφαλιστικές καλύψεις από την Ενάγουσα που σε διαφορετική περίπτωση, θα έπρεπε αυτά τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα να επιστραφούν δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας στους ασφαλισμένους. Επίσης, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο για τις δαπάνες προς υποστήριξη των δραστηριοτήτων της Ενάγουσας, ενόψει της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου ώστε να αναπτύξει τον κύκλο εργασιών που η Ενάγουσα εξασφάλισε κατά τη διάρκεια της συνεργασίας των ετών 2010‑2013. Δεν τεκμηρίωσε ποια ήταν τα κέρδη που εισέπραξαν, ενόψει του συγκεκριμένου κύκλου εργασιών. Δεν ήταν αρκετό να αναφέρει ως γενική αρχή, ότι το κέρδος μίας ασφαλιστικής εταιρείας είναι περίπου το 5% πάνω στον κύκλο εργασιών του. Αναφέρθηκε σε μία συνάντηση που έκαναν μεταξύ τους για να συνυπολογιστούν οι οφειλές μεταξύ των δύο μερών και να γίνει συμψηφισμός. Δεν μπήκε σε περισσότερη λεπτομέρεια ώστε με μαθηματικό τρόπο, να διαφανεί ποια ήταν τα οφειλόμενα ποσά προς την Ενάγουσα ενόψει της συνεργασίας.

 

Ως προς την αξίωση της Εναγόμενης δυνάμει της ανταπαίτησης, θεωρώ ότι εξήγησε ικανοποιητικά και με άρτιο τρόπο γιατί θεωρεί ότι δεν υπήρχε παραβίαση του όρου 6.1 της συμφωνίας. Ενόψει των πιο πάνω, δεν έχω καμία δυσκολία να στηριχθώ στη μαρτυρία του ΜΕ1 ως πραγματική βάση για την εξαγωγή πραγματικών συμπερασμάτων. Κρίνεται ως αξιόπιστος  μάρτυρας, εκτός ως προς τα επιμέρους ζητήματα αξίωσης για αποζημιώσεις που ανέφερα πιο πάνω, ενόψει κενού της μαρτυρίας του ως προς τον τρόπο υπολογισμού του ποσού που διεκδικεί η Ενάγουσα.

 

Σε αντίθεση με τον ΜΕ1, ο οποίος στηρίχθηκε σε συγκεκριμένα γεγονότα, στοιχεία και υπολογισμούς για να υποστηρίξει τις θέσεις του, θεωρώ ότι ο ΜΥ1 δεν καταπιάστηκε με τα συγκεκριμένα δεδομένα της υπόθεσης ως μη άμεσα εμπλεκόμενος στα πραγματικά διαδραματισθέντα γεγονότα και συνομιλίες της εποχής. Διατύπωσε τις θέσεις του γενικά και θεωρητικά σε αρκετά σημεία, επειδή δεν ήταν γνώστης των διαπραγματεύσεων και συνεννοήσεων μεταξύ των μερών. Διατυπώνοντας τις θέσεις του, όπως επί παραδείγματι, το ότι η Ενάγουσα αρνήθηκε να αναλάβει όλους τους ασφαλιστικούς κινδύνους, ήταν ακραίος και αυθαίρετος. Επέμενε σε θέσεις σε κάποια σημεία, που έρχονται σε αντίθεση με τα γραφόμενα  επικοινωνίας που ανταλλάχθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο μεταξύ των μερών και/ή με συγκεκριμένες πρόνοιες των συμφωνιών που υπέγραψαν τα μέρη. Μοναδική του Υπεράσπιση για τις €38.000 που διεκδικεί η Ενάγουσα ως συνέπεια πληρωμής των αντασφαλιστών, ενόψει της έκδοσης των νέων ασφαλειών, είναι ότι δεν είχαν δώσει απόδειξη. Αγνόησε παντελώς ότι το ποσό των €38.000 εξακριβώθηκε ως ποσό που θα πλήρωνε η Ενάγουσα βάσει της τριμερούς συμφωνίας για το συγκεκριμένο κονδύλι των αντασφαλίστρων. Αυθαίρετη ήταν η τοποθέτηση του ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν αποδείξει την πληρωμή των αντασφαλιστρών, ενώ παράλληλα αναγνώρισε ότι τα νέα συμβόλαια έστω και με καθυστέρηση, είχαν εκδοθεί από τους Ενάγοντες  και ότι οι απαιτήσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει των ασφαλειών που είχε εκδώσει η Commercial Value, είχαν πληρωθεί. Τόνισε ότι τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα, δεν είχαν επιστραφεί στους ασφαλιζόμενους και αγνοεί ότι η τριμερής συμφωνία, δεν υποχρέωνε την Ενάγουσα να προβεί σε τέτοιαν πληρωμή, παρά μόνο να εκδώσει νέα συμβόλαια. Ήταν θέση του, ότι δεν βοήθησε η Ενάγουσα να εκπαιδεύσει τους υπαλλήλους του, αλλά δεν αιτιολόγησε γιατί θεωρεί ότι δεν έγινε τέτοια εκπαίδευση σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη μαρτυρία του ΜΕ1, ότι τέτοια σεμινάρια είχαν διοργανωθεί αλλά οι Εναγόμενοι δεν εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους. Αγνοούσε ως μη γνώστης ή μη αρμόδιος στην τράπεζα για το θέμα, ότι την ευθύνη ασφάλειας εργοδότη, δυνατό να παραχωρήθηκε σε ανταγωνιστή της Ενάγουσας την Τράπεζα Κύπρου ώστε να τοποθετηθεί θετικά για το ζήτημα.

 

Ενώ δεν ήταν παρών στις διαπραγματεύσεις που έγιναν, είτε στην αρχή της συνεργασίας, είτε κατά τον χρόνο που ζητούσαν ζήτημα ανανέωσης του συμβολαίου, τήρησε άκαμπτη αυθαίρετη στάση ότι οι Ενάγοντες είχαν παραβιάσει τα συμφωνηθέντα επειδή όφειλαν πρώτοι να τους προσκομίσουν τη δική τους προσφορά, αγνοώντας τις συγκεκριμένες πρόνοιες της συμφωνίας. Παρ' όλο ότι δεν αιτιολόγησε γιατί θεωρούσε ότι η Εναγόμενη δεν είχε καμία ευθύνη να αυξήσει τον κύκλο εργασιών της Ενάγουσας, ενόψει της υπογραφής της συμφωνίας, ήταν θέση του ότι οι συνάδελφοι του πρέπει να χειρίστηκαν το θέμα των προσφορών ορθά. Ήταν επίσης θέση του, ότι οι συνάδελφοι του θα πρέπει να είχαν αποστείλει σε όλους τους προσφοροδότες τις ίδιες πληροφορίες με τις ίδιες απαιτήσεις, χωρίς να είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο αυτό είχε γίνει στην πραγματικότητα ή τουλάχιστον να πληροφορηθεί ως προς τις λεπτομέρειες αυτών των διεργασιών. Εστίασε την προσοχή του στο γεγονός, ότι η Ενάγουσα δεν κατέβαλε το 20% προμήθειας δυνάμει του όρου 6.1 της σύμβασης συνδεδεμένου αντιπροσώπου ασφαλιστικού συμβούλου (Τεκμήριο 4), όμως δεν είχε υπόψη του συναντήσεις που έγιναν μεταξύ τους τα μέρη σε σχέση με αυτό το ζήτημα ή γνώση τυχόν ζημιάς που είχε υποστεί η Ενάγουσα εξαιτίας του γεγονότος, ότι ο κύκλος εργασιών δεν είχε φτάσει στα απαιτούμενα επίπεδα, ως προνοεί η συμφωνία παράγραφος 6.2 για να δικαιούται η Εναγόμενη την πληρωμή της εν λόγω προμήθειας. Ήταν αδικαιολόγητη η άγνοια του για πολλά ζητήματα. Δεν γνώριζε, για παράδειγμα, κατά πόσο η καθυστέρηση στην έκδοση των νέων ασφαλειών, είχε ως αποτέλεσμα την ανάκληση των αντασφαλίστρων και τούτο που παρ' όλο ότι συμφώνησε στη θέση, ότι οι απαιτήσεις εκείνης της εποχής είχαν ικανοποιηθεί. Πέραν από του να αναφέρει ότι μετά από διαπραγμάτευση, η προσφορά της Ενάγουσας μειώθηκε κατά €26.000, δεν μπορούσε να αναφερθεί σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σε σχέση με την ανταγωνιστικότητα της προσφοράς της Ενάγουσας σε σχέση με άλλους ανταγωνιστές προσφοροδότες, ούτε μπορούσε να υποδείξει κατά πόσο σε διακανονισμούς μεταξύ των μερών, είχαν συζητηθεί και συμπεριληφθεί στον διακανονισμό όλα τα οφειλόμενα ποσά μεταξύ τους. Ως εκ τούτου, δεν αποδίδω την ίδια βαρύτητα στη μαρτυρία του ΜΥ1, ως αυτή του ΜΕ1 και στον βαθμό που υπάρχει διαφωνία μεταξύ τους ως προς τα επίδικα γεγονότα της υπόθεσης, υιοθετώ την εκδοχή του ΜΕ1.

 

Ως εκ τούτου τα πραγματικά γεγονότα ήταν ως εξής:

 

Τα μέρη εισήλθαν στις διαπραγματεύσεις, ώστε να συνάψουν τις δύο συμφωνίες. Η κύρια συμφωνία είναι αυτή του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου που οι όροι της συμφωνίας ήταν προϋπόθεση προκειμένου οι Ενάγοντες να αποδεχθούν την έκδοση της τριμερούς συμφωνίας. Οι Ενάγοντες εκτέλεσαν στο ακέραιο τις υποχρεώσεις τους, έστω με καθυστέρηση στη βάση της τριμερούς συμφωνίας. Πληρώθηκαν οι αντασφαλιστές, ώστε να μην υφίσταται κανένα κενό στις καλύψεις, ενόψει της ανάκλησης της άδειας της Commercial Value. Εκδόθηκαν όλα τα υφιστάμενα συμβόλαια που συμφώνησαν να εκδώσουν με τη συμφωνία, εκτός από μερικό αριθμό που κατόπιν διαβούλευσης με τους Εναγόμενους, δεν εκδόθηκαν είτε επειδή αφορούσαν κινδύνους που δεν τα καλύπταν ως θέμα αρχής οι Ενάγοντες ή επειδή τα συγκεκριμένα συμβόλαια κατά την ανάκληση της άδειας, δεν ήταν πλέον σε ισχύ. Πλήρωσαν απαιτήσεις που προκύπταν από τις εν λόγω ασφάλειες και ήταν η αντίληψη τους ότι οι Εναγόμενοι, θα έπρεπε να προωθούν μέσω των υποκαταστημάτων τους ένα συγκεκριμένο επίπεδο κύκλο εργασιών για την έκδοση νέων ασφαλειών. Δεν πραγματοποιήθηκε αυτό και ως συνέπεια αυτού, υπήρχαν καβγάδες σε σχέση με τις συμβατικές υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Εναγόμενη με αποτέλεσμα σε μίαν περίπτωση, ο ΜΕ1 να αναγκαστεί να ταξιδεύσει στη Βηρυτό για να επισκεφθεί τον ιδιοκτήτη της τράπεζας προκειμένου να σπάσει το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί. Οι Ενάγοντες είχαν κατορθώσει να εισπράξουν κατά την περίοδο της συνεργασίας, το ποσό των €589.000 για ασφάλειες από πελάτες της Εναγόμενης και το ποσό των €54.500 που αφορούσε συμβόλαια τα οποία εκδόθηκαν κατ’ εντολή της τράπεζας. Κατά τον χρόνο της ανανέωσης της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου το 2013, λειτουργοί της Εναγόμενης με αλληλογραφία  που απέστειλαν στους Ενάγοντες και με άλλον τρόπο επικοινωνίας, ζητούσαν από την Ενάγουσα να υποβάλει την προσφορά της χωρίς να της κοινοποιούσαν προσφορές των ανταγωνιστών της και χωρίς να γίνει πρώτα συζήτηση και διαπραγμάτευση  μεταξύ των μερών, ώστε η Ενάγουσα να αποφασίσει να κάνει δική της προσφορά. Η Εναγόμενη περίμενε μέχρι την ώρα που θα έληγε η ασφαλιστική κάλυψη της Ενάγουσας ως το Τεκμήριο 4 και τότε ανακοίνωσε στους Ενάγοντες ότι θα κατακύρωνε προσφορά with the available options on the basis of the tenders it has received so far, which the Bank had the time to review properly the terms and conditions included therein’ (Τεκμήριο 10 επιστολή ημερομηνίας 07/07/2014). Υπήρχε συνάντηση των μερών όπου οι απαιτήσεις της Εναγόμενης έναντι της Ενάγουσας ως προς την προμήθεια που προνοούσε η συμφωνία συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, συμψηφίστηκαν με άλλες οφειλές που αφορούσαν την Ενάγουσα. Το ποσό των €38.000 αφορά ποσό που πράγματι πληρώθηκε από την Ενάγουσα για σκοπούς αντασφάλισης σε σχέση με την τριμερή συμφωνία ώστε να μην υφίσταται κενό μέχρι η Εναγόμενη να αποκτήσει άδεια ως συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος.

 

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Είναι αναντίλεκτο, ότι τα μέρη συνάψαν τις δύο συμφωνίες μετά από διαπραγμάτευση. Το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αποτυπώνεται πλήρως στις δύο γραπτές συμφωνίες Τεκμήρια 2 και 4. Η τριμερής συμφωνία αφορά μόνο υποχρεώσεις της Ενάγουσας ως εκ των ρητών προνοιών της και εξαιτίας των γεγονότων που απαριθμούνται ρητώς στο προοίμιο της συμφωνίας «επειδή η τράπεζα και η ασφαλιστική επιχείρηση έχουν σήμερα καταρτίσει σύμβαση συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου (η σύμβαση)». Οι υποχρεώσεις της Ενάγουσας δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας ημερομηνίας 12/02/2010 ήταν να εκδώσει και να παραδώσει στην τράπεζα τα νέα ασφαλιστήρια και να πληρώσει τα οφειλόμενα αντασφάλιστρα ύψους €38.000 για τα ασφαλιστήρια Commercial Value. Η συμφωνία συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, προνοούσε όπως η Ενάγουσα συνεργαστεί με την Εναγόμενη που θα αναλάμβανε να διαθέτει τα προϊόντα στους πελάτες της που επισυνάπτονται στο παράρτημα Α μέσω του δικτύου καταστημάτων της. Ανάμεσα στα προϊόντα του παραρτήματος Α, ήταν η ευθύνη εργοδότη κάτω από την επικεφαλίδα «Ασφαλιστήριο Χρηματικών Απωλειών Ευθύνης».

 

Η συμφωνία συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, περιείχε τις ακόλουθες πρόνοιες ουσίας σε σχέση με τον καθορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών.

 

4. 2. Με επιφύλαξη των όσων αναφέρονται στην παρούσα σύμβαση, οι ειδικές προϋποθέσεις και διαδικασίες για την προώθηση και των πώληση των συγκεκριμένων προϊόντων του παραρτήματος Α από τον συνδεδεμένο ασφαλιστικό σύμβουλο, τα κριτήρια συμμετοχής και τα χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών προϊόντων ή ομάδας ασφαλιστικών προϊόντων, το ελάχιστο ποσό κάλυψης για κάθε ασφαλιστικό προϊόν, η τιμολόγηση και τα ασφάλιστρα για κάθε ασφαλιστικό προϊόν ή ομάδα ασφαλιστικών προϊόντων και οι όροι ανανέωσης των ασφαλιστήριων συμβολαίων, θα καθορίζονται από την ασφαλιστική επιχείρηση κατόπιν διαβούλευσης με τον συνδεδεμένο ασφαλιστικό σύμβουλο.

 

4. 3. Διαθέτει αποκλειστικά και μόνο τα ασφαλιστικά προϊόντα της ασφαλιστικής επιχείρησης και δεν προβαίνει σε οποιασδήποτε μορφής και φύσεως παρεμφερή ή άλλη, άμεση ή έμμεση, συνεργασία προώθησης ασφαλιστικών προϊόντων με άλλες ασφαλιστικές επιχειρήσεις που ασκούν τους ίδιους κλάδους ασφάλισης με την ασφαλιστική επιχείρηση και σε κάθε περίπτωση, δεν προβαίνει στη σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος οφείλει να ενημερώνει τον πελάτη, όσον αφορά την προτεινόμενη ασφάλιση και ότι έχει συμβατική υποχρέωση να ασκεί δραστηριότητες ασφαλιστικής διαμεσολάβησης αποκλειστικά με την ασφαλιστική επιχείρηση. Περαιτέρω, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα καταβάλει κάθε προσπάθεια, ούτως ώστε όταν ακυρώνεται ή λήγει οποιοδήποτε ασφαλιστήριο πελάτη του που έχει εκδοθεί από άλλην ασφαλιστική εταιρεία να δέχεται ο πελάτης την έκδοση του ή την ανανέωση του από την ασφαλιστική επιχείρηση. Νοείται, ότι εν πάση περιπτώσει ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα ασφαλίζεται αποκλειστικά με την ασφαλιστική επιχείρηση για όσους κινδύνους του παραρτήματος Α χρειάζεται να καλύπτεται ασφαλιστικά και επιπλέον για κινδύνους ΒΒΒ, crime comprehensive professional indemnity, visa fraud insurance, branch and staff insurances, visa travel insurance, purchase protection for visa, public liability, insurance and directors and officers insurance, δεδομένου ότι ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος αποφασίσει ότι θα προβεί σε τέτοιαν ασφάλιση και η προτεινόμενη ασφάλιση από την ασφαλιστική επιχείρηση είναι σε ανταγωνιστικούς όρους.

 

6. 1. Συμφωνείται, ότι η αμοιβή του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, θα καθορίζεται και θα υπολογίζεται σύμφωνα με τις προμήθειες επί των πληρωτέων ασφαλίστρων που καταγράφονται στο παράρτημα Α.

 

6. 2. Παρά τα όσα αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 ανωτέρω η ασφαλιστική επιχείρηση τηρουμένων των επιφυλάξεων στο τέλος αυτής της υποπαραγράφου-εγγυάται ότι για την περίοδο ισχύος θα καταβάλλει στον συνδεδεμένο ασφαλιστικό σύμβουλο το ελάχιστο ποσό των €100.000 ανά έτος συνεργασίας ασχέτως αν η προμήθεια που θα δικαιούται είναι κατώτερη του εν λόγω ποσού. Για να ισχύει η εγγυημένη αμοιβή θα πρέπει ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος να εισάγει κατά την περίοδο ισχύος κατ’ ελάχιστο €80.000 ετήσια νέα ασφαλιστήρια στο χαρτοφυλάκιο του. Αν δεν τηρηθούν τα ανωτέρω, τότε η αμοιβή του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, δεν θα είναι πλέον η εγγυημένη αμοιβή αλλά θα του καταβληθούν οι πραγματικές προμήθειες που θα δικαιούται. Διευκρινίζεται ότι στα νέα ασφαλιστήρια δεν θα συνυπολογίζονται τα όσα ασφαλιστήρια πελατών του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου θα προκύψει ανάγκη να αντικατασταθούν ένεκα ακύρωσης τους από την Commercial Value καθώς και οι ανανεώσεις τους, ούτε και ασφαλιστήρια στα οποία αφορά η σημείωση 1 του παραρτήματος Α.

 

10. 2. Έγκαιρα πριν τη λήξη της περιόδου ισχύος, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος θα προβεί σε πρόσκληση προσφορών για συνεργασία ως η παρούσα σύμβαση. Αφού επιλέξει την πλέον συμφέρουσα για τον ίδιο προσφορά, θα καλέσει την ασφαλιστική επιχείρηση, στην οποίαν από τώρα παραχωρεί δικαίωμα πρώτης άρνησης να καταρτίσει μαζί του σύμβαση κατά τους όρους της εν λόγω προσφοράς. Η ασφαλιστική επιχείρηση θα έχει 15 ημέρες να αποδεχθεί και μόνο αν δεν το πράξει έγκαιρα θα μπορεί ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος να προχωρήσει με τον τρίτο προσφοροδότη. Αν αποδεχθεί τους όρους της προσφοράς, ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, θα υποχρεούται να συμβληθεί με την ασφαλιστική επιχείρηση.

 

Τα συμβαλλόμενα μέρη, δεν θα μπορούν να τερματίσουν την παρούσα σύμβαση, εκτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:

10. 3. Α) σε περίπτωση που δεν καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό είναι πληρωτέο δυνάμει της παρούσης σύμβασης, νοουμένου ότι το υπαίτιο μέρος θα κληθεί σε συμμόρφωση γραπτώς και θα συνεχίζει να παραλείπει για περίοδο 60 ημερών από την ημερομηνία της κλήσης ή

Β) σε περίπτωση διακοπής ή τερματισμού ή αναστολής της άδειας εξασκήσεως εργασιών που επιβάλλεται από τον νόμο ΄

Γ) σε περίπτωση καταχώρησης Αίτησης διάλυσης ή πτωχευτικών διαδικασιών εναντίον οποιουδήποτε συμβαλλόμενου μέρους για εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος η οποία εξακολουθεί να παραμένει, ανικανοποίητη μετά την πάροδο 30 ημερών από την επίδοση της ή

Δ) σε περίπτωση επιβολής κυρώσεων από τον Έφορο Ασφαλιστικών Εταιρειών ή το Δικαστήριο αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, ρευστότητα ή σοβαρών παραβάσεων του νόμου και πάντοτε νοουμένου ότι το υπαίτιο μέρος θα κληθεί σε συμμόρφωση γραπτώς και θα συνεχίζει να παραλείπει να συμμορφωθεί στις απαιτήσεις του Εφόρου Ασφαλιστικών Εταιρειών για περίοδο 60 ημερών από την ημερομηνία της κλήσης ή

Ε) σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση καθυστερεί την πληρωμή εκκαθαρισμένων απαιτήσεων δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων που συνομολογήθηκαν κατόπιν της διαμεσολάβησης του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου και για τις οποίες η ασφαλιστική επιχείρηση αποδέχτηκε ευθύνη.

 

Η πρόθεση των μερών ενόψει της έκδοσης των δύο συμφωνιών με λεπτομερέστατες πρόνοιες ως προς τις υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών, εξάγεται σχεδόν αποκλειστικά από τις δύο γραπτές συμφωνίες.  

 

Διά την ορθή ερμηνεία μίας συμφωνίας, είναι ανάγκη να ληφθούν υπόψη κάποιοι κανόνες που διέπουν το ζήτημα αυτό. Ο γενικός κανόνας είναι ότι σκοπός της ερμηνείας της συμφωνίας, είναι να εξευρεθεί η πρόθεση των μερών. Στην Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λευκωσία 1 ΑΑΔ (1999) σελ. 630, λέχθηκε ότι διαπιστώνεται η πρόθεση των μερών από τη γλωσσική διατύπωση της συμφωνίας.  Όμως η ερμηνεία που θα αποδοθεί σε αυτές τις λέξεις, δεν μπορεί να βρεθεί εντελώς ανεξάρτητα και ασύνδετα από το πραγματικό υπόβαθρο που πλαισιώνει τη σύναψη της συμφωνίας. Επίσης στην Κουνούνα ν. Κώστας Κυριάκου Υιοί Λτδ 1 ΑΑΔ (2001)  2126, ως και επίσης στη Λάμπρου ν. Παράσχου 1 ΑΑΔ (1993) σελ. 397, επεξηγήθηκε ότι ο σκοπός των μερών μπορεί να συναχθεί μόνο από το σύνολο του κειμένου και όταν η σύμβαση είναι σαφής ως προς το νόημα της, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει διαφορετικό νόημα στη σύμβαση από αυτό που οι ίδιες οι λέξεις της σύμβασης ενέχουν. Η υπόθεση Φούτας ν. Εταιρεία Βάσος Λτδ 1 ΑΑΔ (1993) σελ. 168, επεξηγεί ότι η προσαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας για την ορθή ερμηνεία των όρων της σύμβασης, επιτρέπεται όποτε διαπιστώνεται η ύπαρξη κενού ή αμφιβολιών.  Τούτο ισχύει όχι μόνο σε σχέση με την ερμηνεία της συμφωνίας, αλλά και για την εφαρμογή της. Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα αυτής της απόφασης το οποίο είναι βοηθητικό.

 

“When any doubt arises upon the true meaning or sense of the words themselves, or any difficulty as to their application under the surrounding circumstances, the sense and meaning of the language may be investigated and ascertained by evidence dehors the instrument itself; for both reason and common sense agree that by no other means can the language of the instrument be made to speak the real mind of the party.”

 

Ελεύθερη μετάφραση:

 

«Όταν υπάρχει αμφιβολία σε σχέση με την πραγματική ερμηνεία και έννοια των λέξεων της σύμβασης ή υπάρχει δυσκολία σε σχέση με την εφαρμογή τους έχοντας υπόψη τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τότε η ερμηνεία των λέξεων μπορεί να εξεταστεί και να διαπιστωθεί λαμβάνοντας υπόψη μαρτυρία που βρίσκεται εκτός του κειμένου της σύμβασης.  Η λογική και κοινή λογική υπαγορεύουν ότι πρέπει να αποδοθεί τέτοια ερμηνεία στις λέξεις της σύμβασης που να φανερώνουν την πραγματική πρόθεση του συμβαλλόμενου μέρους».

 

 

        Για τον καθορισμό των δικαιωμάτων και ευθυνών των μερών, σημασία έχει η πρόθεση των μερών κατά τη σύναψη της συμφωνίας. Αυτοί οι κανόνες επεξηγήθηκαν με σαφήνεια στην απόφαση Μετάλλικα Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ. ν G & C Exhaust Systems Ltd. 1 ΑΑΔ  (2001) σελ. 500 στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Σύμφωνα με τους ερμηνευτικούς κανόνες μία σύμβαση πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το λεκτικό της και με τρόπο που θα πραγματοποιείται η πρόθεση των μερών, όπως αυτή συνάγεται από το σύνολο της σύμβασης...

Αν οι πρόνοιες μίας συμφωνίας εκφράζονται με σαφήνεια και δεν υπάρχει τίποτα που καθιστά ικανό το Δικαστήριο να το ερμηνεύσει με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που επιτρέπεται από το λεκτικό του, χωρίς αμφιβολία πρέπει να επικρατήσει το λεκτικό. Αν όμως οι πρόνοιες και οι φράσεις είναι αντιφατικές και αν υπάρχουν λόγοι οι οποίοι φαίνονται στην όψη του εγγράφου οι οποίοι προσφέρουν απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης των μερών, τότε εκείνη η πρόθεση θα επικρατήσει έναντι της φανερής και συνήθους έννοιας των λέξεων».

 

Επικρατεί η ρητή και φυσιολογική ερμηνεία των λέξεων των συμφωνιών που είναι πλήρεις και περιεκτικοί ως προς τα συμφωνηθέντα  και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας εξαιτίας άλλων παραγόντων που να επιδρούν στο περιεχόμενο του κειμένου. (the four corners of the agreement). Μοναδικό ζήτημα για το οποίο χρειάζεται η προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας για να καλύψει το κενό, είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των δύο συμφωνιών, δηλαδή κατά πόσο οι πρόνοιες της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, θα πρέπει να επιδρούν στην ερμηνεία των προνοιών της τριμερούς συμφωνίας. Θα πρέπει να επιτραπεί η εισαγωγή εξωγενούς μαρτυρίας ως προς την επίδραση της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, επειδή το Τεκμήριο 2 περιέχει ρητή αναφορά για την ταυτόχρονη σύναψη του Τεκμηρίου 4 που ήταν το έναυσμα και αιτία οι Ενάγοντες να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας. Η αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ1, καλύπτει το κενό της εξήγησης ότι η Ενάγουσα δεν θα αναλάμβανε το χαρτοφυλάκιο της Commercial Value χωρίς όφελος και με το ρίσκο να κληθεί να πληρώσει απαιτήσεις για τις οποίες δεν είχε εκτιμήσει τους κινδύνους, εκτός και εάν η Εναγόμενη είχε αναλάβει τις δεσμεύσεις που αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 4.

 

Η τριμερής συμφωνία είναι συνοδευτική συμφωνία (collateral Contract) της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου σε σχέση με μελλοντικές δεσμεύσεις της Εναγόμενης έναντι της Ενάγουσας προκειμένου η Ενάγουσα να αναλάβει τις δεσμεύσεις που της αναλογούν στην τριμερή συμφωνία. Είναι κατανοητό, ότι η Ενάγουσα δεν θα εκτελούσε τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις χωρίς ουσιαστική αντιπαροχή, εκτός και εάν ταυτόχρονα η Εναγόμενη αναλάμβανε να καταστεί συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος για να έχει όφελος από τη συνεργασία.

Στην αγγλική υπόθεση J Evans & Son (Portsmouth) Ltd. v Andrea Merzario Ltd [1976] 2 ALL ER 930, το Δικαστήριο επεξήγησε ότι σε συνθήκες που συνάπτεται συμφωνία με τη ρητή υπόσχεση εκπλήρωσης συγκεκριμένου όρου που να αφορά μελλοντική συμπεριφορά του προσώπου που προβαίνει στην υπόσχεση ώστε το άλλος μέρος να βασιστεί στην υπόσχεση προκειμένου να συνάψει τη συμφωνία, τότε η υπόσχεση καθίσταται μέρος της συμφωνίας και απαράβατος όρος αυτής.

 

‘When a person gives a promise or an assurance to another intending that he should act on it by entering into a contract and he does act on it by entering into the contract we hold that it is binding’. In those circumstances it seems to me that the contract was this “ If we continue to give you business you will ensure that those goods in containers are shipped under deck’.

 

Τα πράγματα είναι ως τα ανέφερε ο ΜΕ1. οι Εναγόμενοι είχαν την ηθική και συμβατική υποχρέωση να αναλάβουν τις δεσμεύσεις που τους αναλογούσαν στη βάση της συμφωνίας  συνδεδεμένου ασφαλιστικού αντιπροσώπου. Αυτό επειδή η υπόσχεση ανάληψης των συγκεκριμένων υποχρεώσεων της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, ήταν η αιτία οι Ενάγοντες  να πειστούν να αναλάβουν την έκδοση νέων ασφαλιστηρίων προς αντικατάσταση των ασφαλειών της Commercial Value με το συνεπαγόμενο κόστος και κίνδυνο που εμπεριείχε τέτοιο εγχείρημα για τους Ενάγοντες. Εξάλλου στο προοίμιο της συμφωνίας, γίνεται ρητή αναφορά στο γεγονός της σύναψης της τριμερούς συμφωνίας για το οποίο η Ενάγουσα δεν είχε κανένα όφελος ενόψει της ταυτόχρονης σύναψης της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου.

 Δεν υπάρχει πρόνοια των δύο συμφωνιών που να έρχεται σε αντίθεση με τη θέση, ότι η Ενάγουσα θα αναλάμβανε μόνο δεσμεύσεις από το Τεκμήριο 2 ενόψει των δικαιωμάτων που θα αποκτούσε δυνάμει του Τεκμηρίου 4. Περαιτέρω, το Τεκμήριο 2 ήταν εμπορικά εφικτό για την Ενάγουσα ενόψει της σύναψης του Τεκμηρίου 4. Το γιατί για τη σύναψη της συμφωνίας Τεκμήριο 2 εξάγεται λογικά ενόψει των ωφελημάτων που θα αποκτούσε η Ενάγουσα από τη συμφωνία Τεκμήριο 4, παρά του ότι η κάθε συμφωνία είναι αυτοτελής και καθαρή ως προς το νόημα της και επιδέχεται ερμηνείας με βάση των ρητών προνοιών της κάθε συμφωνίας. Η σύγχρονη προσέγγιση ερμηνείας προνοιών  συμβάσεων, θα πρέπει να γίνει υπό τον φακό του ρεαλισμού και της κοινής λογικής.

To assimilate the way in which documents are interpreted by judges to the common sense principles by which any serious utterance would be interpreted in ordinary life ( βλ. Investors Compensation Scheme v West Bromwich Building Society [1998] 1 W.L.R. 896,912.

Ως επεξηγείται ανωτέρω, ενόψει της περιεκτικότητας της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού αντιπροσώπου, η διεργασία εξαγωγής της πρόθεσης των μερών, δεν δικαιολογεί απόκλιση από τις ρητές δεσμεύσεις που καταγράφονται στην εν λόγω συμφωνία. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι το έργο της ερμηνείας της συμφωνίας παραπέμπει  σε μηχανιστική ερμηνεία της κάθε συγκεκριμένης λέξης και όρων της συμφωνίας. Η λεκτική διατύπωση των συμφωνηθέντων, αναμφίβολα περιορίζει την ερμηνεία που μπορεί να επιδέχεται η συμφωνία, αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι δεν θα λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό πλαίσιο και οι συνθήκες υπό τις οποίες κατέληξαν τα μέρη στη συμφωνία ‘a word is not a crystal, transparent and unchanged it is the skin of a living thought and may vary greatly in color and content according to the circumstances and the time in which it is used’ (Towne v Eisner (1918) 245 US 416,425.

Ως προς τα γεγονότα και τις συνθήκες που πλαισιώνουν τη σύναψη της συμφωνίας, είναι ευτύχημα που το Δικαστήριο δύναται να αντλήσει καθοδήγηση από αυτά που ανέφερε ο ΜΕ1, ο οποίος ήταν παρών σε όλες τις διαπραγματεύσεις. Παρέχουν επίσης διαφώτιση έγγραφα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως τα ηλεκτρονικά μηνύματα που καταδεικνύουν τις επικοινωνίες των μερών και που απαρτίζουν το σκηνικό που διαδραματίστηκε λίγο πριν τη διακοπή της συνεργασίας των μερών. Με βάση το Τεκμήριο 4, η Εναγόμενη είχε αναλάβει τη ρητή υποχρέωση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια και φροντίδα να διαθέτει και να προωθεί τα προϊόντα του παραρτήματος A. Η Εναγόμενη δεν είχε τη ρητή υποχρέωση να παράξει και να εξασφαλίσει για την Ενάγουσα συγκεκριμένο επίπεδο και ποσότητα κύκλου εργασιών, αλλά η πρόνοια 4.3 της συμφωνίας, να διαθέτει αποκλειστικά και μόνο τα ασφαλιστικά προϊόντα της ασφαλιστικής επιχείρησης της Ενάγουσας, σίγουρα δεν θα επέτρεπε επί παραδείγματι, στην Εναγόμενη να συνάψει ασφαλιστικά συμβόλαια για ευθύνη εργοδότη που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A με άλλον ασφαλιστικό οργανισμό. Όμως εκεί που διαφαίνεται ολοκάθαρα η παραβίαση των συμφωνηθέντων από ενέργειες των λειτουργών της Εναγόμενης, είναι αναφορικά με τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Εναγόμενη στη βάση των προνοιών 10.2 και 10.3 της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου. Η πρόνοια 10.2 προνοεί, ότι η Εναγόμενη είχε υποχρέωση να προβεί σε πρόσκληση προσφορών για συνεργασία και αφού επιλέξει την πλέον συμφέρουσα για τον ίδιο προσφορά, μετά να καλέσει την Ενάγουσα και να της παραχωρήσει το δικαίωμα άρνησης κατά προτεραιότητα για να καταρτίσει μαζί της σύμβαση, με τους όρους της εν λόγω προσφοράς. Στη βάση της αλληλογραφίας που έχει τεθεί ενώπιον μου, προκύπτει ότι οι λειτουργοί της Εναγόμενης, δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους της πιο πάνω ξεκάθαρης πρόνοιας ως προς την υποχρέωση της Εναγόμενης στη βάση της συμφωνίας. Προς επεξήγηση επί τούτου, η επιστολή Τεκμήριο 8 είναι σχετική. Προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής, ότι ο εκτελεστικός διευθυντής της Ενάγουσας, διαμήνυσε στους λειτουργούς της Εναγόμενης, ότι επέμεναν σε μέθοδο που ήταν κατά παράβαση των συμφωνηθέντων. Επίσης σχετικό είναι το Τεκμήριο 10, το περιεχόμενο του οποίου παρατίθεται για ευκολία πιο κάτω.

«We refer to your e-mails dated 18/10/2013 and 19/12/2013 in response to the Bank’s e-mails and reminders (attached) to submit your tender proposal for the above insurance policies. In your reply you state that our position stands as know it from previous e-mails as per out contract. We would like to note the following:

1.    The bank has the right to seek tenders from various insurance agents and companies and execute the Policies with the company which shall provide the most competitive offer.

2.    The above practice is not contrary to the Tied Agent Agreement signed between us.

3.    In any event. Gan has not forwarded such tenders to the Bank for evaluation on time and such failure is the reason for not proceeding with the renewal of the above Policies with Gan.

4.    In light of the above, and in view of the imminent danger of the Bank being left uninsured the Bank has decided to proceed with the renewal of its above Policies.

This letter is send with full reservation of Bank’ s rights.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος, ήταν και η επιστολή των Εναγομένων ημερομηνίας 28/06/2013. (Τεκμήριο 9) Επέμεναν στο δικαίωμα της Εναγόμενης να λάβει προσφορές από διάφορους ασφαλιστικούς αντιπροσώπους και ανταγωνιστές της Ενάγουσας για τις ασφαλιστικές  δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στη συμφωνία συνδεδεμένου αντιπροσώπου χωρίς αναφορά στο δικαίωμα  των Εναγόντων να έχουν προτεραιότητα έναντι των ανταγωνιστών. Αντί   να καλέσουν τους Ενάγοντες να διαπραγματευτούν, έθεσαν ως όρο για την όποια διαπραγμάτευση, όπως η Ενάγουσα τους προμηθεύσει με δική της προσφορά. Και ενώ δεν καλούσαν την Ενάγουσα σε διαπραγματεύσεις, αρνήθηκαν να θέσουν υπόψη της Ενάγουσας την ανταγωνιστική προσφορά, ούτως ώστε η Ενάγουσα ουσιαστικά και πρακτικά να ασκήσει το δικαίωμα right of first refusal, δικαίωμα που της εγγυάται η συμφωνία.

 

Είναι ορθό ότι η Ενάγουσα είχε δυνάμει τον όρο 4.3 της συμφωνίας, την υποχρέωση η προτεινόμενη ασφάλιση να γίνεται με ανταγωνιστικούς όρους, όμως ως προς την επίτευξη αυτού το πολύ πρακτικού όρου, η συμφωνία Τεκμήριο 4 δεν είναι πλήρης και περιεκτική. Αναπληρώνει το κενό ως προς τη συνεννόηση των μερών, για το τι συνίστατο διαπραγμάτευση σε σχέση με αυτό το σημείο, η αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ1. Το να ασκήσει ουσιαστικά η Ενάγουσα το δικαίωμα της πρώτης άρνησης ώστε η προτεινόμενη ασφάλιση να δίδεται με ανταγωνιστικούς όρους, δεν ήταν μόνο ζήτημα σύγκρισης των τιμών και της επιλογής από την Εναγόμενη, της χαμηλότερης τιμής. Επεξήγηση για το τι θα έπρεπε να περιλαμβάνει η κάθε προσφορά, καταγράφεται στην παράγραφο 4.2 της συμφωνίας. Δηλαδή είναι τα κριτήρια της συμμετοχής, τα χαρακτηριστικά των ασφαλιστικών προϊόντων ή της ομάδας ασφαλιστικών προϊόντων, το ελάχιστο ποσό της κάλυψης για κάθε ασφαλιστικό προϊόν, η τιμολόγηση, τα ασφάλιστρα για κάθε ασφαλιστικό προϊόν, η ομάδα ασφαλιστικών προϊόντων και οι όροι ανανέωσης των ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Τούτα δεν μπορούσαν να καθοριστούν για να φανεί ποια προσφορά θα ήταν η ανταγωνιστική, χωρίς διαβούλευση με τον συνδεδεμένο ασφαλιστικό σύμβουλο. Επομένως, η αυθαίρετη επιμονή των λειτουργών της Εναγόμενης, η Ενάγουσα απλά να της αποστείλει προσφορά με τιμή χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση και χωρίς διαπραγμάτευση, συνιστά απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και ορθώς η Ενάγουσα δεν απέστειλε τέτοιαν προσφορά που θα λειτουργούσε ως απεμπόληση των συμβατικών της δικαιωμάτων και ανάληψη ευθύνης σε σχέση με την έκδοση ασφαλιστικών συμβολαίων, χωρίς να γνωρίζει το ρίσκο που θα αναλάμβανε, το κόστος του ρίσκου που θα αναλάμβανε και ούτω καθ' εξής.

 

Το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν εξέδωσε τα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια εντός 2 ημερών ως προνοούσε η τριμερής συμφωνία, δεν καθίσταται παράβαση των συμφωνηθέντων, ενόψει της πρόνοιας 4.2 του συμβολαίου συνδεδεμένου αντιπροσώπου. Ο ΜΕ1 εξήγησε προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, τι σημαίνει έκδοση νέων συμβολαίων και ποιες είναι οι αναγκαίες διεργασίες που ακολουθούνται κάθε φορά προκειμένου να εκδοθεί ασφαλιστικό συμβόλαιο. Εξήγησε επί παραδείγματι, γιατί κάποια υποστατικά δεν μπορούσαν να ασφαλιστούν. Κατόπιν διαβούλευσης με τους Εναγόμενους συμφωνήθηκε για παράδειγμα, αν το υποστατικό ήταν μπυραρία ή ότι αφορούσε ξύλινη κατασκευή, μικρός αριθμός συμβολαίων να μην ανανεωθούν. Αυτό ήταν αναγκαίο να μην το αναλάβουν, επειδή θα αλλοίωνε κατακόρυφα το κόστος και το είδος της ανάληψης του κινδύνου που είναι βασικός παράγοντας σε σχέση με την έκδοση ασφαλιστικών συμβολαίων. Παράλληλα, η ουσία της συμβατικής υποχρέωσης των Εναγόντων βάσει της τριμερούς συμφωνίας που ήταν να καλύψει το κενό αναφορικά με την πληρωμή των αντασφαλιστών, είναι υποχρέωση που εκπληρώθηκε από την Ενάγουσα. Περαιτέρω, κατά τον επίδικο χρόνο μετά την έκδοση των συγκεκριμένων συμβολαίων, συνέχισε περαιτέρω συνεργασία μεταξύ των μερών μέχρι τουλάχιστον το έτος 2013. Αυτό αποδεικνύει ότι οι  Εναγόμενοι θεωρούσαν ότι η Ενάγουσα, είχε προβεί σε ουσιαστική υλοποίηση των συμφωνηθέντων.

 

Η έκδοση των νέων ασφαλειών, εμπερικλείει ως προϋπόθεση για την έκδοση των νέων ασφαλιστών, την πληρωμή αντασφαλίστρου για τη συγκεκριμένη  συμφωνία. Αυτή είναι ικανοποιητική απόδειξη για το ότι η Ενάγουσα πλήρωσε τις €38.000, προκειμένου να συμμορφωθεί με την τριμερή συμφωνία. Επίσης εκ του γεγονότος ότι εκδόθηκαν τα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια, αποδεικνύονται τα πραγματικά έξοδα στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας του ΜΕ1, για την έκδοση των εν λόγω συμβολαίων όπως πληρωμή τελών και χαρτοσήμων.

 

Ως προς τον ισχυρισμό των Εναγομένων για παραβίαση του όρου 6.1 της συμφωνίας του Τεκμηρίου 4, τέτοια παράβαση δεν τεκμηριώνεται. Για να δικαιούται η Εναγόμενη το ελάχιστο ποσό των €100.000, θα έπρεπε ο συνδεδεμένος ασφαλιστικός σύμβουλος, να εισάγει κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, κατ' ελάχιστο €80.000 ετήσια σε αξία νέα ασφαλιστήρια στο χαρτοφυλάκιο τους και αν δεν τηρηθούν τα ανωτέρω, τότε δεν θα είναι πλέον εγγυημένη η αμοιβή του συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου και θα καταβληθούν οι πραγματικές προμήθειες που δικαιούται. Η Εναγόμενη δεν απέδειξε κάτι τέτοιο σε σχέση με την περίοδο που η συμφωνία ήταν σε ισχύ, ώστε να δικαιούται την εγγυημένη αμοιβή ή έστω την πραγματική προμήθεια που δικαιούται. Προσκόμισε στοιχεία μόνο σε σχέση με το ύψος του κύκλου εργασιών της Ενάγουσας για ολόκληρη την περίοδο 2010-2013. Αντίθετα, προσκόμισε η Ενάγουσα μαρτυρία που καταδεικνύει ότι καθ' όλην τη διάρκεια της ισχύος του συμβολαίου, είχαν εκδοθεί ασφαλιστικές καλύψεις που αφορούν το παράρτημα A σε εταιρείες ανταγωνιστικές της Ενάγουσας, όπως αυτή της ευθύνης εργοδότη εντελώς εκτός του γράμματος και του πνεύματος της συμφωνίας. Βέβαια δόθησαν διάφορες εξηγήσεις γι’ αυτά τα ζητήματα που αποκαλύπτονται από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας των μερών ώστε να διασωθεί η συνεργασία και με αποτέλεσμα, να μην διακοπεί η συνεργασία των μερών προ του 2013.Ομως στη βάση αυτής της αλληλογραφίας, φαίνεται ότι οι σχέσεις των μερών ήταν τεταμένες, διότι δημιουργήθηκε η εντύπωση στην Ενάγουσα ότι η Εναγόμενη με τη συμπεριφορά της, υπέσκαπτε και πήγαινε πίσω από τον πλάτη του αντισυμβαλλόμενου της προς παραβίαση των συμφωνηθέντων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αντικρούστηκε η μαρτυρία του ΜΕ1 ο οποίος αναφέρθηκε σε συνάντηση των μερών εις την οποίαν έγινε συμψηφισμός των απαιτήσεων των Εναγομένων σε σχέση με την προμήθεια την οφειλόμενη, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται κανένα ποσό. Επομένως στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω σε εύρημα ότι οι Εναγόμενοι δεν εκπλήρωσαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις. Διαμήνυσαν στους Ενάγοντες με επιστολή ημερομηνίας 15/01/2014, με την οποίαν τους ανακοίνωσαν ότι δεν θα ανανέωναν τη συμφωνία και δεν θα έδιναν το δικαίωμα στην Ενάγουσα να αρνηθεί πρώτα να είναι ο ασφαλιστικός συνεργάτης των Εναγομένων. Ως επακόλουθο, επήλθε διάρρηξη της συμφωνίας με υπαιτιότητα των Εναγομένων.

 

Ενόψει αυτής της διαπίστωσης και το εύρημα μου, πιο πάνω, ότι οι πρόνοιες του Τεκμηρίου 4 ως προς τη συμπλήρωση των συμφωνηθέντων, θα πρέπει να συνδυαστούν μαζί με τις πρόνοιες του Τεκμηρίου 2 ώστε να εξαχθεί η πραγματική πρόθεση των μερών, κρίνω ότι η Ενάγουσα ανέλαβε τις υποχρεώσεις της βάσει της τριμερούς συμφωνίας, διότι βασίστηκε στα συμφωνηθέντα και στις υποσχέσεις των Εναγομένων στη βάση του Τεκμηρίου 4. Η Εναγόμενη παραβίασε τα συμφωνηθέντα, επειδή δεν είχε μόνο την ηθική υποχρέωση, αλλά και τη συμβατική υποχρέωση να αποκαταστήσει την Ενάγουσα για τη ζημιά που υπέστη, ως συμβαλλόμενο μέρος που εκτέλεσε τις υποχρεώσεις της στο ακέραιο με βάση την τριμερή συμφωνία και είχε το συμβατικό δικαίωμα να επιμένει στην εκτέλεση των όρων της συμφωνίας συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου.

 

Υιοθετώ και αποδέχομαι την πιο πάνω αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ1, ότι το μέτρο αποζημιώσεως σε σχέση με την πληρωμή των αντασφαλίστρων ανέρχεται στο ποσό των €38.000 πλέον νόμιμο τόκο, δαπάνη που προβλέφθηκε στην τριμερή συμφωνία και που εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να το επωμιστεί η Ενάγουσα ενόψει του γεγονότος ότι εξέδωσε νέες ασφαλιστικές καλύψεις, του καταλόγου που της προμήθευσε η Commercial Value. Επίσης στη βάση της διάρρηξης της συμφωνίας, δικαιούται και όλα τα έξοδα της, ήτοι το ποσό των €12.500 για χαρτοσήμανση και τέλη έκδοσης των ασφαλιστηρίων. Ως προς τις €15.000 που αξιώνουν για δαπάνες της Ενάγουσας για υποστήριξη των δραστηριοτήτων της σε συμμόρφωση με τις συμβατικές τις υποχρεώσεις δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας και της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, κρίνω ότι οι Ενάγοντες δεν προσκόμισαν χειροπιαστή και συγκεκριμένη μαρτυρία για να αποδείξουν τη συγκεκριμένη δαπάνη. Όπως υπέδειξε κατ’ επανάληψη το Ανώτατο Δικαστήριο, οι ειδικές αποζημιώσεις θα πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση, να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, με σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία. (βλ. Πίριλλου ν. Κονναρή 1 ΑΑΔ 1153 (2000). Πέραν του ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να προσκομίσουν ικανοποιητική μαρτυρία για να αποδείξουν τις συγκεκριμένες ειδικές ζημιές, απέτυχαν να αποδείξουν ότι κατέβαλαν προσπάθειες ελαχιστοποίησης της συγκεκριμένης ζημιάς σε συμμόρφωση με τη γενική αρχή, ότι θα έπρεπε η Ενάγουσα να καταβάλει όλες τις προσπάθειες της να μειώσει τις ζημιές. Ούτε αποδείχθηκε ότι η συγκεκριμένη δαπάνη για το προσωπικό της αφορούσε και διατηρήθηκε μόνο γι’ αυτήν τη δραστηριότητα της Ενάγουσας και καμιά άλλη δραστηριότητα ως επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον γενικό ασφαλιστικό κλάδο. Όσον αφορά την αξίωση της Ενάγουσας σε σχέση με τα μη κερδηθέντα ασφάλιστρα που θα έπρεπε να επιστρέψουν δυνάμει της τριμερούς συμφωνίας και  ενόψει του γεγονότος ότι η Ενάγουσα εξέδωσε νέα ασφαλιστικά συμβόλαια, δεν έχει προσκομίσει μαρτυρία ότι το όφελος αυτό, το καρπώθηκε η Εναγόμενη ώστε να το ζητεί έναντι της Εναγόμενης. Περαιτέρω, αυτή η υπόθεση εντάσσεται στις περιπτώσεις στις οποίες είναι δύσκολο να γίνει υπολογισμός της απώλειας του κέρδους της Ενάγουσας, ως αποτέλεσμα της διακοπής της συνεργασίας των μερών. Η μαρτυρία του ΜΕ1 επί αυτού του σημείου, δεν ήταν καθοριστική και περιορίστηκε να αναφέρει, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, το εκδοθέν κέρδος της ασφαλιστικής επιχείρησης αφαιρουμένων όλων των εξόδων της έκδοσης των ασφαλιστικών συμβολαίων, ανέρχεται περίπου στο 5% .Το τι γίνεται συνήθως ως επιχειρησιακή πρακτική, δεν είναι ικανοποιητική μαρτυρία για να υπολογιστούν οι απώλειες της Ενάγουσας σε σχέση με πιθανά κέρδη από την εκτέλεση της συμφωνίας. Σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατό να υπολογιστεί η ζημιά που να αφορά κέρδος σε χρήμα, το Δικαστήριο επιδικάζει ζημιές που αφορούν την αποκατάσταση του αθώου μέρους. 

 

Εκείνο που επεξηγήθηκε στην υπόθεση Δάφνος ν. Καλησπέρα 1 ΑΑΔ 881 (1998), είναι ότι κατά τον χρόνο που η θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας καθίσταται νομικά ανέφικτη, καθορίζεται η ζημιά σε χρήμα. Η ζημιά αυτή αποκρυσταλλώνεται κατά τον χρόνο διάρρηξης της συμφωνίας. Δεν συμπεριλαμβάνονται ζημιές που δεν ήταν λογικά προβλέψιμες κατά τον χρόνο σύναψης της συμφωνίας. Ο λόγος για την εφαρμογή τέτοιας προσέγγισης στο ζήτημα των αποζημιώσεων είναι επειδή «η αποκατάσταση του αθώου μέρους έχει ως λόγο την τοποθέτηση του στη θέση την οποίαν θα απολάμβανε, αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι τη ζημιά την οποίαν υπέστη προς αντιμετώπιση της διάρρηξης της συμφωνίας». Στην παρούσα περίπτωση, το μέτρο των αποζημιώσεων, είναι το κόστος αποκατάστασης που έχει αποδείξει η Ενάγουσα, ενόψει του γεγονότος ότι εκπλήρωσε στο ακέραιο τις συμβατικές της υποχρεώσεις, ήτοι το ποσό των €38.000 πλέον νόμιμο τόκο και €12.500 πλέον νόμιμο τόκο ως ανωτέρω.

 

Επίσης απορρίπτω την αγωγή σε σχέση με την παράγραφο 14, διότι ακόμα και να δοθεί κατάλογος ασφαλιστηρίων που καταρτίστηκε με τρίτες ασφαλιστικές εταιρείες από πελάτες της Εναγόμενης κατά την περίοδο ισχύος της σύμβασης συνδεδεμένου ασφαλιστικού συμβούλου, δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι τα συγκεκριμένα συμβόλαια χωρίς περαιτέρω μαρτυρία, συνάφθηκαν ως αποτέλεσμα παράβασης των συμφωνηθέντων. Το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα, δεν δικογραφήθηκε με την απαιτούμενη λεπτομέρεια ως προς τα ουσιώδη γεγονότα, ώστε να αποφασίσω ότι η εν λόγω θεραπεία που αφορά αποκάλυψη στοιχείων στηρίζεται σε αγώγιμο δικαίωμα που εκφράζεται με επάρκεια στην έκθεση απαιτήσεως.

 

Τέλος, η ανταπαίτηση της Εναγόμενης, απορρίπτεται επειδή δεν έχει αποδείξει με αξιόπιστη μαρτυρία ότι υπήρχε παραβίαση του όρου 6.1 του Τεκμηρίου 4. Συνεπώς, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης ως η παράγραφος 12(i), ήτοι για το ποσό των €38.000 ευρώ και 12(ΙΙΙ), ήτοι για το ποσό των €12.500 της έκθεσης απαίτησης πλέον νόμιμο τόκο. Επίσης τα έξοδα της αγωγής, επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης, ως αυτά υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

                                                                                                                            (Υπ.)………………

                                                                                                Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο