Γενική Αίτηση: 199/2022

 

Αναφορικά με τον περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο του 1992, Ν. 69(Ι)/1992, ως έχει τροποποιηθεί

 

και

 

Αναφορικά με το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Wigan Trust» ημερομηνίας 8.7.2004

 

Και

 

Αναφορικά με τα πιο κάτω πρόσωπα και/ή μεταξύ:

 

Marina Vladimirovna Shcherbinina

Αιτήτριας/Δικαιούχου

Και

 

Abacus (Nominees) Limited

Καθ’ ου Αίτηση/Επίτροπος

 

 

Αίτηση από Abacus (Nominees) Limited ημερομηνίας 17.5.2023

για Παροχή Ασφάλειας Εξόδων

 

6 Μαρτίου, 2024.

Εμφανίσεις:

Για Επίτροπο/αιτητή την παρούσα: κα Ηλιάδου δια Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη Δ.Ε.Π.Ε.

Για Αιτήτρια/καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα: κ. Μ. Δημοσθένους δια Π.Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μέσω της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης (στο εξής η «Κυρίως Αίτηση»), η Αιτήτρια, Marina Vladimirovna Shcherbinina (στο εξής η «MVS»), επιδιώκει να λάβει διάφορες πληροφορίες από τον Επίτροπο αναφορικά με το Κυπριακό Διεθνές Εμπίστευμα «The Wigan Trust» ημερομηνίας 8.7.2004 (στο εξής το «Εμπίστευμα»), υποστηρίζοντας ότι τις δικαιούται ως μια εκ των δικαιούχων αυτού.

 

Πολύ συνοπτικά, είναι πρώην σύζυγος του εμπιστευματοπάροχου με τον οποίο έχουν αποκτήσει δύο παιδιά. Η ίδια έχει Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα και διαμένει μόνιμα στη Βρετανία ενώ κατέχει και άδεια παραμονής στην Κύπρο. Ενώ ήταν σε εξέλιξη διαδικασίες στα Αγγλικά Δικαστήρια σε σχέση με το διαζύγιο της με τον εμπιστευματοπάροχο και τη ρύθμιση των περιουσιακών τους, ως αποτέλεσμα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Επίτροπος αποφάσισε τον τερματισμό του Εμπιστεύματος και διανομή της περιουσίας. Η θέση της MVS είναι ότι η απόφαση αυτή του Επιτρόπου είναι λανθασμένη γιατί το Εμπίστευμα δεν εμπίπτει στις κυρώσεις. Μέσω της Κυρίως Αίτησης ζητά όπως ο Επίτροπος διαταχθεί να παρέχει διάφορες πληροφορίες αναφορικά με την περιουσία του Εμπιστεύματος και τη διαχείριση της.

 

Ο Επίτροπος έχει καταχωρήσει ένσταση στην Κυρίως Αίτηση. Μεταξύ των λόγω ένστασης που προβάλλει περιλαμβάνεται και η θέση ότι η κυρίως Αίτηση είναι καταχρηστική γιατί εκκρεμεί η προγενέστερη αίτηση 440/2021 μεταξύ των ιδίων διαδίκων, η οποία αφορά αντίστοιχα επίδικα θέματα. Με την αίτηση εκείνη, την οποία καταχώρησε ο Επίτροπος, ένα από τα ζητήματα που εγείρονται είναι κατά πόσο ο Επίτροπος οφείλει να αποκαλύψει έγγραφα και στοιχεία σε σχέση με το Εμπίστευμα στην MVS. Είναι επίσης η θέση του Επιτρόπου ότι η κυρίως αίτηση είναι άνευ αντικειμένου ενόψει του ότι το Εμπίστευμα έχει τερματιστεί με απόφαση του Επιτρόπου από 10.5.2022.

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, ο Επίτροπος ζητά (α) όπως η MVS διαταχθεί να πληρώσει εντός 30 ημερών ποσό €8.127,90 ως ασφάλεια για τα έξοδα του στην Κυρίως Αίτηση, (β) αναστολή της διαδικασίας στην Κυρίως Αίτηση μέχρι τη χορήγηση του ποσού της ασφάλειας εξόδων, και (γ) απόρριψη της Κυρίως Αίτησης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της MVS.

 

Σύμφωνα με τον Επίτροπο, η MVS είναι μόνιμη κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου και έχει Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα. Θέση του Επιτρόπου είναι ότι η MVS δεν έχει καλές πιθανότητες επιτυχίας στην Κυρίως Αίτηση. Υποστηρίζει ότι το ποσό των €8.127,90 συνιστά λογική εκτίμηση των εξόδων που θα δημιουργηθούν μέχρι την εκδίκαση της Κυρίως Αίτησης και η MVS δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο εναντίον των οποίων θα μπορούσε να εκτελεστεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Είναι επίσης η θέση του Επιτρόπου ότι δεν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις που να καθιστούν άδικη τη διαταγή για πληρωμή ασφάλειας εξόδων. Σε αυτή τη βάση ζητά τα διατάγματα που προανέφερα.

 

Η πλευρά της MVS έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Η δική της θέση είναι ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπεται η έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων. Είναι επίσης η θέση της ότι τέτοια διαταγή δεν μπορεί να εκδοθεί ενόψει των προνοιών του περί της Κύρωσης της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου 1986 (Ν. 172/1986) (στο εξής η «Συνθήκη»). Υποστηρίζει, τέλος, ότι το ποσό των εξόδων που έχει υπολογίσει η άλλη πλευρά είναι υπερβολικό ενώ υπέρμετρα στενό είναι το χρονικό περιθώριο στο οποίο η άλλη πλευρά ζητά να γίνει η πληρωμή.

 

Αυτά αναφορικά με τις θέσεις των δύο πλευρών.

 

Για σκοπούς ακρόασης της Αίτησης, οι δύο πλευρές ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει μαζί με τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας. Ξεκινώ με τη θέση της MVS ότι η Συνθήκη εμποδίζει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων διότι, εάν διαπιστωθεί ότι η θέση της MVS είναι ορθή, αυτό θα είναι καθοριστικό για το αποτέλεσμα.

 

Η πλευρά της MVS εστιάζει στις πρόνοιες του άρθρου 17 της Συνθήκης που προνοεί τα εξής:

 

«Waiving of security for legal costs.

Citizens of one Contracting Party who appear before the Courts of the other Contracting Party may not be required to give security for legal costs solely by reason of the fact that they are foreigners or do not have their permanent or their temporary residence in the territory of the Contracting party before whose Courts they appear.»

 

Στη βάση αυτής της πρόνοιας η πλευρά της MVS υποστηρίζει ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων. Προς υποστήριξη της θέσης της, οι συνήγοροι της MVS παραπέμπουν στην απόφαση Romir Monitoring v MB Romir Holdings (2008) 1 ΑΑΔ 106.

 

Η πλευρά του Επιτρόπου με τη σειρά της, υποστηρίζει ότι το άρθρο 17 της Συνθήκης δεν δημιουργεί γενική απαγόρευση για παροχή ασφάλειας εξόδων αλλά εμποδίζει την έκδοση τέτοιας διαταγής σε περιπτώσεις που το διάταγμα ζητείται αποκλειστικά στη βάση ότι ο Ρώσσος υπήκοος είναι αλλοδαπός ή δεν διαθέτει μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία. Οι συνήγοροι του Επιτρόπου παραπέμπουν σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις.

 

Εξέτασα την απόφαση Romir (ανωτέρω) στην οποία βασίζεται η MVS καθώς και τις πρωτόδικες αποφάσεις που αναφέρει ο Επίτροπος. Σε σχέση με την απόφαση Romir (ανωτέρω), αυτό που διαπιστώνω είναι ότι στην υπόθεση εκείνη η πρωτόδικη απόφαση με την οποία διατάχθηκε η παροχή ασφάλειας εξόδων εναντίον Ρωσικής εταιρείας, ανατράπηκε διότι κρίθηκε λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Συνθήκη είχε παύσει να ισχύει. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως δεν αναφέρθηκε στα γεγονότα επί των οποίων είχε ζητηθεί το διάταγμα για ασφάλεια εξόδων, τί δηλαδή είχαν επικαλεστεί οι εκεί αιτητές για να υποστηρίξουν την αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος. Αυτό είναι σημαντικό για το λόγο που θα εξηγήσω στη συνέχεια.

 

Από το λεκτικό του άρθρου 17 της Συνθήκης φαίνεται ότι δεν δημιουργείται μια καθολική απαγόρευση παροχής ασφάλειας εξόδων στην περίπτωση Ρώσων υπηκόων που ενάγουν ή ενάγονται στη Δημοκρατία. Το άρθρο αναφέρει ότι διάδικος «may not be required to give security for legal costs solely by reason of the fact that they are foreigners or do not have their permanent or their temporary residence in the territory» (υπογράμμιση δική μου). Δηλαδή η απαγόρευση ρητά περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου το διάταγμα ζητείται αποκλειστικά στη βάση ότι ο διάδικος είναι αλλοδαπός ή δεν διαθέτει τη μόνιμη ή προσωρινή διαμονή του στη Δημοκρατία.

 

Αυτή η ερμηνεία και προσέγγιση του άρθρου 17 της Συνθήκης ακολουθήθηκε σε διάφορες πρωτόδικες αποφάσεις - τις οποίες επικαλείται ο Επίτροπος - με τις οποίες συμφωνώ. Ενδεικτικά μόνο παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση της έντιμης κας Εφραίμ ΠΕΔ, ως ήταν τότε, στην ενδιάμεση απόφαση της ημερομηνίας 16.6.2020 στην αγωγή 862/2019 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας μεταξύ Ivanov κ.α. ν W.C.S. Worldwide Corporate Services Ltd:

 

«Δεν διαφεύγει την προσοχή του Δικαστηρίου o Κυρωτικός της Συνθήκης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για Παροχή Νομικής Συνδρομής σε θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου Ν.172/86, το άρθρο 17 του οποίου προνοεί τα εξής:

 

[…]

 

Η ισχύς του εν λόγω Νόμου συνεχίζεται και μετά τη δημιουργία της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως διάδοχου κράτους της ΕΣΣΔ, όπως προνοείται στον περί του Πρωτοκόλλου μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για το Ευρετήριο των Διμερών Συμφωνιών που υπογράφηκε στη Μόσχα στις 11.10.00 Ν.34(ΙΙΙ)/01. Είναι ορθή η εισήγηση του δικηγόρου των Αιτητριών πως αυτή η νομοθετική πρόνοια δεν είναι απαγορευτική της έκδοσης διαταγής για ασφάλεια εξόδων εναντίον προσώπου το οποίο διαμένει στη Ρωσία, απλώς απαγορεύει την έκδοση τέτοιας διαταγής στη βάση αποκλειστικά και μόνο του τόπου διαμονής του.

 

Η υπόθεση Romir Monitoring v. MB Romir Holdings Ltd (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 106 όντως διαφοροποιείται από την υπό κρίση περίπτωση καθότι εκεί το μόνο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο ήταν η συνέχιση ισχύος του άρθρου 17 στη Ρωσική Ομοσπονδία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, και με τη διαπίστωση της ισχύος αυτού, χωρίς την προβολή οποιουδήποτε άλλου λόγου, το Εφετείο κατέληξε ότι δεν επιτρεπόταν η έκδοση διατάγματος για παροχή εγγύησης για δικαστικά έξοδα εναντίον πολιτών των συμβαλλομένων μερών.»

 

Επανέρχομαι στην παρούσα περίπτωση. Εάν ο Επίτροπος ζητά την έκδοση διαταγής για παροχή ασφάλειας εξόδων βασιζόμενος μόνο στο ότι η MVS είναι αλλοδαπή ή δεν έχει μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία, τότε το αιτούμενο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί γιατί εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 17 της Σύμβασης.

 

Όμως, αυτό δεν ισχύει εδώ. Όπως, ανέφερα πιο πάνω, ο Επίτροπος επικαλείται όχι μόνο ότι η MVS είναι αλλοδαπή, χωρίς διαμονή (μόνιμη ή προσωρινή) στη Δημοκρατία αλλά και ότι δεν διαθέτει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία εναντίον των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να ικανοποιηθεί απόφαση για πληρωμή εξόδων. Επικαλείται επίσης ότι η κυρίως αίτηση δεν διαθέτει καλές πιθανότητες επιτυχίας.

 

Δηλαδή εγείρονται και άλλες βάσεις επί των οποίων ο Επίτροπος ζητά τη διαταγή ασφάλειας εξόδων, διακριτές από εκείνη που καθορίζει το άρθρο 17 της Σύμβασης. Συνεπώς, η Σύμβαση δεν εμποδίζει την ενδεχόμενη έκδοση σχετικού διατάγματος.

 

Προχωρώ επομένως να εξετάσω εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.60, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών (στη μορφή που ισχύουν για την παρούσα διαδικασία) για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Οι σχετικές διατάξεις της Δ. 60 Θ. 1 προνοούν τα ακόλουθα:

 

          «A plaintiff [...] ordinarily resident out of Cyprus ή Κράτους Μέλους της Ευρωπαϊκής ένωσης may, at any stage of the action, be ordered to give security for costs, though he may be temporarily resident in Cyprus ή σε Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. […]»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό και επιβεβαιώνεται από τη νομολογία[1], η απόφαση αν θα εκδοθεί ή όχι διάταγμα για παροχή ασφάλειας εξόδων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Βοηθητική αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίζει μια αίτηση αυτής της φύσης είναι η ακόλουθη ανάλυση στο σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 4η έκδοση, παρ. 304:

 

«Discretion to order security for costs. The court may order security for costs in the cases in which power to do so exists, only if, having regard to all the circumstances of the case, it thinks it just to do so. The court thus has discretion whether or not to order the security for costs to be given... Thus, if there is a strong prima facie likelihood that the defendant will fail in his defence, he may be refused security, and so also if he admits his liability, even where he counterclaims or admits an amount equal to the security that would have been ordered or if the plaintiff has an unsatisfied judgement against the defendant…»

 

Όπως επεξηγήθηκε στην υπόθεση Genemp Trading Ltd v Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2011) 1 AAD 1314[2]:

 

«Η παροχή ασφάλειας εξόδων συνεπάγεται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τέτοια ασφάλεια διατάσσεται κατά κανόνα όταν ο ενάγων είναι κάτοικος εξωτερικού ή έχει τη συνήθη διαμονή του εκτός δικαιοδοσίας… Στα ευρύτερα κριτήρια για την παροχή ασφάλειας εξόδων συγκαταλέγεται και η δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα διότι αν έχει καλή υπόθεση, η δε υπεράσπιση φαίνεται να μην ευσταθεί, τότε θα ήταν αντίθετο με το πνεύμα της δικαιοσύνης να διαταχθεί η καταβολή ασφάλειας εξόδων επιβραβεύοντας έτσι ουσιαστικά τον εναγόμενο και καθυστερώντας την όλη διαδικασία.»

 

Σε κάθε περίπτωση, είναι πρωταρχικής σημασίας να διαφυλαχτεί η ελεύθερη και απρόσκοπτη πρόσβαση διαδίκων στο Δικαστήριο[3].

 

Με δεδομένες τις πιο πάνω νομικές αρχές, προχωρώ να εξετάσω εάν, στην παρούσα περίπτωση, είναι ορθό να ικανοποιηθεί το αίτημα του Επιτρόπου.

 

Είναι δεδομένο ότι η MVS είναι αλλοδαπή, με Ρωσική και Βρετανική υπηκοότητα, και δεν διαμένει στη Δημοκρατία αλλά στη Βρετανία, δηλαδή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης[4]. Αυτά προκύπτουν από την Κυρίως Αίτηση όπου η ίδια αναφέρει τη διπλή της υπηκοότητα και ότι διαμένει μόνιμα στη Βρετανία. Σημειώνω ότι διαθέτει άδεια διαμονής και στην Κύπρο όμως καμία αναφορά υπάρχει, είτε στα πλαίσια της Κυρίως Αίτησης, είτε στην ένσταση που καταχώρησε στην παρούσα Αίτηση, ότι διαμένει έστω προσωρινά στη Δημοκρατία.

 

Είναι επίσης η θέση του Επιτρόπου ότι η MVS δεν διαθέτει περιουσία, κινητή ή ακίνητη, στη Δημοκρατία εναντίον της οποίας θα μπορούσε να εκτελεστεί διαταγή για πληρωμή εξόδων. Αυτή η θέση δεν αντικρούεται από τη MVS με αναφορά σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο. Η MVS υποστηρίζει ότι ως δικαιούχος του Εμπιστεύματος, έχει δικαίωμα στην περιουσία που της αναλογεί. Όμως δεν μπορεί να εκτελεστεί απόφαση εναντίον περιουσίας ενός εμπιστεύματος μέχρι να μεταβιβαστεί η κυριότητα (legal title) συγκεκριμένου μεριδίου στους δικαιούχους. Μαρτυρία ότι η MVS έχει καταστεί ιδιοκτήτρια περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία μέσω της διανομής της περιουσίας του Εμπιστεύματος, δεν έχει παρουσιαστεί. Ούτε έχω ενώπιον μου στοιχεία ότι το Εμπίστευμα διαθέτει περιουσία στη Δημοκρατία. Σύμφωνα δε με το έγγραφο Εμπιστεύματος, η περιουσία του Εμπιστεύματος φαίνεται να περιλαμβάνει μετοχές μιας εταιρείας εγγεγραμμένης στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, προκύπτει ότι η προσπάθεια εκτέλεσης τυχόν απόφασης για πληρωμή εξόδων εναντίον της MVS αντικειμενικά δεν θα είναι εύκολη. Πρόκειται για πρόσωπο που είναι πολίτης τρίτης χώρας, χωρίς μόνιμη ή προσωρινή διαμονή στη Δημοκρατία και χωρίς περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία.

 

Πέραν και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, δεν διακρίνω ότι η έκδοση τυχόν διατάγματος για παροχή ασφάλειας εξόδων θα είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί η MVS του δικαιώματος να προσφύγει στη δικαιοσύνη[5]. Δηλαδή δεν έχω στοιχεία, ούτε έχει προβληθεί η θέση από την πλευρά της, ότι είναι αδύνατο να ικανοποιήσει οποιοδήποτε διάταγμα.

 

Εξέτασα τις θέσεις του Επιτρόπου ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας της Κυρίως Αίτησης και περί καταχρηστικής συμπεριφοράς από την πλευρά της MVS στην προώθηση της Κυρίως Αίτησης. Η πλευρά της MVS διαφωνεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας και αρνείται ότι ενεργεί καταχρηστικά, για τους λόγους που εξηγεί στην ένσταση της. Οι θέσεις είναι εκ διαμέτρου αντίθετες και σε αυτό το στάδιο είναι πρόωρο να διαφανεί ποια θέση ευσταθεί. Περιορίζομαι να σημειώσω ότι φαίνεται να εγείρονται ουσιαστικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές που χρήζουν εξέτασης και απόφασης στα πλαίσια της εκδίκασης της Κυρίως Αίτησης. Συνεπώς, αυτή η παράμετρος δεν είναι καθοριστική για σκοπούς της Αίτησης.

 

Τέλος, παρά τη θέση που προβάλλεται μέσω της ένστασης ότι η παρούσα Αίτηση είναι αθέμιτη και καταχρηστική, δεν διακρίνω στοιχεία που να παραπέμπουν σε κάτι τέτοιο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα όσα προανέφερα, κρίνω ότι στην προκείμενη περίπτωση είναι ορθό να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Εξέτασα το ύψος του ποσού εξόδων για το οποίο ζητείται η παροχή ασφάλειας, σε συνάρτηση με τον προτιθέμενο κατάλογο εξόδων που επισυνάπτεται στην Αίτηση. Κρίνω ότι τα ποσά που εκεί καταγράφονται είναι λογικά, υπό τις περιστάσεις.

 

Η πλευρά του Επιτρόπου ζητά όπως διαταχθεί η συμμόρφωση της MVS για παροχή ασφάλειας εξόδων εντός 30 ημερών από την έκδοση σχετικού διατάγματος. Η πλευρά της MVS θεωρεί ότι η προθεσμία θα πρέπει να είναι 60 ημέρες. Δεν θεωρώ το χρονικό διάστημα των 60 ημερών υπέρμετρο και μπορεί να εγκριθεί.

 

Καταληκτικά, η Αίτηση εγκρίνεται. Η Αιτήτρια (στην Κυρίως Αίτηση) διατάσσεται να παράσχει ασφάλεια εξόδων του Επιτρόπου  για το ποσό των €8.127,90. Η ασφάλεια εξόδων να παρασχεθεί είτε με κατάθεση του εν λόγω ποσού είτε με την παροχή τραπεζικής εγγύησης, στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου, εντός 60 ημερών από σήμερα. Μέχρι την συμμόρφωση της Αιτήτριας (στην Κυρίως Αίτησης) ή την εκπνοή του χρόνου που έχει καθοριστεί, η διαδικασία της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Γενικής Αίτησης αναστέλλεται. Αν η Αιτήτρια (στην Κυρίως Αίτηση) παραλείψει να παράσχει τη διαταχθείσα ασφάλεια εντός της καθορισμένης προθεσμίας, τότε η υπόθεση θεωρείται ότι έχει εγκαταλειφθεί και θα καταστεί αυτομάτως απορριφθείσα. Σε τέτοια περίπτωση ο Επίτροπος θα δικαιούται τα έξοδα της Γενικής Αίτησης όπως θα υπολογιστούν.

 

Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Επιτρόπου και εναντίον της Αιτήτριας (στην Κυρίως Αίτηση) όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Στην περίπτωση που υπάρξει συμμόρφωση με τη διαταγή για την παροχή της ασφάλειας εξόδων, τότε οποιασδήποτε διάδικος μπορεί να αιτηθεί όπως ο φάκελος τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για περαιτέρω χειρισμό.

 

 

(Υπ.)  ………………………………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Βλ. Sally Line v Greenmar Navigation Ltd, (1993) 1 Α.Α.Δ. 633, Alahmari v Alia The Royal Jordanian Airline (1990) 1Β Α.Α.Δ. 633, Stejaru v Ιωάννου, (2002) 1Β Α.Α.Δ. 909.

[2] Σχετική και η The Continental Insurance Company of Hampshire v Sac Eugene O' Regan (1998) 1 Α.Α.Δ. 1087

[3] Conway v Ηλία (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1653.

[4] Σχετικές οι Alahmari v Αlia the Royal Jordanian Airline (1990) 1 Α.Α.Δ. 434, Elena CharalambousStejaru v Aρέστη Χαραλάμπους Ιωάννου (2002) 1Β Α.Α.Δ 906 και Hampton Advisory Group S.A. v. 1. Bost Ad κ.α (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1416

[5] Θεμιστοκλής Σολωμού Χαραλαμπίδης ν. Ιάκωβου Πέτρου κ.α (2003) 1 Α.Α.Δ. 1698


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο