ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 23/2023

 

Αναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015, ως τροποποιήθηκε

 

Και

 

Αναφορικά με την αίτηση της Μερόπης Χριστοδούλου (Χρεώστιδα)

 

_________________

 

Αίτηση της Χρεώστιδας ημερομηνίας 12.4.2024

για παράταση ισχύος προστατευτικού διατάγματος

_________________

 

26 Απριλίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Χρεώστιδα: κα Χαραλάμπους δια Argiro S. Charalambous LLC

Για ΚΕΔΙΠΕΣ Λτδ: κα Βαταμίδου δια Στέλιος Στυλιανίδης & Σια ΔΕΠΕ.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Στις 18.7.2023 εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο προστατευτικό διάταγμα για περίοδο 95 ημερών για την Χρεώστιδα (στο εξής το «Προστατευτικό Διάταγμα»). Στους πιστωτές της περιλαμβάνεται και η ΚΕΔΙΠΕΣ.

 

Το προσωπικό σχέδιο αποπληρωμής για τη Χρεώστιδα (στο εξής το «ΠΣΑ») που ετοιμάστηκε από τον σύμβουλο αφερεγγυότητας, δεν εγκρίθηκε από τη συνέλευση πιστωτών που έλαβε χώρα στις 20.10.2023.

 

Στο μεταξύ, η ΚΕΔΙΠΕΣ καταχώρησε αίτηση στις 10.8.2023 με την οποία ζητούσε τον παραμερισμό του Προστατευτικού Διατάγματος. Στην εν λόγω αίτηση, η Χρεώστιδα εκπροσωπείτο από έτερο δικηγόρο. Η αίτηση εκείνη αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, άνευ βλάβης δικαιωμάτων, σε ενωρίτερο στάδιο. Σύμφωνα με τις δηλώσεις της συνηγόρου της ΚΕΔΙΠΕΣ, η απόσυρση έγινε ενόψει του ότι το Προστατευτικό Διάταγμα είχε στο μεταξύ εκπνεύσει και, συνεπώς, η αίτηση εκείνη είχε καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Στις 12.4.2024, η Χρεώστιδα καταχώρησε μέσω των νυν δικηγόρων της δύο αιτήσεις. Η 1η είναι η παρούσα Αίτηση με την οποία ζητά την ανανέωση του Προστατευτικού Διατάγματος μέχρι την εκδίκαση της 2ης αίτησης. Με την 2η αίτηση ζητά την έκδοση διατάγματος για επιβολή του ΠΣΑ στους πιστωτές της.

 

Οι δύο αιτήσεις ήταν ορισμένες στις 29.4.2024. Όμως μου ζητήθηκε να επιληφθώ χθες, 25.4.2024, της παρούσας Αίτησης. Το αίτημα υποβλήθηκε ένεκα του ότι σήμερα, 26.4.2024, είναι προγραμματισμένος πλειστηριασμός της κύριας κατοικίας της Χρεώστιδας. Δόθηκε σχετική άδεια και επιλήφθηκα χθες της Αίτησης. Σημειώνω παρενθετικά ότι ο πλειστηριασμός προωθείται από άλλο πιστωτή και όχι από την ΚΕΔΙΠΕΣ.

 

Οι δύο αυτές αιτήσεις καταχωρήθηκαν μονομερώς ως προνοείται από τους περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2016. Επειδή όμως έλαβε γνώση των αιτήσεων η πλευρά της ΚΕΔΙΠΕΣ, ζήτησε όπως έχει την ευκαιρία να ακουστεί πριν το Δικαστήριο αποφασίσει επί αυτών. Ενόψει του ότι το αντικείμενο των δύο αιτήσεων επηρεάζει την ΚΕΔΙΠΕΣ ως πιστωτή και εφόσον έλαβε γνώση και επιθυμεί να ακουστεί, θεώρησα ότι έπρεπε να της δοθεί η ευκαιρία.

 

Σε ότι αφορά την υπό κρίση Αίτηση, ένεκα των εξαιρετικά στενών χρονικών περιθωρίων, η πλευρά της ΚΕΔΙΠΕΣ δεν καταχώρησε γραπτή ένσταση και η συνήγορος της ΚΕΔΙΠΕΣ αγόρευσε ως προς τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πρέπει να εγκριθεί η παρούσα Αίτηση. Η συνήγορος της Χρεώστιδας τοποθετήθηκε επίσης προς υποστήριξη της Αίτησης. Προσθέτω ότι έχω εξετάσει όσα αναφέρθηκαν εκατέρωθεν, την Αίτηση και ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Γνωρίζω και το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης.

 

Είναι η θέση της ΚΕΔΙΠΕΣ ότι η Χρεώστιδα δεν πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ν.65(Ι)/201 γιατί δεν είναι αφερέγγυα. Πολύ συνοπτικά, η Χρεώστιδα ήταν παλαιότερα σε πτώχευση και αποκαταστάθηκε αυτοδίκαια. Το επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ είναι ότι το χρέος που αφορά η υποθήκη επί της κατοικίας της Χρεώστιδας ήταν επαληθεύσιμο χρέος στην πτωχευτική διαδικασία και, με την αποκατάσταση της, η Χρεώστιδα έχει απαλλαχθεί από το χρέος αυτό. Η συνήγορος της ΚΕΔΙΠΕΣ παραπέμπει στο άρθρο 27 Α(8) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, οι σχετικές διατάξεις του οποίου που προνοούν ότι:

 

«…η αυτοδίκαιη αποκατάσταση πτωχεύσαντα, που επέρχεται δυνάμει του παρόντος άρθρου […], επιφέρει πλήρη απαλλαγή του εν λόγω προσώπου από όλα τα επαληθεύσιμα χρέη...»

 

Είναι η θέση της ΚΕΔΙΠΕΣ ότι «επαληθεύσιμα χρέη» δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη για σκοπούς του ΠΣΑ. Εάν είχαν εξαιρεθεί, τότε η Χρεώστιδα δεν είχε κριθεί ως αφερέγγυα και δεν θα ήταν επιλέξιμη χρεώστιδα για σκοπούς του Ν. 65(Ι)/2015.

 

Η συνήγορος της Χρεώστιδας διαφωνεί. Επισήμανε ότι το Τμήμα Αφερεγγυότητας έκρινε ότι η Χρεώστιδα πληρούσε τα κριτήρια επιλεξιμότητας και επισήμανε επίσης ότι το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι πληρούνταν τα κριτήρια κατά την έκδοση του Προστατευτικού Διατάγματος.

 

Σύμφωνα με τους Κανονισμούς του 2016, κατά την εξέταση αίτησης για ανανέωση προστατευτικού διατάγματος εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού 10(β)-(ζ). Μεταξύ άλλων, ως ο Κανονισμός 10(γ), το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Ν. 65(Ι)/2015 που καθορίζει τα κριτήρια επιλεξιμότητας. Ένα από τα κριτήρια είναι ότι ο Χρεώστης πρέπει να είναι αφερέγγυος.

 

Εξέτασα τις θέσεις και των δύο πλευρών και καταλήγω ότι δεν συμφωνώ με το επιχείρημα της συνηγόρου της ΚΕΔΙΠΕΣ για τους λόγους που θα εξηγήσω.

 

Κατ’ αρχάς, θεωρώ ότι δεν χρειάζεται ούτε είναι ορθό να ανατρέξω στις πρόνοιες άλλου Νόμου από τον Ν. 65(Ι)/2015 για να αποφασίσω πως πρέπει να ερμηνευτεί η έννοια του «χρέους» για σκοπούς επιλεξιμότητας. Ο ίδιος ο Ν. 65(Ι)/2015 προβλέπει επαρκώς.

 

Πουθενά στον Ν. 65(Ι)/2015 υπάρχει πρόνοια που να ορίζει ή να εισηγείται ότι η πρόθεση του νομοθέτη ήταν όπως χρέη που εμπίπτουν στην έννοια του «επαληθεύσιμου χρέους» για σκοπούς πτώχευσης, εξαιρούνται και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς αυτού του Νόμου. Αντίθετα, ο νομοθέτης ορίζει στο άρθρο 2 του Ν. 65(Ι)/2015 τις έννοιες που πρέπει να αποδίδονται στους όρους «χρεώστης», «χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα», «εξασφαλισμένος πιστωτής», «εξασφαλισμένο χρέος», «εξαιρέσιμο χρέος», «εξαιρετέο χρέος». Κανένας από αυτούς τους ορισμούς αφήνει έξω από το πλαίσιο του Ν. 65(Ι)/2015 χρέη που ήταν επαληθεύσιμα χρέη στην πτώχευση του χρεώστη ο οποίος στο μεταξύ αποκαταστάθηκε.

 

Σε σχέση με την έννοια που πρέπει να αποδίδεται γενικά σε περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις, το άρθρο(2) του Ν. 65(Ι)/2015 προβλέπει ότι:

 

«Στον παρόντα Νόμο αναφορά σε περιουσιακό στοιχείο περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί περιουσιακού στοιχείου, και, αναφορά σε υποχρέωση περιλαμβάνει οποιοδήποτε συμφέρον επί της υποχρέωσης.»

 

Αυτό το λεκτικό αλλά και η γενικότερη διατύπωση του Ν.65(Ι)/2015 δείχνουν, κατά την άποψη μου, την πρόθεση και διάθεση του νομοθέτη. Η προσέγγιση αυτής της νομοθεσίας πρέπει να είναι τέτοια ώστε οι ευκαιρίες και προστασία που παρέχει να είναι προσβάσιμες στους περισσότερους, κατά το δυνατό, οφειλέτες που πληρούν τα καθορισμένα κριτήρια.

 

Περαιτέρω, το άρθρο 35 του Ν. 65(Ι)/2015 που καθορίζει τα κριτήρια επιλεξιμότητας είναι λεπτομερέστατο. Ειδικότερα η παράγραφος (1)(ζ) του άρθρου 35 προνοεί ότι χρεώστης δεν είναι επιλέξιμος εφόσον είναι :

 

«(i) Πτωχεύσας ο οποίος δεν αποκαταστάθηκε·

(ii) πτωχεύσας που αποκαταστάθηκε και υπόκειται σε διάταγμα για πληρωμή μισθού ή αποδοχών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 του περί Πτώχευσης Νόμου.»

 

Δηλαδή, ο νομοθέτης εξέτασε και αποφάσισε σε ποιες περιπτώσεις προηγηθείσα διαδικασία πτώχευσης πρέπει να αποκλείσει χρεώστη από τη δυνατότητα προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής. Στην περίπτωση πτωχεύσαντα που αποκαταστάθηκε, όπως εδώ, είχε την ευκαιρία ο νομοθέτης να εισαγάγει περαιτέρω κριτήρια αποκλεισμού ή να προβεί σε περαιτέρω ρυθμίσεις σε σχέση με την περιουσία και τα χρέη του, όμως δεν το έπραξε.

 

Είναι λάθος- θεωρώ - να προσεγγίζονται και να ερμηνεύονται οι διατάξεις του Ν. 65(Ι)/2015 με τρόπο πιο αυστηρό και περιοριστικό από όσο ρητά έχει αποφασίσει ο ίδιος ο νομοθέτης. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει ρητά και έχει συμπεριλάβει για όλες τις περιπτώσεις όπου ήθελε να εξαιρέσει χρεώστες από το πλαίσιο του Νόμου. Εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εξαιρούνται χρέη που ήταν «επαληθεύσιμα χρέη» πτωχεύσαντα που έχει αποκατασταθεί, τότε θα υπήρχε σχετική πρόνοια στο κείμενο του Νόμου. Εφόσον τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει, θα ήταν λάθος να εισαχθεί από το Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, στην προκείμενη περίπτωση, το επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ βασίζεται στο ότι η έννοια του «χρέους» για σκοπούς του Ν.65(Ι)/2015 ταυτίζεται με την έννοια του «επαληθεύσιμου χρέους» για σκοπούς του Κεφ. 5. Θεωρώ όμως ότι είναι λανθασμένη τέτοια συνάρτηση. Ο σκοπός και οι επιδιώξεις των δύο νομοθετημάτων είναι εντελώς διαφορετικές. Θα τις χαρακτήριζα, υπό μια έννοια, συγκρουόμενες.

 

Ο σκοπός της διαδικασίας πτώχευσης είναι να τεθεί η περιουσία του πτωχεύσαντα υπό την προστασία του Επίσημου Παραλήπτη ή διαχειριστή, με σκοπό να τύχει χειρισμού για το συμφέρον όλων των πιστωτών. Στην πτωχευτική διαδικασία, το συμφέρον και δικαιώματα του πτωχεύσαντα, υποχωρούν προς όφελος των πιστωτών του.

 

Ο σκοπός των ρυθμίσεων που έχει εισαγάγει ο Ν. 65(Ι)/2015, είναι τελείως διακριτός. Όπως ρητά εκφράζεται στο Προοίμιο είναι, μεταξύ άλλων, επιδίωξη είναι:

 

«…να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.»

 

Πέραν των πιο πάνω, το όλο επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ οδηγεί σε παράλογο αποτέλεσμα. Το χρέος που εξασφαλίζεται με την υποθήκη επί της κύριας κατοικίας της χρεώστιδας ήταν «επαληθεύσιμο χρέος» για σκοπούς της πτωχευτικής διαδικασίας. Με την αποκατάσταση της, έχει απαλλαχθεί από το χρέος για σκοπούς του Κεφ. 5. Όμως η υποθήκη που χορηγήθηκε ως εξασφάλιση του χρέους συνεχίζει να βαραίνει την περιουσία και είναι προς εξόφληση εκείνου του χρέους που ο ενυπόθηκος δανειστής επιδιώκει τον πλειστηριασμό της κατοικίας. Ένας ενυπόθηκος οφειλέτης συνεχίζει να διατηρεί δικαιώματα επί της υποθηκευμένης περιουσίας. Διατηρεί το δικαίωμα εξόφλησης του υποκείμενου χρέους οπόταν και μπορεί να απαιτήσει την επιστροφή της περιουσίας (equity of redemption). Διατηρεί δηλαδή η Χρεώστιδα «συμφέρον επί του περιουσιακού στοιχείου» που βαρύνεται με την υποθήκη (άρθρο 2(2) του Ν. 65(Ι)/2015). Επανερχόμενη στις έννοιες του «χρεώστη», «εξασφαλισμένου χρέους», «εξασφαλισμένου πιστωτή» για σκοπούς του Ν. 65(Ι)/2015, θεωρώ ότι εάν υιοθετηθεί η προσέγγιση της ΚΕΔΙΠΕΣ το αποτέλεσμα θα ήταν μια στρέβλωση της πρόθεσης του νομοθέτη και μια παράλογη κατάσταση.

 

Για αυτούς του λόγους, δεν συμφωνώ με το πιο πάνω επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ.

 

Πέραν αυτού, είναι επίσης η θέση της ΚΕΔΙΠΕΣ ότι η Χρεώστιδα επέδειξε ολιγωρία που ανάγεται σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ένεκα του ότι έχουν παρέλθει περί τους 6 μήνες από τη συνέλευση των πιστωτών μέχρι την καταχώρηση των δύο αιτήσεων που εκκρεμούν.

 

Αναφορικά με αυτό το επιχείρημα της ΚΕΔΙΠΕΣ, η συνήγορος της Χρεώστιδας επισημαίνει ότι ο Ν. 65(Ι)/2015 δεν καθορίζει συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο για καταχώρηση αίτησης για την επιβολή προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής και ότι καμία πρόθεση κατάχρησης υπάρχει.

 

Πράγματι, τα άρθρα 72 και 75 του Ν. 65(Ι)/2015 δεν καθορίζουν χρονική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβληθεί αίτηση για ανανέωση προστατευτικού διατάγματος και αίτησης για επιβολή προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής, αντίστοιχα.

 

Εκ των πραγμάτων, καθυστέρηση από την πλευρά της Χρεώστιδας υπάρχει ενόψει του ότι η συνέλευση πιστωτών έγινε στις 20.10.2023. Όμως κρίνω ότι η καθυστέρηση δεν είναι τέτοιας έκτασης που να δικαιολογεί απόρριψη της παρούσας Αίτησης ως καταχρηστική της Δικαστικής διαδικασίας. Δεν έχω ενώπιον μου στοιχεία που να εισηγούνται καταχρηστική διάθεση.

 

Σταθμίζοντας όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις ώστε να επιτρέπεται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και ότι η έκδοση του είναι ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

Συνεπώς, η Αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα για ανανέωση του Προστατευτικού Διατάγματος ημερομηνίας 18.7.2024. Το Προστατευτικό Διάταγμα θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι την αποπεράτωση της αίτησης για επιβολή του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής της Χρεώστιδας. Κατά τα λοιπά, να ακολουθηθούν τα προβλεπόμενα στον Ν. 65(Ι)/2015.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, σύμφωνα με τους Κανονισμούς του 2016 η παρούσα θεωρείται ενδιάμεση Αίτηση της αίτησης για επιβολή του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής. Ενόψει αυτού κρίνω ορθό τα έξοδα της παρούσας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της κυρίως αίτησης, ως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν και εκδίδεται αντίστοιχη διαταγή.

 

 

 

(Υπ.)  ………………………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο