ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης: 3312/2023

 

Μεταξύ:

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ

2. ΣΑΒΒΟΥΛΑ ΣΑΒΒΑ ΛΑΝΓΚΣΤΟΝ

3. ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Ενάγοντες

 

και

 

1. ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΒΒΑ

2. ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΧΡΥΣΙΔΩΡΟΣ» ΛΙΜΙΤΕΔ

Εναγόμενοι

 

 

Αίτηση Εναγόντων 1, 2 και 3/Αιτητών ημερομηνίας 6.11.2023
για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

25 Απριλίου, 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1, 2 και 3/Αιτητές: κ. Λ. Χαβιαράς για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενους 1 και 2/Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Μ. Βιολάρης για M. Violares LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Με την παρούσα Αίτηση, οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση αριθμού διαταγμάτων που σκοπό έχουν να απαγορεύσουν την μεταβίβαση ή αποξένωση μετοχών στην Εναγόμενη 2 εταιρεία και περιουσίας της (εκτός των συνήθων εργασιών αυτής) και διατάγματα για την παροχή πληροφοριών σε σχέση με τις εργασίες, μετοχική δομή και διαχείριση της Εναγόμενης 2 εταιρείας και ποσών που πληρώθηκε από αυτήν ο Εναγόμενος 1.

 

Η Αίτηση είχε καταχωρηθεί μονομερώς αλλά διατάχθηκε η επίδοση της προς τους Εναγόμενους πριν αυτή αποφασιστεί, όπως και έγινε.

 

Η Αίτηση καταχωρήθηκε την ίδια μέρα με το γενικώς οπισθογραφημένο έντυπο απαίτησης της αγωγής. Με την αγωγή οι Ενάγοντες αξιώνουν την έκδοση διαταγμάτων που, ουσιαστικά, αποκαθιστούν την μετοχική δομή της Εναγόμενης 2 εταιρείας στην κατάσταση που ήταν πριν από μεταβίβαση μετοχών που έγινε την 1.1.1994, ζητούν την ακύρωση μεταγενέστερων μεταβιβάσεων και παραχωρήσεων μετοχών, δήλωση ότι οι μεταβιβάσεις και εταιρικές αυτές πράξεις διενεργήθηκαν συνεπεία δόλου των Εναγόμενων 1 και 2 και αποζημίωση προς τους Ενάγοντες για τις ζημιές που έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα του δόλου αυτού.

 

Οι Ενάγοντες 1, 2 και 3 και ο Εναγόμενος 1 είναι αδέρφια. Η Εναγόμενη 2 εταιρεία είχε ιδρυθεί από τον πατέρα τους, ο οποίος απεβίωσε το 2022. Η μητέρα τους απεβίωσε προηγουμένως, το 2003. Η Εναγόμενη 2 εταιρεία ασχολείτο με κτηματικές επιχειρήσεις και διατηρεί ακίνητη περιουσία στην οποία βρίσκονται διάφορα υποστατικά, τα οποία ενοικιάζει προς τρίτους. Την Εναγόμενη 2 εταιρεία διαχειριζόταν ο πατέρας των διαδίκων μέχρι προ ολίγων ετών οπόταν, λόγω ηλικίας και φθίνουσας πορείας της υγείας του, περιόρισε την εμπλοκή του. Από τα αδέρφια, ο Εναγόμενος 1 ήταν αυτός που, αρχικά μαζί με τον πατέρα του και αργότερα μόνος του, ασχολείτο με τις εργασίες της Εναγόμενης 2 εταιρείας. Παρενθετικά σημειώνω ότι υπάρχει και 2η οικογενειακή εταιρεία, η Χρυσίδωρος & Υιοί Λτδ, για την οποία δεν εγείρονται διεκδικήσεις μέσω της παρούσας αγωγής.

 

Την Άνοιξη 2022, λίγους μήνες πριν τον θάνατο του πατέρα τους, οι Ενάγοντες ανησύχησαν ότι ο πατέρας τους αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Την ίδια περίοδο ο Εναγόμενος 1 αντιμετώπισε προβλήματα υγείας και, για διάφορους λόγους, εγέρθηκαν υποψίες στους Ενάγοντες αναφορικά με την οικονομική πορεία της Εναγόμενης 2 εταιρείας. Τον Μάιο του ίδιου έτους προέβησαν σε έρευνα στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με την εταιρεία.

 

Από την έρευνα διαπίστωσαν ότι το 1994 μεταβιβάστηκαν στον Εναγόμενο 1, 8950 μετοχές Τάξης Β στην Εναγόμενη 2 εταιρεία. Πριν τη μεταβίβαση οι μετοχές αυτές ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα του Ενάγοντα 1. Η θέση του Ενάγοντα 1 είναι ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση του. Διαπιστώθηκε περαιτέρω, μέσω της έρευνας, ότι ακολούθησαν και άλλες μεταβιβάσεις και παραχωρήσεις μετοχών στην Εναγόμενη 2 εταιρεία, που κατέληξαν στον Εναγόμενο 1. Ως αποτέλεσμα ο Εναγόμενος 1 κατέχει σήμερα 150 μετοχές Τάξης Α από σύνολο 250 μετοχών Τάξης Α καθώς και το σύνολο των εκδομένων μετοχών Τάξης Β στην εταιρεία, ήτοι 29.900 μετοχές Τάξης Β. Τέλος, 100 μετοχές Τάξης Α στην εταιρεία ήταν και παραμένουν εγγεγραμμένες στον αποβιώσαντα πατέρα των διαδίκων. Διευθυντές της Εναγόμενης 2 εταιρείας ήταν ο Εναγόμενος 1 και ο αποβιώσαντας. Γραμματέας είναι ο Εναγόμενος 1.

 

Η θέση των Εναγόντων είναι ότι οι διάφορες μεταβιβάσεις και παραχωρήσεις μετοχών από το 1994 και εντεύθεν έγιναν με δόλιο τρόπο και με πρόθεση ο Εναγόμενος 1 να αποκτήσει έλεγχο της εταιρείας και, κατ’ επέκταση, των περιουσιακών της στοιχείων.

 

Ο Εναγόμενος 1 διαφωνεί. Η δική του θέση είναι ότι η αρχική μεταβίβαση προς εκείνον το 1994 των μετοχών που κατείχε ο Ενάγοντας 1, έγινε κατόπιν απόφασης και με πρωτοβουλία των γονέων τους. Ήταν αποτέλεσμα οικογενειακών διενέξεων αλλά και ως αντάλλαγμα για τον ίδιο ώστε να επαναπατριστεί από την Αγγλία όπου διέμενε και να ασχοληθεί με τις εργασίες της εταιρείας. Είναι η θέση του ότι νόμιμα κατέστη ιδιοκτήτης των μετοχών εκείνων το 1994 και, συνεπώς, οι συνεπακόλουθες μεταβιβάσεις και παραχωρήσεις άλλων μετοχών ήταν επίσης νόμιμες και δεν αφορούν τον Ενάγοντα 1. Υποστηρίζει ότι η αρχική μεταβίβαση ήταν εις γνώση του Ενάγοντα 1 ο οποίος παρέμεινε άπραγος για δεκαετίες και επέλεξε να τον ενάγει τώρα, αφού απεβίωσαν οι δύο γονείς. Υποστηρίζει ότι σκοπός του Ενάγοντα 1 είναι, μαζί με τις αδερφές τους, να υφαρπάξουν περιουσία που οι γονείς αποφάσισαν να δωρίσουν στον ίδιο.

 

Αντίθετα, η θέση των Εναγόντων είναι ότι ο Εναγόμενος 1 εκμεταλλεύτηκε την προχωρημένη ηλικία και προβλήματα υγείας των γονέων τους, που επηρέαζαν την γνωστική τους ικανότητα, ώστε να τους εκμεταλλευτεί οικονομικά και να αποσπάσει περιουσία πολλαπλάσιας αξίας από εκείνη που θα του αναλογούσε στα πλαίσια κληρονομικής διαδοχής.

 

Ο Εναγόμενος 1 διαφωνεί υποστηρίζοντας ότι είχε αναλάβει επί το πλείστον την φροντίδα του πατέρα τους, ο οποίος ένεκα αυτού και αναγνωρίζοντας την συνεισφορά του στις οικογενειακές επιχειρήσεις επέλεξε να του δωρίσει τις μετοχές στην Εναγόμενη 2 εταιρεία. Είναι η θέση του ότι οι Ενάγουσες 2 και 3 είχαν ευεργετηθεί με άλλη γονική περιουσία ενώ οι γονείς του είχαν αποκληρώσει τον Ενάγοντα 1 κατόπιν ρήξης στις μεταξύ τους σχέσεις περί το 1993.

 

Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι για σκοπούς της απόφασης μου έχω μελετήσει την Αίτηση και αρχική και συμπληρωματική ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει καθώς και τα έγγραφα που επισυνάπτονται στις ένορκες δηλώσεις ως τεκμήρια. Έχω επίσης μελετήσει την ένσταση, τις τρεις αρχικές και μια συμπληρωματική, ένορκες δηλώσεις που τη συνοδεύουν και τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί μέσω αυτών. Περαιτέρω, έχω μελετήσει όσα ανέφεραν στις αγορεύσεις τους (γραπτές και προφορικές) οι συνήγοροι των δύο πλευρών καθώς και τις πηγές και νομολογία στην οποία παρέπεμψαν.

 

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε, τόσο από την πλευρά των Εναγόντων όσο και από την πλευρά των Εναγόμενων, αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις των αδερφών και των γονέων τους, οικογενειακές συναντήσεις και συζητήσεις των τελευταίων τριών δεκαετιών, διαφωνίες, περιστατικά που αφορούσαν προβλήματα υγείας, απόψεις και επικρίσεις για επιλογές που αφορούν την προσωπική ζωή και την φροντίδα των γονέων κ.ο.κ. Οι αναφορές αυτές έχουν, αχρείαστη, θα χαρακτήριζα, έκταση. Παρότι τις έχω εξετάσει, δεν κρίνω αναγκαίο να επεκταθώ περαιτέρω.

 

Εξ άλλου, όπως έχει νομολογηθεί, η διαδικασία έκδοσης παρεμπίπτοντων διαταγμάτων δεν προσφέρεται για εις βάθος αξιολόγηση αντικρουόμενης μαρτυρίας ώστε να καταλήξει το Δικαστήριο σε ευρήματα για αμφισβητούμενα γεγονότα. Η μαρτυρία που παρουσιάζεται εκατέρωθεν προσεγγίζεται και εξετάζεται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για τα προς απόφαση ζητήματα. Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διαταγμάτων πηγάζει από το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, που καθορίζει και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής ενδιάμεσης θεραπείας. Η συγκεκριμένη διάταξη προνοεί τα εξής:

 

«…δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν πληρούνται, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην πιο πάνω διάταξη. Δηλαδή εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που περιλαμβάνονται στο έντυπο απαίτησης δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.

 

Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, που αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται.

 

«Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Οι θεραπείες που αξιώνουν οι Ενάγοντες, και ειδικότερα ο Ενάγοντας 1, πηγάζουν χρονικά το 1994, από την κατ’ ισχυρισμό δόλια και αντικανονική μεταβίβαση των 8.950 μετοχών Τάξης Β στην Εναγόμενη 2 εταιρεία, προς τον Εναγόμενο 1.

 

Ότι η μεταβίβαση έγινε με πρωτοβουλία και ενέργειες του αποβιώσαντα πατέρα των διαδίκων και όχι του Ενάγοντα 1, δεν αμφισβητείται από την πλευρά των Εναγόμενων αλλά επιβεβαιώνεται. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Εναγόμενο 1 (παράγραφοι 10.12 και μετέπειτα της 1ης ένορκης του δήλωσης):

 

«Το καλοκαίρι του 1999, οι γονείς μας (από Κύπρο), η Ενάγουσα/Αιτήτρια 2 και εγώ (από Ηνωμένο Βασίλειο) και ο Ενάγοντας/Αιτητής 1 μαζί με την τότε σύντροφο του (από την Ιαπωνία) συμφωνήσαμε και προς τούτο συναντηθήκαμε για να περάσουμε μαζί και οικογενειακά τις διακοπές μας στην Καλιφόρνια (ΗΠΑ).

 

Κατά τη διάρκεια των διακοπών εξελίχθηκε μια σοβαρή προσωπική διελκυστίνδα μεταξύ αφενός των γονέων μας – υποστηριζόμενοι από την Ενάγουσα/Αιτήτρια 2 – και αφετέρου από τον Ενάγοντα/Αιτητή 1 σε σχέση με την τότε σύντροφο του.

 

Αφού λέχθηκαν διάφορα μετά από μακρά αντιπαράθεση, ο Ενάγοντας/Αιτητής 1 υποσχέθηκε στους γονείς μας ότι θα πήγαινε στην Ιαπωνία όπου ήταν προηγουμένως για μεταπτυχιακές σπουδές με υποτροφία Fullbright, ούτως ώστε να τακτοποιήσει και να στείλει τα πράγματα του πίσω και έπειτα να επιστρέψει στην Κύπρο.

 

Ο Ενάγοντας/Αιτητής 1 όχι μόνο δεν επέστρεψε στην Κύπρο, αλλά διέκοψε και την κάθε επαφή και επικοινωνία με τους γονείς μας αλλά και με κάθε μέλος της οικογένειας. Διακοπή επικοινωνίας όχι σταδιακή αλλά για περίπου 5 ολόκληρα χρόνια!!!

 

Μετά από παρότρυνσή των γονέων το 1998, ταξίδεψε [sic] στην Ιαπωνία με σκοπό να εντοπίσω τον Αιτητή 1 και να προσπαθήσω να τον πείσω να επικοινωνήσει με τους γονείς, όπως και έγινε.

 

Ως εκ τούτου ο Ενάγοντας/Αιτητής 1 είχε, διαχρονικά, την ευκαιρία να μιλήσει και να εξηγηθεί με τον πατέρα, είτε αυτοπροσώπως είτε τηλεφωνικώς για το όποιο θέμα ήθελε.

 

Οι γονείς μας εις αντίδραση των ενεργειών ή καλύτερα των αποφάσεων του Ενάγοντα/Αιτητή 1 – και ως οι μοναδικοί Διευθυντές των Εταιρειών προχώρησαν με τις ακόλουθες ενέργειες Ιανουάριο του 1994:

 

i.           Κτηματική εταιρεία «Χρυσίδωρος» Λτδ – Μεταβίβαση 8950 Μετοχών Τάξης Β από τον Ενάγοντα/Αιτητή 1 προς εμένα.

 

ii.          Χρυσίδωρος & Υιοί Λτδ – Μεταβίβαση 20 Μετοχών Τάξης Α και 4100 Μετοχών Τάξης Β από τον Ενάγοντα/Αιτητή 1 προς Ενάγουσα/Αιτήτρια 2.

 

Ως εκ των ανωτέρω και σε συνάρτηση με την προηγούμενη ενότητα, ο αποκλεισμός του Ενάγοντα/Αιτητή 1 από τις Εταιρείες (μετά από αποκλειστική απόφαση των γονέων μας) δεν ήταν άνευ λόγου και αιτίας, ούτε «κεραυνός εν αιθρία», όπως ούτε εν αγνοία ή και ενάντια της θέλησης του Ενάγοντα/Αιτητή 1.»

 

Αντίστοιχες θέσεις προβάλλονται και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας που παρουσίασε η πλευρά των Εναγόμενων.

 

Οι απόψεις ως προς τον τρόπο που εξελίχθηκαν τα γεγονότα και οι ακριβείς ημερομηνίες αυτών, διίστανται, όμως αυτό δεν είναι επί του παρόντος. Σημαντικό για σκοπούς της διαδικασίας είναι η ουσία της πιο πάνω θέσης.

 

Πριν τη μεταβίβαση, ο Ενάγοντας 1 ως εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης των μετοχών εκείνων ήταν ο κύριος και δικαιούχος αυτών. Το γεγονός ότι οι μετοχές ήταν, ουσιαστικά, δωρεά προς αυτόν από τους γονείς του, δεν επηρεάζει τα δικαιώματα του ως εγγεγραμμένου μετόχου. Τίποτα στη μαρτυρία υπάρχει που να εισηγείται ή να αφήνει να νοηθεί ότι ο πατέρας ή και οι δύο γονείς είχαν διατηρήσει οποιοδήποτε δικαίωμα στις εν λόγω μετοχές. Ο διευθυντής μιας εταιρείας δεν έχει το δικαίωμα να μεταβιβάζει μετοχές στην εταιρεία κατά το δοκούν. Οι μετοχές είναι περιουσία του μετόχου και όχι των αξιωματούχων. Ούτε και η ιδιότητα του δωρητή, αρχικά, των μετοχών έδιδε το δικαίωμα στον πατέρα των διάδικων να μεταχειρίζεται τις εν λόγω μετοχές ωσάν να είναι δική του περιουσία. Ο μόνος, κατά νόμο, δικαιούχος να μεταβιβάσει, δωρίσει, αποξενώσει τις μετοχές ήταν ο ίδιος ο μέτοχος, δηλαδή ο Ενάγοντας 1. Δεν αποκλείεται βεβαίως να παρουσιαστεί στα πλαίσια της δίκης μαρτυρία που να στοιχειοθετεί (στο βαθμό που απαιτείται σε αγωγή) ότι ο Ενάγοντας 1 είχε εξουσιοδοτήσει εγγράφως ή με άλλο τρόπο τον πατέρα του να μεταβιβάζει τις μετοχές εκ μέρους του. Σε αυτό το στάδιο όμως, πέραν από κάποιες αόριστες αναφορές, θετική μαρτυρία από τους Εναγόμενους ότι υπήρχε τέτοια εξουσιοδότηση δεν παρουσιάστηκε. Ο ίδιος ο Ενάγοντας 1 αρνείται ότι γνώριζε, συγκατατέθηκε ή εξουσιοδότησε την μεταβίβαση των μετοχών εκείνων.

 

Σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας ο πήχης για το τί συνιστά ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή, δεν έχει τεθεί πολύ ψηλά από τη νομολογία. Όσα προανέφερα θεωρώ ότι αποκαλύπτουν συζητήσιμη υπόθεση, στον βαθμό που απαιτείται για αυτό το στάδιο, στις αξιώσεις που εγείρονται σε σχέση με την πρώτη επίδικη μεταβίβαση μετοχών το 1994.

 

Περαιτέρω, ενόψει αυτής της διαπίστωσης, θεωρώ ότι η μαρτυρία αποκαλύπτει επίσης ορατή πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση με τις μεταβιβάσεις και παραχωρήσεις μετοχών που ακολούθησαν. Εάν ο Ενάγοντας 1 είχε διατηρήσει την ιδιότητα του μετόχου (την οποία στερήθηκε ένεκα της μεταβίβασης των μετοχών του το 1994) τότε θα είχε δικαίωμα εξαγοράς σε σχέση με μεταγενέστερες μεταβιβάσεις μετοχών.

 

Η διαδικασία μεταβίβασης μετοχών στην Εναγόμενη 2 εταιρεία καθορίζεται ρητά στο καταστατικό (Κανονισμοί 6-12). Το Καταστατικό προβλέπει για «δικαίωμα εξαγοράς» από υφιστάμενους μετόχους, πριν διενεργηθεί οποιαδήποτε μεταβίβαση.

 

Ο Ενάγοντας 1 θα είχε επίσης δικαίωμα προαίρεσης σε κάθε έκδοση και παραχώρηση νέων μετοχών, ως προνοείται στον Πίνακα Α του Μέρους 1 του Πρώτου Παραρτήματος του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 (που ισχύει στην Εναγόμενη 2 εταιρεία σύμφωνα με το Καταστατικό αυτής). Ο Ενάγοντας 1 στερήθηκε δικαιωμάτων που θα είχε στη διάθεση του, ένεκα του ότι είχε απωλέσει την ιδιότητα του μετόχου με τη μεταβίβαση του 1994.

 

Πέραν αυτού, η θέση των Εναγόντων είναι ότι τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο πατέρας τους είχε φθίνουσα νοητική κατάσταση και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας τα οποία τον έκαναν επιρρεπή σε έλεγχο και επηρεασμό από τον Εναγόμενο 1. Είναι η θέση τους ότι ένεκα αυτής της κατάστασης οι ενέργειες του πατέρα τους και οι αποφάσεις που λάμβανε σε σχέση με τη διαχείριση της εταιρείας δεν ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης αλλά «κατευθυνόμενες» από τον Εναγόμενο 1 ο οποίος απέβλεπε στο δικό του προσωπικό συμφέρον και επιδιώξεις. Αυτό, έμμεσα, επηρέασε τα δικαιώματα τους ως κληρονόμοι του πατέρα τους που ήταν μέτοχος στην Εναγόμενη 2 εταιρεία. Ακόμα 100 μετοχές Τάξης Α παραμένουν εγγεγραμμένες στο όνομα του αποβιώσαντα.

 

Οι Ενάγοντες έχουν παρουσιάσει δύο ιατρικές γνωματεύσεις που έγιναν το 2022 από νευρολόγους που διαγιγνώσκουν ότι ο αποβιώσαντας έπασχε από άνοια και αναφέρουν ότι τα συμπτώματα της νόσου ενδέχεται να είχαν εμφανιστεί προ 5ετίας.

 

Ο Εναγόμενος 2 αμφισβητεί ότι ο πατέρας τους είχε γνωστικά προβλήματα. Δεν παρουσιάζει ιατρική μαρτυρία αλλά τόσο ο Ενάγοντας 1 όσο και η Αγγέλα Γιαννακού που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός του αποβιώσαντα μέχρι τον θάνατο του, υποστηρίζουν στις ένορκες δηλώσεις τους ότι είχε πλήρη διαύγεια μέχρι το τέλος της ζωής του.

 

Επαναλαμβάνω ότι αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για αξιολόγηση αντιθετικής μαρτυρίας και κατάληξης σε ευρήματα αναφορικά με αμφισβητούμενα γεγονότα. Σε ότι αφορά τους περιορισμένους σκοπούς αυτού του σταδίου, η πλευρά των Εναγόντων έχει παρουσιάσει μαρτυρία που δημιουργεί μια συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με αυτές τις θέσεις που προβάλλει και αντίστοιχες αξιώσεις.

 

Συνεπώς, υπάρχει έρεισμα για αμφισβήτηση ενεργειών που έγιναν για μεταβιβάσεις μετοχών από τον πατέρα των διαδίκων προς τον Εναγόμενο 2 και παραχωρήσεις μετοχών από την εταιρεία προς τον Εναγόμενο 2.

 

Στη βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι ικανοποιείται και η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60.

 

Επαναλαμβάνω ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις βασίζονται στην εξέταση της ενώπιον μου μαρτυρίας για τους περιορισμένους σκοπούς του παρόντος σταδίου της διαδικασίας και δεν προκαταβάλλουν το αποτέλεσμα της αγωγής.

 

Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, εκτός εάν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις[3].

 

Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι και η συγκεκριμένη προϋπόθεση πληρείται. Αυτό διότι κρίνω πως υπάρχει ο κίνδυνος να μείνουν χωρίς θεραπεία οι Ενάγοντες εάν δεν παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία αλλά και ενόψει της ιδιαίτερης φύσης των θεμάτων που εγείρονται.

 

Συνεπεία της μεταβίβασης που έγινε το 1994, ο Ενάγοντας 1 έχει αποστερηθεί των δικαιωμάτων του στις μετοχές και στα συνακόλουθα δικαιώματα ψήφου και δικαιώματα στα κέρδη της εταιρείας που παρέχονται στους μετόχους εκ του Νόμου και από το Καταστατικό της εταιρείας. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αλλά και η θέση του Εναγόμενου 1 ότι είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης της Εναγόμενης 2 εταιρείας, δημιουργούν κίνδυνο να διαμορφωθούν τετελεσμένα εις βάρος των δικαιωμάτων του Ενάγοντα 1 και εις βάρος του δικαιώματος όλων των Εναγόντων ως κληρονόμοι του πατέρα τους.

 

Δεν υπάρχουν στοιχεία, πέραν από κάποιες αναφορές, που να δείχνουν ότι ο Εναγόμενος 1 θα είναι σε θέση να αποζημιώσει σε περίπτωση έκδοσης απόφασης εναντίον του. Ούτε προσέφερε, ως διευθυντής της Εναγόμενης 2 εταιρείας, συγκεκριμένες πληροφορίες σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας τα τελευταία χρόνια. Εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις των τελευταίων ετών δεν έχουν καταχωρηθεί στον Έφορο Εταιρειών. Η μόνη πληροφορία είναι ότι η Εναγόμενη 2 εταιρεία είναι ιδιοκτήτρια ακινήτων που ενοικιάζει όμως τίποτα συγκεκριμένο σε σχέση με το ύψος των υποχρεώσεων της ή μερίσματα που έχουν πληρωθεί. Συνεπώς, δεν μπορώ να διαπιστώσω ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 θα είναι σε θέση να αποζημιώσουν τους Ενάγοντες σε περίπτωση που δεν διαφυλαχθούν οι μετοχές στην Εναγόμενη 2 εταιρεία μέχρι τη δίκη.

 

Δεν παραγνωρίζω ότι το βάρος είναι στους Ενάγοντες να στοιχειοθετήσουν ότι πληρείται η 3η προϋπόθεση. Στο βαθμό που οι ίδιοι μπορούσαν, θεωρώ ότι παρουσίασαν πληροφορίες. Όμως, συγκεκριμένα στοιχεία που να δείχνουν ότι υπάρχει δυνατότητα αποζημίωσης ή αναφορικά με την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, ο Εναγόμενος 1 ως διευθυντής είναι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να τα παρουσιάσει. Δεν προσκομίστηκαν, παρότι είχαν ζητηθεί πριν την έγερση της αγωγής. Ούτε στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης, παρουσιάστηκαν συγκεκριμένες πληροφορίες σε σχέση με τις οικονομικές καταστάσεις της Εναγόμενης 2 εταιρείας.

 

Περαιτέρω, οι μετοχές στην Εναγόμενη 2 εταιρεία που είχαν μεταβιβαστεί το 1994 καθώς και οι μετοχές που παραχωρήθηκαν ή μεταβιβάστηκαν έκτοτε είναι η ουσία της αγωγής. Συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής και οι πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Δικαστηρίων Νόμου Κεφ. 6 που παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα για τη διατήρηση ή φύλαξη περιουσίας που είναι το αντικείμενο της αγωγής[4]. Στην παρούσα περίπτωση οι πλείστες αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή αφορούν μετοχές στην Εναγόμενη 2 εταιρεία και μέσω της Αίτησης επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, η διαφύλαξη των μετοχών μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Ενόψει της φύσης της περιουσίας καθώς και της φύσης των θεραπειών που ζητούν οι Ενάγοντες δεν διακρίνω με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να αποζημιωθούν αποτελεσματικά σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής εάν στο μεταξύ δεν διαφυλαχθούν οι μετοχές.

 

Θεωρώ επομένως, ότι και η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 πληρείται.

 

Περαιτέρω, από τα ενώπιον μου στοιχεία όπως διαμορφώθηκαν με την καταχώρηση της ένστασης, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία ώστε να διαφυλαχθούν οι μετοχές στην Εναγόμενη 2 εταιρεία μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.

 

Έχω σταθμίσει τις επιπτώσεις στις δύο πλευρές τόσο σε περίπτωση δέσμευσης των μετοχών όσο και σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει προς τη έκδοση διατάγματος για τη διαφύλαξη των μετοχών. Εάν οι μετοχές απολεσθούν, οι Ενάγοντες ενδεχομένως θα μείνουν χωρίς αποτελεσματική θεραπεία. Από την άλλη, εάν εκδοθεί διάταγμα για τη διατήρηση των μετοχών, ο Εναγόμενος 1 θα συνεχίσει να διατηρεί την κυριότητα τους στο ενδιάμεσο.

 

Συνεπώς, για τους λόγους που εξήγησα, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία για τη διατήρηση της μετοχικής δομής της εταιρείας μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.

 

Περαιτέρω, οι Ενάγοντες διεκδικούν και διάταγμα που να απαγορεύει την μεταβίβαση, ή αποξένωση περιουσίας της Εναγόμενης 2 εταιρείας εκτός των συνήθων εργασιών της. Μετά τον θάνατο του πατέρα των διαδίκων μοναδικός διευθυντής της εταιρείας παραμένει ο Εναγόμενος 1 ο οποίος είναι και μέτοχος πλειοψηφίας. Για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει κρίνω ότι είναι ορθό να διαφυλαχθεί κατά το δυνατό η περιουσιακή κατάσταση της εταιρείας μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Συνεπώς είναι ορθό να εκδοθεί σχετικό ενδιάμεσο διάταγμα.

 

Πέραν από αυτές τις θεραπείες, οι Ενάγοντες διεκδικούν και άλλα ενδιάμεσα διατάγματα, τα οποία κρίνω ότι δεν μπορούν να εκδοθούν για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.

 

Οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση διατάγματος που να απαγορεύσει την αλλαγή των διευθυντών της Εναγόμενης 2 εταιρείας. Διευθυντές της Εναγόμενης 2 εταιρείας ήταν ο Εναγόμενος 1 και ο πατέρας του. Σύμφωνα με το καταστατικό της εταιρείας αυτή πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον δύο διευθυντές. Με τον θάνατο του πατέρα των διαδίκων, η θέση του στο διοικητικό συμβούλιο παραμένει κενή. Εάν εκδοθεί διάταγμα που να απαγορεύει την αλλαγή των διευθυντών, ουσιαστικά θα διατηρηθεί η αντικαταστατική υφιστάμενη τάξη πραγμάτων. Συνεπώς, τέτοιο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.

 

Μέσω της Αίτησης οι Ενάγοντες ζητούν την έκδοση αριθμού διαταγμάτων που να διατάζουν τους Εναγόμενους να παρέχουν ενόρκως διάφορες πληροφορίες, έγγραφα, στοιχεία σε σχέση με την Εναγόμενη 2 εταιρεία, τα οικονομικά της, τη διοίκηση της και τη μετοχική της δομή.

 

Δεν έχω ικανοποιηθεί για την αναγκαιότητα έκδοσης αυτών των διαταγμάτων[5].Στοιχεία που αφορούν τα μητρώα και βιβλία πρακτικών διοικητικού συμβουλίου και γενικών συνελεύσεων είχαν ζητηθεί πριν την καταχώρηση της αγωγής. Υπήρχε εκτενής αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών αναφορικά με τη χορήγηση πρόσβασης στα μητρώα και βιβλία και έγινε επιτόπια έρευνα σε εγκαταστάσεις της Εναγόμενης 2 εταιρείας. Τα έγγραφα και πληροφορίες που δόθηκαν δεν ικανοποίησαν τους Ενάγοντες που θεωρούν ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι πλήρη ούτε επαρκή. Ως προς τα όσα έλαβαν χώρα κατά την επιτόπια έρευνα υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές που δεν είναι επί του παρόντος να εξεταστούν. Σε κάθε περίπτωση έγγραφα δόθηκαν όπως δόθηκε και πρόσβαση. Εάν είναι ανεπαρκή ή δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα αυτό είναι ένα από τα ζητήματα που θα εξεταστούν στα πλαίσια της δίκης όταν θα αποφασιστεί το νομότυπο των μεταβιβάσεων και παραχωρήσεων και η οικονομική ζημιά που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες. Περαιτέρω, στις δεκάδες σελίδες που εκτείνεται η μαρτυρία που παρουσίασαν οι Ενάγοντες γίνεται λεπτομερής αναφορά στα γεγονότα στα οποία βασίζουν τις θέσεις και αξιώσεις τους. Ενόψει αυτών των λεπτομερειών, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση προστατικών διαταγμάτων για αποκάλυψη, επί του παρόντος.

 

Καταληκτικά, σαν γενική αρχή, σε κάθε περίπτωση παροχής ενδιάμεσης θεραπείας, η έκταση της πρέπει να είναι η ελάχιστη ώστε να διασφαλιστούν οι σκοποί για τους οποίους παρέχεται. Ο περιορισμός των δικαιωμάτων ενός διάδικου μέσω της έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων νομιμοποιείται μόνο στο βαθμό που τα διατάγματα είναι απολύτως απαραίτητα για διαφύλαξη της ακεραιότητας της κυρίως δίκης.

 

Συνεπώς, η Αίτηση επιτυγχάνει μερικώς και θα εκδοθούν τα διατάγματα των παραγράφων 1 και 2 αυτής όμως με τις κατάλληλες προσαρμογές στο λεκτικό ώστε να επιτυγχάνονται οι σκοποί για τους οποίους εκδίδονται με την ελάχιστη απαραίτητη έκταση στις απαγορεύσεις που δημιουργούν.

 

Εκδίδεται διάταγμα που απαγορεύει στους Εναγόμενους 1 και/ή 2 να μεταβάλουν τη μετοχική δομή της Εναγόμενης 2 εταιρείας και/ή που να απαγορεύει την αλλαγή του μετοχικού κεφαλαίου της Εναγόμενης 2 εταιρείας και/ή που να απαγορεύει την αλλαγή των μετόχων και/ή των τελικών δικαιούχων των μετοχών στην Εναγόμενη 2 εταιρεία. Νοείται ότι το παρόν διάταγμα δεν εμποδίζει ενδεχόμενη μεταβίβαση μετοχών που θα διενεργηθεί στα πλαίσια της διαχείρισης του αποβιώσαντα Χρυσίδωρου Σάββα. Το παρόν διάταγμα θα ισχύει μέχρι την περάτωση της παρούσας αγωγής.

 

Εκδίδεται περαιτέρω διάταγμα που απαγορεύσει την πώληση και/ή μεταβίβαση και/ή αποξένωση και/ή επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης 2 εταιρείας, εκτός των πλαισίων των συνήθων εργασιών της.

 

Τα υπόλοιπα Αιτούμενα διατάγματα, απορρίπτονται για τους λόγους που εξήγησα.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης. Ακολουθώντας το αποτέλεσμα κρίνω ορθό όπως τα έξοδα επιδικαστούν υπέρ των Εναγόντων 1-3/Αιτητών και εναντίον των Εναγόμενων 1&2/Καθ΄ων η Αίτηση και εκδίδεται αντίστοιχη διαταγή. Το ποσό των εξόδων θα καθοριστεί από το Δικαστήριο με συνοπτικό υπολογισμό στη βάση της Δ.39.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330

[4] Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν Nicantony Tr. Co. Ltd (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653, Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980

[5] Norwich Pharmacal Co v Customs and Excise Commissioners [1974] A.C. 133

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο