ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

Αρ. Γενικής Αίτησης: 276/22

Ημερομηνία: 06/03/2024

Επί τοις αφορώσι τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο 22/85 και 68/87 και τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμούς

Ειδοποίηση Έφεσης στην απόφαση του Διαιτητή Σωτήρη Ευαγγέλου ημερομηνίας 18/09/2007

 

Μεταξύ:

1.                                                  Νίκος Παναγίδης

2.                                                Χρίστος Παναγίδης

3.                                                 Αδάμος Χαρίτωνος

                                                                                                                             Αιτητών

                                                                       και

                       Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ

        Καθ’ ης η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κος Κ. Καποδίστριας

Για Καθ’ ης η Αίτηση: κος Α. Κοζάκος

                                                                    ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την Αίτηση Έφεσης, οι Αιτητές-Εφεσείοντες ζητούν την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων:

Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται και να παραμερίζεται η απόφαση του διαιτητή Σωτήρη Ευαγγέλου που εκδόθηκε εναντίον των Αιτητών-Εφεσειόντων και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητων ημερομηνίας 18/09/2007 για το γραμμάτιο με αριθμό [ ] για το ποσό των ΛΚ 39.877,48, ήτοι το ποσό των €73.070,89 με τόκο 9% ετησίως από 18/09/2007 με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των δεδουλευμένων τόκων δύο φορές τον χρόνο μέχρι εξοφλήσεως και με έξοδα ΛΚ 60, ήτοι το ποσό των €109.94 και της εκποίησης της υπ’ αριθμόν Υ11997/2005 υποθήκης ως άκυρης και χωρίς έννομα αποτελέσματα και εσφαλμένης και αντικανονικής και/ή παράνομη και/ή ως νομικά αστήρικτης.

Β. Διάταγμα και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου που να αναστέλλει την εγγραφή και/ή εκτέλεση της απόφασης του διαιτητή Σωτήρη Ευαγγέλου ημερομηνίας 18/09/2007 που εκδόθηκε προς όφελος της Νέας ΣΠΕ Γερίου.

 

Προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι Έφεσης:

Α) Ο διαιτητής, ο τρόπος διορισμού του και ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας, παραβίασε κατάφωρα τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιας δίκης.

Β) Η Διαιτησία διεξήχθηκε παράτυπα και η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα.

Γ) Ο διαιτητής υπερέβηκε την εξουσία και τους όρους εντολής του και εξέδωσε απόφαση εκτός των ορίων του.

Δ) Η ειδοποίηση για κλήση σε διαιτησία, ήταν επί διαφορετικού ποσού για το οποίο τελικά εκδόθηκε διαιτητική απόφαση.

Ε) Η επιβολή επιτοκίου 9% επί όλου του οφειλόμενου υπολοίπου είναι αυθαίρετος, παράνομος και αντισυμβατικός.

Ζ) Η διεξαγωγή διαιτησίας με βάση τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας περί Διαιτησίας, εφαρμόστηκε παράτυπα και ο διαιτητής δεν ενήργησε σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ.4, αλλά ενήργησε αυθαίρετα προχωρώντας στην έκδοση απόφασης και για εκποίηση της υποθήκης άλλου προσώπου στο οποίο δεν δόθηκε ειδοποίηση να παρευρεθεί στη Διαιτησία.

Η) Δεν τηρήθηκαν πρακτικά και δεν αιτιολογήθηκε η έκδοση της απόφασης, η ύπαρξη του χρέους και το επιδικασθέν επιτόκιο.

Θ) Το διατακτικό της απόφασης είναι αόριστο και δεν προκύπτει ξεκάθαρο νόημα αφού αναφέρεται σε αριθμό υποθήκης χωρίς να διευκρινίζεται σε ποιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο έχει αυτή κατατεθεί.

Η νομική βάση της Αίτησης, είναι τα άρθρα 52 και 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, οι περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμοί ΚΔΠ142/87, το άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.3 και οι παλαιοί Θεσμοί της Πολιτικής Δικονομίας.

Η Αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση που έχει συντάξει ο Αιτητής-Εφεσείοντας 3 στις 18/09/2007, δεν θυμάται να είχε κληθεί να παρουσιαστεί σε Διαιτησία στα γραφεία των Εφεσίβλητων για τον αριθμό 721ΧΧΧΧ-2 δάνειο για οφειλές που εγγυήθηκε του Εφεσείοντα 1 μαζί με τον Εφεσείοντα 2. Από την αρχή της έκδοσης του δανείου, γνώριζε για την ύπαρξη της υποθήκης που θα εξασφάλιζε το δάνειο και γι’ αυτό συγκατατέθηκε να εγγυηθεί τον Εφεσείοντα 1 μαζί με τον Εφεσείοντα 2. Η ειδοποίηση Διαιτησίας, δεν επιδόθηκε στον ενυπόθηκο οφειλέτη παρ’ όλο ότι η διαιτητική απόφαση διατάσσει εκποίηση της υποθήκης. Κατά την έκδοση του δανείου, ο ενυπόθηκος οφειλέτης ήταν ο αποβιώσας και ο διαχειριστής αυτού είχε υπογράψει έγγραφα για την εξασφάλιση του εν λόγω δανείου.

Ο Διαιτητής δεν είχε εξουσία να εκδώσει διαταγή για την εκποίηση της υποθήκης και ο ίδιος αποδέχτηκε να εγγυηθεί τον Εφεσείοντα με εξασφάλιση ακινήτου με πολλαπλή αξία. Θα έπρεπε να προηγηθεί της Διαιτησίας, τερματισμός της συμφωνίας και καθορισμός του νέου χρεωστικού επιτοκίου. Ζητεί να του προσκομιστούν τα πρακτικά της Διαιτησίας.

Οι όροι του διαιτητή, δεν του παρείχαν την εξουσία να κεφαλαιοποιήσει τους υπολογισμένους τόκους μέχρι την ημέρα της Διαιτησίας και να εκδώσει απόφαση για μεγαλύτερο ποσό από το αναγραφόμενο στους όρους εντολής, χωρίς να το αιτιολογήσει αυτό. Δεν έλαβε ειδοποίηση για την ύπαρξη της διαιτητικής απόφασης για 15 χρόνια και πρόσφατα έχει επιδοθεί η απόφαση στους Εφεσείοντες 1 και 2. Είναι συνταξιούχος 75 ετών και ο Εφεσείοντας έχει πτωχεύσει. Η απόφαση του διαιτητή ημερομηνίας 18/09/2007 είναι παράνομη και παράτυπη.

Η Καθ’ ης η Αίτηση-Εφεσίβλητη, έχει καταχωρήσει ένσταση και έχει προβάλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

1.    Η Διαιτησία διεξήχθη νόμιμα, νομότυπα και κανονικά και είναι πλήρως έγκυρη και κανονική. Η Διαιτησία και/ή ο Διαιτητής συστάθηκε και έχει διεξαχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και του περί Διαιτησίας Νόμου και με βάση τις πρόνοιες του Συντάγματος και/ή εν πάση περιπτώσει, η Διαιτησία δεν παραβιάζει οποιανδήποτε πρόνοια των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.

2.    Ο διαιτητής διορίστηκε νόμιμα, νομότυπα και κανονικά από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν.22/85, όπως τροποποιήθηκε μέχρι σήμερα και των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών. Εν πάση περιπτώσει, οι Εφεσείοντες έλαβαν εγκαίρως ειδοποίηση για να παραστούν στη διαδικασία Διαιτησίας και ουδέποτε παρουσιάστηκαν για να παρουσιάσουν τη θέση τους.

3.    Ο διαιτητής καμία κακή συμπεριφορά δεν επέδειξε. Τουναντίον, παρείχε προς όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στη διαδικασία το δικαίωμα και ευχέρεια να ακουστούν για οποιαδήποτε εγειρόμενα θέματα πριν εκδώσει την απόφαση. Οι Εφεσείοντες κατ’ επιλογή τους επέλεξαν να μην εμφανιστούν στη διαδικασία και να τοποθετηθούν.

4.    Η απόφαση είναι νόμιμη και κανονική, πλήρως τεκμηριωμένη και εκδόθηκε στα πλαίσια διαφανούς διαδικασίας με βάση τις νομικές αρχές και νομική βάση που διέπουν την έκδοση απόφασης.

5.    Ο διαιτητής δεν ενήργησε παράτυπα και αντίθετα από την προβλεπόμενη διαδικασία, αλλά αντίθετα ενήργησε αυστηρά εντός των πλαισίων της δικαιοδοσίας του, των όρων εντολής του και των εξουσιών του.

6.    Ο διαιτητής ορθά ανέλυσε και εφάρμοσε τις νομικές αρχές αναφορικά με τα επίδικα θέματα, χωρίς οποιανδήποτε λανθασμένη νομική καθοδήγηση από μέρους του.

7.    Η απόφαση εκδόθηκε σύμφωνα με τους περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμους και Θεσμούς, τον περί Διαιτησίας Νόμο, τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, το Σύνταγμα και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης.

8.    Οι Εφεσείοντες και/ή αντιπρόσωποι τους παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν και/ή αμέλησαν να παραστούν στη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς σε διαιτησία.

9.    Η Διαιτησία αυτοτελή και ανεξάρτητη διαδικασία και όχι προστάδιο για την προσφυγή στο Δικαστήριο.

10.  Η μαρτυρία ενώπιον του Διαιτητή παρέμεινε αναντίλεκτη και τα αποδεικτικά στοιχεία κρίθηκαν ικανοποιητικά από τον διαιτητή.

11.  Οι Εφεσείοντες απεμπόλησαν το δικαίωμα της Υπεράσπισης διά της απουσίας τους.

12.  Οι Εφεσείοντες δεν προβάλλουν κανένα ουσιαστικό λόγο που να δικαιολογεί τον παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης.

13.  Η απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη και έγκυρη και πληροί όλες τις προϋποθέσεις που τάσσει η νομοθεσία και η νομολογία.

14.  Η Αίτηση έγινε κακόπιστα, καταχρηστικά, στηρίζεται σε εκ δευτέρας σκέψης γενόμενους ισχυρισμούς και μόνο σκοπό έχει να παρακωλύσει τη διαδικασία και να καθυστερήσει την εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης.

 

Η ένσταση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση που έχει ετοιμάσει λειτουργός για χρόνια για την παρακολούθηση και ανάκτηση χρεών της ΣΕΔΙΠΕΣ. Είναι εξουσιοδοτημένος από τους Εφεσίβλητους να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση και μεταφέρθηκε ως υπάλληλος στην εταιρεία Altamira Asset Management που δυνάμει συμφωνίας διαχείρισης, ενεργεί για λογαριασμό των Εφεσίβλητων.

Η επίδικη διαιτητική απόφαση Τεκμήρια 1 και 2 στην Έφεση, εκδόθηκε υπέρ της νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Γερίου, η οποία κατά ή περί την 24/06/2013 μετατράπηκε σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είτε μετονομάστηκε σε νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Γερίου Λτδ, η οποία δυνάμει έγγραφης συμφωνίας συγχωνεύτηκε με την Περιφερειακή Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λευκωσίας Λτδ.

Περαιτέρω, η Περιφερειακή Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Λευκωσίας Λτδ, σε ειδική Γενική Συνέλευση των μετόχων της αποφάσισαν τη συγχώνευση της εταιρείας τους με τη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ (η αποδεχόμενη εταιρεία) και τη μεταφορά όλων ανεξαιρέτως των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους σε αυτή. Οι μέτοχοι της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας Λίμιτεδ (η αποδεχόμενη εταιρεία) σε ειδική Γενική Συνέλευση τους αποφάσισαν όπως η εταιρεία συγχωνευθεί με την πιο πάνω εταιρείας έχει εγγραφεί στις 21/07/2017 από τον Έφορο Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών και η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λίμιτεδ ως αποδεχόμενη εταιρεία διαδέχεται τη μεταφέρουσα εταιρεία εξ’ ολοκλήρου με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και όλες οι πράξεις τα συμβόλαια και άλλα έγγραφα που θα συνεχίσουν να ισχύουν και περαιτέρω μεταφέρονται σε αυτήν όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της μεταφέρουσας εταιρείας όπως προβλέπεται από το άρθρο 49 (στ) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο. Ο Έφορος Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 49Δ(4) διατάσσει όπως η εγγραφή της Περιφερειακής Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Λευκωσίας Λτδ ακυρωθεί και όπως η εταιρεία αυτή δηλωθεί από 21/07/2017.

Πρόσθετα, η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ με απόφαση της ειδικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, μετονομάστηκε σε Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, με ισχύ από 24/07/2017. Επιπλέον, η Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ έχει αλλάξει σε ‘’Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ’’ με ισχύ από 03/-9/2018. Κατά ή περί την 07/10/2022, η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ δυνάμει του άρθρου του 19(5) του Νόμου 169(Ι)/2015 μεταβίβασε στην Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε ως δανειστής δυνάμει της μεταξύ τους συμφωνίας μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων περιλαμβανομένων και των επίδικων. Τα συμβόλαια και άλλα έγγραφα συνεχίζουν να ισχύουν υπό τη νέα επωνυμία ως εμφαίνεται επί του τίτλου της Έφεσης.

Κατά ή περί την 05/09/2007, οι Εφεσείοντες παρέλαβαν σχετική ειδοποίηση από την τότε Νέα Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Γερίου, την οποίαν ειδοποίηση και υπέγραψαν, για να παρουσιαστούν στις 18/09/2007 σε Διαιτησία σχετικά με την επίδικη διαφορά, για τον επίδικο λογαριασμό 7216042-2. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες 1 και 2, υπέγραψαν προσωπικά την ειδοποίηση, ενώ για τον Εφεσείοντα 3, υπέγραψε αντ’ αυτού η σύζυγος του.

Κατά την ημερομηνία διεξαγωγής της ακρόασης της Διαιτησίας με αρ. Δ/65/3, ήτοι την 18/09/2007, αναφορικά με την υπόθεση αρ.45, ουδείς εκ των Εφεσειόντων εμφανίστηκε στη διαδικασία. Ένεκα του γεγονότος αυτού και αφού ο διαιτητής έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση, τα οποία κατέθεσε ενώπιον του η τότε υπάλληλος της Εφεσίβλητης, ως υπεύθυνη των καθυστερημένων δανείων, αναφορικά με την εν λόγω υπόθεση, ήτοι την υπόθεση με αρ.45, ο διαιτητής κατέληξε στην έκδοση της επίδικης διαιτητικής απόφασης.

Αναφορικά με τον διορισμό του διαιτητή, αυτός ορίστηκε από τον Έφορο Συνεργατικών, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και των Θεσμών 78 και 79. Περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 3, δεν επεξηγούνται τα γεγονότα ή οι λόγοι που να υποστηρίζουν τον πρώτο λόγο Έφεσης.

Οι Εφεσείοντες λαμβάνουν ως δεδομένο ότι έπρεπε να προηγηθεί τερματισμός πριν την ειδοποίηση σε Διαιτησία. Ο τερματισμός δεν είναι προαπαιτούμενος και η ειδοποίηση σε Διαιτησία, αλλά και η διεξαγωγή της Διαιτησίας αποτελεί τερματισμό. Περαιτέρω, η παράλειψη των Εφεσειόντων να καθορίσουν με στοιχεία το τι θεωρούσαν επίδικο ενώπιον του διαιτητή τους αφαιρεί το δικαίωμα να τα θέτουν κατ’ Έφεση.

Η Διαιτησία διεξήχθη νόμιμα, νομότυπα και κανονικά, ο διαιτητής εξέτασε όλες τις παραμέτρους που όφειλε να εξετάσει, αφού του παρουσιάστηκαν όλα τα έγγραφα και αποδεικτικά στοιχεία από πλευράς Εφεσίβλητων προς υποστήριξη της απαίτησής τους. Άλλωστε ουδείς εκ των Εφεσειόντων αμφισβητεί διά μέσου της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την ένσταση, ότι πράγματι υπεγράφη τόσο το δάνειο, όσο και η εγγύηση. Δεσμεύονται από μίαν τέτοια παραδοχή και/ή αναγνώριση χρέους.

Επιπρόσθετα, η διαιτητική απόφαση φέρει τα χαρακτηριστικά έγκυρης απόφασης, αφού είναι διατυπωμένη με σαφές και ξεκάθαρο τρόπο, χωρίς να αφήνει κενά αβεβαιότητας ή ερμηνείας. Κακώς οι Εφεσίβλητοι προσπαθούν να αλλοιώσουν το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης σε σχέση με την υποθήκη, αφού πολύ συγκεκριμένα η διαιτητική απόφαση ορίζει ότι ο πρωτοφειλέτης και οι εγγυητές να πληρώσουν την οφειλή και τόκους, αλληλέγγυα και από το προϊόν που θα προκύψει από την εκποίηση της υποθήκης. Προφανώς όταν αναγράφεται η λέξη ‘’αλληλέγγυα’’ εννοεί ότι το χρέος θα πληρωθεί από κοινού τόσο από τους Εφεσείοντες, όσο και από το προϊόν εκποίησης της υποθήκης. Δεν είναι η περίπτωση που ο διαιτητής εκδίδει διάταγμα εκποίησης της υποθήκης.

Η μη παρουσία των Εφεσειόντων στη διαδικασία της Διαιτησίας τους, εμποδίζει να προβάλλουν όσα τώρα ισχυρίζονται στην παρούσα Έφεση αναφορικά με τον τόκο, καθότι έχουν παραδεχτεί την εγγύηση και την οφειλή διά μέσου της ενόρκου δηλώσεως που συνοδεύει την Έφεση και/ή να θεωρούν τον εαυτό τους αδικημένο, αφού οι ίδιοι επέλεξαν να μην παρουσιαστούν και να προβάλουν οποιονδήποτε ισχυρισμό, κατά τη Διαιτησία.

Αναφορικά με το γεγονός ότι η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε πριν περίπου 15 χρόνια, δεν προκλήθηκε ουδεμία αδικία προς τους Εφεσείοντες, καθότι από τη στιγμή που δεν ανευρέθηκαν, οι γνωστοποιήσεις της διαιτητικής απόφασης, οι οποίες σημειώνεται στον φάκελο του Εφόρου, ότι αποστάλθηκαν και φαίνεται ότι απωλέστηκαν, οι Εφεσίβλητοι πολύ ορθά αποφάσισαν να επιδώσουν ξανά, τη διαιτητική απόφαση ως ορίζει ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου αρ.22/85.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Οι Αιτητές-Εφεσείοντες, είχαν το βάρος να αποδείξουν παρατυπία στη διαδικασία έκδοσης της διαιτητικής απόφασης. Αντ’ αυτού, ο Αιτητής-Εφεσείοντας 3, προέβη σε γενικούς ισχυρισμούς του τύπου, ότι δεν θυμάται να του επιδόθηκε ειδοποίηση για τη διεξαγωγή της διαδικασίας Διαιτησίας. Σε αντίθεση με αυτούς τους γενικούς ισχυρισμούς, η Καθ' ης η Αίτηση Εφεσίβλητη κατέθεσε χειροπιαστά στοιχεία για να αποδείξει ότι η όλη διαδικασία, τηρήθηκε νομότυπα. Ενώπιον του Δικαστηρίου, τέθηκε το Τεκμήριο με υπογραφές των Εφεσειόντων 1 και 2 ότι έλαβαν γνώση της διαδικασίας και την υπογραφή της συζύγου του Εφεσείοντα 3, ότι έλαβε γνώση της ειδοποίησης για την ημερομηνία διεξαγωγής της διαδικασίας της Διαιτησίας. Επίσης τέθηκε ενώπιον μου ο φάκελος της διαδικασίας ΔΛ65/3, στον οποίον περιέχεται όλη η ενημέρωση για τη διαδικασία, τον τόπο και τον χρόνο διεξαγωγής της Διαιτησίας, για το ότι παρουσιάστηκε ως μάρτυρας η υπεύθυνη καθυστερημένων δανείων που κατέθεσε αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη της απαίτησης της Συνεργατικής Εταιρείας. Στο πρακτικό της διαδικασίας, φαίνεται ότι εκείνην την ημέρα ο διορισμένος διαιτητής βάσει του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και του Θεσμού 79 των Θεσμών, ασχολήθηκε με 45 υποθέσεις και μία εξ' αυτών, ήταν και η παρούσα υπόθεση που αφορά το ενυπόθηκο γραμμάτιο με αριθμό [ ]/2 για το οφειλόμενο καθυστερημένο ποσό των ΛΚ39.877 λιρών. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η απόφαση του διαιτητή σε σχέση με τη διαφορά μεταξύ της νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Γερίου και των Αιτητών Εφεσειόντων αναφορικά με το ενυπόθηκο γραμμάτιο με συγκεκριμένο κεφάλαιο και με τόκο 9% από 18/09/2007. Αναφέρεται στη συνέχεια, ότι η ειδοποίηση επιδόθηκε στον πρωτοφειλέτη και στους εγγυητές που δεν παρουσιάστηκαν και λαμβάνοντας υπόψη του τα αποδεικτικά στοιχεία που κατατέθηκαν από την υπεύθυνη των καθυστερημένων δανείων, έκρινε ως ακολούθως:

 

(α) όπως το πιο πάνω γραμμάτιο και οι τόκοι πληρωθούν αλληλεγγύως από τον πρωτοφειλέτη, τους εγγυητές Χρήστο Παναγίδη, Αδάμο Χαρίτωνος και από το προϊόν που θα προκύψει από την εκποίηση της υποθήκης με αρ. Υ11997/05.

(β) έξοδα εκ £60-πληρωθούν αλληλεγγύως από τους ιδίους (ως η παράγραφος α)

Η απόφαση του διαιτητή γνωστοποιείται στους Εναγόμενους με την επίδοση προσωπικής επιστολής.

 

Η απόφαση του διαιτητή, είναι τελεσίδικη, εκτός αν εφεσιβληθεί με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 52(5) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985. Ο περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμος, παραπέμπει στον περί Διαιτησίας Νόμο σε σχέση με τον τρόπο που θα πρέπει να διεξαχθεί η διαιτητική διαδικασία. Το άρθρο 52(5) δεν είναι αντίθετο με τις πρόνοιες του άρθρου 20 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφάλαιο 4. Ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 20, μπορούν να εγερθούν στο στάδιο της Έφεσης της διαιτητικής απόφασης, ως αυτή προβλέπεται από τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985. Στην παρούσα περίπτωση, δεν φαίνεται να προκύπτει παρατυπία από το πρακτικό της Διαιτησίας που επισυνάπτεται προς υποστήριξη της ένστασης. Οι Αιτητές-Εφεσείοντες έλαβαν γνώση της διαδικασίας και αυτό προκύπτει από το πρακτικό της Διαιτησίας, καθώς και από το έγγραφο ειδοποίησης που υπέγραψαν. Τους γνωστοποιήθηκε ο τόπος και ο χρόνος της διεξαγωγής της διαδικασίας. Παρ' όλο ότι ενημερώθηκαν, δεν παρουσιάστηκε κανένας από τους Αιτητές-Εφεσείοντες. Επομένως δεν τίθεται θέμα αντικανονικότητας της διαδικασίας. Επίσης προκύπτει από το πρακτικό της διαδικασίας της Διαιτησίας, ότι η Διαιτησία είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τους Θεσμούς 78 και 79 του περί Συνεργατικών Κανονισμών Θεσμών δυνάμει του άρθρου 53 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985. Ο κανονισμός 79, προβλέπει ότι ο διαιτητής ορίζεται από τον Έφορο, καθώς και ορίζεται το επάγγελμα του και το μέρος διαμονής του. Ο διορισμός του διαιτητή, έγινε διά νόμου με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου. Οι σχετικές πρόνοιες του νόμου είναι ως ακολούθως:

 

Διαιτησία προς επίλυση διαφορών
52.‑(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και του Κώδικα Δεοντολογίας που εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα, με βάση τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προς τα πιστωτικά ιδρύματα και τους δανειζόμενους σχετικά με τη διαχείριση των δανείων ή άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων σε καθυστέρηση, οσάκις εγείρεται οιαδήποτε διαφορά αφορώσα τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας ‑
(α) μεταξύ μελών, πρώην μελών, προσώπων αξιούντων μέσω μελών, καταθετών, οφειλετών ή των εγγυητών τους ή
(β) μεταξύ μέλους, πρώην μέλους ή προσώπου αξιούντος μέσω μέλους, πρώην μέλους ή αποβιώσαντος μέλους ή καταθέτη, χρεώστη ή πελάτη και της εταιρείας, της επιτροπείας ή του συμβουλίου αυτής ή οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας ή
(γ) μεταξύ της εταιρείας ή της επιτροπείας ή του Συμβουλίου αυτής και οιουδήποτε αξιωματούχου, αντιπροσώπου ή υπαλλήλου της εταιρείας ή
(δ) μεταξύ της εταιρείας και οιασδήποτε άλλης εγγεγραμμένης εταιρείας,
η διαφορά αυτή θα παραπέμπεται από την εγγεγραμμένη εταιρεία ή από οποιοδήποτε από τα πιο πάνω πρόσωπα στον Έφορο:
Νοείται ότι:
(α) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, σε καμιά περίπτωση δεν κωλύουν εγγεγραμμένη εταιρεία ή οποιοδήποτε πρόσωπο να προσφύγει σε αρμόδιο Δικαστήριο στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος εναντίον οποιουδήποτε
(β) ως διαφορά που αφορά τις εργασίες εγγεγραμμένης εταιρείας κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, λογίζεται και οποιαδήποτε οφειλή ή απαίτηση εγγεγραμμένης εταιρείας που έγινε αποδεκτή ή που δεν αμφισβητείται.
(2) Ο Έφορος δύναται, με τη λήψη της δυνάμει του εδαφίου (1) παραπομπής:
(α) να επιχειρήσει συνδιαλλαγή της διαφοράς ή
(β) να παραπέμπει τη διαφορά προς επίλυση σε Διαιτησία, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις των Θεσμών που εκδίδονται δυνάμει του εδαφίου (6) ή μέχρι την έκδοσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Διαιτησίας Νόμου και τις διατάξεις των Θεσμών 78 και 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών του 1987 έως 2012.
(3) Σε περίπτωση παραπομπής από τον Έφορο, της διαφοράς σε διαιτητή ή διαιτητές για επίλυση, ο Έφορος κέκτηται εξουσία καθορισμού της αμοιβής αυτού του διαιτητή ή των διαιτητών.

(4) Οποιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση οποιουδήποτε διαιτητή ή διαιτητών, δύναται να υποβάλει Έφεση στο Δικαστήριο εντός είκοσι και μίας ημερών (21) από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της απόφασης.


(5) Αν οποιαδήποτε απόφαση του διαιτητή ή των διαιτητών, με βάση το εδάφιο (2), δεν έχει εφεσιβληθεί στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το εδάφιο (4) ή αν η Έφεση κατ' αυτής εγκαταλειφθεί ή αποσυρθεί, η διαιτητική απόφαση είναι τελική και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο ως εάν αυτή να ήταν απόφαση πολιτικού Δικαστηρίου.

(6) Ο τρόπος διορισμού διαιτητού ή διαιτητών και ο τρόπος καθορισμού και είσπραξης των εξόδων αναφορικά με την επίλυση της διαφοράς και εν γένει οποιοδήποτε θέμα είναι δεκτικό καθορισμού για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ρυθμίζεται με Θεσμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συνεργατικών Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2014, εφόσον εξασφαλιστεί η σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Τράπεζας:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 53 εφαρμόζονται και σε σχέση με Θεσμούς που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου.»

Το άρθρο 20 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφάλαιο 4, συμβαδίζει με τις πρόνοιες του άρθρου 52 πιο πάνω και καθορίζει τις περιπτώσεις που δύναται ο Αιτητής, να αποταθεί για ακύρωση της διαιτητικής απόφασης ως ακολούθως:

 

20.‑(1) Όταν o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επιδεικνύει κακή συμπεριφορά ή χειρίζεται κακώς την υπόθεση, το Δικαστήριο δύναται να τον απομακρύνει.
(2) Όταν
o διαιτητής ή o επιδιαιτητής επέδειξε κακή συμπεριφορά ή χειρίστηκε κακώς την υπόθεση ή όταν η Διαιτησία διεξάχθηκε παράτυπα ή η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε παράτυπα, το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει τη διαιτητική απόφαση.

 
Ως προς την ιδιότητα του διαιτητή, το άρθρο 9 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ.4 πιο κάτω, είναι σχετικό ότι στην περίπτωση που αμφισβητείται η αμεροληψία του διαιτητή δύναται το συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία Διαιτησίας να αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια ακύρωσης του διορισμού του.

 
«9.‑(1) Όταν μια συμφω
vία μεταξύ συμβαλλόμενων προβλέπει ότι οι διαφορές που δυνατό να προκύψουν μεταξύ τους στο μέλλον θα παραπέμπονται σε διαιτητή o οποίος κατονομάζεται ή προσδιορίζεται στη συμφωvία και στη συνέχεια ενώ έχει προκύψει διαφορά, οποιοσδήποτε από τους αντισυμβαλλόμενους, προβάλλοντας ως λόγο ότι o κατονομαζόμενος ή προσδιοριζόμενος διαιτητής δεν είvαι ή δεν δύναται να είvαι αμερόληπτος, αποτείνεται στο Δικαστήριο για άδεια ακύρωσης συνυποσχετικού ή για απαγορευτικό διάταγμα που να παρεμποδίζει οποιονδήποτε άλλον από τους συμβαλλόμενους ή τον διαιτητή να προχωρήσει με τη Διαιτησία, δεν αποτελεί λόγο για απόρριψη της Αιτήσεως το ότι o εν λόγω συμβαλλόμενος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει κατά τον χρόνο της υπογραφής της συμφωνίας ότι o διαιτητής, λόγω της σχέσης του με οποιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους ή της σχέσης του με το ζήτημα που παραπέμπεται, δυνατόν να μην ήταν σε θέση να παραμείνει αμερόληπτος».

Στην παρούσα περίπτωση, οι Αιτητές-Εφεσείοντες δεν αμφισβητούν την αμεροληψία του διαιτητή και δεν ενδιαφέρθηκαν να εμφανιστούν στη διαδικασία, με αποτέλεσμα η διαδικασία να διεξαχθεί στην απουσία τους. Τους κοινοποιήθηκε με επίδοση η ώρα και ημερομηνία της διαδικασίας Διαιτησίας και δεν εμφανίστηκαν να εγείρουν οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τη Διαιτησία. Σε σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται  με την Αίτηση-Έφεσης, όπως επί παραδείγματι το ότι δεν τερματίστηκε το δάνειο προτού διεξαχθεί η Διαιτησία ή αναφορικά με ενδεχόμενες υπερχρεώσεις που ενσωματώνονται στο υπόλοιπο εξαιτίας λάθους υπολογισμού του τόκου, ο διαιτητής δεν είχε ενώπιον του τέτοια ζητήματα προς επίλυση στη Διαιτησία, καθότι οι Αιτητές-Εφεσείοντες δεν εμφανίστηκαν για να αμφισβητήσουν τέτοια ζητήματα. Τέτοια  ζητήματα εγείρονται για πρώτη  φορά 15 χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης και τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης με αφηρημένο τρόπο χωρίς να υποδεικνύονται στο Δικαστήριο συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία υποδηλούν την ύπαρξη τέτοιων προβλημάτων. Περαιτέρω τα ζητήματα που εγείρονται δεν άπτονται με τα ζητήματα αμεροληψίας του διαιτητή ή κακοδικία σε σχέση με τον τρόπο διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας.

 

Στην υπόθεση Κουλλούρου ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Αθηαίνου 1 Α.Α.Δ 987  (2005), το Εφετείο επεξήγησε ότι σε περίπτωση που η Εφεσείουσα παρέλειψε να παρουσιαστεί κατά τη διαιτητική διαδικασία και να υποβάλει τις θέσεις της στην απαίτηση της Εφεσίβλητης, η παράλειψη αυτή είχε αποβεί μοιραία για την τύχη της Αίτησης, τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' Έφεση. Η Διαιτησία δεν είναι και δεν αποτελεί προστάδιο για την προσφυγή στο Δικαστήριο, αλλά αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη διαδικασία με τους δικούς της διαδικαστικούς και αποδεικτικούς κανόνες. Σε εκείνην την περίπτωση, οι Αιτητές έθεσαν διάφορα ζητήματα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με γενικό τρόπο, ως προς τους παράνομους τόκους και ως προς την εικονικότητα της συναλλαγής, χωρίς αυτά τα ζητήματα να είχαν εγερθεί στα πλαίσια της Διαιτησίας. Αποφασίστηκε ότι τέτοια ζητήματα, δεν θα μπορούσε να το κρίνει εξ' υπαρχής το Δικαστήριο, εκτός και αν τα στοιχεία αυτά είχαν τεθεί εξ' αρχής ενώπιον του διαιτητή. Τα άρθρα 19 και 20 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφάλαιο 4, δεσμεύουν το Δικαστήριο και ρητά σηματοδοτούν και καθορίζουν τις εξουσίες που παρέχονται στον διαιτητή. Το Εφετείο εξήγησε ότι η εν τέλει αόριστη θέση που προέβαλε η Εφεσείουσα στην πρωτόδικη δικαστική διαδικασία, δεν υποστηριζόταν από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του διαιτητή και δεν δάνειζαν έρεισμα στις εισηγήσεις της Εφεσείουσας για παράνομους τόκους και εικονικότητα της συναλλαγής. Τα ζητήματα δεν είχαν τεθεί ενώπιον του διαιτητή και τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου με εντελώς γενικό και αόριστο τρόπο.

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England τόμος 2(2023) Arbitration παράγραφος 650: Default of a party:powers of the arbitral tribunal με αναφορά στις πρόνοιες του Αγγλικού περί Διαιτησίας Νόμου του 1996, επεξηγείται ότι στην περίπτωση που παραλείψει μέρος της διαδικασίας να εμφανιστεί κατά τη διαδικασία διεξαγωγής της Διαιτησίας, ενώ έχει ενημερωθεί να παρευρεθεί, τότε σε τέτοιαν περίπτωση, ο διαιτητής δύναται να συνεχίσει τη διαδικασία στην απουσία του ή ως κρίνει ότι είναι δίκαιο, ακόμα και να προχωρήσει στην έκδοση της απόφασης χωρίς να τεθούν υπόψη του παραστάσεις ή μαρτυρία εκείνου του μέρους. Στη συνέχεια μπορεί να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης, ενόψει της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του. Στην παρούσα περίπτωση, ο διαιτητής είχε ενώπιον του τη μαρτυρία που έθεσε υπόψη του η υπεύθυνη των καθυστερημένων δανείων. Είχε ενώπιον του ότι οι πρωτοφειλέτες και εγγυητές του δανείου, δεν είχαν παρουσιαστεί και προχώρησε να εκδώσει την απόφαση. Έκρινε ότι θα έπρεπε να κληθούν οι πρωτοφειλέτες και εγγυητές να πληρώσουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα την εν λόγω οφειλή. Είναι γεγονός, ότι στο σώμα της απόφασης, γίνεται αναφορά στο προϊόν που θα προκύπτει από την εκποίηση της υποθήκης με αριθμό Υ119ΧΧ/05, όμως αυτή η διατύπωση της απόφασης, δεν συνιστά διαταγή όπως προχωρήσει η εκποίηση της υποθήκης. Η ουσία της απόφασης, είναι η διαπίστωση του διαιτητή σε σχέση με τον οφειλέτη και εγγυητές, ότι το χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου οφείλεται και αλληλέγγυα είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν την εν λόγω οφειλή. Οποιοδήποτε σφάλμα στη διατύπωση της απόφασης του διαιτητή ή στη διαδικασία που να μην αφορά την ουσία, δεν επηρεάζουν την εγκυρότητα της διαδικασίας και της απόφασης.

 

Στην αγγλική υπόθεση Termarea SRL v. Rederiaktiebolaget Sally (1979) 2 All ER 989, το Δικαστήριο επεξήγησε ότι παρατυπία στη διαδικασία η οποία δεν επηρεάζει την ουσία της διαιτητικής απόφασης, δεν δικαιολογεί την αμφισβήτηση ή την ακύρωση της διαιτητικής απόφασης.

 

As regards the failure of the two arbitrators to appoint an umpire, as I think they should have done, this was at the most a 'procedural mishap' without any consequential effect on the award: See GKN Centrax Gears Ltd v Matbro Ltd ([1976] 2 Lloyd's Rep 555 at 581582) per Bridge LJ. Apart from this, had the charterers wished to attempt to set aside the award on this ground as amounting to technical misconduct, their proper procedure was to have moved within six weeks of publication to have set aside the award. It is well established that proceedings under s 26 of the 1950 Act to enforce an award as a judgment are not appropriate for raising the issue of misconduct: See Scrimaglio v. Thornett & Fehr. Indeed towards the end of the argument counsel for the charterers admitted that his case depended on lack of jurisdiction.

 

Επίσης Αγγλικό Δικαστήριο στην υπόθεση Weldon Plant Ltd v. The Commission for the New Towns (2001) EWCA Civ 1001, εξήγησε ότι ο διαιτητής είναι υπόχρεος να κοιτάξει μόνο τα θέματα τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον του. Η κάθε πλευρά οφείλει να παρουσιάσει την υπόθεση της, ως προς τα ζητήματα που θέλει να εγείρει. Δεν μπορεί ένα μέρος να αποτύχει να παρουσιάσει την υπόθεση του με τη λεπτομέρεια και τη στοιχειοθέτηση που χρειάζεται και μετά να εισηγηθεί στο Δικαστήριο, ότι ο διαιτητής απέτυχε ή παρέλειψε να διατελέσει το καθήκον του. Το σχετικό απόσπασμα πιο κάτω, είναι ενδεικτικό:

 

Nevertheless, in an arbitration of this kind where a party presents a case with apparent precision and seeks specific sums of money, it is not in my judgment sufficient for a party simply to signal a potential area for the arbitrator to investigate and to decide, but it must also present the case upon which a decision is required. I do not consider that the fact that the issue was raised in Weldon's reply is of itself a reason for saying that it was not an issue in the proceedings, since it is not uncommon for a substantive claim to be made in this way both in arbitration and in litigation. If the other party is prejudiced then it should make an appropriate submission so an appropriate direction is given for the presentation of the claim in its proper place, or for its removal from the proceedings (depending upon the degree of prejudice). Of more moment, however, is the fact that the claim was not quantified. This was clearly not an arbitration in which the arbitrator was expected by the parties to make his own inquiries. The arbitrator had to decide on the claims presented by the parties as set out in extensive written material and other evidence. In my view it is very clear that Weldon did not put forward a claim for the loss of recovery of overheads and profit which was quantified in such a way that the arbitrator could recognise it as an issue to be decided. Accordingly, there was no failure for the purposes of s 68(2)(d) of the 1996 Act. Similarly, I can see no reason why, for example, the arbitrator should have informed Weldon that he was not intending to make a quantified award in respect of this claim in the absence of detailed calculations. It was up to Weldon to put forward its case. Weldon did not do so, and it cannot complain that it was not treated fairly for the purposes of s 68(2)(a) of that Act.

 

Στην παρούσα περίπτωση, το δραστικό μέρος της απόφασης, δεν αφορά τον ενυπόθηκο οφειλέτη. Αφορά τον πρωτοφειλέτη και τους εγγυητές και εφόσον το δραστικό μέρος της απόφασης δεν αφορά τον ενυπόθηκο οφειλέτη, δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της διαδικασίας. Ως προς το λεκτικό της απόφασης, δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς το ζήτημα εφαρμογής και εκτέλεσης της απόφασης που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Δεν τίθεται ζήτημα, το Δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση εξαιτίας αμφιβολίας ή ασάφειας ως προς το λεκτικό της απόφασης, όταν το δραστικό μέρος της απόφασης είναι καθαρό ως προς το νόημα της. Το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, για σκοπούς εκτέλεσης της απόφασης, εκτός και εάν το λεκτικό της απόφασης δεν είναι σε μορφή δικαστικής απόφασης που είναι κατανοητή ως προς την εφαρμογή της. (Βλ. Halsbury's Laws of England Fourth Edition Vol. 2 Arbitration par. 713 Enforcement as a Judgement). Στην παρούσα περίπτωση, η διαιτητική απόφαση είναι σαφής ως προς το νόημα της ως διαταγή που επιτάσσει την πληρωμή χρημάτων σε αντιδιαστολή διαιτητικής απόφασης με αντικείμενο δηλωτικού χαρακτήρα θεραπείας. (Βλ. Margulies Bros Ltd ν. Dafnis Thomaides & Co (UK0 Ltd. [1958] 1 ALL ER 172. Η αναφορά σε υποθήκη από την οποίαν θα μπορούσε να εισπραχθεί το οφειλόμενο ποσό από τους Αιτητές-Εφεσείοντες, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαιτητικής απόφασης που αφορά την πληρωμή χρημάτων που οι Αιτητές-Εφεσείοντες καλούνται να πληρώσουν. Το περιεχόμενο της απόφασης, δεν δημιουργεί ασάφεια ή αμφιβολία ως προς το οφειλόμενο ποσό και ως προς το ζήτημα της εκτέλεσης της απόφασης εναντίον όλων των Αιτητών-Εφεσειόντων ως αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα υπόλογοι για την πληρωμή του οφειλόμενου ποσού. Είναι  διαιτητική απόφαση που μπορεί να εκτελεστεί ως χρηματική οφειλή. Δεν τίθεται ζήτημα ακυρότητας της απόφασης εξαιτίας ασάφειας ή ανεπαρκών στοιχείων της απόφασης.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι έχουν περάσει 15 χρόνια από την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, σχετική είναι η απόφαση Στυλιανού ν. Συνεργατική εταιρεία Δευτεράς‑Ανάγυιας Πολιτική Έφεση 92/14 ημερομηνίας 22/04/2021, ECLI:CY:AD:2021:A168 όπου λέχθηκε ότι για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός ενόψει του ότι βασική προϋπόθεση εγγραφής της απόφασης, είναι η διαπίστωση ότι η εν λόγω απόφαση φέρει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης και ότι γνωστοποιήθηκε στα πρόσωπα εναντίον των οποίων στρέφεται. Το ζήτημα της καθυστέρησης, ενόψει του ότι δεν προδιαγράφεται νομικός περιορισμός για εγγραφή διαιτητικής απόφασης (state of limitations) δεν κρίνεται in abstracto επειδή η Υπεράσπιση των laches στηρίζεται στις αρχές της επιείκειας. Η σύγχρονη προσέγγιση της εφαρμογής της συγκεκριμένης Υπεράσπισης, δεν απαιτεί εξαντλητική έρευνα σε σχέση με όλους τους παράγοντες που προκάλεσαν την καθυστέρηση. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Halsbury's of England Equitable Jurisdiction Τόμος 47 2021 Equitable defenses unconscionable delay (the nature of laches) το κριτήριο που θα πρέπει να έχει κατά νου το Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της Υπεράσπισης, είναι γενικώς κατά πόσο θα προκαλούσε κατάφωρη αδικία (unconscionable) το Δικαστήριο να επιτρέψει στον διάδικο που επωφελείται από τη διαιτητική απόφαση να διεκδικήσει το νομικό του το δικαίωμα ενόψει της καθυστέρησης. Εκείνο που επεξήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Κλεάνθους 1 ΑΑΔ 158(2013) είναι ότι 'το κατά πόσο η συγκεκριμένη αρχή του δικαίου της επιείκειας τυγχάνει εφαρμογής σε μία συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστά θέμα που ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, εξουσία η οποία ασκείται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης και σε ουσιαστικό βαθμό εξαρτάται από το κατά πόσο θα ήταν ή όχι πρακτικά άδικο να δοθεί η αιτούμενη θεραπεία. Ο Εναγόμενος, πέραν της καθυστέρησης, θα πρέπει να επιδείξει και τέτοιες ενέργειες στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι την έγερση της αγωγής, ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της αιτούμενης θεραπείας'.

Στην προκειμένη περίπτωση, η διαιτητική απόφαση αφορά οφειλόμενο χρέος. Στην περίπτωση που εξακολουθεί να οφείλεται το χρέος και η Αιτήτρια απέκτησε έννομο συμφέρον να διεκδικήσει την πληρωμή του χρέους εξαιτίας της απόκτησης της πιστωτικής διευκόλυνσης ως περιουσιακό στοιχείο δυνάμει του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου 169(1)/2015, δεν είναι κατάφωρη αδικία να επιμένει στο νομικό της δικαίωμα για είσπραξη του χρέους.

Οι Εφεσείοντες-Αιτητές, δεν έχουν προβάλει ουσιαστικό λόγο για να αποδείξουν ότι θα ήταν ουσιαστικά άδικο να κληθούν να πληρώσουν οφειλόμενο χρέος που παρέλειψαν να πληρώσουν το 2007. Η Υπεράσπιση της καθυστέρησης, δεν δικαιολογεί την απαλλαγή τους. Η εν λόγω απόφαση, φέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία έγκυρης διαιτητικής απόφασης, φαίνεται ως το πρακτικό της Διαιτησίας ότι έλαβαν γνώση της διαδικασίας έγκαιρα και δεν έδρασαν για να εγείρουν ζητήματα αμφισβήτησης του οφειλόμενου χρέους. Η απόφαση του διαιτητή, εκδόθηκε στα πλαίσια και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/1985. Στην απουσία στοιχείων που να καταδεικνύουν ότι υπήρχε αντικανονικότητα στη διαδικασία υπό την έννοια ότι παραβιάστηκαν κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, δεν θα ήταν ορθό να παρέμβω προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

Ως εκ τούτου, η Αίτηση-Έφεσης απορρίπτεται. Τα έξοδα αυτής, επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση-Εφεσίβλητης και εναντίον των Αιτητών-Εφεσειόντων κατά το 1/3 μερίδιο έκαστος ως αυτά υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

              (Υπ.)…………………

  Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Α. Ε. Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο