ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Δικαστήριο Καθορισμού Αποζημιώσεων

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Παραπομπή: 27/21

Μεταξύ:

Χρίστος Ακκελίδης, εκ Λευκωσίας

Απαιτητής

-και-

Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, εκ Λευκωσίας

Αποζημιούσα Αρχή

Αίτηση υπό του Γενικού Εισαγγελέα για παραμερισμό της Απόφασης που εκδόθηκε στις 20.10.22

Ημερομηνία:                                       6η Μαρτίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Αποζημιούσα Αρχή - Αιτήτρια:     κα. Χατζηιωσήφ

Για Απαιτητή – Καθ’ ου η Αίτηση:       κα. Κλεάνθους

Απόφαση

[Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα]

Στις 20.10.22 το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) εξέδωσε ερήμην Απόφαση εναντίον της Αποζημιούσας Αρχής, η οποία παρέλειψε να καταχωρίσει γραπτή έκθεση ή και να εμφανιστεί, ως προνοείται από τον Κανονισμό 6(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Διαδικαστικού Κανονισμού του 1956 (1151/1956). Η Απόφαση εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς Αίτησης του Αιτητή και η διαδικασία προχώρησε με απόδειξη δι’ ενόρκων δηλώσεων του Αιτητή και εγκεκριμένου Εκτιμητή Ακινήτων.

Η κρίσιμη Αίτηση καταχωρίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις 16.6.23 και βασίστηκε μεταξύ άλλων στη Διαταγή 17, θεσμό 10 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού ο οποίος ίσχυε κατά την ημέρα καταχώρισης της.

Συνοδεύτηκε από 2 ένορκες δηλώσεις. Συνοψίζοντας τις, αφενός με την πρώτη, η Ρίτα Ανδρονίκου Χριστοφίδου, Κτηματολογικός Λειτουργός, αναφέρει ότι η επίδοση της Παραπομπής πάσχει καθότι δεν επιδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα αλλά στο Υπουργείο Μεταφορών στις 10.8.21, που δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το θέμα. Επικαλείται, ουσιαστικά, 2 λόγους για τους οποίους η Απόφαση πρέπει να παραμεριστεί: Ο πρώτος αφορά στο ότι η επίδοση της Παραπομπής προς το Υπουργείο Μεταφορών (το «Υπουργείο») πάσχει ενόψει των προνοιών των Άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου και Κανονισμού 4 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Διαδικαστικού Κανονισμού του 1956 (1151/56) και συνεπώς η απόφαση θα παραμεριστεί ως χρέος προς τη Δικαιοσύνη (ex debito justitiae) και ο δεύτερος στο ότι η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα έχει καλή και βάσιμη υπεράσπιση και πρέπει το Δικαστήριο να την ακούσει. Σημειώνει δε ότι οι ενέργειες για επιδίωξη του παραμερισμού της Απόφασης ήταν άμεσες, ευθύς μετά που η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα πληροφορήθηκε για την έκδοση της Απόφασης. Εκείνη ήταν και η μέρα, κατά την οποία πληροφορήθηκαν και για την εν θέματι παραπομπή. Με τη δεύτερη ένορκη δήλωση προς στήριξη της Αίτησης αφετέρου, η Νατάσα Πηλαβά, Βοηθός Γραμματειακός Λειτουργός στο γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα, επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε επιδόθηκε η Παραπομπή στο γραφείο τους.

Η Αίτηση συνάντησε την Ένσταση της πλευράς του Απαιτητή, η οποία επικαλείται τυπικούς και ουσιαστικούς λόγους για τους οποίους η Απόφαση δεν θα πρέπει να παραμεριστεί. Αυτοί περιλαμβάνουν το ότι η επίδοση ήταν καλή, ότι δεν υπάρχει καλή υπεράσπιση, ότι η υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα με αναφορά στην πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ ειδοποίησης για την Απόφαση και του διαβήματος της Αίτησης, ότι, στη βάση της αρχή της αναλογικότητας, ο Απαιτητής στερείται της περιουσίας του και τυχόν έγκριση της αίτησης θα ήταν αντίθετη με την έγκαιρη απονομή της δικαιοσύνης.

Δύο ένορκες δηλώσεις συνόδευσαν και την Ένσταση και της συνοψίζω ως εξής, έχοντας λάβει υπόψη μου το σύνολο των όσων αναφέρουν. Η πρώτη γίνεται από δικηγόρο της πλευράς του Απαιτητή και αναφέρει ότι τόσο ο Τύπος 1 και ο Τύπος 2 της ειδοποίησης της Παραπομπής επιδόθηκαν στο Υπουργείο Μεταφορών και φέρουν σφραγίδα «ελήφθη». Το Διάταγμα απαλλοτρίωσης, συνεχίζει η ομνύουσα, εκδόθηκε από το ίδιο Υπουργείο και, ως ο Κανονισμός 4, είναι αρμόδιος παραλήπτης. Επιβεβαιώνεται δε τόσο η ημερομηνία έκδοσης της Απόφασης ερήμην, όσο και η ημερομηνία επίδοσης ειδοποίησης περί τούτου στη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας και στο Υπουργείο στις 24.2.23. Επισημαίνεται ότι, παρά την ειδοποίηση, η υπό κρίση Αίτηση καταχωρίστηκε στις 16.6.23. Κατά την ομνύουσα, η πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα επέδειξε αναιτιολόγητη αδιαφορία στην παρούσα περίπτωση. Προστίθεται δε ότι η εκτίμηση που κατέθεσε η πλευρά του Απαιτητή είναι ορθή και δεσμευτική. Η δεύτερη ένορκη δήλωση γίνεται από τον εκτιμητή Χριστόφορο Χατζηιωάννου, ο οποίος επεξηγεί τον τρόπο που εκτίμησε την αξία της επίδικης κτηματικής περιουσίας, αλλά και τους λόγους διαφωνίας του με την ένορκη δήλωση Ανδρονίκου.

            Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη με αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων. Η δικηγόρος από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα προκρίνει ότι σύμφωνα με τη σχετική δικονομική διάταξη το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να παραμερίσει την Απόφαση που εν προκειμένω είναι ορθό και δίκαιο να πράξει. Επικαλείται σχετική Νομολογία αναφορικά με τις προϋποθέσεις έγκρισης του αιτήματος και καταλήγει ότι αυτές πληρούνται, εστιάζοντας κυρίως στην ύπαρξη συζητήσιμης υπεράσπισης και στην, κατά την συνήγορο, κακή επίδοση των ειδοποιήσεων προς το Γενικό Εισαγγελέα.

Η συνήγορος του Απαιτητή, εξ αντιθέτου, αντιτάσσει ότι Αποζημιούσα Αρχή ήταν το ίδιο το Υπουργείο και η επίδοση έγινε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στους ισχύοντες σχετικούς Κανονισμούς. Αναφέρεται επίσης σε Νομολογία υποστηρίζοντας ότι υπήρξε από πλευράς Γενικού Εισαγγελέα αναιτιολόγητη καθυστέρηση. Συνδυαστικά αναφέρει ότι, στη βάση των όσων κατατέθηκαν εκατέρωθεν και αφορούν την υπεράσπιση που πρόκειται να προβληθεί εάν εγκριθεί η Αίτηση, είναι η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι αυτή δεν είναι ούτε, εκ πρώτης όψεως, βάσιμη.

            Προς καλύτερη κατανόηση της Απόφασης του Δικαστηρίου, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη νομική πτυχή του επίδικου ζητήματος, ξεκινώντας από τον σχετικό ειδικό Νόμο και τους εν ισχύ διαδικαστικούς Κανονισμούς:

Στο Άρθρο 2 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62) (ο «Νομος») αναφέρεται ότι:

"απαλλoτριoύσα αρχή" σημαίvει-

(α) τηv Δημoκρατίαν˙

(β) δημoτικήv αρχήν˙

(γ) Κoιvoτικήv τιvα Συvέλευσιv δι' oιovδήπoτε τωv σκoπώv τωv καθoριζoμέvωv εv παραγράφω 8 τoυ άρθρoυ 23 τoυ Συvτάγματoς, και υπό τoυς εv ταύτη διαλαμβαvoμέvoυς όρoυς˙

(δ) voμικόv πρόσωπov δημoσίoυ δικαίoυ εις o εκχωρείται διά vόμoυ δικαίωμα αvαγκαστικής απαλλoτριώσεως ιδιoκτησίας˙

(ε) oργαvισμόv κoιvής ωφελείας εις ov εκχωρείται διά vόμoυ δικαίωμα αvαγκαστικής απαλλoτριώσεως ιδιoκτησίας (διά τoυς σκoπoύς τoυ παρόvτoς Νόμoυ o τoιoύτoς όρoς περιλαμβάvει oιovδήπoτε oργαvισμόv εις ov εξεχωρήθη δικαίωμα αvαγκαστικής απαλλoτριώσεως ιδιoκτησίας διά τιvα σκoπόv δημoσίας ωφελείας ως oύτoι εκτίθεvται εv άρθρω 3 τoυ παρόvτoς Νόμoυ, διά τιvoς vόμoυ ισχύovτoς αμέσως πρo της εvάρξεως της ισχύoς τoυ Συvτάγματoς ή εις ov μετέπειτα διά vόμoυ εκχωρείται τoιoύτov δικαίωμα).

[…]

"Δημoκρατία" σημαίvει τηv Δημoκρατίαv της Κύπρoυ

Ενώ στο Άρθρο 9 του Νόμου προβλέπεται ότι:

Άvευ βλάβης ή επηρεασμoύ τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 8 εάv μέχρι της δημoσιεύσεως τoυ διατάγματoς απαλλoτριώσεως δεv επέλθη συμφωvία ως εv τω άρθρω 8 πρoβλέπεται, η απαλλoτριoύσα αρχή ή παv εvδιαφερόμεvov πρόσωπov δύvαται δι αιτήσεως vα ζητήση από τo Δικαστήριov όπως πρoβή εις τov καθoρισμόv της καταβλητέας διά τηv απαλλoτρίωσιv απoζημιώσεως ή oσάκις τoύτo εvδείκvυται, εις τov καταμερισμόv της τoιαύτης απoζημιώσεως μεταξύ τωv εις ταύτηv εvδιαφερoμέvωv πρoσώπωv

Στους δε Κανονισμούς 4 και 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Διαδικαστικού Κανονισμού του 1956 (1151/1956) προνοούνται αντιστοίχως τ’ ακόλουθα:

«4:- Upon receiving a notice of reference, the registrar shall enter particulars thereof in the Register of References, and shall forthwith send a copy of the notice to each of the parties to the proceedings (other than the party or parties by whom the notice of reference is signed), together with a notice substantially in accordance with Form 2 in Appendix A, and shall inform all the parties of the number of the reference. The name of the Tribunal, the names of the parties and the number of the reference, together with the year in which is instituted, shall thereafter constitute the title of the proceedings.

6.-(1) The claimant shall, within 28 days from the service on him of the registrar's notice in Form 2, give to the registrar and to the Acquiring Authority, at their address for service, a written statement (together with three copies thereof in the case of the registrar) showing the amount claimed by him as compensation with full particulars in support thereof.

(2)  The Acquiring Authority shall, within 28 days from the service on it of the registrar's notice in Form 2, give to the registrar and to the claimant, at his address for service, a written statement (together with three copies thereof in the case of the registrar) showing the valuation of the land which is the subject of the proceedings with full particulars in support thereof.

(3)  The Acquiring Authority shall in all cases send to the registrar four copies of the plan of the land which is the subject of the proceedings, within 28 days after the filing of the notice of reference, together with sufficient copies of such plan for service upon each of the other parties, unless in the meantime the Acquiring Authority is required by the registrar to send such plan to him under the provisions of Rule 19(3).»

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν Πέτσας (1996) 1 ΑΑΔ 1342 σκιαγραφήθηκε η υφή της διαδικασίας ως εξής:

«Η διαδικασία παραπομπής αρχίζει με ειδοποίηση την οποία ο ένας, ο οποιοσδήποτε από τους διάδικους, αποστέλλει στον Πρωτοκολλητή: βλ. Καν. 3(1). Η ειδοποίηση είναι επί καθορισμένου τύπου. Όπου υποβάλλεται από τον απαιτητή, συμπεριλαμβάνει στοιχεία αναφορικά με το ποσό και τη φύση της απαιτούμενης αποζημίωσης όπως και λεπτομέρειες προς υποστήριξη: βλ. παράγραφο 7 στο έντυπο Αρ. 1 του Πίνακα Α. Κατόπιν τούτου ο Πρωτοκολλητής επιδίδει στην άλλη πλευρά ειδοποίηση με την οποία την καλεί, εντός καθορισθείσας προθεσμίας, να εφοδιάσει τον Πρωτοκολλητή με γραπτή έκθεση η οποία, στην περίπτωση του απαιτητή, πρέπει να αναφέρει το διεκδικούμενο ποσό με πλήρεις λεπτομέρειες προς υποστήριξη (βλ. Καν. 6(1)) ενώ στην περίπτωση της απαλλοτριούσης αρχής πρέπει να αναφέρει την εκτίμηση της γης που αποτελεί το αντικείμενο της διαδικασίας, με πλήρεις λεπτομέρειες προς υποστήριξη (Καν. 6(2))» […] «Στη διαδικασία παραπομπής για τον καθορισμό αποζημιώσεων σε απαλλοτριώσεις, ενώ παρέχονται σημαντικά περιθώρια πρώτοβουλίας στα μέρη τόσο για τοποθέτηση τους όσο και για προσκόμιση μαρτυρίας, εντούτοις το δικαστήριο διατηρεί θεσμοθετημένες δυνατότητες διερεύνησης οι οποίες καταδεικνύουν τον τουλάχιστον εν μέρει εξεταστικό χαρακτήρα της διαδικασίας: βλ. τον Καν. 7(1) που προβλέπει ότι το δικαστήριο με ιδίαν πρωτοβουλία μπορεί να απαιτήσει από διάδικο να παράσχει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες των λόγων της παραπομπής. Αυτός ο χαρακτήρας συνάδει άλλωστε με τη συνταγματική πρόνοια στο Άρθρο 23.4(γ) του Συντάγματος για τον καθορισμό δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης. Η εναπόθεση της ευθύνης εξ ολοκλήρου στα μέρη, με διαδικασία αμιγούς αντιπαράθεσης, θα εξαρτούσε την έκβαση υπέρμετρα από τους χειρισμούς στους οποίους εκείνοι θα προέ-βαιναν. Και έτσι να μην παρείχετο ενδεχομένως η δυνατότητα για τον καθορισμό αποζημίωσης με τα αναγκαία γνωρίσματα της δίκαιης και εύλογης».

Στο Άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) στο οποίο βασίστηκε, σε μεγάλο βαθμό και η επιχειρηματολογία του Γενικού Εισαγγελέα όπως την περιέγραψα πιο πάνω, αναφέρεται:

«Αγωγαί υπό της Δημoκρατίας εvαvτίov oιoυδήπoτε πρoσώπoυ, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε vόμoυ, θα εγείρωvται εv ovόματι τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας, και αγωγαί εκ μέρoυς oιoυδήπoτε πρoσώπoυ κατά της Δημoκρατίας, εκτός εάv άλλως πρoβλέπεται υπό oιoυδήπoτε vόμoυ, θα εγείρωvται εvαvτίov τoυ Γεvικoύ Εισαγγελέως της Δημoκρατίας ως εvαγoμέvoυ. Τoιαύται αγωγαί, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv oιoυδήπoτε vόμoυ ή διαδικαστικoύ καvovισμoύ, θα εκδικάζωvται κατά τov αυτόv τρόπov, ως πρoς όλας τας απόψεις, ως και αι δίκαι μεταξύ ιδιωτώv διαδίκωv».

Η δε εμβέλεια και εφαρμογή του επίμαχου θεσμού 10 της Διαταγής 17, του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού έτυχε ερμηνείας και εφαρμογής σε πληθώρα αποφάσεων. Για σκοπούς πληρότητας η εν λόγω διαταγή προνοεί:

«Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just».

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τσελμελόγλου ν. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ. 64 το θέμα συνοψίστηκε ως εξής:

«Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει σε ποιες περιπτώσεις είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς ακύρωση απόφασης ληφθείσας λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης. Διακρίνονται δύο περιπτώσεις: (α) όπου η ερήμην απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπότε και η απόφαση παραμερίζεται ex debito justitiae και (β) όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο αιτούμενος τον παραμερισμό της παρουσιάζει διά ενόρκου δηλώσεως εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ επεξηγεί ταυτόχρονα το λόγο που η υπόθεση αφέθηκε να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης, χωρίς τη συμμετοχή του.

Η απεριόριστη και ταυτόχρονα σύμφυτη ουσιαστικά εξουσία του Δικαστηρίου να παραμερίζει αποφάσεις ληφθείσες χωρίς την εξέταση της υπόθεσης επί της ουσίας, υπόκειται επομένως στα καλώς εγνωσμένα περιοριστικά κριτήρια που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, αλλά σημασία αποκτούν επίσης αφενός το χρονικό διάστημα που έχει διαρρεύσει μεταξύ της απόφασης και της αίτησης παραμερισμού και αφετέρου η χρησιμότητα του τυχόν παραμερισμού, από την άποψη ότι αν δεν υπάρχει κάποια υπεράσπιση, τότε ο παραμερισμός δεν εξυπηρετεί.

Τα πιο πάνω αντλούνται από υποθέσεις όπως οι Evans v. Bartlam [1973] 3 All E.R. 646, Land Securities Plc v. Receiver for the Metropolitan Police District [1983] 1 W.L.R. 439, Phylactou a.o. ν. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, Λούκα ν. Cyprus Pipes Industries Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 163 και Λουκαΐδου ν. Γερολέμου (2000) 1(A) Α.Α.Δ. 333.»

Με τα πιο πάνω κατά νου προχωρώ να εξετάσω την ενώπιον μου κρίσιμη περίπτωση και ξεκινώ με το ζήτημα της ορθότητας της επίδοσης των σχετικών Ειδοποιήσεων.

Εισήγηση της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα ήταν ότι η Απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί λόγω κακής επίδοσης των προβλεπόμενων ειδοποιήσεων με αναφορά στο Άρθρο 57 του Ν. 14/60. Εν πρώτοις δεν μπορώ να πω ότι διαπιστώνω παραβίαση του εν λόγω Άρθρου από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση ως προς το ότι η διαδικασία στράφηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα. Το εν λόγω Άρθρο 57 δεν προνοεί οτιδήποτε σχετικά με την επίδοση. Κρατώ, παρά ταύτα, το γεγονός ότι η παραπομπή πράγματι καταχωρίστηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την προσθήκη της φράση «μέσω του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων», ζήτημα που σχολιάζω αμέσως πιο κάτω. Με τον τρόπο που ο Καθ’ ου η Αίτηση επέλεξε να προωθήσει τη διαδικασία, διαφαίνεται ότι αντίδικός του σ’ αυτήν δεν είναι άλλος από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έστω και εάν επέλεξε να προσθέσει την προαναφερθείσα φράση. Τούτο συνάγεται από ανάγνωση του τίτλου της παραπομπής, τον οποίο η ίδια η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση συνέταξε κατά την καταχώριση του σχετικού εναρκτήριου διαβήματος στην κρίσιμη διαδικασία.

Έχοντας αναφέρει τούτα, παρατηρώ ότι από τη στιγμή που η κρίσιμη διαδικασία εγέρθηκε - από τον ίδιο τον Καθ’ ου η Αίτηση - εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, έστω και με την αναφορά ότι έγινε «μέσω» συγκεκριμένου Υπουργείου, δεν διαφαίνεται για ποιο λόγο η διαδικασία αυτή δεν επιδόθηκε στο διάδικο εναντίον του οποίου πράγματι εγέρθηκε, δηλαδή στο Γενικό Εισαγγελέα. Η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι η διαδικασία επιδόθηκε στο αρμόδιο Υπουργείο ως η, κατά την παρούσα περίπτωση, απαλλοτριούσα Αρχή. Παρά ταύτα, τέτοια πρόθεση δεν μπορεί βάσιμα να υποστυλωθεί με αναφορά στον τίτλο της διαδικασίας και στην αποδιδόμενη ιδιότητα στον εκεί αναγραφόμενο διάδικο. Με άλλα λόγια, το Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων δεν μπορεί, βάσιμα, να θεωρηθεί ως εκείνο να εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα, όπως υποδηλώνει η επιλογή χρήσης της φράσης «μέσω». Πέραν όμως του γραμματικού, ούτε νομικό έρεισμα δεν βρίσκει τέτοια θεώρηση, μια και ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας και όχι αντιστρόφως.  Συνεπώς και παρά το ότι το ζήτημα του τίτλου της Αγωγής δεν είναι εδώ αυτό καθ’ εαυτό επίδικο, καθίσταται σχετικό ως προς το πρόσωπο εις το οποίο εν τέλει επιδόθηκε η διαδικασία το οποίο δεν είναι εκείνο εναντίον του οποίου κινήθηκε.

Διαπιστώνεται επιπρόσθετα και μια παραδοξότητα στην επιλογή της Απαλλοτριούσας Αρχής ως προς τον τίτλο της διαδικασίας: Ο Καθ’ ου η Αίτηση ήγειρε τη διαδικασία εναντίον του εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή του Γενικού Εισαγγελέα. Άλλος λόγος για τούτο, εκτός από τις πρόνοιες του Άρθρου 57 του Ν. 14/60, δεν φαίνεται να υπάρχει. Στο δε Άρθρο 2 του Νόμου 15/62, στο οποίο, με εξαντλητικό κατάλογο, ερμηνεύεται ο όρος «απαλλοτριούσα αρχή», δεν υπάρχει ξεχωριστή κατηγορία για Υπουργεία, όπως για παράδειγμα για δημοτικές αρχές ή άλλα νομικά πρόσωπα στα οποία εκχωρείται ή αναγνωρίζεται δικαίωμα διενέργειας απαλλοτριώσεων εκτός από τη Κυπριακή Δημοκρατία. Προκύπτει, εκ του εν λόγω Νόμου, ότι σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από κυβερνητικό τμήμα ή συγκεκριμένο υπουργείο, Απαλλοτριούσα Αρχή παραμένει να λογίζεται η Κυπριακή Δημοκρατία. Στο Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 8.4.22, η οποία κατατέθηκε προς απόδειξη της υπόθεσης στην απουσία του Γενικού Εισαγγελέα, επισυνάπτεται η σχετική δημοσίευση στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας του έργου στο πλαίσιο του οποίου θα λάμβανε χώρα η απαλλοτρίωση. Ως «Απαλλοτριώνουσα Αρχή» στη δημοσίευση παρουσιάζεται «Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» (διατηρείται η αναγραφή αυτούσια με κεφαλαία). Στο δε Τεκμήριο 3 της ίδιας ένορκης δήλωσης αναγράφεται ότι απαλλοτριούσα αρχή είναι τα «Δημόσια Έργα» και δεν γίνεται αναφορά στο οικείο Υπουργείο.

Συνεπώς, μπορεί μεν να μην διαπιστώνω, ως ανέφερα, σφάλμα στην έγερση της διαδικασίας στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα ως εκπροσώπου της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά διαπιστώνω σφάλμα στο γεγονός ότι - ως ήταν κοινώς αποδεχτό γεγονός – ουδέποτε οι υπό των ισχυόντων Κανονισμών προβλεπόμενες Ειδοποιήσεις επιδόθηκαν στο Γενικό Εισαγγελέα.

Έστω και, χάριν επιχειρήματος, ήθελε γίνει δεχτό το επιχείρημα της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση ότι Απαλλοτριούσα Αρχή ήταν εν προκειμένω το Υπουργείο, παρατηρώ ότι ήταν η ίδια πλευρά εκείνη που επέλεξε να «εναγάγει» το Γενικό Εισαγγελέα. Προκύπτει και λογικώς ότι από τη στιγμή που η διαδικασία εγέρθηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, θα έπρεπε, κατ’ ελάχιστον, να επιδοθεί σε εκείνον, εκτός και εάν το Υπουργείο κατείχε κάποια αντιπροσωπευτική ιδιότητα για τον Γενικό Εισαγγελέα, όπως φαίνεται να υποδηλώνει και ο τίτλος της Παραπομπής. Κάτι τέτοιο όμως ούτε προωθήθηκε, ούτε φαίνεται να ισχύει.

Καταλήγω από την πιο πάνω ανάλυση ότι, από τη στιγμή που ο Καθ’ ου η Αίτηση ήγειρε διαδικασία στο όνομα του Γενικού Εισαγγελέα θα έπρεπε να φροντίσει έτσι ώστε οι ειδοποιήσεις να επιδίδονταν αναλόγως και αντιστοίχως στο Γενικό Εισαγγελέα, είτε ο Γενικός Εισαγγελέα ήταν, εν τέλει, ο ορθός διάδικος είτε όχι, ζήτημα που δεν είναι, επί του παρόντος, επίδικο. Συνεπώς κρίνω ότι δεν βρίσκει νομικό έρεισμα το επιχείρημα της πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση ότι απαλλοτριούσα αρχή ήταν το Υπουργείο και συνεπώς η επίδοση έπρεπε να γίνει σ’ αυτό. Απαλλοτριούσα Αρχή στη βάση των εγγράφων της επίδικης Παραπομπής φαίνεται να ήταν ο Γενικός Εισαγγελέας εκ της ιδιότητας που του αποδίδει ο ίδιος ο τίτλος της Παραπομπής η οποία ακριβώς ηγέρθη εναντίον του, εκτός οποιουδήποτε άλλου λόγου που ενδεχομένως να ισχύει επιπρόσθετα της πιο πάνω διαπίστωσης όπως για παράδειγμα η πρόνοια του Άρθρου 57.

Εν κατακλείδι, κρίνω ότι οι επιδόσεις των ειδοποιήσεων Τύπου 1 και 2 δεν επιδόθηκαν προσηκόντως στον Γενικό Εισαγγελέα ως το πρόσωπο εναντίον του οποίου ηγέρθη η κρίσιμη διαδικασία και συνεπώς δεν είναι ορθές και η απόφαση του Δικαστηρίου στην απουσία της πλευράς του Γενικού Εισαγγελέα εξασφαλίστηκε κατά παράβαση ουσιώδους διαδικασίας. Η κατάληξη μου τούτη καθιστά και την ενασχόλησή μου με τα λοιπά άλλα που αναπτύχθηκαν από τους συνηγόρους, αχρείαστη.

Το συμπέρασμά μου ότι η επίδοση της κρίσιμης διαδικασίας πάσχει, καθιστά, σύμφωνα με τη Νομολογία, την έκδοση της Απόφασης που λήφθηκε ερήμην «νομικά ανυπόστατη, εξ υπαρχής άκυρη, μη δυνάμενη να διασωθεί»[1] και συναφώς η Απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 20.10.22 παραμερίζεται ως οφειλόμενο χρέος προς τη Δικαιοσύνη (ex debito justitiae).

Τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης, στην απουσία οποιουδήποτε λόγου για διαφορετική προσέγγιση, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Η Αιτήτρια να προβεί στην καταχώριση του προβλεπόμενου δικονομικού διαβήματος εντός 14 ημερών από σήμερα και έπειτα ν’ ακολουθηθούν οι θεσμοί.

……………………….

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

       

 



[1] βλ. Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ., Πολ. Έφ. 413/11, ημερομηνίας 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο