ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ                                     Άνω των €2.000.000

Ενώπιον: Τ. Νικολάου, Π.Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 3329/23

Μεταξύ:

COMPLETICOS HOLDINGS LTD

                                                                                                                       Ενάγουσας

 

και

 

1.  G.O.I. ENERGY LTD

2.  MICHAEL BOBROV

3.  ΣΑΒΒΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

4.  ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ

5.  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

6.  ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ

7.  ΔΟΞΑ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ                

                                                                       Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία: 6 Mαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την ενάγουσα ‑ αιτήτρια: κ. Μ. Κυριακίδης με κα Ν. Λιασίδου για Μιχάλης Κυριακίδης ΔΕΠΕ

Για τους εναγόμενους - καθ’ ων η Αίτηση: κ. Γ. Χριστοδούλου με κα Μ. Κωνσταντίνου για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

(Αίτηση, ημερ. 13.11.2023)

 

Με απαίτηση που καταχωρίστηκε στις 13.11.2023, η ενάγουσα εταιρεία ζητεί όπως εκδοθούν εναντίον όλων των εναγομένων (1-7) διάφορα διατάγματα, με τα οποία σκοπείται (α) να κηρυχθεί εξ’ υπαρχής άκυρη η συνεδρίαση, ημερ. 3.11.2023, του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 1 εταιρείας και, κατ΄ επέκταση, η απόφαση που λήφθηκε για το διορισμό των εναγομένων 3-7, ως νέων διοικητικών συμβούλων, και (β) να ακυρωθούν όλες οι έκτοτε αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου υπό τη νέα σύνθεση. Η ενάγουσα επίσης ζητεί, προς διασφάλιση της τάξης πραγμάτων, διάταγμα παύσης των εναγομένων 3-7 ως διοικητικών συμβούλων, ώστε να αρθεί αμέσως η καταπίεση την οποία η ενάγουσα υφίσταται, ως μειοψηφία στην εταιρεία.

 

Με την απαίτηση της, η ενάγουσα καταχώρισε και αίτηση με την οποία ζητούσε μονομερώς την έκδοση, διαταγμάτων ως ακολούθως:

 

 ʺ1. Παρεμπίπτον διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται, εκτός        κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, η σύγκληση ή/και η διενέργεια συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1 ή/και η λήψη οποιασδήποτε απόφασης διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1, στην έκταση που η εν λόγω συνεδρία ή/και απόφαση θα αφορά ή/και θα αποφασίζει ζητήματα που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την αλλαγή ή/και διαφοροποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1, είτε δια της έκδοσης ή/και παραχώρησης μετοχών είτε δια της σύναψης δανείου που είναι δυνατό να μετατραπεί σε μετοχές (convertible loan) είτε άλλη συναφή ή παρόμοια ή ουσιωδώς ισοδύναμη συναλλαγή, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής ή μέχρι νεότερων οδηγιών του Δικαστηρίου.

 

 2. Παρεμπίπτον διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται η  σύγκληση ή/και η διενέργεια συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1 ή/και η λήψη οποιασδήποτε απόφασης διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1, στην έκταση που θα λαμβάνουν πρόσκληση ή/και θα παρευρίσκονται ή/και θα ψηφίζουν σε αυτή οποιοσδήποτε εκ των Εναγομένων 3-7.

 

  3. Παρεμπίπτον διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύεται η εγγραφή ή/και καταχώριση εντύπου προς εγγραφή των Εναγομένων 3-7 ως διοικητικών συμβούλων της Εναγομένης 1, μέχρι πλήρους εκδικάσεως και αποπερατώσεως της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, περιλαμβανομένης και τυχόν εφέσεως που θα καταχωρηθεί κατά της απόφασης στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και/ή μέχρι νεωτέρας και/ή άλλης διαταγής του Δικαστηρίου."

 

Στις 17.11.2023 το δικαστήριο ενέκρινε μονομερώς την έκδοση προσωρινού διατάγματος, με λεκτικό ως το προταθέν στην παράγραφο 1. Ως προς τα άλλα δύο αιτούμενα διατάγματα, δόθηκαν οδηγίες για επίδοση. Το εκδοθέν διάταγμα έχει ως εξής:

 

"ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ …. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ εκτός κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, τη σύγκληση ή/και τη διενέργεια συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1 ή/και τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1, στην έκταση που η εν λόγω συνεδρίαση θα αποφασίζει ζητήματα που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την αλλαγή ή/και διαφοροποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1, είτε δια της έκδοσης ή/και παραχώρησης μετοχών είτε δια της σύναψης δανείου που είναι δυνατό να μετατραπεί σε μετοχές (convertible loan) είτε άλλη συναφή ή παρόμοια ή ουσιωδώς ισοδύναμη συναλλαγή, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 13.11.23 ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου."

 

Α. Η αίτηση βασίζεται στους K.22.1, Κ23.1, 2, 4, 6, 8 και 9, Κ.25.1, 3 και 6 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε), το άρθρο 202 του περί  Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (όπως τροποποιήθηκε), όπως και τα άρθρα 4, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (όπως τροποποιήθηκε). Στηριζόταν αρχικά σε τρεις ένορκες δηλώσεις της κας Αγγελικής Παπαευσταθίου, από τη Λάρνακα, δικηγόρου στη Μιχάλης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., μέλος της HARRIS KYRIAKIDES, δικηγόρους της ενάγουσας - αιτήτριας εταιρείας. Δύο είναι ημερ. 13.11.2023, η δε τρίτη, συμπληρωματική, είναι ημερ. 16.11.2023. Στις 5.12.2023, μετά την έκδοση του μονομερούς διατάγματος, καταχωρίστηκε και τέταρτη ένορκη δήλωση της κας Παπαευσταθίου.

Η κα Παπαευσταθίου αναφέρει γενικά ότι γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα, ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από την αιτήτρια να προβεί σε ένορκες δηλώσεις και ότι, σε σχέση με τα νομικά θέματα, πήρε πληροφορίες από τον δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση. Επίσης αναφέρει ότι πήρε στοιχεία από έγγραφα που της παρέδωσε η κα Αλεξία Μπακογιάννη, η οποία συμφωνεί με το περιεχόμενο των ένορκων δηλώσεων. Πρόκειται, καθώς εξηγεί, για τη μόνη διευθύντρια και μέτοχο της αιτήτριας, αλλά διαμένει στο εξωτερικό και, λόγω προσωπικών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Κύπρο ώστε να προβεί η ιδία σε ένορκη δήλωση. Προστίθεται ότι η αιτήτρια εταιρεία είχε τρεις διευθυντές, αλλά ότι πρόσφατα οι δύο παραιτήθηκαν. Συνοψίζω τα όσα περιέχονται στις πρώτες τρεις ένορκες δηλώσεις.

 

1. (α) Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγραφείσα στην Κύπρο στις 29.1.2021, με γραφείο στη Λευκωσία. Είναι μέτοχος μειοψηφίας της καθ’ ης η αίτηση 1, ήτοι κατέχει 20.000 μετοχές που αποτελούν το 2% του μετοχικού κεφαλαίου. Η καθ’ ης η αίτηση 1 είναι και αυτή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγραφείσα στις 6.10.2022 στην Κύπρο, με γραφείο στη Λευκωσία. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 κατάγεται από το Ισραήλ. Κατέχει 200.000 μετοχές, που αποτελούν το 20% του μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ ης η αίτηση 1, και είναι ένας εκ των διευθυντών. Διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1, μαζί με κάποιο κ. Χριστόδουλο Δαμιανού, στις 2.11.2022.

 

(β) Η Argus New Energy Fund AIF V.C.I.C. Limited (εφεξής "Argus"), συστάθηκε στην Κύπρο ως εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου και αδειοδοτήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 9.3.2020. Κατέχει μετοχές στην καθ’ ης η αίτηση 1, τις οποίες αγόρασε από προηγούμενη κάτοχο. Στις 21.2.2023 η καθ’ ης η αίτηση 1 αύξησε το μετοχικό της κεφάλαιο σε 1.000.000 μετοχές, αξίας €1,00 εκάστη, με την εξής κατανομή μετοχικού κεφαλαίου: (α) 796.000 μετοχές η Argus, (β) 200.000 μετοχές ο καθ’ ου η αίτηση 2, (γ) 2.000 μετοχές η αιτήτρια και (δ) 2.000 μετοχές κάποιος κ. Itzik Gur. Στη συνέχεια, στις 27.2.2023, η Argus μεταβίβασε 36.000 μετοχές, ήτοι 18.000 στην αιτήτρια και 18.000 στον κ. Gur, οπότε η μετοχική κατάσταση αναδιαμορφώθηκε ως εξής: (α) 760.000 μετοχές η Argus, (β) 200.000 μετοχές ο καθ’ ου η αίτηση 2, (γ) 20.000 μετοχές η αιτήτρια και (δ) 20.000 μετοχές ο κ. Gur. Στις 10.5.2023 ο τελευταίος μεταβίβασε το σύνολο των μετοχών του στην Sanicula Holdings GMBH, εταιρεία που έχει την έδρα της στην Αυστρία. Στις 9.1.2023 η Argus και η καθ’ ης η αίτηση 1 συνήψαν σύμβαση δανείου (τεκμ. 23) με βάση την οποία η πρώτη παρείχε στη δεύτερη οικονομική στήριξη για την πληρωμή μέρους τιμήματος αντικαταβολής, στο πλαίσιο σύμβασης την οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 είχε συνάψει με την ιταλική εταιρεία ISAB S.r.l. (εφεξής "ISAB") για την αγορά του 100% των μετοχών της ιταλικής εταιρείας. Κατόπιν τροποποιητικών συμβάσεων (novation agreements) ημερομηνίας 23.1.2023 και 24.4.2023, το τελικό ύψος του δανείου ανήλθε σε €115.700.000, είχε διάρκεια ενός έτους, ήτοι από 9.1.2023 μέχρι 9.1.2024, επιτόκιο 8% ετησίως, και ήταν μετατρέψιμο σε μετοχές της καθ’ ης η αίτηση 1 για σκοπούς αποπληρωμής. Πραγματικό αντικείμενο της προαναφερθείσας συμφωνίας αποτελούσε διυλιστήριο στην Ιταλία. Εν συνεχεία, στις 4.5.2023, η ISAB συνήψε με την εταιρεία Trafigura PTE Ltd σύμβαση παροχής και διανομής του προϊόντος του διυλιστηρίου (τεκμ. 9).

 

(γ) Ο καθ’ ου η αίτηση 2, μαζί με κάποιο επιχειρηματία από την Ελλάδα, ήτοι τον κ. Γ. Οικονόμου, δολίως κατάστρωσαν σχέδιο με σκοπό να αποκτήσουν οι δύο τους τον έλεγχο της καθ’ ης η αίτηση 1. Εταιρείες των συμφερόντων του κ. Οικονόμου, που είναι έλληνας εφοπλιστής, κατέχουν πολύ σημαντικό ποσοστό στην Argus η οποία, με τη σειρά της, καθώς αναφέρθηκε, είναι μέτοχος πλειοψηφίας στην καθ’ ης η αίτηση 1, με 76% των μετοχών. Ο κ. Οικονόμου στόχευε σε μείωση της ισχύος (dilution) των υφιστάμενων μετόχων, ώστε εν τέλει να αλώσει την καθ’ ης η αίτηση 1 και να οικειοποιηθεί τα περιουσιακά της στοιχεία τα οποία, κατ’ ακολουθίαν, θα υποβαθμίζονταν και θα είχαν αξία πολύ χαμηλότερη από την πραγματική. Επρόκειτο για πολύ καλά ενορχηστρωμένο σχέδιο, το οποίο ο κ. Οικονόμου προετοίμαζε από καιρό. Είχε αποκαλύψει τις προθέσεις του στον κ. Δαμιανού, στον οποίο εξήγησε τους υπολογισμούς που το καθιστούσαν εφικτό. Ο κ. Οικονόμου και ο καθ’ ου η αίτηση 2, συναντήθηκαν στην Αθήνα για επεξεργασία του σχεδίου.

 

(δ) Ο κ. Οικονόμου προέβη σε διάφορες κινήσεις για πραγμάτωση του σχεδίου. Μαζί με άλλους, απείλησε τους αντιπροσώπους του διαχειριστή κεφαλαίων (fund manager) της Argus ώστε να πιέσουν τον διαχειριστή να ενεργήσει με ορισμένο τρόπο. Απαίτησαν, πιο συγκεκριμένα, όπως ζητήσει την παραίτηση της κας Μπακογιάννη από το διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1. Ο κ. Οικονόμου επίσης απείλησε τουλάχιστον ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1 να ψηφίσει υπέρ αποφάσεων που θα βοηθούσαν στην προώθηση του σχεδίου. Ταυτόχρονα το σχέδιο στρεφόταν και ενάντια στα συμφέροντα των υπόλοιπων μεριδιούχων (unit holders) της Argus, αφού θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την Argus στο σύνολο της. Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή στις 3.11.2023, με το διορισμό νέων επιπρόσθετων διευθυντών της καθ’ ης η αίτηση 1, οι οποίοι προορίζονταν ως συνεργοί για προώθηση του σχεδίου. Επρόκειτο για τους καθ’ ων η αίτηση 3-7, που είναι δικηγόροι στη Λευκωσία. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 ανέφερε στους διευθυντές της καθ’ ης η αίτηση 1 ότι ο εν λόγω διορισμός ήταν επιτακτικός, ώστε ο κ. Οικονόμου να χρηματοδοτούσε την εταιρεία, η οποία θα μπορούσε τότε να αποπλήρωνε το χρέος της. Ο διορισμός τους επιτεύχθηκε μετά που, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, ο καθ’ ου η αίτηση 2 παράτυπα και παράνομα συγκάλεσε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, δίδοντας ειδοποίηση μόλις μιας ώρας, παρόλον που γνώριζε ότι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, κ. Δαμιανού, απουσίαζε στο εξωτερικό. Ο  καθ’ ου η αίτηση 2 πέτυχε στο εγχείρημα του αφού υποσχέθηκε σε μέλος του συμβουλίου, ήτοι την κα Φιλιώτη, να της παράσχει κάλυψη (indemnity) για τη στήριξη της.

 

(ε) Ο καθ’ ου η αίτηση 2 παρέστησε στο διοικητικό συμβούλιο και τους μετόχους τη θέση ότι, για να αποφύγει η εταιρεία τη λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της, χρειαζόταν επειγόντως χρηματοδότηση από τη μέτοχο πλειοψηφίας, ήτοι την Argus. Εμφάνισε την καθ’ ης η αίτηση 1 να οφείλει στην εταιρεία Litasco S.A. με έδρα την Ελβετία (εφεξής "Litasco"), ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που στην πραγματικότητα όφειλε, ώστε να προκύπτει ανάγκη για την καθ’ ης η αίτηση 1 να εξασφαλίσει αναλόγως περισσότερους οικονομικούς πόρους. Απώτερος στόχος των κ. Οικονόμου και καθ’ ου η αίτηση 2 ήταν να εισρεύσουν στην εταιρεία υψηλά κεφάλαια, με αποτέλεσμα τη μείωση ισχύος των υπόλοιπων μετόχων και τον εν τέλει σφετερισμό ελέγχου της εταιρείας.

 

2. Στην ένορκη δήλωση της, η κα Παπαευσταθίου επεκτάθηκε στο ιστορικό από το οποίο προέκυψε το χρέος στη Litasco, όπως και σε επιμέρους στοιχεία και δραστηριότητες εταιρειών, τα συμφέροντα των οποίων συμπλέκοντο με εκείνα των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση. Συνοψίζω το σχετικό μέρος.

 

(α) Στις 31.12.2022, η καθ’ ης η αίτηση 1, συνήψε σύμβαση (εφεξής "SPA") (τεκμ. 7 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου) με την οποία εξαγόρασε ολόκληρο το μετοχικό κεφάλαιο της ISAB, το οποίο συμπεριλάμβανε όλες τις μετοχές της Litasco. Η ISAB ήταν 100% θυγατρική της Litasco, η οποία είναι 100% θυγατρική της εταιρείας Lukoil. Εν συνεχεία, στις 4.5.2023, η καθ’ ης η αίτηση 1 συνήψε αναθεωρημένη σύμβαση (novation agreement) (τεκμ. 8 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου) με τη θυγατρική της εταιρεία, την G.O.I. Energy S.r.l., όπως και με τη Litasco, για μεταβίβαση στην G.O.I. Energy S.r.l. όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της καθ’ ης η αίτηση 1 που απέρρεαν από τη ‘SPA’. Με βάση την εν λόγω σύμβαση, η G.O.I. Energy S.r.l. οφείλει να καταβάλει στη Litasco χρηματικό ποσό το οποίο περιγράφεται ως το "Έλλειμα Ολοκλήρωσης" (Completion Shortfall Sum), το οποίο είναι ίσο με την τιμή αγοράς μείον κάποια ποσά τα οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 ανέλαβε να καταβάλει. Σε περίπτωση που η εν λόγω υποχρέωση πληρωμής δεν εκπληρωθεί, η Litasco έχει δικαίωμα να αποταθεί στα ιταλικά δικαστήρια, με βάση την Επιστολή Αναγνώρισης του Χρέους (Debt Acknowledgement Letter) η οποία παραδόθηκε κατά την "Ολοκλήρωση", παρά τις διατάξεις του όρου 13.11 της SPA’ ενώ, αν καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του οφειλομένου, η εν λόγω σύμβαση προβλέπει επιστροφή του περισσεύματος στην G.O.I. Energy S.r.l. Με επιστολή, ημερ. 15.9.2023 (τεκμ. 10 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), η Litasco έδωσε προθεσμία πέντε ημερών στην G.O.I. Energy S.r.l. να εξοφλήσει, παραπονούμενη ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 δεν είχε ακόμα καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και δεν είχε παραδώσει έγκαιρα τη "Δήλωση Ολοκλήρωσης" (Completion Statement). Με την εν λόγω επιστολή η Litasco δεν εξειδίκευσε το ποσό για αποπληρωμή.

 

(β) Σε συνεδρίαση, ημερ. 28.8.2023, του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1 (τεκμ. 11 - πρακτικά συνεδρίασης, στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), o κ. Δαμιανού εισηγήθηκε στον καθ’ ου η αίτηση 2 να διαπραγματευθούν με τη Litasco. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 διαφώνησε, δίνοντας ως λόγο ότι η Lukoil ζητούσε να κατατεθεί το ποσό σε δεσμευμένο λογαριασμό (escrow account) πριν από οποιαδήποτε συζήτηση. Η κα Μπακογιάννη είχε προτείνει στον καθ’ ου η αίτηση 2, όπως και στον κ. Οικονόμου, να προχωρήσει η ίδια σε αναζήτηση πηγών χρηματοδότησης από τράπεζες στην Ελλάδα. Παρόλο που συγκεκριμένο τραπεζικό ίδρυμα ενδιαφέρθηκε, αυτοί απέρριψαν την εισήγηση χωρίς λόγο, διότι στόχος τους ήταν ο έλεγχος της καθ’ ης αίτηση 1. Ο κ. Οικονόμου και ο κ. Σηφάκη - δικηγόρος του κ. Οικονόμου - είπαν στον κ. Δαμιανού ότι δεν επιθυμούσαν πλέον τη συμμετοχή της κας Μπακογιάννη στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1, και ότι το ποσό της οφειλής προς τη Litasco η καθ’ ης η αίτηση 1 θα το εξασφάλιζε από τον ίδιο τον κ. Οικονόμου. Στις 26.10.2023, κατόπιν πίεσης, η κα Μπακογιάννη παραιτήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1. Προτού το πράξει ζήτησε επιστολή εγγύησης/κάλυψης (indemnity letter) αλλά ο καθ’ ου η αίτηση 2 τοποθετήθηκε αρνητικά, λέγοντας ότι μόνο οι μέτοχοι μπορούσαν να ζητήσουν κάλυψη, όχι και οι διευθυντές.

 

(γ) Στις 30.10.2023 ο κ.Gur ενημέρωσε την καθ’ ης η αίτηση 1 ότι οι προσπάθειες διαπραγμάτευσης δεν τελεσφόρησαν, ότι η Lukoil επέμενε στα όσα προνοούσε η σύμβαση με τη Litasco και ότι, εφόσον δεν έγινε η πληρωμή, θα προχωρούσαν με νομικά μέτρα εναντίον της. Την επόμενη ημέρα, ο καθ’ ου η αίτηση 2 ανέφερε ότι θα ζητούσε επίσημα από την Argus χρήματα για να καταβληθεί το ποσό που οφειλόταν στην Lukoil. Σχετική επιστολή (τεκμ. 13 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), απεστάλη την ίδια ημέρα στην Argus, ζητώντας της να χρηματοδοτήσει την καθ’ ης η αίτηση 1 με ποσό €175.000.000 μέχρι τις 3.11.2023.

 

(δ) Με βάση τους τελευταίους υπολογισμούς που περιήλθαν σε γνώση της αιτήτριας, το "Έλλειμμα Ολοκλήρωσης" ανερχόταν σε περίπου €150.000.000 - €155.000.000, ενώ πιθανώς να ήταν και μικρότερο. Επομένως, το ποσό για το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση 2 ζήτησε χρηματοδότηση ήταν μεγαλύτερο από το πραγματικά οφειλόμενο, ο ίδιος είχε δε αναφέρει, σε προηγούμενο στάδιο, ότι το οφειλόμενο ποσό δεν υπερέβαινε τα €80.000.000. Πάντως, αν καταβαλλόταν μεγαλύτερο ποσό, η καθ’ ης η αίτηση 1 δεν θα μπορούσε να ανακτήσει τη διαφορά και τούτο διότι η Litasco είναι θυγατρική εταιρεία Ρωσικού ομίλου, ο οποίος αντιμετωπίζει κυρώσεις σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται στον τομέα των οικονομικών συναλλαγών. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 προσπαθεί να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ποσό, ώστε ακολούθως να προχωρήσει σε κεφαλαιοποίηση του ποσού και να εξασθενίσει μέχρι εξαφάνισης τη συμμετοχή των λοιπών μετόχων, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας.

 

(ε) Σε συνεδρίαση, ημερ. 1.11.2023, του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, ο καθ’ ου η αίτηση 2 ζήτησε και πήρε από την καθ’ ης η αίτηση 1 έγκριση για πληρεξούσιο με το οποίο να εξασφαλίσει κεφάλαια από επενδυτές για να καλύψει το εν λόγω χρέος ώστε να αποφευχθούν εναντίον της εταιρείας δικαστικές διαδικασίες. Στη συνεδρίαση παρίσταντο και οι δικηγόροι της καθ’ ης η αίτηση 1, κ.κ. Στέλιος Αμερικάνος & Σια Δ.Ε.Π.Ε. Ο κ. Δαμιανού είχε ζητήσει να παρίσταται και ο κ. Gur στη συνεδρίαση αλλά ο καθ’ ου η αίτηση 2 δεν συναίνεσε.

 

(στ) Στο αίτημα της καθ’ ης η αίτηση 1 για χρηματοδότηση (τεκμ. 13 ανωτέρω), η Argus πληροφόρησε με απαντητική επιστολή, ημερ. 3.11.2023 (τεκμ. 14 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), ότι βρίσκεται σε διαδικασία αξιολόγησης του καλύτερου τρόπου αντιμετώπισης της οικονομικής κατάστασης της καθ’ ης η αίτηση 1, ότι η προθεσμία χρηματοδότησης την οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 πρότεινε δεν ήταν ρεαλιστική, και ότι έπρεπε να ενημερωθούν οι μεριδιούχοι (unit holders). Επιπλέον, με την εν λόγω επιστολή, η Argus ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 προς τη Litasco, ήτοι το ακριβές οφειλόμενο ποσό και τις τυχόν επιπτώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την υποχρέωση πληρωμής. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ο καθ’ ου η αίτηση 2 έδωσε οδηγίες στην κα Φιλιώτη, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, να συγκληθεί αυθημερόν συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου για να διοριστούν πέντε νέοι διευθυντές, με βάση το άρθρο 97 του Καταστατικού. Οι δικηγόροι της εταιρείας επιβεβαίωσαν στην κα Φιλιώτη, η οποία τους ρώτησε συναφώς με ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο κοινοποιήθηκε και στους άλλους διευθυντές, ότι το Καταστατικό παρείχε τέτοια δυνατότητα. Σημειώνω, παρενθετικά, ότι το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα η αιτήτρια δεν κατέθεσε τα εν λόγω μηνύματα, τα οποία οι καθ’ ων η  αίτηση 1-7 κατέθεσαν με την ένσταση τους (τεκμ. 19 της κας Κωνσταντίνου). Προκύπτει ότι τα εν λόγω μηνύματα ανταλλάχθηκαν στις 3.11.2023, δηλαδή την ημέρα της επίδικης συνεδρίας, ανάμεσα στις ενάμιση και δυόμιση το μεσημέρι, είχαν δε αποσταλεί και στον κ. Δαμιανού.

 

(ζ) Κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 3.11.2023, ώρα 16:15, η κα Φιλιώτη απέστειλε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ειδοποίηση, με συνημμένη ημερήσια διάταξη (βλ. τεκμ. 15 στην Ε/Δ 1 της κας Παπαευσταθίου), ότι λίγο αργότερα εκείνη την ημέρα, ήτοι στις 17:30, θα διεξαγόταν συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1. Σημειώνω, παρενθετικά, ότι δεν παρουσιάστηκε οποιοδήποτε στοιχείο σε σχέση με λήψη της εν λόγω ειδοποίησης. Πάντως ο κ. Δαμιανού, ο οποίος ενεργούσε πάντοτε ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, απουσίαζε στο εξωτερικό, γεγονός που ήταν σε γνώση του διοικητικού συμβουλίου και, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Καταστατικού, σε περίπτωση που διευθυντής της εταιρείας βρίσκεται εκτός Κύπρου του δίδεται ειδοποίηση 96 ωρών πριν από τη συνεδρίαση. Εντούτοις, η συνεδρίαση προχώρησε όπως προγραμματίστηκε και διορίστηκαν, ως νέοι διευθυντές, οι καθ’ ων η αίτηση 3-7. Παρόντες ήταν η εκ των μελών του συμβουλίου κα Φιλιώτη, η κα Αιμιλία Κωνσταντίνου, ο καθ’ ου η αίτηση 2, όπως και η τότε γραμματέας της καθ’ ης αίτηση 1, κα Καζάζη, η οποία όμως δεν συμμετείχε σε ολόκληρη τη συνεδρίαση. Παρίσταντο και δικηγόροι. Η συνεδρίαση μαγνητοσκοπήθηκε για υποβοήθηση στην ετοιμασία των πρακτικών. Το βίντεο ζητήθηκε, δόθηκε και παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως τεκμήριο (βλ. τεκμ. 16 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου).

 

(η) Η κα Μπακογιάννη ενημέρωσε την κα Παπαευσταθίου ότι πληροφορήθηκε από διευθυντές της καθ’ ης η αίτηση της 1 ότι ψήφισαν υπέρ του διορισμού νέων διευθυντών κατόπιν πιέσεων που άσκησε ο καθ’ ου η αίτηση 2, λέγοντας τους ότι ο διορισμός καθίστατο επιτακτικός, ώστε να συναινέσει ο κ. Οικονόμου να χρηματοδοτήσει την καθ’ ης η αίτηση 1. Η κα Μπακογιάννη επίσης την πληροφόρησε ότι ο καθ’ ου η αίτηση 2 παρέσχε στους διευθυντές κάλυψη, με σχετική επιστολή (indemnity letter), λίγο πριν από τη συνεδρίαση. Υπογραμμίζεται από την κα Παπαευσταθίου ότι δεν υπήρχε επείγουσα ανάγκη για διορισμό πρόσθετων διευθυντών, εφόσον ήδη υπήρχαν τρεις και, αντίθετα με ό,τι ο καθ’ ου η αίτηση 2 δόλια και παραπλανητικά παρουσίασε, δεν συνέτρεχε επείγουσα ανάγκη για χρηματοδότηση. 

 

(θ) Την επόμενη ημέρα, 4.11.2023, ο καθ’ ου η αίτηση 2 απέστειλε στην Argus επιστολή, ως απάντηση της προαναφερθείσας επιστολής της Argus, ημερ. 3.11.2023, ζητώντας ποσό €175.000.000, διευκρινίζοντας στην επιστολή του ότι το ποσό που οφειλόταν στη Litasco ήταν €150.173.483,00 πλέον τόκοι από 4.5.2023. Το επιπλέον ποσό δεν μπορεί να αναλογούσε σε τόκο διότι, σύμφωνα με υπολογισμούς της Litasco, συμπεριλαμβανόταν τόκος στο προαναφερθέν ποσό μέχρι τον Ιούλιο 2023 (τεκμ. 17 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου) ενώ, καθώς προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης, ημερ. 2.10.2023 (τεκμ. 18 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), ο τόκος για τον Αύγουστο 2023 είχε ήδη καταβληθεί, η δε συζήτηση αφορούσε τον τόκο για τον Σεπτέμβριο και μετέπειτα.

 

Στις 6.11.2023 η Argus ενημέρωσε γραπτώς τους μεριδιούχους (unit holders) ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 αποτάθηκε προς την ίδια για δάνειο ύψους €175.000.000, χωρίς το οποίο η καθ’ ης η αίτηση 1 θα είχε ζημιές και απώλειες με κίνδυνο να απωλέσει το διυλιστήριο. Η Argus ζήτησε συναφώς γραπτή συγκατάθεση των μεριδιούχων για την εν λόγω χρηματοδότηση. Στις 9.11.2023 η αιτήτρια, μέσω των δικηγόρων της, απέστειλε επιστολή (τεκμ. 19 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου) στον καθ’ ου η αίτηση 2, η οποία κοινοποιήθηκε και στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1, απαιτώντας όπως αυτός: (α) παύσει οποιεσδήποτε ενέργειες ή παραλείψεις που στόχευαν στην εφαρμογή ή τη διευκόλυνση σχεδίου που είχε καταστρωθεί από τον κ. Οικονόμου, (β) επαναφέρει στην προτέρα κατάσταση την καθ’ ης η αίτηση 1, απαλείφοντας οποιεσδήποτε ενέργειες είχαν γίνει για εφαρμογή ή διευκόλυνση του εν λόγω σχεδίου, και αναγνωρίζοντας ότι η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, ημερ. 3.11.2023, καθώς και οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την εν λόγω συνεδρίαση, ήταν άκυρες και (γ) υποβάλει την παραίτησή του από το διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1. Στην ίδια επιστολή η αιτήτρια ζητούσε όπως το διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1: (ι) διερευνήσει αμέσως εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης και (ιι) διεξαγάγει ουσιαστική συζήτηση με τους πιστωτές της καθ’ ης η αίτηση 1, με σκοπό την εξεύρεση λύσεων. Κατά την ίδια ημερομηνία, η αιτήτρια απέστειλε και στην Argus επιστολή (τεκμ. 20 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), με την οποία ανέφερε περίπου τα ίδια. Με απαντητική επιστολή, ημερ. 10.11.2023 (τεκμ. 21 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου) η Argus προέβη σε ενημέρωση ότι, στις 15.9.2023, η Litasco απαίτησε €150.173.483 ως οφειλόμενο ποσό, αλλιώς θα προχωρούσε με δικαστικά μέτρα εναντίον της G.O.I. Energy S.r.l. Στην απαντητική επιστολή προστίθετο ότι, ένεκα τούτου, η καθ’ ης η αίτηση 1 αποτάθηκε για χρηματοδότηση στη μεγαλομέτοχο, δηλαδή την ιδία την Argus, η οποία ζήτησε από όλους τους μεριδιούχους (unit holders) να καλύψουν τις υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 ώστε να προστατεύσουν την επένδυσή τους, εφόσον η εξαγορά του διυλιστηρίου ήταν και η μόνη επένδυση της καθ’ ης η αίτηση 1. Τέλος, απέρριψε ως αβάσιμη τη θέση περί "σχεδίου". Σε συνεδρίαση του νέου διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, η οποία έγινε κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 10.11.2023 (τεκμ. 24 ημερήσια διάταξη) αποφασίστηκε, ανάμεσα σε άλλα, όπως ο πρόεδρος της εταιρείας, κ. Δαμιανού, αντικατασταθεί από τον καθ’ ου η αίτηση 3, ο δε καθ’ ου η αίτηση 2 διοριστεί πρόεδρος της G.O.I. Energy Italy S.r.l. που ανήκε στην καθ’ ης η αίτηση 1. Σημειώνεται, παρενθετικά, ότι η αιτήτρια δεν κατέθεσε τα πρακτικά της προαναφερθείσας συνεδρίας, τα οποία οι καθ’ ων η  αίτηση 1-7 κατέθεσαν με την ένσταση τους (τεκμ. 5 της κας Κωνσταντίνου).

 

(ι) Ο καθ’ ου η αίτηση 2, με επιστολή μέσω των δικηγόρων του, ημερ. 11.11.2023 (τεκμ. 22 στην Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), αρνήθηκε τα όσα η αιτήτρια του καταλόγιζε, παραπονέθηκε ότι δεν του παρασχέθηκε οποιαδήποτε εξήγηση, και προέβαλε ότι υφίστατο από την αιτήτρια πιέσεις και απειλές για να αναστρέψει ενέργειες της καθ’ ης η αίτηση 1, οι οποίες είχαν ληφθεί καθόλα νόμιμα και σύμφωνα με το Καταστατικό. Στην ίδια επιστολή, αναφερόμενος στη διαδικασία σύγκλησης της συνεδρίασης, ημερ. 3.11.2023, ο καθ’ ου η αίτηση 2 διατύπωσε τη θέση ότι ο κ. Δαμιανού δεν αντιτάχθηκε στη διεξαγωγή της συνεδρίασης, ούτε ζήτησε αναβολή της. Ως προς την οικονομική πτυχή, ο καθ’ ου η αίτηση 2 ανέφερε ότι κατ’ εκείνο τον χρόνο οι οικονομικές υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 ανέρχονταν σε ποσό περίπου €300.000.000. Εξήγησε ότι το εν λόγω ποσό συμπεριλάμβανε την οφειλή προς τη Litasco ανερχόμενη, κατά τον υπολογισμό του, σε €160.000.000, όπως και την οφειλή προς την Argus, ύψους €115.000.000. Επίσης ανέφερε ότι ο ίδιος επικοινώνησε με διάφορους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένου και του κ. Οικονόμου, αλλά δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση, ότι αυτές οι ενέργειες του έγιναν με εντολή του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, και ότι κανένας από τους μετόχους, συμπεριλαμβανομένης της κας Μπακογιάννη, δεν τον ενημέρωσε για εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης της εταιρείας. Σε σχέση με την αποχώρηση της κας Μπακογιάννη, ο καθ’ ου η αίτηση 2 ανέφερε ότι αυτή αποχώρησε οικειοθελώς, αφού προηγουμένως ενήργησε με τρόπο που αντίκειτο στις διαδικασίες της καθ’ ης η αίτηση 1. Σημειώνω, σε σχέση με τον εν λόγω καταλογισμό μεμπτότητας στην κα Μπακογιάννη, ότι η κα Παπαευσταθίου τον εμφανίζει ως μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα. Τέλος, με την εν λόγω επιστολή του, ο καθ’ ου η αίτηση 2 προέβη σε εισήγηση για συνάντηση των μερών με σκοπό την αποκλιμάκωση της κατάστασης.

 

(κ) Η κα Παπαευσταθίου παρουσίασε και συνομιλίες, μέσω γραπτών μηνυμάτων της εφαρμογής ‘WhatsApp’. Τα μηνύματα απεστάλησαν από τον κ. Οικονόμου σε κάποιον κ. Benyamin Steinmetz, επενδυτή στο εν λόγω διυλιστήριο της ISAB, με κοινοποίηση στην κα Μπακογιάννη. Σε μια συνομιλία (τεκμ. 25) ο κ. Οικονόμου λέγει ότι επένδυσε περί το 90% από τα €125.000.000 της αγοράς του διυλιστηρίου, ενώ ο κ. Steinmetz μόνο το 10%, αναφέρεται στην οφειλή προς τη Litasco, τις οικονομικές δυσκολίες της καθ’ ης η αίτηση 1, και καταλήγει λέγοντας ότι δεν θα σταματήσει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα του. Σε άλλη συνομιλία (τεκμ. 26) η κα Μπακογιάννη υποδεικνύει στον κ. Οικονόμου να μην της κοινοποιεί συνομιλίες, οπότε αυτός της απάντησε ότι το έπραξε επειδή εκείνη είχε διορίσει δικηγόρο ενώ αυτός ήταν πρόθυμος να αναζητήσουν εξωδικαστηριακή λύση.

 

3. Με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ημερ. 16.11.2023, η κα Παπαευσταθίου επιχείρησε να διευκρινίσει τις ενέργειες στις οποίες η αιτήτρια θα μπορούσε να προέβαινε, αν της παρεχόταν η ευκαιρία, ώστε να διατηρούσε ακέραιο το μερίδιο της στην καθ’ ης η αίτηση 1. Τα όσα ανέφερε συνοψίζονται ως εξής. Αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ ης η αίτηση 1 μπορούσε να γίνει μόνο κατόπιν έγκρισης σχετικού ψηφίσματος σε γενική συνέλευση (Καν. 50 του Καταστατικού). Εκτός όπου, σε γενική συνέλευση, αποφασίζεται διαφορετικά, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να αποτείνεται στους μετόχους για να δηλώσουν κατά πόσο θα μετάσχουν στην αύξηση (Καν. 6 του Καταστατικού). Η αιτήτρια θα είχε τότε δικαίωμα να μετάσχει στην αύξηση, συνεισφέροντας το ποσό που της αναλογούσε, και να διασφάλιζε ότι δεν θα επερχόταν, με άλλες λύσεις, μείωση του ποσοστού συμμετοχής της στην καθ’ ης η αίτηση 1. Το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα απέβλεπε στην αποτροπή μείωσης του ποσοστού μετοχικής ισχύος της αιτήτριας, εφόσον απαγορεύει στην καθ’ ης η αίτηση 1 να ενεργήσει με τρόπο που (i) θα απέκλειε τη συμμετοχή της αιτήτριας στην αύξηση κεφαλαίου και (ii) θα παρέσχε σε χρηματοδότη αθέμιτο πλεονέκτημα που τελικά θα τον καθιστούσε δικαιούχο (beneficial owner), είτε μέσω δικαιώματος να αποκτήσει μετοχές σε τιμή που δεν θα αντικατόπτριζε την πραγματική αξία της καθ’ ης η αίτηση 1, είτε μέσω δανεισμού που δεν θα γινόταν με όρους αγοράς. Με το διάταγμα καθίστατο σαφές ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 έπρεπε να εξετάσει όλες τις εναλλακτικές επιλογές, όπως για παράδειγμα την εξασφάλιση δανείων από τρίτους, και τον προσδιορισμό από εκτιμητές της οικονομικής κατάστασης και αξίας της, το δε ύψος του ποσού που χρειαζόταν για αποπληρωμή της Litasco έπρεπε και αυτό να εκτιμηθεί και να πιστοποιηθεί από ανεξάρτητους επαγγελματίες αλλιώς, με την παρουσίαση υπερβολικής και, επομένως, εξωπραγματικής ανάγκης, υπήρχε ο κίνδυνος μείωσης του μετοχικού συμφέροντος των μετόχων χωρίς αποχρώντα λόγο.

 

4. Ως προς την αιτιολόγηση του κατεπείγοντος της μονομερούς αίτησης, η κα Παπαευσταθίου προέβη σε χωριστή ένορκη δήλωση, ημερ. 13.11.2023 (βλ. Καν. 23.8(2)), με την οποία, αφού υιοθέτησε το περιεχόμενο της προαναφερθείσας βασικής ένορκης δήλωσης της, η οποία ήταν η μόνη τότε καταχωρημένη, πρόσθεσε τα ακόλουθα. Τα άτομα, τα οποία στις 3.11.2023 διορίστηκαν διευθυντές του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, ελέγχονται από τον καθ’ ου η αίτηση 2 και τον κ. Οικονόμου, οι οποίοι δολίως ενορχήστρωσαν σχέδιο για απόκτηση πλήρους ελέγχου της καθ’ ης η αίτηση 1. Το διοικητικό συμβούλιο, όπως διαμορφώθηκε, αναμενόταν να προχωρήσει ανά πάσα στιγμή στη λήψη αποφάσεων προς επίτευξη αυτού του σκοπού, δεδομένου ότι η εν λόγω συνεδρίαση έγινε με μόνο μια ώρα προειδοποίηση. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 συνεχίζει να επιμένει όπως η καθ’ ης η αίτηση 1 καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, η δε επιπλέον διαφορά θα είναι πολύ δύσκολο ή αδύνατο να επιστραφεί διότι το ποσό θα μεταφερθεί στη Ρωσία η οποία βρίσκεται υπό κυρώσεις. Εν πάση περιπτώσει, ο καθ’ ου η αίτηση 2 επέδειξε έλλειψη διάθεσης να λάβει υπόψη εναλλακτικούς τρόπους εξεύρεσης χρηματοδότησης και σκοπεύει να διαφοροποιήσει το μετοχικό κεφάλαιο της καθ’ ης η αίτηση 1 με δάνειο μετατρέψιμο σε μετοχές (convertible loan). Κάτω από αυτές τις περιστάσεις υπάρχει κίνδυνος οι μετοχές της αιτήτριας να "αραιωθούν", ήτοι να μειωθεί η αξία τους, με αποτέλεσμα η αιτήτρια ουσιαστικά να απωλέσει τα δικαιώματά της στην  καθ’ ης η αίτηση 1. 

 

Β. 1. Μετά την επίδοση του μονομερώς εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος, ημερ. 17.11.2023, οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 καταχώρισαν εμφάνιση με τον ίδιο δικηγόρο και προέβαλαν ένσταση, τόσο σε σχέση με το εκδοθέν διάταγμα όσο και σε σχέση με τα δύο εκκρεμούντα αιτήματα για προσωρινά διατάγματα. Σημειώνω ότι, κατά την ημερομηνία εμφάνισης των καθ’ ων η αίτηση 1-7 στο δικαστήριο, προσήλθε και δικηγόρος που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της Αrgus και, για λόγους τους οποίους εξέθεσε, ζήτησε όπως επιτρεπεί στην Αrgus να εμφανισθεί στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος. Εν τέλει, κατόπιν συνεννόησης όλων των παρευρισκομένων συνηγόρων, στις 24.11.2023 το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα αναδιαμορφώθηκε μέχρι την εκδίκαση της αίτησης και, κατόπιν τούτου, η Argus δεν επέμενε να μετάσχει στη διαδικασία. Αναδιαμορφωμένο, το διάταγμα έχει ως εξής: 

 

"ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ …. ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ εκτός κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, τη σύγκληση ή/και τη διενέργεια συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1 ή/και τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης διοικητικού συμβουλίου της Εναγομένης 1, στην έκταση που η εν λόγω συνεδρίαση θα αποφασίζει ζητήματα που αφορούν, άμεσα ή έμμεσα, την αλλαγή ή/και διαφοροποίηση του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 1, είτε δια της έκδοσης ή/και παραχώρησης μετοχών είτε δια της σύναψης δανείου που είναι δυνατό να μετατραπεί σε μετοχές (convertible loan) είτε άλλη συναφή ή παρόμοια ή ουσιωδώς ισοδύναμη συναλλαγή, νοείται ότι εξαιρείται πλήρως των προνοιών του υφιστάμενου διατάγματος 17.11.2023 το δάνειο μετατρέψιμο σε μετοχές ημερομηνίας 9.1.2023 μεταξύ της Argus New Energy Fund AIF V.C.I.E. Limited και της Εναγόμενης 1 ύψους €115.000.000 (Τεκμήριο 23 της ένορκης δήλωσης της Αγγελικής Παπαευσταθίου ημερ. 13.11.2023) και η Εναγόμενη 1 και οι διευθυντές της μπορούν να ενεργούν ελεύθερα με βάση τις πρόνοιες του, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 13.11.23 ή μέχρι νεοτέρων οδηγιών του Δικαστηρίου."

 

(Υπογράμμιση δικαστηρίου για επισήμανση προσθήκης)

 

2. Στις 30.11.2023 οι εναγόμενοι καταχώρισαν ένσταση η οποία βασίζεται στο Άρθρo 30 του Συντάγματος, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/60 όπως τροποποιήθηκε), το άρθρο 202 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (όπως τροποποιήθηκε), τα άρθρα 4, 7 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (όπως τροποποιήθηκε), στους Κ.23.1, 2, 4, 6-9, Κ.25.1, 3 και 6, Κ.32.14, 15 και 17 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, τις αρχές του Κοινού Δικαίου, τη νομολογία, τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και την πρακτική.

 

Προβάλλονται, προς αντίκρουση της αίτησης, οι εξής λόγοι τους οποίους παραθέτω αυτούσιους: 

"1.   Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίου Νόμου, Ν. 14/60 για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

2.    Δεν προκύπτει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.

 

3.    Η Αιτήτρια ως μέτοχος της Καθ’ ης η Αίτηση 1 δεν νομιμοποιείται να προωθεί την υπό τον ως άνω αριθμό απαίτηση καθώς και την Αίτηση ημερ. 13/11/2023 και/ή η παρούσα δεν προωθείται ως παράγωγη αγωγή και/ή η υπό κρίση απαίτηση δεν δύναται να προωθείται από μέτοχο της εταιρείας και/ή αγωγές προς το κατ’ ισχυρισμό συμφέρον της εταιρείας θα έπρεπε να εγερθούν από την εταιρεία και/ή δεν προκύπτει βάση αγωγής της Αιτήτριας.

 

4.    Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ορατή πιθανότητα η Αιτήτρια να δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία.

 

5.    Τα Δικαστήρια δεν επεμβαίνουν στις αποφάσεις μιας εταιρείας οι οποίες λαμβάνονται σύμφωνα με το Καταστατικό της εταιρείας και/ή με πλειοψηφία.

 

6.    Η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Καθ’ ης η Αίτηση 1 ημερ. 03/11/2023 έγινε καθ’ όλα νομότυπα και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καταστατικού της Καθ’ ης η Αίτηση 1 και της σχετικής νομοθεσίας.

 

7.    Οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά την συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της Καθ’ ης η Αίτηση 1 ημερ. 03/11/2023 είναι καθ’ όλα έγκυρες και λήφθησαν σύμφωνα με το Καταστατικό της Καθ’ ης η Αίτηση 1 και την σχετική νομοθεσία.

 

8.    Η Αιτήτρια δεν παραθέτει μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι υπάρχει καταπίεση της μειοψηφίας και/ή δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 202 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 για έκδοση των διαταγμάτων και/ή απόφασης και/ή παραχώρησης θεραπείας και/ή δεν επιζητούνται θεραπείες που προβλέπονται από το Άρθρο 202 του Κεφ. 113 και/ή οι θεραπείες που επιζητούνται δεν προβλέπονται από το Άρθρο 202 του Κεφ. 113 και/ή το Άρθρο 202 του Κεφ. 113 προνοεί για συγκεκριμένες θεραπείες.

 

9.    Το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) γέρνει καθαρά προς όφελος της μη οριστικοποίησης του εκδοθέντος διατάγματος ημερ. 17/11/2023 και της μη έκδοσης των αιτητικών Β και Γ της Αίτησης ημερ. 13/11/2023 καθότι τυχόν έκδοση τους θα προκαλέσει τεράστιες και/ή ανεπανόρθωτες ζημιές στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 οι οποίες είναι δυσανάλογες με τις αιτούμενες θεραπείες και/ή σε σχέση με την απαίτηση της Ενάγουσας.

 

10.  Η Αιτήτρια κωλύεται να προωθεί την υπό κρίση απαίτηση και την αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων θεραπειών.

 

11. Η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή προσήλθε κατά παράβαση των αρχών της επιείκειας.

 

12.  Δεν έχει καταδειχθεί ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και/ή δεν έχει καταδειχθεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

13.  Δεν συντρέχουν οποιεσδήποτε και/ή εξαιρετικές περιστάσεις έκδοσης των αιτούμενων Διατάγματος.

 

14.  Η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά ή ότι η ζημιά της σε περίπτωση επιτυχίας της δεν θα είναι δυνατόν να υπολογιστεί.

 

15.  Ελλείπει το δικαιοδοτικό κριτήριο του κατεπείγοντος για την έκδοση των Διαταγμάτων.

 

16.  Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, παράτυπη και αντικανονική και/ή η νομική της βάση πάσχει και/ή είναι ελλιπής.

 

17.  Το Διάταγμα ημερ. 17/11/2023 είναι γενικό και/ή αόριστο και/ή ασαφές.

 

18.  Δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του Μέρους 23 και 25 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

19.  Η Αίτηση δεν υποστηρίζεται από ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή η ένορκη δήλωση είναι παράτυπη και/ή άκυρη και/ή περιέχει ανακρίβειες και/ή παραβιάζει τις πρόνοιες του Μέρους 32 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

20.  Η Αιτήτρια παρέλειψε να προβεί σε πλήρη, αληθινή και ουσιαστική αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και/ή εγγράφων που αφορούν άμεσα την παρούσα υπόθεση και ειδικότερα γεγονότων που είναι σε γνώση της ή θα μπορούσε να ήταν σε γνώση της αν κατέβαλλε λογική επιμέλεια σε όλους τους ουσιώδεις χρόνους και/ή παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του Δικαστηρίου επαρκώς ή καθόλου σε ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας που προσκόμισε και/ή απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και/ή μαρτυρία από το Σεβαστό Δικαστήριο και/ή δεν υπέδειξε ουσιώδη γεγονότα και/ή σκόπιμα με τη μαρτυρία της παραπλάνησε το Δικαστήριο και/ή δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.  Συγκεκριμένα:

 

                          i.    Η Ενόρκως Δηλούσα απέκρυψε από το Δικαστήριο τα Τεκμήρια 3 και 4 της Ένορκης Δήλωσης της κας Αιμιλίας Κωνσταντίνου, και τις διαβεβαιώσεις που έδωσε και αναλήψεις που ανέλαβε η Καθ’ ης η Αίτηση 1 έναντι της ιταλικής κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων ότι η Argus θα συμβάλει με ποσό 273.500.000 εκατομμύρια για να ολοκληρωθεί η εξαγορά.

 

                         ii.    Η Ενόρκως Δηλούσα δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο τον πραγματικό λόγο παραίτησης της κας Μπακογιάννη και/ή δεν επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στην σελίδα 12 του Τεκμηρίου 12 της ένορκης δήλωσης της κας Παπαευσταθίου που επισυνάπτει στην ένορκη της δήλωση.

 

                        iii.    Η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο τα πρακτικά του διοικητικού συμβουλίου ημερ. 26/10/2023.

 

                        iv.    Η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο το ύψος των υποχρεώσεων της Καθ’ ης η Αίτηση 1.

 

                         v.    Η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο τη στρατηγική σημασία του διυλιστηρίου για την ιταλική κυβέρνηση.

 

                        vi.    Η Αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο την υποχρέωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1 να καταθέτει ανά εξάμηνο τις θέσεις της και πρόοδο σε σχέση με τις αναλήψεις που ανέλαβε ούτως ώστε να αξιολογούνται από την ιταλική κυβέρνηση.

 

                       vii.    Η Αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι για σκοπούς του πλάνου Environmental Green Initiative  απαιτείται η καταβολή / δέσμευση από τους μετόχους της Καθ’ ης η Αίτηση 1 / ISAB  ποσού περίπου €50.000.000 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023 για την παράλληλη άντληση Εξασφαλίσεων (Guarantees) από την ιταλική κυβέρνησης ύψους €600.000.000 αναφορικά με την χρηματοδότηση του έργου του Environmental Green Initiative.  

 

                      viii.    H Αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι για την εξεύρεση πόρων για την αγορά του 100% των μετοχών της ISAB η Καθ’ ης η Αίτηση 1 άντλησε:

 

·         €115,700,000 από την Argus μέσω δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές της Καθ’ ης η Αίτηση 1, διάρκειας 1 έτους υπογεγραμμένο την 09/01/2023 με λήξη την 09/01/2024 και το οποίο φέρει επιτόκιο 8%. Η συνολική υποχρέωση της Καθ’ ης η Αίτηση 1, είναι η καταβολή ποσού ίσου με €115,700,000 + €6,988,055 που αποτελούν τους δεδουλευμένους τόκους κατά την 9η Ιαν 2024.  Το εν λόγω δάνειο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 23 στην ΕΔ Παπαευσταθίου αρ. 1.

 

·         €1.000.000 από όλους τους μετόχους της Καθ’ ης η Αίτηση 1 υπό την μορφή έκδοσης 1.000.000 μετοχών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 αξίας €1 ανά μετοχή

 

·         Ποσό €1.500.000 από την Absolute Wealth, υπό την μορφή δανείου και το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την καταβολή τόκων προς την Litasco τον Σεπτέμβριο του 2023.

 

                   ix.        Η ενόρκως δηλούσα απέκρυψε από το Δικαστήριο τα τιμολόγια που εκδόθηκαν αναφορικά με τους τόκους που οφείλονταν από την θυγατρική της Καθ’ ης η Αίτηση 1, G.O.I. Energy srl προς την Litasco και τις σχετικές απόδειξης πληρωμής που έγιναν (Τεκμήρια 13, 14 και 15 της ένορκης δήλωσης της κας. Κωνσταντίνου που συνοδεύει την παρούσα).

 

                     x.        Η ενόρκως δηλούσα παρέλειψε να επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στο Τεκμήριο 23 της ΕΔ Παπαευσταθίου αρ. 3 και στην σημασία του εν λόγω Δανείου και/ή απέκρυψε από το Δικαστήριο τους όρους του Μετατρέψιμου Δανείου.

 

                   xi.        Η Ενόρκως Δηλούσα δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο την γνωμάτευση που ετοιμάστηκε από τον ιταλικό δικηγορικό γραφείο BonelliErede.

 

                  xii.        Η Ενόρκως Δηλούσα παραπλανεί το Δικαστήριο όταν αναφέρει ότι κατά την συνεδρίαση 01/11/2023 συζητήθηκε ο διορισμός νέου διευθυντή της Καθ’ ης η Αίτηση και ότι αναφέρθηκε από τους δικηγόρους που ήταν παρόντες ότι είναι οι μέτοχοι που θα αποφασίσουν για τέτοιο διορισμό. 

 

                 xiii.        Η Ενόρκως Δηλούσε δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο τα πρακτικά της συνεδρίασης ημερ. 01/11/2023.

 

                 xiv.        Η ενόρκως δηλούσα παρέλειψε να αναφέρει στο Δικαστήριο ότι γίνεται ξεκάθαρη άρνηση στην επιστολή των κ.κ. Λ. Παπαφιλίππου & Σια Δ.ΕΠ.Ε., ημερ. 11/11/2023 σε αναφορές περί ύπαρξης δολίου σχεδίου ενώ γίνονται αναφορές και στο νομότυπο της συνεδρίασης 03/11/2023, στο ύψος των οφειλών της Καθ’ ης η Αίτηση 1 και στην κακοδιαχείριση από πλευράς κας Μπακογιάννη.

 

                  xv.        H ενόρκως δηλούσα παραπλανεί επίσης σε σχέση με την επιστολή που απέστειλε η Argus με την οποία επίσης σημειώνει ότι 1) αγνοεί την ύπαρξη οποιουδήποτε δόλιου σχεδίου και ως εκ τούτου δεν προτίθεται να συγκαλέσει γενική συνέλευση, 2) γνωρίζει για την ύπαρξη οφειλής της G.O.I. Energy srl προς την Litasco ύψους €150.173.483 και το ότι η Litasco με επιστολή της ημερ. 15/09/2023 έχει απαιτήσει την πληρωμή του ποσού και ως εκ τούτου δεν προέβηκε στις ενέργειες που ζητούσε με την επιστολή της η Αιτήρια.

 

                 xvi.        Η ενόρκως δηλούσα δεν αποκάλυψε στο Δικαστήριο και/ή δεν έχει επισύρει την προσοχή του Δικαστηρίου στον Κανονισμό 100 και 107 του Καταστατικού της Καθ’ ης η Αίτηση 1.

 

  1. Η ενόρκως δηλούσα δεν αποκαλύπτει την πηγή της πληροφόρησής της.

 

  1. Η ενόρκως δηλούσα αναφέρεται σε ένορκη της δήλωση 10/11/2023 η οποία δεν έχει επιδοθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση και η οποία δεν είναι καταχωρημένη  στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης στο i-justice."

3. Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση, ημερ. 30.11.2023, της κας Αιμιλίας Κωνσταντίνου, διευθύντριας της καθ’ ης η αίτηση 1 εταιρείας. H κα Κωνσταντίνου λέγει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση 1-7 από τους οποίους πήρε πληροφορίες, ότι γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα ένεκα της θέσης της στην εταιρεία, ότι έχει συμβουλευθεί τους δικηγόρους των καθ’ ων η αίτηση 1-7 και, περαιτέρω, ότι διάβασε το περιεχόμενο των τριών ενόρκων δηλώσεων, δύο ημερ. 13.11.2023 και μια ημερ. 16.11.2023, της κας Παπαευσταθίου, στις οποίες το δικαστήριο στηρίχθηκε για να εκδώσει το διάταγμα. Η κα Κωνσταντίνου επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και, εν συνεχεία, παραθέτει τα ακόλουθα ως τα πραγματικά στοιχεία και παράγοντες που συνθέτουν την υπόθεση.

 

(α) Η ISAB είναι ιδιοκτήτρια διυλιστηρίου, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ιταλία, το οποίο βρίσκεται στο Πριόλο, Σικελίας. Στις 5.12.2022 η ιταλική κυβέρνηση έθεσε υπό τον έλεγχο της τη λειτουργία του. Η Argus συστάθηκε, βάσει της κυπριακής νομοθεσίας που αφορά Οργανισμούς Εναλλακτικών Επενδύσεων, ως εταιρεία μεταβλητού κεφαλαίου και κατέχει σχετική άδεια (τεκμ. 1) από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Λειτουργεί ως επενδυτικό ταμείο ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity fund) το οποίο επενδύει σε τομείς ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια οικονομία και την τοπική κοινωνία. Επιδιώκει μακροπρόθεσμες αποδόσεις προς όφελος των επενδυτών της, με τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας για όλους τους μεριδιούχους. Η Argus είναι ο πλειοψηφικός μέτοχος στην καθ’ ης η αίτηση 1, κατέχοντας το 76% του μετοχικού κεφαλαίου. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 κατέχει το 20%, η αιτήτρια κατέχει το 2% και η Sanicula Holdings GMBH κατέχει και αυτή μόνο 2%. Τη διαχείριση της Argus την έχει η Argus Management Fund (εφεξής "Argus Management"), εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με άδεια λειτουργίας (τεκμ. 2). Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, "η Argus Management κατέχει το σύνολο των εκδομένων μετοχών διαχείρισης της Argus μέσω των οποίων ελέγχει και διορίζει το διοικητικό συμβούλιο της Argus και έχει δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις", ενώ οι μεριδιούχοι της Argus "δεν έχουν δικαιώματα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις, ούτε και το δικαίωμα διορισμού ή μετακίνησης διευθυντή". Τελική δικαιούχος της Argus Management εμφανίζεται να είναι κάποια κα Άντρη Τριγγίδου. Οποιαδήποτε παρέκκλιση της Argus Management από τα προβλεπόμενα θα αποτελούσε λόγο ανάκλησης της άδειας της. Σχετικές λεπτομέρειες ως προς τη σύνδεση των εν λόγω δύο εταιρειών εκτίθενται σε διάφορα σημεία του τεκμηρίου 3, στο οποίο γίνεται αναφορά πιο κάτω. Δεν καταστρώθηκε οποιοδήποτε δόλιο σχέδιο από τους καθ’ ων η αίτηση 1-7. Ο κ. Οικονόμου είναι μέτοχος σε εταιρείες που έχουν μερίδια στην Argus (βλ. τεκμ. 3 σελ. 8), αλλά ούτε αυτός, ούτε οποιοσδήποτε άλλος έχουν δικαίωμα να υποδεικνύουν στην Argus Management πως να ενεργεί. Το ίδιο, ως μεριδιούχος στην Argus, ο κ. Οικονόμου δεν μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνει η διαχειρίστρια εταιρεία, δηλαδή η Argus Management. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 ουδέποτε προέβη σε οποιαδήποτε συμφωνία με τον κ. Οικονόμου αναφορικά με το τι θα έπρεπε να γίνει με την καθ’ ης η αίτηση 1 αλλά, ακόμα και να υπήρχε, χρειαζόταν να υποβληθεί εισήγηση ή πρόταση για έγκριση, με ψήφιση σε γενική συνέλευση μετόχων, όπου θα παρίστατο και η αιτήτρια.

 

(β) Σε σχέση με τη συμφωνία εξαγοράς του 100% των μετοχών της ISAB από την καθ’ ης η αίτηση 1 - η συμφωνία SPA’ - και τη μετέπειτα νέα συμφωνία (novation agreement) με βάση την οποία όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1, που απέρρεαν από την ‘SPA’, μεταφέρθηκαν στη G.O.I. Energy S.r.l. υποδεικνύονται τα εξής:

 

(ι) Για μέρος της πληρωμής προς τη Litasco, η καθ’ ης αίτηση 1 πήρε από την Argus δάνειο ύψους €115.700.000, διάρκειας ενός έτους, ήτοι από τις 9.1.2023 μέχρι τις 9.1.2024, ημερομηνία κατά την οποία θα καθίστατο οφειλόμενο, με επιτόκιο 8%, μετατρέψιμο από την Argus σε μετοχές της καθ’ ης η αίτηση 1. Ως εκ τούτου, η καθ’ ης η αίτηση 1 οφείλει να καταβάλει στην Argus συνολικό ποσό ύψους €115.700.000 συν €6.988.055 ως δεδουλευμένους τόκους μέχρι τις 9.1.2024. Επίσης, για να καταβάλει προηγούμενο οφειλόμενο τόκο, η καθ’ ης η αίτηση 1 συνήψε δεύτερο δάνειο, αυτή τη φορά από την "Absolute Wealth", για ποσό €1.500.000, το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο στις 29.10.2023 και, ως προς αυτό, απεστάλη σχετική ειδοποίηση πληρωμής ημερ. 7.11.2023. Επιπλέον, η καθ’ ης η αίτηση 1 προέβη και σε έκδοση νέων μετοχών. Σε περίπτωση που η Argus εξασκήσει το δικαίωμα της να μετατρέψει το δάνειο σε μετοχές της καθ’ ης η αίτηση 1 (βλ. αναδιαμορφωμένο προσωρινό διάταγμα, ημερ. 24.11.2023), η μετοχική δομή της καθ’ ης η αίτηση 1 θα αλλάξει και η Argus θα κατέχει πλέον το 99,7% των μετοχών της καθ’ ης η αίτηση 1, με συνακόλουθη διαφοροποίηση του μετοχικού κεφαλαίου που θα επηρεάσει την καθ’ ης η αίτηση 1, όπως και όλους τους άλλους μετόχους. Πιο συγκεκριμένα, το μετοχικό κεφάλαιο της αιτήτριας θα μειωθεί από 2%, που κατέχει σήμερα, σε 0,0175%. Εξάλλου, σε τέτοια περίπτωση, ανάλογη μείωση θα επέλθει και σε σχέση με το 20% που κατέχει ο καθ’ ου η αίτηση 2, στον οποίο η αιτήτρια καταλογίζει ότι προωθεί δικά του συμφέροντα και όχι το συμφέρον της καθ’ ης η αίτηση 1. Σημειώνεται ότι τόσο σε σχέση με το διάταγμα, όπως αρχικά εκδόθηκε, όπως και στο πλαίσιο εισηγήσεων που ακολούθησαν για αναδιαμόρφωση με κάποια προσθήκη, η αιτήτρια δεν αντιτάχθηκε στη δυνατότητα διαφοροποίησης του μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ ης η αίτηση 1 σε αυτή τη βάση, εξ’ ου και υπήρξε, εκ συμφώνου, αναδιαμόρφωση του διατάγματος ώστε να παρέχεται ειδική εξαίρεση στην Argus.

 

(ιι) Τηρώντας λοιπόν την εν λόγω συμφωνία εξαγοράς της ISAB και την εν συνεχεία νέα συμφωνία (novation agreement), η G.O.I. Energy S.r.l. ήδη πλήρωσε στη Litasco  ποσό $115.000.000, ήτοι με προκαταβολή ύψους $25.000.000 τον Ιανουάριο του 2023 και, έπειτα, με δεύτερο ποσό, ύψους $90.000.000 το Μάιο 2023, κατά την ολοκλήρωση της μεταφοράς της ιδιοκτησίας της ISAB, ποσά τα οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 χορήγησε υπό μορφή δανείου στην G.O.I. Energy S.r.l. Με βάση την εν λόγω συμφωνία εξαγοράς (τεκμ. 8 της Ε/Δ 1 της κας Παπαευσταθίου), η G.O.I. Energy S.r.l. οφείλει να καταβάλει στη Litasco, μέσω της καθ’ ης η αίτηση 1, περαιτέρω ποσό, το ύψος του οποίου καθορίζεται, βάσει της συμφωνίας, ως προσθαφαίρεση των ακόλουθων στοιχείων, ήτοι της "καθαρής θέσης μετρητών της ‘SPA’, του κεφαλαίου κίνησης, της αξίας αποθεμάτων πετρελαίου, της αξίας μη αποθεματικού και της προσαρμογής EUA (EUA Adjustment)". Το ποσό τότε ανερχόταν σε €150.173.483,02 (αντίστοιχο $164.862.754) και, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις προς την ιταλική κυβέρνηση, πρέπει να χρηματοδοτηθεί από την καθ’ ης η αίτηση 1. Ουδέποτε αμφισβητήθηκε από οποιονδήποτε ότι η οφειλή στη Litasco ανέρχεται σε τουλάχιστον €150.173.483,02. Το ύψος του ποσού εμφαίνεται σε διάφορα ηλεκτρονικά μηνύματα, ημερ. 5.7.2023 και 25.7.2023, στα οποία επισυνάπτονται τιμολόγια της Litasco (μέρος του τεκμ. 10) και καθορίζεται ως οφειλόμενο το προαναφερθέν ποσό, πλέον τόκος ύψους €830.692,96. Αυτά τα ηλεκτρονικά μηνύματα απεστάλησαν από τον κ. Gur - υπό την τότε ιδιότητα του ως Group CFO της καθ’ ης η αίτηση 1 - σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, συμπεριλαμβανομένης της κ. Μπακογιάννη. Άλλωστε, τα εν λόγω ποσά επιβεβαιώνονται από γνωμάτευση, ημερ. 23.11.2023, του Ιταλικού δικηγορικού γραφείου BonelliErede (τεκμ. 16). Στη γνωμάτευση επίσης αναφέρονται οι διαδικασίες στις οποίες η Litasco μπορεί να προχωρήσει εναντίον της G.O.I. Energy S.r.l., όπως λήψη δικαστικών μέτρων, διαταγές πληρωμής και παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων προς εξασφάλιση του οφειλόμενου ποσού. Η κα Μπακογιάννη γνωρίζει πολύ καλά ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 όντως χρειάζεται αμέσως χρηματοδότηση για να μπορεί να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις, τόσο προς τους πιστωτές της όσο και έναντι της ιταλικής κυβέρνησης, προς την οποία η εταιρεία δεσμεύθηκε με άλλες, και πάλι οικονομικές υποχρεώσεις, κατά την εξαγορά του διυλιστηρίου στις οποίες, ειδικότερα, γίνεται αναφορά πιο κάτω.

 

(ιιι) Δίδεται έμφαση στην επιστολή, ημερ. 15.9.2023, της Litasco (τεκμ. 11 στην παρούσα και τεκμ. 10 στην ένορκη δήλωση της κας Παπαευσταθίου), με την οποία η Litasco ειδοποίησε την G.O.I. Energy S.r.l. ότι θα λάβει νομικά μέτρα επειδή δεν καταβλήθηκε το υπόλοιπο οφειλόμενο με βάση τη συμφωνία εξαγοράς της ISAB. Η κα Μπακογιάννη ήταν παρούσα σε διάφορες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, κατά τις οποίες συζητήθηκε η ανάγκη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για την αποπληρωμή της Litasco, και ουδέποτε παρουσίασε στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1 οποιοδήποτε έγγραφο το οποίο να αφορούσε πρόταση για τον τρόπο χρηματοδότησης. Σε συνεδρίαση, ημερ. 6.7.2023, το διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1 ενέκρινε την παροχή δανείου στην G.O.I. Energy S.r.l., μέχρι €5.000.000 για την πληρωμή τόκου στη Litasco (τεκμ. 12 πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης), οπότε έγιναν σχετικές πληρωμές (τεκμ. 13, 14 και 15). Εξάλλου, η κα Μπακογιάννη συνήψε δάνειο, ύψους €1.500.000, για να πληρωθεί ο οφειλόμενος τόκος στη Litasco και να δοθεί παράταση αποπληρωμής του ποσού, που η καθ’ ης η αίτηση 1 όφειλε στην εν λόγω εταιρεία.

 

(γ) Η αιτήτρια απέκρυψε από το δικαστήριο και τα εξής σημαντικά στοιχεία, τα οποία η κα Μπακογιάννη επίσης γνώριζε, ως προς τις υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1.

 

(ι) Η καθ’ ης η αίτηση 1 έχει, πέρα από τις προαναφερθείσες οικονομικές υποχρεώσεις, και άλλες σοβαρές υποχρεώσεις συνδεδεμένες με το διυλιστήριο, το οποίο αποτελεί το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο. Η αιτήτρια γνώριζε επακριβώς τη φύση, έκταση και σημασία αυτών των οφειλών της καθ’ ης η αίτηση 1, διότι η κα Μπακογιάννη ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου όταν δημιουργήθηκαν οι υποχρεώσεις, όμως εσκεμμένα παρέλειψε να τις αποκαλύψει στο Δικαστήριο. Η ιταλική κυβέρνηση, βάσει των εξουσιών που έχει για έλεγχο και έγκριση ξένων επενδύσεων σε στρατηγικής σημασίας περιουσιακά στοιχεία και τομείς της οικονομίας, όπως κατ’ ακολουθίαν και βάσει του Law Decree No. 21 of March 15, 2022 (the “Golden Power Legislation”), απαίτησε να πάρει πληροφορίες προτού δώσει έγκριση σε πιθανή πώληση του διυλιστηρίου της ISAB σε ξένο επενδυτή. Στις 5.12.2022 η ιταλική κυβέρνηση, με βάση τις εξουσίες και δυνατότητες άμεσης παρέμβασης τις οποίες έχει, και με απόφαση του Υπουργικού της Συμβουλίου, δημοσιευθείσα στις 6.12.2022 στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας, έθεσε υπό τον έλεγχο της τη λειτουργία του διυλιστηρίου και εξέδωσε νομοθετικό διάταγμα (Law Decree No. 187 of December 5, 2022 - the “Isab-Priolo Decree”), με στόχο την «προστασία της ασφάλειας και της συνέχειας των προμηθειών καθώς και τη συντήρηση της λειτουργίας δικτύων και εγκαταστάσεων» του διυλιστηρίου (μετάφραση σχετικών δημοσιευμάτων, μέρος του τεκμ. 9). Σε αυτό το πλαίσιο ανάγκης, για την εξασφάλιση έγκρισης της ιταλικής κυβέρνησης προς ολοκλήρωση της εξαγοράς του διυλιστηρίου, η καθ’ ης η αίτηση 1 ανέλαβε διάφορες δεσμεύσεις απέναντι στην ιταλική κυβέρνηση, αναφορικά με τη χρηματοδότηση και λειτουργία του διυλιστηρίου. Αναφορά, σε αυτό γίνεται, ειδικότερα, σε πολυσέλιδη ‘Ειδοποίηση’ (Notification), ημερ. 31.1.2023 (τεκμ. 3), την οποία η καθ’ ης η αίτηση 1, η ΙSAB και ο καθ’ ου η αίτηση 2 απέστειλαν προς την ιταλική κυβέρνηση. Στην ‘Ειδοποίηση’ περιγράφεται και αναλύεται το πλαίσιο συνεργασίας των εμπλεκόμενων εταιρειών, στην εν λόγω εξαγορά. Περαιτέρω, σε μακροσκελές έγγραφο, ημερ. 24.2.2023 (τεκμ. 4), το οποίο τα ίδια μέρη εν συνεχεία απέστειλαν, ως απάντηση τους σε ερωτήματα ημερ. 16.2.2023, τα οποία η ιταλική κυβέρνηση έθεσε, και τα οποία απέβλεπαν στην παροχή συναφών και πρόσθετων πληροφοριών, συνδεδεμένων με τις ανάγκες που προέκυψαν λόγω της ‘Ειδοποίησης’, παρασχέθηκαν ορισμένες γραπτές διαβεβαιώσεις στην ιταλική κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών ήταν και το ότι, η καθ’ ης η αίτηση 1, όπως και η Argus, ως κύριος μέτοχος της καθ’ ης η αίτηση 1, διέθεταν οικονομικούς πόρους ύψους €300.000.000 (βλ. τεκμ. 4, ιδιαίτερα τις σελ. 2-5) για ολοκλήρωση της εξαγοράς του διυλιστηρίου. Πάντως, σε εκείνο το στάδιο παρουσιαζόταν οικονομική αδυναμία τήρησης των εν λόγω δεσμεύσεων και, ως εκ τούτου, συνεχίζονταν οι προσπάθειες εξεύρεσης χρηματοδότησης.

 

(ιι) Η ιταλική κυβέρνηση προβαίνει σε εξαμηνιαίο έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων ιδιοκτησίας της καθ’ ης η αίτηση 1. Σε αυτό το πλαίσιο, στις 12.10.2023 η καθ’ ης η αίτηση 1 υπέβαλε γραπτή έκθεση, κατά την αξιολόγηση της οποίας επιβεβαιώθηκε και το πλάνο για χρηματοδότηση του έργου Environmental Green Initiative - "πρόγραμμα για την κατασκευή έξυπνων και φιλικών για το περιβάλλον προϊόντων πετρελαίου και την επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με στόχο τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου" (σε μετάφραση) (βλ. σελ. 10 του τεκμ. 4) - το οποίο απαιτούσε όπως οι μέτοχοι της καθ’ ης η αίτηση 1 καταβάλουν περίπου €50.000.000 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2023, ώστε η ιταλική κυβέρνηση να χορηγήσει €600.000.000 ως εξασφάλιση (Guaranty) για το έργο. Τέλος, η αιτήτρια δεν ανέφερε στο δικαστήριο ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 έχει φορολογικές υποχρεώσεις πέραν των €400.000, όπως και έξοδα λειτουργίας, ήτοι μισθούς και λοιπές υποχρεώσεις, τα δε καταγεγραμμένα έξοδα της για το 2023 ξεπερνούν τα €13.000.000.

 

(ιιι) Η κα Μπακογιάννη κατέχει το 80% των μετοχών της αιτήτριας, το δε υπόλοιπο 20% το κατέχει η κα Αθανασία Σουρμπάτη. Η κα Μπακογιάννη παραιτήθηκε από τη θέση της στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1 για προσωπικούς λόγους. Το γεγονός καταγράφηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης, ημερ. 26.10.2023 (τεκμ. 8). Αυτά τα πρακτικά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα, όμως η αιτήτρια δεν τα παρουσίασε στο δικαστήριο. Σημαντικό είναι και το ότι, σε ηλεκτρονική επικοινωνία, ημερ. 23.10.2023 (μέρος του τεκμ. 12 της Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), η κα Μπακογιάννη εξήγησε ότι παραιτήθηκε λόγω άλλων επαγγελματικών υποχρεώσεων της, που απαιτούσαν την αμέριστη προσοχή της και σε καμία περίπτωση, συμπεριλαμβανομένης και της συνεδρίασης κατά την οποία η κα Μπακογιάννη παραιτήθηκε, δεν είπε οτιδήποτε περί πιέσεων εναντίον της. Αναφορά σε πιέσεις για πρώτη φορά γίνεται στην ένορκη δήλωση της κας Παπαευσταθίου, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης.

 

Στην πραγματικότητα, η παραίτηση της κας Μπακογιάννη ακολούθησε ορισμένους χειρισμούς της, σε συνέργεια με την κα Φιλιώτη, ήτοι μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές με χρήματα της καθ’ ης η αίτηση 1. Η κα Μπακογιάννη σύνηψε συμφωνίες μεταξύ της καθ’ ης αίτηση 1 και εταιρειών δικών της συμφερόντων, όπως και άλλων εταιρειών, οι συμφωνίες δε αυτές απέβησαν επιζήμιες για την καθ’ ης η αίτηση 1. Προστίθεται ωσαύτως ότι η κα Μπακογιάννη προέβαινε σε πληρωμές χωρίς έγκριση του διοικητικού συμβουλίου. Σε μια περίπτωση οι πληρωμές, σε εταιρεία με την ονομασία Blue Sky, έφθασαν τα €8.000.000. Σημαντικό εξάλλου είναι και το ότι η κα Μπακογιάννη δεν υπέβαλε στο διοικητικό συμβούλιο οποιαδήποτε πρόταση για χρηματοδότηση της καθ’ ης η αίτηση 1. Η αιτήτρια παρουσίασε, στην παρούσα διαδικασία, μια ψεύτικη ιστορία για να ασκήσει πίεση στην καθ’ ης η αίτηση 1 να μην προχωρήσει με μέτρα εναντίον της κας Μπακογιάννη, σε σχέση με την κατάσταση την οποία η κα Μπακογιάννη δημιούργησε.   

 

(iv) Σε συνεδρίαση, ημερ. 1.11.2023 (τεκμ. 17, πρακτικά συνεδρίασης), στην οποία παρίστατο και ο κ. Δαμιανού, λήφθηκε ομόφωνα απόφαση να παραχωρηθεί στον καθ’ ου η αίτηση 2, και του παραχωρήθηκε, πληρεξούσιο για να προχωρήσει σε εξεύρεση χρηματοδότησης, με επιφύλαξη η οποία σημειώθηκε στα πρακτικά της συνεδρίασης. Παραθέτω μέρος των πρακτικών, το οποίο θεωρώ σημαντικό για τις ανάγκες της παρούσας διαδικασίας:

 

"The meeting primarily revolved around the urgent need to secure funds (EURO 175M), to cover a substantial debt shortfall. The Chairman emphasized the urgency of finding a solution promptly to prevent potential legal complications with Lukoil. He requested the board’s authorization to seek alternative funding sources in case the current fund failed to provide the necessary financing. Mr. Christodoulos Damianou expressed concerns about potential shareholder conflicts and emphasized the need to follow proper procedures and obtain necessary approvals from shareholders for any additional funding.

 

The Chairman highlighted the importance of conducting the process thoroughly to avoid any potential backlash from shareholders. The meeting concluded with the board meeting agreeing to grant Mr Michael Bobrov with the authorization to locate funding, pending further board and shareholder approvals. …"

 

Προκύπτει από το περιεχόμενο του συνόλου των πρακτικών ότι δεν συζητήθηκε το ενδεχόμενο διορισμού οποιουδήποτε νέου διευθυντή της καθ’ ης η αίτηση 1, ούτε λέχθηκε από τους δικηγόρους που παρευρίσκοντο ότι οι μέτοχοι θα αποφάσιζαν για τέτοιο διορισμό. Καταλογίζεται στην αιτήτρια ότι αυτή εσκεμμένα παρέλειψε να παρουσιάσει τα εν λόγω πρακτικά στο Δικαστήριο, ώστε να μην αποκαλυφθεί η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου να αναθέσει στον καθ’ ου η αίτηση 2, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να ενεργήσει προς εξεύρεση χρηματοδότησης.

 

(v) Η επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, η οποία διεξήχθη στις 3.11.2023, συγκλήθηκε και προχώρησε καθόλα νόμιμα και σύμφωνα με το Καταστατικό της καθ’ ης η αίτηση 1. Η συνεδρίαση κρίθηκε αναγκαία λόγω των πράξεων και παραλείψεων του προηγούμενου διοικητικού συμβουλίου, και κυρίως της κας Μπακογιάννη. Υπήρξε κακοδιαχείριση, το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να περιέλθει η εταιρεία σε κακή οικονομική κατάσταση, και να καταστήσει επείγουσα την χρηματοδότηση που θα επέτρεπε στην εταιρεία να ανταποκριθεί στις ήδη ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις της. Τα γεγονότα που αφορούσαν τη σύγκληση και διεξαγωγή της εν λόγω συνεδρίασης εκτυλίχθηκαν ως ακολούθως. Στις 3.11.2023, ώρα 12:32 το μεσημέρι, ο καθ’ ου η αίτηση 2 απέστειλε στην κα Φιλιώτη μήνυμα (τεκμ. 18), μέσω της εφαρμογής ‘WhatsApp’, με το οποίο της ζητούσε να συγκαλέσει συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, ώστε να συζητηθεί και εγκριθεί ο διορισμός νέων διευθυντών. Λίγο αργότερα, η κα Φιλιώτη απέστειλε μήνυμα, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (τεκμ. 19), στους προηγούμενους δικηγόρους της καθ’ ης η αίτηση 1, για να διακριβώσει τον τρόπο διορισμού νέων διευθυντών, με αναφορά σε συγκεκριμένα άρθρα του Καταστατικού της καθ’ ης η αίτηση 1. Χρειαζόταν συγκεκριμένα να πληροφορηθεί αναφορικά με το κατά πόσο το διοικητικό συμβούλιο μπορούσε να προχωρήσει στον σκοπούμενο διορισμό ή το κατά πόσο χρειαζόταν γενική συνέλευση. Η απάντηση ήταν ότι η γενική συνέλευση καθίσταται αναγκαία όταν πρόκειται για απομάκρυνση διευθυντή, αλλά όχι για διορισμό νέου. Παρόλο που, καθώς προαναφέρθηκε, οδηγίες στην κα Φιλιώτη ο καθ’ ου η αίτηση 2 έδωσε πολύ ενωρίτερα εκείνη την ημέρα, εκείνη απέστειλε την ειδοποίηση, μαζί με την ημερήσια διάταξη (τεκμ. 20), για συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις 16:11, η δε συνεδρίαση ορίστηκε για τις 17:30. Την αποστολή της ειδοποίησης ακολούθησε ηλεκτρονικό μήνυμα πρόσκλησης (τεκμ. 21), για διεξαγωγή της συνεδρίασης ηλεκτρονικά. Η κα Φιλιώτη σκόπιμα καθυστέρησε να αποστείλει τις εν λόγω ειδοποιήσεις. Για να το πράξει απαίτησε από την καθ’ ης η αίτηση 1 επιστολή κάλυψης (indemnity), φοβούμενη για τις δικές της δόλιες ενέργειες με την κα Μπακογιάννη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης παρούσα ήταν και η γραμματέας της εταιρείας, κα Κατερίνα Καζάζη, εσφαλμένα δε η κα Παπαευσταθίου ανέφερε ότι δεν ήταν. Ως προς το οπτικογραφημένο υλικό της συνεδρίασης (βλ. τεκμ. 16 της Ε/Δ1 της κας Παπαευσταθίου), αντίθετα με ό,τι η κα Παπαευσταθίου παρέστησε, η αιτήτρια δεν το εξασφάλισε κατόπιν έγκρισης των διευθυντών της καθ’ ης η αίτηση 1, αλλά το πήρε παράνομα από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο.   

 

(vi) Σε σχέση με το παράπονο που η κα Παπαευσταθίου εξέφρασε, ότι ο κ. Δαμιανού δεν ενημερώθηκε δεόντως για τη συνεδρίαση, και ότι αυτό από μόνο του καθιστούσε τη συνεδρίαση άκυρη λόγω παραβίασης των προνοιών του Καταστατικού, η καθ’ ης η αίτηση 1 και οι αξιωματούχοι της ουδέποτε ειδοποιήθηκαν προφορικώς ή γραπτώς ότι στις 3.11.2023 ο κ. Δαμιανού θα απουσίαζε στο εξωτερικό. Ούτε και αργότερα, όταν αυτός ενημερώθηκε για τη συνεδρίαση, δεν ειδοποίησε ότι δεν θα ήταν σε θέση να συμμετάσχει τηλεφωνικώς. Κάποιες ημέρες αργότερα, ανταλλάγησαν διάφορα μηνύματα (τεκμ. 23 και τεκμ. 24) μεταξύ του κ. Δαμιανού, της κας Φιλιώτη, της κας Κωνσταντίνου, της δικηγόρου κας Μ. Οικονομίδου, όπως και της τότε γραμματέως της καθ’ ης η αίτηση 1, κας Καζάζη, αναφορικά με το κατά πόσο ο κ. Δαμιανού είχε ενημερώσει την καθ’ ης η αίτηση 1 ότι θα ταξίδευε, και το κατά πόσο πήρε την ειδοποίηση για τη συνεδρίαση. Ο ίδιος διατεινόταν ότι είχε ενημερώσει γραπτώς ότι θα απουσίαζε στο εξωτερικό και είχε ζητήσει να προστίθετο αυτό στα πρακτικά της συνεδρίασης, ημερ. 1.11.2023. Κατά δε την κα Φιλιώτη, ο κ. Δαμιανού τους ενημέρωσε προφορικά στη συνεδρίαση, την 1.11.2023, ότι θα έλειπε από τις 2 μέχρι και τις 5 Νοεμβρίου. Σύμφωνα όμως με την κα Κωνσταντίνου (βλ. μήνυμα, ημερ.10.11.2023, ώρα 2:01pm, μέρος του τεκμ. 23), η οποία παρευρισκόταν στη συνεδρίαση την 1.11.2023, ουδέποτε λέχθηκε κάτι τέτοιο. Αυτό συμπίπτει με ό,τι λέγει η κα Καζάζη (βλ. μήνυμα, ημερ. 9.11.2023, ώρα 4:42:14pm, μέρος του τεκμ. 24), ήτοι ότι ουδέποτε τους λέχθηκε προφορικά ή τους δόθηκε γραπτώς ενημέρωση για την απουσία του κ. Δαμιανού και, επομένως, δεν μπορούσε να προσθέσει στα πρακτικά της προαναφερθείσας συνεδρίασης οτιδήποτε περί ενημέρωσης. Ο κ. Δαμιανού έλαβε γνώση για τη συνεδρίαση που θα διεξαγόταν στις 3.11.2023 διότι αυτός, σε μήνυμα του προς όλες (βλ. μήνυμα, ημερ. 9.11.2023, ώρα 12:49:19pm, μέρος του τεκμ. 24), ανέφερε ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην εν λόγω συνεδρίαση επειδή απουσίαζε στο εξωτερικό, ότι είχε ενημερώσει περί τούτου γραπτώς, και ότι είχε ζητήσει από το συμβούλιο να αναβάλει τη συνεδρίαση για λίγες ημέρες, όταν αυτός θα επέστρεφε. Σημειώνω ότι στο εν λόγω μήνυμα του ο κ. Δαμιανού ζήτησε όπως προστεθεί στα πρακτικά της συνεδρίασης, ημερ. 3.11.2023, ότι είχε ενημερώσει για του απουσία του. Επί του ίδιου θέματος, η γραμματέας/βοηθός του κ. Δαμιανού, κα Μεστάνα, ζήτησε από την κα Φιλιώτη να ενημερώσει τον προηγούμενο δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση 1 και να προστίθετο στα πρακτικά, ημερ. 3.11.2023, ότι ο κ. Δαμιανού βρισκόταν εκτός Κύπρου, ότι το σήμα διαδικτύου ήταν πολύ χαμηλό και ότι είχε ζητήσει αναβολή ή ορισμό άλλης ημερομηνίας της συνεδρίασης, ήτοι μέχρι την επόμενη Δευτέρα (βλ. μήνυμα, ημερ. 9.11.2023, ώρα  08:43, μέρος του τεκμ. 25). Στην ένορκη δήλωση της κας Κωνσταντίνου, επισημαίνεται συναφώς και το εξής περιστατικό. Στις 2.11.2023 η κα Φιλιώτη είχε αποστείλει στον κ. Δαμιανού για υπογραφή το πληρεξούσιο, το οποίο η καθ’ ης η αίτηση 1 είχε δώσει στον καθ’ ου η αίτηση 2 για εξεύρεση χρηματοδότησης. Ο κ. Δαμιανού της είπε ότι ένεκα απουσίας του δεν μπορούσε, και της έδωσε οδηγίες να το υπογράψει εκείνη (βλ. μήνυμα, ημερ. 9.11.2023, ώρα 9:35am, μέρος του τεκμ. 25).

 

(δ) Τέλος, στην ένορκη δήλωση της, η κα Κωνσταντίνου λέγει ότι σε περίπτωση συνέχισης της ισχύος του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος ή και έγκρισης των δύο άλλων διαταγμάτων, η καθ’ ης η αίτηση 1 θα βρεθεί αντιμέτωπη με χρεωκοπία, αφού δεν θα μπορεί να προβεί στις απαραίτητες πληρωμές, ενώ συνάμα θα κινδυνεύει να απωλέσει το μόνο περιουσιακό της στοιχείο, ήτοι το διυλιστήριο, λόγω αθέτησης υποσχέσεων προς την ιταλική κυβέρνηση.

 

4. (α) Μετά την καταχώριση της προαναφερθείσας ένστασης, η κα Παπαευσταθίου προέβη σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ημερ. 5.12.2023 (Ε/Δ4). Τέτοια δυνατότητα παρέχεται από τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Καν. 23.11(1)(β)), και όχι κατόπιν άδειας του δικαστηρίου, όπως εσφαλμένα αναφέρει στην εν λόγω δήλωση της. Η αξία τέτοιας μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας που προσφέρεται μετά την έκδοση μονομερούς διατάγματος, διέπεται από καθιερωμένες νομικές αρχές στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια. Το περιεχόμενο της εν λόγω ένορκης δήλωσης συνίσταται κυρίως στα εξής. Κατ’ αρχάς επαναλαμβάνεται ο λόγος για τον οποίο η ένορκη δήλωση έγινε από την κα Παπαευσταθίου και όχι την κα Μπακογιάννη, η οποία την διάβασε και συμφώνησε με το περιεχόμενο. Με την εν λόγω ένορκη δήλωση σκοπείται, καθώς η κα Παπαευσταθίου αναφέρει, όπως η αιτήτρια τοποθετηθεί σε κάποια θέματα στα οποία αναφέρθηκε η κα Κωνσταντίνου, και να παρουσιάσει μαρτυρία που περιήλθε στην κατοχή της αιτήτριας μετά την έκδοση του διατάγματος.

 

(β) Μετά το διάταγμα, η αιτήτρια εξασφάλισε από την κα Φιλιώτη μαρτυρία, την οποία η κα Παπαευσταθίου παρουσίασε στο πλαίσιο αυτής της ένορκης δήλωσης της. Πρόκειται για ηλεκτρονικό μήνυμα, ημερ. 13.11.2023 (Παράρτημα 7, μέρος του τεκμ. 30 της Ε/Δ4 της κας Παπαευσταθίου), το οποίο η κα Φιλιώτη είχε αποστείλει στον καθ’ ου η αίτηση 2, τη γραμματέα της καθ’ ης η αίτηση 1, και την κα Κωνσταντίνου. Το εν λόγω μήνυμα αφορούσε το περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίασης, ημερ. 1.11.2023, στα οποία η κα Φιλιώτη αναφέρθηκε στο μήνυμα της και ζητούσε όπως προστεθούν στα εν λόγω πρακτικά και κάποια άλλα στοιχεία. Η ζητούμενη προσθήκη αφορούσε κυρίως συζήτηση που διεξήχθη από τους κ. Δαμιανού, καθ’ ου η αίτηση 2, και προηγούμενο δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση 1, αναφορικά με τη στάση των μετόχων στη διαδικασία εξασφάλισης χρηματοδότησης. Η κατάληξη στο θέμα, παρά τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν, ήταν να εγκριθεί από το διοικητικό συμβούλιο ψήφισμα με το οποίο να δοθεί στον καθ’ ου η αίτηση 2 πληρεξούσιο ώστε να εξεύρει χρηματοδότηση για την καθ’ ης η αίτηση 1. Υπενθυμίζω ότι στην ένορκη δήλωση, στην οποία στηρίζεται η ένσταση, η κα Κωνσταντίνου επεσύναψε τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης (τεκμ. 17) και καταλόγισε στην αιτήτρια ότι εσκεμμένα δεν τα είχε αποκαλύψει στο πλαίσιο εξασφάλισης του διατάγματος. Επισημαίνω ότι τα εν λόγω πρακτικά, τα οποία είχαν υπογραφεί από τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και τη γραμματέα, δεν περιείχαν τις προσθήκες που ζήτησε η κα Φιλιώτη δύο εβδομάδες αργότερα.   

 

(γ) Στην εν λόγω συμπληρωματική δήλωση της (Ε/Δ4) η κα Παπαευσταθίου εξήγησε ότι ο λόγος, για τον οποίο η κα Μπακογιάννη δεν παρουσίασε πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, ήταν διότι είχε ήδη παραιτηθεί και δεν είχε πρόσβαση σ’ αυτά. Η κα Παπαευσταθίου, αναφερόμενη σε προηγούμενη δήλωση της (ημερ. 13.11.2023 Ε/Δ 1) ότι η κα Μπακογιάννη ήταν η "μοναδική" διευθύντρια και μέτοχος, εξήγησε ότι με τη δήλωση της εστίαζε στην ιδιότητα της κας Μπακογιάννη ως διευθύντριας, όχι και ως μετόχου. Σε σχέση με τα όσα, στο πλαίσιο της ένστασης τους, οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 καταλόγισαν στην κα Μπακογιάννη, η κα Παπαευσταθίου ανέφερε ότι η κα Μπακογιάννη ουδέποτε προέβη σε μη εξουσιοδοτημένες πληρωμές με χρήματα της καθ’ ης η αίτηση 1, ουδέποτε τέθηκε θέμα κακοδιαχείρισης, και ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε επιλήψιμη συνέργεια μεταξύ της κας Μπακογιάννη και της κας Φιλιώτη. Η κα Παπαευσταθίου σημειώνει επιπλέον ότι, στις 3.11.2023, η κα Φιλιώτη συμμετείχε στη συνεδρίαση κατά την οποία διορίστηκαν νέοι διευθυντές. Η κα Μπακογιάννη μπορεί να επικαλέστηκε επαγγελματικούς λόγους για την παραίτηση της, όμως της ασκούνταν πιέσεις στις οποίες δεν αναφέρθηκε κατά την παραίτηση της, και τούτο διότι δεν επιθυμούσε να επιτείνει το ήδη αρνητικό κλίμα. Σε ό,τι αφορά την αποξένωση από την κα Μπακογιάννη ποσού €8.000.000, το οποίο ανήκε στην καθ’ ης η αίτηση 1, η κα Παπαευσταθίου ανέφερε ότι η κα Μπακογιάννη το έπραξε κατ’ ακολουθίαν απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, με βάση την οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 συνήψε σύμβαση με την εταιρεία στην οποία πληρώθηκε το ποσό. Σε όλες δε τις συμφωνίες, η κα Μπακογιάννη ενήργησε εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση 1 και όλες εγκρίθηκαν από το διοικητικό συμβούλιο.

 

(δ) Αναφορικά με τον καταλογισμό ευθύνης στην αιτήτρια, η οποία φέρεται να μην προέβη σε πλήρη αποκάλυψη στο δικαστήριο, η κα Παπαευσταθίου παρατήρησε τα εξής. Οι δεσμεύσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 προς την ιταλική κυβέρνηση, και τα σχετικά έγγραφα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρουσίασαν (τεκμ. 3 και τεκμ. 4), είναι παντελώς άσχετα με την παρούσα υπόθεση αφού δεν αφορούν τις υποχρεώσεις προς τη Litasco και, κατ’ επέκταση, τη Lukoil, η δε στρατηγική σημασία του διυλιστηρίου για την ιταλική κυβέρνηση επίσης δεν έχει οποιανδήποτε σχέση με τη διαφορά μεταξύ των μερών. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, την οποία ο καθ’ ου η αίτηση 2 υποστήριζε, δεν αφορούσε τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 αλλά το υπόλοιπο της οφειλής προς τη Litasco. Οι υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 προς την ιταλική κυβέρνηση δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες, η δε αντίληψη των μετόχων της καθ’ ης η αίτηση 1 ήταν ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις θα εκπληρώνονταν με την άντληση ποσών από τις ταμειακές ροές (cashflow) και τα κέρδη της εταιρείας, όχι από χρήματα των μετόχων. Σε κάθε περίπτωση, οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 δεν εξήγησαν με ποιο τρόπο το εκδοθέν διάταγμα εμποδίζει την καθ’ ης η αίτηση 1 να συμμορφωθεί με τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς την ιταλική κυβέρνηση. Ούτε και η πληρωμή ποσού για σκοπούς του σχεδίου Environmental Green Initiative έχει οποιαδήποτε σχέση με τη διαφορά μεταξύ των μερών, η οποία αφορά αποκλειστικά τη σύμβαση με τη Litasco.

 

(ε) Η κα Παπαευσταθίου αναφέρθηκε και στη γνωμάτευση του Ιταλικού δικηγορικού γραφείου BonelliErede (τεκμ. 16) την οποία οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 παρουσίασαν και η οποία επιβεβαιώνει ότι η οφειλή στη Litasco ανέρχεται σε €150.173.483, πλέον τόκο. Υπέδειξε ότι η γνωμάτευση δεν θα μπορούσε να είχε παρουσιαστεί από την αιτήτρια διότι φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη της έκδοσης του διατάγματος. Τέλος, η κα Παπαευσταθίου παρατήρησε ότι η κα Κωνσταντίνου δεν εξήγησε με ποιο τρόπο ο διορισμός νέων διευθυντών στο διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση 1 θα συνέβαλλε στην αντιμετώπιση των οικονομικών της προβλημάτων.

 

5. Μετά το διάταγμα η αιτήτρια καταχώρισε ακόμα μια ένορκη δήλωση (βλ. Καν. 23.11(1)(β) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας). Πρόκειται για ένορκη δήλωση του κ. Δαμιανού ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα. Ως διοικητικός σύμβουλος της καθ’ ης η αίτηση 1 παρέλαβε την καταχωρισθείσα απαίτηση της αιτήτριας όπως και την υπό εξέταση αίτηση για προσωρινά διατάγματα. Ακολούθως, επικοινώνησε με τους δικηγόρους της αιτήτριας και ζήτησε να εκθέσει και αυτός τη δική του εκδοχή επί των γεγονότων, διευκρινίζοντας ότι, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, ουδέποτε έδωσε οδηγίες για καταχώριση ένστασης στην αίτηση.

 

Στις 31.10.2023 είχε συναντηθεί στην Αθήνα με τον κ. Οικονόμου και τους δικηγόρους του κ. Οικονόμου, τον κ. Σηφάκη και κάποιον άλλο, όπως και με κάποιο λογιστή του κ. Οικονόμου. Ο κ. Οικονόμου του είπε, μεταξύ άλλων, ότι διατηρεί καλή σχέση με τις εταιρείες Litasco και Lukoil, οι οποίες επικοινώνησαν μαζί του και του ζήτησαν να μεσολαβήσει ώστε να καταβαλλόταν το ποσό που οφειλόταν στη Litasco. Κατά τη συνάντηση προσήλθε, σε κάποιο στάδιο, και ο καθ’ ου η αίτηση 2, ο οποίος του είπε ότι ο κ. Οικονόμου ήταν έτοιμος να καταβάλει εκείνος την οφειλή. Ο ίδιος τους ανέφερε ότι, λόγω της θέσης του στην καθ’ ης η αίτηση 1, δεν μπορούσε να τοποθετηθεί επί του θέματος. Της συνάντησης ακολούθησε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου την επόμενη ημέρα, 1.11.2023, στην οποία συμμετείχαν ο ίδιος, η κα Φιλιώτη και ο καθ’ ου η αίτηση 2. Κατά τη συνεδρίαση ενημέρωσε τα μέλη του συμβουλίου ότι από τις 2.11.2023 μέχρι και τις 5.11.2023 θα απουσίαζε στο εξωτερικό. Την ένορκη δήλωση του τη συνοδεύουν πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης (τεκμ. 1), στα οποία καταγράφεται, στην προτελευταία παράγραφο, ότι ενημέρωσε το συμβούλιο πως κατά την εν λόγω περίοδο θα απουσίαζε για διακοπές στο εξωτερικό. Πρόκειται για την τρίτη αναφορά στο τι διημείφθη κατά την εν λόγω συνεδρίαση, και το δεύτερο σετ πρακτικών που παρουσιάζεται στο δικαστήριο. Τα πρακτικά που παρουσίασε ο κ. Δαμιανού δεν είναι υπογεγραμμένα, σε αντίθεση με τα πρακτικά (τεκμ. 17) ίδιας συνεδρίασης, τα οποία συνοδεύουν την ένορκη δήλωση της κας Κωνσταντίνου στην ένσταση. Το μέρος των πρακτικών που αφορά το κατά πόσο ο κ. Δαμιανού ενημέρωσε το συμβούλιο ότι θα απουσίαζε για διακοπές στο εξωτερικό, εμφανίζεται μόνο στα πρακτικά που αυτός κατέθεσε, ενώ αξιοσημείωτο είναι το ότι κάτι τέτοιο δεν περιλαμβάνεται στις εισηγήσεις της κας Φιλιώτη - στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω - για διάφορες προσθήκες στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίασης (Παράρτημα 7, μέρος του τεκμ. 30 της προαναφερθείσας Ε/Δ4 της κας Παπαευσταθίου). Στην εν λόγω ένορκη δήλωση του, ο κ. Δαμιανού αναφέρει ότι στις 2.11.2023 η κα Φιλιώτη του απέστειλε για υπογραφή το ψήφισμα σε σχέση με το προαναφερθέν πληρεξούσιο, αλλά επειδή απουσίαζε στο εξωτερικό της ζήτησε να το υπογράψει εκείνη. Κατά την ίδια ημερομηνία ο κ. Δαμιανού έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στη γραμματέα της εταιρείας και της ζήτησε να αρχίσει τη διαδικασία για διορισμό και του κ. Gur ως διευθυντή στο διοικητικό συμβούλιο. Ο καθ’ ου η αίτηση 2 απάντησε ο ίδιος στο μήνυμα λέγοντας ότι ο διορισμός νέου διευθυντή ήταν θέμα που θα το αποφάσιζαν οι μέτοχοι της καθ’ ης η αίτηση 1. Διεξήχθη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου την επόμενη ημέρα, 3.11.2023, για την οποία ο ίδιος δεν είχε έγκαιρα ειδοποιηθεί, και ούτε συμμετείχε διότι δεν είχε ικανοποιητικό σήμα. Επισύναψε δε ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο του είχε αποστείλει, κατά τη συνεδρίαση, η κα Φιλιώτη για να τον ερωτήσει αν θα συμμετείχε από εκεί που βρισκόταν. Όμως, λόγω έλλειψης σήματος αυτός δεν το είδε εκείνη τη στιγμή. 

 

6. Δεν υπήρξε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι κατέθεσαν, προς υποστήριξη των αντίστοιχων θέσεων τους, γραπτές αγορεύσεις με τις οποίες σχολίασαν τη δοθείσα μαρτυρία, αναφέρθηκαν σε νομολογία και ανέπτυξαν επιχειρηματολογία. Στο στάδιο αγορεύσεων ο συνήγορος της αιτήτριας ανέφερε ότι το αιτητικό 3 της αίτησης δεν το προωθούσε καθότι είχε ήδη γίνει εγγραφή των νέων διοικητικών συμβούλων της καθ’ ης η αίτηση 1 στον Έφορο Εταιρειών και Διανοητικής Ιδιοκτησίας και, επομένως, η εξέταση του κατέστη άνευ αντικειμένου.

 

Νομική πτυχή

 

Η εξουσία και οι προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εκτίθενται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60 όπως έχει τροποποιηθεί). Το άρθρο 32 ερμηνεύθηκε σε σωρεία αποφάσεων, οι οποίες προσφέρουν καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου: βλ. ενδεικτικά, τις Karydas Taxi  Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Acropol Shipping Co Ltd and others v. Rossis (1976) 1 C.L.R. 38, Papastratis v. Petrides (1979) 1 C.L.R. 231, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexco Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Κ.Ο.Τ. v. Θεωρή (1989) 1(E) A.A.Δ. 255, Iπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Χ’Βασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152 και Louis Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453.

 

Η δυνατότητα έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων έχει τις ρίζες της στο δίκαιο της επιείκειας. Παραπέμπω ενδεικτικά σε απόσπασμα από την Γιαβρή κ.α. v. Πάσιου (2004) 1 Α.Α.Δ. 125 (στις σελ. 133-134):

 

" … απαγορευτικά, όπως και προστακτικά διατάγματα, αποτελούσαν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας, η παροχή των οποίων επεκτάθηκε ιστορικά σ' όλα τα δικαστήρια, με τη συνένωση των δύο κλάδων της Αγγλικής Δικαιοσύνης που επιτεύχθηκε με τη θέσπιση των περί Δικαιοσύνης Νόμων, (Judicature Acts) του 1973 και 1875. …

 

Η συνένωση των δύο κλάδων του Αγγλικού δικαίου αντανακλάται και στο Κυπριακό δίκαιο.  (Βλ. Άρθρο 29.1(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.) Η ενοποίηση επήλθε και ως προς τα θεραπευτικά μέσα.  Παρασχέθηκε σε κάθε πολιτικό δικαστήριο δικαιοδοσία έκδοσης απαγορευτικών και προστακτικών διαταγμάτων. Στην περίπτωση της Κύπρου το θέμα ρυθμίζεται από το Άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60). " 

 

Ο αιτητής πρέπει να καταδείξει:

(α)       ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση˙

(β)       ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία˙ και

(γ)        ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Οι πιο πάνω προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, και συνεκτιμώνται από το Δικαστήριο κατά την απόφαση έκδοσης και διατήρησης προσωρινού διατάγματος. Στο ίδιο πλαίσιο το Δικαστήριο σταθμίζει και το κατά πόσο, λαμβάνοντας υπόψη το ισοζύγιο της ευχέρειας (balance of convenience) των μερών, είναι λογικό και δίκαιο να εκδοθεί ή να διατηρηθεί το διάταγμα: βλ. Cayne v. Global Natural Resourses plc (1984) 1 All E.R. 225, Francome v. Mirror Group Newspapers Ltd (1984) 1 W.L.R. 892 και Films Rover International Ltd and Others v. Cannon Film Sales Ltd (1987) 1 W.L.R. 670. Όπως λέχθηκε στην τελευταία:

 

"…in considering whether to grant an interlocutory injunction a court was primarily concerned not with whether the injunction was mandatory or prohibitory but with whether the injustice suffered by the defendant if the injunction was granted and the plaintiff later failed at trial was greater than the injustice to the plaintiff if the injunction was not granted and he later succeeded at trial."

 

Οι πρώτες δύο προϋποθέσεις είναι σε κάποιο βαθμό αλληλένδετες. Έχει νομολογηθεί ότι στη μεν πρώτη είναι αρκετό να καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση με βάση τη δικογραφία που υπάρχει σε εκείνο το στάδιο, στη δε δεύτερη ότι η πιθανότητα επιτυχίας είναι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα αλλά πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, που είναι το επίπεδο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Δεν χρειάζεται παρά μόνο ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας: βλ. Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980. Στην υπόθεση Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, λέχθηκαν συναφώς τα εξής (στη σελ. 2041):

 

"Αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα."

 

Το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και δεν καταλήγει σε συμπεράσματα ως προς συγκρουόμενα πραγματικά θέματα. Στην υπόθεση Δημοκρατία της Σλοβενίας v. Beogradska Banka D.D. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 225, αναφέρονται ως προς αυτή την πτυχή τα εξής (στη σελ. 236):

 

"Θα επαναλάβουμε, έστω και με τον κίνδυνο να γίνουμε φορτικοί, πως οι διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνουμε, γίνονται για τους σκοπούς της εξέτασης της έκδοσης ή μη του προσωρινού διατάγματος … Όλα τα ζητήματα που εγείρονται στην αγωγή παραμένουν ζωντανά για να αποφασισθούν όταν θα εκδικαστεί η ουσία της".

 

Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, η οποία αφορά το κατά πόσο, αν δεν εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, ο παράγοντας αποζημίωσης είναι σημαντικός αλλά δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς αλλά με την ευρύτερη έννοια της προστασίας των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία: βλ. Papastratis v. Petrides (ανωτέρω), M & Ch Mitsingas Trading Ltd κ.α. v. The Timberland Co. (1997) 1(Γ) A.A.Δ. 1791 και Κυρίσαββα κ.α. v. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245. Στην τελευταία, όπου ο εναγόμενος είχε ανεγείρει περίπτερο σε ακίνητο το οποίο διεκδικούσε και ο ενάγοντας, θεωρήθηκε ότι θα ήταν δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αν η οικοδομή αφηνόταν να ολοκληρωθεί, διότι θα αλλοιωνόταν ο χαρακτήρας του ακινήτου με την κατασκευή πεζοδρομίων, χώρων στάθμευσης, πρέμιξ κ.λ.π. Λέχθηκε ότι (στη σελ. 1253):

 

"… η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη".

 

Σημειώνω εξ’ άλλου τις παράλληλες αλλά στενότερες και πιο εξειδικευμένες πρόνοιες στα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, σε σχέση, αντιστοίχως, με περιπτώσεις όπου ζητείται προσωρινό διάταγμα που να δεσμεύει το αντικείμενο της αγωγής και με περιπτώσεις όπου ζητείται προσωρινό διάταγμα για τη δέσμευση ακίνητης ιδιοκτησίας, ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί τυχόν εκδοθείσα απόφαση στην αγωγή. Το εν λόγω άρθρο 4 οι ενάγοντες το περιέλαβαν στην αίτηση, αλλά προδήλως δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση και, επομένως, δεν χρειάζεται να το συζητήσω (βλ. ανάμεσα σε άλλες ΑΒP Holdings Ltd & κ.α. v. Kιταλίδη (αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694).

 

Ως προς τις ευρύτερες αρχές, είναι νομολογημένο ότι όταν διάδικος ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος έχει υποχρέωση να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να βοηθήσουν το δικαστήριο να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. Αποτελεί βασικό κανόνα δικαίου ότι το δικαστήριο αποφασίζει τις διαφορές μεταξύ διαδίκων αφού δώσει την ευκαιρία σε όλους να ακουστούν (audi alteram partem). Σε περιπτώσεις όπου δικαιολογείται η εξαίρεση, δηλαδή η έκδοση προσωρινού διατάγματος με μονομερή αίτηση, είναι νομολογημένο ότι ο διάδικος έχει αυξημένη ευθύνη να θέτει ενώπιον του δικαστηρίου όλα τα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία μπορεί να βοηθήσουν το δικαστήριο να καταλήξει σε ορθά συμπεράσματα. Επιβάλλεται επομένως ιδιαίτερη επιμέλεια και επίδειξη καλής πίστης: βλ. μεταξύ άλλων Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58, Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297, Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others (1993) 1 Α.Α.Δ. 1030, Άκης, άλλως Γρηγόρης Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Αhmet Zein κ.α. v. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606. Στην υπόθεση Τσιερκέζου v. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1(Α) A.A.Δ. 734, λέχθηκε με έμφαση, σε σχέση με τη μονομερή εξασφάλιση διατάγματος, ότι (στις σελ. 738 και 742 αντιστοίχως):

 

“Η υποχρέωση αυτή καθίσταται πιο επιτακτική σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) αφού το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή.”

……………………………………………………………………………………………

Tο θέμα της απόκρυψης γεγονότων συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος και το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει αυτόβουλα αν ένας διάδικος έχει προβεί σε απόκρυψη γεγονότων, όταν από τη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί μια τέτοια ενέργεια κρίνεται επιβεβλημένη.”

 

H μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων είναι επιλήψιμη ακόμα και όταν δεν συνοδεύεται από πρόθεση εξαπάτησης: βλ. μεταξύ άλλων The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA), Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.α. (1996) 1(A) A.A.Δ. 597, Resola v. Χρίστου (1998) 1(Β) A.A.Δ. 598, Ahmet Zein (ανωτέρω), Κυρίσαββα ν. Κύζη (2001) 1(Β) A.A.Δ. 1245 και Σάββα ν. Τηλεμάχου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ 2081. Στην υπόθεση Resola (ανωτέρω) λέχθηκαν τα εξής (στις σελ. 602-603):

 

“Όπως διαπιστώσαμε στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited και Άλλου (1996) 1(A) A.A.Δ. 597, πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ' αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής”.

 

Ως προς το τι συνιστά ουσιώδες γεγονός, λέχθηκε στην υπόθεση M & Ch Mitsingas Trading Ltd (ανωτέρω), ότι αυτό είναι (στη σελ.1797):

 

“… κάθε γεγονός το οποίο άπτεται και μπορεί εξ αντικειμένου να επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για τη χορήγηση ή όχι της αιτούμενης θεραπείας. Το ουσιώδες του γεγονότος προσδιορίζεται με αναφορά στα επίδικα θέματα του αιτήματος ... Επιπλέον, σε μονομερείς αιτήσεις, ουσιώδη είναι και τα γεγονότα που σχετίζονται με το επείγον του ζητήματος."

Περαιτέρω, η υποχρέωση της πλήρους αποκάλυψης δεν καλύπτει μόνο τα γεγονότα που είναι γνωστά στον αιτητή αλλά επεκτείνεται και σε εκείνα τα οποία ο αιτητής θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογη έρευνα: βλ. Brink's Mat Ltd v. Elcombe (1988) 3 All E.R. 188, Χριστοφόρου v. Γρηγορίου (1995) 1 A.A.Δ. 248 και Τσιερκέζου (ανωτέρω). Παράληψη του αιτητή να συμμορφωθεί με αυτή την υποχρέωση σκόπιμα ή αθώα, αποτελεί λόγο για τον οποίο το δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να εκδώσει το διάταγμα ή να το ακυρώσει αν το έχει ήδη εκδώσει, χωρίς να προχωρήσει να ακούσει την ουσία: βλ. Lloyds Bowmaker Ltd v. Britannia Arrow Holdings plc (Lavens, third party) (1988) 3 All E.R. 178 και Γρηγορίου (ανωτέρω).

 

Στην Αγγλική υπόθεση Brink's Mat Ltd (ανωτέρω), την οποία έχουν ακολουθήσει τα δικαστήρια στην Κύπρο, γίνεται εκτενής ανάλυση των προεκτάσεων της υποχρέωσης αποκάλυψης γεγονότων. Αναφέρω επιγραμματικά μερικά από τα πιο σημαντικά. Ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα τα οποία θα πρέπει να γνωρίζει ο δικαστής, όπως αυτά καθορίζονται από το δικαστή και όχι από τον αιτητή ή το δικηγόρο του. Όταν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν προέβη σε αποκάλυψη, πρέπει να του αποστερήσει οποιοδήποτε πλεονέκτημα έχει αποκομίσει, και δεν εξετάζει οποιοδήποτε άλλο παράγοντα. Δεν είναι όμως η κάθε παράλειψη που οδηγεί σε ακύρωση του διατάγματος. Συμπληρώνω την αναφορά μου στο θέμα, με απόσπασμα από τη σχετικά πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Αιτ. αρ. 92/18, ημερ. 20.9.2018, στην οποία οι ισχύουσες αρχές συνοψίζονται με τα ακόλουθα:

 

"Το Δικαστήριο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο Αιτητής δεν προέβη σε πλήρη και   ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων στο στάδιο μονομερούς αίτησης πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ του εκδοθέντος Διατάγματος, εδώ Άδειας, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.  Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν συνιστά προϋπόθεση για ακύρωση εκδοθέντος Διατάγματος, εδώ Άδειας, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων.  Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (βλ.Rybolovlev v. Rybolovleva κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 82).

 

Στην Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G κ.α.ν. Adeona Holdings Limited κ.α. Π.Ε. Ε6/2014 ημερ. 27.2.2015 γίνεται εκτενής ανάλυση του ζητήματος αυτού.  Παρατίθεται το σχετικό μέρος:

 

"Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη. Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.α. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 ΑΑΔ 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 ΑΑΔ 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.α. (2004) 1Γ ΑΑΔ 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη.  Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης.  Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου.  Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd?s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλ. Linsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd (2010) EWHC 303 (Comm)).  Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει.  Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd?s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.α. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.

 

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου.  Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση.  Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής.  Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) (1985) F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.α. v. Tράπεζας Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερ. 16.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:A269).  Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος.

…………….…" 

 

Κατάληξη

 

Προσεγγίζω τις ανάγκες της παρούσας περίπτωσης έχοντας υπόψη μου την ενώπιον μου μαρτυρία, τις θέσεις των μερών, συμπεριλαμβανομένων και των αγορεύσεων των συνηγόρων ως προς αυτές, τις προαναφερθείσες νομοθετικές προϋποθέσεις, όπως και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την άσκηση εξουσίας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.

 

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι η αιτήτρια εταιρεία κατέχει το 2% του μετοχικού κεφαλαίου της καθ’ ης η αίτηση 1 εταιρείας και είναι, ως εκ τούτου, μέτοχος μειοψηφίας. Κοινό έδαφος αποτέλεσε και η σύμβαση ‘SPA’ για εξαγορά όλων των μετοχών της ΙSAB, η οφειλή προς τη Litasco, όπως και η εν συνεχεία συμφωνία παραχώρησης των δικαιωμάτων της καθ’ ης η αίτηση 1 στην G.O.I. Energy S.r.l. Το ποσό για την εξαγορά της ISAB ανέλαβε να το πληρώσει η καθ’ ης η αίτηση 1 εκ μέρους της G.O.I. Energy S.r.l, η οποία ήδη κατέβαλε μέρος, ήτοι $115.000.000 πρώτα $25.000.000 και μετά $90.000.000, και θα εξοφλούσε το υπόλοιπο. Προς εκπλήρωση μέρος της οφειλής προς τη Litasco, η καθ’ ης η αίτηση 1 συνήψε δάνειο από την Argus, στην οποία οφείλει να καταβάλει συνολικά €115.700.000 συν δεδουλευμένους τόκους που μέχρι τις 9.1.2024, ανέρχονταν σε €6.988.055, το δε δάνειο προέβλεπε τη δυνατότητα αποπληρωμής σε μετοχές. Υπενθυμίζω, σε σχέση με αυτή την πτυχή, ότι το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, όπως αναδιαμορφώθηκε στις 24.11.2023, επιβεβαίωνε ότι η δυνατότητα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ακόμα και μετά το διάταγμα. Από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων προκύπτει ότι η οικονομική κατάσταση της καθ’ ης η αίτηση 1 δεν της επιτρέπει στο παρόν στάδιο να εκπληρώσει την οφειλή της προς τη Litasco, η εν λόγω δε αποπληρωμή του υπολοίπου δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο κατόπιν εξεύρεσης χρηματοδότησης. Σε σχέση με όλα αυτά υπάρχει σύγκλιση των μερών. Η αιτήτρια προέβαλε όμως ότι το εν λόγω οφειλόμενο υπόλοιπο ήταν μικρότερο από ό,τι ο καθ’ ου η αίτηση 2 το παρουσίασε στο διοικητικό συμβούλιο και τους μετόχους της καθ’ ης η αίτηση 1, και ότι το διόγκωσε εσκεμμένα και δόλια, ώστε το ύψος της χρηματοδότησης να είναι τόσο μεγάλο που ο δανεισμός να έχει ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του ποσοστού συμμετοχής των μετόχων μειοψηφίας. Ειδικότερα, η αιτήτρια προέβαλε ότι σε περίπτωση που η καθ’ ης η αίτηση 1 αναζητούσε βοήθεια για εξεύρεση κεφαλαίων και, συγκεκριμένα, από την Argus, προς την οποία είχε πρόθεση να στραφεί, ο κίνδυνος μείωσης του ποσοστού των δικών της μετοχών ήταν άμεσος και θα απέβαινε καταστροφικός διότι η χρηματοδότηση θα γινόταν υπό μορφή δανείου μετατρέψιμου σε μετοχές. Επρόκειτο, κατά την αιτήτρια, για συμπαιγνία μεταξύ του καθ’ ου η αίτηση 2 και του κ. Οικονόμου, με στόχο να αποκτήσουν αποκλειστικό έλεγχο του διυλιστηρίου το οποίο ανήκε στην ISAB και το οποίο, μέσω της συμφωνίας εξαγοράς, θα αποκτούσε η G.O.I. Energy S.r.l. Η αιτήτρια συμπεριέλαβε, ως μέρος αυτής της σκευωρίας, και την δήθεν επείγουσα ανάγκη εξεύρεσης οικονομικών πόρων, την οποία ο καθ’ ου η αίτηση 2 δόλια και παραπλανητικά παρουσίαζε στο διοικητικό συμβούλιο. Τα όσα προβλήθηκαν από την αιτήτρια συνίσταντο σε στοιχεία που αφορούσαν ουσιαστικά μόνο αυτές τις σχέσεις και υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1.

 

Στο επίκεντρο της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση 1-7 βρίσκονται τα ακόλουθα. Η οφειλή της καθ’ ης η αίτηση 1 προς τη Litasco ανέρχεται σε τουλάχιστον €150.173.483,02 πλέον τόκο, τον οποίο θα επιβαρύνεται μέχρι και την αποπληρωμή. Προς επίρρωση επισυνάφθησαν τιμολόγια της Litasco (μέρος του τεκμ. 10) τα οποία εμφανίζουν το προαναφερθέν ποσό ως οφειλόμενο. Αυτά τα είχε κοινοποιήσει ο κ. Gur στην καθ’ ης η αίτηση 1, και σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, συμπεριλαμβανομένης και της κα Μπακογιάννη. Τα εν λόγω τιμολόγια η αιτήτρια δεν τα παρουσίασε στο δικαστήριο. Επιπλέον, η καθ’ ης η αίτηση 1 οφείλει στην "Absolute Wealth" €1.500.000, ποσό το οποίο η πρώτη δανείσθηκε για να καταβάλει προηγουμένως οφειλόμενο τόκο στη Litasco. Αυτό το δάνειο κατέστη ληξιπρόθεσμο στις 29.10.2023 και σχετική ειδοποίηση πληρωμής απεστάλη στις 7.11.2023. Επαναλαμβάνω επίσης ότι, σύμφωνα με την εκδοχή των καθ’ ων η αίτηση 1-7, η καθ’ ης η αίτηση 1 έχει φορολογικές υποχρεώσεις πέραν των €400.000, όπως και έξοδα λειτουργίας, ήτοι μισθούς και λοιπές υποχρεώσεις, τα δε καταγεγραμμένα έξοδα της για το 2023 ξεπερνούσαν τα €13.000.000, στα οποία επίσης η αιτήτρια δεν αναφέρθηκε, ούτε εν συνεχεία αμφισβήτησε.

 

Υπενθυμίζω άλλωστε ότι πέρα από τα των πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 αναφέρθηκαν και στα ακόλουθα που αφορούσαν την καθ’ ης η αίτηση 1. Σε σχέση με τη συμφωνία εξαγοράς της ΙSAB, η καθ’ ης η αίτηση 1, μαζί με την ISAB και τον καθ’ ου η αίτηση 2, στις 31.1.2023 και 24.2.2023, έδωσαν γραπτώς διαβεβαιώσεις (βλ. τεκμ. 3 και 4 Ε/Δ της κας Κωνσταντίνου) στην κυβέρνηση της Ιταλίας, η οποία τις είχε ζητήσει, ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 και η Argus, ο πλειοψηφικός μέτοχος της, διέθεταν οικονομικούς πόρους ύψους €300.000.000 (βλ. τεκμ. 4, ιδιαίτερα τις σελ. 2-5) προς υλοποίηση της συμφωνίας εξαγοράς της ΙSAB και, κατ’ επέκταση, του διυλιστηρίου. Μέχρι τότε, από αυτό το ποσό, $25.000.000 είχαν δοθεί τον Ιανουάριο του 2023 ως προκαταβολή, κατ’ ακολουθίαν της συμφωνίας και, περαιτέρω, θα διατίθεντο ακόμα €275.000.000, ήτοι €273.500.000 προς ολοκλήρωση της εν λόγω εξαγοράς, και €1.500.000 για αύξηση του κεφαλαίου της καθ’ ης η αίτηση 1. Οι δεσμεύσεις αποτελούσαν προϋπόθεση για να εγκρίνει η ιταλική κυβέρνηση τη λειτουργία του διυλιστηρίου. Πρόσθετα, για τη λειτουργία του διυλιστηρίου θα εφαρμοζόταν το πρόγραμμα Environmental Green Initiative: "… πρόγραμμα για την κατασκευή έξυπνων και φιλικών για το περιβάλλον προϊόντων πετρελαίου και την επέκταση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας με στόχο τη μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου" (σε μετάφραση) (βλ. σελ. 10 του τεκμ. 4). Το πρόγραμμα απαιτούσε όπως οι μέτοχοι της καθ’ ης η αίτηση 1 καταβάλουν περίπου €50.000.000 μέχρι το Δεκέμβριο του 2023, ώστε η ιταλική κυβέρνηση να παράσχει εξασφάλιση (guaranty) ύψους €600.000.000 για το εν λόγω έργο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση 1-7 υπέβαλε ότι οι δεσμεύσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 προς την ιταλική κυβέρνηση ήταν ουσιαστικά συναρτημένες με την τήρηση της συμφωνίας εξαγοράς ‘SPA’. Ένεκα της οικονομικής κατάστασης της και της μη εξεύρεσης χρηματοδότησης, η καθ’ ης η αίτηση 1 δεν είχε συμμορφωθεί με όλα τα πιο πάνω και, σε περίπτωση που δεν θα μπορούσε σύντομα να ανταποκριθεί, υπήρχε κίνδυνος η ιταλική κυβέρνηση να επενέβαινε με άκρως δυσμενείς επιπτώσεις στην υλοποίηση και τήρηση των εν λόγω συμφωνιών. Οι πληρωμές ήταν υποχρεωτικές και είχαν ήδη καταστεί ληξιπρόθεσμες. Ο συνήγορος υπέβαλε ότι τόσο το εκδοθέν διάταγμα όσο και το αιτούμενο διάταγμα, με το οποίο ζητείτο να εμποδιστεί η καθ’ ης η αίτηση 1 να λάβει οποιεσδήποτε αποφάσεις μέσω του υφιστάμενου διοικητικού συμβουλίου, θα στερούσαν την καθ’ ης η αίτηση 1 της δυνατότητας να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, και αυτό θα είχε ολέθριες επιπτώσεις σε όλα ουσιαστικά τα εμπλεκόμενα μέρη των συμφωνιών. Από τη άλλη μεριά, ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας υπέβαλε ότι οι προαναφερθείσες δεσμεύσεις, όπως και οι λοιπές οικονομικές εκκρεμότητες της καθ’ ης η αίτηση 1, δεν ήταν επείγουσας μορφής, δεν αφορούσαν γεγονότα που είχαν σχέση με την οφειλή προς τη Litasco και δεν σχετίζονταν με το δόλιο σχέδιο του καθ’ ου η αίτηση 2 και των συνεργών του, και αυτός ήταν ο λόγος που η αιτήτρια, ενώ γνώριζε αυτά τα γεγονότα, δεν τα ανέφερε.

 

Κατ’ αρχάς η εικόνα, την οποία η αιτήτρια παρουσίασε και επί της οποίας το δικαστήριο στηρίχθηκε για να εκδώσει μονομερώς διάταγμα, εμφάνιζε την οφειλή προς τη Litasco ως μέρος δόλιου σχεδίου δανειοδότησης της καθ’ ης η αίτηση 1 όταν δεν προέκυπτε άμεση ανάγκη, και μάλιστα με ποσό υπέρμετρα υψηλό, ώστε να ενισχύει τις υποψίες της αιτήτριας για δόλιες ενέργειες. Η αιτήτρια έθεσε ως βάση για τα παράπονα της ότι ο καθ’ ου η αίτηση 2 και τρίτο πρόσωπο, δόλια και παραπλανητικά παρουσίαζαν ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 βρισκόταν σε σοβαρό και άμεσο οικονομικό κίνδυνο, ώστε να χρειάζεται επειγόντως χρηματοδότηση. Συνδέθηκε δηλαδή η προβαλλόμενη ως δόλια συμπεριφορά με τις προσπάθειες για εξεύρεση χρηματοδότησης. Αυτή η εικόνα είχε ως κεντρικό σημείο την οφειλή προς τη Litasco, το ύψος του απαιτούμενου ποσού και το επείγον της αποπληρωμής, και εμφανιζόταν ως κατασκευή, προορισμένη να προωθήσει τα συμφέροντα των εν λόγω προσώπων, με τη μείωση της αξίας του υφιστάμενου ποσοστού των μετόχων μειοψηφίας, ώστε τα δύο προαναφερθέντα πρόσωπα να αποκτούσαν τον έλεγχο του διυλιστηρίου.

 

Σημειώνω, ως προς την οφειλή προς τη Litasco, ότι από τα στοιχεία τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 έχουν παραθέσει, φαίνεται ότι το ποσό των €150.173.483,02, για το οποίο έγινε λόγος, δεν στερείτο ερείσματος, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετο και κατασκευασμένο, ενώ το εν λόγω ποσό συνέχιζε να επιβαρύνεται και θα επιβαρυνόταν με τόκο μέχρις εξόφλησης. Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι σίγουρα δεν θα μπορούσε, καθώς εισηγήθηκε η αιτήτρια, να ήταν μικρότερο αυτού του ποσού. Σημειώνω, επίσης, ότι με βάση το τι διημείφθη στη συνεδρία, ημερ. 1.11.2023, τo ποσό για το οποίο θα αναζητείτο η χρηματοδότηση ανερχόταν σε €175.000.000 και κανένας δεν εισηγήθηκε ότι η οφειλή δεν θα μπορούσε να ανερχόταν πράγματι σε εκείνο το ποσό. Με βάση τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας (τεκμ. 17) τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση έφεραν σε γνώση του δικαστηρίου, αυτό έγινε στην παρουσία και χωρίς διαφωνία επί τούτου από τον κ. Δαμιανού. Υπογραμμίζω ωστόσο ότι, στην παρούσα διαδικασία, δεν αποφαίνομαι ως προς το ακριβές ή πραγματικά οφειλόμενο ποσό. Φαίνεται, επίσης, ότι τήρηση του όρου πληρωμής στη Litasco αποτελούσε δέσμευση προς την ιταλική κυβέρνηση, η οποία θα αποφάσιζε αν θα επέτρεπε ή όχι τη λειτουργία του διυλιστηρίου κατόπιν της εξαγοράς. Περαιτέρω, προκύπτει από τα ενώπιον μου σχετικά στοιχεία, και δεν υπήρξε αντίλογος ως προς αυτά, ότι η οφειλή προς τη Litasco δεν ήταν η μόνη οικονομική εκκρεμότητα της καθ’ ης η αίτηση 1 που θα μπορούσε να καταστήσει ανέφικτη τη λειτουργία του διυλιστηρίου. Πέρα από την οφειλή στη Litasco, η καθ’ ης η αίτηση 1 είχε να αντιμετωπίσει και άλλες οι οποίες, κατά τους καθ’ ων η αίτηση 1-7, είχαν ήδη καταστεί πληρωτέες. Η αναζήτηση οικονομικών πόρων από μέρους της καθ’ ης η αίτηση 1 δεν αφορούσε μόνο την οφειλή της προς τη Litasco αλλά εκτεινόταν και σε άλλες σημαντικές οφειλές, το ύψος των οποίων η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε. Δηλαδή, το σύνολο των υποχρεώσεων της καθ’ ης η αίτηση 1 δεν περιοριζόταν μόνο στα όσα η αιτήτρια παρέθεσε. Στην πραγματικότητα, οι υποχρεώσεις της καθ’ ης η αίτηση 1 συνίσταντο τόσο στην εξεύρεση οικονομικών πόρων, που συνολικά ξεπερνούσαν κατά πολύ το ποσό προς τη Litasco, όσο και στην τήρηση δεσμεύσεων που είχε αναλάβει και που θα επέτρεπαν την υλοποίηση της βασικής συμφωνίας εξαγοράς ‘SPA’. Συνιστούσαν ένα σύνθετο ιστορικό συμφωνιών, χρηματοδοτήσεων, πληρωμών, οφειλών, υποχρεώσεων και δεσμεύσεων της καθ’ ης η αίτηση 1 προς διάφορα μέρη. Είναι δε αυτονόητο ότι δεν θα μπορούσε κανείς να αφαιρέσει από αυτή την εικόνα το διυλιστήριο, εφόσον το διυλιστήριο ήταν και ο σκοπός σύμπραξης των μερών, της κατάρτισης των συμφωνιών και ανάληψης δεσμεύσεων. Επομένως, αυτό κατείχε πρώτιστης σημασίας θέση στις επιδιώξεις και τον προγραμματισμό, με όλα βέβαια τα παρεμφερή. Τα πιο πάνω εκτυλίχθηκαν ενώ η κα Μπακογιάννη συμμετείχε ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, η δε αιτήτρια όχι μόνο τα γνώριζε αλλά γνώριζε και τη σημασία τους. Και όμως, καμία από τις υποχρεώσεις που συνδέονταν με την ιταλική κυβέρνηση δεν αποκαλύφθηκε από την αιτήτρια στο πλαίσιο εξασφάλισης του μονομερούς διατάγματος. Επιπλέον, πλην του ήδη δανεισθέντος ποσού από την Argus, δεν αποκαλύφθησαν οι υπόλοιπες οικονομικές οφειλές της καθ’ ης η αίτηση 1.  

 

Οι οικονομικές ανάγκες της καθ’ ης η αίτηση 1 ήταν ευρύτερες και σύνθετες, ορισμένες δε ήταν αλληλοεξαρτώμενες και κατά πολύ μεγαλύτερες. Εξάλλου, το ότι η καθ’ ης η αίτηση 1 αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει οξεία οικονομική δυσχέρεια, αποτέλεσε κοινό έδαφος και επομένως το συνολικό ύψος του ποσού, το οποίο η καθ’ ης η αίτηση 1 χρειαζόταν και έπρεπε σύντομα να εξεύρει, όπως και οι επιπτώσεις σε περίπτωση που δεν το εξασφάλιζε έγκαιρα, συνιστούσαν στοιχεία της συνολικής πραγματικής εικόνας στην οποία εντάσσονταν οι συμφωνίες. Ήταν συναφώς δεδομένο ότι η οικονομική κατάσταση στην οποία η καθ’ ης η αίτηση 1 βρισκόταν, άπτετο της βιωσιμότητας της. Επομένως, όλα αυτά καθίσταντο ουσιώδη. Με τη μη αποκάλυψη των οικονομικών υποχρεώσεων της καθ’ ης η αίτηση 1, στο σύνολο τους, η αιτήτρια υποβάθμισε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η εν λόγω εταιρεία, όπως και τον ρόλο του διοικητικού συμβουλίου για τη λήψη σχετικών αποφάσεων. Η αναφορά σε μόνο την οφειλή προς τη Litasco, αποσυνδεδεμένη από τα υπόλοιπα, άφηνε μια εντελώς εσφαλμένη εντύπωση για τις οικονομικές ανάγκες της καθ’ ης αίτηση 1. Η αιτήτρια όφειλε να παρέθετε όλες τις οικονομικές πτυχές που συνέθεταν την εικόνα που αφορούσε την εξαγορά της ISAB, όπως και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις, ώστε να δοθεί στο δικαστήριο ολοκληρωμένη εικόνα, από την οποία το δικαστήριο θα μπορούσε να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα, τόσο για το σύνολο των οικονομικών αναγκών της καθ’ ης η αίτηση 1 όσο και για τη σημασία τους, στο πλαίσιο των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και δικαιωμάτων. Απεναντίας, η αιτήτρια παρέθεσε αποσπασματικά και επιλεκτικά τα θέματα που απασχολούσαν την καθ’ ης η αίτηση 1, ενώ γνώριζε για την πίεση που η καθ’ ης η αίτηση 1 εταιρεία υφίστατατο για εξεύρεση χρηματοδότησης και, συνακόλουθα, την ανάγκη τήρηση των συμφωνηθέντων.

 

Έπειτα, η θέση της αιτήτριας ότι η μη αποκάλυψη θεμάτων που αφορούσαν  δεσμεύσεις προς την ιταλική κυβέρνηση (τεκμ. 3 και 4) ήταν άσχετη με τη διαφορά των μερών, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Κατ’ αρχάς, η σύμβαση με τη Litasco αφορούσε στην ουσία την απόκτηση ενός μεγάλου περιουσιακού στοιχείου, ήτοι διυλιστήριο στην Ιταλία. Είναι παραδεκτό ότι το διυλιστήριο ήταν το βασικό περιουσιακό στοιχείο, στο οποίο επικεντρωνόταν το ενδιαφέρον όλων των εμπλεκομένων εταιρειών και της ιταλικής κυβέρνησης, όλες δε οι συμφωνίες, δεσμεύσεις και απορρέουσες υποχρεώσεις απέβλεπαν στη λειτουργία του. Άλλωστε, το διυλιστήριο συνδεόταν ουσιαστικά με την ύπαρξη και δραστηριότητα των εν λόγω εταιρειών, και η μη τήρηση των υποχρεώσεων που απέρρεαν, έθετε σε κίνδυνο την επιβίωση της καθ’ ης η αίτηση 1 όπως και της Argus. Η συμμετοχή, έλεγχος και προϋποθέσεις, που η ιταλική κυβέρνηση έθεσε για ολοκλήρωση της εν λόγω εξαγοράς, αποτελούσαν πτυχές ιδιαίτερης σημασίας και θα έπρεπε να είχαν αποκαλυφθεί στο δικαστήριο. Η σημασία τους δεν αναδεικνυόταν με την αναφορά μόνο της ύπαρξης του διυλιστηρίου, όπως η κα Παπαευσταθίου εισηγήθηκε στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσης της, ημερ. 5.12.2023 (Ε/Δ4). Χρειάζονταν εξειδικεύσεις. Ό,τι επομένως περιέβαλλε το διυλιστήριο, αποτελούσε ουσιώδη στοιχείο και δεν δικαιολογείτο η υποτίμηση της σημασίας τους. Η μη αποκάλυψη αφαίρεσε από το δικαστήριο τη δυνατότητα να λάβει γνώση στοιχείων τα οποία συνδέονταν, τουλάχιστον δυνητικά, με τη στάση και ενέργειες τόσο της καθ’ ης η αίτηση 1 όσο και των άλλων μερών για τα οποία έγινε λόγος, ήτοι του καθ’ ου η αίτηση 2 και της Argus, που η αιτήτρια ενέπλεξε στην ιστορία. Τα στοιχεία τα οποία η αιτήτρια δεν αποκάλυψε θα συνεκτιμούνταν και θα σταθμίζονταν μαζί με όλα τα υπόλοιπα, τα οποία συνέθεταν την αγορά των μετοχών της ISAB και, κατ’ επέκταση, την απόκτηση του διυλιστηρίου. Η αιτήτρια επέλεξε, μεροληπτικά, τι να αναφέρει και τι να μην αναφέρει. Αποκομίζεται σαφώς η εντύπωση ότι σκόπιμα δεν δόθηκε εικόνα που να περιλαμβάνει όλες τις πράξεις που είχαν σημασία για την ενδιάμεση αίτηση.

 

Προσθέτω και τα εξής σημαντικά. Η κα Παπαευσταθίου, στην ένορκη δήλωση της (Ε/Δ1), αναφερόμενη στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου, ημερ. 1.11.2023, παρέθεσε ως μόνα γεγονότα πρώτο, ότι δόθηκε πληρεξούσιο στον καθ’ ου η αίτηση 2 να εξεύρει χρηματοδότηση από επενδυτές και, δεύτερο, ότι ο κ. Δαμιανού εισηγήθηκε αλλά δεν εισακούστηκε, να συμμετάσχει στη συνεδρίαση και ο κ. Gur. Η αιτήτρια δεν παρουσίασε τα πρακτικά της συνεδρίασης και, σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση της, η κα Παπαευσταθίου (Ε/Δ4), παρέσχε ως εξήγηση ότι η κα Μπακογιάννη, μετά την παραίτηση της, δεν είχε πρόσβαση στα πρακτικά συνεδριών της καθ’ ης η αίτηση 1. Όμως το τι διημείφθη δύο ημέρες αργότερα, στη συνεδρίαση ημερ. 3.11.2023, κατά την οποία έγινε ο διορισμός των νέων συμβούλων του διοικητικού συμβουλίου, η αιτήτρια το παρέθεσε με λεπτομέρεια στις ένορκες δηλώσεις της κας Παπαευσταθίου, όπως και με την παρουσίαση οπτικογραφημένου υλικού (τεκμ. 16 Ε/Δ1). Το τι ακριβώς απασχόλησε στη συνεδρίαση, ημερ. 1.11.2023, όπως και μετά, μέχρι που το διοικητικό συμβούλιο έδωσε το εν λόγω πληρεξούσιο στον καθ’ ου η αίτηση 2, ήταν σημαντικό. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των εν λόγω πρακτικών (μέρος του τεκμ. 17 παρατέθηκε πιο πάνω) που η κα Κωνσταντίνου παρουσίασε με την ένορκη δήλωση της, διεξήχθη συζήτηση σε σχέση με προβληματισμούς για ενδεχόμενη αντίδραση των μετόχων σε περίπτωση χρηματοδότησης, του είδους που η αιτήτρια τάσσεται τώρα εναντίον. Σημειώνω ότι η θέση του καθ’ ου η αίτηση 2 στο θέμα ήταν ότι η διαδικασία για χρηματοδότηση έπρεπε να διεξαχθεί με τρόπο ώστε να αποφεύγοντο έντονες αρνητικές αντιδράσεις από τους μετόχους ("potential backlash from shareholders"). Σημειώνω επίσης ότι, καθώς προκύπτει από τα εν λόγω πρακτικά, η εξουσιοδότηση του καθ’ ου η αίτηση 2 να εξεύρει χρηματοδότηση έγινε κατόπιν αναγνώρισης ότι η πληρωμή στη Litasco ήταν επείγουσα. Και όπως ήδη ανέφερα, έγινε στην παρουσία του κ. Δαμιανού. Προκύπτει, από τα ενώπιον μου στοιχεία, ότι η αιτήτρια διατηρούσε δυνατότητα πρόσβασης σε υλικό των συνεδριάσεων ακόμα και μετά την παραίτηση της κας Μπακογιάννη. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν ικανοποιεί η δήλωση της κας Παπαευσταθίου (Ε/Δ4) ότι η παραίτηση κατέστησε ανέφικτη την πρόσβαση στα πρακτικά. Επιπλέον, θεωρώ ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση αναφορικά με το γιατί η αιτήτρια, μαζί με το βίντεο της συνεδρίασης, ημερ. 3.11.2023, δεν ζήτησε και τα πρακτικά της συνεδρίασης, ημερ. 1.11.2023, ώστε να τα παρουσίαζε στο δικαστήριο ή γιατί, εν πάση περιπτώσει, δεν αναφέρθηκε στο σύνολο των όσων απασχόλησαν στη συνεδρίαση την 1.11.2023. Υπενθυμίζω ότι με την εν λόγω συμπληρωματική ένορκη δήλωση της κας Παπαευσταθίου (Ε/Δ4), η αιτήτρια συμπεριέλαβε μαρτυρία της κας Φιλιώτη, ήτοι μαρτυρία που αφορούσε το περιεχόμενο των πρακτικών εκείνης της συνεδρίασης και εισηγήσεις για προσθήκες και αλλαγές του περιεχομένου τους. Το ίδιο και μέρος της ένορκης δήλωσης του κ.  Δαμιανού, η οποία επίσης καταχωρίστηκε μετά την έκδοση του μονομερούς διατάγματος. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε εξαρχής τα σχετικά στοιχεία (βλ. σχετικά ενδεικτικά Κόκκινου v. Κοκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523). Επισημαίνω, εξάλλου, ότι τα πρακτικά της συνεδρίασης, ημερ. 1.11.2023, θα μπορούσε ενδεχομένως να τα ζητούσε και η ιδία η αιτήτρια ως μέτοχος, αλλά δεν λέχθηκε οτιδήποτε περί τούτου. 

 

Επί της ίδιας γραμμής, οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 επεσήμαναν ότι δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία σε σχέση με τον λόγο παραίτησης της κας Μπακογιάννη, τον οποίο η κα Παπαευσταθίου στη μαρτυρία απέδωσε στην άσκηση απειλών και πιέσεων. Στη συνεδρίαση, ημερ. 26.10.2023, κατά την οποία η κα Μπακογιάννη  παραιτήθηκε, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε πιέσεις ή απειλές. Η αιτήτρια δεν παρουσίασε τα πρακτικά ούτε αυτής της συνεδρίασης, τα οποία συμπεριλάμβαναν τον τρόπο με τον οποίο διατυπώθηκε η παραίτηση. Ήταν μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Κωνσταντίνου (τεκ. 8), που το δικαστήριο είχε την ευκαιρία να λάβει γνώση ως προς το τι διημήφθει επί του θέματος κατά την εν λόγω συνεδρίαση. Διερωτάται κανείς γιατί η κα Μπακογιάννη δεν ζήτησε αυτά τα πρακτικά τα οποία, για τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω, θα μπορούσε να εξασφάλιζε. Αλλά, ακόμα και χωρίς αυτά, η αιτήτρια θα μπορούσε να παρέθετε τι είχε λεχθεί. Εξάλλου, τα όσα η κα Παπαευσταθίου ανέφερε (Ε/Δ4) ως προς το γιατί τη στιγμή της παραίτησης της η κα Μπακογιάννη δεν ανέφερε οτιδήποτε για άσκηση πιέσεων, ήτοι ότι δεν ήθελε να επιτείνει την κατάσταση, ανήκαν στο πλαίσιο παράθεσης εξαρχής της εκδοχής της κας Μπακογιάννη επί του θέματος όπου θα εξηγούσε γιατί έπραξε το ένα και δεν έπραξε το άλλο. Αντιθέτως, η αιτήτρια παρουσίασε, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Παπαευσταθίου, απόλυτες θέσεις για τους λόγους παραίτησης της κας Μπακογιάννη, αποφεύγοντας να αποκαλύψει στο δικαστήριο τι πραγματικά συνέβη. Αυτή η στάση της αιτήτριας δεν συνταιριάζεται με τη θέση την οποία προέβαλε στο δικαστήριο περί εφαρμογής δόλιου σχεδίου για εξόντωση της. Τα στοιχεία που περιέχονται στα πρακτικά των πιο πάνω συνεδριάσεων άπτονται ουσιαστικών στοιχείων μαρτυρίας, τα οποία η αιτήτρια προώθησε για να πείσει ότι οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση 1-7 διαπνέονταν από αλλότρια κίνητρα.

 

Ως προς τα όσα αφορούσαν τον κ. Δαμιανού, τα οποία η αιτήτρια παρουσίασε στο πλαίσιο εξασφάλισης μονομερούς διατάγματος, ήτοι της ενημέρωσης ή όχι του διοικητικού συμβουλίου για το ότι αυτός θα απουσίαζε στο εξωτερικό, ή το κατά πόσο αυτός ενημερώθηκε ή όχι για τη συνεδρίαση, ημερ. 3.11.2023, η αιτήτρια όφειλε να τα είχε θέσει εξ αρχής ενώπιον του δικαστηρίου όπως και τη δική του διαφορετική εκδοχή, ώστε το δικαστήριο να γνωρίζει, με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια, την έκταση της αντιδικίας και προεκτάσεις (βλ. Κόκκινου v. Κοκκινου (ανωτέρω). Επισημαίνω εξάλλου ότι από τα πρακτικά, τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 προσήγαγαν σε σχέση με τις συνεδριάσεις που είχαν προηγηθεί της επίδικης συνεδρίασης ημερ. 3.11.2023, πουθενά δεν φαίνεται ότι ο κ. Δαμιανού είχε ενημερώσει για το ότι θα απουσίαζε στο εξωτερικό και, επομένως, δεν υποστηρίζεται η περί του αντιθέτου δήλωση της κας Παπαευσταθίου ως προς αυτό. Απεναντίας, προκύπτει από το ηλεκτρονικό μήνυμα της κας Φιλιώτη προς τον κ. Δαμιανού (τεκμ. 25 της Ε/Δ Κωνσταντίνου ανωτέρω), το περιεχόμενο του οποίου οι καθ’ ων η αίτηση 1-7 παρουσίασαν στο δικαστήριο, ότι η κα Φιλιώτη στις 2.11.2023 του απέστειλε ηλεκτρονικά για υπογραφή το πληρεξούσιο που αφορούσε τον καθ’ ου η αίτηση 2 και, επομένως, εύλογα διερωτάται κανείς γιατί αυτή να το έπραξε αν όντως εκείνος είχε ενημερώσει ότι θα βρισκόταν στο εξωτερικό.    

 

Συνοψίζοντας, καταλήγω ότι η μη αποκάλυψη (α) των δεσμεύσεων προς την ιταλική κυβέρνηση, οι οποίες αφορούσαν το διυλιστήριο και για τις οποίες η αιτήτρια γνώριζε ότι αποτελούσαν ουσιώδη γεγονότα, (β) του συνόλου των οικονομικών υποχρεώσεων της καθ’ ης η αίτηση 1, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν, και (γ) των όσων διημείφθησαν στις συνεδριάσεις ημερ. 26.10.2023 και 1.11.2023, η αιτήτρια τα  παρέθεσε αποσπασματικά, ελλειπτικά και παραπλανητικά, παραλείποντας σημαντικά στοιχεία για θέματα τα οποία, καθώς η ίδια τα παρουσίασε, συνιστούσαν μέρος δολοπλοκίας από πλευράς των καθ’ ων η αίτηση 1-7. Αυτό δεν μπορεί παρά να έγινε εσκεμμένα για σκοπούς απόκρυψης της πλήρους πραγματικότητας και για προώθηση της εκδοχής περί δολοπλοκίας. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι, κάτω από τις περιστάσεις στις οποίες αναφέρθηκα για το κάθε θέμα, η μη αποκάλυψη ήταν αθώα και οφειλόταν στους λόγους που η αίτητρια προέβαλε. Η μονομερής αίτηση πρέπει να αποκαλύπτει όλα όσα ενδέχεται να συμβάλουν στη διαμόρφωση δικαστικής γνώμης, η δε αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται, ιδιαίτερα όταν επιδιώκεται θεραπεία στην απουσία της άλλης πλευράς.

 

Η ίδια ανάγκη επίδειξης καλής πίστης χρειάζεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων. Το καθήκον του διαδίκου να προσέρχεται στο δικαστήριο με καθαρά χέρια - He who comes to equity must come with clean hands - είναι καθολικής εφαρμογής. Οι αρχές της επιείκειας θέλουν τον αιτούντα να ενεργεί δίκαια προς την άλλη πλευρά "... a plaintiff who seeks equitable relief must be prepared to act fairly towards the defendant." Υπάρχει ωστόσο μια διάκριση. Σε διαδικασία ex parte, όπου το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα έκδοσης προσωρινού διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς, η ουσιώδης μη αποκάλυψη δύναται από μόνη της, δηλαδή ακόμα και χωρίς πρόθεση παραπλάνησης, να αποτελέσει ικανό λόγο για ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος. Προσθέτω, για σκοπούς πληρότητας, ότι όπου η αίτηση εξετάζεται στην παρουσία της άλλης πλευράς, ήτοι διεξάγεται inter partes, καθίσταται αναγκαία και μια περαιτέρω διαπίστωση, ήτοι ότι η μη αποκάλυψη συνίστατο ουσιαστικά σε αδικαιολόγητη απόκρυψη, που υποδηλώνει πρόθεση παραπλάνησης του δικαστηρίου. Την επί του ζητήματος νομολογία την παρέθεσα πιο πάνω. Προσθέτω εδώ για ανάδειξη της δικαστικής προσέγγισης, απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Proquaserv Accountants Ltd κ.α. v. Σταύρου Κυριακίδη, Πολιτική Έφεση αρ. Ε49/2018, ημερ. 17.11.2023, όπου εκδόθηκαν προσωρινά διατάγματα κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών, τονίστηκε ότι και σε διαδικασία inter partes ο αιτητής οφείλει να προσέρχεται στο δικαστήριο με καθαρά χέρια, χωρίς πρόθεση παραπλάνησης. Παραθέτω το σχετικό μέρος:

 

" Όσον αφορά στους Λόγους Έφεσης 3, 5 και 6 παρατηρούμε ότι αφορούν σε ισχυρισμούς περί μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων από μέρους του Εφεσίβλητου - Εναγόμενου. Τα επίμαχα διατάγματα, όμως, δεν εξεδόθησαν στην απουσία των Εφεσειόντων - Εναγομένων. Αντιθέτως, κατά την πρώτη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου ζητήθηκαν από μέρους του Εφεσίβλητου και δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της αίτησης, μετατρέποντας αυτήν σε αίτηση δια κλήσεως. Οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να ακουστούν ενώπιον του Δικαστηρίου πριν την έκδοση της απόφασης και το Πρωτόδικο Δικαστήριο ζύγισε τις εκδοχές που τέθηκαν ενώπιον του εκατέρωθεν.

 

Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση Εθνική Τράπεζα ν. Κυριακίδης (2011) 1 Α.Α.Δ 816, στην οποία λέχθηκε ότι είναι στις μονομερείς διαδικασίες που εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση, οι νομολογιακές αρχές για πλήρη αποκάλυψη. Στην πιο πάνω υπόθεση, ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκονταν και οι δύο διάδικοι που είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιον τους με αποτέλεσμα να μην τίθεται κατά το Εφετείο, ζήτημα παραπλάνησης (βλ. επίσης Πιττάκα ν. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895).

 

Με τα πιο πάνω δεν παραγνωρίζεται η υποχρέωση αιτητή, εφόσον η αίτηση παραμένει στη σφαίρα του δικαίου της επιείκειας, να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και χωρίς πρόθεση παραπλάνησης, έχοντας φυσικά πάντα υπόψιν ότι στις περιπτώσεις των αιτήσεων δια κλήσεως δίδεται η δυνατότητα στην άλλη πλευρά να παραθέσει τις δικές της θέσεις (βλ.  Boreh vRepublic of Djibouti and others [2015] 2 All E.R. (Comm) 669). Το ζήτημα εν προκειμένω, όμως, δεν προωθείται από τους Εφεσείοντες υπό αυτήν την παράμετρο, αλλά με αναφορά σε διάδικο «που προσφεύγει στο Δικαστήριο μονομερώς», περίπτωση στην οποία αφορά και όλη η Νομολογία που παρατέθηκε από τους Εφεσείοντες προς υποστήριξη των Λόγων Έφεσης 3 και 5."

 

Επιπλέον, θεωρώ χρήσιμο και το ακόλουθο εκτενές απόσπασμα, από την ακόμα πιο πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Investar SPC Ltd v. Investar Investments Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε50/2021, ημερ. 15.2.2024:

 

"Προκύπτει από τη νομολογία που θα παραθέσουμε πιο κάτω ότι στις περιπτώσεις που διατάσσεται η επίδοση της αίτησης, ενώ δεν ισχύουν οι αρχές για πλήρη αποκάλυψη με τον τρόπο που εφαρμόζονται στις μονομερείς αιτήσεις,  εντούτοις εξακολουθεί να ισχύει η γενική υποχρέωση του αιτητή που εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ήτοι να προσέλθει στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια». Υποχρέωση που εμπεριέχει το στοιχείο της πρόθεσης παραπλάνησης, κάτι που δεν ισχύει στις περιπτώσεις μη αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις που δεν επιδόθηκαν στην άλλη πλευρά, όπου εξετάζεται αντικειμενικά το κατά πόσον η μη αποκάλυψη ήταν ουσιώδης, χωρίς να εξετάζεται η πρόθεση του αιτητή.   

 

Το ζήτημα της εφαρμογής του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης σε περιπτώσεις ως η παρούσα, εξετάστηκε στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (Kύπρου) Λτδ v. Nέστωρας Kυριακίδης (2011) 1 ΑΑΔ 816 όπου το Δικαστήριο διέταξε όπως μονομερής αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, ο καθ' ου η αίτηση καταχώρισε γραπτή ένσταση και εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα κατόπιν ακρόασης. Με την έφεση τέθηκε ισχυρισμός ότι δεν αποκαλύφθηκε συγκεκριμένο γεγονός. Λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:

 

«Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση με τη μονομερή διαδικασία, ώστε να εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση οι σχετικές αρχές για πλήρη αποκάλυψη (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά(1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597 και Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχου Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606). Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του.».

 

Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση του ζητήματος που δεν αποκαλύφθηκε και κατέληξε ότι «Δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραπλανήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ή ότι έλαβε στοιχεία τα οποία δεν υποστηρίζονταν εκ πρώτης όψεως από μαρτυρία ή ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατά τρόπο εσφαλμένο.»

 

Διαπιστώνουμε ότι στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε μία διάκριση μεταξύ της εξέτασης του καθήκοντος αποκάλυψης σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται ένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, οπόταν και ισχύουν οι αρχές που τέθηκαν στις Zein  και Demstar, και της εξέτασης του όπου η αίτηση κατέστη δια κλήσεως και οι καθ' ου είχαν την ευκαιρία να θέσουν όλα τα ζητήματα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Υπενθυμίζεται πως στις Zein και Demstar  αποφασίστηκε ότι  σε υποθέσεις όπου εξετάζεται το κατά πόσον θα παραμεριστεί διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Όπως, όμως, θα αναλύσουμε πιο κάτω, όπου γίνεται επίδοση της μονομερούς αίτησης  το στοιχείο της μη αποκάλυψης εξετάζεται με διαφορετικά κριτήρια.

       

Διαφοροποίηση στο εύρος του καθήκοντος αποκάλυψης στην περίπτωση όπου μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, έγινε και στην Μιχαήλ Γαβριέλλα Βαλεντίνα (Αρ. 3) (2012) 1 Α.Α.Δ 1943,  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση σε  αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, όπου λέχθηκε ότι η υποχρέωση του αιτητή για αποκάλυψη όπως εφαρμόζεται στη βάσει των αρχών στην Cyprus Trading Corporation Ltd vZim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168 δεν εφαρμόζεται μετά την επίδοση μονομερούς αίτησης στην άλλη πλευρά.

       

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας εσφαλμένη τη θέση πώς τυχόν προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου «θεραπεύεται» όταν η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, αναφέρθηκε στην ROSTOVTSEV ν. SHCHUKIN, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε415/2016, 5/7/2019 σχολιάζοντας ότι σε αυτή  παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το Εφετείο και ότι και εκεί δεν είχαν εκδοθεί μονομερώς τα διατάγματα. Πράγματι στην ROSTOVTSEV επιδιώχθηκε ο έλεγχος της ορθότητας ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε αριθμός παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που αιτήθηκαν με μονομερή αίτηση η οποία όμως, μετά από οδηγίες, εκδικάστηκε inter partes. Σημειώνουμε όμως, ότι στην ROSTOVTSEV το Ανώτατο Δικαστήριο  τοποθετήθηκε όσον αφορά το αξίωμα του δικαίου της επιείκειας σύμφωνα με το οποίο «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια» («He who comes to equity must come with clean hands»).

 

Θεωρούμε χρήσιμο να διασαφηνίσουμε ότι όλα τα απαγορευτικά διατάγματα αποτελούν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας, είτε αυτά εκδίδονται στο διηνεκές είτε ως παρεμπίπτοντα και είτε εκδίδονται μονομερώς είτε σε διαδικασία inter partes . Οπότε σε όλες τις ως άνω διαδικασίες εξετάζονται από το Δικαστήριο τα αξιώματα του δικαίου της επιείκειας (βλ.  Γιαβρή Στέλλα και Άλλη ν. Σταύρου Πάσιου (2004) 1 ΑΑΔ 125).

 

Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Διατάγματα των Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, σελ. 60 και 61, το αξίωμα ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια»  εφαρμόζεται όπου ο διάδικος επιζητεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας. Η προσοχή εστιάζεται στο παρελθόν, δηλαδή στη μέχρι σήμερον συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τη θεραπεία έναντι του άλλου διαδίκου. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά του διαδίκου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, το πιθανότερο είναι ότι θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και θα αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Η απόκρυψη στοιχείων και η ψευδής ένορκη κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου έχουν θεωρηθεί παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της μη χορήγησης απαγορευτικού διατάγματος.

       

Προκύπτει και από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το αξίωμα για τα καθαρά χέρια (που περιλαμβάνει την υποχρέωση του αιτητή να μην παραπλανά το Δικαστήριο) εφαρμόζεται και στον διάδικο σε αιτήσεις που είναι εξαρχής δια κλήσεως.  Είναι αυτή την υποχρέωση που εξέτασε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ROSTOVTSEV  ανωτέρω και όχι τον κανόνα περί πλήρους αποκάλυψης που εφαρμόζεται σε διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς.

…………………..

Δεν μας διαφεύγει ότι όπως επισημαίνεται στην αγγλική νομολογία, ο κανόνας περί πλήρους αποκάλυψης εξυπηρετεί και ένα άλλο σκοπό: Επιδρά και ως μέτρο αποτροπής του διάδικου που αιτείται διάταγμα μονομερώς από το να μην προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη (βλ. Brink's-Mat Ltd v Elcombe and others [1988] 3 All ER 188).

 

Σημειώνουμε την ανάγκη διασφάλισης της σοβαρότητας του καθήκοντος των αιτούντων μονομερώς την εξασφάλιση διαταγμάτων για πλήρη αποκάλυψη, όμως είμαστε της άποψης ότι η εφαρμογή της αρχής σαρωτικά, ελλείψει υπαιτιότητας για την μη αποκάλυψη, δεν μπορεί να επενεργήσει ως αυτοτελής λόγος τιμωρίας για απόρριψη αίτησης η οποία εκδικάστηκε κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών. Σε αυτήν την περίπτωση αυτοτελής λόγος απόρριψης της αίτησης αποτελεί μόνο η παράβαση του αξιώματος της επιείκειας όπως αιτητής προσέλθει με καθαρά χέρια.

 

Τέλος, επισημαίνουμε ότι στην Αγγλία το ζήτημα έχει ρυθμιστεί όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Commercial InjunctionsSteven Gee,εκδόσεις Sweet & Maxwell sixth edition, σελ. 275, με αναφορά σε αγγλική νομολογία:

 

«An applicant in inter partes relief on an application made with notice as required under the CPR, does not have a duty to make full and frank disclosure of material facts, but is under an obligation not to mislead the court, including knowingly»."

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου αναφορικά με τις περιστάσεις έκδοσης μονομερώς του προσωρινού διατάγματος και, συγκεκριμένα, το ότι η αιτήτρια προέβη στην απόκρυψη γεγονότων, υπερβαίνει σε εμβέλεια τα όρια του ex parte μέρους της αίτησης, με αποτέλεσμα να επιδρά και στην inter partes εξέταση του αιτητικού 2. Επαναλαμβάνω ότι, καθώς φαίνεται, η μη αποκάλυψη συνοδευόταν από πρόθεση απόκρυψης. Σε διάφορες περιπτώσεις το Εφετείο ακύρωσε διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μετά την επίδοση της αίτησης ή επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση για μη έκδοση διατάγματος σε διαδικασία όπου διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα: βλ. ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις τη Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) (ανωτέρω) και την Τσιερκέζου v. Dragon Tourist Enterprises Ltd (ανωτέρω). Παραθέτω απόσπασμα από τη δεύτερη (στη σελ. 738):  

 

"Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι όταν ένας διάδικος επιζητεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται πιο επιτακτική σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) αφού το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή. Έτσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων. (Attorney-General a.o. v. Savvides (Νο. 2) (1979) 1 C.L.R. 349)."

 

Καταλήγω ότι όλα τα αιτήματα της αιτήτριας στην παρούσα διαδικασία πρέπει να απορριφθούν και, κατά συνέπεια, το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί. 

 

Παρά την ανωτέρω κατάληξη, θεωρώ ότι χρειάζεται να καταγράψω συνοπτικά την άποψη μου επί των άλλων πτυχών στην αίτηση. Και τούτο μήπως σε έφεση επικρατήσει άποψη διαφορετική από τη δική μου, ως προς την ύπαρξη πλημμέλειας που δεν επιτρέπει ενδιάμεση θεραπεία.

 

Οι αξιώσεις της αιτήτριας σχετίζονται κυρίως με τη νέα σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1 και αποβλέπουν στην ακύρωση της απόφασης, ημερ. 3.11.2023, για διορισμό νέων μελών του διοικητικού Συμβουλίου, ήτοι των  καθ’ ων η αίτηση 3-7, όπως επίσης και στην άρση της κατ’ ισχυρισμόν καταπίεσης της αιτήτριας ως μετόχου μειοψηφίας.

 

Ενώ όμως η αιτήτρια παραπονείται ότι υφίσταται καταπίεση από μέτοχο πλειοψηφίας, ήτοι την Argus, την ίδια στιγμή δηλώνει ότι η αγωγή δεν αφορά καταπίεση της μειοψηφίας, αλλά παράνομη ενέργεια του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση 1, με αποτέλεσμα την αναδιαμόρφωση του, και ζητεί ακύρωση παράνομων και αντικαταστατικών συνεδριάσεων του διοικητικού συμβουλίου, επιφυλάσσει δε το δικαίωμα να καταχωρίσει παράγωγη αγωγή αν κριθεί απαραίτητο (βλ. σελ. 24 και 25 της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας). Επισημαίνω και ότι σε άλλο στάδιο ο ίδιος συνήγορος αναφέρει ότι η παρούσα περίπτωση αφορά "… μια συνομωσία προς καταδολίευση της μειοψηφίας" (βλ. σελ. 2 πρακτικών προφορικής αγόρευσης, ημερ. 13.12.2023).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση 1-7 υπέβαλε ότι η αίτηση υπόκειται σε απόρριψη διότι η αιτήτρια είναι μέτοχος της καθ΄ ης η αίτηση 1 και, ως τέτοια, δεν νομιμοποιείται να προωθεί την παρούσα αγωγή εφόσον δεν πρόκειται περί παράγωγης αγωγής. Ο συνήγορος υπέβαλε ότι αγωγή για προστασία των συμφερόντων εταιρείας, όπως για αποζημιώσεις υπέρ της, καταχωρείται από την ιδία την εταιρεία, ενώ από μέτοχο δύναται να καταχωριστεί αγωγή, εκ μέρους της εταιρείας, μόνο σε περίπτωση όπου δεν είναι δυνατόν να καταχωριστεί από την ιδία. Παρέπεμψε σχετικά στην αγωγή υπ’ αρ. 14/2015, Dmitry Rodionov κ.α. v. Trellas Enterprices, ημερ. 26.3.2015, όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέτασε τέτοια ζητήματα. Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω το ακόλουθο, εκτενές απόσπασμα:

 

"Προβλήθηκε η θέση από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Καθ' ων η Αίτηση ότι οι Αιτητές 1-4 - οι οποίοι ενεργούσαν κατά την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αγωγής ως διοικητικοί σύμβουλοι των Εναγομένων 1 - δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση αγωγής εναντίον των Εναγομένων 1.  Αντίθετα θα έπρεπε να είχαν εξασφαλίσει απόφαση του διοικητικού συμβουλίου ώστε η αγωγή, η οποία κατ' ισχυρισμό των Αιτητών γίνεται για την προστασία των συμφερόντων των Εναγομένων 1, να εγερθεί από τους ίδιους τους Εναγόμενους 1.  Προς τούτο παρέπεμψαν το Δικαστήριο στην υπόθεση Pulbrook v. Richmond Consolidated Mining Company (1878) 9 ChD 610, στην οποία το Αγγλικό Δικαστήριο επέτρεψε σε ένα διοικητικό σύμβουλο ο οποίος είχε παράτυπα αποκλειστεί από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας να εγείρει αγωγή εναντίον της εταιρείας αφού θεώρησε ότι ο εν λόγω διοικητικός σύμβουλος είχε κάποιο προσωπικό δικαίωμα το οποίο προσβαλλόταν από τον αποκλεισμό του από το διοικητικό συμβούλιο διότι ήταν και μέτοχος της Εταιρείας και είχε και συμφωνίες για καταβολή διαφόρων ποσών για τις υπηρεσίες του. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι σχετικό:

 

"In this case a man is necessary a shareholder in order to be a director, and as a director he is entitled to fees and remuneration for his services, and it might be a question whether he would be entitled to the fees if he did not attend meetings on the board.  He has been excluded.  Now, it appears to me that this is an individual wrong, or a wrong that has been done to an individual.

........................................................

It appears to me that for the injury or wrong done to him by preventing him from attending board meetings by force, he has a right to sue.  He has what is commonly called a right of action, and those decisions which say that, where a wrong is done to the company by the exclusion of a director from board meetings, the company may sue and must sue for that wrong, do not apply to the case of wrong done simply to an individual.  There may be cases, where, by preventing a director from exercising his functions in addition to its being a wrong done to the individual, a wrong is also done to the company, and there the company have a right to complain."

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ένας διοικητικός σύμβουλος εταιρείας, μπορεί να εγείρει αγωγή εναντίον της εταιρείας μόνο στις περιπτώσεις που θίγονται τα προσωπικά του δικαιώματα και όχι στις περιπτώσεις στις οποίες η αγωγή σκοπό έχει να προστατεύσει τα συμφέροντα της εταιρείας.  Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι Αιτητές 1-4 ήγειραν την παρούσα αγωγή εναντίον των Εναγομένων 1, χωρίς να προβάλλουν οποιοδήποτε ισχυρισμό περί επηρεασμού των προσωπικών τους δικαιωμάτων ως διοικητικοί σύμβουλοι όπως π.χ. ότι απώλεσαν ή διατρέχουν τον κίνδυνο να απωλέσουν μισθούς ή ωφελήματα.  Αντίθετα, όπως προκύπτει από τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση των Αιτητών ημερ. 10.3.2014, οι Αιτητές θεωρούν ότι έχουν καθήκον να προστατεύσουν την εταιρεία (δηλ. τους Εναγόμενους 1) από παράνομες ενέργειες που έγιναν κατά τη διάρκεια της θητείας τους.  Ως εκ τούτου, με βάση την απόφαση Pulbrook (ανωτέρω) οι Αιτητές 1-4 ως διοικητικοί σύμβουλοι των Εναγομένων 1, δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής εναντίον των Εναγομένων 1, αλλά τέτοιο δικαίωμα έγερσης αγωγής που να έχει ως αντικείμενο την εγκυρότητα διορισμού διοικητικών συμβούλων και τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, είχαν μόνο οι ίδιοι οι Εναγόμενοι 1. Κατ' επέκταση, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Αιτητές 1-4 δεν νομιμοποιούνται ούτε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης και συνεπώς σε σχέση με αυτούς, δεν ικανοποιούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60.

…………………

 

Ο μέτοχος μιας εταιρείας έχει το δικαίωμα να εγείρει προσωπική αγωγή εναντίον της εταιρείας σε σχέση με παράβαση των καθηκόντων τα οποία η εταιρεία έχει απέναντι του.  Περαιτέρω έχει το δικαίωμα να εγείρει παράγωγη αγωγή - σύμφωνα με την αγγλική υπόθεση Foss vHarbottle (1843) 67 Ε.R. 189 - στις περιπτώσεις που η πράξη αποτελεί καταδολίευση της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες ελέγχουν την εταιρεία.  Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι η ίδια η εταιρεία που είναι το κατάλληλο πρόσωπο να εγείρει αγωγή προς όφελος της ίδιας και κατ' επέκταση των μετόχων της.  Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England (v.24 (2010) παραγρ. 493) κάτω από τον τίτλο "Proceedings by members", στο οποίο παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ' ων η Αίτηση:

 

"Where is competent for a corporation as such to commence legal proceedings, such proceedings cannot be commenced by one or more of its individual members. So long as they have it in their power to bring a claim in the name of the corporation, a claim by such individual members in their proper names for the same purpose cannot be maintained, whether the subject matter of the claim is a transaction which is merely voidable at the discretion of a majority of the members, or one which is absolutely illegal or incapable of ratification by such a majority."

 

Στην υπόθεση Ανδρέας Χρίστου ν. Ζήνας Μήλλιου κ.ά  Π.Ε. 255/10 ημερ. 13.6.13 με αναφορά στην υπόθεση Yiannis GMammous κ.ά vWillstrop κ.α  Π.Ε. 363/08 ημερ. 24.1.12, δόθηκε η έννοια της παράγωγης αγωγής ως ακολούθως:

 

«..Παράγωγη είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο. Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.

 

Ο κανόνας του Κοινού Δικαίου, που τέθηκε στην υπόθεση Foss vHarbottle (1843) 67 Ε.R. 189, λέγει ότι αν μία εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε επειδή αποτελεί διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, εκ πρώτης όψης είναι η εταιρεία που θα πρέπει να εγείρει αγωγή.  Εντούτοις, η εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας, εάν υπάρχει δόλος εναντίον της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχουν την εταιρεία.

 

Σχετικές με τους κανόνες που διέπουν το θέμα στην Κύπρο είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Θωμά κ.ά ν. Ηλιάδη  (2006) 1 Α.Α.Δ. 1263 και Πιριλλής κ.ά ν. Κουή  (2004) 1 Α.Α.Δ. 136

 

Περαιτέρω, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ' ων η Αίτηση, παρέπεμψαν στην Καναδέζικη υπόθεση Schiowitz vIOS (1970) 4 N.B.R. (2d) 30 (CA) στην οποία το Court of Appeal αποφάσισε ότι οι αγωγές που αφορούν την εγκυρότητα διορισμού του διοικητικού συμβουλίου, δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται τα προσωπικά δικαιώματα των μετόχων και το αρμόδιο πρόσωπο να εγείρει αγωγή είναι η ίδια η εταιρεία αν αυτό είναι δυνατό ή μειοψηφών μέτοχος εκ μέρους της μέσω παράγωγης αγωγής. Τα ακόλουθα αποσπάσματα είναι σχετικά:

 

"[26]  The plaintiff's action is purely and simply an attack on the validity of the election of the board of directors or at least some of them on grounds of irregularities occurring in the course of the election and possibly on the grounds of constructive fraud on the part of management which could have influenced the result of the election.  It seems clear that the election of an individual director whose right to office is challenged could be ratified by an ordinary resolution of the shareholders and prima facie is not a matter which an individual shareholder can challenge by action. ..

 

[27]  Although the rights of the plaintiff as an individual to bring the action are by no means certain I am satisfied from the argument presented that a company has a cause of action against any person who acts as a director but who has not been duly elected as such on the basis that such constitutes a usurpation of office and is a wrong to the company.  See Kelly v. Electrical Construction Co. (1908) 16 O.L.R. 232 and Watt v. Commonwealth Petroleum Ltd. [1938] 4D.L.R. 701.

 

[28]  It seems also to be reasonably well established that where the directors of such a company refuse to institute proceedings to unseat a usurping director a derivative action may be maintained by a shareholder to enforce the company's right of action.  Where such an action is allowed the shareholder is not really suing on his own behalf nor on behalf of the shareholders of the company generally but on behalf of the company to enforce a company right.  In such an action, which is referred to as a derivative action, the plaintiff must frame his claim as a representative one on behalf of himself and all shareholders other than the wrongdoers and he must join the company as a party so that in the event the action is successful the rights established thereby may be enforced by the company.

 

[29] The statement of claim in the present action does not disclose that the plaintiff made any effort to have the company institute proceedings but alleges in paragraph 38 of the statement of claim that in view of the matters pleaded and in view of the fact that the individual defendants have complete control of the management of the affairs of the company a request to the company to bring this action or to become a co-plaintiff in the present action would be futile.""

 

Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι οι νομικές θέσεις, τις οποίες η αιτήτρια προβάλλει, είναι συγκεχυμένες. Από τη μια μεριά εμφανίζεται να διαμαρτύρεται ως μέτοχος μειοψηφίας και να ζητεί διάταγμα που να της παρέχει προστασία από δόλια και τυχόν ζημιογόνο απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, όπως και άρση καταπίεσης την οποία, κατ’ ισχυρισμόν, αυτή υφίσταται ένεκα της νέας πλειοψηφίας με το διορισμό νέων διοικητικών συμβούλων. Από την άλλη μεριά, προσβάλει ως παράνομη και αντικαταστατική την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για αναδιαμόρφωση του, και ζητεί ακύρωση της, όπως και ακύρωση οποιασδήποτε συνακόλουθης απόφασης. Επιπλέον, με το αίτημα που οδήγησε στο μονομερώς εκδοθέν διάταγμα, ζήτησε να μην επιτραπεί η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο μέχρι την εκδίκαση της αγωγής, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει ότι η παρούσα αγωγή δεν είναι παράγωγη αγωγή.

 

Θεωρώ ότι υπάρχουν ασάφειες που δεν παρέχουν έρεισμα για κατάληξη επί της νομικής ορθότητας ή μη της υπό εξέτασης διαδικασίας. Αυτές οι ασάφειες είναι διάχυτες σε ολόκληρο το φάσμα της αγωγής. Προβαίνοντας σε μια γενική και αντικειμενική θεώρηση της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας που προσήγαγαν οι καθ’ ων η αίτηση 1-7, καταλήγω ότι προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες οι οποίες αποδυναμώνουν σημαντικά την εκδοχή της αιτήτριας σε σχέση με περιστάσεις τις οποίες η ιδία ανήγαγε ως ουσιώδεις, συνάμα και δόλιες, όπως η άμεση ανάγκη χρηματοδότησης της καθ’ ης η αίτηση 1 για αποπληρωμή συγκεκριμένου ποσού στη Litasco, η παραίτηση της κας Μπακογιάννη και η απουσία του κ. Δαμιανού από τη συνεδρίαση στις 3.11.2023 και, συναφώς, η ενημέρωση του ή μη για την εν λόγω συνεδρίαση, σε συνάρτηση με τα προβλεπόμενα κατά το Καταστατικό. Ανακύπτουν ερωτήματα τα οποία, κατά τη γνώμη μου, καθιστούν ανέφικτη την εκδοχή της αιτήτριας. Υπό το φως όλων των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι η αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι πληρούνται οι πρώτες δύο προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Υπογραμμίζω, ωστόσο, ότι τα εν λόγω συμπεράσματα λαμβάνουν υπόψη αποκλειστικά τις ανάγκες της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας και ότι η διακρίβωση των γεγονότων και η κατάληξη επί των νομικών ζητημάτων, κατά τρόπο οριστικό, δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο στο πλαίσιο της δίκης στην αγωγή.

 

Τέλος, προσθέτω απόσπασμα από τη Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) (ανωτέρω):

 

"Για τη διαπίστωση αυτής της ορατής πιθανότητας, κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σ' αυτό το στάδιο.  Έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω λόγοι που φαίνεται να εκθεμελιώνουν την προτεινόμενη βάση αγωγής.  Δεν είναι η παρούσα, περίπτωση όπου οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί παρουσιαζόμενοι είτε λογικοί είτε ως αναδυόμενοι από τα στοιχεία που εκατέρωθεν τίθενται, θα πρέπει να αφεθούν να εξετασούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.  Εδώ οι ίδιοι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας είναι αμφιλεγόμενοι, ασαφείς και αντιφατικοί με αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται τα ελάχιστα προαπαιτούμενα για την ικανοποίηση των κριτηρίων του άρθρου 32.

…………..

Θα προσθέταμε μόνο ότι, από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει συζητήσιμο θέμα, περιττεύει η εξέταση των άλλων κριτηρίων και είναι αχρείαστος ο προβληματισμός για το πού κλίνει το ισοζύγιο ευχέρειας. Θα ήταν αντιφατικό να μην υφίσταται η προϋπόθεση αυτή και να εξετάζεται θέμα προοπτικής επιτυχίας ή τα άλλα θέματα που συνάπτονται με το ζήτημα.

Υποστήριξη στη γνώμη μας παρέχει η άποψη του δικαστή Kerr στην Cayne v. Global Natural Resources plc. [1984] 1 All E.R. 225, 229 ως προς την πρώτη προϋπόθεση:

".......................the question whether to grant or refuse an interlocutory injunction has been placed into a state of balance to the extent that the court can see that the plaintiffs' case raises a serious issue to be tried.  If the plaintiffs fail at that point, then clearly there is no case for an injunction, and obviously the Cyanamid guidelines cannot come into play."

Δεδομένης της ανωτέρω κατάληξης μου, παρέλκει η εξέταση οποιασδήποτε άλλης πτυχής. 

 

Κατά συνέπεια, το προσωρινό διάταγμα, ημερ. 17.11.2023, το οποίο εκδόθηκε στο πλαίσιο της παραγράφου 1 της αίτησης, ημερ. 13.11.2023, και το οποίο εκ συμφώνου αναδιαμορφώθηκε στις 24.11.2023, ακυρώνεται. Επιπλέον, το αιτητικό 2 απορρίπτεται. Ένεκα δε δήλωσης των συνήγορων της αιτήτριας ότι το αιτητικό 3 δεν προωθείται, απορρίπτεται κι αυτό. 

    

Επιδικάζονται τα έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση 1-7 και εναντίον της αιτήτριας, σε σχέση με τα οποία θα δοθούν αυθημερόν οδηγίες στη βάση του Μέρους 39 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

 

 

 (Υπ.) ………………………

                                                                                      Τ. Νικολάου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

 

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο