ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρήστου Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

 

   Γεν. Αίτηση Αρ.:  391/2018 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2004 Η ΟΠΟΙΑ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ 8(ΙΙΙ)/2005  

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ (ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΓΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ) ΝΟΜΟ 2000, Ν.121(Ι)/2000  

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΝΙΝΣΚΥ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΛΟΥΓΚΑΝΣΚ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2012 ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 2-737/2012 ΜΕΤΑΞΥ SVITLICHΝYΙ I.P. KAI PUBLIC JOINT STOCK COMPANY COMMERCIAL BANKPRIVATBANK” ”  

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΛΟΥΓΚΑΝΣΚ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012 ΣΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ 22ц-2945 ΜΕΤΑΞΥ PUBLIC JOINT STOCK COMPANY COMMERCIAL BANKPRIVATBANK” ΩΣ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ SVITLICHΝYI I.P. ΩΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ 

 

ΚΑΙ 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ ΓΙΑ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012 ΜΕΤΑΞΥ PUBLIC JOINT STOCK COMPANY COMMERCIAL BANKPRIVATBANK” ΚΑΙ ΤΟΥ SVITLICHΝYI I.P. 

ΜΕΤΑΞΥ: 

SVITLICHΝYI Ι.P, ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ  

AITHTH 

ΚΑΙ 

 

PUBLIC JOINT STOCK COMPANY COMMERCIAL BANK “PRIVATBANK”,  

ΜΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕΣΩ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΟΔΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ’ 52Α, 1075, ΛΕYΚΩΣΙΑ ΑΔΕΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥ ΔΕΟΝΤΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΑΔΕΙΑΣ BS 4523  

KAΘ’ ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ 

Ημερομηνία:12 Απριλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τον  Αιτητή: Ο κ. Φοίβος Ζωμενής για Χάρης Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για την Καθ’ ης η αίτηση: Ο κ. Γιώργος Τριανταφυλλίδης, Θεόδωρος Οικονόμου  και Μαρία Χριστοδούλου για  Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., ο κ. Γιάννης Χριστοδούλου και η κ. Ιρένα Μαδέλλα για Chrysses Demetriades & Co LLC και ο κ. Χρίστος Ευσταθίου για Ευσταθίου & Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(σε αίτηση   ημερ. 26.10.2018  για αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης)

Ο Αιτητής  αιτείται όπως εκδοθούν τα ακόλουθα διατάγματα (καταγράφονται αυτούσια):

«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση σαν να ήταν απόφαση εκδοθείσα από Κυπριακό Δικαστήριο της απόφασης ημερομηνίας 29 Μαρτίου 2012 που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λενίνσκυ της Πόλης Λουγκάνσκ της Ουκρανίας στην υπόθεση υπ' αριθμό 2-737/2012 υπέρ του Svitlichnyi Ι.Ρ. και εναντίον της Public Joint Stock Company Commercial Bank "Privatbank", ως τροποποιήθηκε με την εις το Αιτητικό Β κατωτέρω απόφαση του Επαρχιακού Εφετείου Λουγκάνσκ στην Ουκρανία ημερομηνίας 10 Ιουλίου 2012 στην υπόθεση υπ' αριθμό 22 u -2945.

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση σαν να ήταν απόφαση εκδοθείσα από Κυπριακό Δικαστήριο της απόφασης ημερομηνίας 10 Ιουλίου 2012 που εξέδωσε το Επαρχιακό Εφετείο Λουγκάνσκ στην Ουκρανία στην υπόθεση υπ' αριθμό 22 4 -2945 με την οποία τροποποιήθηκε μερικώς η στο Αιτητικό «Α» αναφερομένη απόφαση.

Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση σαν να ήταν απόφαση εκδοθείσα από Κυπριακό Δικαστήριο της απόφασης  ημερομηνίας 26 Νοεμβρίου 2012 του Ανωτάτου Εξειδικευμένου Δικαστηρίου της Ουκρανίας για Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις μεταξύ της Public Joint Stock Company Commercial Bank "PrivatBank" και του Svitlichnyi Ι.Ρ. η οποία επικύρωσε τις εις τα Αιτητικά Α και Β αναφερόμενες αποφάσεις».

Το ζήτημα που θα με απασχολήσει είναι κατά πόσο η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λενίνσκυ της Επαρχίας Λουγκάνσκ στην υπόθεση αριθμός 2-737/2012 ημερομηνίας 29ης Μαρτίου 2012 όπως αυτή τροποποιήθηκε από Απόφαση του Εφετείου ημερ. 10.07.2012 η οποία κατά τον Αιτητή κατέστη τελεσίδικη και εκτελέσιμη (Final and enforceable) μόνο στις 26.11.2012 με την έκδοση της Απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο ως περιγράφεται πιο πάνω στο αιτητικό Γ της αίτησης. Ουσιαστικά όπως είναι κοινά αποδεκτό και οι τρείς ως άνω αποφάσεις συνιστούν μία και μόνο απόφαση η οποία διεξήλθε από όλα τα στάδια για να καταστεί τελεσίδικη. Επομένως προς εγγραφή ως είναι κοινό έδαφος είναι η 1η απόφαση υπό το αιτητικό Α της αίτησης  με τη διαφοροποίηση που επήλθε σε αυτή ως προς τη χρονική περίοδο που ισχύει σε σχέση με τους τόκους και έτσι εφόσον υπάρχει συμφωνία επί τούτου ως η αγόρευση των δικηγόρων του Αιτητή  απαντώντας στον λόγον ένστασης 14 δεν θα πρέπει να διαταχθεί η εγγραφή και των τριών αποφάσεων που αναφέρονται στην αίτηση αλλά μόνο της πρώτης, όπως αυτή διαφοροποιήθηκε από αυτή του Εφετείου.

Η αίτηση όπως και η ένσταση βασίζονται στη Συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για νομική συνεργασία σε αστικά θέματα ημερομηνίας 6 Σεπτεμβρίου 2004 η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 8(ΙΙΙ)/2005, άρθρα 1,2,5,20,21,22 και 23, στον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000, Ν. 121(Ι)/2000 άρθρα 1 έως 6, στον περί Δικαστηρίων Ν. 14/1960 άρθρα 2, 29, 30 και 33, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 άρθρα 14,15 και 22, στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 άρθρα 346,347, 347 Α και 352, στον περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμο του 2002, άρθρα 1,2,3 και 4, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς Δ.1 Θ. 1, Δ.5 Θ. 7, Δ.39, Δ.48 Θ.Θ. 1 – 9, Δ.64 και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου. Με την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση να προσθέτει τον περί Τόκου Νόμο του 1977 (Ν.2/1977), τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμο και συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν.160 (Ι)/1999) και τη νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εμφαίνονται σε ένορκο δήλωση την οποία υπογράφει ο κ. Vsevolod Volkov («η Ε/Δ Volkov») και στις συνημμένες σε αυτή ενόρκους δηλώσεις με τις μεταφράσεις τους του Αιτητή κ. Ivan Petrovich Svitlinchnyy (Τεκμ. Ι και IA στη Ε/Δ Volkov), του κ. Valeriy Kudryatsev (Τεκμ. ΙΙ και ΙΙ Α  στην Ε/Δ Volkov) και του Prof. P.V. Pantaliienko (Τεκμ. VII & VII A στη Ε/Δ Volkov) στην ένορκο δήλωση της μεταφράστριας Gallina Kalli και στα διάφορα έγγραφα τεκμήρια που συνοδεύουν αυτές.

Η Καθ’ ης η αίτηση στην ένσταση της προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους η αίτηση δεν μπορεί να πετύχει. Η ένσταση υποστηρίζεται από τις ενόρκους δηλώσεις του κ. Andrii Stupak και κ. Anna Pravdenko Alexandrou οι οποίες συνοδεύονται από διάφορα έγγραφα/ τεκμήρια με τις μεταφράσεις τους.

Προς αποφυγή επαναλήψεων αποφεύγω την καταγραφή των λόγων ένστασης και όσων υποστηρίζονται στις ως άνω ενόρκους δηλώσεις εφόσον όσα από αυτά έχουν την σημασία τους για την κατάληξη μου στα αναγκαία συμπεράσματα θα καταγραφούν και σχολιαστούν κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει.    

Προσκομίστηκε διά ζώσης μαρτυρία τόσο από πλευράς του Αιτητή όσων και της Καθ’ ης η αίτηση η οποία συνίστατο ουσιαστικά σε κατάθεση γνώμης/ εμπειρογνωμοσύνης επί των γεγονότων σε συνάρτηση  με το ισχύον δίκαιο  στην Ουκρανία σε ζητήματα που επηρεάζουν και τέθηκαν και από τις δύο πλευρές ως προς το δικαιολογημένο  ή όχι της αίτησης. Για την πλευρά του Αιτητή κατέθεσε ο κ. Vsevolod Volkov η γραπτή δήλωση του οποίου σημειώθηκε ως Έγγραφο Α. Αυτός ήταν που υπέγραψε και την ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης. Για δε την Καθ’ ης η αίτηση κατέθεσαν οι κ.κ.Oleksandr Chernykh, Andrii Pozhydaiev και  Oleh Samsonovych, οι γραπτές δηλώσεις των οποίων σημειώθηκαν ως Έγγραφα Β, Γ και Δ αντίστοιχα. Οι μάρτυρες κατέθεσαν διάφορα έγγραφα με τις μεταφράσεις τους σχετιζόμενα με την υπόθεση τα οποία  αριθμήθηκαν ως Τεκμ. 1 – 37. Έχω μελετήσει τόσο την προφορική όσο και την έγγραφη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και αυτή θα αξιολογηθεί στη συνέχεια της απόφασης έχοντας υπόψη και τη δήλωση ότι: «η μη αντεξέταση των μαρτύρων της κάθε πλευράς από την άλλη, σε οποιοδήποτε σημείο της αρχικής ένορκης δήλωσης, δεν συνιστά παραδοχή των ισχυρισμών που εκεί αναφέρονται» (Σχετ. στο πρακτικό ημερ. 31.01.2023 στις σελ. 12 και 13).

 

ΟΙ ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ:

 

Στις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τόσο του Αιτητή όσο και της Καθ’ ης η αίτηση έκαναν εκτεταμένη αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης  και στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και πως τα αντιλαμβάνεται αυτά η κάθε πλευρά με αναγωγή στη νομική πτυχή που τα διέπει.  Όπου χρειαστεί κατά την ανάλυση που θα ακολουθήσει,  θα επανέλθω στις εισηγήσεις των δύο πλευρών και θα τύχουν του ανάλογου σχολιασμού έχοντας ασφαλώς υπόψη όσα επιτάσσει η νομολογία μας, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα όσα οι συνήγοροι των δύο πλευρών έθεσαν ενώπιον μου, περιοριζόμενος σε όσα αφορούν αποκλειστικά και μόνον τα προς εξέταση επίδικα ζητήματα  και είναι αναγκαία για την κατάληξη του Δικαστηρίου (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490, Ανδρονίκου κ.ά. v. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 486, την Έφεση Αρ. 22/2018 του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου Μ.Φ.Χ. v. Μ.Χ. με ημερ.28.09.2021 και την απόφαση στην υπόθεση και πάλι του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην Έφεση Αρ. 20/2020 Γ.Λ. v. Χ.Ι. ημερ. 15.12.2021). 

ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΠΟΥ ΤΑ ΔΙΕΠΕΙ:

Προχωρώ με την εξέταση του κατά πόσον η απόφαση της οποίας επιζητείται η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση συγκεντρώνει όλες ανεξαιρέτως τις προϋποθέσεις σε σχέση με τις οποίες θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο για να προχωρήσει στην αποδοχή της αίτησης.  

Όπως έθεσαν το ζήτημα οι συνήγοροι και των δύο πλευρών το πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται η διαδικασία για την αναγνώριση και εγγραφή αλλοδαπής απόφασης, όπως αυτό  προδιαγράφεται από τη σχετική νομοθεσία και νομολογία, είναι πολύ περιορισμένο.  Το Δικαστήριο εξετάζει απλώς κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες καθορίζονται περιοριστικά  στη σχετική νομοθεσία και σε τυχόν διμερή ή άλλη σύμβαση που τυγχάνει εφαρμογής κατά περίπτωση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει ζητήματα που θα μπορούσαν ενδεχομένως να εγερθούν ενώπιον των Δικαστηρίων της χώρας προέλευσης της απόφασης. 

Τα ως άνω,  καθοδηγητικά ως προς την ακολουθητέα διαδικασία, δίδουν απάντηση σε πλείστα από τα ζητήματα που εγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της μαρτυρίας αλλά και κατά την τελική εισήγηση της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση. Το Δικαστήριο ασφαλώς οφείλει να αποφύγει να καταλήξει σε ευρήματα τα οποία ευρίσκονται εντελώς εκτός  της εμβέλειας αυτής της διαδικασίας, όπως για παράδειγμα το πρωταρχικό ζήτημα που τέθηκε ήδη και υπό μορφή ένστασης όταν θα κατατίθεντο ως προς την γνησιότητα ή αυθεντικότητα εγγράφων τα οποία αναντίλεκτα εκδόθηκαν και υπογράφηκαν από δικαστικούς λειτουργούς στην Ουκρανία. Από πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση καταβλήθηκε προσπάθεια να εγερθούν υπόνοιες σχετικά με τον δικαστή που εξέδωσε συγκεκριμένα έγγραφα.  Από τη στιγμή όμως που τα έγγραφα αυτά, κατά παραδοχή και της Καθ’ ης η αίτηση, ουδέποτε ακυρώθηκαν από αρμόδιο δικαστήριο της Ουκρανίας, παρά τις κατά καιρούς αμφισβητήσεις που ήγειρε σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου από την Καθ΄ ης η αίτηση, κρίνω ότι δεν υπάρχει έδαφος για το Δικαστήριο αυτό να μην τα αποδεχθεί. Η μόνη επιλογή του  Δικαστηρίου  είναι  η αποδοχή  τους  στην όψη  τους.  Οτιδήποτε άλλο θα αποτελούσε παρέκκλιση  από το ορθό πλαίσιο εξέτασης της αίτησης.

Το ερώτημα που θα πρέπει να με απασχολήσει πρωταρχικά είναι οι  Ουκρανικές αποφάσεις και τι αφορούσαν αυτές;

Σύμφωνα με την απόφαση με ημερομηνία 29.03.2012 (Αιτητικό Α της αίτησης), το Επαρχιακό Δικαστήριο Λενίνσκυ της πόλης Λουγκάνσκ στην Ουκρανία προβαίνοντας σε σχετικά ευρήματα αποδέχθηκε την αξίωση του Αιτητή με την οποία ζητούσε να του επιστραφεί το ποσό της κατάθεσης στην οποία είχε προβεί στην Καθ’ ης η αίτηση Τράπεζα μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή ο Αιτητής είχε καταθέσει ποσό χρημάτων στην Καθ’ ης η αίτηση Τράπεζα κάτω από συγκεκριμένους όρους. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Αιτητής ζήτησε μάταια  την επιστροφή του. Έτσι η Καθ’ ης η αίτηση οφείλει να επιστρέψει στον Αιτητή το ποσό της κατάθεσης του και τους τόκους από 06.07.1995 μέχρι την 29.03.2012 (Σχετ. είναι το Τεκμ. IV στην Ε/Δ Volkov μεταφρασμένη ως είναι στην ελληνική γλώσσα και ως αυτή τροποποιήθηκε από την απόφαση του Εφετείου σε σχέση με τους τόκους οι οποίοι θα υπολογιστούν μέχρι την 29.07.2003). 

Ακολούθησε η απόφαση του Επαρχιακού Εφετείου του Λουγκάνσκ ημερομηνίας 10 Ιουλίου 2012 (Αιτητικό Β της αίτησης), η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με μόνη διαφοροποίηση την  περίοδο για την οποία είναι πληρωτέος τόκος,  η οποία μειώθηκε  από την περίοδο  06.07.1995 μέχρι 29.03.2012 (η πρωτόδικη απόφαση) για την περίοδο από την 06.07.1995 μέχρι 06.07.2003 (Σχετ. το Τεκμ. V στην Ε/Δ Volkov μεταφρασμένη ως είναι στην ελληνική γλώσσα).

Τέλος, η απόφαση του Ανωτάτου Εξειδικευμένου Δικαστηρίου της Ουκρανίας για Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις ημερομηνίας 26 Νοεμβρίου 2012 (Αιτητικό Γ της αίτησης), με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση όπως αυτή διαφοροποιήθηκε με την απόφαση του Εφετείου (Σχετ. το Τεκμ. VΙ στην Ε/Δ Volkov μεταφρασμένη ως είναι στην ελληνική γλώσσα).

Η νομική βάση της αίτησης διέπετε μεταξύ άλλων από τις ακόλουθες νομοθεσίες:

(α) Την Συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για Νομική Συνεργασία σε Αστικά Θέματα Ημερ. 06.09.2004 η οποία κυρώθηκε με τον Νόμο 8 (ΙΙΙ)/2005 (στη συνέχεια «η  Σύμβαση»),

(β) τον περί Αποφάσεων Αλλοδαπών Δικαστηρίων (Αναγνώριση, Εγγραφή και Εκτέλεση Δυνάμει Συμβάσεως) Νόμο του 2000 (Ν. 121(Ι)/2000) και

(γ) τον περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμο του 2002 (Ν.103(Ι)/2002).

Στο Άρθρο 21 της Σύμβασης καθορίζονται τα κριτήρια με τα οποία ο Αιτητής οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο:

(α) Ότι η απόφαση είναι τελεσίδικη και εκτελέσιμη σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο κράτος το οποίο εκδόθηκε,

(β) σε περίπτωση απόφασης που εκδόθηκε ερήμην (κάτι που εδώ δεν ισχύει), ότι ο  εναγόμενος ειδοποιήθηκε δεόντως για την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, τον τόπο, ημερομηνία και χρόνο της ακρόασης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Μέρους στο Κράτος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση,  

(γ)  ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε άλλη τελεσίδικη απόφαση για το ίδιο επίδικο θέμα μεταξύ των ιδίων μερών,

(δ)  ότι δεν  άρχισε  δικαστική διαδικασία  μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο  επίδικο θέμα σε δικαστήριο του αιτούμενου Συμβαλλόμενου Μέρους, πριν από τη διαδικασία στην οποία εκδόθηκε η σχετική απόφαση,

(ε)   ότι η αναγνώριση της ή εκτέλεση της απόφασης δεν αντίκειται προς τη δημόσια τάξη στο Κράτος στο οποίο επιζητείται η  αναγνώριση,

(στ) ότι η απόφαση ή τα αποτελέσματα της δεν είναι ασυμβίβαστη/α προς τις βασικές αρχές ή οποιοδήποτε νόμο  του  συμβαλλομένου μέρους στο οποίο επιζητείται η  αναγνώριση,

(ζ)   ότι η  απόφαση δεν εκδόθηκε από αναρμόδιο δικαστήριο.   

Στο Άρθρο 22 της Σύμβασης γίνεται πρόνοια για διαδικαστικά ζητήματα, όπως ότι η αίτηση συνοδεύεται από:

(α) πιστοποιημένο αντίγραφο της απόφασης,

 

(β) έγγραφο το  οποίο πιστοποιεί ότι  είναι τελεσίδικη και εκτελέσιμη, εκτός αν αυτό καταδεικνύεται στην ίδια την απόφαση,

(γ) μετάφραση των πιο πάνω.

Σύμφωνα με το Άρθρο 23(1)  της Σύμβασης για θέματα διαδικασίας που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση εφαρμόζεται ο εθνικός νόμος.

 Σύμφωνα δε με το Άρθρο 23(2) της Σύμβασης: «Το Δικαστήριο που θα αποφασίσει πάνω στην αίτηση για αναγνώριση και/ή εκτέλεση της απόφασης θα περιορίζεται στη διαπίστωση πλήρωσης των όρων που καθορίζονται στο Άρθρο 21».

Ο Νόμος 121(Ι)/2000 καθορίζει τη διαδικασία που ακολουθείται σε αίτηση για αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Η διαδικασία αρχίζει με την  καταχώριση αίτησης δια κλήσεως.  Σύμφωνα με το Άρθρο 5 (1) (ε) οι πιθανοί  λόγοι ένστασης περιορίζονται: (α) στη  δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, (β) την αποδεδειγμένη ικανοποίηση της απόφασης και (γ) στη ύπαρξη των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην σχετική συνθήκη. 

Στο Άρθρο 5 (1) (ζ) του Νόμου  προνοούνται τα ακόλουθα: «Η απόδειξη των γεγονότων δύναται να γίνει είτε με ένορκη δήλωση είτε με προφορική μαρτυρία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας».

Θα εξετάσω στη συνέχει κατά πόσο πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις για την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση της επίδικης απόφασης σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και έχοντας υπόψη τη νομική διάσταση της αίτησης σε συνάρτηση με τους λόγους ένστασης.

Στην Ε/Δ Volkov η οποία  συνοδεύει την αίτηση  ο ενόρκως δηλών  αναφέρεται με λεπτομέρεια στη διαδικαστική πορεία της  υπόθεσης.   Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι κάθε βαθμός έφεσης ή αμφισβήτησης της απόφασης έχει εξαντληθεί.  Αυτό μάλιστα έγινε δεκτό  και από τους μάρτυρες της Καθ’ ης η αίτηση κ.κ.  Pozhitayev και Chernykh, οι οποίοι στην αντεξέταση τους δέχθηκαν ότι η απόφαση βρίσκεται σε ισχύ και ότι δεν υπόκειται σε περαιτέρω έφεση. Επομένως η απόφαση  βρίσκω ότι είναι τελεσίδικη και βρίσκεται σε ισχύ. Η αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση δεν έχει έρεισμα είτε στα γεγονότα της υπόθεσης είτε στη μαρτυρία και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 Το ζήτημα του κατά πόσο η απόφαση είναι εκτελεστή αμφισβητήθηκε έντονα τόσο με λόγους ένστασης από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση όσο και από τη  μαρτυρία που προσκόμισε και σε αυτό το ζήτημα δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην αγόρευση της πλευράς της Καθ’ ης  η αίτηση.  Ουσιαστικά η Καθ’ ης η αίτηση εισηγείται ότι επειδή δεν έχει τελεσφορήσει η διαδικασία ή η προσπάθεια εκτέλεσης στην Ουκρανία η απόφαση δεν μπορεί πλέον να εκτελεστεί εκεί και άρα δεν «υπόκειται σε εκτέλεση» με την έννοια της Σύμβασης.

Προκύπτει από τη μαρτυρία του κ. Volkov που είναι ένας Ουκρανός δικηγόρος ο οποίος κατέθεσε για τον Αιτητή ότι η φράση υπόκειται σε εκτέλεση («enforceable by means of execution»), σχετίζεται με την φύση της απόφασης και όχι με το κατά πόσο η εκτέλεση είναι πρακτικά δυνατή (Σχετ. οι παρ. 10 μέχρι 18 της γραπτής δήλωσης του μάρτυρα Έγγραφο Α).  Διαχωρίζονται δηλαδή οι αποφάσεις που δεν μπορούν από τη φύση τους να είναι το αντικείμενο μέτρων εκτέλεσης (π.χ. αποφάσεις αναγνωριστικές δικαιώματος), από αποφάσεις που απαιτούν από τον αντίδικο να προβεί σε συγκεκριμένη πράξη που εδώ διατασσόταν να  επιστρέψει το ποσό της κατάθεσης και τον τόκο.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου το γεγονός ότι η απόφαση  είναι δεκτική εκτέλεσης αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δύο φορές ο δικαστικός επιδότης επέβαλε χρηματική ποινή στην Καθ’ ης η αίτηση για τη μη συμμόρφωση της (Σχετ. η παρ. 27  της Γραπτής Δήλωσης Volkov (Έγγραφο Α), και οι  σχετικές παραδοχές στην αντεξέταση των μαρτύρων της Καθ’ ης η αίτηση.  Μάλιστα η Καθ’ ης η αίτηση επιχείρησε να προσβάλει την επιβολή χρηματικής ποινής, πλην όμως ανεπιτυχώς όπως υποστηρίζει στην ίδια παράγραφο ο κ. Volkov.

Με βρίσκει σύμφωνο η λογική του επιχειρήματος του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή στην αγόρευση του σε αντίθεση με τη θέση της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση, ότι δηλαδή αν το κριτήριο ήταν η επιτυχία των  μέτρων εκτέλεσης  στην Ουκρανία, τότε  κάθε εξ αποφάσεως χρεώστης θα μπορούσε να μετακινήσει τα περιουσιακά του στοιχεία από την Ουκρανία στην Κύπρο και να ισχυριστεί ότι  επειδή δεν μπορούν να τελεσφορήσουν τα μέτρα εκτέλεσης στην Ουκρανία δεν μπορεί η απόφαση  να εγγραφεί και εκτελεσθεί εναντίον του στην  Κύπρο ή και σε άλλη χώρα.  Τέτοια θεώρηση δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται καθώς δεν θα μπορούσε να ήταν αυτή η πρόθεση του νομοθέτη κατά τη συνομολόγηση της  Σύμβασης.

Πέραν όμως των πιο πάνω, η πιο πάνω θεώρηση βρίσκει έρεισμα και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όπου απαντάται το ζήτημα της εκτελεστότητας μιας δικαστικής απόφασης. Στην  σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Éric Coursier v. Fortis Bank SA ημερ. 29 April 1999, αποφασίσθηκε  ότι μια απόφαση η οποία δεν μπορούσε πλέον να  τύχει εκτέλεσης στη Γαλλία λόγω της  προστασίας που παρείχε  στον χρεώστη η  Γαλλική νομοθεσία περί πτώχευσης, εξακολουθούσε να θεωρείται «εκτελεστή» (enforceable) για σκοπούς του Άρθρου 31 της Συνθήκης για την Εκτέλεση Αποφάσεων σε Αστικά και Εμπορικά Θέματα, σύμφωνα με το οποίο απόφαση η οποία είναι  εκτελεστή στο κράτος μέλος όπου εκδόθηκε είναι δεκτική εκτέλεσης σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος.  Παρά το γεγονός ότι υπήρχε κώλυμα για την εκτέλεση της απόφασης στη Γαλλία, και μάλιστα νομικό κώλυμα, κρίθηκε ότι αυτό δεν καθιστούσε την απόφαση «μη εκτελεστή» για σκοπούς του Κανονισμού, καθώς το ζήτημα της εκτελεστότητας συνδέεται με τη φύση της απόφασης και όχι την προοπτική εκτέλεσης της.

Παρόμοια, στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Prism Investments BV v. Jaap Anne van der Meer η οποία δόθηκε στις 13.10.2011 κρίθηκε ότι ο ισχυρισμός περί εξόφλησης δεν επηρεάζει το κατά πόσο μια απόφαση έχει το στοιχείο της εκτελεστότητας.

Στην ίδια την απόφαση της οποίας  επιζητείται η εκτέλεση υπάρχει ρητή δήλωση προερχόμενη από Λειτουργό του Δικαστηρίου  ότι  η Απόφαση  είναι  εκτελεστή. Το δε παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, δεν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της δήλωσης αυτής αλλά περιορίζεται στην  διαπίστωση της ύπαρξης της δήλωσης.

Το  Τεκμ.  2 είναι Βεβαίωση η οποία όπως είναι παραδεκτό υπογράφεται από Δικαστή και με την οποία βεβαιώνεται ότι η απόφαση είναι εκτελεστή.  Επομένως το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του να αμφισβητήσει το συγκεκριμένο τεκμήριο. Παρόλο που ηγέρθηκαν διάφορες υπόνοιες από τους  μάρτυρες της Καθ’ ης η αίτηση για  τον τρόπο έκδοσης της βεβαίωσης αυτής, να υπενθυμίσω ότι:  (α) δεν αμφισβητείται ότι όντως εκδόθηκε από δικαστή και ότι (β) ουδέποτε ακυρώθηκε με οποιοδήποτε δικαστικό ή άλλο διάβημα στην Ουκρανία.

Φαίνεται όμως ότι και η ίδια η Καθ’ ης η αίτηση συνταυτίζει την έννοια της εκτελεστότητας με τη δεσμευτικότητα της απόφασης.  Στο Τεκμ. 32 που είναι μια επιστολή της Καθ’ ης  η αίτηση προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουκρανίας με ημερομηνία 26.10.2023 αναφέρει τα εξής (στην παρ. 3 στην 3η σελίδα  της μετάφρασης στην Αγγλική γλώσσα):

«It should be noted that the certificate in the form set forth in Annex 7 to the implementation procedure Instruction confirms that the Court decision has entered into force, and it is enforceable, i.e., binding».

Ως προς αυτό το ζήτημα καταλήγω ότι σύμφωνα με τα πιο πάνω και όσα έχει εξηγήσει στην μαρτυρία του ο κ.  Volkov (στην Ε/Δ προς υποστήριξη της αίτησης και στη Γραπτή του Δήλωση (Έγγραφο Α) αλλά και  προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου βρίσκω ότι η απόφαση ήταν και παραμένει εκτελέσιμη σύμφωνα με τη έννοια του Άρθρου 21(α) της Σύμβασης.

Ως  προς την προϋπόθεση να μην εκδόθηκε οποιαδήποτε άλλη απόφαση μεταξύ των Μερών στην Κύπρο ο  κ. Volkov κατά την κυρίως εξέταση του στις 31.01.2023 στις σελ. 13 και 14 των πρακτικών, ρωτήθηκε σχετικά και διευκρίνισε ότι δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε άλλη απόφαση για τα ίδια θέματα μεταξύ των μερών στην Κύπρο. Δεν υπάρχει  οποιοσδήποτε ισχυρισμός της άλλης πλευράς για το  αντίθετο.

Ως προς την προϋπόθεση να μην άρχισε άλλη διαδικασία μεταξύ των διαδίκων στην Κύπρο πριν από την διαδικασία στην οποία εκδόθηκε η απόφαση  σχετική είναι η μαρτυρία του κ. Volkov  κατά την κυρίως εξέταση του στις 31.01.2023 στις σελ. 13 και 14 των πρακτικών, ο οποίος όταν ρωτήθηκε σχετικά διευκρίνισε ότι δεν άρχισε  οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία για το ίδιο  θέμα μεταξύ των διαδίκων στην Κύπρο πριν από την διαδικασία στην οποία εκδόθηκε η απόφαση στην Ουκρανία.  Ούτως ή άλλως ούτε γι’ αυτό το ζήτημα υπάρχει  οποιοσδήποτε ισχυρισμός της άλλης πλευράς για το  αντίθετο.

Τώρα ως προς το κατά πόσο η Αναγνώριση της Απόφασης αντίκειται στη Δημόσια Τάξη και κατά πόσο είναι ασύμβατη στις βασικές αρχές θα παρατηρήσω τα ακόλουθα:

Είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτηση ότι η πρόβλεψη για τόκο 220% καθιστά την αναγνώριση  της απόφασης αντίθετη προς την δημόσια τάξη και ασυμβίβαστη προς της βασικές αρχές της κυπριακής νομοθεσίας.

Ως προς το ζήτημα αυτό  κ. Volkov όσο και ο ίδιος ο Αιτητής στην ένορκο δήλωση του υποστήριξαν ότι κατά τον επίμαχο χρόνο που ο Αιτητής κατέθεσε τις οικονομίες του στην τράπεζα, υπήρχε στην Ουκρανία υπερπληθωρισμός.  Τέτοια επιτόκια δεν ήταν ασυνήθιστα (Σχετ. η  παρ. 16 Ε/Δ Volkov) και οπωσδήποτε όχι παράνομα.  Μάλιστα αν λάβει κάποιος υπόψη του όρους της  κατάθεσης, όπως καταγράφονται στο Τεκμήριο ΙΙΑ της Ε/Δ Volkov στη σελίδα που φέρει την ένδειξη «Exhibit 4», φαίνεται ότι ήταν η ίδια η Καθ’ ης η αίτηση που θέλησε  να δελεάσει  τον Αιτητή: (α) για να προβεί σε κατάθεση και (β) για να μην αποσύρει τα χρήματα του, δεδομένου ότι ο προβλεπόμενος τόκος άρχιζε από 10,18% σε περίπτωση απόσυρσης τον πρώτο μήνα  και αυξανόταν σταδιακά μήνα με τον μήνα που περνούσε χωρίς να γίνει απόσυρση, φθάνοντας στο 220% αν η κατάθεση  διατηρείτο για ολόκληρο χρόνο.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν το συγκεκριμένο επιτόκιο  είναι τέτοιο που η  εγγραφή της απόφασης  να είναι  ενάντια στη δημόσια τάξη ή ασυμβίβαστη προς τις βασικές αρχές του κυπριακού δικαίου.  Παρόμοιο ζήτημα εξετάσθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην υπόθεση Smagin v. Kalken Holdings Limited Γενική Αίτηση 601/2017, ημερ. 05.05.2020 (ECLI:CY:EDLEF:2020:A222)  όπου η κ. Λένα  Δημητριάδου - Ανδρέου Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε), σε υπόθεση η οποία αφορούσε αίτηση για την εγγραφή διαιτητικής απόφασης, με αναφορά στην Αυστριακή υπόθεση Case Νο.3Οb221/04bof 2005, ΧΧΧΥ.Β. [2005] Comm. Arb. 421, 431 υιοθέτησε τη θέση ότι:  «το γεγονός και μόνο ότι το επιτόκιο ξεπερνά κατά πολύ το επιτόκιο στη χώρα όπου επιδιώκεται  η εγγραφή της αλλοδαπής απόφασης δεν συνιστά παραβίαση της δημόσιας πολιτικής και/ή της δημόσιας τάξης».  Στην ίδια απόφαση γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Apostolides vOrams (Προδικαστική Παραπομπή στο Δ.Ε.Κ.) όπου υιοθετήθηκε το ακόλουθο απόσπασμα:

«η εφαρμογή της ρήτρας της δημόσιας τάξεως, η οποία διατυπώνεται στο Άρθρο 34, σημείο 1 του Κανονισμού 44/2001, είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η αναγνώριση ή η εκτέλεση της αποφάσεως που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος θα προσέκρουε κατά τρόπο ανεπίτρεπτο στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, καθόσον θα παραβίαζε θεμελιώδη αρχή.  Προκειμένου να τηρηθεί η απαγόρευση της επί της ουσίας αναθεωρήσεως της αλλοδαπής αποφάσεως, η προσβολή θα έπρεπε να συνιστά κατάφωρη παραβίαση κανόνα δικαίου θεωρουμένου ως ουσιώδους στην έννομη τάξη του κράτους αναγνωρίσεως ή δικαιώματος αναγνωρισμένου ως θεμελιώδους στην εν λόγω έννομη τάξη...».

Εκείνο δε που  πρέπει να προσκρούει σε θεμελιώδη κανόνα είναι η εκτέλεση της απόφασης  στην Κύπρο  και όχι η ουσία της απόφασης (βλ. Stair Memorial Encyclopedia, “Diligence and Enforcement of Judgments”, Vol. 8, p. 441: “What is prohibited by public policy is the enforcement of the judgment in the state of enforcement, not the substance of the judgment itself”

Στην προκειμένη περίπτωση ο εξαναγκασμός της  Καθ’ ης η αίτηση  να καταβάλει ποσό  με βάση  το αυξημένο επιτόκιο το οποίο η ίδια ελεύθερα πρόσφερε στον Αιτητή σε χώρα όπου το συγκεκριμένο  επιτόκιο δεν ήταν ασύνηθες ή  παράνομο  κρίνω ότι δεν προσκρούει σε κανένα ουσιώδη κανόνα του κυπριακού δικαίου.  Εξ άλλου η απόφαση προνοεί τόκο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα 8 ετών το οποίο έχει παρέλθει προ πολλού.  Δεν εξακολουθεί δηλαδή να τρέχει ή να συσσωρεύεται  ο τόκος με βάση το αυξημένο επιτόκιο.  Το οφειλόμενο ποσό έχει αποκρυσταλλωθεί και δεν υπάρχει το ενδεχόμενο επιβολής τόκου με το συγκεκριμένο ψηλό επιτόκιο στην Κύπρο. 

Επομένως, καταλήγω ως προς το ζήτημα αυτό ότι η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση της απόφασης δεν είναι  αντίθετη με τη δημόσια τάξη ή τις βασικές αρχές του κυπριακού δικαίου.  Αντίθετα, θα ήταν ασυμβίβαστο με το κυπριακό δίκαιο να επιτραπεί στην Καθ’ ης η αίτηση να προβάλει ως λόγο μη εγγραφής της απόφασης το ύψος του επιτοκίου το οποίο η ίδια προσέφερε στον Αιτητή κάτω από τις συνθήκες που  εξηγήθηκαν πιο πάνω.

Ως προς το ζήτημα αν το Δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την απόφαση είναι αρμόδιο δεν έχει αμφισβητηθεί και ούτως ή άλλως αυτό τεκμηριώνεται από την μαρτυρία η οποία έχει  τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

Τα ως άνω με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ικανοποιούνται στο σύνολο τους όλες οι προϋποθέσεις της Σύμβασης. Η αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση δεν έχει έρεισμα είτε στα γεγονότα της υπόθεσης είτε στη μαρτυρία και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Εξετάζοντας τώρα τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για τις οποίες επίσης προβλήθηκαν λόγοι ένστασης παρατηρώ τα ακόλουθα:

Η Καθ’ ης η αίτηση παραπονείται ότι δεν έχουν τηρηθεί κάποιες από τις διαδικαστικές προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 22 της Σύμβασης, ιδιαίτερα όσον αφορά την παράλειψη παρουσίασης των  πιστοποιητικών τελεσιδικίας και εκτελεστότητας (Τεκμ. 1 και 2)  κατά τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης.

Οι πρόνοιες όμως του Άρθρου 22 είναι πρόνοιες διαδικαστικού  χαρακτήρα. Τυχόν μη αυστηρή συμμόρφωση με αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την ουσία της αίτησης η οποία αποφασίζεται από το Δικαστήριο, ως προβλέπεται από το Άρθρο 23(2), με το Δικαστήριο να περιορίζεται στη «διαπίστωση πλήρωσης των όρων που καθορίζονται στο Άρθρο 21».

Για θέματα διαδικασίας η ίδια η Σύμβαση παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο (Σχετ. το Άρθρο 23(1)).  Εφαρμόζεται συνεπώς για θέματα διαδικασίας ο Ν. 121(Ι)/2000.  Το άρθρο 5 (1)  (ζ) του Ν. 121(Ι)/2000 επιτρέπει την απόδειξη γεγονότων είτε με ένορκο δήλωση είτε με προφορική μαρτυρία σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

Δεν αποδέχομαι επομένως την εισήγηση ότι τα Τεκμ. 1 και 2 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο επειδή δεν είχαν παρουσιασθεί εξ  αρχής, ούτε ασφαλώς ότι η μη παρουσίαση τους στο στάδιο της καταχώρισης της αίτησης  επηρεάζει  το κύρος της διαδικασίας. Η σχετική επιχειρηματολογία επίσης δεν γίνεται δεκτή και απορρίπτεται.

Τα Τεκμ. 1 και 2 αποτελούν ικανοποιητική μαρτυρία και κατά την αντίληψη μου καταδεικνύουν ότι η απόφαση είναι τελεσίδικη και εκτελεστή.

Σε σχέση τώρα με τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν για την τεκμηρίωση της τελεσιδικίας και εκτελεστότητας θα με απασχολήσουν τα ακόλουθα ζητήματα:

(α) Η προσπάθεια της Καθ’ ης η αίτηση να αμφισβητήσει την γνησιότητα ή τον τρόπο έκδοσης  τους ή κατά πόσον εκδόθηκαν από αρμόδιο δικαστήριο ή τον αρμόδιο δικαστή, και

 

(β) κατά πόσο, λαμβανομένων υπόψη των όσων αναφέρονται στην απόφαση, τα πιστοποιητικά αυτά είναι αναγκαία.

Η  Καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με  τις επίδικες αποφάσεις, τα Τεκμ. 1 και 2, προβάλλει διάφορες αιτιάσεις που άπτονται της εκτελεστότητας τους. Εκείνο όμως το οποίο ουδέποτε αμφισβητήθηκε είναι ότι εκδόθηκαν και υπογράφτηκαν αυτές από Δικαστή.  Με αυτό ως δεδομένο το  Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στις λεπτομέρειες και να εξετάσει την νομιμότητα ή κανονικότητα των ενεργειών του Ουκρανού Δικαστή που εξέδωσε τα συγκεκριμένα πιστοποιητικά ή της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για την έκδοση τους. Τα έγγραφα αυτά είναι υπογεγραμμένα από  Δικαστή και επικυρωμένα με apostil έχοντας έτσι το τεκμήριο της κανονικότητας.  Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση τους εκφεύγει από το στενό πλαίσιο αυτής της διαδικασίας.  Η Καθ’ ης η αίτηση εάν ήθελε να προσβάλει αυτά θα έπρεπε να είχε εγείρει αυτές τις ενστάσεις και τις αμφισβητήσεις της ενώπιον των Ουκρανικών Δικαστηρίων.  Η τοποθέτηση του  κ. Chernykh κατά την αντεξέταση του ότι «απαγορεύεται να ακυρωθεί κάτι που δεν συνάδει με τις διαδικασίες» και ότι «με βάση τον Ουκρανικό Νόμο δεν μπορεί να το ακυρώσεις αλλά το αφήνεις στην άκρη και δεν ασχολείσαι μαζί του» εκτός από αδύναμο και μη πειστικό νομικό επιχείρημα επιβεβαιώνει ότι κανένα δικαστικό μέτρο δεν λήφθηκε για την αμφισβήτηση των Τεκμ.  1 και 2. Να επισημανθεί ότι αντιφατικά με όσα ειπώθηκαν από τον μάρτυρα ως πιο πάνω, με την επιστολή της Τεκμ. 32 η Καθ’ ης η αίτηση ζητά την ακύρωση των apostil επί των Τεκμ. 1 και 2 αν φανεί ότι τέθηκαν αντικανονικά. (“We hereby ask: 1. To conduct checks on the legality of the apostilles… 2. Based on the checks to annul the apostilles”). Η θέση αυτή με όσα ήδη εξήγησα πιο πάνω δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

Η Καθ’ ης η αίτηση  εισηγείται ότι  τα Τεκμ. 1 και 2 εκδόθηκαν από Δικαστή του Δικαστηρίου του Svatitsky, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είχαν εκδοθεί από το Δικαστήριο Leninsky που εξέδωσε την απόφαση.  Για το ζήτημα  αυτό έδωσε πλήρεις  εξηγήσεις ο κ. Volkov.  Εξήγησε ότι το Δικαστήριο Leninsky έπαυσε να λειτουργεί  λόγω εχθροπραξιών και κατάληψης της πόλης στην οποία έδρευε από εχθρικές δυνάμεις, και ότι οι υποθέσεις και τα ζητήματα του ανατέθηκαν στο Δικαστήριο Svatitsky.  Υπέδειξε μάλιστα ο μάρτυρας ότι όταν η Καθ΄ ης η αίτηση ήγειρε διάφορες διαδικασίες που αφορούσαν την απόφαση, εισήγαγε αυτές και πάλι αντιφατικά με τον ως άνω ισχυρισμό, στο δικαστήριο Svatisky ακριβώς για αυτό τον λόγο (Σχετ. στην παρ. 32 του Εγγράφου Α).

Η Καθ’ ης η αίτηση πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο Αιτητής αποτάθηκε για την έκδοση πιστοποιητικών αλλά το αίτημα του απορρίφθηκε, ενώ τα πιστοποιητικά τελικά εκδόθηκαν από άλλο  Δικαστή.  Δέχομαι την εξήγηση του κ. Volkov ότι η πρώτη αίτηση απορρίφθηκε για διαδικαστικούς λόγους και επομένως δεν αποφασίστηκε επί της ουσίας της.  Ο Αιτητής επανήλθε με δεύτερη  αίτηση, με κάποια επιπρόσθετα στοιχεία όπως νόμιζε ο κ. Volkov και δείχνοντας την ειλικρίνεια του προσέθεσε ότι δεν ήταν απόλυτα βέβαιος γι’ αυτό, και ο δεύτερος δικαστής που μάλιστα ήταν ο πρόεδρος του Δικαστηρίου αποδέχθηκε την αίτηση και την ενέκρινε, εκδίδοντας τα πιστοποιητικά.  Εξήγησε όμως ότι με βάσει το Ουκρανικό δίκαιο για διαδικαστικά ζητήματα αυτού του είδους δεν υπάρχει  δεδικασμένο και ότι δεν ήταν ούτε αντικανονικό ούτε αθέμιτο να αποταθεί εκ νέου ο Αιτητής για την έκδοση των πιστοποιητικών. Επομένως ως προς το ζήτημα αυτό οι αιτιάσεις που προβάλλει η Καθ’ ης η αίτηση δεν  υποστηρίζονται νομικά και έτσι απορρίπτονται.

Ως προς το ζήτημα που προβλήθηκε από την Καθ’ ης η αίτηση ότι ούτε το αίτημα για την έκδοση των πιστοποιητικών ούτε η έκδοση τους φαίνεται να είναι καταγεγραμμένα στο ηλεκτρονικό σύστημα των δικαστηρίων.  Ο κ. Volkov εξήγησε ότι δεν καταγράφονται όλα τα έγγραφα στο σχετικό σύστημα, και ότι με βάση έγγραφα που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι υπήρξε τουλάχιστον σε μια περίπτωση κυβερνοεπίθεση η οποία επηρέασε και το σύστημα των Δικαστηρίων με αποτέλεσμα κανείς να μην μπορεί να πει με βεβαιότητα αν οι σχετικές καταγραφές υπήρχαν και χάθηκαν ή αν δεν υπήρχαν ποτέ.  Σχετικά με το περιστατικό αυτό σχετικές είναι οι αναφορές στο Τεκμ. 31 και επομένως καταδεικνύουν την ειλικρίνεια του ως άνω μάρτυρος και την μαρτυρία του αποδέχομαι επ’ αυτού.

Προβλήθηκε ακόμα από την Καθ’ ης η αίτηση ότι τα Τεκμ. 1 και 2  δεν έχουν την αναμενόμενη εμφάνιση ή και περιεχόμενο και κανονικά δεν θα ανέμενε κάποιος να γίνουν δεκτά για apostil.  Η πραγματικότητα όμως  είναι ότι έγιναν δεκτά και παρουσιάζουν την σχετική επικύρωση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ουκρανίας. Η δε προσπάθεια ακύρωσης του apostil (Τεκμ. 32) δεν τελεσφόρησε.  Στη βάση αυτών το Δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να παραμερίσει τα Τεκμ. 1 και 2, αλλά ούτε και να μην τα αποδεχθεί από τη στιγμή που είναι έγγραφα υπογεγραμμένα  από Ουκρανό Δικαστή και έχουν επικυρωθεί από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της χώρας αυτής.

Προκύπτει όμως περαιτέρω, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, και ζήτημα ως προς την αναγκαιότητα των πιστοποιητικών αυτών.  Σύμφωνα με το Άρθρο 22(α) της Συνθήκης πιστοποιητικά ότι απόφαση είναι τελεσίδικη και εκτελεστή  δεν είναι αναγκαία εάν «αυτό καταδεικνύεται στην ίδια την απόφαση».

Στο κάτω μέρος της απόφασης ενσωματώνεται χειρόγραφη σημείωση προερχόμενη κατά τη μαρτυρία από Λειτουργό του Δικαστηρίου, που αναφέρει ότι η απόφαση είναι τελική και μπορεί να εκτελεσθεί. Πρόκειται για δήλωση η οποία ενσωματώνεται στην απόφαση και καταδεικνύει ότι αυτή είναι τελική και εκτελέσιμη.  Και σε αυτό το σημείο, το μόνο που εμπίπτει στην σφαίρα ελέγχου του Κυπριακού Δικαστηρίου είναι να διαπιστώσει ότι υπάρχει η δήλωση, χωρίς  κατά την αντίληψη μου και πάλι να υπάρχει περιθώριο να  εξετάσει αν η δήλωση είναι ορθή ή πειστική.

Διαπιστώνω ότι υπάρχει ικανοποιητική μαρτυρία ακόμα και αν παραγνωρισθούν τα Τεκμ. 1 και 2, η οποία προκύπτει από τη δήλωση που ενσωματώνεται στην απόφαση αλλά και από την προφορική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου και τις ενόρκους δηλώσεις που  υποστηρίζουν την αίτηση ότι τα Τεκμ. 1 και 2 συνιστούν αρκούντως ικανοποιητική μαρτυρία ως προς το ζήτημα της εκτελεστότητας των επίδικων αποφάσεων.

Προχωρώ για σκοπούς πληρότητας να εξετάσω τους λόγους ένστασης της Καθ’ ης η αίτηση οι οποίοι δεν έτυχαν σχολιασμού πιο πάνω. 

Με τον 3ο  λόγον ένστασης η Καθ’ ης η αίτηση υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν μπορεί να εκτελεσθεί επειδή δεν αναγράφεται σε αυτή συγκεκριμένο ποσό. Πρόκειται για θέση η οποία δεν με βρίσκει σύμφωνο καθότι προκύπτει συγκεκριμένα και με σαφήνεια πιο είναι  το πληρωτέο ποσό και τούτο καθότι προσεκτική ανάγνωση της απόφασης καταδεικνύει ότι το Ουκρανικό Δικαστήριο προέβη στην αιτιολογία της απόφασης σε ευρήματα  και καλύπτει όλα εκείνα τα στοιχεία που επιτρέπουν να διαπιστωθεί μέσα από το κείμενο της απόφασης το πληρωτέο ποσό.   Αποφαίνεται το Δικαστήριο ότι μεταξύ Αιτητή και Καθ’ ης η αίτηση υπήρχε συμφωνία κατάθεσης, ότι ο Αιτητής κατέθεσε συγκεκριμένο ποσό  αυτό των 900.000.000 Ρουβλιών σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ότι το ποσό δεν του επιστράφηκε και ότι με βάση τους όρους της συμφωνίας το δικαιούται με τόκο προς συγκεκριμένο επιτόκιο για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (το οποίο τροποποιήθηκε με την απόφαση του Εφετείου).  Προς επίρρωση της πιο πάνω αντίληψης που αποκόμισα από τη τεθείσα ενώπιον μου μαρτυρία παραθέτω από τη  2η σελίδα της μετάφρασης της απόφασης του Δικαστηρίου τα ακόλουθα ευρήματα:

 «Το Δικαστήριο εξακρίβωσε τα εξής γεγονότα και τις αντίστοιχες νομικές σχέσεις»:

-   «Στις 06.07.1995 μεταξύ του  ενάγοντα και της εμπορικής Τράπεζας PrivatBank υπογράφτηκε συμβόλαιο».

-   «Σύμφωνα με τους όρους του εν λόγω συμβολαίου ο Σβιτλύσνι Ι.Π.  κατέθεσε στο ταμείο της Τράπεζας χρηματικό ποσό των 900.000.000 ρουβλιών για περίοδο 4 ετών με ετήσιο επιτόκιο 220% υπολογιζόμενο σε μηνιαία βάση».

-   «Έτσι επειδή το συμβόλαιο … δεν έχει τερματισθεί επειδή δεν έχει κατατεθεί  οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι η εναγόμενη εκπλήρωσε τους  όρους του συμβολαίου … το Δικαστήριο θεωρεί ότι μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα για την αναγνώριση της ανανέωσης του συμβολαίου από τις 07.07.1999 και της εγκυρότητας του».

-   «… το Δικαστήριο ικανοποιεί την απαίτηση για την υποχρέωση της εναγομένης να επιστρέψει το ποσό της κατάθεσης στον Ενάγοντα».

-   «Με βάση τα πιο πάνω ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ … Να υποχρεώσει την … PrivatBank να επιστρέψει στον Σβιτλίσνι Ιβάν Πέτροβιτς το ποσό της τραπεζικής κατάθεσης αρ. 1005682105 ημερομηνίας 6.07.1995 μαζί με τους  τόκους σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου από την ημερομηνία υπογραφής του μέχρι 29.03.2012»  (Η ημερομηνία 29.03.2012 τροποποιήθηκε από το Εφετείο σε 06.07.2003).

Είναι φανερόν ότι αυτό που διατάσσει η απόφαση του Ουκρανικού Δικαστηρίου είναι την επιστροφή στον ενάγοντα του ποσού της κατάθεσης, για το ύψος της οποίας  το Δικαστήριο κάνει εύρημα ότι πρόκειται για  900.00.000 Ρούβλια με τόκο σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, για τον οποίο το Δικαστήριο κάνει εύρημα ότι είναι 220% ετησίως, για την περίοδο από την ημερομηνία της κατάθεσης, για την οποία το Δικαστήριο κάνει επίσης εύρημα ότι είναι η 06.07.1995 μέχρι 06.07.2003 (όπως τροποποιήθηκε αργότερα από το Εφετείο).

Προκύπτει επομένως από το ίδιο το λεκτικό της επίδικης απόφασης το ποσό, το επιτόκιο  και την περίοδο για την οποία θα υπολογιστεί ο τόκος.  Η οφειλή δυνάμει της απόφασης  είναι συγκεκριμένη και σαφής και δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Η αντίθετη θέση επομένως που αναπτύχθηκε από πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση  ότι αυτές δεν είναι «χρηματικές αποφάσεις» όπως το θέτει η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται ούτε και ούτε κατά την αντίληψη μου επιχειρείται καθ’ οιονδήποτε τρόπο από πλευράς του Αιτητή η τροποποίηση της επίδικης απόφασης με την παρούσα αίτηση. Οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις της Καθ’ ης η αίτηση απορρίπτονται.

Σε σχέση με τη μαρτυρία του Δρ Panteliienko που αναφέρεται στον 8ο λόγο  ένστασης βρίσκω  ότι  πρόκειται για μαρτυρία η οποία μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο σχετικά με το θέμα της τελεσιδικίας και  εκτελεστότητας, αφού η εν λόγω μαρτυρία μπορεί να ενταχθεί στις πρόνοιες του άρθρου 5(ζ) του Ν.121(Ι)/2000.

Ο 9ος λόγος ένστασης ότι δηλαδή: «Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λενίνσκυ της πόλης Λουγκάνστ της Ουκρανίας στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 2-737/2012 εξασφαλίστηκε με απάτη του SVITLYCHNYY I.P., καθώς επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν αποπληρώσει το ποσό της Συμφωνίας Κατάθεσης ημερομηνίας 06/07/1995 και εκκρεμούν εναντίον του ποινικές διαδικασίες στην Ουκρανία»   είναι αντίθετος με τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία επικυρώθηκαν από το Εφετείο και ακολούθως σε τρίτο βαθμό. Κρίνω ότι το Δικαστήριο αυτό δεν μπορεί να εξετάσει αυτόν  τον ισχυρισμό με τη μη προσκόμιση αντίθετης πειστικής μαρτυρίας και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Ο 10ος λόγος ένστασης ότι δηλαδή: «Η αίτηση είναι αντικανονική και/ή παράτυπη και/ή λανθασμένη και/ή ελλείπει το ορθό νομικό και/ή πραγματικό υπόβαθρο και/ή είναι κακόπιστη (in Bad Faith)  και/ή καταχρηστική (abuse of Process) και/ή χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς και/ή ως μέσο καταπίεσης των Καθ’ ων η αίτηση και/ή η παρούσα αίτηση δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις» στηρίζεται στη θέση ότι ο Αιτητής επιχειρεί να προωθήσει μια διαδικασία σε σχέση με απόφαση η οποία δεν μπορεί να εκτελεσθεί.  Η  αποτυχία όμως εκτέλεσης της απόφασης στην Ουκρανία (πρωτίστως ή σε μεγάλο βαθμό λόγω μη συνεργασίας της Καθ’ ης η αίτηση) δεν αφαιρεί από την απόφαση το στοιχείο της εκτελεστότητας.

Σε σχέση με τον λόγον ένστασης αρ 11 ότι δηλαδή «Ο Αιτητής δεν φαίνεται να έχει σχέση με τον εξ’ αποφάσεως δανειστή», προήλθε από το γεγονός ότι στην πρώτη σελίδα της Αίτησης  αναφέρεται η φράση «Αίτηση δια κλήσεως από τον Igor Svetlinchyi από την Ουκρανία, Αιτητής». Επίσης σε άλλο σημείο της αίτησης  γίνεται αναφορά ότι «τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση φαίνονται στην Ένορκη Δήλωση του Igor Svitlichnyy».  Ωστόσο  στην ίδια την Ε/Δ Volkov που υποστηρίζει την αίτηση στην παρ. 11 γίνεται παραπομπή στο Τεκμ. 1 που είναι Ένορκος Δήλωση του κ.  Ivan Petrovich  Svitlychnyy όπως αναγράφεται και σε όλο το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό και παρουσιάζεται  και δηλώνει ως ο Αιτητής. Πρόκειται για λανθασμένη αναγραφή του ονόματος του Αιτητή η οποία δεν μπορεί να έχει οποιανδήποτε άλλη επίδραση επί της αίτησης.

Είναι φανερό ότι Αιτητής είναι το πρόσωπο που αναφέρεται στην απόφαση και τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση.  Η τυχαία λανθασμένη αναγραφή μέρους του ονόματος του Αιτητή κατά την άποψη μου δεν  προκαλεί οποιαδήποτε σύγχυση ως προς την πραγματική ταυτότητα του διαδίκου.  Εάν η Καθ’ ης η αίτηση επιθυμούσε να προωθήσει τέτοιο ζήτημα τότε η ορθή αντιμετώπιση θα ήταν  σύμφωνα με τη νομολογία μας η καταχώριση αίτησης για τη διαγραφή της Γενικής Αίτησης (βλ. μεταξύ άλλων Lioufis & Co v. Ανδρονίκου (1996) 1 ΑΑΔ 773).  Η άλλη πλευρά όχι μόνο δεν καταχώρισε τέτοια αίτηση αλλά έχει προβεί ή ίδια σε διάφορα διαβήματα στη διαδικασία με τα οποία αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι Αιτητής είναι ο Ι. P. Svitlichniy, ήτοι το ίδιο πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στον τίτλο της αίτησης και στις εκδοθείσες αποφάσεις.  Σαν αποτέλεσμα θεωρώ  ότι με την δικονομική της συμπεριφορά η Καθ΄ ης η αίτηση έχει εγκαταλείψει τον  συγκεκριμένο λόγον ένστασης και κωλύεται να τον προωθήσει και γι’ αυτό αντιλαμβάνομαι ορθά δεν την απασχολεί και στην τελική της αγόρευση.

Ενδεικτικά προς επίρρωση της πιο πάνω άποψης μου να αναφέρω ότι σύμφωνα με τον φάκελο της υπόθεσης στις 25.10.2021 η Καθ’ ης  η αίτηση καταχώρισε στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης ενδιάμεση αίτηση δια κλήσεως με την οποία ζητούσε την αναστολή εκδίκασης αυτής της Γενικής Αίτησης, μέχρι να εκδικασθούν συγκεκριμένες διαδικασίες στην Ουκρανία.  Έλαβε δηλαδή νέο διάβημα στην διαδικασία εντελώς ασυμβίβαστο με τη θέση που προωθείται στον ως άνω 11ο λόγον  ένστασης.

Όπως δε επισημαίνει η πλευρά του Αιτητή, στην παρ. 4 της Ένορκης Δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση αναστολής ο ενόρκως δηλών (που ορκίζεται εκ μέρους της εδώ  Καθ’  ης η αίτηση) λέγει τα εξής:

«4. Με τη Γενική Αίτηση, ο I. P. Svitlichnyi επιζητεί την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση στην Κύπρο της απόφασης ημερ. 29.03.2012…».

Επομένως η Καθ’ ης η αίτηση αναγνωρίζει ότι ο Αιτητής είναι ο I. P. Svitlichnyi και δεν μπορεί πλέον να ισχυρίζεται διαφορετικά.

Στους λόγους ένστασης 12 και 13 υποστηρίζεται ότι η Ένορκος Δήλωσης του Ivan Petrovic Svitlychnyy είναι ελαττωματική και άκυρη και ότι πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο από τον I. P. Svitlychnyy. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει όπως εξήγησα και πιο πάνω.  Στην Ε/Δ  Volkov ο ενόρκως δηλών εξηγεί πλήρως ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Οι λόγοι αυτοί ένστασης είναι άνευ ερείσματος και απορρίπτονται.

Αναφορικά με τον λόγον ένστασης 15, η διαφωνία της Καθ’ ης η αίτηση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Δρ. Pantaliienko δεν μπορεί να αποτελέσει λόγον ένστασης στην αίτηση και ούτε οι αιτιάσεις ως προς την ελαττωματικότητα ή το παράτυπο της επειδή κατ’ ισχυρισμό δεν συνάδει με τους διαδικαστικούς κανονισμούς και νομικές διατάξεις και αρχές συνιστούν λόγον ένστασης ο οποίος εν πάση περιπτώσει παρέμεινε ατεκμηρίωτος και δεν προωθήθηκε περαιτέρω.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ/ ΕΞΟΔΑ:

 

Όπως προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω δεν με βρίσκουν σύμφωνο και απορρίπτονται όλες οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν ως λόγοι ένστασης ούτε και η μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση υπήρξε ικανοποιητική και πειστική σε βαθμό που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Η έκφραση γνώμης των μαρτύρων της πλευράς της Καθ’ ης η αίτηση δεν κρίνεται ως πειστική και απορρίπτεται. Οι λόγοι ένστασης δεν βρίσκουν έρεισμα στα  αναμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης σε αναγωγή στη νομική πτυχή που τα διέπει, όπως έχουν παρατεθεί και αναλυθεί πιο πάνω αποδεχόμενος επί της ουσίας τις αντίθετες θέσεις του Αιτητή και επομένως απορρίπτονται.

Καταλήγω ότι από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ως το Α της αίτησης επαναδιατυπωμένο ως ήδη ανέφερα στη σελίδα 3 της απόφασης μου ως ακολούθως: 

«Εκδίδεται διάταγμα το οποίο διατάσσει την αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση σαν να ήταν απόφαση εκδοθείσα από Κυπριακό Δικαστήριο της απόφασης ημερομηνίας  29 Μαρτίου 2012 που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λενίνσκυ της Πόλης Λουγκάνσκ της Ουκρανίας στην υπόθεση υπ' αριθμό 2-737/2012 υπέρ του Svitlichnyi Ι.Ρ. και εναντίον της Public Joint Stock Company Commercial Bank "Privatbank", ως τροποποιήθηκε με την απόφαση του Επαρχιακού Εφετείου Λουγκάνσκ στην Ουκρανία ημερομηνίας 10 Ιουλίου 2012 στην υπόθεση υπ΄ αριθμό 22 4-2945 σύμφωνα με την οποία περιορίστηκε η περίοδος του τόκου η οποία θα αφορά πλέον την περίοδο από την 06.07.1995 μέχρι την 06.07.2003 και η οποία επικυρώθηκε από την απόφαση ημερ. 26.11.2012 του Ανωτάτου Εξειδικευμένου Δικαστηρίου της Ουκρανίας για Αστικές και Ποινικές Υποθέσεις  μεταξύ της Public Joint Stock Company Commercial BankPrivat Bank” και του Svitlichnyi I.P(οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και την αιτιολογία τους όπως αυτές έχουν μεταφραστεί και επισυνάπτονται ως Τεκμ.  Α και Β στην Ένορκο Δήλωση της Γκαλίνα Καλλή ημερ. 17.07.2017 (Τεκμ. IV & V) στην Ε/Δ του Vsevolod Volkov ημερ. 26.10.2018 η οποία υποστηρίζει την αίτηση). 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Αιτητή  και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                                 Χρ. Γ. Φιλίππου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο