ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Γ. Κ. Βλάμη, Π.Ε.Δ.                                

  Αρ. Αγωγής: 124/2015

Μεταξύ:

1.         Loizos Iordanou Constructions Ltd, από την Πάφο

2.         Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ &

Loizos Iordanou Construction Ltd Joint Venture, από την Πάφο

                                                                                                                        Εναγουσών

                                                και

Συμβούλιο Αποχετεύσεων Πάφου, από την Πάφο

                                                                                                Εναγομένων

                        και

1.        SOGREAH / A.F. MODINOS & S.A. VRAHIMIS JOINT VENTURE

2.        A.F. MODINOS & S.A. VRAHIMIS ARCHITECTS AND

ENGINEERS S.A.

3.         S.A. VRAHIMIS LIMITED

4.         Σαβέριος Α. Βραχίμης

5.         ARTELIA VILLE & TRANSPORT

      Τριτοδιαδίκων

 

ΚΑΙ ΔΙΑ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ

 

Μεταξύ:

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΠΆΦΟΥ

                                                             Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόντων

                        και

1.        Loizos Iordanou Constructions Ltd, από την Πάφο

2.        Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ &

Loizos Iordanou Constructions Ltd Joint Venture, από την Πάφο

ENGINEERS S.A.

            3.         ΣΑΒΒΑ ΒΕΡΓΑ

            4.         ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΜΑΛΗΚΙΔΗ

            5.         ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

                                                                                 Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένων

 

                        Αίτηση ημερομηνίας 22.12.23 για τροποποίηση

Έκθεσης Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης

 

Ημερομηνία: 12.04.24

Εμφανίσεις:

Για Εναγομένους-Αιτητές: κος Δ. Κρονίδης για ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε

Για Ενάγουσες 1 & 2-Καθ' ων η αίτηση 1 & 2: κος Κ. Γεωργιάδης

       για Χρύση Δημητριάδη &

       Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 3- κα Ι. Νεοφύτου

Καθ’ ου η αίτηση 3:                                 για Μούζουρα & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 4- κα Χρ. Κωνσταντίνου

Καθ’ ου η αίτηση 4:                                 για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο 5- κα Μ. Πατσαλίδου

Καθ’ ου η αίτηση 4:                     προσωπικά και για Ρ. Ερωτοκρίτου &

                                                                Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

                                                ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Με δια κλήσεως αίτηση ημερομηνίας 22.12.23 οι Εναγόμενοι αιτούνται τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης τους με την διαγραφή αναφορών από υφιστάμενες παραγράφους και αντικατάσταση τους με άλλες και με την προθήκη νέων παραγράφων. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις περιλαμβάνονται σε έξι (6) σελίδες και αναφορά στο περιεχόμενο τους, εάν και εφόσον κριθεί αναγκαίο, θα γίνει στη συνέχεια κατά την εξέταση τους.

 

Να σημειωθεί ότι οι Εναγόμενοι αιτήθηκαν τις ίδιες τροποποιήσεις επί του δικογράφου τους σε προηγούμενη αίτηση τους ημερ. 13.04.23. Ωστόσο για τους λόγους που αναφέρονται στην ενδιάμεση απόφαση τους ημερ. 13.12.23 και δεν αφορούσαν την ουσία της, η εν λόγω αίτηση, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ότι δεν έχρηζε εξέτασης. Διευκρινιστικά η αίτηση δεν εξετάστηκε επειδή δεν είχε προηγουμένως εξασφαλιστεί άδεια από το Δικαστήριο για την καταχώρηση της, ως απαιτείται από τον τροποποιημένο Κανονισμό 4 των περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικών) (Τροποποιητικού) (Αρ.1) Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 που τέθηκε σε ισχύ στις 28.07.23 και αφορά παλαιές υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν και «που καταχωρίστηκαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, 2019».

 

Ακολούθως υπεβλήθηκε αίτημα από τους Εναγομένους με το οποίο ζήτησαν την άδεια του Δικαστηρίου να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση. Το αίτημα αυτό προσέκρουσε στην ένσταση των Εναγόντων και Εξ’ ανταπαιτήσεως 3 & 5, οι οποίοι ανέπτυξαν τις νομικές επιχειρηματολογίες τους ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια εκδίκασης του ζητήματος. Στη βάση του σκεπτικού που εξηγείται, το Ε.Δ. Πάφου με νέα ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 20.12.23 χορήγησε άδεια στους Εναγομένους να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση. Εφαρμόζοντας την εν λόγω απόφαση, οι Εναγόμενοι καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση.  

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι η ακροαματική διαδικασία της πιο πάνω αγωγής δεν έχει ξεκινήσει.

 

Η υπό κρίση αίτηση εδράζεται στη Δ.21 Θ.8-10, στη  Δ.25 Θ.1-5 και στη Δ.48 Θ.1-4 & 9 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στη γενική πρακτική, στις συμφυείς εξουσίες και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα δε γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίζεται η αίτηση αυτή και που σύμφωνα με τους Εναγομένους δικαιολογούν την επιτυχία της, περιέχονται σε ένορκη δήλωση του κυρίου Νικόλα Πάπαλου, Γενικού Διευθυντή των Εναγομένων. Στην ένορκη δήλωση ο ομνύοντας αναφέρει τους λόγους που κατά τη γνώμη των Εναγομένων κατέστησαν αναγκαία την τροποποίηση της έκθεσης υπεράσπισης & της ανταπαίτησης και εξηγεί γιατί θεωρούν ότι πρέπει να γίνουν αποδεκτές οι αιτούμενες τροποποιήσεις.

 

Οι Ενάγοντες 1 & 2, ο Εξ΄ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 3 και ο Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 5 αντέδρασαν με την καταχώρηση ειδοποίησης περί πρόθεσης ένστασης (στο εξής οι «Καθ’ ων η αίτηση»). Οι πρώτοι καταχώρισαν την ένσταση τους στις 29.12.23 επί 4 λόγους, ο δεύτερος στις 10.01.23 επί 13 λόγους και ο τρίτος στις 05.01.24 επί 12 λόγους. Αντίθετα ο Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 4 δεν καταχώρησε ένσταση.

 

Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τους λόγους ένστασης, οι οποίοι καταγράφονται στα σώματα των σχετικών ειδοποιήσεων. Η επαναδιατύπωση τους δεν θα προσφέρει οποιαδήποτε χρησιμότητα. Αναφορά θα γίνεται σ’ αυτούς, εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται, κατά ομάδες που παρουσιάζουν κοινό αντικείμενο.

 

Όλες οι ενστάσεις υποστηρίζονται από ένορκες δηλώσεις. Ειδικότερα, στην ένσταση των Εναγουσών 1 & 2 ενόρκως δηλών είναι ο κος Λοΐζος Ιορδάνους, διοικητικός σύμβουλος της Ενάγουσας 1. Στην ένσταση του Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένου 3 ενόρκως δηλών είναι ο ίδιος, όπως ο ίδιος ο Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 5 είναι αυτός που προβαίνει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την δική του ένσταση.

 

Στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν τις ενστάσεις περιέχονται γεγονότα που κατά τη γνώμη των Καθ’ ων η αίτηση τεκμηριώνουν τους λόγους ένστασης τους και κατ’ επέκταση δικαιολογούν απόρριψη της παρούσας αίτησης. Στην ουσία επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης, οι οποίοι και επεξηγούνται, υποδεικνύοντας έτσι, για το σκεπτικό που η κάθε μία ένσταση προβάλλει, γιατί δεν πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτούμενες τροποποιήσεις.

 

Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η επαναδιατύπωση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων (αίτησης και ενστάσεων). Γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να επαναλάβω αυτά που αναφέρουν. Ωστόσο εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα αναφέρομαι σε αποσπάσματα τους.

 

Η εκδίκαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την υπό κρίση αίτηση και τις ενστάσεις. Το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων καθώς και τα επισυνημμένα σ’ αυτές τεκμήρια αποτελούν το σύνολο του μαρτυρικού υλικού που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο προς απόδειξη των εκδοχών των μερών.

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους όλοι οι συνήγοροι, με παραπομπή σε νομολογία, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν και παράλληλα εκ διαμέτρου αντίθετες νομικές θέσεις και ισχυρισμούς τους. Πλήρης ανάλυση της νομικής επιχειρηματολογίας των συνηγόρων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί καθότι δεν θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Εκεί και όπου κριθεί ότι χρειάζεται θα γίνεται ειδική αναφορά σε νομικά επιχειρήματα των συνηγόρων.

 

Θα ξεκινήσω την ενασχόληση μου από το παράπονο ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση περιέχει διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς τα γεγονότα και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή επειδή παραβιάζει τις πρόνοιες της Δ.39 Θ.2 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο ισχυρισμός αυτός θα εξεταστεί κατά προτεραιότητα επειδή τυχόν επιτυχία του ενδεχομένως να εκθεμελιώσει την υπό κρίση αίτηση.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την παρούσα αίτηση. Χωρίς ίχνος αμφιβολίας αυτό που με βεβαιότητα παρατηρώ είναι ότι δεν υπάρχει κανένας διαζευκτικός ισχυρισμός σε ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με τις αιτούμενες τροποποιήσεις. Η ένορκη δήλωση αποτελείται από 19 παραγράφους που περιέχονται σε 6 σελίδες. Στην ένορκη δήλωση αυτή εντοπίζεται η χρήση διαζευκτικού ισχυρισμού σε δύο μόνο περιπτώσεις.

 

Η πρώτη περίπτωση εντοπίζεται στην §5 της ΕΔ Πάπαλου όπου συγκεκριμένα αναφέρεται: «Κατόπιν επίδοσης αυτού [του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος της παρούσας αγωγής] οι Αιτητές δια μέσω των τότε δικηγόρων καταχώρισαν Σημείωμα Εμφάνισης υπό διαμαρτυρία την 10/02/2015 και την ίδια ημέρα καταχώρισαν ενδιάμεση αίτηση με σκοπό την έκδοση διατάγματος ακύρωσης και/ή παραμερισμού της αγωγής και/ή άλλων συναφών διαταγμάτων.» Όπως εξόφθαλμα φαίνεται, η χρήση διαζευκτικού ισχυρισμού δεν αφορά επίκληση ουσιώδους γεγονότος, για το οποίο οι Εναγόμενοι ζητούν την εισαγωγή του στην έκθεση υπεράσπισης & ανταπαίτησης υπό τη μορφή τροποποίησης. Αναφέρεται σε ένα γεγονός που καλύπτει αξιούμενες θεραπείες που είχαν ζητηθεί διαζευκτικά από τους Εναγομένους στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης τους που είχε καταχωριστεί στο παρελθόν και σχετιζόταν με το σημείωμα εμφάνισης τους υπό διαμαρτυρία. Πρόκειται για ένα γεγονός που επιβεβαιώνεται από το δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης, τον οποίον έχω ανατρέξει εφόσον υπήρχε τέτοια δυνατότητα για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του ιστορικού της παρούσας περίπτωσης (Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (1999) 1Γ Α.Α.Δ. 1938).

Η δεύτερη περίπτωση εντοπίζεται στην §5 της ΕΔ Πάπαλου. Ειδικότερα σημειώνεται: «Περαιτέρω η ανάγκη ανάθεσης και ετοιμασίας των εν λόγω Τεχνικών Εκθέσεων από την κα Άννα Στυλιανού προέκυψε μετά την αδυναμία του πολιτικού μηχανικού κ. Νίκου Ιακώβου, στον οποίον είχε αρχικά ανατεθεί ως εμπειρογνώμονα η ετοιμασία ξεχωριστών Τεχνικών Εκθέσεων για όλες τις αγωγές συμπεριλαμβανομένου και της παρούσας, να προσέλθει πλέον στο Δικαστήριο ως μάρτυρας κατά την ακρόαση ένεκα λόγων υγείας και/ή προσωπικών προβλημάτων.» Ουδεμία σημασία έχει εδώ η χρήση διαζευκτικού ισχυρισμού. Ο εν λόγω διαζευκτικός ισχυρισμός δεν δημιουργεί οποιοδήποτε πρόβλημα. Μάλιστα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί αφού στην κατηγορία των «προσωπικών προβλημάτων» δύναται να συμπεριληφθούν, ανάμεσα σ’ άλλα, «λόγοι υγείας». Αυτό καθιστά τον συγκεκριμένο διαζευκτικό ισχυρισμό άνευ χρησιμότητας.

 

Σαφώς η χρήση του διαζευκτικού ισχυρισμού στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις δεν προκαλεί οποιαδήποτε συνέπεια. Ουδεμία παραβίαση των προνοιών της Δ.39 Θ.2 παρατηρείται, όπως εσφαλμένα επικαλείται η πλευρά του Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένου 5. Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός ένστασης δεν ευσταθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Συνεχίζω με την εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης υπό το φως των λόγων ένστασης που την αφορούν και στη βάση των θέσεων και επιχειρημάτων όλων των εμπλεκομένων πλευρών. Προς το σκοπό αυτό έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων, το οποίο και μελέτησα με προσοχή. Έχω ακόμη μελετήσει ενδελεχώς όλο το μαρτυρικό υλικό που μου έχει παρουσιαστεί.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι ένεκα του χρόνου καταχώρησης της παρούσας αγωγής κάτω από την οποίαν εντάσσεται η υπό κρίση αίτηση, το δικονομικό πλαίσιο που ισχύει είναι οι Παλαιοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Παρά την εφαρμογή του παλαιού καθεστώτος, το Δικαστήριο δεν παραγνωρίζει την δυνατότητα εφαρμογής του Νέου Κανονισμού 60.2, στον οποίον σημειώνεται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη του τον πρωταρχικό σκοπό και το καθήκον του να διαχειρίζεται υποθέσεις, όπως αυτά υποδεικνύονται στο Μέρος 1 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που τέθηκαν σε ισχύ από 01.09.23.

Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου διέπεται δικονομικά από τη Διάταξη 25 Κανονισμό 1 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εν λόγω διάταξη έτυχε εκ βάθρου τροποποίησης με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015, ο οποίος όμως δεν εφαρμόζεται σε υποθέσεις με κλίμακα εξόδων πέραν των €10.000 που καταχωρήθηκαν πριν από την 01.01.16. Εφόσον η παρούσα υπόθεση φέρει κλίμακα εξόδων άνω των €2.000.000 και καταχωρήθηκε στις 29.01.15, το καθεστώς που διέπει την εξέταση τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης είναι αυτό που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του προαναφερομένου τροποποιητικού διαδικαστικού κανονισμού. Σύμφωνα με τον πιο πάνω κανονισμό, ο οποίος ας σημειωθεί ότι έτυχε εκτενής ανάλυσης και βαθιάς ερμηνείας μέσα από σωρεία κυπριακών αποφάσεων:

”The court or a judge may, at any stage of the proceedings allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties.“

 

  Στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1958 (The Annual Practice 1958) και ειδικότερα στη σελίδα 622 αναφέρονται, ανάμεσα σ’ άλλα, τα εξής:

An amendment ought to be allowed if thereby the real substantial question can be raised between the parties and multiplicity of legal proceedings avoided.

 

Στο δε αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsbury’s The Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 3 στην παράγραφο 73 της σελίδας 35 αναγράφονται τακόλουθα υπό τον τίτλο ‘Time for making amendment’:

An amendment may be allowed at any stage of the proceedings, even after trial…(Wyatt v Rosherville Gardens Co. (1886) 2 T.L.R.282, Loufti v C. Czarnikow Ltd [1953] 2 Lloyd’s Rep.213, C.A)

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου έχει διακριτικό χαρακτήρα, η οποία ασκείται φιλελεύθερα και χωρίς να διέπεται από άκαμπτους κανόνες αλλά από διάφορους παράγοντες, η βαρύτητα των οποίων ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Αυτό εξάλλου συνάγεται από ερμηνεία των προνοιών του Κανονισμού 1 της Διάταξης 25 και μέσα από υποδείξεις της νομολογίας (Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138 και Παπαχρυσοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 817).

 

Για καλύτερη εξέταση της υπό κρίση αίτησης θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ περιληπτικά στα δικόγραφα της παρούσας υπόθεσης.

 

Μέσα από την έκθεση απαίτησης δικογραφείται ότι η Ενάγουσα 1, η οποία είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείται με κατασκευαστικές εργασίες, συμβλήθηκε με την εργοληπτική εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ δημιουργώντας κοινοπραξία με επωνυμία αυτή της Ενάγουσας 2. Περί τις αρχές του 2008 η Ενάγουσα 2 συμμετείχε σε διαγωνισμό υποβάλλοντας σχετική προσφορά για κατασκευή αγωγών λυμάτων και όμβριων, αντλιοστασίων και συναφών εργασιών Β’ Φάσης – Συμβόλαιο Β (στο εξής το «έργο»), η οποία της κατακυρώθηκε από τους Εναγομένους. Σχετική συμφωνία για την εκτέλεση του έργου υπογράφηκε μεταξύ της Ενάγουσας 2 και των Εναγομένων. Κατά την εκτέλεση εργασιών εκδόθηκαν ενδιάμεσα πιστοποιητικά πληρωμής από τον σύμβουλο μηχανικό του έργου που διορίστηκε από τους Εναγομένους. Επειδή στην πορεία προέκυψαν διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών σχετικά με την πληρωμή ενδιάμεσων πληρωμών, καταχωρίστηκε η παρούσα αγωγή στην οποίαν διεκδικείται συγκεκριμένο ποσό ως υπόλοιπο εκδοθέντων πιστοποιητικών πληρωμής που οι Ενάγουσες ισχυρίζονται οφείλεται στην Ενάγουσα 2 από τους Εναγομένους.

 

Στην υπεράσπιση & ανταπαίτηση τους εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι οι Ενάγουσες δεν νομιμοποιούνται και/ή κωλύονται να προωθούν την παρούσα αγωγή για τους λόγους που οι Εναγόμενοι επικαλούνται στο δικόγραφο. Ανεξαρτήτως αυτού, οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι δυνάμει εγγράφων συμβολαίου που υπογράφηκε ανέθεσαν στην Ενάγουσα 2 την εκτέλεση του έργου έναντι συμφωνημένου ανταλλάγματος. Σύμφωνα με τους Εναγομένους, η Ενάγουσα 2 εκτέλεσε πλημμελώς εργασίες κατά παράβαση όρων του συμβολαίου με αποτέλεσμα να υπάρχουν κακοτεχνίες στο έργο. Περαιτέρω οι Εναγόμενοι απορρίπτουν τη θέση των Εναγουσών ότι τους οφείλουν οποιοδήποτε ποσό. Παράλληλα ισχυρίζονται ότι οι Ενάγουσες έχουν υπερπληρωθεί ένεκα υπερχρεώσεων στην εκτελεσθείσα εργασία κατόπιν δόλου, απάτης, συνομωσίας, παράνομων ενεργειών, εσκεμμένων παραλείψεων, δωροδοκίας, δεκασμού και παράβαση συμβατικών καθηκόντων και νομοθετικών υποχρεώσεων που οι Εναγόμενοι χρεώνουν στις Ενάγουσες ότι επέδειξαν σε συνεννόηση, συμπαιγνία και συνομωσία με άλλα πρόσωπα. Λεπτομέρειες της επικαλούμενης συμπεριφοράς των Εναγουσών δικογραφούνται. Η κατ’ ισχυρισμό επιλήψιμη συμπεριφορά αυτή αποδίδεται, εκτός στις Ενάγουσες, στους συμβούλους μηχανικούς του έργου, στον έμμισθο διευθυντή των Εναγομένων, στον Πρόεδρο και σε μέλος των Εναγομένων υπό τις προσωπικές τους ιδιότητες. Οι διαφορές που προέκυψαν μεταξύ των Εναγομένων και των συμβούλων μηχανικών του έργου οδήγησαν στη διακοπή και/ή τερματισμό του συμβολαίου τους στις 02.10.12 και την καταχώρηση αγωγής αρ. 2681/13 στο Ε.Δ. Πάφου, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. Στις 02.04.15 διορίστηκε από τους Εναγομένους ο κος Νίκος Ιακώβου ως νέος μηχανικός του έργου εις αντικατάσταση των προηγούμενων συμβούλων μηχανικών. Επίσης είναι η θέση των Εναγομένων ότι συνεπεία των πιο πάνω κακοτεχνιών, υπερπληρωμών που έγιναν και υπερχρεώσεων που υπεβλήθηκαν υπέστηκαν ζημιές και/ή βλάβες συνολικού ύψους €10.584.778,35. Επιπλέον οι Ενάγουσες ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν απώλειες ύψους €255.000 εξαιτίας μιζών και/ ή δωροδοκίας που επιρρίπτουν ότι προέβηκαν οι Ενάγουσες μαζί με τρίτα πρόσωπα. Λεπτομέρειες των επικαλούμενων ζημιών, βλαβών και απωλειών εκτίθενται μέσα από το δικόγραφο τους. Στη βάση αυτών οι Εναγόμενοι ανταπαιτούν το ύψος των κατ’ ισχυρισμό ζημιών τους υπό τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων καθώς επίσης γενικές αποζημιώσεις.

 

Για την εκτίμηση των πιο πάνω επικαλούμενων ζημιών και απωλειών, οι Εναγόμενοι αποτάθηκαν στον τεχνικό σύμβουλο / πολιτικό μηχανικό / μηχανικό έργου κύριο Νίκο Ιακώβου ο οποίος ετοίμασε σχετική τεχνική έκθεση που περιέχει τα ευρήματα του.

 

Όπως ήδη λέχθηκε, η ανταπαίτηση των Εναγομένων επεκτείνεται και σε άλλα άτομα που κατονομάζονται στο δικόγραφο. Οι θεραπείες που αξιώνονται από τους Εναγομένους στρέφονται εναντίον όλων των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα.

 

Στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση των Εναγομένων, οι Ενάγουσες (Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 1 & 2) αρνιούνται τα όσα τους αποδίδονται και απορρίπτουν τις εναντίον τους αξιούμενες θεραπείες. Παράλληλα εμμένουν στις δικές τους απαιτήσεις και αξιώσεις ισχυριζόμενοι, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι το συμβόλαιο του έργου τερματίστηκε παράνομα από τους Εναγομένους με την επιστολή τους ημερ. 26.10.15.

 

Στη δική του υπεράσπιση ο Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 3 εγείρει διάφορες προδικαστικές ενστάσεις μέσα από τις οποίες, για τους λόγους που προβάλλει, επικαλείται απουσία αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των αστικών αδικημάτων που του αποδίδονται και στις πράξεις και/ή παραλείψεις που του καταλογίζονται ως κατ’ ισχυρισμό ζημιογόνα γεγονότα, ότι η συμπερίληψη του ονόματος τους την παρούσα αγωγή δεν είναι νόμιμη και επιτρεπτή καθώς επίσης ότι οι Εναγόμενοι δεν δικαιούνται να διεκδικούν ποσό που οι ίδιοι αναγνωρίζουν ως προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας. Θεωρεί ότι η ανταπαίτηση των Εναγομένων είναι άκυρη, αντιφατική, ανυπόστατη και κατά παράβαση των γενικών αρχών του δικαίου της επιείκειας. Σε ότι αφορά την ουσία της ανταπαίτησης, ο εν λόγω διάδικος απορρίπτει τα όσα του αποδίδονται και ισχυρίζεται ότι οι επικαλούμενες ζημιές και απώλειες των Εναγομένων είναι απομακρυσμένες με βάση το κριτήριο της αμεσότητας.

 

Στο ίδιο επίπεδο κυμαίνεται και η υπεράσπιση του Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένου 5. Δεν χρειάζεται να προβώ σε καταγραφή του περιεχομένου της επειδή έχω ήδη αναφερθεί σε πανομοιότυπες θέσεις πιο πάνω.

 

Επίσης ο Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενος 4 στην υπεράσπιση του αρνείται τα όσα του επιρρίπτουν και ισχυρίζεται ότι ενέκρινε προς πληρωμή ποσά αφού πρώτα πιστοποιούνταν από τους συμβούλους μηχανικούς του έργου και υπογράφονταν από τον Μηχανικό Αποχετεύσεων, τον Διευθυντή του Έργου και τον Λογιστή που έκανε το λογιστικό έλεγχο. Παράλληλα ο εν λόγω διάδικος ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι γνώριζαν ότι παρουσιάζονταν προς πληρωμή ενδιάμεσες πιστοποιήσεις πληρωμών της Ενάγουσας 2 με αδικαιολόγητες τιμές μονάδας για την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών και/ή υπερωριών, αρκετές από τις οποίες δεν εγκρίθηκαν από τον ίδιο, πράγμα όμως που οι Εναγόμενοι απέφυγαν να αναφέρουν. Σύμφωνα με τον διάδικο αυτό, τα επίμαχα πιστοποιητικά πληρωμών για τα οποία γίνεται αναφορά στην ανταπαίτηση των Εναγομένων δεν είχαν εγκριθεί από τον ίδιο. Ακόμη ο εν λόγω διάδικος ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι σκόπιμα δεν αποκάλυψαν ότι πριν την αποχώρηση των συμβούλων μηχανικών ενέκριναν διατακτικά πληρωμών που ο ίδιος δεν είχε εγκρίνει.         

Στην πορεία υπήρξε διαδικασία τριτοδιαδίκου εναντίον των προσώπων που περιλαμβάνονται στον τίτλο της αγωγής. Ωστόσο ουδείς από τα κατονομαζόμενα αυτά πρόσωπα επέλεξε να συμμετέχει στην αγωγή αυτή.

 

Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω θέσεις που περιέχονται στις έγγραφες προτάσεις και γενικότερα το σύνολο της καταχωρημένης δικογραφίας, ανάγνωσα με προσοχή τις αιτούμενες τροποποιήσεις.

 

Διαχρονικά η νομολογία έχει καθορίσει διάφορες νομικές αρχές και παραμέτρους, στο πλαίσιο των οποίων είναι δυνατή η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Μία από αυτές είναι ότι η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται σε οποιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένου και του σταδίου αμέσως πριν ή ακόμη και μετά της έναρξης της ακροαματικής συνεδρίασης δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και με τέτοιο τρόπο και κάτω από τέτοιους όρους που κριθούν αναγκαίοι από το Δικαστήριο (αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsburys The Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 3, παράγραφος 73, σελίδας 35, Στέλιος Φοινιώτης v Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 33 και Kayat Trading Limited v. Genzyme Corporation Πολιτική Έφεση Αρ. 58/2012 ημερ. 04.03.13).

 

Στην προκειμένη περίπτωση επιχειρείται τροποποίηση δικογράφου (έκθεση υπεράσπισης & ανταπαίτησης) πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής. Το γεγονός αυτό τουλάχιστο δεν προσθέτει ως επιβαρυντικό παράγοντα τον κίνδυνο εκτροχιασμού της δίκης (Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 745). Αντίθετα, σε μία διαδικασία ακρόασης που θα βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη οι αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου θα ήταν περισσότερο ορατές. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Στέλιος Φοινιώτης v Greenmar Navigation Ltd κ.α. (πιο πάνω), Khan και άλλη v. Δημοκρατίας του Πακιστάν, Πολιτική Έφεση Αρ. 295/2010, ημερομηνίας 11.07.11, στις οποίες και παραπέμπω.

 

Κατ’ αρχάς αυτό που εδώ παρατηρώ είναι ότι με την αιτούμενη τροποποίηση υπό το σημείο Α(β) επιδιώκεται απλά η αριθμητική μείωση του ποσού που αντιπροσωπεύει το σύνολο των ζημιών που οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόντων (§27 υπεράσπισης & ανταπαίτησης). Το εν λόγω σημείο δεν χρήζει οποιουδήποτε σχολιασμού, κάτι που, εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζεται από τους Ενάγοντες στα πλαίσια προώθησης της ένστασης τους. Γι’ αυτό το εν λόγω ζήτημα δεν θα με απασχολήσει.

 

Κατ’ ανάλογο τρόπο δεν θα με απασχολήσει η αιτούμενη τροποποίηση υπό το σημείο Α(ε), στην οποίαν πάλι επιδιώκεται απλά η αριθμητική μείωση του ιδίου ποσού που αντιπροσωπεύει το σύνολο των ζημιών που οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι υπέστηκαν εξ’ υπαιτιότητας των Εναγόντων (§27 & §33(Δ) υπεράσπισης & ανταπαίτησης). Πρόκειται για ένα ζήτημα άνευ σημασίας για το οποίο επίσης δεν χρειάζεται να γίνει οποιοσδήποτε σχολιασμός.

 

Επίσης δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο οι αιτούμενες τροποποιήσεις υπό τα σημεία Α(στ) και Α(ζ), οι οποίες απλά διορθώνουν αρίθμηση παραγράφων σε περίπτωση που οι αιτούμενες τροποποιήσεις γίνουν αποδεκτές. Δεν θα έπρεπε να αποτελούν σημείο τριβής των μερών και γι’ αυτό ούτε αυτές χρήζουν περαιτέρω σχολιασμού. Ανάλογα με το αν και τυχόν πόσες από τις υπόλοιπες αιτούμενες τροποποιήσεις εγκριθούν θα γίνει η ανάλογη αρίθμηση των παραγράφων.

 

Εν πάση περιπτώσει, παρόλο ότι μέρος των αιτουμένων τροποποιήσεων, αντικριζόμενες ξεχωριστά δεν θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης με βάση το σκεπτικό που έχω εξηγήσει αμέσως προηγουμένως, εντούτοις θα ασχοληθώ με το σύνολο των αιτουμένων τροποποιήσεων τις οποίες θα εξετάσω ως ενιαία ομάδα.       

 

Η νομολογία που αφορά περιπτώσεις όπως την παρούσα επισημαίνει ότι η τροποποίηση δικογράφου πρέπει κατά κανόνα να εγκρίνεται για να δίδεται η δυνατότητα σε κάθε διάδικο να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου το σύνολο των πραγματικών διαφορών του με την άλλη πλευρά μέσω καλύτερης, πληρέστερης ή ακριβέστερης διατύπωσης των εκατέρωθεν θέσεων τους έτσι ώστε τα επίδικα θέματα και η ουσία αυτών να προσδιορίζονται, να παρουσιάζονται και να επιλύονται διεξοδικά δια της ίδιας νομικής διαδικασίας στην πραγματική και νομική διάσταση τους αποφεύγοντας την πολλαπλότητα δικαστικών διαμαχών (Ετήσια Δικονομική Πρακτική 1958 (The Annual Practice 1958) σελίδα 622, Geto v M/V Vladimir Waslyayer (αρ.4) (1993) 1 Α.Α.Δ. 714 και Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγλαντζιάς v Χαρικλείδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1608).

 

Κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του παράγοντες με ποικίλλουσα βαρύτητα ανάλογα με τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση και γενικά συνυπολογίζει όλα τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης (Αθηνόδωρος Βασιλειάδης κ.α. v. Πετρολίνα Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 16 και Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. v. A.G. Lenentis & Company (Nigeria) Ltd και άλλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 726).

 

Μια παράμετρος που προσμετρά στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας είναι η τυχόν καθυστέρηση που προκύπτει από την υποβολή αιτήματος τροποποίησης δικογράφου. Η καθυστέρηση αποκτά την έννοια όχι αφ’ εαυτής της μακράς εκκρεμότητας της αγωγής αλλά της αργοπορίας στην εκδήλωση διαβήματος για άδεια τροποποίησης, εκεί όπου προϋποτίθεται η δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας και συνεκτιμάται ως λογική απόρροια των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος, χωρίς όμως ο παράγοντας αυτός, αν και σχετικός, να είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας (Παπαχρυσοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 817, C & A Pelekanos Associates Ltd v Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075, Saba & Co (T.M.P.) v T.M.P. Agents (1994) 1 Α.Α.Δ. 426, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Λτδ κ.α. v Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 237, Ταξί Κυριάκος Λτδ v Ανδρέα Παύλου (1995) 1 Α.Α.Δ. 560, Federal Bank of Lebanon v. Σιακόλας (2002) 1Α Α.Α.Δ. 223 και Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (2011) 1 Α.Α.Δ. 2138).

 

Στην περίπτωση όπου υπάρχει αργοπορία στην υποβολή σχετικού αιτήματος τροποποίησης δικογράφου πρέπει να παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση. Βέβαια η μερική αδυναμία από τη μη δικαιολόγηση με απόλυτη πειστικότητα της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στην προώθηση του δικονομικού διαβήματος δεν οδηγεί αυτόματα σε απόρριψη της αίτησης εφόσον το πλέον ουσιώδες κριτήριο είναι η στάθμιση των παραγόντων που αποτελούν το εχέγγυο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (Νικολάου ν. Μιλτιάδους και άλλης (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005, Preece κ.α. v. Ρωσσίδου (πιο πάνω)).

Η όποια καθυστέρηση δεν εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης, αλλά συναρτάται με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ανυπαρξία καλής πίστης (Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013 και 138/2013, ημερ. 20.03.14). Εκεί όπου υπάρχει βάσιμη πεποίθηση ότι η αίτηση δεν διαπνέεται από καλή πίστη, εγείρεται δυσχέρεια στην έγκριση αιτήματος τροποποίησης δικογράφου. Να σημειωθεί ωστόσο ότι η καθυστέρηση δεν εξισώνεται κατ' ανάγκη με κακοπιστία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγουσες και οι Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 3 & 5 μέσα από τις ενστάσεις τους εγείρουν ζήτημα υπέρμετρης και αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης για τους λόγους που έχουν αναπτύξει. Οι Εναγόμενοι θεωρούν ατεκμηρίωτη τη θέση αυτή των ενιστάμενων διαδίκων και θέτουν τα δικά τους επιχειρήματα.

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι οι Εναγόμενοι εξηγούν πως προέκυψε η ανάγκη εμπλοκής της νέας τεχνικού συμβούλου Άννας Ιακώβου Στυλιανού στο συγκεκριμένο έργο, το οποίο καλύπτει δύο φάσεις. Όπως λέχθηκε, διορίστηκε εις αντικατάσταση του μέχρι τότε τεχνικού συμβούλου Νίκου Ιακώβου, ο οποίος ως δικογραφείται στην έκθεση υπεράσπισης & ανταπαίτησης από τις 02.04.15 εκτελούσε καθήκοντα μηχανικού του έργου εις αντικατάσταση των προηγούμενων συμβούλων μηχανικών που είναι κάποιοι από τους Τριτοδιάδικους στην παρούσα αγωγή. Οι Εναγόμενοι περαιτέρω αναφέρουν ότι ο Νίκος Ιακώβου αντιμετώπιζε προσωπικά προβλήματα. Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι αποδίδουν στον Νίκο Ιακώβου αδυναμία ένεκα «λόγων υγείας και/ή προσωπικών προβλημάτων.» Δεν θεωρώ ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην επίκληση λόγων με διαζευκτική μορφή. Όπως ανάφερα και προηγουμένως, στην κατηγορία των προσωπικών προβλημάτων εντάσσονται και οι λόγοι υγείας. Προς υποστήριξη της αναφοράς περί προσωπικών προβλημάτων του Νίκου Ιακώβου, οι Εναγόμενοι παρουσίασαν πρακτικά τους ημερ. 16.12.21 – Αρ. 6/21 (Τεκμήριο 3 στην ΕΔ Πάπαλου).

 

Αυτό που παραμένει και έχει σημασία για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας είναι ότι ο Νίκος Ιακώβου επικαλείται προβλήματα που δεν του επιτρέπουν να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του. Οι Εναγόμενοι συνέχισαν να εξηγούν ότι η αδυναμία του αυτή δεν επιτρέπει την παρουσίαση του ατόμου αυτού ως μάρτυρα στο Δικαστήριο και να υποστηρίξει τόσο την τεχνική έκθεση που είχε ετοιμάσει και προφανώς επρόκειτο να κατατεθεί στο Δικαστήριο και αφορούσε έργο του Συμβολαίου Β της υπόθεσης αυτής όσο και τις υπόλοιπες τεχνικές εκθέσεις του για τα αντίστοιχα έργα των Συμβολαίων Α, Γ & Ε της Β’ Φάσης του αποχετευτικού και επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν σε άλλες εκκρεμούσες αγωγές που αφορούν άλλους εργολάβους.

 

Επομένως στο χρονικό σημείο που έγιναν αντιληπτά στους Εναγομένους τα προσωπικά προβλήματα του κυρίου Νίκου Ιακώβου και επιπτώσεις από τη σοβαρότητα τους σε ότι αφορά την επιστημονική υποστήριξη της εκδοχής τους στις αγωγές συμπεριλαμβανομένου της παρούσας, δηλαδή τον Δεκέμβριο 2021, δημιουργήθηκε αμέσως η ανάγκη αντικατάστασης του και ετοιμασίας νέων τεχνικών πορισμάτων από άλλο πρόσωπο που θα μπορεί να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο και να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας για να υποστηρίξει τα νέα ξεχωριστά τεχνικά πορίσματα που θα ετοιμαστούν από το ίδιο άτομο. Επιλέγηκε η κυρία Άννα Στυλιανού στα πλαίσια απόφασης που έλαβε το Διοικητικό Συμβούλιο των Εναγομένων χωρίς οποιαδήποτε ολιγωρία αφού αυτό έγινε επίσης το Δεκέμβριο του έτους 2021, δηλαδή αμέσως με το που οι Εναγόμενοι αντιλήφθηκαν τα προσωπικά προβλήματα του Νίκου Ιακώβου.

 

Για το χρόνο που αναλώθηκε για την ετοιμασία του νέου πορίσματος οι Εναγόμενοι επίσης παρέχουν επεξήγηση. Η κυρία Στυλιανού έπρεπε να ανατρέξει το αρχείο των Εναγομένων, να εντοπίσει και να συλλέξει από αυτό τα έγγραφα και τις πληροφορίες που την αφορούσαν, να τα μελετήσει και να συντάξει διάφορες ξεχωριστές τεχνικές εκθέσεις, μία εκ των οποίων αυτή της παρούσας αγωγής. Από αυτά που έχουν τεθεί ενώπιον μου φαίνεται ότι το υλικό που περισυλλέχτηκε ήταν ογκώδες αφού, όπως λέχθηκε και δεν έχει αμφισβητηθεί, η εκτέλεση εργασιών στο έργο διήρκησαν 4 και πλέον χρόνια από της υπογραφής του συμβολαίου του. Αρκεί να επισημάνω ότι, με βάση την §8 της ΕΔ Ιορδάνους των Εναγουσών, η τεχνική έκθεση της κυρίας Στυλιανού στην υπόθεση αυτή συνοδεύεται από 18 Παραρτήματα που ανέρχονται σε 5 κιβώτια εγγράφων. Η εν λόγω τεχνική έκθεση ετοιμάστηκε τον Φεβρουάριο 2023 και εξ’ όσον γίνεται αντιληπτό από την πιο πάνω αναφορά είναι πολυσέλιδη με πάρα πολλά παραρτήματα. Η ύπαρξη του τεχνικού πορίσματος της κυρίας Στυλιανού που αφορά την παρούσα αγωγή έχει αμέσως αποκαλυφθεί σε όλους τους εμπλεκομένους διαδίκους με συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερ. 24.02.23, πράγμα που δεν αμφισβητείται από τους εμπλεκομένους διαδίκους. Το δε βασικό περιεχόμενο τους έχει ήδη κοινοποιηθεί στις Ενάγουσες, πράγμα που επίσης δεν αμφισβητείται από τους εμπλεκομένους διαδίκους. Οι Εξ’ Ανταπαιτήσεως 3 & 5 μπορούν να εξασφαλίσουν πρόσβαση στο περιεχόμενο του παρόλο ότι δεν τους αφορά ευθέως.

 

Οι Εναγόμενοι ακόμη δίδουν εξήγηση για το πότε η ανάγκη τροποποίησης του υφιστάμενου δικογράφου έγινε σ’ αυτούς αντιληπτή. Όπως σημειώνεται, ήταν μετά την ολοκλήρωση της ετοιμασίας της τεχνικής έκθεσης από την κυρία Άννα Στυλιανού, δηλαδή τον Φεβρουάριο 2023, όταν συζητήθηκε η ουσία της υπόθεσης υπό το φως του περιεχομένου του νέου τεχνικού πορίσματος που είχε μόλις ετοιμαστεί. Δηλαδή συγκρίθηκε το περιεχόμενο της νέας τεχνικής έκθεσης με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς ευθύς με την ετοιμασία του πορίσματος. Αίτηση τροποποίησης αρχικά καταχωρίστηκε στις 13.04.23, ήτοι 2 περίπου μήνες μετά που κατέστη αντιληπτό στους Εναγομένους η ανάγκη τροποποίησης του υφιστάμενου δικογράφου τους. Η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε 9 ημέρες μετά που η αρχική αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο μετά από εκδίκαση της.

 

Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω και χωρίς να έχουν καταρριφθεί οι εξηγήσεις των Εναγομένων στο ζήτημα της καθυστέρησης, κρίνω ότι ο χρόνος που παρήλθε από τότε που κατέστη αντιληπτό στους Εναγομένους η ανάγκη τροποποίησης του υφιστάμενου δικογράφου τους μέχρι που η υπό κρίση αίτηση έχει καταχωριστεί δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, ούτε υπέρμετρος και ούτε αδικαιολόγητος. Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι οι Εναγόμενοι δίδουν εξήγηση για το χρόνο που διέρρευσε. Είναι γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση Πάπαλου δεν αναφέρεται πότε έγιναν γνωστά στους Εναγομένους τα προσωπικά προβλήματα του τεχνικού συμβούλου Νίκου Ιακώβου και ούτε ποια ακριβώς είναι αυτά ώστε να διαφανεί πλήρως το πραγματικό καθεστώς. Θα έπρεπε να είχαν αναφερθεί. Παρόλα αυτά παρέχεται εξήγηση, σε μεγάλο βαθμό θα έλεγα, επί των συνθηκών που περιβάλλουν την υπόθεση σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, η μη δικαιολόγηση της καθυστέρησης με απόλυτη πειστικότητα στην προώθηση του δικονομικού διαβήματος δεν οδηγεί αυτόματα σε απόρριψη της υπό κρίση αίτησης (Νικολάου ν. Μιλτιάδους και άλλης (πιο πάνω)).

 

Την ίδια στιγμή οι Ενάγοντες και οι Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 3 & 5 δεν έχουν θέσει πειστικά επιχειρήματα από τα οποία να καταδεικνύεται με πιο τρόπο επηρεάζονται δυσμενώς τα δικαιώματα και/ή συμφέροντα τους. Μάλιστα για τους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3 & 5 δύναται να εκληφθεί ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν τους αφορούν και κατ’ επέκταση δεν στρέφονται εναντίον τους αφού επικεντρώνονται στις Ενάγουσες. Σε κάθε περίπτωση δεν προκαλείται ζημιά, η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με την κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα. Οι εν λόγω διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία να μελετήσουν το νέο τεχνικό πόρισμα στην ολοκληρωμένη του μορφή και αφού συζητήσουν το περιεχόμενο του με τους εμπειρογνώμονες τους θα είναι σε θέση, εάν το κρίνουν απαραίτητο, να διαμορφώσουν, ανάλογα με το τι ισχύει, την γραμμή απαίτησης και υπεράσπισης τους.

 

Οι Ενάγοντες και οι Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι 3 & 5 συνδέουν την καθυστέρηση με στοιχεία κακοπιστίας που εγείρουν μέσα από τις ενστάσεις τους. Αντίθετα οι Εναγόμενοι διαφωνούν με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και επιμένουν στις δικές τους θέσεις.

 

Έχει ήδη λεχθεί ότι η καθυστέρηση πρέπει να διαπνέεται από καλή πίστη και ότι η ύπαρξη της δεν εξισώνεται κατ' ανάγκη με κακοπιστία. Στην Κώστας Παφίτης & Υιοί Λτδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω) λέχθηκε πως ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή σε αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Στην ίδια υπόθεση λέχθηκαν, μεταξύ άλλων τα εξής:

«Η διαπίστωση κακοπιστίας είναι ζήτημα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου διαπιστωθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Για να αποδειχθεί κακοπιστία, χρειάζεται επαρκής μαρτυρία από την οποία να εξάγεται αβίαστα το σχετικό συμπέρασμα, εφόσον με τη διαπίστωση ύπαρξης κακοπιστίας, η αίτηση  συνήθως οδηγείται σε απόρριψη. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε εντοπίσει σαφή στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων, περί ύπαρξης κακοπιστίας. Το μόνο στοιχείο που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, είναι ότι ο Εφεσίβλητος γνώριζε από πολλού ότι η Έκθεση Υπεράσπισης έχρηζε τροποποίησης και δεν έπραξε οτιδήποτε. Όμως ο Εφεσίβλητος εξήγησε ότι για ένα μέρος του χρόνου, ανέμενε συμπληρωματικά γεγονότα από το μηχανικό του έργου, ο οποίος ήταν άρρωστος. Όμως, ακόμη και αν η καθυστέρηση οφειλόταν σε λάθος ή σε αμέλεια, με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να εξισωθεί με κακοπιστία. Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας στοιχεία που να δείχνουν ή από τα οποία εμείς να συμπεράνουμε ότι σκόπιμα καθυστέρησε η καταχώρηση της αίτησης με απώτερο στόχο την καθυστέρηση της εκδίκασης της αγωγής.»

 

Τα πιο πάνω βρίσκουν έρεισμα στη δική μας περίπτωση. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα δεν έχω εντοπίσει σαφή στοιχεία που να υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς των Εναγόντων και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5 περί ύπαρξης κακοπιστίας. Το ότι μέσα από τις τεχνικές εκθέσεις της κυρίας Στυλιανού εντοπίστηκαν νέοι εξειδικευμένοι επιστημονικοί ισχυρισμοί που κατά την κρίση των Εναγομένων χρήζουν δικογράφησης, οι οποίοι δεν ήταν υπόψη τους προηγουμένως και ούτε περιέχονταν στην τεχνική έκθεση του κυρίου Ιακώβου, δεν συνιστούσαν γεγονότα που ήταν εις γνώση τους ή ότι μπορούσαν να ήταν εις γνώση τους με την άσκηση εύλογης επιμέλειας από μέρους τους. Είναι εξειδικευμένα τεχνικής φύσεως ευρήματα της συγκεκριμένης εμπειρογνώμονα, τα οποία είναι πέραν της γνώσης των Εναγομένων. Σε ότι αφορά το χρόνο που διέρρευσε, για τους λόγους που έχω εξηγήσει αναλυτικά δεν διαπιστώνω μορφή κακοπιστίας. Σε σχέση με την διαζευκτική επίκληση «λόγων υγείας και/ή προσωπικών προβλημάτων» από τον κύριο Νίκο Ιακώβου, το Δικαστήριο έχει εξηγήσει το σκεπτικό του χωρίς να διαπιστώνεται κακοπιστία. Η ουσία παραμένει ότι ο κύριος Νίκος Ιακώβου αδυνατεί ή εν πάση περιπτώσει δεν επιθυμεί να τεκμηριώσει την τεχνική έκθεση του στο Δικαστήριο. Η ανάθεση στην κυρία Άννα Στυλιανού παρέχει διέξοδο στους Εναγομένους στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τον κύριο Νίκο Ιακώβου καθιστώντας δυνατή προώθηση στην υπεράσπιση & ανταπαίτηση τους μέσω επιστημονικής-τεχνικής υποστήριξης. Η στάση του κυρίου Ιακώβου να καταστήσει τον εαυτό του μη διαθέσιμο να χρησιμοποιηθεί βασικός μάρτυρας υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα στην δικαστική διαδικασία της παρούσας αγωγής ήταν γεγονός απρόσμενο που δεν μπορούσαν οι Εναγόμενοι να προβλέψουν και συνεπώς ήταν πέραν του ελέγχου τους. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, η επιλογή που οι Εναγόμενοι είχαν στην προσπάθεια τους για τεκμηρίωση της υπεράσπισης & ανταπαίτησης των Εναγομένων ενώπιον του Δικαστηρίου εδράζεται στον εντοπισμό άλλου τεχνικού ο οποίος θα ετοιμάσει το δικό του ανεξάρτητο τεχνικό πόρισμα που θα υποστηρίξει ενώπιον του Δικαστηρίου ως μάρτυρας υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα. Ένεκα της φύσης της υπόθεσης με εξειδικευμένα τεχνικά επίδικα θέματα, η κυρία Στυλιανού φαίνεται να είναι ουσιώδης μάρτυρας των Εναγομένων στην υπόθεση αυτή. Ενώπιον μου δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να καταδεικνύει το αντίθετο.

 

Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώνω ότι η καθυστέρηση διαπνέεται από καλοπιστία.

 

Επιπλέον προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι κωλύονται να καταχωρήσουν την υπό κρίση αίτηση λόγω δεδικασμένου συνεπεία εφαρμογής των αρχών του estoppel και laches. Με βάση τον ισχυρισμό εμποδίζεται η καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης ένεκα του χρόνου που παρήλθε μέχρι την καταχώρηση της.

 

Το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι επιθυμούν να τροποποιήσουν δικογραφημένους ισχυρισμούς στην έκθεση υπεράσπισης & ανταπαίτησης τους δεν μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες δεδικασμένου. Αν όντως ευσταθούσε αυτή η θέση του Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγομένου 5, τότε ουδεμία τροποποίηση δικογράφου θα μπορούσε να γίνεται. Η προβαλλόμενη θέση έρχεται σε σύγκρουση τόσο με τους Διαδικαστικούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας που επιτρέπουν την τροποποίηση δικογράφου όσο και με τις νομικές αρχές που την καθιστούν δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως αυτές έχουν εξηγηθεί μέσα από τη νομολογία.

 

Συνεπώς δεν υφίσταται ζήτημα δεδικασμένου.

 

Το ερώτημα που χρήζει εξέτασης είναι αν υφίσταται οποιοδήποτε κώλυμα στην καταχώριση και προώθηση της παρούσας αίτησης. Η μακρά εκκρεμότητα μιας αγωγής δεν μπορεί να επενεργήσει απόλυτα σαν κώλυμα στην έγκριση του αιτήματος τροποποίησης δικογράφου, αλλά αποτελεί παράγοντα ο οποίος επαυξάνει την ανάγκη για ταχύτερη προώθηση της διαδικασίας. Όπως ήδη λέχθηκε προηγουμένως, η καθυστέρηση για να συνιστά κώλυμα θα πρέπει να μην είναι καλόπιστη (Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44).

Η κατάληξη του Δικαστηρίου για απουσία κακοπιστίας που να διαπνέει την υπό κρίση αίτηση εκμηδενίζει το ενδεχόμενο δημιουργίας κωλύματος στην καταχώρηση και προώθηση της.  

 

Παράλληλα δεν συμμερίζομαι τη θέση των Εναγόντων και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5 ότι τυχόν έγκριση των αιτουμένων τροποποιήσεων θα εκτροχιάσει τη διαδικασία. Έχω ήδη εξηγήσει το σκεπτικό του Δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό.

 

Επίσης προωθείται η θέση για επηρεασμό συνταγματικών δικαιωμάτων τους, περιλαμβανομένου του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, εάν και εφόσον εγκριθούν οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Με κάθε σεβασμό διαφωνώ με τους Ενάγοντες και τους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3 & 5. Το επιχείρημα τους αυτό δεν ευσταθεί επειδή οι εν λόγω διάδικοι έτσι και αλλιώς θα έχουν την ευκαιρία να απαντήσουν στις αιτούμενες τροποποιήσεις, σε περίπτωση βέβαια που αυτές εγκριθούν, μέσα από την τροποποιημένη απάντηση στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση και υπερασπίσεις τους στην ανταπαίτηση των Εναγομένων που θα καταχωρίσουν.

 

Παράλληλα θεωρώ ότι το συνταγματικό δικαίωμα των Εναγουσών και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως 3 & 5 για εκδίκαση της υπόθεσης τους εντός εύλογου χρονικού διαστήματος αντισταθμίζεται από το επίσης συνταγματικό δικαίωμα των Εναγομένων να έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζω σε οποιαδήποτε περίπτωση την έννοια και σημασία του άρθρου 30 του Συντάγματος. Στην υπόθεση Πάρη Χριστοφίδη v Κώστα Λουκά (1998) 1 Α.Α.Δ. 389, η οποία αν και δεν αφορά αίτηση τροποποίησης εντούτοις το σκεπτικό της βρίσκει έρεισμα στην παρούσα περίπτωση, τονίστηκε ότι η αξίωση για δίκαιη δίκη μέσα σε εύλογο χρόνο δεν εξετάζεται κάτω από απόλυτους χρονολογικούς όρους. Συνεκτιμούνται οι ιδιαιτερότητες της κάθε περίστασης αλλά η κατάληξη τροχιοδρομείται ενόψει και του παράλληλου συνταγματικού δικαιώματος των διαδίκων για ακρόαση.

 

Επιπλέον προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι Εναγόμενοι επιδιώκουν να εισαγάγουν νέα επίδικα θέματα και να μεταβάλουν τόσο το ύψος όσο και το είδος της ανταπαίτησης τους σε πολύ προχωρημένο στάδιο με νέους υπολογισμούς και αξιώσεις.

Με κάθε σεβασμό δεν συμμερίζομαι τις πιο πάνω απόψεις. Μέσα από την υφιστάμενη υπεράσπιση & ανταπαίτηση οι Εναγόμενοι δικογραφούν, ανάμεσα σ’ άλλα, ισχυρισμό για πλημμελή εκτέλεση εργασιών κατά παράβαση όρων του συμβολαίου με αποτέλεσμα να υπάρχουν κακοτεχνίες στο έργο, καθώς επίσης διενέργεια υπερπληρωμών ένεκα υπερχρεώσεων στην εκτελεσθείσα εργασία, συνεπεία των οποίων οι Εναγόμενοι υπέστηκαν έξοδα, ζημιές, απώλειες και βλάβες. Με τις αιτούμενες τροποποιήσεις παρέχονται λεπτομέρειες τέτοιων ζημιών και απωλειών όπως τις εντόπισε η κυρία Στυλιανού στην τεχνική έκθεση της που ετοίμασε. Παρουσιάζεται μία συνοπτική καταγραφή τέτοιων κατ’ ισχυρισμό κακότεχνων εργασιών, υπερπληρωμών που έγιναν και υπερχρεώσεων εκτελεσθείσας εργασίας, όπως προφανώς καταγράφονται στο νέο τεχνικό πόρισμα. Επιχειρείται να υποδειχτεί η θέση των Εναγομένων ως προς το είδος του συμβολαίου του έργου από το φακό του επιμετρητή ποσοτήτων-συμβούλου κόστους κατασκευών, όπως είναι η επαγγελματική ιδιότητα της κυρίας Άννας Στυλιανού. Ακόμη υπάρχει πρόθεση να δικογραφηθεί ισχυρισμός για τη μέθοδο μέτρησης και υπολογισμού ποσοτήτων εκτελεσθείσας εργασίας, η θέση τους για το αποτέλεσμα λανθασμένου υπολογισμού ποσοτήτων χρησιμοποιώντας κατά τη γνώμη τους εσφαλμένη μέθοδο επιμέτρησης εκτελεσθείσας εργασίας. Το δε σύνολο των κατ’ ισχυρισμό ζημιών και βλαβών που επιχειρείται να δικογραφηθεί με τα αιτούμενες τροποποιήσεις είναι, όπως ήδη λέχθηκε, μικρότερο από αυτό που ήδη σημειώνεται στο υφιστάμενο δικόγραφο.

 

Με την υπό κρίση αίτηση δεν εισάγονται νέες βάσεις υπεράσπισης και/ή ανταπαίτησης. Σε περίπτωση έγκρισης των αιτουμένων τροποποιήσεων, το εν λόγω δικόγραφο των Εναγομένων θα εδράζεται στο ίδιο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο. Η διαφοροποίηση έγκειται στην καταγραφή εξειδικευμένων τεχνικών λεπτομερειών και ζημιών που πηγάζουν μέσα από την τεχνική έκθεση της κυρίας Στυλιανού και των εγγράφων συμβολαίου. Επομένως η εκδοχή των Εναγομένων δεν διαφοροποιείται επί της ουσίας της αλλά διορθώνεται και εμπλουτίζεται υπό τη μορφή συμπλήρωσης ώστε να παρουσιάζεται ολοκληρωμένη στην πραγματική και νομική διάσταση της.

  

Χωρίς να αλλοιώνεται ο πυρήνας του υφιστάμενου δικογράφου και δίχως να προστίθενται νέες βάσεις ανταπαίτησης, με τις αιτούμενες τροποποιήσεις επιδιώκεται να αναφερθούν στο υφιστάμενο δικογραφημένο πλαίσιο ισχυρισμοί και αξιώσεις που να ευθυγραμμίζονται με τα ευρήματα των νέων τεχνικών εκθέσεων ώστε το είδος, το ύψος και η έκταση των απαιτήσεων των Εναγομένων να ταυτίζονται με τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις που περιέχονται στα τεχνικά πορίσματα της επιμετρητού ποσοτήτων / συμβούλου κόστους κατασκευών κυρίας Στυλιανού που διορίστηκε εις αντικατάσταση του τεχνικού συμβούλου κυρίου Ιακώβου ο οποίος πλέον δεν μπορεί να προσέλθει στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει και να επεξηγήσει το περιεχόμενο της δικής του τεχνικής έκθεσης λόγω προσωπικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει. Είναι γι’ αυτό που μέρος των αιτουμένων τροποποιήσεων (§Α(α)) επιδιώκουν προσθήκη της φράσης «και/ή την επιμετρητή ποσοτήτων/σύμβουλο κόστους κατασκευών κα Άννα Ιακώβου Στυλιανού».

 

Από τη στιγμή που για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί οι ισχυρισμοί που επιχειρούνται να εισαχθούν με τις αιτούμενες τροποποιήσεις καλύπτονται από τη δικογραφημένη βάση υπεράσπισης & ανταπαίτησης που περιέχονται στο υφιστάμενο δικόγραφο, χωρίς δικαιολογημένα να προκύπτει ζήτημα παραγραφής, οι περί του αντιθέτου θέσεις των Εναγόντων και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5 δεν ευσταθούν.

 

Ακόμη όμως και να θεωρηθεί ότι επιχειρείται η εισαγωγή νέας βάσης ανταπαίτησης, η οποία δεν έχει παραγραφεί, η υπό κρίση αίτηση δεν οδηγείται χωρίς άλλο σε απόρριψη αλλά ο παράγοντας αυτός συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στοιχεία (Χρίστου v. Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ. 704). Σε κάθε περίπτωση ο πυρήνας του συγκεκριμένου δικογράφου ουσιαστικά παραμένει ο ίδιος.

 

Την ίδια στιγμή δεν εντοπίζω οποιοδήποτε στοιχείο που να καθιστά την προώθηση της παρούσας διαδικασίας καταχρηστική. Οι Εναγόμενοι ασκούν το δικονομικό δικαίωμα που τους παρέχουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καταχωρώντας αίτηση απαλλαγμένη από το στοιχείο κακοπιστίας προκειμένου να εισαχθούν ισχυρισμοί που με τη δικογράφηση τους θα οδηγήσουν σε διεξοδική επίλυση των επιδίκων ζητημάτων σε συνολική και διασαφηνισμένη μορφή δια της ίδιας νομικής διαδικασίας στο πραγματικό και νομικό τους πλαίσιο. Ο χρόνος που παρήλθε από μόνος του δεν συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.  

 

Η δε αναγκαιότητα και συνάμα χρησιμότητα των αιτουμένων τροποποιήσεων έχουν εξηγηθεί προηγουμένως. Δεν σκοπεύω να επανέλθω στο θέμα αυτό. Παραπέμπω στον αναλυτικό σχολιασμό που έχω προβεί προηγουμένως. Τα δε επίδικα θέματα όχι μόνο δεν περιπλέκονται αλλά αντίθετα διασαφηνίζονται με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται στην συνολική τους μορφή και στην ολοκληρωμένη τους διάσταση. Τα επίδικα ζητήματα εντάσσονται στο ίδιο πλέγμα ουσιωδών γεγονότων, κάτι το οποίο έχω επίσης σχολιάσει προηγουμένως. Οι αιτούμενες τροποποιήσεις κρίνονται αναγκαίες αφού τείνουν να διασαφηνίσουν τις θέσεις των Εναγομένων και να αποκρυσταλλώσουν την εκδοχή τους, κάτι που θα αποβεί προς όφελος της καλύτερης απονομής της δικαιοσύνης.   

 

Επαναλαμβάνω ότι τα δικαιώματα των Εναγόντων και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5 δεν επηρεάζονται δυσμενώς και/ή σε ανεπανόρθωτο βαθμό. Οι νέες τεχνικές εκθέσεις έχουν ήδη αποκαλυφθεί εδώ και 14 μήνες περίπου. Το κυρίως περιεχόμενο του πορίσματος βρίσκεται εδώ και καιρό στην κατοχή των Εναγουσών και των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5. Σε κάθε περίπτωση είχαν το χρόνο να μεριμνήσουν ώστε να τεθεί στην κατοχή τους από τότε που αποκαλύφθηκε. Όσα δε παρατήματα των τεχνικών εκθέσεων δεν έχουν δοθεί στις Ενάγουσες και στους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3 & 5, θα δοθούν ή έστω μπορούν να δοθούν το συντομότερο δυνατό, αν δεν έγινε ήδη αυτό. Οι Ενάγουσες διαθέτουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και εμπειρογνωμοσύνη για να τα μελετήσουν και να τα αξιολογήσουν για σκοπούς απαίτησης και υπεράσπισης τους στην ανταπαίτηση των Εναγομένων. Η μελέτη του τεχνικού πορίσματος της κυρίας Άννας Στυλιανού μπορεί να γίνει από υπαλλήλους των Εναγουσών, οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιο επαγγελματικό χώρο με την κυρία Στυλιανού. Σε κάθε περίπτωση, η όποια τυχόν ζημιά που προκαλείται μπορεί να αποζημιωθεί με την κατάλληλη διαταγή ως προς τα έξοδα. Στην επιδίκαση τέτοιων εξόδων εντάσσεται και το κόστος που θα προκύψει από ενδεχόμενο διορισμό νέου εμπειρογνώμονα που τυχόν χρειαστεί για τη μελέτη της τεχνικής έκθεσης της κυρίας Άννας Στυλιανού εάν και εφόσον αυτό δεν μπορεί να είναι εφικτό από τεχνικούς υπαλλήλους των Εναγουσών. Ωστόσο κάτι τέτοιο για τους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3 & 5 δύναται να εκληφθεί εκ του περισσού επειδή οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν αφορούν και κατ’ επέκταση δεν στρέφονται εναντίον των Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένων 3 & 5, παρά μόνο επικεντρώνονται στις Ενάγουσες.

 

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η φιλελεύθερη τάση της νομολογίας σε ότι αφορά το νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2015 είναι να επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφων νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα, πράγμα ή ο αιτητής βέβαια δεν ενεργεί κακόπιστα. Εδώ κανένα από αυτά τα δύο ισχύει (Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ v. Χαρίδη (2011) 1 Α.Α.Δ. 825, Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα (πιο πάνω)). Στην τελευταία υπόθεση επιτράπηκε η τροποποίηση δικογράφου 12 χρόνια μετά την καταχώρηση αγωγής αφού καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπήρχε ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.

 

Το συμφέρον της δικαιοσύνης που είναι ο κυρίαρχος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη, το οποίο αποτιμάται ύστερα από συνεκτίμηση όλων των παραμέτρων της κάθε υπόθεσης, εξασφαλίζεται με την έγκριση των αιτουμένων τροποποιήσεων αφού σε τέτοια περίπτωση ο χειρισμός της σοβαρής αυτής υπόθεσης που περιλαμβάνει την εκδίκαση πολύπλοκων και συνάμα εξειδικευμένων επιδίκων θεμάτων τεχνικής φύσεως θα γίνει κατά τρόπο δίκαιο, διασφαλίζοντας ότι οι όλοι οι διάδικοι θα έχουν την ευκαιρία επί ίσους όρους να παρουσιάσουν τις θέσεις τους διασαφηνισμένα και ολοκληρωμένα, όπως οι ίδιοι επιθυμούν, με αποτέλεσμα να προσδιορίζεται η ουσία των διαφορών τους που χρήζουν επίλυσης λαμβάνοντας υπόψη τις οικονομικές συνθήκες τους, χωρίς να παραγνωρίζεται το κόστος και η ανάγκη για σύντομη ολοκλήρωση της υπόθεσης. Θεωρώ ότι ο πρωταρχικός σκοπός και το καθήκον του Δικαστηρίου να διαχειριστεί την υπόθεση αυτή δυνάμει του Μέρους 1 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας δύναται να εξυπηρετηθεί με την έγκριση των αιτουμένων τροποποιήσεων.          

 

Κατόπιν συνεκτίμησης όλων των παραγόντων που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα δεδομένα της υπόθεσης (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. κ.α. ν. Βιομ. Χαρ. Αλωνεύτης Λτδ κ.α. (2002) 1(Α) ΑΑΔ 237,  Αθηνόδωρος Βασιλειάδης κ.α. v. Πετρολίνα Λτδ (πιο πάνω), Astor Manufacturing & Exporting Co κ.α. v. A.G. Lenentis & Company (Nigeria) Ltd και άλλου (πιο πάνω)), όπως αυτοί αναπτύχθηκαν και σχολιάστηκαν πιο πάνω και εφαρμόστηκαν στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης αυτής, κρίνω ότι το συμφέρον της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μου υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση αίτησης. Όλοι οι λόγοι ένστασης έχουν εξεταστεί και κρίνονται ανεδαφικοί και αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, οι ενστάσεις απορρίπτονται στην ολότητα τους και η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει.

 

Συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης της έκθεσης υπεράσπισης & ανταπαίτησης των Εναγομένων ως τα σημεία που σημειώνονται στο σώμα της υπό κρίση αίτησης. Η τροποποιημένη Έκθεση Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης των Εναγομένων να καταχωριστεί εντός 15 ημερών από τη σύνταξη του παρόντος διατάγματος. Ακολούθως να καταχωριστεί Απάντηση στην τροποποιηθείσα Έκθεση Υπεράσπισης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση από τις Ενάγουσες και τυχόν Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3 & 5 εντός 15 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Έκθεσης Υπεράσπισης & Ανταπαίτησης. Τυχόν Απάντηση στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από τους Εναγομένους να καταχωριστεί εντός 7 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Απάντησης στην τροποποιηθείσα Έκθεση Υπεράσπισης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση. 

 

Ένεκα του στοιχείου του επείγοντος που υπάρχει, το παρόν διάταγμα να συνταχθεί εντός 5 εργασίμων ημερών από σήμερα.

 

Τα έξοδα που θα σπαταληθούν λόγω της τροποποίησης (thrown away expenses) καθώς επίσης τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των Εναγουσών και εναντίον των Εναγομένων.

 

Σε ότι αφορά τους Εξ’ Ανταπαιτήσεως Εναγομένους 3, 4 & 5, επειδή οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν τους αφορούν ουδεμία διαταγή για έξοδα εκδίδεται.

 

 

                                                                        (Υπ.)    .................................

                                                                                     Γ. Κ. Βλάμης, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο