ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 1450/2022

 

Μεταξύ:

 

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΜΠΛΑΚΚΗΣ

Ενάγοντα

 

και

 

1.            ΦΕΛΜΙΧ ΛΙΜΙΤΕΔ

2.            ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΛΑΚΚΗΣ

3.            ELKE EMPORIKH LIMITED

4.            ΕΛΕΝΑ ΚΕΝΤΙΚΟΥ

5.            ΜΑΡΙΟΣ ΤΑΣΟΥΡΗΣ

6.            M. TASOURIS & CO LTD

Εναγόμενων

 

Αίτηση Ενάγοντα/Αιτητή ημερομηνίας 14.7.2022
για ενδιάμεσα διατάγματα

 

9 Απριλίου, 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα/Αιτητή: κα Ψωμά για P. Kaimakliotis & Partners LLC

Για Εναγόμενους 2, 3 και 4/Καθ΄ ων η Αίτηση 1, 2 και 3: κ. Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους 5 και 6/Καθ΄ων η Αίτηση 4 και 5: κ. Π. Καύκαρος για Βορκάς & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Υπόβαθρο. O Ενάγοντας και ο Εναγόμενος 2 είναι αδέρφια. Έκαστος κατέχει το 50% των μετοχών στην Εναγόμενη 1 εταιρεία (στο εξής η «Φέλμιχ»). Η Φέλμιχ είχε ιδρυθεί από τον πατέρα τους το 1982. Η Εταιρεία ασχολείτο με μεταλλικές κατασκευές και διαθέτει εργοστάσιο στη Λευκωσία. Ο πατέρας του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 2 απεβίωσε το 2019. Ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος 2 εργάζονταν στην Φέλμιχ. Ο Ενάγοντας εργαζόταν στην παραγωγή και ο αδερφός του στη διοίκηση, πωλήσεις και συναφή.

 

Η Εναγόμενη 4 είναι η σύζυγος του Εναγόμενου 2 και εργοδοτείτο στο λογιστήριο της Φέλμιχ. Ο Εναγόμενος 5 είναι λογιστής και η Εναγόμενη 6 είναι η εταιρεία του, μέσω της οποίας παρέχει λογιστικές υπηρεσίες.

 

Η Φέλμιχ δεν εξασκεί πλέον εργασίες. Είναι η θέση του Ενάγοντα, ότι η Φέλμιχ ήταν «καθόλα βιώσιμη» εταιρεία όμως ο αδερφός του, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως διευθυντής της Φέλμιχ, δόλια και συνωμοτώντας με τους Εναγόμενους 4, 5 και 6, οικειοποιήθηκε τα εισοδήματα και ενεργητικό της Φέλμιχ και διοχέτευσε τις εργασίες της στην Εναγόμενη 3 εταιρεία (στο εξής η «Elke») που ίδρυσε τον Μάρτιο 2020. Αυτό έγινε, σύμφωνα με τον Ενάγοντα στα πλαίσια «σχεδίου απογύμνωσης της [Φέλμιχ] για το προσωπικό όφελος των Εναγόμενων 2, 3 και 4».

 

Πέραν των πιο πάνω, τα γεγονότα που επικαλούνται τόσο ο Ενάγοντας όσο και οι Εναγόμενοι είναι πολλά και, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αμφισβητούμενα. Εκεί όπου δεν αμφισβητούνται τα γεγονότα υπάρχει διαφωνία για το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να ιδωθούν, και τις προθέσεις και επιδιώξεις των εμπλεκόμενων πίσω από τα γεγονότα.

 

Η αγωγή. Ο Ενάγοντας ήγειρε την παρούσα αγωγή, ως παράγωγη αγωγή.

 

Σύμφωνα με το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, με την αγωγή ο Ενάγοντας διεκδικεί αριθμό αξιώσεων εκ μέρους της Φέλμιχ. Μεταξύ άλλων, διεκδικεί αναγνωριστικές αποφάσεις ότι οι Εναγόμενοι 2-6 ενήργησαν στα πλαίσια συνωμοσία προς καταδολίευση της Φέλμιχ, ότι ο Εναγόμενος 2 ενήργησε σε παράβαση καθήκοντος πίστης (breach of fiduciary duty), για σύγκρουση συμφερόντων και για οικειοποίηση περιουσίας της Φέλμιχ από τον Εναγόμενο 2 προς ίδιον όφελος. Διεκδικεί επίσης διατάγματα για επιστροφή περιουσιακών στοιχείων στην Φέλμιχ, απόδοση λογαριασμού για κέρδος που αποκόμισαν παράνομα οι Εναγόμενοι και για διορισμό εκτιμητή προς αποτίμηση της αξίας της Φέλμιχ πριν τις παράνομες ενέργειες που ισχυρίζεται. Παράλληλα αξιώνει αποζημίωση της Φέλμιχ για ποσό €1.500.000 καθώς και γενικές, επαυξημένες, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Υπό κρίση Αίτηση. Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής, ο Ενάγοντας καταχώρησε και την υπό κρίση Αίτηση.

 

Μέσω στη Αίτησης, ο Ενάγοντας ζητά την έκδοση σωρείας ενδιάμεσων διαταγμάτων. Ζητά τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη (interim receiver) στην Φέλμιχ για να διαχειριστεί τις υποθέσεις και την περιουσία της εταιρείας. Ζητά επίσης διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 2-6 να αποξενώσουν περιουσιακά τους στοιχεία μέχρι ποσού €1.500.000 και επικουρικά διατάγματα που να διατάζουν τραπεζικά ιδρύματα να αποκαλύψουν περιουσιακά στοιχεία και καταθέσεις των Εναγόμενων 2-6. Επιδιώκει περαιτέρω την έκδοση διαταγμάτων τύπου Anton Piller σε σχέση με τους Εναγόμενους 2-6 δια των οποίων να επιτραπεί σε δικηγόρο που καθορίζει ο Ενάγοντας να εισέλθει στις εγκαταστάσεις της Elke, στην κατοικία των Εναγόμενων 2 και 4 και στο γραφείο της Εναγόμενης 6 και σε κάθε ηλεκτρονικό ή άλλο αρχείο των Εναγόμενων με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες και στοιχεία αναφορικά με την περιουσία ή επιχείρηση της Φέλμιχ. Τέλος ζητά διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 2 και 3 να χρησιμοποιούν και να συναλλάσσονται με το όνομα Φέλμιχ.

 

Η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε μονομερώς όμως το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της προς τους Εναγόμενους 2-6, ώστε να λάβουν γνώση και να τοποθετηθούν, πριν αποφασίσει επί αυτής.

 

Θα προχωρήσω σε μια αναφορά στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τον Ενάγοντα προς υποστήριξη της Αίτησης και στις ενστάσεις που προβάλλουν οι Εναγόμενοι 2-6 καθώς και στη μαρτυρία στην οποία βασίζονται. Όπως ανέφερα πιο πάνω τα γεγονότα είναι πολλά και αμφισβητούμενα. Ποια εκδοχή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, δεν θα αποφασιστεί σε αυτό το στάδιο. Παρότι έχω μελετήσει το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε μέσω των ενόρκων δηλώσεων και τα πολυάριθμα τεκμήρια, θα περιοριστώ σε μια συνοπτική αναφορά στα σημεία που έκρινα σημαντικά προς διαμόρφωση του αποτελέσματος.

 

Μαρτυρία Ενάγοντα/Αιτητή. Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου του Ενάγοντα.

 

Στην ένορκη του δήλωση, ξεκινά αναφέροντας ότι ο αδερφός του «κατέχει το 50% του μετοχικού κεφαλαίου της [Φέλμιχ] και ενεργεί ως διευθυντής και γραμματέας της [Φέλμιχ]. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εναγόμενος 2 ασχολείτο με την διοίκηση της, τις πωλήσεις και το μάρκετιγκ της [Φέλμιχ] και ανέκαθεν είχε και εξακολουθεί να έχει τον πλήρη έλεγχο της [Φέλμιχ]».

 

Αναφέρει ο Ενάγοντας ότι κατόπιν έρευνας που διενήργησε, διαπίστωσε ότι ο αδερφός του ίδρυσε την Elke στις 20.3.2020, στην οποία είναι μοναδικός μέτοχος, διευθυντής και γραμματέας. Η εταιρεία αυτή, υποστηρίζει ο Ενάγοντας, είναι το όχημα μέσω του οποίου διενεργήθηκε η απάτη εις βάρος της Φέλμιχ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι η Elke χρησιμοποιεί περιουσιακά στοιχεία της Φέλμιχ και εκμεταλλεύεται το πελατολόγιο, το όνομα και τη φήμη της Φέλμιχ για προώθηση των δικών της εργασιών προς όφελος του Εναγόμενου 2.

 

Στην Εναγόμενη 4, σύζυγο του αδερφού του, ο Ενάγοντας αποδίδει ότι εκμεταλλεύθηκε τη θέση της στο λογιστήριο της Φέλμιχ για την πληρωμή με χρήματα της Φέλμιχ προσωπικών εξόδων της ιδίας και του συζύγου της και διοχέτευση ταμειακών ροών της Φέλμιχ προς την Elke. Αναφέρεται συγκεκριμένα σε πληρωμές συνολικού ποσού περί τα €2.600 προς τη CYTA, την ΑΗΚ, συνεργεία αυτοκινήτων και προς ασφαλιστική εταιρεία που υποστηρίζει ότι αφορούσαν έξοδα των Εναγόμενων 2 και 4 και όχι της Φελμιχ.

 

Για τον Εναγόμενο 5, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι ο ίδιος του είχε αρχικά αναθέσει να ελέγξει την ορθότητα των λογιστικών βιβλίων της Φέλμιχ όταν άρχισε να υποψιάζεται τη συνωμοσία των Εναγόμενων 2 και 4. Όμως στην πορεία «φαίνεται ο Εναγόμενος 5 να συνωμότησε με τους Εναγόμενους 2, 3 και 4 για την αδικοπραξία εναντίον της [Φέλμιχ] και εναντίον μου, εφόσον αυτός στην ουσία γνώριζε ότι οι εργασίες, πελατολόγιο και περιουσιακά στοιχεία της [Φέλμιχ] διοχετεύτηκαν παράνομα στην [Elke]…. Ο Εναγόμενος 5 μέσω της εταιρείας του Εναγόμενης 6, έχει ετοιμάσει τις οικονομικές καταστάσεις της [Elke]  για το έτος 2020, που είναι το πρώτο έτος λειτουργίας της. Επιπλέον, κατόπιν οδηγιών και σε συνομωσία με τον Εναγόμενο 2, επιμένει να θέλει να εγκρίνει τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και της Φέλμιχ που εκκρεμούν από το 2014 και προσχέδια των οποίων ετοιμάστηκαν από την KPMG που είναι οι διορισμένοι ελεγκτές της [Φέλμιχ].»

 

Σε σχέση με την «καλή οικονομική κατάσταση» της Φέλμιχ στην οποία αναφέρεται πριν την ισχυριζόμενη απάτη, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι το 2018 η εταιρεία είχε πωλήσεις πέραν των €470.000 πλέον ΦΠΑ.

 

Αναφέρει περαιτέρω στην ένορκη του δήλωση ότι «πέραν της ενασχόλησης μου με την παραγωγή, δεν μου δινόταν λόγος ή μέρος στη διαχείριση των οικονομικών της [Φέλμιχ] καθώς είχα παραγκωνιστεί εντελώς από τα θέματα διαχείρισης από τον Εναγόμενο 2 έστω και αν ήμουν ένας από τους δύο διευθυντές και μετόχους της Εναγόμενης 1. Προς τούτο αναφέρω ότι από το έτος 2014 μέχρι σήμερα δεν έχουν καταχωρηθεί οι οικονομικές καταστάσεις της [Φέλμιχ], παρά το ότι έχουν ετοιμαστεί από την KPMG, το οποίο αποτελεί ένα από τους βασικούς λόγους που ερχόμουν σε ρήξη με τον Εναγόμενο 2, εφόσον όχι μόνο ήταν νομικά επιβεβλημένο αλλά ήταν και άκρως ανησυχητικό εφόσον δεν μπορούσα να ελέγξω εάν υπήρχαν ατασθαλίες σε βάρος της [Φέλμιχ]».

 

Υποστηρίζει ότι περί το 2019 ο Εναγόμενος 2 άρχισε να του εκφράζει ανησυχίες για την οικονομική πορεία της Φέλμιχ, κάτι που τον παραξένευε γιατί η δική του αντίληψη «λόγω της θέσης [του] στην παραγωγή» ήταν ότι υπήρχε ικανοποιητικός κύκλος εργασιών και περιθώριο κέρδους. Παρά ταύτα, «περί το Μάρτιο του 2020 ο Εναγόμενος 2 μου ανακοίνωσε ξαφνικά και χωρίς καμία προηγούμενη προειδοποίηση ότι θα ήταν η τελευταία φορά που θα λάμβανα το μισθό μου από την [Φέλμιχ] και ότι εφεξής ο ίδιος θα συνέχιζε να δουλεύει με τη δική του εταιρεία αφήνοντας με ουσιαστικά ξεκρέμαστο. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος 2 μου ανέφερε ότι οι υπάλληλοι της [Φέλμιχ] ή κάποιοι από αυτούς θα μεταφέρονταν στην [Elke] και ως εκ τούτου θα πληρώνονταν από αυτή και όχι από την [Φέλμιχ].» Ο Ενάγοντας υποστηρίζει ότι παρά τη διαβεβαίωση αυτή, διαπίστωσε ότι οι υπάλληλοι παρέμειναν στο μισθολόγιο της Φέλμιχ μέχρι τον Οκτώβρη 2020, ακολούθως απολύθηκαν λόγω πλεονασμού και αργότερα εργοδοτήθηκαν από την Elke. Παραπονείται ότι ο ίδιος δεν είχε καταστεί πλεονάζων προσωπικό.

 

Στη βάση αυτή, δηλαδή της ενημέρωσης από τον Εναγόμενο 2 ότι η πορεία και οικονομική κατάσταση της Φελμιχ δεν είναι καλή, παρασύρθηκε – όπως είπε -  και υπέγραψε συμφωνία ημερομηνίας 27.3.2021 (στο εξής η «Συμφωνία Διαχωρισμού») για τον διαχωρισμό του εξοπλισμού της Φέλμιχ και διευθέτηση των εκκρεμοτήτων της συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών καταστάσεων που εκκρεμούσαν από το 2014 μέχρι το 2020. Στα πλαίσια της Συμφωνίας Διαχωρισμού συμφωνήθηκε όπως ο Εναγόμενος 2 αποκτήσει μέρος του εξοπλισμού για ποσό €20.000 πλέον ΦΠΑ και ο ίδιος άλλο μέρος του εξοπλισμού για ποσό €9.000 πλέον ΦΠΑ. Τα ποσά αυτά καθορίστηκαν μετά από κοστολόγηση του εξοπλισμού που έγινε από τεχνικούς που είχαν διορίσει τα δύο αδέρφια. Είναι η θέση του Ενάγοντα ότι ο Εναγόμενος 2 δεν πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό αν και παρέλαβε τον εξοπλισμό που του αναλογούσε τον Αύγουστο 2021, ενώ παράλληλα «έκρυψε» άλλο εξοπλισμό αξίας €6.000 στην κουζίνα του εργοστασίου της Φέλμιχ όπου δεν είχε πρόσβαση ο Ενάγοντας. Στην πορεία, αναφέρει ο Ενάγοντας, ο Εναγόμενος 2 καταχράστηκε και εκείνο τον εξοπλισμό.

 

Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, ο Εναγόμενος 2 έχει καταχραστεί εξοπλισμό συνολικής αξίας €92.600 που ανήκε στην Φέλμιχ. Περιλαμβάνει στην ένορκη του δήλωση κατάλογο με τον εξοπλισμό αυτό και καταγράφει την αξία του κάθε αντικειμένου. Τα ποσά που καταγράφει «τα καθόρισα από την πολυετή μου πείρα στην αγορά». Για τις €9.000 που ο ίδιος έπρεπε να πληρώσει με βάση τη Συμφωνία Διαχωρισμού, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι «διευκρινίζω ότι ήμουν πρόθυμος να καταβάλω το ποσό που μου αναλογεί δυνάμει της συμφωνίας διαχωρισμού, όπως άλλωστε εξέφρασα μέσω της επιστολής των δικηγόρων μου, εάν και εφόσον και ο Εναγόμενος 2 τηρούσε τη δική του υποχρέωση.»

 

Πέραν αυτού, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος 2, μέσω της Elke, συνέχιζε να χρησιμοποιεί το λογισμικό, στοιχεία επικοινωνίας, διαφημιστικά δελτία και πελατολόγιο της Φέλμιχ και, με αυτό τον τρόπο, απογύμνωσε την Φέλμιχ προς όφελος της Elke και κατ’ επέκταση, προς όφελος του και της συζύγου του. Καταλήγει ότι «είναι με απογοήτευση που διαπίστωσα ότι οι παραστάσεις του Εναγόμενου [2] για δήθεν μείωση του κύκλου εργασιών και την κακή πορεία της [Φέλμιχ] αποτελούσαν ουσιαστικά εσκεμμένα ψεύδη και δόλο τα οποία ήταν μέρος του ευρύτερου σχεδίου των Εναγόμενων 2-4 και με τη συναίνεση και συνωμοσία των Εναγόμενων 5-6 για τη διοχέτευση των εργασιών της [Φέλμιχ] στην [Elke] και υφαρπαγής των κερδών της τελευταίας οδηγώντας την με μαθηματική ακρίβεια στην κατάρρευση.»

 

Αναφορικά με τις οικονομικές καταστάσεις της Φέλμιχ, ο Ενάγοντας αναφέρει ότι εκκρεμούν από το 2014 – 2020 παρότι έχουν ετοιμαστεί προσχέδια από την KPMG ένεκα του ότι ο Εναγόμενος 2 αρνείται να τις υπογράψει πριν ελεγχθούν από τους Εναγόμενους 5 και 6. Θεωρεί τη στάση αυτή ύποπτη ενόψει του ότι το κύρος της KPMG είναι δεδομένο και ενόψει του ότι τα στοιχεία για την ετοιμασία των οικονομικών καταστάσεων δίδονταν στους ελεγκτές από την Εναγόμενη 4. Ύποπτο θεωρεί επίσης ότι ο Εναγόμενος 5 ενεργεί πλέον για τον Εναγόμενο 2 αντί για τον ίδιο που ήταν αυτός που αρχικά τον διόρισε.

 

Είναι επίσης η θέση του Ενάγοντα ότι ο Εναγόμενος 2 προέβη σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από τραπεζικούς λογαριασμούς της Φέλμιχ κατά τα έτη 2016-2020.

 

Στη βάση αυτής της μαρτυρίας, καταλήγει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και η έκδοση τους είναι αναγκαία.

 

Στο τέλος της ένορκης του δήλωσης, υπό την επικεφαλίδα «Πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη» αναφέρει ότι «ένεκα των ψευδών και δόλιων ισχυρισμών του Εναγόμενου 2 προς εμένα ότι η [Φέλμιχ] δεν πήγαινε καλά και θα σταματούσε να διεξάγει τις εργασίες της, περί τον Μάρτιο του 2020 ίδρυσα την εταιρεία Felmich Powder Coating Limited [στο εξής η «Felmich»] η οποία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με μεταλλικές κατασκευές… Επιπρόσθετα των πιο πάνω και για σκοπούς πλήρης αποκάλυψης αναφέρω ότι η Φέλμιχ διατηρεί μη εξυπηρετούμενο δάνειο που κατά την 21/12/2021 ανήρχετο στο ποσό των €444.000 το οποίο είναι εξασφαλισμένο με προσωπικές εγγυήσεις του Εναγόμενου 2, της Εναγόμενης 4 και εμένα καθώς και με υποθήκη επί της αποθήκης της [Φέλμιχ]. Εάν η [Φέλμιχ] συνέχιζε κανονικά τις εργασίες της χωρίς τις δόλιες ενέργειες των Εναγόμενων τότε θα μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο ενώ τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο εκποίησης της υποθήκης και ενεργοποίηση των προσωπικών εγγυήσεων. Παρόλο που έχουν γίνει προσπάθειες διευθέτησης εντούτοις ο Εναγόμενος 2 δεν συνεργάζεται μαζί μου για να βρεθεί μια τελική λύση.»

 

Αυτή είναι, συνοπτικά, η μαρτυρία που παρουσίασε ο Ενάγοντας στα πλαίσια της Αίτησης ο Ενάγοντας.

 

Προχωρώ στις ενστάσεις που έχουν εγερθεί.

 

Ένσταση Εναγόμενων 2, 3 και 4. Οι λόγοι ένστασης που προβάλλουν οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 εστιάζουν στο ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και ότι ο Ενάγοντας δεν απεκάλυψε πλήρως τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2, της Εναγόμενης 4 και του Αναστάσιου Γρηγορίου, πρώην εργοδοτούμενου της Φέλμιχ.

 

Στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2 που συνοδεύει την ένσταση, ο Εναγόμενος 2 προβάλλει μια πολύ διαφορετική εικόνα ως προς τα γεγονότα από αυτή που είχε παρουσιάσει ο Ενάγοντας.

 

Η δική του θέση είναι ότι οι σχέσεις του με τον αδερφό του ήταν ανέκαθεν τεταμένες και συγκρουσιακές. Ενόσω ο πατέρας τους ήταν εν ζωή προσπαθούσε να διατηρεί τις ισορροπίες όμως η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τον θάνατο του.

 

Διαφωνεί ότι η Φέλμιχ είχε καλή οικονομική κατάσταση και παραπέμπει στις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας για να υποστηρίξει ότι αυτή ήταν ζημιογόνα. Υποστηρίζει ότι ο Ενάγοντας είχε γνώση για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας, ως ένας εκ των διευθυντών και σημειώνει ότι ο Ενάγοντας είχε δικαίωμα υπογραφής επιταγών για την εταιρεία. Σημειώνει ότι ο Ενάγοντας υπέγραφε τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας μέχρι το 2013 και αυτό δείχνει ότι γνώριζε τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας. Προσθέτει ότι, ένεκα της οικονομικής κατάστασης της Φέλμιχ και των κακών διαπροσωπικών τους σχέσεων, την περίοδο 2011-2018 τα αδέρφια είχαν αποταθεί σε συγκεκριμένη εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών η οποία τους συμβούλευε σε σχέση με τη βιωσιμότητα της επιχείρησης. Διενεργούνταν τακτικές συναντήσεις, τηρούνταν πρακτικά και ετοιμάζονταν καταστάσεις (τα οποία επισυνάπτει) που έδειχναν τη ζημιογόνα πορεία της εταιρείας και τις εισηγήσεις των συμβούλων αυτών προς βελτίωση της κατάστασης.

 

Σημειώνει ότι από το 2016 γίνονταν συζητήσεις σε μια προσπάθεια διευθέτησης των μη εξυπηρετούμενων χρεών της εταιρείας προς τράπεζες και για το σκοπό αυτό είχε τεθεί προς πώληση το εργοστάσιο της εταιρείας. Σημειώνει ότι είχε εξευρεθεί, σε κάποιο στάδιο, αγοραστής και επιρρίπτει ευθύνες στον Ενάγοντα γιατί δεν ολοκληρώθηκε τελικά η πράξη. Προσθέτει περί το 2019, κατόπιν συζητήσεων με την εταιρεία Altamira και αργότερα με την ΚΕΔΙΠΕΣ, είχε γίνει αναδιάρθρωση του χρέους της Φέλμιχ η οποία τότε όφειλε ποσό €365.000 περίπου. Το χρέος εξασφαλίζεται με προσωπικές εγγυήσεις του Ενάγοντα, του Εναγόμενου 2 και της Εναγόμενης 4 καθώς και με υποθήκες επί τριών ακινήτων. Σημειώνει ότι ο Ενάγοντας διαμένει για 20 χρόνια περίπου σε διαμέρισμα που είναι προσαρτημένο στο του εργοστάσιο της Φέλμιχ, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο ή λογαριασμούς κοινής ωφέλειας. Δεύτερο διαμέρισμα που βρίσκεται πάνω από το εργοστάσιο, το ενοικιάζει ο Ενάγοντας σε τρίτο πρόσωπο και καρπώνεται προσωπικά τα ενοίκια.

 

Ο Εναγόμενος 2 αρνείται ότι ενήργησε δόλια, μονομερώς, για να καρπωθεί περιουσία της εταιρείας. Αναφέρει ότι μετά τον θάνατο του πατέρας τους τα δύο αδέρφια αποφάσισαν να σταματήσουν να εργάζονται μαζί, να τερματίσουν τις εργασίες της Φέλμιχ, να διαχωρίσουν την επιχείρηση και να προχωρήσουν ξεχωριστά. Στα πλαίσια αυτής της απόφασης, περί το 2020, μαζί με τον αδερφό του είχαν έρθει σε επαφή με την Altamira για να συζητήσουν τη δυνατότητα δεύτερης αναδιάρθρωσης του χρέους της Φέλμιχ και το κλείσιμο της εταιρείας. Παρουσιάζει σχετική αλληλογραφία από το 2020 μέχρι 2021, καθώς και εκτιμήσεις ακινήτων που διενεργήθηκαν από τρεις εταιρείες και κοινοποιήθηκαν τόσο σε εκείνον όσο και στον Ενάγοντα σε σχέση με την προτεινόμενη δεύτερη αναδιάρθρωση.

 

Αναφορικά με την εταιρεία Elke, ο Εναγόμενος 2 αναφέρει ότι συστάθηκε όταν είχε αποφασιστεί ο διαχωρισμός των εργασιών της Φέλμιχ, με σκοπό να αποτελέσει το νέο όχημα με το οποίο θα δραστηριοποιείτο ο ίδιος και η σύζυγος του, Εναγόμενη 4. Αναφέρει ότι η Elke ασχολείται με συναφείς εργασίες ως η Φέλμιχ, αλλά μεγαλύτερου εύρους. Επισημαίνει ότι τις ίδιες μέρες που συστάθηκε η Elke ο Ενάγοντας είχε συστήσει δική του εταιρεία, την Felmich, για τον ίδιο σκοπό, δηλαδή να αποτελέσει το όχημα με το οποίο ο Ενάγοντας θα εξασκούσε τη δική του επιχειρηματική δραστηριότητα.

 

Παράλληλα, την ίδια περίοδο είχε υπογραφτεί και η Συμφωνία Διαχωρισμού. Αναφορικά με την κοστολόγηση του εξοπλισμού και μηχανημάτων για σκοπούς του διαχωρισμού, αναφέρει ότι αυτό είχε ανατεθεί σε συγκεκριμένες εταιρείες τεχνικών. Σημειώνει ότι ο Ενάγοντας ουδέν ποσό πλήρωσε από τις €9.000 που καθορίζονται στην Συμφωνία Διαχωρισμού για τον εξοπλισμό που παρέλαβε.

 

Αρνείται ότι μέσω της Elke εκμεταλλεύεται το όνομα και πόρους της Φέλμιχ για δικό του όφελος καθώς και ότι απέκρυψε μηχανήματα. Σε σχέση με την κοστολόγηση των μηχανημάτων ύψους €92.000 στην οποία προέβη ο Ενάγοντας, ο Εναγόμενος 2 την χαρακτηρίζει αυθαίρετη. Η θέση του είναι ότι τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που χρησιμοποιούσε η Elke ήταν αυτά που του αναλογούσαν με βάση τη Συμφωνία Διαχωρισμού. Σημειώνει ότι ο Ενάγοντας είναι αυτός που χρησιμοποιεί και επωφελείται το όνομα της Φέλμιχ αφού ονόμασε τη νέα του εταιρεία «Felmich» και δραστηριοποιείται στο ίδιο εργοστάσιο. Ο ίδιος και η σύζυγος του Εναγόμενη 4 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το εργοστάσιο και να μετακομίσουν σε νέες εγκαταστάσεις περί τον Αύγουστο 2021 όταν οι σχέσεις του με τον αδερφό του επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Έκτοτε ο Ενάγοντας τους έχει αποκλείσει από το εργοστάσιο αφού άλλαξε τις κλειδαριές.

 

Αρνείται επίσης ότι διοχέτευε έσοδα της Φέλμιχ στην Elke και υποστηρίζει ότι συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή ο Ενάγοντας εκτελούσε εργασίες για την Φέλμιχ αλλά εισέπραττε προσωπικά από πελάτες χωρίς να αποδίδει στην εταιρεία τα ποσά που είχαν πληρωθεί. Σε σχέση με το πελατολόγιο της Φέλμιχ, ο Εναγόμενος 2 αναφέρει ότι οι πελάτες ήταν ελεύθεροι να επιλέξουν με ποιο από τα δύο αδέρφια θα συνέχιζαν τη συνεργασία τους.

 

Για τους εργοδοτούμενους της Φέλμιχ, ο Εναγόμενος 2 αναφέρει ότι η εταιρεία είχε συμμετάσχει στο κρατικό σχέδιο επιδόματος την περίοδο του Covid-19 και οι υπάλληλοι πληρώνονταν από τον Μάρτιο 2020 μέσω του σχεδίου αυτού. Όρος του σχεδίου ήταν να παραμείνουν στην εργοδότηση της Φέλμιχ για 6 μήνες. Αυτός ήταν ο λόγος που απολύθηκαν τον Οκτώβρη 2020, μετά την πάροδο των 6 μηνών, ως πλεονάζον προσωπικό. Όμως, υποστηρίζει ότι η Φέλμιχ δεν επιβαρυνόταν με τον μισθό τους μέχρι την απόλυση αφού οι υπάλληλοι πληρώνονταν μέσω του σχεδίου και οι εισφορές τους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων πληρώθηκαν από την Εναγόμενη 3. Υποστηρίζει ότι κάποιοι από τους υπαλλήλους επέλεξαν να συνεχίσουν την εργοδότηση τους στην Elke.

 

Αναφορικά με τις οικονομικές καταστάσεις της Φέλμιχ, ο Εναγόμενος 2 σημειώνει ότι μαζί με τον Ενάγοντα είχαν αποταθεί στην KPMG, που ήταν οι ελεγκτές της Φέλμιχ από το 2010, και ζήτησαν να ετοιμαστούν οι οικονομικές καταστάσεις που εκκρεμούσαν για τα έτη από το 2013 μέχρι το 2020.

 

Αναφέρει ότι η ανάγνωση και παραπομπές στις οποίες προβαίνει ο Ενάγοντας σε παλαιότερες οικονομικές καταστάσεις για να δείξει την ευρωστία της εταιρείας είναι παραπλανητικές αφού ο Ενάγοντας εστιάζει μόνο στο ύψος των πωλήσεων. Παραπέμπει ενδεικτικά στις πρόχειρες οικονομικές καταστάσεις που είχαν ετοιμαστεί από την KPMG για το 2018 που δείχνουν συσσωρευμένες ζημιές περί τις €80.000. Επισημαίνει ότι το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρείας ανέρχεται σε €490.000 περίπου.

 

Ο Εναγόμενος 2 υποστηρίζει ότι οι πρόχειρες οικονομικές καταστάσεις για τα έτη 2014 και 2015 έχουν ετοιμαστεί από την KPMG όμως αρνείται ο Ενάγοντας να τις υπογράψει. Για τα έτη 2016 έως 2018 είναι επίσης έτοιμες, όμως είχε ενημερωθεί από τον Ενάγοντα ότι είχε διορίσει τον Εναγόμενο 5 ως ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο, για να τις ελέγξει εκ μέρους του. Αυτό έγινε περί τον Απρίλιο 2020. Είχε τότε και ο ίδιος διορίσει οικονομικό σύμβουλο για τον ίδιο σκοπό. Έγιναν κάποιες συναντήσεις με τον αδερφό του στην παρουσία των οικονομικών τους συμβούλων σε μια προσπάθεια επίλυσης των θεμάτων που παρέμεναν για τον τερματισμό των εργασιών της Φέλμιχ και διευθέτηση των υποχρεώσεων της εταιρείας. Στην πορεία, ο Εναγόμενος 2 αναφέρει ότι διαπίστωσε την ακεραιότητα χαρακτήρα του Εναγόμενου 5 και αποφάσισε ότι δεν είναι αναγκαίο ο ίδιος να εκπροσωπείται από δικό του σύμβουλο. Περί τον Σεπτέμβριο 2020 ζήτησε από τον Εναγόμενο 5 να αναλάβει τις λογιστικές εργασίες της Elke και ο Εναγόμενος 5, αφού ενημέρωσε τον Ενάγοντα, συμφώνησε.

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα για πληρωμή προσωπικών εξόδων του ιδίου και της συζύγου του από την Φέλμιχ, ο Εναγόμενος 2 σημειώνει ότι τόσο ο Ενάγοντας όσο και ο ίδιος είχαν μερίδα με έξοδα τα οποία αναλάμβανε να πληρώνει η Φέλμιχ. Παρουσιάζει σχετική κατάσταση για την περίοδο από 2016 μέχρι 2020 και σημειώνει ότι μέχρι το τέλος του 2018 ο Ενάγοντας είχε προβεί σε προσωπικές αναλήψεις και έξοδα συνολικού ύψους €120.000 περίπου από την εταιρεία. Για τις αναλήψεις μετρητών που ο Ενάγοντας αναφέρεται, η θέση του Εναγόμενου 2 είναι ότι αφορούσαν πληρωμή μισθολογίου και πολλές από τις επιταγές με τις οποίες γίνονταν οι αναλήψεις ήταν υπογραμμένες από τον Ενάγοντα.

 

Ο Εναγόμενος 2 καταλήγει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Πέρα από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 2, η ένσταση των Εναγόμενων 2, 3 και 4 υποστηρίζεται και από ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 4 η οποία απλώς υιοθετεί και συμφωνεί με όσα αναφέρει ο Εναγόμενος 2 στη δική του ένορκη δήλωση που μόλις έχω συνοψίσει.

 

Τέλος, η ένσταση των Εναγόμενων 2, 3 και 4 υποστηρίζεται και από ένορκη δήλωση του Αναστάσιου Γρηγορίου που εργαζόταν την Φέλμιχ από το 1989.

 

Στην ένορκη του δήλωση αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι είχε διαπιστώσει τις διαφωνίες που υπήρχαν μεταξύ των δύο αδερφών τις οποίες αποδίδει στην αδιαφορία και έλλειψη γνώσεων και προγραμματισμού από τον Ενάγοντα. Προσθέτει επίσης ότι πολλές φορές του είχε ζητήσει ο Ενάγοντας να εισπράξει από πελάτες της Φέλμιχ και ο Ενάγοντας κρατούσε τα χρήματα για τον εαυτό του.

 

Ένσταση Εναγόμενων 5 και 6. Ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων έχουν εγείρει και οι Εναγόμενοι 5 και 6. Επικαλούνται, ουσιαστικά, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων εναντίον τους.

 

Η ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 5 που συνοδεύει την ένσταση αναφέρεται στον τρόπο που ενεπλάκη στη υπόθεση. Αναφέρει τον είχε προσεγγίσει ο Νίκος Παρπής, θείος των δύο αδερφών, γύρω στον Μάρτη 2020 και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει και να τους βοηθήσει να ολοκληρώσουν ομαλά τον διαχωρισμό των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Του ανέφερε ότι τα δύο αδέρφια είχαν εγγράψει νέες εταιρείες ο καθένας μέσω των οποίων θα συνέχιζαν να δραστηριοποιούνται.

 

Όταν συναντήθηκε με τον Ενάγοντα, αυτός του εξέφρασε ανησυχίες ότι ο Εναγόμενος 2 με τη σύζυγο του «ίσως να είχαν διαπράξει ατασθαλίες εις βάρος της Εναγόμενης 1» και του ζήτησε να ελέγξει τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας. Ο Εναγόμενος 5 δέχτηκε να μεσολαβήσει για να «γίνει μια τελευταία προσπάθεια στην παρουσία και του κ. Νίκου για να προχωρήσουν στην ολοκλήρωση της απόφασης τους για τον διακανονισμό των υποχρεώσεων και περιουσιακών στοιχείων της [Φέλμιχ].» Εισηγήθηκε όπως και ο Εναγόμενος 2 διορίσει κάποιο ανεξάρτητο σύμβουλο να τον συμβουλέψει και εκείνος διόρισε τον Χριστόδουλο Θεοδότου, λογιστή/ελεγκτή. Η πρώτη συνάντηση έγινε τον Απρίλη 2020, συμφωνήθηκε ένα πλάνο για είσπραξη των ανεξόφλητων χρεώσεων της Φέλμιχ και εξεύρεση διευθέτησης με την Altamira. Έγιναν διαβουλεύσεις και ανταλλάχθηκαν προτάσεις με την Altamira και διαβουλεύσεις με την KPMG για ολοκλήρωση των οικονομικών καταστάσεων. Οι εισηγήσεις που συζητήθηκαν τελικά δεν τελεσφόρησαν για λόγους που, σύμφωνα με τον Εναγόμενο 5, αφορούν τον Ενάγοντα.

 

Περί τον Σεπτέμβριο 2020 ο Εναγόμενος 2 του πρότεινε να αναλάβει ως οικονομικός σύμβουλος της Φέλμιχ μέχρι την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων. Ο Εναγόμενος 5, στην παρουσία του Νίκου Παρπή, ενημέρωσε σχετικά τον Ενάγοντα ο οποίος συμφώνησε.

 

Διαφωνεί ότι η Φέλμιχ ήταν υγιής επιχείρηση και, με αναφορά στα προσχέδια λογαριασμών για το έτος 2018 που ετοιμάστηκαν από την KPMG σημειώνει ότι οι τρέχουσες υποχρεώσεις της εταιρείας υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών της στοιχείων κατά €127.000 περίπου. Σημειώνει περαιτέρω ότι στις 31.12.2018 τόσο ο Ενάγοντας όσο και ο Εναγόμενος 2 όφειλαν στην εταιρεία περί τις €120.000 έκαστος.

 

Τα δύο αδέρφια κατέληξαν στην Συμφωνία Διαχωρισμού στις 27.3.2021 την οποία υπέγραψαν. Η Felmich είχε συσταθεί στις 9.3.2020 και η Elke στις 20.3.2020.

 

Τέλος, αναφέρει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Η ένσταση των Εναγόμενων 5 και 6 συνοδεύεται και από ένορκη δήλωση του Νίκου Παρπή αδελφού της μητέρας του Ενάγοντα και του Εναγόμενου 2. Αναφέρει ότι τα διαπροσωπικά προβλήματα των δύο αδερφών οξύνθηκαν όταν απεβίωσε ο πατέρας τους και τελικά λήφθηκε η απόφαση να διαχωρίσουν την επιχείρηση.

 

Στην προσπάθεια του να βοηθήσει τα δύο αδέρφια να υλοποιήσουν αυτή την απόφαση, αποτάθηκε στον Εναγόμενο 5 και του ζήτησε να βοηθήσει με τη διευθέτηση των οικονομικών προβλημάτων και εκκρεμοτήτων της Φέλμιχ. Όταν αποτάθηκε στον Εναγόμενο 5 τον Μάρτιο 2020, γνώριζε ήδη ότι ο Ενάγοντας και ο Εναγόμενος 2 είχαν αποφασίσει τον διαχωρισμό της επιχείρησης.

 

Πριν ολοκληρώσω την αναφορά μου στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε εκατέρωθεν για σκοπούς της Αίτησης, επαναλαμβάνω πως είναι δεδομένη η διαφωνία των εμπλεκόμενων ως προς τα γεγονότα, την ερμηνεία τους, τις προθέσεις και επιδιώξεις. Σαφώς αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για επίλυση αυτής της διαφωνίας και διαμόρφωση ευρημάτων. Σημειώνω όμως ότι ο Ενάγοντας παρουσίασε δισέλιδο έγγραφο που υποστηρίζει ότι συνιστά την Συμφωνία Διαχωρισμού. Η 2η σελίδα αποτελείται από κατάλογο εξαρτημάτων, πρόσθετο από τα εξαρτήματα που καταγράφονται στην 1η σελίδα ότι αναλογούν στον κάθε αδερφό. Η θέση του Εναγόμενου 2 και του Εναγόμενου 5, στις ένορκες δηλώσεις τους, είναι ότι η 2η σελίδα δεν αποτελούσε μέρος της Συμφωνίας Διαχωρισμού, ότι την τοποθέτησε εκ των υστέρων ο Ενάγοντας και ότι η προσθήκη της συνιστά πλαστογραφία. Σύμφωνα με τους Εναγόμενους 2 και 5 η Συμφωνία Διαχωρισμού ήταν μονοσέλιδο έγγραφο.

 

Ακρόαση. Η ακρόαση της Αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων. Κατά την ακρόαση, οι συνήγοροι των εμπλεκόμενων παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις και προέβηκαν σε προφορικές τοποθετήσεις.

 

Έχω μελετήσει το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου καθώς και τα εκατέρωθεν επιχειρήματα των συνηγόρων και τη νομολογία στην οποία παραπέμπουν. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.

 

Ανάλυση. Το προς απόφαση ζήτημα είναι κατά πόσο τα δεδομένα δικαιολογούν και επιτρέπουν την έκδοση των αιτούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων ή όχι.

 

Όπως σημείωσα στην αρχή της απόφασης, μου, ο Ενάγοντας ζητά με την Αίτηση του πληθώρα ενδιάμεσων διαταγμάτων. Προς ευκολία εξέτασης και παρακολούθησης, τα διατάγματα αυτά ομαδοποιούνται ως εξής:

 

(α)       διατάγματα για τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη για την Εναγόμενη 1 εταιρεία και άλλα συναφή ζητήματα (παράγραφοι Α, Β, Γ, Δ, Ε, Στ και Ζ της Αίτησης).

 

(β)       διατάγματα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων των Εναγόμενων 2-6 (παράγραφος Η της Αίτησης).

 

(γ)        διατάγματα για την αποκάλυψη πληροφοριών από τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα με τα οποία συναλλάσσονται οι Εναγόμενοι 2-6 (παράγραφος Θ της Αίτησης).

 

(δ)        διατάγματα τύπου Anton Piller σε σχέση με τους Εναγόμενους 2-6 (παράγραφος Ι της Αίτησης).

 

(ε)        απαγορευτικά διατάγματα εναντίον των Εναγόμενων 2 και 3 (παράγραφος ΙΑ της Αίτησης).

 

Καθήκον πλήρους αποκάλυψης. Ξεκινώ με ένα ζήτημα το οποίο είναι καθοριστικής σημασίας για την απόφαση μου. Αφορά το καθήκον διάδικου που αποτείνεται στο Δικαστήριο για ενδιάμεση θεραπεία να προσέρχεται με καθαρά χέρια.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα εκπηγάζει από τις αρχές της επιείκειας[1]. Ένα από τα αξιώματα της επιείκειας είναι ότι όποιος προσέρχεται στην επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια. Το καθήκον αυτό εμπεριέχει την υποχρέωση στον εκάστοτε αιτητή να αποκαλύπτει πλήρως και ειλικρινά όλα τα δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση, είτε είναι υπέρ του είτε εναντίον του, τα οποία ενδεχομένως να επενεργήσουν στην κρίση του Δικαστηρίου.

 

Εάν διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με αυτό το καθήκον του, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταλυτικές.

 

Η φύση και έκταση του καθήκοντος για πλήρη αποκάλυψη στα πλαίσια αίτησης που καταχωρείται μονομερώς για παροχή ενδιάμεσης θεραπείας, τονίζεται με σταθερό και ξεκάθαρο τρόπο στη νομολογία. Πρόσωπο που αποτείνεται μονομερώς στο Δικαστήριο, οφείλει να αποκαλύψει όχι μόνο εκείνα τα γεγονότα που ο ίδιος θέλει να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά να αποκαλύψει πλήρως και δίκαια (fully and fairly)[2] όλα τα γεγονότα τα οποία είναι σημαντικά και ουσιώδη για να έχει το Δικαστήριο ολοκληρωμένη εικόνα κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Σε περιπτώσεις όπου διαφαίνεται ότι διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, εκδόθηκε χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα σχετικά γεγονότα τότε, αναπόδραστη συνέπεια είναι ότι ο αιτητής θα στερηθεί το διάταγμα που εξασφάλισε κατά παράβαση της υποχρέωσης του αυτής[3].

 

Όμως, το καθήκον διάδικου για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη είναι καίριας σημασίας και σε περίπτωση που αίτηση για ενδιάμεσα διατάγματα προωθείται δια κλήσεως.

 

Στην παρούσα περίπτωση, παρότι η επίδικη Αίτηση είχε καταχωρηθεί μονομερώς, το Δικαστήριο διέταξε την επίδοση της καθιστώντας αυτή, δια κλήσεως[4].

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Investar SPC Ltd v Investar Investments Ltd, Πολιτική έφεση Ε50/2021 ημερομηνίας 15.2.2024, μέσα από μια αναδρομή στη νομολογία, τονίστηκε εκ νέου από το Εφετείο η επιτακτική ανάγκη για πλήρη αποκάλυψη από τον αιτητή σε περιπτώσεις αιτήσεων που προωθούνται μονομερώς. Επισημάνθηκε όμως ότι, ακόμα και σε αιτήσεις δια κλήσεως ο αιτητής έχει καθήκον να προσέλθει με καθαρά χέρια στο Δικαστήριο. Οφείλει δηλαδή να μην παραπλανήσει το Δικαστήριο και, εάν διαπιστωθεί πρόθεση από την πλευρά του αιτητή να παρουσιάσει στρεβλωμένη εικόνα με σκοπό να εξασφαλίσει ενδιάμεσο διάταγμα, τότε αυτό συνιστά εμπόδιο στο να του αποδοθεί η θεραπεία που ζητά.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, έχω ήδη σημειώσει ότι τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση είναι αμφισβητούμενα καθώς και ότι αυτό δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για να αξιολόγηση της μαρτυρίας και διατύπωση ευρημάτων σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Όμως αυτό το οποίο προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις καθώς και από την έγγραφη μαρτυρία (αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των εμπλεκομένων, λογαριασμούς και πρόχειρες οικονομικές καταστάσεις που ετοιμάστηκαν από την KPMG, καταστάσεις λογαριασμού από τράπεζας κ.α.) είναι ότι από την πλευρά του αιτητή δεν υπήρξε ειλικρινής αποτύπωση των δεδομένων που περιβάλλουν την υπόθεση.

 

Θεωρώ ότι ο αιτητής, με τον τρόπο που διατύπωσε και παρουσίασε τα γεγονότα, επιδίωξε να παρουσιάσει μια συγκεκριμένη εικόνα και εκδοχή που γνώριζε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.

 

Η εικόνα που παρουσίασε είναι ότι η Φέλμιχ ήταν μια εύρωστη επιχείρηση που λειτουργούσε κανονικά μέχρι που ο αδερφός του, Εναγόμενος 2, αποφάσισε να απογυμνώσει την εταιρεία, να υφαρπάξει τις εργασίες της και να τον εκδιώξει από την επιχείρηση σε βάρος των δικών του οικονομικών συμφερόντων.

 

Όμως, από το σύνολο των δεδομένων, η εικόνα που αναδύεται είναι πολύ διαφορετική.

 

Αντιπαραβάλλοντας την ένορκη δήλωση του Ενάγοντα με το περιεχόμενο των τεκμηρίων που ο ίδιος παρουσίασε, διαπιστώνω μια επιλεκτική αναφορά και παρουσίαση των γεγονότων. Ο τρόπος διατύπωσης του κειμένου και η δομή της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα είχε σκοπό να «αναδειχθούν» πτυχές που ενισχύουν την εκδοχή του Ενάγοντα και «υποβαθμίζουν» άλλες παραμέτρους της υπόθεσης που δεν συνάδουν με την εικόνα που επιθυμεί να δημιουργήσει.

 

Κάποια παραδείγματα αυτής της προσέγγισης είναι τα εξής. Στην αρχή της ένορκης του δήλωσης ο Ενάγοντας αναφέρει ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν διευθυντής της Φέλμιχ και με αυτή του την ιδιότητα έλεγχε την εταιρεία. Συνεχίζει στην πορεία της ένορκης δήλωσης και παρουσιάζει μια εικόνα κατά την οποία ο Εναγόμενος 2 διοικούσε αποκλειστικά την εταιρεία, ενώ ο Ενάγοντας δεν τύγχανε ενημέρωσης και ήταν ανήμπορος να επηρεάσει τις αποφάσεις. Το γεγονός ότι ήταν και ο ίδιος ο Ενάγοντας διευθυντής στην Φέλμιχ, το αναφέρει μόλις στην σελίδα 20 της ένορκης του δήλωσης. Ότι είχε δικαίωμα υπογραφής επιταγών για την εταιρεία, δεν το αναφέρει καθόλου. Ούτε ότι υπέγραφε τις εξελεγμένες οικονομικές καταστάσεις.

 

Άλλο παράδειγμα, αφορά τον τρόπο που παρουσίασε τα οικονομικά δεδομένα της εταιρείας. Στην ένορκη του δήλωση αναφέρεται στις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, ελεγμένες και πρόχειρες, παραπέμπει στον κύκλο πωλήσεων και χρησιμοποιεί το ποσό αυτό για να υποστηρίξει ότι η εταιρεία ήταν εύρωστη. Επιλεκτικά όμως αγνοεί ότι στους ίδιους λογαριασμούς υπάρχει αναφορά και σε υποχρεώσεις της εταιρείας που υπερβαίνουν την αξία των στοιχείων ενεργητικού.

 

Τρίτο παράδειγμα είναι οι αναφορές του σε πληρωμές προσωπικών εξόδων του αδερφού του από την εταιρεία. Παραθέτει παραδείγματα και υποστηρίζει ότι αυτό αποδεικνύει την οικονομική αφαίμαξη της εταιρείας από τον αδερφό του. Παραλείπει όμως να αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας, και τα δύο αδέρφια έχουν οφειλές προς την εταιρεία για ποσά περί τις €120.000 έκαστος.

 

Παραπονείται ότι ο Εναγόμενος 2, μέσω της Εναγόμενης 3, χρησιμοποιεί και επωφελείται το πελατολόγιο της Φέλμιχ, όμως προσπερνά το ότι η εταιρεία που ο ίδιος έχει ιδρύσει με σκοπό να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά ονομάζεται Felmich, δραστηριοποιείται στο ίδιο εργοστάσιο και ιδρύθηκε λίγες μέρες πριν την ίδρυση της Elke.

 

Τέλος, επιλέγει να επαναλαμβάνει και να τονίζει ότι ο Εναγόμενος 2 δεν έχει πληρώσει στην Φέλμιχ το ποσό που καθορίζεται στη Συμφωνία Διαχωρισμού για τον εξοπλισμό που ο Εναγόμενος 2 αγόρασε. Παραλείπει όμως να αναφέρει ρητά ότι ούτε ο ίδιος έχει πληρώσει οποιοδήποτε ποσό προς την Φέλμιχ για τον εξοπλισμό που ο ίδιος παρέλαβε. Περιορίζεται σε μια αναφορά ότι ο ίδιος είναι έτοιμος να εξοφλήσει όταν ο Εναγόμενος 2 πράξει το ίδιο.

 

Από τα πιο πάνω παραδείγματα, που έχω αναφέρει ενδεικτικά, προκύπτει η διαπίστωση που σημείωσα προηγουμένως. Ότι ο Ενάγοντας επιλεκτικά έχει παρουσιάσει κάποια γεγονότα, στα οποία δίνει έμφαση και χτίζει τα επιχειρήματα του. Όμως τα γεγονότα αυτά είναι αποσπασματικά και δεν δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα. Τα υπόλοιπα γεγονότα υποβαθμίζονται σε ασαφείς και βιαστικές αναφορές ή αφήνονται να «χαθούν» στο περιεχόμενο των εκατοντάδων σελίδων των 56 τεκμηρίων που επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση.

 

Το μόνο λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο τρόπος αυτός παρουσίασης των γεγονότων δεν ήταν τυχαίος αλλά έγινε με σκοπό να «ενισχυθεί» η υπόθεση του Ενάγοντα ώστε να εξασφαλίσει τα αιτούμενα διατάγματα. Σε αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί και η επιπόλαια, θα τη χαρακτήριζα, αναφορά στις παραγράφους 66 και 67, στη σελίδα 33, στο τέλος της ένορκης του δήλωσης στο γεγονός ότι η Φέλμιχ διατηρεί μη εξυπηρετούμενο δάνειο που εξασφαλίζεται με προσωπικές εγγυήσεις του ιδίου και των Εναγόμενων 2 και 4 καθώς και υποθήκη επί των εγκαταστάσεων της εταιρίας. Στις ίδιες παραγράφους, υπάρχει και η πρώτη αναφορά στην ίδρυση της Felmich από μέρους του.

 

Αυτές οι αναφορές, δείχνουν πως ο Ενάγοντας γνώριζε ότι επρόκειτο για γεγονότα σημαντικά που όφειλε να αποκαλύψει. Όμως τα παρουσιάζει ωσάν να είναι επουσιώδεις λεπτομέρειες.

 

Από το σύνολο της μαρτυρίας διαφαίνεται ότι η εταιρεία Φέλμιχ ήταν ζημιογόνα και ότι τα δύο αδέρφια είχαν αποφασίσει τον διαχωρισμό της επιχείρησης ώστε να συνεχίσει ο καθένας μόνος του την πορεία του. Στα πλαίσια αυτής της συνεννόησης είχε υπογραφεί η Συμφωνία Διαχωρισμού (δεν εξετάζω εάν η 2η σελίδα αυτής που παρουσιάζει ο Ενάγοντας συνιστά πλαστογραφία όπως είναι η θέση του Εναγόμενου 2).

 

Σε σχέση με τις προσπάθειες για διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανειακών υποχρεώσεων της Φέλμιχ, η μοναδική αναφορά του Ενάγοντα είναι στην τελευταία σελίδα της δήλωσης του ότι «παρόλο που έχουν γίνει προσπάθειες διευθέτησης εντούτοις ο Εναγόμενος 2 δεν συνεργάζεται μαζί μου για να βρεθεί μια τελική λύση». Ούτε αυτή η αναφορά αντικατοπτρίζει με αντικειμενικότητα τις διαβουλεύσεις και προσπάθειες για διευθέτηση του χρέους όπως αποτυπώνεται στις πρόχειρες οικονομικές καταστάσεις και προκύπτει από την υπόλοιπη έγγραφη μαρτυρία.

 

Όπως επισήμανα, ο τρόπος αποτύπωσης και παρουσίασης της μαρτυρίας και των γεγονότων από τον Ενάγοντα δεν μπορεί παρά να έγινε επί σκοπού, με πρόθεση να δημιουργηθούν συγκεκριμένες εντυπώσεις και συγκεκριμένη εικόνα η οποία να συνάδει με τον τρόπο που ο Ενάγοντας ήθελε να παρουσιάσει τα γεγονότα. Αυτό έγινε με σκοπό να εξασφαλίσει τα αιτούμενα διατάγματα. Από τη μελέτη της ένορκης του δήλωσης και των διάφορων τεκμηρίων όμως, διαφάνηκε ότι η εικόνα αυτή, ήταν ετεροβαρής και στρεβλωμένη.

 

Όταν ένας διάδικος προσέρχεται στο Δικαστήριο και επιζητά ενδιάμεση θεραπεία που είναι απόρροια του δικαίου της επιείκειας, πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια. Ο Ενάγοντας δεν προσήλθε με καθαρά χέρια για τους λόγους που εξήγησα. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι δεν μπορούν να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Παρά την κατάληξη μου αυτή, για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου σε περίπτωση που επικρατήσει διαφορετική άποψη από τη δική μου κατ’ έφεση ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, θεωρώ ορθό να εξετάσω εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου και της νομολογίας που θα επέτρεπαν την επιτυχία της Αίτησης.

 

Άρθρο 32(1), Ν. 14/60. Έχω εξετάσει κατά πόσο τα αιτούμενα διατάγματα θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να εκδοθούν με βάση την εικόνα ως έχει διαμορφωθεί μετά και την καταχώρηση των ενστάσεων από τους Εναγόμενους 2-6.

 

H γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα παρέχεται από το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 που προβλέπει ότι το Δικαστήριο:

 

«…δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν πληρούνται, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην πιο πάνω διάταξη. Δηλαδή εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Συνεπώς, το επόμενο ερώτημα που εγείρεται είναι εάν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων[5],

 

Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως επαναλήφθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Έχω παραθέσει πιο πάνω τις αξιώσεις που εγείρει ο Ενάγοντας στα πλαίσια της αγωγής, την οποία προωθεί ως παράγωγη αγωγή εκ μέρους της Εναγόμενης 1 εταιρείας. Στο παρόν στάδιο έχει καταχωρηθεί μόνο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα.

 

Από τη γενική οπισθογράφηση οι αξιούμενες θεραπείες δεν φαίνεται να είναι αντινομικές ή έκδηλα απαράδεκτες και, συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.

 

Ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[6]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[7].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Ο πήχης για το τί συνιστά ορατή πιθανότητα επιτυχίας, δεν είναι πολύ ψηλά. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρώ ότι η μαρτυρία αποκαλύπτει συζητήσιμη υπόθεση, στον βαθμό που απαιτείται για αυτό το στάδιο, συνεπώς πληρείται αυτή η προϋπόθεση. Εξαίρεση αποτελεί η αξίωση για ειδικές αποζημιώσεις ύψους €1.500.000 αφού το ποσό αυτό κανένα έρεισμα βρίσκει στη μαρτυρία που παρουσιάστηκε.

 

Ανεπανόρθωτη ζημιά. Η 3η προϋπόθεση για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος είναι ότι ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, εκτός εάν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις[8].

 

Στην παρούσα περίπτωση, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι πληρείται αυτή η προϋπόθεση. Πρέπει να σημειώσω ότι οι εργασίες της Φέλμιχ έχουν, εκ των πραγμάτων, τερματιστεί. Όλοι οι υπάλληλοι της Φέλμιχ έχουν απολυθεί ως πλεονάζον προσωπικό από το 2021 ενώ ο Ενάγοντας και Εναγόμενος 2 έχουν επίσης σταματήσει να εργάζονται στην εταιρεία και από το 2021 διατηρεί ο καθένας δική του εταιρεία. Αναφορικά με τον εξοπλισμό της εταιρείας, προκύπτει από τη Συμφωνία Διαχωρισμού ότι η πρόθεση των δύο αδερφών ήταν να τον διαμοιράσουν μεταξύ τους έναντι κάποιου ποσού που θα πλήρωναν την εταιρεία. Όλες οι αναφορές στη μαρτυρία σε κακοδιαχείριση, δόλια και παράνομη συμπεριφορά παραπέμπουν στο ότι παραβλάπτονται τα οικονομικά συμφέροντα της Φέλμιχ. Από αυτό συνάγεται ότι η επιδιωκόμενη θεραπεία είναι οικονομική αποζημίωση.

 

Συνάγεται, στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων, ότι η ζημιά που επικαλείται ο Ενάγοντας για την Φέλμιχ επιδέχεται χρηματικής αποζημίωσης. Μαρτυρία ότι θα είναι αδύνατο να πληρωθεί οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης ήθελε διαταχθεί, δεν υπάρχει. Ούτε διαπιστώνω άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις που συνηγορούν ότι η ζημιά θα είναι ανεπανόρθωτη ιδιαίτερα ενόψει του ότι η Φέλμιχ δεν εξασκεί εργασίες από το 2021 εκτός εάν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι δεν πληρείται η συγκεκριμένη προϋπόθεση.

 

Διορισμός ενδιάμεσου παραλήπτη. Τα περισσότερα ενδιάμεσα διατάγματα της Αίτησης αφορούν το αίτημα του Ενάγοντα για διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη (interim receiver) στην Φέλμιχ και ρύθμιση των εξουσιών του και αντίστοιχων υποχρεώσεων/περιορισμών στις εξουσίες των αξιωματούχων.

 

Στην Starport Nominees Ltd κ.α. (Αρ.2) (2010) 1Β Α.Α.Δ 1370, το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι η εξουσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, είναι ευρύτατη. Δυνάμει αυτής της ευρύτατης εξουσίας, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διάταγμα για τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη εάν αυτό κρίνεται «δίκαιο και πρόσφορο» υπό τις περιστάσεις, με σκοπό να προστατευτούν επίδικα περιουσιακά στοιχεία μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης[9].

 

Όπως σημειώθηκε στην Starport:

 

«Όπως αναφέρεται και στο σύγγραμμα του David Bean: Injunctions, 8η έκδ. σελ. 112, παρ. 7.20, η εξουσία για το διορισμό παραλήπτη είναι συναφής και συνδεδεμένη με τα διατάγματα παγοποίησης τα λεγόμενα «freezing injunctions» ή ακόμη και υποκατάστατα τους, εκεί όπου χρειάζεται ο έλεγχος από ένα τρίτο πρόσωπο προς διατήρηση των περιουσιακών στοιχείων. Δεν αποτελεί βεβαίως η εξουσία αυτή διορισμού παραλήπτη, σύνηθες φαινόμενο. Εδώ όμως είναι προφανές, όπως γίνεται αντιληπτό, ότι τα υπό κρίση διατάγματα με το διορισμό του ελεγκτή/λογιστή έχουν αυτό το σκοπό και είναι συναφή και συμπληρωματικά προς τα προηγηθέντα εκδοθέντα διατάγματα απαγορευτικής και προστακτικής φύσεως.»

 

Δηλαδή, διάταγμα για διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη, ουσιαστικά, εκδίδεται επικουρικά διαταγμάτων παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων. Ένεκα της εξαιρετικά δραστικής φύσης τέτοιου διατάγματος, η έκδοση του πρέπει να θεωρείται η άκρα εξαίρεση και επιτρέπεται μόνο εφόσον υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι διάταγμα παγοποίησης δεν θα είναι αποτελεσματικό.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η διαπίστωση πιο πάνω ότι δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) Ν.14/60 δεν επιτρέπει τον διορισμό ενδιάμεσου παραλήπτη. Επιπρόσθετα, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι ο διορισμός ενδιάμεσου παραλήπτη είναι αναγκαίος στην παρούσα αγωγή, ως ενδιάμεση θεραπεία. Η Φέλμιχ έπαυσε να εξασκεί εργασίες, δεν διαθέτει υπαλλήλους, τα λογιστικά της βιβλία είναι στην κατοχή της KPMG και οι διευθυντές της έχουν ιδρύσει άλλες εταιρείες μέσω των οποίων δραστηριοποιούνται πλέον επαγγελματικά.

 

Διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων (freezing order). Μέσω της Αίτησης, ο Ενάγοντας ζητά την παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων των Εναγόμενων 2-6 μέχρι ποσού €1.500.000.

 

Κρίνω ότι τα δεδομένα δεν δικαιολογούν την έκδοση τέτοιου διατάγματος. Ήδη ανέφερα ότι η αξίωση για αντίστοιχο ποσό σε αποζημιώσεις που ζητείται μέσω της αγωγής δεν έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας στη δίκη.

 

Επιπρόσθετα, μαρτυρία ότι οι Εναγόμενοι επιχειρούν ή έχουν πρόθεση να αποξενώσουν δικά τους περιουσιακά στοιχεία δεν υπάρχει. Ούτε μαρτυρία υπάρχει που να υποστηρίζει ή να εισηγείται ότι το ποσό που είναι «οφειλόμενο», όπως το χαρακτηρίζει ο Ενάγοντας προς την Εναγόμενη 1, Φέλμιχ, ανέρχεται σε €1.500.000. Κανένα έρεισμα διαπιστώνεται στη μαρτυρία που να το δικαιολογεί.

 

Συνεπώς αυτό το διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί.

 

Επικουρικά διατάγματα αποκάλυψης. Επικουρικά του προαναφερόμενου διατάγματος παγοποίησης, ο Ενάγοντας ζητά διάταγμα που να διατάζει «κάθε τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα» πληροφορίες «κατά πόσο έχει δεσμευτεί οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο και/ή τραπεζικός λογαριασμός» των Εναγόμενων 2-6.

 

Ενόψει της διαπίστωσης πιο πάνω ότι δεν μπορεί να εκδοθεί το διάταγμα παγοποίησης, ακολουθεί λογικά ότι τα διατάγματα αποκάλυψης που επιζητούνται ως βοηθητικά της παγοποίησης, επίσης δεν μπορούν να εκδοθούν.

 

Οφείλω να σημειώσω ότι δεν διακρίνω από που προκύπτει οποιοδήποτε δικαίωμα του Ενάγοντα σε τέτοιες πληροφορίες σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Τα ενώπιον μου γεγονότα και μαρτυρία που επικαλείται δεν δικαιολογούν την έκδοση τέτοιου διατάγματος.

 

Διατάγματα Anton Piller. Με την Αίτηση, ο Ενάγοντας ζητά διάταγμα που να επιτρέπει σε δικηγόρο που κατονομάζει, να εισέλθει στο εργοστάσιο της Εναγόμενης 3, στην κατοικία των Εναγόμενων 2 και 4 καθώς και στο γραφείο της Εναγόμενης 6 για να συλλέξει πληροφορίες και περιουσιακά στοιχεία που σχετίζονται ή ανήκουν στην Φέλμιχ. Ζητά όπως στο εν λόγω διάταγμα να υπάρχει πρόνοια που να αναγκάζει τους Εναγόμενους να συμμορφωθούν και να υποβοηθήσουν τον δικηγόρο και διάταγμα για την ετοιμασία έκθεσης από τον δικηγόρο που να δίδει αναφορά για τα αποτελέσματα των ενεργειών του.

 

Αυτού του είδους διατάγματα, περιγράφονται ως διατάγματα τύπου Anton Piller αφού η πρακτική έκδοσης τους αποτυπώθηκε στην Αγγλική απόφαση Anton Piller KG v Manufacturing Processes Ltd and others (1976) 1 All E.R. 779.

 

Στην Γρηγοριάδης Νεόφυτος και Άλλος (2013) 1 Α.Α.Δ 1247, το Ανώτατο Δικαστήριο επισημαίνει τα εξής σε σχέση με διατάγματα αυτής της φύσης:

 

«Τα εν λόγω διατάγματα χαρακτηρίζονται από το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Αυτού του στοιχείου η παρουσία διαδραματίζει καθοριστικό για την έκδοση τους μονομερώς, ρόλο..

 

Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις έκδοσης μονομερώς διαταγμάτων με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, όπου παρέχεται στον εναγόμενο χρόνος να αμφισβητήσει το διάταγμα πριν αυτό καταστεί οριστικό, στις περιπτώσεις διαταγμάτων Anton Piller, ο εναγόμενος λαμβάνει γνώση της έκδοσης τέτοιου διατάγματος, ταυτόχρονα με την εκτέλεση του. Ουσιαστικά δεν του παρέχεται η ευκαιρία να αμφισβητήσει είτε αυτό καθαυτό το διάταγμα και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτό εκδόθηκε, είτε τα γεγονότα επί των οποίων το Δικαστήριο βασίστηκε για να το εκδώσει μονομερώς».

 

Οι προϋποθέσεις για έκδοση διαταγμάτων τύπου Anton Piller αναλύονται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Polykarpia Hotels Ltd κ.α. ν Αντώνης Βασιλείου κ.α., Πολιτική Έφεση Ε83/2023, ημερομηνίας 18.12.2023. Στην απόφαση εκείνη το Εφετείο τονίζει εκ νέου ότι πρόκειται για εξαιρετικά δραστικά διατάγματα που εκδίδονται με πολύ φειδώ. Επισημαίνει επίσης το Εφετείο, με αναφορά στην ίδια τη φύση και σκοπούς τέτοιου του διατάγματος, ότι:

 

«…οδηγίες για επίδοση μονομερούς αίτησης για έκδοση διατάγματος έρευνας τύπου Anton Piller εκ της φύσεως του διατάγματος δεν συνάδει με τον σκοπό του. Επισημαίνονται σχετικά τα εξής από το σύγγραμμα Injunctions, David Bean, Sweet & Maxwell, 14th edition, 2021, σελ.175:

 

‘‘The case should be heard in private, since the whole point of the procedure is lost if the defendant learns that the without notice application is being made’’.»

 

Στην παρούσα περίπτωση, κατά την ακρόαση της Αίτησης που είχε καταχωρηθεί μονομερώς, το Δικαστήριο (με άλλη σύνθεση) είχε διατάξει την επίδοση της στους Εναγόμενους 2-6. Με τις οδηγίες για επίδοση, το στοιχείο του αιφνιδιασμού που είναι καίριο για διατάγματα αυτής της φύσης, έχει ακυρωθεί. Συνυπολογίζοντας ότι έχουν παρέλθει πέραν των 18 μηνών από την επίδοση της Αίτησης, θεωρώ ότι η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν δικαιολογείται.

 

Ανεξαρτήτως αυτού, τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης δεν την κατατάσσουν στην άκρα εξαίρεση των περιπτώσεων εκείνων όπου επιτρέπεται η έκδοση τέτοιου διατάγματος. Κατά κοινή παραδοχή τα λογιστικά βιβλία της Φέλμιχ βρίσκονται στην KPMG, θεωρώ ότι έχει γίνει καταγραφή του εξοπλισμού της εταιρείας για σκοπούς της Συμφωνίας Διαχωρισμού ενώ πρόσβαση στα τραπεζικά δεδομένα της Φέλμιχ δικαιούται και ο Ενάγοντας ως εκ των διευθυντών της εταιρείας. Δεν έχω πειστεί ότι η έκδοση διατάγματος τύπου Anton Piller είναι απαραίτητη ή θα παρείχε κάποιο ουσιαστικό όφελος.

 

Απαγορευτικό διάταγμα. Τέλος, ο Ενάγοντας ζητά διάταγμα που να απαγορεύει στους Εναγόμενους 2 και 3 να χρησιμοποιούν ή συναλλάσσονται με την επωνυμία «Φέλμιχ» είτε με αγγλικούς είτε με ελληνικούς χαρακτήρες.

 

Στην ένορκη του δήλωση ο Ενάγοντας προβάλλει κάποιες θέσεις που, υποστηρίζει, δείχνουν πρόθεση εκμετάλλευσης του ονόματος και εμπορικής εύνοιας της Φέλμιχ από τον Εναγόμενο 2. Ο Εναγόμενος 2, με τη σειρά του, προβάλλει κάποιες αντίθετες θέσεις.

 

Τα γεγονότα που αφορούν αυτό το ζήτημα είναι αμφισβητούμενα και δεν θα αποφασιστούν στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας. Περαιτέρω, η εταιρεία που ο ίδιος ο Ενάγοντας έχει συστήσει τον Μάρτιο 2013 ονομάζεται «Felmich». Δηλαδή ο ίδιος ο Ενάγοντας χρησιμοποιεί το όνομα της Φέλμιχ, με αγγλικούς χαρακτήρες. Παράλληλα, οι εργασίες της Φέλμιχ τερματίστηκαν από το 2021 οπόταν απολύθηκαν όλοι οι εργοδοτούμενοι.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν θα ήταν ούτε ορθό ούτε δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.

 

Κατάληξη. Για τους λόγους που εξήγησα, καταλήγω ότι δεν μπορούν να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Συνεπώς, η Αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 2-6 και εναντίον του Ενάγοντα, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Σχετική η Γιαβρή Στέλλα και Άλλη ν. Σταύρου Πάσιου (2004) 1 ΑΑΔ 125

[2] Konamaneni v Rolls Royce Industrial Power (India) Ltd [2002] 1 WLR 1269

[3] The King v The General Commissioners for the Purposes of the Income Tax Acts for the District of Kensington, Ex parte Princess Edmond De Polignac [1917]1 K.B. 486

[4] Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (Kύπρου) Λτδ v Nέστωρας Kυριακίδης (2011) 1 ΑΑΔ 816 

[5] Ενδεικτικά Οδυσσέως ν Pieris Estates Ltd (1982)1 A.A.Δ.557

[6] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[7] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[8] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330

[9] Sergiy Morfat v Zafopro Ventrures Ltd, Πολιτική Έφεση Ε144/2020, ημερομηνίας 24.3.2024


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο