ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αίτηση Εταιρείας: 18/2023 (ijustice)

Σε ότι αφορά την Εταιρεία Lisavorno Limited (HE225129), υπό εκούσια Εκκαθάριση από Μετόχους, από τη Λευκωσία (Νάξου 4, Floor 1, Flat 101, 1070 Λευκωσία, Κύπρος)

-και-

Σε ότι αφορά τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113

Αίτηση της Εταιρείας ημερομηνίας 8.12.23 για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης σε σχέση με την ενδιάμεση Αίτηση για αναστολή της διαδικασίας ημερομηνίας 31.3.23

Ημερομηνία:                          26η Απριλίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές:                            κος Παρπαρίνος

Για Καθ’ ων η Αίτηση:          κα. Κωνσταντίνου

Ενδιάμεση Απόφαση

(η απόφαση αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης των συγκαταθέσεων τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Αντικείμενο της παρούσας ενδιάμεσης απόφασης είναι το κατά πόσο θα επιτραπεί στην Εταιρεία Lisavorno Limited (η «Εταιρεία»), μέσω του εκκαθαριστή της (στο εξής ο «ΚΧ») να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση στο πλαίσιο δικής της, επίσης ενδιάμεσης, Αίτησης για αναστολή της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο κυρίως διαδικασίας. Προτού εισέλθω στα της ενώπιον μου κρίσιμης Αίτησης και προς καλύτερη κατανόηση της Απόφασής μου, θα καταγράψω εν συντομία το πλαίσιο εντός του οποίου καταχωρίστηκε:

Στις 11.1.23 η Σουηδική Φορολογική Αρχή («Skatterverket») καταχώρισε την κυρίως Αίτηση με την οποία ισχυρίζεται ότι είναι πιστωτής της Εταιρείας για συγκεκριμένο ποσό και με την οποία ζητά όπως ακυρωθεί και διαφοροποιηθεί η απόφαση του ΚΧ ημερομηνίας 22.12.22 ν’ απορρίψει την επαλήθευση χρέους της ημερομηνίας 19.12.22 και να διατάσσεται ο ΚΧ να την αποδεχθεί. Ζητείται επίσης παύση του ΚΧ και αντικατάστασή του με νέα εκκαθαρίστρια όπως υποδεικνύεται στην Αίτηση (η «Κυρίως Αίτηση»).

Στις 31.3.23 η Εταιρεία μέσω του ΚΧ καταχώρισε Αίτηση για αναστολή της παρούσας διαδικασίας μέχρι αποπεράτωσης και έκδοσης απόφασης σε Αγωγή που εκκρεμεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Στοκχόλμης (η «Αίτηση για αναστολή»). Την Αίτηση για αναστολή συνόδευσε ένορκη δήλωση του ΚΧ, στην οποία αναφέρει ιστορικό το οποίο οδήγησε στην καταχώριση Αγωγής από την Εταιρεία, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και απόρριψη διοικητικών προσφυγών κατά απόφασης επιβολής φορολογίας στην Εταιρεία, η οποία αφορά στη διεκδίκηση αποζημιώσεων στη βάση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου) (η «Σουηδική Αγωγή»). Ο ΚΧ παρέθεσε Τεκμήρια τόσο αντίγραφο της Αγωγής στη Σουηδία όσο και γνωματεύσεις δικηγόρων και καθηγητών αναφορικά με τη βασιμότητά της, αλλά και γνωμάτευση αναφορικά με το κατά πόσο η Εταιρεία είχε υποχρέωση συμμόρφωσης με τα όσα ζητούσε η Skatterverket. Επίσης αναφέρεται ότι η Εταιρεία είναι φορολογική κάτοικος Κύπρου, έχει φορολογηθεί στη Δημοκρατία, το κατά πόσο θα φορολογηθεί στη Σουηδία είναι ζήτημα που εκκρεμεί και η Δημοκρατία έχει συνάψει σύμβαση αποφυγής διπλής φορολογίας με τη Σουηδία. Εν όψει των ενεργειών της Skatterverket, η Εταιρεία παραπονέθηκε στις φορολογικές αρχές της Κύπρου, οι οποίες με τη σειρά τους παραπονέθηκαν στις αντίστοιχες Σουηδικές και ανταλλάχθηκε επί τούτου επιστολογραφία, χωρίς όμως, πάντα κατά τον ΚΧ, να υπάρξει αποτέλεσμα. Το διακύβευμα προώθησης και επιτυχίας της κυρίως αίτησης αναφέρει ο ΚΧ, είναι και απόσυρση της Σουηδικής Αγωγής αφού η προτεινόμενη ως νέα εκκαθαριστής ουσιαστικά ελέγχεται από τη Skatterverket. Αναφέρεται επίσης στις συνέπειες μη έγκρισης της Αίτησης για αναστολή.

Στην Αίτηση για αναστολή η Skatterverket καταχώρισε Ένσταση προβάλλοντας 15, τυπικούς και ουσιαστικούς, λόγους γιατί η Αίτηση για αναστολή πρέπει ν’ απορριφθεί, την οποία στήριξε ένορκη δήλωση του ομνύοντος στην ένορκη δήλωση που στήριξε και την Κυρίως Αίτηση. Συνοπτικά προβάλλεται ότι η Skatterverket δεν είναι διάδικος στη Σουηδική Αγωγή και η Σουηδική Αγωγή δεν επηρεάζεται από την Κυρίως Αίτηση και αντίστροφα. Επίσης, ότι η Αίτηση για αναστολή προωθείται για αλλότριους σκοπούς εξυπηρέτησης των συμφερόντων των μετόχων της Εταιρείας τα οποία προασπίζεται ο ΚΧ. Προσφέρεται έπειτα διαφορετικό υπόβαθρο των όσων διαμείφθηκαν μέχρι και την καταχώριση της Κυρίως Αίτησης, με κύριο – αλλά όχι το μοναδικό - σημείο τις διαδικασίες που έλαβαν χώρα στη Σουηδία. Κατάληξη των αναφορών είναι ότι παρά τη χρήση ένδικων μέσων, η Εταιρεία δεν ανέτρεψε την απόφαση για επιβολή φόρου από την Skatterverket. Επισυνάπτεται επίσης γνωμάτευση από σουηδό καθηγητή και αποσπάσματά αυτής στην ένορκη δήλωση, στην οποία γνωμοδοτεί, ουσιαστικά, αναφορικά με τη βασιμότητα της Σουηδικής Αγωγής και τις πιθανές συνέπειες του αποτελέσματός της. Τέλος γίνεται αναφορά στις προϋποθέσεις γι’ αναστολή της διαδικασίας, αντικρούονται οι ισχυρισμοί περί ακαταλληλότητας της προτεινόμενης εκκαθαρίστριας και προτείνεται ότι η Αίτηση για αναστολή θα πρέπει να απορριφθεί.

Με την Αίτηση για αναστολή να εκκρεμεί, η πλευρά της Εταιρείας καταχώρισε την κρίσιμη Αίτηση για να της δοθεί άδεια να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Βάσεις της Αίτησης είναι η Διαταγή 39, θεσμοί 1-21, Διαταγή 38 θεσμοί 1-3 και 9, Διαταγή 48 θεσμοί 1-3, 4(1) και (2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού που ίσχυε τότε και εφαρμόζεται στην παρούσα διαδικασία.

Η Αίτηση στηρίζεται με ένορκη δήλωση δικηγόρου του γραφείου που εκπροσωπεί την Εταιρεία. Συνοψίζω τα όσα εκεί αναφέρει ως ακολούθως: η ένσταση στην Αίτηση για αναστολή καταχωρίστηκε με καθυστέρηση και σε αυτή επισυνάπτεται η γνωμάτευση καθηγητή η οποία είναι παραπλανητική και θα πρέπει να τύχει απάντησης και αντίκρουσης από συμπληρωματική ένορκη δήλωση ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει σφαιρική εικόνα και να μην παραπλανηθεί. Καταδεικνύεται δε προς τούτο καλός λόγος για να επιτραπεί η καταχώριση της εν λόγω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σχέδιο της οποίας επισυνάπτεται ως Παράρτημα. Σημειώνω για σκοπούς πληρότητας ότι, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων στις 7.2.24, επισυνάφθηκαν και σχετικά κείμενα τα οποία ομνύοντας προτίθεται να συνάψει ως Τεκμήρια στην προτεινόμενη προς καταχώριση συμπληρωματική ένορκη του δήλωση. Αυτά αποτελούνται, κατά τον προτιθέμενο ομνύοντα στο Παράρτημα, από σχολιασμό σουηδών δικηγόρων αναφορικά με τις παραγράφους 10 – 22 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση της Skatterverket στην Αίτηση για αναστολή, από γνωματεύσεις καθηγητή και επιστημονικού διευθυντή ινστιτούτου ειδικού επί τις ΕΣΔΑ και μέρος της απόφασης Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου της Σουηδίας. Είναι, κατά τον εν λόγω ομνύοντα, όπως καταγράφει στο Παράρτημα, ηλίου φαεινότερο ότι τυχόν επιτυχία της Σουηδικής Αγωγής θα έχει ουσιαστική επίδραση στη σημερινή κατάσταση και δικαιολογείται επ’ αυτού η αναστολή της κρίσιμης διαδικασίας μέχρι ολοκλήρωσής της Σουηδικής Αγωγής.

Η Skatterverket καταχώρισε Ένσταση στην εδώ κρίσιμη Αίτηση επί, ουσιαστικά της ίδιας νομικής βάσης. Προτείνονται 16 λόγοι ένστασης, τους οποίους έχω λάβει υπόψη μου στο σύνολό τους. Κύριοι εξ αυτών είναι ότι δεν προβλέπεται καταχώριση απαντητικής ένορκης δήλωσης στους θεσμούς και στη Νομοθεσία, ότι η Εταιρεία δεν παραθέτει νέα γεγονότα, αλλά μόνο επανάληψη θέσεων, εισηγήσεις επί της αξιοπιστίας του ομνύοντα στην ένορκη δήλωση που στήριξε την ένσταση στην Αίτηση για αναστολή, νομική επιχειρηματολογία, σκέψεις, συμπεράσματα και σχολιασμό με σκοπό να καλύψουν κενά στην αρχική τους ένορκη δήλωση, ως επίσης και ανούσια και άσχετα στοιχεία. Η Αίτηση δε είναι καταχρηστική και σκοπεί στην περαιτέρω καθυστέρηση της εκδίκασης της Αίτησης για αναστολή και τυχόν έγκρισή της θα σήμαινε αχρείαστη περιπλοκή των θεμάτων και ευρύτατη μεταβολή της εικόνας που δόθηκε αρχικά από της Εταιρεία. Δεν καταδεικνύεται εν προκειμένω καλός λόγος και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για να επιτραπεί στην Εταιρεία να καταχωρίσει τη επίμαχη συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

Στην ένορκη δήλωση που στήριξε την Ένσταση της Skatterverket ουσιαστικά επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης. Προτείνεται ότι ο σχολιασμός της νομικής γνωμάτευσης που παρέθεσε η ίδια προηγουμένως δεν αποτελεί καλό λόγο για να επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, αλλά και εάν επιτραπεί τότε θα πρέπει και η Skatterverket να απαντήσει, καθιστώντας τη διαδικασία ατέρμονο σχολιασμό θέσεων. Επειδή δεν είχαν εξ αρχής συναφθεί τα προς κατάθεση τεκμήρια στην προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, η ομνύουσα επεξηγεί την επίδραση τούτου, αλλά σχολιάζει ότι έστω και να παρατίθεντο, όπως ήδη κατέγραψα και έγινε, το εγχείρημα θα ήταν αντίθετο προς το πνεύμα του Νόμου, καθότι θα σήμαινε ουσιαστικά και τη συντήρηση επ’ αόριστο μιας ανταλλαγής σχολίων.

Έπειτα οι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρισαν γραπτές αγορεύσεις. Από πλευράς Εταιρείας γίνεται αναφορά σε σχετική επί του θέματος Νομολογία και προτείνεται αφενός ότι έχει καταδειχθεί καλός λόγος για να επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης καθότι, βάσει των σχετικών παραγράφων, πρόκειται να συμπληρωθεί η εικόνα της υπόθεσης της Εταιρείας και να αντικρουστούν οι ισχυρισμοί της Skatterverket. Η προτεινόμενη προς κατάθεση επιπρόσθετη μαρτυρία είναι χρήσιμη προς το Δικαστήριο εν όψει του αντικειμένου της Αίτησης για αναστολή και κυρίως η εμπλοκή του Σουηδικού δικαίου.

Αντίθετη είναι η θέση που μεταφέρεται στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της Skatterverket. Επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης κι έπειτα γίνεται αναφορά σε Νομολογία και προβάλλεται το επιχείρημα ότι η προσπάθεια της Εταιρείας είναι να καλύψει κενά τα οποία εξ αρχής θα έπρεπε να είχε θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου επικαλούμενη ευσχήμως την πρόφαση παράθεσης ολοκληρωμένης εικόνας στο Δικαστήριο. Η μόνη παράγραφος της προτεινόμενης προς κατάθεση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η οποία δεν αποτελεί επανάληψη θέσεων της Εταιρείας είναι η παράγραφος 7, η οποία όμως είναι ανεπίτρεπτη η συμπερίληψή της καθότι αποτελεί ουσιαστικά σχολιασμό επί νομικών γνωματεύσεων, χωρίς ουσιαστικό λόγο και με αποτέλεσμα τη διαιώνιση της ανταλλαγής συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Τέλος οι συνήγοροι σχολιάζουν το περιεχόμενο των επισυνημμένων στην προτεινόμενη προς κατάθεση συμπληρωματική ένορκη δήλωση για να εισηγηθούν καταληκτικά ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος για να δοθεί άδεια.

 Σχετικά με το επίδικο θέμα, η Διαταγή 48, θεσμός 4(2) του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού αναφέρει:

«Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39».

Ο συγκεκριμένος θεσμός έχει ερμηνευθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες καθόρισαν ότι το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου[1], το οποίο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχει καλός λόγος για να επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης[2]. Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας και το ζήτημα προσεγγίζεται βάσει, κυρίως, της ανάγκης που προβάλλεται για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης[3]. Ούτε η επανάληψη, ούτε η επιχειρηματολογία δικαιολογούν διάταγμα για συμπληρωματική ένορκη δήλωση[4].

Ερχόμενος στα της ενώπιον μου κρίσιμης Αίτησης, αβίαστα διαπιστώνω ότι οι παράγραφοι 5 (με υποπαραγράφους I - IV), 8 και 9 της προτεινόμενης προς καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αποτελούν αποκλειστικά σε επιχειρηματολογία, επανάληψη και παραπομπή σε θέσεις που βρίσκονται ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου δια της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Αίτηση, αλλά και γενικό σχολιασμό, κατ’ ουσία απόρριψη, θέσεων της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Ένσταση της Skatterverket. Σε καμία εκ των εν λόγω παραγράφων δεν περιλαμβάνεται οτιδήποτε που δεν θα μπορούσε κάλλιστα να συμπεριληφθεί και ως επιχειρηματολογία ή και ανάλυση στο στάδιο των αγορεύσεων και τούτο επειδή δεν προσφέρεται μέσω τους οποιοδήποτε γεγονός. Λεπτομερέστερος σχολιασμός γίνεται στην παράγραφο 5.Ι. με αναφορά στις πιθανές συνέπειες τυχόν έκδοσης απόφασης υπέρ της Εταιρείας στη Σουηδική Αγωγή, αλλά προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει ότι ούτε κι εκεί προσφέρεται οτιδήποτε συγκεκριμένο, παρά μόνο παρατίθεται το επιχείρημα περί καταλυτικών συνεπειών αυτό καθ’ αυτό. Κατά συνέπεια, κρίνω ότι, βάσει του περιεχομένου τους, δεν θα μπορούσε να υποστυλωθεί βάσιμα οποιοδήποτε επιχείρημα περί ανάγκης για συμπερίληψη των εν λόγω παραγράφων ούτως ώστε το Δικαστήριο να έχει - ούτε καν πληρέστερη πόσω μάλλον - ολοκληρωμένη εικόνα. Καταλήγω συναφώς ότι δεν έχει καταδειχθεί εν προκειμένω οποιοσδήποτε καλός λόγος για να επιτραπεί η καταχώριση των παραγράφων 5 (με υποπαραγράφους I - IV), 8 και 9 της προτεινόμενης προς καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Όσων αφορά τις παραγράφους 6 και 7 πρόκειται για παραγράφους με τις οποίες ο ομνύοντας αποπειράται να καταθέσει περαιτέρω σημειώματα και γνωματεύσεις των εκεί κατονομαζόμενων προσώπων αλλά και να παραθέσει απόσπασμα από απόφαση Δικαστηρίου στη Σουηδία.

Ξεκινώ από την παράγραφο 6. Ο προτιθέμενος ως ομνύοντας αναφέρει ότι επιθυμεί να επισυνάψει σχολιασμό από σουηδούς δικηγόρους των παραγράφων 10 – 22 και Τεκμηρίων 1 – 4 της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Ένσταση. Το κείμενο που επισυνάπτεται καταπιάνεται πράγματι με το σχολιασμό εγγράφων που επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση που στήριξε την Ένσταση και με την, κατ’ ισχυρισμό, ανάδειξη ορθογραφικών λαθών και λαθών στις μεταφράσεις των σουηδών δικηγόρων της Skatterverket, τα οποία κατ’ ισχυρισμό είναι ενίοτε κραυγαλέα και παραπλανητικά σε βαθμό που βαίνουν εις βάρος των συμφερόντων της Εταιρείας. Στάθηκα στον τελευταίο τούτο ισχυρισμό, δηλαδή στο ότι η σοβαρότητα των προαναφερθέντων λαθών, ενδεχομένως να επηρεάσει την αντίληψη του Δικαστηρίου σε ότι αφορά την κρίσιμη διαδικασία και τούτο γιατί είναι ο μόνος που θεωρώ ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει καλό λόγο για να επιτραπεί να συμπεριληφθεί η παράγραφος με την οποία εισάγεται το επίμαχο Τεκμήριο. Οι υπογράφοντες το σημείωμα αναδεικνύουν κάποια, κατά τους ίδιους, λάθη τα οποία απλώς και μόνο ενδεχομένως να καθιστούν το κείμενο που κατέθεσε η Skatterverket δυσνόητο ή και ανακόλουθο, χωρίς κατ’ ανάγκη να εξάγεται, έστω και να θεωρείτο η θέση τούτη ορθή, ότι τα χαρακτηριστικά τούτα επηρεάζουν την υπόθεση της Εταιρείας. Δεν έχει καταδειχθεί ικανοποιητικώς σύνδεση μεταξύ των κατ’ ισχυρισμό αναδεικνυόμενων λαθών και καλούμενων ως παραπλανητικών αναφορών και της διακυβευόμενης παραπλάνησης του Δικαστηρίου προς πιθανή βλάβη της Εταιρείας, ούτως ώστε να καθίσταται αναγκαία και η προβολή των εν λόγω ισχυρισμών. Επίσης, δεν παύει να έχει ήδη κατατεθεί η νομική θέση της Εταιρείας επί των θεμάτων όπως επισυνάφθηκε στην αρχική ένορκη δήλωση του ΚΧ. Το κατά πόσο δε το κείμενο στα Αγγλικά είναι από μόνο του δυσνόητο ή ακόμα μέσω του δεν εξάγεται κανένα νόημα, είναι ενδεχομένως ζήτημα που πιθανώς ν’ απασχολήσει κατά την εξέτασή του από το Δικαστήριο κατά την ακρόαση της Αίτησης για αναστολή. Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι δεν έχει καταδειχθεί καλός λόγος να συμπεριληφθεί ούτε η παράγραφος 6 της προτεινόμενης προς κατάθεση ένορκης δήλωσης επειδή η Εταιρεία δεν ικανοποίησε στο απαιτούμενο βαθμό περί της αναγκαιότητας και χρησιμότητας παράθεσης περαιτέρω μαρτυρίας επί τούτου.

Έρχομαι στην παράγραφο 7. Ξεκινώντας από τις παραγράφους 7.i.(α), (β), (γ) και (δ), η οποία (δ) συνδέεται ως, τρόπον τινά, προτεινόμενο συμπέρασμα των προηγούμενων υποπαραγράφων. Ο λόγος που προβάλλεται για την ανάγκη καταχώρισης της αντίστοιχης παραγράφου και εγγράφων είναι ότι αυτά αποτελούν αντίκρουση θέσεων της γνωμάτευσης που παρουσίασε η Skatterverket και η οποία κρίνεται, από την Εταιρεία, ως εσφαλμένη και παραπλανητική. Έχοντας κατά νου ότι τα ζητήματα που μέχρι στιγμής αναδείχθηκαν από αμφότερα τα διάδικα μέρη εντός του πλαισίου της Αίτησης για αναστολή αφορούν τόσο το αλλοδαπό δίκαιο, όσο και το δίκαιο της Ένωσης, αλλά και ταυτόχρονα εν εξελίξει αλλά και περατωμένες διαδικασίες στο εξωτερικό, οι οποίες, πάντοτε κατ’ ισχυρισμό, ενδεχομένως να επηρεάζουν την κρίσιμη ενώπιον μου διαδικασία, κρίνω ότι, εν προκειμένω, το αίτημα για μια απαντητική συμπλήρωση είναι αιτιολογημένο, με αναφορά στο σκεπτικό της σχετικής δικονομικής διάταξης, ότι δηλαδή η εμπλοκή των πιο πάνω ζητημάτων συνιστά καλό λόγο εν τη εννοία της Νομολογιακής ερμηνείας και εφαρμογής της Διαταγής 48, 4(2). Διαπιστώνω ότι, κατ’ αντίθεση με τα όσα διαπίστωσα σχετικά με τις παραγράφους 5, 8 και 9, δεν πρόκειται εν προκειμένω περί επιχειρηματολογίας ή σχολιασμού που να ανάγεται στη συμπλήρωση κενών και ελλείψεων της πρώτης ένορκης δήλωσης που στήριξε την Αίτηση, αλλά σε αντίκρουση ισχυρισμών, σε πραγματικό πλέον επίπεδο μια και πρόκειται περί ισχυρισμών που αφορούν το αλλοδαπό και Ενωσιακό δίκαιο και εν εξελίξει διαδικασίες στο εξωτερικό. Υπενθυμίζω ότι η κατάληξή μου τούτη αφορά, αποκλειστικά, διαπίστωσή μου - κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται από τη αντίστοιχη δικονομική πρόνοια - ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για να δοθεί άδεια καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, η οποία, σε καμία περίπτωση, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί είτε ως αποδοχή είτε ως απόρριψη οποιασδήποτε θέσης, είτε αυτή έχει να κάνει με τον τύπο είτε με την ουσία, που σχετίζεται με την Αίτηση.

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει μερικώς. Χάριν συνοχής του κειμένου θα δοθεί άδεια να συμπεριληφθούν και παράγραφοι του Παραρτήματος οι οποίες, στο πλαίσιο της κρίσιμης Αίτησης και των επίμαχων της σημείων, θεωρούνται τυπικές.

Συναφώς δίδεται άδεια στην Εταιρεία να καταχωρίσει, εντός επτά ημερών από σήμερα, συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ΚΧ στην οποία να συμπεριλαμβάνονται οι παράγραφοι 1-4, 7 και 10 του Παραρτήματος που επισύναψαν στην παρούσα Αίτηση.

Εν όψει της περιορισμένης επιτυχίας της Αίτησης, επιδικάζεται, υπέρ της Εταιρείας και εναντίον της Skatterverket, το ¼ (εν τέταρτο) των εξόδων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

Τέλος, η υπόθεση ορίζεται για προγραμματισμό Ακρόασης στις 14.5.24 και ώρα 9.00 π.μ. με τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων απαραίτητη.

 

………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Φιλόκυπρου Ματθαίου (2008) 1 Α.Α.Δ. 510)

[2] (βλ. A. Messios & Sons Ltd. v. Λεωνίδα (2010) 1 Α.Α.Δ. 195)

[3] (βλ. Μαρίας Κόκκινου ν. Κυριάκου Κόκκινου, Πολ. Έφεση 29/14, ημ. 3.11.2016)

[4] (βλ. Παπακοκκίνου κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. (Αρ. 1) (2012) 1 ΑΑΔ 643)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο