ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3276/23

Μεταξύ:

Κασιανός Σωτηρίου

Ενάγοντος

-και-

Κυνολογικός Όμιλος Κύπρου

Εναγόμενων

Ημερομηνία:                                                  3η Απριλίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα – Αιτητή:                                κος. Κυριάκου

Για Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση:      κος. Νεοφύτου

Αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 18.10.23

Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Με την Αγωγή του, ο Ενάγοντας αξιώνει σειρά από διατάγματα και δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου που στρέφονται κατά των αποφάσεων των Εναγόμενων να τον αποκλείσουν από το να είναι μέλος του Διοικητικού τους Συμβουλίου (το «ΔΣ») αλλά και μέλος του Ομίλου τους, και όπως οι αποφάσεις αυτές ακυρωθούν και συγκριμένες πρόνοιες του Καταστατικού των Εναγόμενων κηρυχθούν αντισυνταγματικές.

Στο πλαίσιο της Αγωγής, ο Ενάγων καταχώρισε την κρίσιμη Αίτηση, αρχικά μονομερώς στη βάση του Κανονισμού 23.6, ζητώντας με αυτή, την αναστολή των προαναφερθέντων αποφάσεων των Εναγόμενων συμπεριλαμβανομένης και της απόφασης τους ημερομηνίας 26.9.23 και την ισχύ του Κανονισμού 8(δ) του Καταστατικού των Εναγόμενων, την αποκάλυψη των πρακτικών της εν λόγω ημέρας και μεταγενέστερων διαδικασιών καθώς και σειρά διαταγμάτων που θα απαγορεύουν την εκ νέου λήψη όμοιων αποφάσεων, την εκδίκαση τυχόν πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του και την απαγόρευση άλλης συνεδρίας μέχρι τελικής εκδίκασης της Αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Στην ένορκη του δήλωση ανέφερε ότι από το 2019 είναι τακτικό μέλος των Εναγόμενων και από τις 25.6.20 είναι μέλος του ΔΣ τους και διατηρεί, από τις 14.7.23 τη θέση του Αρχειοφύλακα.

            Οι αποφάσεις του ΔΣ των Εναγόμενων, στήριξε, εξαιρουμένης της περιόδου του κορονοϊού, λαμβάνονται σε συνεδρίες. Παρά ταύτα ο ίδιος είχε παρατηρήσει παρατυπίες στη λήψη αποφάσεων με τις οποίες ουσιαστικά στοχοποιούνταν άτομα από τον πρόεδρο του ΔΣ Σάββα Χατζησάββα (ο «πρόεδρος»). Ένεκα τούτων εκκρεμούν εναντίον των Εναγόμενων δικαστικές διαδικασίες, αλλά και καταγγελίες εναντίον του ίδιου του προέδρου, οι οποίες όπως και παρά την προσπάθεια του ιδίου και άλλων μελών, δεν εξετάστηκαν σε συνεδρία.

            Κατά τον Ενάγοντα, η δράση του προέδρου με την οποία διαφώνησε συνίσταται εν μέρει και στη λειτουργεία ομάδας στην εφαρμογή Viber στην οποία συμμετέχουν έξι εκ των μελών του ΔΣ και την οποία ο πρώτος χρησιμοποιεί χωρίς τη γνώση των λοιπών μελών, τα οποία υποπτεύεται ότι τον υποσκάπτουν. Μέσω της, ο πρόεδρος διοργάνωσε στις 30.8.23 μυστική συνάντηση και ψηφοφορία αναφορικά τόσο με καταγγελίες που αφορούν τον ίδιο αλλά και καταγγελίες που αφορούν άλλα μέλη, τα οποία παρέπεμψε σε πειθαρχική διαδικασία.

            Ο Ενάγων αντέδρασε στα πιο πάνω και την 1.9.23 υπέβαλε την παραίτησή του από τη θέση του Αρχειοφύλακα με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, απευθυνόμενος προς το ΔΣ, το οποίο κάλεσε να επικυρώσει την παραίτησή του κατά την επόμενη συνεδρία.

            Έχοντας λάβει διάφορα μηνύματα από άλλα μέλη του ΔΣ και ξανασκεπτόμενος την απόφασή του, στις 20.9.23 την ανακάλεσε, πριν αυτή να επικυρωθεί από το ΔΣ, όπως προνοεί το Καταστατικό. Μετά την αποστολή της ανάκλησης ενημερώθηκε από τον πρόεδρο ότι η παραίτησή του είχε γίνει δεχτή από τις 17.9.23, όμως, κατά τον Ενάγοντα, χωρίς να πραγματοποιηθεί σχετική συνεδρία.

            Συνεδρία συγκλήθηκε στις 26.9.23 και ο Ενάγων προσπάθησε να παρευρεθεί αλλά του απαγορεύθηκε η είσοδος, ενώ παράλληλα αφαιρέθηκε από την ομάδα στο Viber.

            Στις 2.10.23 έλαβε επιστολή ημερομηνίας 28.9.23 από τον πρόεδρο με την οποία κατηγορείτο ότι διέπραξε πειθαρχικά αδικήματα και ότι η ιδιότητα του ως μέλους των Εναγόμενων - όχι μόνο ως μέλος του ΔΣ - είχε ανασταλεί.

Ουδέποτε όμως έλαβε οποιαδήποτε ειδοποίηση πειθαρχικής διαδικασίας όπως προνοείται από το Καταστατικό, διότι τούτη αποστέλλεται σύμφωνα με το Άρθρο 65 του κεφαλαίου ΙV των εσωτερικών κανονισμών.

Ο Ενάγων αποδίδει όλα τα πιο πάνω σε εκδικητική συμπεριφορά του προέδρου, ο οποίος, πάντα κατά τον ίδιο, ενεργεί καθ’ αυτό τον τρόπο εις βάρος όπου διαφωνεί με τις τακτικές του.

Η επίδραση των πιο πάνω αποφάσεων στον Ενάγοντα είναι η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων του στη βάση του Καταστατικού και ότι δεν του επιτρέπεται να συμμετέχει σε εκθέσεις μορφολογίας, και συγκεκριμένα, μέχρι και την ημέρα καταχώρισης της Αίτησης, του στερήθηκε το δικαίωμα συμμετοχής για συγκεκριμένη έκθεση για την οποία μάλιστα πλήρωσε και το κόστος.

Με οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου κατά την ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.9(δ), η Αίτηση επιδόθηκε στους Εναγόμενους, οι οποίοι αντέδρασαν καταχωρώντας Ένσταση που περιέχει 20 λόγους για τους οποίους η Αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί, τους οποίους συνοψίζω ως ακολούθως:

Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, ανεπαρκής και στηρίζεται σε ψευδείς, ανυπόστατους, ανακριβείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς, ενώ ο Ενάγοντας δεν προσέρχεται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια. Δεν έχει καταδείξει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγόμενων, ούτε έννομο συμφέρον, ούτε οποιαδήποτε ζημιά, ούτε ζητά χρηματική αποζημίωση και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των ζητούμενων διαταγμάτων. Τυχόν δε έκδοση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στους Εναγόμενους ενώ ο Ενάγοντας δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από τη μη έκδοση. Τέλος προβάλλεται ως λόγος ένστασης ότι η Αίτηση αναφέρεται σε άτομα, τα οποία δεν κλήθηκαν στο Δικαστήριο να προβάλουν τις θέσεις τους. 

Η Ένσταση συνοδεύτηκε από πέντε ένορκες δηλώσεις, η πρώτη από τον πρόεδρο του ΔΣ των Εναγόμενων και οι λοιπές από 4 άλλα τα μέλη του ΔΣ, τους Χρυσάννη Μιχαήλ, Μαρίνο Κυριάκου, Παύλο Αναστασίου και Ανδρέα Σάββα.  

Η ένορκη δήλωση του προέδρου των Εναγόμενων καταλαμβάνει έκταση 44 πυκνογραμμένων σελίδων και με αυτή αναδεικνύονται διάφορα ζητήματα. Την έλαβα υπόψη μου στην πλήρη της έκταση, ομού και τα 19 συνημμένα τεκμήρια. Συνοψίζω τις θέσεις του προέδρου, έχοντας επικεντρωθεί στα σχετικότερα, για την κρίσιμη διαδικασία, σημεία ως ακολούθως:

Ο Ενάγων δεν υφίσταται και δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ένεκα των αποφάσεων των Εναγόμενων επειδή το επάγγελμά του δεν σχετίζεται με τις ιδιότητες που είχε στους Εναγόμενους.

Ο Ενάγων κωλύεται από το να αμφισβητεί το καταστατικό των Εναγόμενων επειδή ο ίδιος συμμετείχε το έτος 2019 σε καταστατικές συνελεύσεις και επικύρωσε αυτό, αλλά και επειδή ο ίδιος προέβη σε ένορκες δηλώσεις (Τεκμήριο 1 έως 10), επικροτώντας την ισχύ του καταστατικού, στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον των Εναγόμενων.

Αποδίδονται στον Ενάγοντα, μεταξύ πλειάδας άλλων ενεργειών και χαρακτηρισμών, ότι δεν έχει σχέση με το αντικείμενο των Εναγόμενων και ότι ασχολήθηκε με τα των Εναγόμενων λόγω της εμπλοκής του προέδρου του ΔΣ που τυγχάνει κουμπάρος του.

Κατά τον ομνύοντα, ο Ενάγων ενεπλάκη σε παραβιάσεις των Κανονισμών των Εναγόμενων και υπέπεσε ο ίδιος σε πειθαρχικά και άλλα παραπτώματα, υποβοηθώντας παράλληλα πρώην έμμισθη υπάλληλο των Εναγόμενων, η οποία καταγγέλθηκε έως και για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων. Υπέβαλε δε την παραίτησή του από τη θέση του Αρχειοφύλακα του ΔΣ των Εναγόμενων την 1.9.2023, αλλά όταν αντιλήφθηκε ότι η πιο πάνω, κατά τον ομνύοντα, δράση του, θα τύγχανε της διερεύνησης των Εναγόμενων, ανεξάρτητα αν είχε παραιτηθεί, την ανακάλεσε με σκοπό να επηρεάσει την σκοπούμενη διερεύνηση. Κατά τη συνάντηση της 30.8.23, διαφάνηκε ότι ο Ενάγων δεν ήθελε να γίνει αντικειμενική εξέταση των καταγγελιών εναντίον άλλων μελών του ΔΣ των Εναγόμενων επειδή είχε φιλική σχέση μαζί τους, ενώ οι εν λόγω καταγγελίες περιέχονταν σε κλειστό φάκελο ο οποίος έπειτα παραδόθηκε στο δικηγόρο των Εναγόμενων για ν΄ ανοιχθεί στις 26.9.23.

Πράγματι δεν στάλθηκε στον Ενάγοντα ειδοποίηση για ημερομηνία ακρόασης (παράγραφος 62 της ένορκης δήλωσης), αλλά τούτο πρόκειται να γίνει σύντομα.

Αναφέρεται επίσης ότι η χρήση της εφαρμογής Viber από το ΔΣ του Εναγόμενου, κατ’ ουσία, παγιώθηκε ως μέσο για λήψη αποφάσεων και προς τούτο ο ομνύοντας επισύναψε τα Τεκμήρια 11 έως και 16.

Έτσι στις 17.9.23 το ΔΣ του Εναγόμενου δέχθηκε την παραίτηση του Ενάγοντα και τούτο επικυρώθηκε στη συνεδρία του ΔΣ των Εναγόμενων στις 26.9.23, ως το Τεκμήριο 17. Συνεπώς, πάντοτε κατά τον πρόεδρο του ΔΣ των Εναγόμενων, αφενός η παραίτηση του Ενάγοντα είχε γίνει δεχτή από τις 17.9.23 και άρα δεν μπορεί ν’ ανακληθεί μεταγενέστερα στις 20.9.23 και αφετέρου δεν υπάρχει στο Καταστατικό των Εναγόμενων οποιαδήποτε πρόνοια που να επιτρέπει ή να προβλέπει ανάκληση παραίτησης και τυχόν λήψη απόφασης του ΔΣ επί του σημείου θα ισοδυναμούσε με ενέργεια καθ’ υπέρβαση του Καταστατικού.

Όσον αφορά την επίμαχη συνεδρία της 26.9.23 ο Ενάγων δεν κλήθηκε σ’ αυτή ενώ δεν επιτράπηκε στον ίδιο και σε κάποιο δικηγόρο, ο οποίος δεν διευκρίνισε για ποιον εμφανιζόταν, να εισέλθουν. Σε κάθε περίπτωση, κατά τον ομνύοντα, ο δικηγόρος των Εναγόμενων εξήγησε από καιρό στον Ενάγοντα ότι δεν προβλέπεται ανάκληση. Οι δε κατηγορίες που ο ίδιος ο Ενάγων πρόσαψε στον πρόεδρο του ΔΣ των Εναγόμενων απορρίφθηκαν ως τυπικά και νομικά αβάσιμες.

Επιπρόσθετα, από τις 23.10.23 και πριν την επίδοση της παρούσας στους Εναγόμενους μια μέρα μετά, το ΔΣ αποφάσισε όπως προκηρύξει εκλογές προς διασφάλιση της δημοκρατικής λειτουργίας τους.  

Σε περίπτωση που εκδοθούν οποιαδήποτε διατάγματα, οι Εναγόμενοι θα υποστούν ζημιά ως η ανώτατη αρχή του τομέα της στην Κύπρο καθότι ήδη τροχοδρομήθηκαν διαδικασίες εκλογών και άλλων ζητημάτων και τυχόν παρέμβαση προς ικανοποίηση των αιτητικών θα οδηγούσε σε προβλήματα με αλυσιδωτές επιπτώσεις, ενώ ο Ενάγων δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά.

Οι 4 ένορκες δηλώσεις των μελών του ΔΣ των Εναγόμενων ουσιαστικά υιοθετούν το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του προέδρου του ΔΣ.

            Τα διάδικα μέρη καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις ως μέρος των εγκριθέντων διαβημάτων στα χρονοδιαγράμματά τους που δηλώθηκαν κατά την ημέρα ακρόασης διαδικαστικών οδηγιών της Αίτησης.

Ο Ενάγων συμπλήρωσε τη μαρτυρία του με πρόσθετη ένορκη δήλωση στην οποία κατέγραψε, πρώτα, γεγονότα που έλαβαν χώρα μετά την 7.10.23, δηλαδή ότι οι Εναγόμενοι συγκάλεσαν Έκτακτη Γενική Συνέλευση χωρίς την υπογραφή του Γραμματέα τους, η οποία έλαβε χώρα, υπό κακή σύνθεση - όπως κ’ εκείνη της 26.9.23 - στις 23.10.23 και προκηρύχθηκαν, κατά τον ομνύοντα, νέες εκλογές κατά παράβαση του Καταστατικού.

Στη συνέλευση που προγραμματίστηκε κατά την 14.11.23, ο ίδιος και άλλα μέλη του ΔΣ τα οποία αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα με τον πρόεδρο του ΔΣ, προσπάθησαν να εισέλθουν στο χώρο της συνέλευσης αλλά δεν τους επιτράπηκε η είσοδος.

            Όπως πληροφορήθηκε, κατά την διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τις 14.11.23, εξελέγησαν σε επιτροπές του Εναγόμενου άτομα που δεν ήταν καν παρόντα αλλά και απορρίφθηκαν κατηγορίες που επιρρίφθηκαν στον  ίδιο τον πρόεδρο του ΔΣ.

            Σε σχέση με τα όσα ο πρόεδρος του ΔΣ ανέφερε στη δική του ένορκη δήλωση, ο Ενάγων ανέφερε ότι οι όποιες αποφάσεις λαμβάνονταν μέσω Viber αφορούσαν επουσιώδη ζητήματα, ότι με το Τεκμήριο 11 της ένορκης δήλωσης του προέδρου διαφαίνεται ότι ουδέποτε λήφθηκε απόφαση μέσω Viber. Ισχυρίστηκε επίσης καταχωρώντας, μεταξύ άλλων και ως Τεκμήρια 12 και 14 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσής του ότι με το Viber δεν υποκαταστάθηκαν οι συνεδρίες και ότι εξακολούθησαν να γίνονται δια ζώσης.

Διερωτάται δε ο ομνύοντας πως ο πρόεδρος του ΔΣ γνώριζε αναφορικά με καταγγελίες εναντίον άλλων μελών του ΔΣ από τις 30.8.23 ενώ η σχετική επιστολή ήταν μέχρι και τις 29.9.23 σφραγισμένη σε φάκελο και αναφέρει ότι η ιδιότητά του ως μέλος, αναστάλθηκε χωρίς να ολοκληρωθεί οποιαδήποτε έρευνα εναντίον του.     

Εξ αντιθέτου, ο πρόεδρος του ΔΣ των Εναγόμενων επανήλθε με δική του συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποτελούμενη από 53 πυκνογραμμένες σελίδες και αριθμώντας 188 παραγράφους, τις οποίες, έλαβα υπόψη μου στο σύνολό τους και συνοψίζω ως ακολούθως:

Σε συνεδρία του ΔΣ των Εναγόμενων, στις 14.11.23 μεταξύ άλλων αποφάσεων, τις οποίες ο ομνύοντας παραθέτει, αποφασίστηκε και η καταγγελία του Ενάγοντα στις Αστυνομικές Αρχές. Η σύγκληση της συνεδρίας τούτης δεν προσεβλήθη από οποιονδήποτε με οποιονδήποτε τρόπο, ακόμα και μετά από τη διεξαγωγή Γενικής Συνέλευσης στις 21.11.23.   

Όσον αφορά την απόφαση για σύγκλιση συνεδρίας αυτή ήταν νομότυπη και ομόφωνη, ενώ η απόφαση γι’ αναστολή της ιδιότητας του Ενάγοντα έγινε συλλογικά και σύμφωνα με το Άρθρο 8(δ) του Καταστατικού των Εναγόμενων, ενώ αναφορικά με την πειθαρχική διαδικασία εναντίον του, ο Ενάγοντας πρόκειται να κληθεί σε ακρόαση.

Ως το προς ζήτημα της διενέργειας εκλογών, ο ομνύοντας αναφέρει ότι τούτη λήφθηκε από τη στιγμή που 3 μέλη του ΔΣ τελούσαν υπό καθεστώς αναστολής και η σχετική Γενική Συνέλευση συγκλήθηκε νόμιμα κατ’ επίκληση των Άρθρων 18 και 26 του Καταστατικού των Εναγόμενων. Μέσω της μάλιστα φάνηκε ότι τα λοιπά μέλη στηρίζουν το ΔΣ στις αποφάσεις του.

Είναι η πεποίθηση του ομνύοντος ότι ο Ενάγοντας κίνησε την παρούσα διαδικασία προκειμένου να ικανοποιήσει τον εγωισμό του και για να δημιουργήσει προβλήματα στην πειθαρχική διαδικασία εναντίον του. Παράλληλα η ίδια η παραίτηση του Ενάγοντα έγινε για να αποφύγει την εναντίον του πειθαρχική διαδικασία. Η παραίτησή του έγινε δεκτή από τους Εναγόμενους  στην ομάδα του Viber στις 17.9.23 και έπειτα στις 26.9.23 και ως τέτοια είναι νομότυπη και το θέμα θεωρείται για εκείνους λήξαν. Επαναλαμβάνεται ότι το Viber ήταν κατάλληλο μέσο τόσο για λήψη απόφασης όσο και για την αποδοχή της παραίτησης του Ενάγοντα.

Ουδεμία διαδικασία αμφισβήτησης των όσων έλαβαν χώρα στις 14.11.23 ούτε στις 23.11.23 έχει εγερθεί. Για όσα μέλη εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία δεν επιτράπηκε η είσοδος βάσει του άρθρου 8(δ) του Καταστατικού. Οι άλλοι αποδέχθηκαν κόσμια ν’ αποχωρήσουν.

Με τα τεκμήρια που ο Ενάγων επεσύναψε στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του επιβεβαιώνει ότι η ομαδα στο Viber λάμβανε αποφάσεις και δεν διαχωρίζονται οι αποφάσεις σε ουσιαστικές και μη ουσιαστικές.

Ο ομνύοντας παραθέτει και νομολογία αναφορικά με το ζήτημα της ανάκλησης παραίτησης και υποστηρίζει ότι δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα.

Σε σχέση δε με τις αναφορές του Ενάγοντα σε μυστικές συνεδρίες, ο ομνύον ξεκαθαρίζει ότι δεν επρόκειτο περί μυστικής συνάντησης στις 30.8.23, αλλά για μιας συνάντησης ανεπίσημης σε καφετέρια με σκοπό να βολιδοσκοπηθεί εάν τα μέλη που δεν αντιμετώπιζαν κατηγορίες θα ήταν πρόθυμα να προωθήσουν τις διαδικασίες και σε αντίθετη περίπτωση να συγκαλείτο συνέλευση για την προκήρυξη εκλογών, αλλά ο Ενάγων επέλεξε να μην ακολουθήσει τη νομιμότητα.

Συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις καταχωρίστηκαν επιπρόσθετα και από τους 4 ομνύοντες που στήριξαν την ένσταση. Με αυτές αντιστοίχως οι ομνύοντες υιοθετούν και επαναλαμβάνουν τις θέσεις του κ. Χατζησάββα, αλλά και ισχυρίζονται ότι οι ένορκες δηλώσεις τους έμειναν αναπάντητες και συνεπώς τα όσα ανέφεραν σ’ αυτές αναντίλεκτα.

Με την ολοκλήρωση της καταχώρισης των ενόρκων δηλώσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.13(1), ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε και οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις ως προνοείται από τον Κανονισμό 23.11(4).

Από πλευράς του ο συνήγορος του Ενάγοντα προβαίνει σε ανάλυση της νομολογίας αναφορικά με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 160, Ν.14/60. Αναφορικά με την προϋπόθεση του σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση σε σχέση με την παρούσα υπόθεση τίθεται ότι ο Ενάγοντας αποκλείστηκε παράνομα από το ΔΣ, μια και η χρήση του Viber δεν μπορεί να αντικαταστήσει συνεδρία βάσει του Καταστατικού και η λήψη απόφασης πειθαρχικής δίωξης του Ενάγοντα ήταν παράτυπη. Ο ισχυρισμός που προβάλλεται από πλευράς Εναγόμενων περί καθυστέρησης στην προώθηση της παρούσας είναι παραπλανητικός. Η δε πρόνοια του Άρθρου 8(δ) του Καταστατικού, με την η οποία ουσιαστικά αποστερείται η δυνατότητα μέλους να προσφύγει στη δικαιοσύνη, είναι αντισυνταγματική. Το ίδιο το σώμα που προσάπτει τις κατηγορίες ουσιαστικά τις διερευνά και αποφασίζει κατά παράβαση Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ως προς τη πιθανότητα επιτυχίας αποτελεί θέση των δικηγόρων του Αιτητή ότι, ακόμα και οι θέσεις των ομνυόντων για την πλευρά των Εναγόμενων, καταδεικνύουν ότι και αυτή η προϋπόθεση πληρείται. Συγκεκριμένα είναι παραδεκτή η πρόνοια του Καταστατικού αναφορικά με το ότι παραίτηση θα πρέπει να δικαιολογείται και να επικυρώνεται. Ούτε αμφισβητείται από πλευράς Εναγόμενων η προκήρυξη εκλογών, ούτε ότι δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία αποστολής ημερομηνίας ακρόασης στον Ενάγοντα. Ως προς την αδυναμία πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο εάν δεν χορηγηθούν οι αιτούμενες θεραπείες, είναι θέση των δικηγόρων του Ενάγοντα ότι το διακύβευμα είναι η λήψη αποφάσεων των Εναγόμενων προς αποκλεισμό μέλους κατά το δοκούν, αλλά και υπό κακή σύνθεση. Τα δε δικαιώματα του Ενάγοντα επεκτείνονται στη συμμετοχή και σε άλλους συνδέσμους και ο αποκλεισμός του καθίσταται από όλες τις κυνολογικές δραστηριότητες.

Στον αντίποδα, ο δικηγόρος των Εναγόμενων, με τη δική του αγόρευση επίσης αναλύει τη νομολογία αναφορικά με τη συνδρομή των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/60 και αναφέρει στο ότι δεν είναι πρόσφορο και δίκαιο να εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα. Αναφέρεται επίσης ότι, έστω και σε δια κλήσεως αίτηση εξετάζεται το κατά πόσο υπήρξε καθυστέρηση στο να προσέλθει ο αιτητής στο δικαστήριο καθότι σκοπός είναι η διατήρηση του status quo ante. Αναλύει έπειτα τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις σε συνάφεια με το Άρθρο 23 του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου, Ν. 104(Ι)/2017 και την εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω η Καταστατική Συνέλευση 9.12.2019 δεν προσεβλήθη από τον Ενάγοντα έγκαιρα και συνεπώς δεν υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση . Επίσης, με αναφορά στην υπόθεση Σιοπαχάς ν ΘΟΚ (2001) 3 ΑΑΔ 368, η πλευρά των Εναγόμενων υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει δυνατότητα ανάκλησης παραίτησης. Εισηγείται ο δικηγόρος ότι ουδεμία εκ των τριών προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/60 ισχύουν, αλλ’ ούτε στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας είναι δυνατό το Δικαστήριο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, καθότι αυτά ουσιαστικά αποτελούν ταυτόσημες θεραπείες με τις τελικές. Όσο δε αφορά το διάταγμα αποκάλυψης, η εισήγηση του δικηγόρου, με αναφορά σε σχετική Νομολογία, είναι ότι αυτό θα πρέπει ν’ απορριφθεί μια και δεν υπάρχει οτιδήποτε άγνωστο προς τον Ενάγοντα για να προωθεί την αξίωσή του.

Μελέτησα προσεκτικά τις αγορεύσεις των συνηγόρων. Ως προς τη νομική πτυχή του κρίσιμου ζητήματος επιβεβαιώνω ότι οι τρεις, καλά γνωστές, προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) (στο εξής το «Άρθρο 32») είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία και η αδυναμία πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο. Μια τέταρτη προϋπόθεση έχει προκύψει νομολογιακά και έχει χαρακτηριστεί ως η προϋπόθεση του ισοζυγίου της ευχέρειας ή της δικαιοσύνης, εάν δηλαδή είναι πρόσφορο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Η σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, λαμβανομένων υπόψη των όσων τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου κρινόμενων χωρίς αξιολόγηση μαρτυρίας και χωρίς καταλήξεις σε τελικά συμπεράσματα, επιτρέπει στο Δικαστήριο να χορηγήσει ενδιάμεσα διατάγματα[1].

Σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, αυτό που απαιτείται σε αυτό το στάδιο είναι να καταδειχθεί καλή συζητήσιμη υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ συνυφασμένη είναι και η δεύτερη προϋπόθεση με την οποία ο Αιτητής θα πρέπει να δείξει απλώς ορατή δυνατότητα επιτυχίας της καλής συζητήσιμης υπόθεσης του. Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν δεν χορηγηθούν στον Αιτητή οι αιτούμενες θεραπείες[2]. Στην υπόθεση Κοζάκου κ.α. ν. Νικολάου Πολιτική Έφεση Ε127/13, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη σύνοψη που το ίδιο προέβη στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ., κ.α. ν. Λοϊζιδου, Πολιτική Έφεση Ε7/2018, ημερομηνίας 21.3.2019 ανέφερε τα ακόλουθα:

«[...] Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά [...] Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ' επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια. Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία [...] Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία. Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον».»

Σε ότι αφορά πιο συγκεκριμένα την κρίσιμη περίπτωση σχετικό είναι και το Άρθρο 23 του Περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμος 104(Ι)/2017, με τον τίτλο «Ακυρότητα αποφάσεων της συνέλευσης ή της διοίκησης και αναστολή εκτέλεσης», στο οποίο αναφέρεται:

23.-(1) Απόφαση της συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, η οποία είναι αντίθετη προς το νόμο ή το καταστατικό είναι ακυρώσιμη και η ακυρότητα κηρύσσεται από το Δικαστήριο, κατόπιν αγωγής οποιουδήποτε μέλους ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έχει έννομο συμφέρον, η οποία καταχωρίζεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της απόφασης:

Νοείται ότι, η καθορισθείσα περίοδος των έξι (6) μηνών μπορεί να παραταθεί για ακόμη εννέα (9) μήνες, εάν το πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον αποδείξει ότι έλαβε γνώση του γεγονότος σε μεταγενέστερο χρόνο από το χρόνο λήψης της απόφασης.

(2) Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο εκδίκασης αγωγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), δύναται, κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε διαδίκου, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης με τέτοιους όρους και τέτοιες προϋποθέσεις που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει πρέπον να επιβάλει.

            Κατατοπιστικά, όσον αφορά τα προς επίλυση θέματα, κρίνονται και τα ακόλουθα αποσπάσματα από το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, Fourth Edition, Τόμος 6, στις ακόλουθες αριθμημένες παραγράφους:

«114. Interpretation of rules. The interpretation of the rules is a matter of law which the courts will examine; consequently, a rule which makes the committee or other body the sole interpreter of the rules and their decision in all cases final, is contrary to public policy and void. The rules of a club must be applied in accordance with the principles of natural justice unless these principles have been expressly excluded from the rules, in which case the courts may consider whether such exclusion is in accordance with public policy. Expulsion from membership must be within the powers conferred by the rules of the club. […]

132. Strict observance of rules as to expulsion. A power of expulsion must be exercised in strict conformity with the rules by which it is given, otherwise the purported expulsion will be inoperative. […]

135. Interference by court to prevent expulsion. Where the rules providing for expulsion have been strictly observed, and the committee or the members have otherwise acted properly, the court has no jurisdiction to interfere, even though it considers that the committee, or members voting for the expulsion, have in fact come to a wrong conclusion. The burden of proving want of good faith lies on the person who alleges that he has been wrongfully expelled. […]

136. Wrongful expulsion from clubs. The remedy of a member irregularly of improperly expelled from a members’ club (if he has such a right of property as is mentioned below) is by a claim, which may be brought against the committee of the trustees and committee, for a declaration that the expulsion is void and that the claimant is still a member of the club, and for an injunction to restrain the committee and their servants, and the servants of the club, from excluding him from the club premises, or preventing him from exercising the rights and privileges of membership, and, it seems, for damages. Unless however there has been a breach of contract, a claim for damages will not lie. The foundation of the jurisdiction of the court to interfere at the instance of a member improperly expelled in order to reinstate him, is the right of property (which need not be a beneficial right in land or chattels and may be a right in contract) vested in a member, of which he is unjustly deprived by the unlawful expulsion […]

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω ως αποτελούντα το βασικό κορμό της νομικής πτυχής των υπό συζήτηση θεμάτων, επανέρχομαι στα της κρίσιμης Αίτησης. Ως είναι γνωστό και επαναλήφθηκε ανωτέρω, στο παρόν στάδιο, το Δικαστηριο δεν αξιολογεί μαρτυρία όπως πράττει στο στάδιο της ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης. Μια κάποια εκτίμηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας βεβαίως θα πρέπει να γίνει, όμως χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία. Σκοπός είναι η εξέταση του κατά πόσο, βάσει της προαναφερθείσας εξέτασης, πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις για την έκδοση ή απόρριψη των αιτούμενων ενδιάμεσων θεραπειών στο βαθμό που έχει νομολογιακά καθιερωθεί.

Ως φάνηκε ο Ενάγοντας αιτείται θεραπειών που αφορούν και τις δύο ιδιότητες που κατείχε στους Εναγόμενους, δηλαδή της ιδιότητας του μέλους του ΔΣ αφενός και της ιδιότητας μέλους του Ομίλου αφετέρου. Οι θεραπείες υπό στοιχεία Α και Γ αφορούν θα έλεγα αμιγώς την πρώτη ιδιότητα του Ενάγοντα ως μέλος του ΔΣ. Ενώ οι θεραπείες υπό στοιχεία Δ, Ζ και Η αφορούν αμιγώς τη δεύτερη ιδιότητα του ως μέλος του Κυνολογικού Ομίλου Κύπρου. Οι εναπομείνασες θεραπείες υπό στοιχεία Β, Ε και ΣΤ, αφορούν την αναστολή των αποφάσεων της συνεδρίας 26.9.23, την απαγόρευση εκδίκασης πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του Ενάγοντα και το αίτημα για αποκάλυψη των πρακτικών που λήφθηκαν σε αυτή και σε μεταγενέστερες συνεδρίες. Προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις της έκδοσης των πιο πάνω θεραπειών, βάσει του αντικειμένου τους.

Ως προς τις θεραπείες υπό στοιχεία Α και Γ, δηλαδή τον αποκλεισμό του Ενάγοντα από το ΔΣ των Εναγόμενων, κρίνω ότι εν προκειμένω πράγματι υπάρχει κάποιο δικάσιμο θέμα. Και τούτο επειδή, από τα όσα παρέθεσε ο Ενάγοντας, φαίνεται ότι η αιτούμενη θεραπεία βασίζεται στο Άρθρο 23 του Ν. 104(Ι)/17, δηλαδή ζητείται η ακύρωση απόφασης του ΔΣ. Εκ πρώτης όψεως, η απόφαση της οποίας ζητείται ακύρωση είναι εκείνη που λήφθηκε κατά την 26.9.23, με την οποία, κατά τον Ενάγοντα, επικυρώθηκε - ως η θέση των Εναγόμενων, εκ νέου - η αποδοχή της, κατά τον ίδιο ανακληθείσας, παραίτησής του. Αντικείμενο συνεπώς της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η νομιμότητα και εγκυρότητα της επίμαχης συνεδρίας εντός θεωρώ της εμβέλειας της νομοθετικής πρόνοιας στο προαναφερθέν Άρθρο 23 του Ν.104(Ι)/17. Η θέση περί ύπαρξης σοβαρού ζητήματος ενισχύεται και από το γεγονός ότι παραμένουν ως επίδικα ζητήματα αφενός το κατά πόσο η απόφαση που κατ’ ισχυρισμό λήφθηκε από τους Εναγόμενους στις 17.9.23 είναι έγκυρη και αφετέρου εάν υπάρχει δυνατότητα ανάκλησης της απόφασης από πλευράς Ενάγοντα. Αναφορικά με τις πιθανότητες επιτυχίας και πάλιν χωρίς να υπεισέρχομαι καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην ουσία της υπόθεσης και εξετάζοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς εκ της όψεώς τους και μόνο, θεωρώ ότι και αυτή η προϋπόθεση πληρείται. Εν προκειμένω ο Αιτητής έχει, καταδείξει την απαιτούμενη απλή πιθανότητα επιτυχίας, μια και η σχετική πρόνοια του Καταστατικού των Εναγόμενων φαίνεται να προνοεί για ανάγκη επικύρωσης της παραίτησης σε συνεδρία - ότι δηλαδή δεν πρόκειται για αυτόματη ή μηχανιστική ενέργεια αποδοχής της - ενώ παρέμεινε ως ερωτηματικό στο Δικαστήριο ο λόγος για τον οποίο οι Εναγόμενοι προέβησαν σε επικύρωση της εν λόγω απόφασης στις 26.9.23, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός τους ήταν ότι αυτή είχε τύχει της, εκ του Καταστατικού, απαιτούμενης επικύρωσης από τις 17.9.23, πράγμα που με τη σειρά του αφήνει κάποιο ερωτηματικό ως προς την έκταση της χρήσης του Viber ως μέσου λήψης αποφάσεων για συναφούς σοβαρότητας ζητήματα. Επίσης δεν τέθηκε οτιδήποτε, μέχρι στιγμής, ενώπιον μου που να καταδεικνύει ότι η ανάκληση της παραίτησης του Ενάγοντα ήταν ενέργεια με την οποία τυχόν συμμόρφωση θα έχρηζε ή θ’ απαιτούσε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια για αποκατάσταση.

            Όμως, η απάντηση στο ερώτημα εάν ο Ενάγοντας έχει ικανοποιήσει την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32, αναφορικά με τις θεραπείες υπό στοιχεία Α και Γ, θα πρέπει να είναι αρνητική. Και τούτο επειδή, κρίνω, ο Ενάγοντας δεν ικανοποίησε στον απαιτούμενο βαθμό ότι - ή ακόμα και με ποιο τρόπο - θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εάν το Δικαστήριο δεν αναστείλει την απόφαση του ΔΣ των Εναγόμενων να τον αποκλείσει από μέλος του εν λόγω σώματος. Εν προκειμένω η αναφορά που γίνεται στην τρίτη προϋπόθεση αφορά γενικά τη πιθανή λειτουργεία του ΔΣ με κακή σύνθεση. Υπενθυμίζω ότι η αναφορά σε αδυναμία του Ενάγοντα να συμμετέχει σε αγώνες μορφολογίας και σε άλλες δραστηριότητες σχετίζεται με την ιδιότητά του ως μέλος του Ομίλου και όχι ως μέλους του ΔΣ. Στη βάση της ίδιας της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα, ο ίδιος θεωρεί πιθανώς παράνομες ή αντικαταστατικές και άλλες ενέργειες αποκλεισμού μελών του ΔΣ από την ομάδα που ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει τον πρόεδρο. Επομένως, έστω και η αναστολή της απόφασης περί αποκλεισμού του Ενάγοντα από μέλος του ΔΣ και ουσιαστικά η, έστω προσωρινή, επαναφορά του σ’ αυτό, δεν εξυπακούει, τουλάχιστον κατά τα γραφόμενα του ιδίου, ότι το ΔΣ θα «επανέλθει» στη ορθή καλή σύνθεση. Η δε κατ’ ισχυρισμό αδυναμία απονομής της δικαιοσύνης δεν έχει συνδεθεί επαρκώς με το δικαίωμα του ίδιου του Ενάγοντα, αλλά μόνον με μια ευρύτερη, κατ’ ισχυρισμό, έγνοια του περί της, κατά τον ίδιο, ορθής λειτουργίας του ΔΣ, η οποία όμως, ως μόλις προανέφερα, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι πράγματι διασφαλίζεται με μόνον την επαναφορά του Ενάγοντα ως μέλους του ΔΣ. Επομένως και στην απουσία κάποιου στοιχείου που να δεικνύει ότι ο Ενάγοντας θα υποστεί κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη εάν δεν του χορηγηθούν οι εν λόγω θεραπείες, ως ήδη ανέφερα, κρίνω ότι δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32.

            Εν όψει της πιο πάνω κατάληξής μου τα Αιτητικά υπό στοιχεία Α και Γ της Αίτησης απορρίπτονται. Εκ του περισσού ίσως αναφέρω ότι, στη βάση της προηγηθείσας ανάλυσης μου αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, θα απέρριπτα τα εν λόγω Αιτητικά και στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας. Δηλαδή θεωρώ, εκ των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, ότι τυχόν απόφασή μου επί του θέματος της σύνθεσης του ΔΣ, θα ήταν, επί του παρόντος, ακροσφαλής προς επίτευξη του σκοπού της νομιμότητας την οποία επιδίωξε ο ίδιος ο Ενάγοντας.

            Σε σχέση με τις θεραπείες που επιζητούνται υπό στοιχεία Δ, Ζ και Η παρατηρώ και καταλήγω ως ακολούθως: Σε σχέση με το Αιτητικό Δ, ως προς το κατά πόσο υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, κατ’ ακολουθίαν του σκεπτικού που ανέπτυξα κατά την εξέταση των Αιτητικών Α και Γ ανωτέρω, καταλήγω ότι τούτη η προϋπόθεση πράγματι ικανοποιείται για τους εξής λόγους: Το παράπονο του Ενάγοντα εδράζεται στο ότι δεν ακολουθήθηκε η υπό του Καταστατικού διαδικασία για έναρξη πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του και συνεπώς η απόφαση του ΔΣ περί αναστολής της ιδιότητας του ως μέλος δεν λήφθηκε σύμφωνα με το Καταστατικό. Ως προς το περιεχόμενο των σχετικών Καταστατικών προνοιών δεν υπάρχει διχογνωμία μεταξύ των διαδίκων. Είναι δηλαδή αδιαμφισβήτητο ότι το Άρθρο 8(δ) του Καταστατικού δίδει την εξουσία στο ΔΣ ν’ αναστείλει την ιδιότητα μέλους σε δύο περιπτώσεις: όταν αφενός υπάρχει εν εξελίξει νομική διαδικασία μεταξύ του Ομίλου και του μέλους και όταν αφετέρου υπάρχει εν εξελίξει πειθαρχική διαδικασία. Εν προκειμένω, η απόφαση του ΔΣ για αναστολή της ιδιότητας του Ενάγοντα δεν φαίνεται να εδραζόταν στην πρώτη περίπτωση, μια και η απόφαση φαίνεται να ελήφθη στις 26.9.23 και να κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 28.9.23, πριν δηλαδή την επίδοσης στους Εναγόμενους της παρούσας διαδικασίας. Συνεπώς φαίνεται να επρόκειτο πράγματι περί απόφασης αναστολής ιδιότητας στη βάση της έναρξης της πειθαρχικής διαδικασίας. Ούτε αναφορικά με το περιεχόμενο των προνοιών των εσωτερικών κανονισμών των Εναγόμενων φαίνεται να υπάρχει οποιαδήποτε διαφωνία. Ότι δηλαδή στο Άρθρο 65 των εσωτερικών κανονισμών φαίνεται να προνοείται σχετική διαδικασία η οποία ακολουθείται μετά τη λήψη δεόντως υποβληθεισών κατηγοριών κατά μέλους και ότι τούτη συμπεριλαμβάνει και την αποστολή στο μέλος ειδοποίησης ακρόασης με καθορισμένο τύπο. Ήταν δε παραδεκτό και από την πλευρά των Εναγόμενων ότι τέτοια ειδοποίηση ακρόασης δεν εστάλη στον Ενάγοντα (παράγραφος 62 της ένορκης δήλωσης του προέδρου του ΔΣ). Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι ο Ενάγων κατέδειξε εν προκειμένω δικάσιμο θέμα. Αλλά παράλληλα και συναφώς κατέδειξε και την απλή πιθανότητα επιτυχίας που απαιτείται προς ικανοποίηση και της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Χωρίς δηλαδή να καταλήγω ως προς την ορθότητα ή μη της ακολουθητέας διαδικασίας, διαπιστώνω ότι με τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, υπάρχει μια πιθανότητα ο Ενάγων να παραπονείται δικαίως γι’ αυτή.

            Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, παρατηρώ τα εξής: ο ισχυρισμός του Ενάγοντος είναι ότι με τον αποκλεισμό του από μέλους του Ομίλου, κατ’ ουσία του αποστερείται το δικαίωμα να λαμβάνει μέρος σε οποιαδήποτε κυνοφιλική δραστηριότητα, εν όψει και της θέσης που οι Εναγόμενοι κατέχουν στον χώρο. Με αυτό δεδομένο και ελλείψει οποιουδήποτε επιχειρήματος περί του αντιθέτου, δεν είναι, φρονώ, εμφανές με ποιο τρόπο ο αποκλεισμός του Ενάγοντα τούτος είναι δυνατό ν’ αποτιμηθεί σε χρήμα η να αποζημιωθεί αναλόγως στο μέλλον. Έχοντας λοιπόν κατά νου το είδος της θεραπείας που ζητείται θεωρώ ότι όσων αφορά το Αιτητικό Δ, πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση. Δεν μου διέφυγε η αναφορά των δικηγόρων των Εναγόμενων στην Papastratis v. Petrides (1979) 1 CLR 231.  Εκεί η έφεση απορρίφθηκε καθότι κατά την πρωτόδικη διαδικασία υπήρξε εύρημα περί δυνατότητας χρηματικής αποκατάστασης του αιτούντος, πράγμα το οποίο στην παρούσα περίπτωση δεν τέθηκε και δεν διαπίστωσα.  

            Εξετάζοντας το κατά πόσο θα ήταν ευχερές και δίκαιο να εκδοθεί Διάταγμα υπό του στοιχείου Δ και έχοντας κατά νου τις εξουσίες του Δικαστηρίου, τόσο ως προνοούνται από το Άρθρο 23(2) του Ν.104(Ι)/2017 όσο και από τη σχετική αναφορά στο σύγγραμμα Halsburys παράγραφοι 132, 135 και 135, κρίνω ότι με την επιβολή τέτοιων όρων με τους οποίος θα διασφαλίζεται η ακεραιότητα τυχόν πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Ενάγοντα, είναι δυνατό να επιτευχθεί επιθυμητή ισορροπία μεταξύ αφενός της προαναφερθείσας διασφάλισης και αφετέρου των δικαιωμάτων του Ενάγοντα, ο οποίος έχει, εν προκειμένω, ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον απαιτούμενο βαθμό περί της σωρευτικής συνδρομής των νομοθετικών και νομολογιακών προϋποθέσεων για χορήγηση της επίμαχης ενδιάμεσης θεραπείας.

Συνεπώς το Αιτητικό Δ επιτυγχάνει και θα εκδοθεί σχετικό διάταγμα ως θα διαμορφωθεί και καταγραφεί πιο κάτω.

            Ως προς το Αιτητικό Ζ αυτό φαίνεται να ζητείται στο πλαίσιο της ευρύτερης απαίτησης του Ενάγοντα για κήρυξη του Άρθρου 8(δ) ως αντισυνταγματικού, στη βάση του ότι με την συμπερίληψη εξουσίας αναστολής ιδιότητας μέλους των Εναγόμενων λόγω έναρξης νομικής διαδικασίας ουσιαστικά καταστρατηγείται το δικαίωμα των μελών να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να αμφισβητήσουν τυχόν σχετική απόφαση του ΔΣ.

            Ευθύς αναφέρω ότι τυχόν αντισυνταγματικότητα καταστατικής πρόνοιας δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί σε αυτό το στάδιο και στο πλαίσιο ενδιάμεσης διαδικασίας. Αυτό όμως που εν προκειμένω εξετάζεται είναι το κατά πόσο συντρέχουν οι υπό του Άρθρου 32 του Ν14/60 προϋποθέσεις για χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας. Στη βάση του ότι εκείνο που επιζητείται κατ’ ουσία είναι η ερμηνεία συγκεκριμένης καταστατικής πρόνοιας και κήρυξη αυτής ως αντίθετης προς συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα του Ενάγοντος, θεωρώ ότι έχει καταδειχθεί κάποιο δικάσιμο θέμα. Συναφώς βρίσκω ότι, με τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, έχει καταδειχθεί και μια απλή πιθανότητα επιτυχίας, αφού η επιχειρηματολογία της πλευράς του Ενάγοντος φαίνεται να εδράζεται στην ύπαρξη άμεσων συνεπειών αναστολής σε μέλη των Εναγόμενων εάν εκείνα εμπλακούν σε νομική διαδικασία με τους Εναγόμενους. Βάσει δε της εξήγησης που δίδεται στο Άρθρο 8(δ) για τη συμπερίληψη της πρόνοιας αναστολής της ιδιότητας προς διασφάλιση του αδιάβλητου πειθαρχικής διαδικασίας, επαφίεται στο Δικαστήριο ν’ αποφασίσει εάν πράγματι η εν λόγω πρόνοια προσκρούει σε αρχές δικαίου ή σε ζητήματα δημόσιας πολιτικής (βλ. παράγραφος 114 στο σύγγραμμα Halsburys ανωτέρω).

            Κατ’ ακολουθίαν του σκεπτικού που ανέπτυξα προηγουμένως κατά την εξέταση της συνδρομής της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60, βρίσκω ότι και για το παρόν Αιτητικό Ζ αυτή πληρείται, αφού η αναστολή ιδιότητας του Ενάγοντα ενέχει και τον αποκλεισμό του από δραστηριότητες του Ομίλου, χωρίς να είναι ορατό με ποιο τρόπο θα μπορεί να αποδοθεί πλήρως δικαιοσύνη για τούτο το ζήτημα στο μέλλον.

            Όσων αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας, θεωρώ εν προκειμένω ότι η πορεία που ενέχει τους λιγότερους κινδύνους είναι εκείνη της χορήγησης της θεραπείας υπό στοιχείου Ζ, δεδομένου ότι δεν έχει καταδειχθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος για τους Εναγόμενους. Πόσο δε μάλλον όταν πρόκειται, ως προανέφερα, να εγκρίνω και το Αιτητικό Η με τέτοιους όρους ώστε να διασφαλίζεται το σκεπτικό μη επηρεασμού τυχόν διαδικασίας που ν’ αφορά τον ίδιο των Ενάγοντα από τη Γενική Συνέλευση των Εναγόμενων. Αντιθέτως, σε περίπτωση που δεν χορηγηθεί η αιτούμενη θεραπεία αφενός θα παρέχει στους Εναγόμενους τη δυνατότητα να αναστείλουν την ιδιότητα του Ενάγοντα στη βάση της διαζευκτικής εξουσίας που τους παρέχεται από το Άρθρο 8(δ), η συνταγματικότητα του οποίου πρόκειται να κριθεί κατά την ακρόαση της ουσίας της Απαίτησης.

            Συνεπώς κρίνω ότι και το Αιτητικό Ζ θα πρέπει να επιτύχει και θα εκδοθεί σχετικό διάταγμα ως θα διαμορφωθεί και καταγραφεί πιο κάτω.

            Έρχομαι τώρα στο Αιτητικό Η. Ανάγνωση της αιτούμενης θεραπείας αποκαλύπτει ότι με αυτή ζητείται γενικά αναστολή της ισχύος του προμνησθέντος Άρθρου 8(δ) του Καταστατικού των Εναγόμενων. Προκύπτει λογικώς ότι τυχόν χορήγηση της εν λόγω θεραπείας, θα σήμαινε και την αδρανοποίηση της σχετικής πρόνοιας erga omnes και όχι μόνον όσων αφορά τον Ενάγοντα. Στο πλαίσιο εξέτασης των σχετικών προϋποθέσεων είναι δυνατό να ειπωθεί ότι, στη βάση της αιτούμενης θεραπείας περί κήρυξης του εν λόγω Άρθρου ως αντισυνταγματικό, αλλά και στη βάση της όψης της προσκομισθείσας μέχρι στιγμής μαρτυρίας, ως την κατέγραψα, ότι πράγματι πληρούνται και οι 3 προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Παρά ταύτα θα ήταν, κρίνω, ακροσφαλές να καταστήσω, έστω και ενδιαμέσως, το εν λόγω Άρθρο καθολικά αδρανές καθότι, προς το παρόν, δεν έχω ακούσει επί της ουσίας τους διαδίκους ως προς την ερμηνεία του και δεν τέθηκαν ενώπιον μου και ούτε είναι ορατές όλες οι περιπτώσεις που πιθανόν να εγερθούν και να εξεταστούν εντός της εμβέλειάς του. Δεν έχω συνεπώς πειστεί ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της χορήγησης της εν λόγω θεραπείας και εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι το Αιτητικό Η δεν μπορεί επιτύχει.

            Με το Αιτητικό Β ο Ενάγοντας επιζητεί την αναστολή των πεπραγμένων στη συνεδρία του ΔΣ των Εναγόμενων ημερομηνίας 26.9.23 και για κάθε επόμενη συνεδρία μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της Απαίτησης. Έχοντας απορρίψει τα Αιτητικά Α και Γ, για τους λόγους που ανέλυσα πιο πάνω, αλλά και έχοντας εγκρίνει, μέχρι στιγμής τα Αιτητικά Δ και Ζ, κρίνω ότι δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας για το εν λόγω Αιτητικό, καθότι τούτο θα ήταν ασυμβίβαστο με τα όσα κατέγραψα, κυρίως κατά τη θεώρηση των Αιτητικών Α και Γ. Τυχόν δε γενική αναστολή των εργασιών των Εναγόμενων σε μελλοντικές συνεδρίες, ιδίως εκείνων που το αποτέλεσμα είναι άγνωστο προς το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με την εναπομείνασα αβεβαιότητα ως προς το ποια θα ήταν, στο παρόν στάδιο, η ορθή σύνθεση του ΔΣ των Εναγόμενων, δεν μπορεί θεωρώ να τύχει έγκρισης. Ούτε το Αιτητικό Β μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και θα πρέπει, θεωρώ, ν’ απορριφθεί.

            Ίδια τύχη θα πρέπει να έχει και το Αιτητικό Ε, με το οποίο ο Ενάγοντας ζητά να απαγορευθεί η εκδίκαση πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του. Πρέπει να πω ότι δεν είναι άμεσα ορατή η βάση για την οποία ζητείται η επίμαχη θεραπεία. Εάν δηλαδή εδράζεται επί της θεώρησης του Ενάγοντα περί αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 8(δ) ή της κατ’ ισχυρισμό γενικότερης αντισυνταγματικότητας της πειθαρχικής διαδικασίας που προνοείται από το Καταστατικό και τους Κανονισμούς των Εναγόμενων. Εν πάση όμως περιπτώσει στο έντυπο Απαίτησής του, ο Ενάγοντας σκοπεί στο να κηρύξει αντισυνταγματική την επίμαχη πρόνοια του Άρθρου 8(δ) του Καταστατικού και δεν στρέφεται κατά της όλης διαδικασίας πειθαρχικού ελέγχου των Εναγόμενων. Το Άρθρο 8(δ) όμως δεν φαίνεται ν’ αφορά ολόκληρη τη διαδικασία πειθαρχικού ελέγχου των μελών, παρά μόνο την εξουσία τους ν’ αναστέλλουν την ιδιότητα μέλους σε περίπτωση έναρξης πειθαρχικής διαδικασίας. Πέραν των πιο πάνω και εξετάζοντας το Αιτητικό Ε υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/60, δεν έχει καταδειχθεί από τον Ενάγοντα για ποιο λόγο το Δικαστήριο θα πρέπει, στο παρόν στάδιο, ν’ αποτρέψει γενικά την εκδίκαση οποιασδήποτε πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του. Ως ο ισχυρισμός του, ο ίδιος δεν έχει ακόμα κληθεί να παραστεί σε οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία. Κρίνεται συνεπώς ότι τυχόν απαγόρευση εκδίκασης πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Ενάγοντα γενικά και χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο και περιεχόμενο, θα ήταν, τουλάχιστον πρόωρη. Εάν από την άλλη το Αιτητικό Ε προωθείται από τον Ενάγοντα ως επικουρικό ή παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο θα πρέπει να εκδοθεί κατ’ αναγνώριση και επιβεβαίωση του ισχυρισμού περί λειτουργίας του ΔΣ των Εναγόμενων υπό κακή σύνθεση, παραπέμπω στις καταλήξεις μου αναφορικά με το θέμα τούτο όσων αφορά τα Αιτητικά Α και Γ. Σε κάθε περίπτωση δεν βλέπω πως, τυχόν μη έκδοση του εν λόγω Αιτητικού Ε, αποτρέπει τον Ενάγοντα από το να προσβάλει οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του στο μέλλον.

            Για όλους τους πιο πάνω λόγους και το Αιτητικό Ε απορρίπτεται.

            Απομένει εξέταση του Αιτητικού ΣΤ, με το οποίο ο Ενάγοντας επιζητεί την κοινοποίηση των πρακτικών της συνεδρίας του ΔΣ των Εναγόμενων ημερομηνίας 26.9.23 και κάθε επόμενης συνεδρίας. Σημειώνω συμπληρωματικά της νομικής πτυχής που ανέπτυξα πιο πάνω ότι το εν λόγω Αιτητικό ΣΤ κατ’ ουσία σε διάταγμα αποκάλυψης και η έκδοσή του, ως έχει νομολογηθεί, βασίζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας. Η σχετική Αγγλική Νομολογία έχει υιοθετηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου το οποίο υπέδειξε ότι αιτητής θα πρέπει να ικανοποιήσει ότι αφενός συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου και αφετέρου οι υπόλοιπες προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων αποκάλυψης[3]. Στην Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, αναφέρθηκαν τ’ ακόλουθα ως προς τις υπό αναφορά προϋποθέσεις:

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued».

Με τα πιο πάνω κατά νου, διαπιστώνω ότι, στην εδώ κρίσιμη περίπτωση, ο Ενάγοντας δεν κατέδειξε ότι οι ζητούμενες με το Αιτητικό ΣΤ πληροφορίες του είναι απαραίτητες προκειμένου είτε για να καταχωρίσει Αγωγή ή έστω να συμπληρώσει την υφιστάμενη Αγωγή του. Τουναντίον εκ των όσων έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένης και της έκθεσης απαίτησης που έχει ήδη καταχωρίσει, διαφαίνεται ότι, σε ότι αφορά το αντικείμενο, αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί και έγκειται στα παράπονά του αναφορικά με τον αποκλεισμό του από το ΔΣ των Εναγόμενων, με την αναστολή της ιδιότητάς του ως μέλος του Ομίλου και ότι θεωρεί συγκεκριμένη καταστατική πρόνοια ως αντισυνταγματική και ζητά σχετική δήλωση από το Δικαστήριο.

Εν όψει τούτων κρίνω ότι δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις για έκδοση του αιτούμενου Αιτητικού ΣΤ και κρίνω αυτό απορριπτέο.

Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, τα Αιτητικά Α, Β, Γ, Ε, ΣΤ και Η της Αίτησης απορρίπτονται.

Τα Αιτητικά Δ και Ζ εγκρίνονται και εκδίδονται αντίστοιχα διατάγματος με τις εξής ακόλουθες διαφοροποιήσεις:

Εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγόμενων ημερομηνίας 26.9.23 για αναστολή της ιδιότητας του Ενάγοντα ως μέλους του Κυνολογικού Ομίλου Κύπρου, μέχρι τελικής εκδίκασης και αποπεράτωσης της Απαίτησης. Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία σε Γενική Συνέλευση των Εναγόμενων, τίθεται προς συζήτηση ή ψήφιση ζήτημα το οποίο σχετίζεται με πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Ενάγοντα, ο Ενάγοντας δεν θα δικαιούται να συμμετέχει μόνον στη συγκεκριμένη συζήτηση ή συγκεκριμένη ψηφοφορία επί του συγκεκριμένου μόνον ζητήματος. 

Επίσης, εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους Εναγόμενους από το ν’ αναστείλουν την ιδιότητα του Ενάγοντα ως μέλος του Κυνολογικού Ομίλου Κύπρου λόγω της καταχώρισης της παρούσας διαδικασίας, μέχρι τελικής εκδίκασης και αποπεράτωσης της Απαίτησης.

Εν όψει της μερικής επιτυχίας της Αίτησης, κρίνω ορθό όπως επιδικάσω έξοδα υπέρ του Ενάγοντος και εναντίον των Εναγόμενων, μειωμένα κατά το ήμισυ.

Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 39.9 να υποβάλουν καταλόγους εξόδων μέχρι τις 8.4.24 και ώρα 14.00 μ.μ. Η Αίτηση ορίζεται για συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων στις 10.4.23 και ώρα 9.00 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

 

…………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

     

 

 

 

           



[1] βλ. Γρηγορίου κ.α. ν Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Φαέθων Μιχαηλίδης ν. Κυριάκος Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209 και Milton Investment Co Ltd κ.α. v Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 731  

[2] βλ. ΚΟΤ ν Θεωρή (1989) 1 Α.Α.Δ. 255, Karydas Taxi Co. Ltd v Komodikis (1975) 1 CLR 321, Papastratis v Petrides (1979) 1 CLR 231, M & M Transport Co Ltd v Eteria Astikon Leoforion (1981) 1 CLR 695, Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788, Pariko Aluminium Designs v Muskita Aluminium Co. Ltd. κ.α. (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 2015

[3] Βλ. Avila Management Services Ltd κ.ά. v. Frantisek Stepanek κ.ά(2012) 1 Α.Α.Δ. 1403


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο