ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 2220/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Μιχάλη Αχιλλέως

Ενάγοντα

 

-και-

 

Ελένης Σολέα

 

Εναγόμενης

 

Ημερομηνία:  29/3/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Στρατουράς

Για Εναγόμενη: κ. Αδαμίδης

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ο Ενάγων επιζητεί την επιδίκαση υπέρ του ποσού ύψους €11.471, για οικοδομικές εργασίες που προσέφερε στην Εναγόμενη. Οι εν λόγω εργασίες έγιναν ως επιπλέον του αρχικού συμβολαίου των μερών, χωρίς να εκδοθεί διατακτικό πληρωμής, με προφορικές οδηγίες των επιβλεπόντων, ως ο Ενάγων δικογραφεί. Η Εναγόμενη εγείρει δύο υπερασπιστικές γραμμές. Εγείρει αφενός ότι ο Ενάγων δεν κατείχε άδεια Εργολάβου και αφετέρου αρνείται την αξίωση του Ενάγοντα γενικώς. Η ως άνω είναι η συνοπτική εικόνα των δικογράφων, μέσω της οποίας σκιαγραφούνται και τα επίδικα ζητήματα.

 

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

 

Α. Τα μέρη μετά από προσφορά που υπέβαλε ο Ενάγων, προχώρησαν στην σύναψη συμφωνίας για τη διενέργεια οικοδομικών έργων σε κατοικία της Εναγόμενης στο χωριό Βυζακιά. Προς τούτο ετοιμάστηκαν αρχιτεκτονικά σχέδια (Τεκμήριο 3), υπογράφηκε έγγραφο τιτλοφορούμενο Συγγραφή Υποχρεώσεων Συμβολαίου (Τεκμήριο 4), όπως ετοιμάστηκε  από τον Αρχιτέκτονα του έργου, ετοιμάστηκε δελτίο ποσοτήτων από τον Ενάγοντα, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και την Εναγόμενη (Τεκμήριο 5) και συμφωνητικό έγγραφο, επίσης υπογραμμένο από τα μέρη (Τεκμήριο 6).

 

Β. Η Εναγόμενη κατέβαλε το αρχικό ποσό το οποίο  συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών, ήτοι 42.000 ευρώ. Καταβλήθηκε πέραν εκείνου του ποσού και ποσό  4.000 ευρώ.

 

Γ. Ο Ενάγων κατέχει πιστοποιητικό εγγραφής εργολήπτη (Τεκμήριο 2), αλλά τον επίδικο χρόνο δεν είχε ανανεωμένη ετήσια άδεια εργολήπτη. Τέτοια ανανεωμένη άδεια εργολήπτη, κατείχε η εταιρεία Μιχάλης & Αχιλλέας Αχιλλέως Λίμιτεδ, της οποίας είναι τεχνικός διευθυντής (Τεκμήριο 1).

 

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και ανταντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:

Α. Αν νομιμοποιείται ο Ενάγων προσωπικά να συνάπτει συμφωνίες και να εκτελεί οικοδομικά έργα ή αν η συμφωνία των μερών καθίσταται άκυρη, εφόσον ο Ενάγων δεν κατείχε ανανεωμένη άδεια εργολήπτη.

 

Β. Αν τελικώς έγιναν επιπλέον εργασίες και αν τηρήθηκε η σχετική διαδικασία, όπως προβλέπεται στα σχετικά συμβόλαια, για πληρωμή τους.

 

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν μέσω των δικογράφων και της μαρτυρίας. Ως εκ τούτου παρέλκει η λεπτομερής παράθεση των όσων περιέχονται στα δικόγραφα. Προς απόδειξη της υπόθεσης του κάθε μέρος παρουσίασε από ένα μάρτυρα, τον Ενάγοντα και την Εναγόμενη. Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Σημαντική κρίνεται η ανάλυση και αξιολόγηση των τεκμηρίων που κατατέθηκαν, προς επίλυση των επίδικων ζητημάτων. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, άλλωστε, η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Πριν αναφερθώ στην επ’ ακροατηρίω μαρτυρία κρίνεται σκόπιμο να αναλυθούν συγκεκριμένα τεκμήρια, κρίσιμα ως προς την επίλυση των επίδικων. Το Τεκμήριο 3, είναι τα αρχιτεκτονικά σχέδια στη βάση των οποίων ο Ενάγων θα προέβαινε στις οικοδομικές εργασίες. Επ΄ αυτών ο Ενάγων χρωμάτισε συγκεκριμένα σημεία με μαρκαδόρο, ως επιπλέον εργασίες στις οποίες προέβη.

Το Τεκμήριο 4 ουσιαστικά περιέχει τους όρους εντολής του Ενάγοντα. Είναι στη βάση αυτών των Υποχρεώσεων Συμβολαίου, όπως τιτλοφορούνται, που καθορίζεται η σχέση του με την Εναγόμενη και συνακόλουθα προβαίνει στην επίδικη απαίτηση. Σημαντικά είναι τα εξής άρθρα επί του Τεκμηρίου 4. Στο άρθρο 6 (2) (β) αναφέρεται ότι ο Αρχιτέκτονας έχει εξουσία να εκδίδει προς τον εργολάβο νέα σχέδια και οδηγίες και ο τελευταίος δεσμεύεται να τις εφαρμόζει. Οι οδηγίες του Αρχιτέκτονα θα είναι γραπτές και σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα δίνονται προφορικά. Ο εργολάβος υποχρεούται να τις επιβεβαιώνει μέσα σε επτά μέρες. Το άρθρο 14 έχει τίτλο τροποποιήσεις προσθήκες και παραλείψεις. Δίδει την ευχέρεια στον Αρχιτέκτονα να εκδίδει οδηγίες τροποποίησης της φύσης, ποιότητας ή ποσότητας του έργου, ώστε να αυξάνεται ή μειώνεται η ποσότητα οποιασδήποτε εργασίας ή τροποποίηση της ποιότητας της. Οι οδηγίες για τέτοιες τροποποιήσεις, προβλέπει το ίδιο άρθρο, όπως είναι γραπτές.

Το Τεκμήριο 5 είναι η προσφορά που έδωσε ο Ενάγων στην Εναγόμενη. Αν και στο εξώφυλλο αυτής φαίνεται ο τίτλος ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ Μ&Α&ΥΙΟΙ, το έγγραφο υπογράφει ο ίδιος ο Ενάγων, χωρίς αναφορά στην όποια εταιρεία. Κατά την ακρόαση μάλιστα ο κ. Στρατουράς δήλωσε ότι η επιγραφή στο εξώφυλλο  «δεν έχει σχέση με τον Ενάγοντα»[3]. Αναλόγως και το Συμφωνητικό Έγγραφο Τεκμήριο 6, ως αντισυμβαλλόμενα μέρη φέρει την Εναγόμενη και τον Ενάγοντα. Ο τελευταίος, προσωπικά και όχι υπό την όποια ιδιότητα του σε εταιρεία, υπογράφει ως εργολάβος και η Εναγόμενη υπογράφει ως εργοδότης και ιδιοκτήτης. Επί του Τεκμηρίου 6, ουδέν αναφέρεται για επιπλέον εργασίες, αλλά παραπέμπει στο Τεκμήριο 4, το οποίο ρητώς αποδέχονται τα μέρη ως δεσμευτικό.

Ο Ενάγων κατέθεσε ως ο μοναδικός μάρτυρας που υποστήριξε την αγωγή. Πρόκειται για άτομο μεγάλης ηλικίας, ο οποίος με δυσκολία αντιλαμβανόταν τη διαδικασία και φαινόταν καταπονημένος. «Έχω πρόβλημα μεγάλο και έχω πολλή κούραση πάνω μου και έχω και θέμα με την καρδία μου και ζάλη» είπε σε σημείο της αντεξέτασης του, ζητώντας διάλειμμα. Παρά ταύτα η μαρτυρία του, ως προς τα επίδικα ήταν ειλικρινής και λεπτομερής. Συγκεκριμένα παραδέχτηκε από τα αρχικά στάδια της διαδικασίας ότι ο ίδιος δεν είχε ανανεωμένη άδεια εργολάβου τον επίδικο χρόνο. Τέτοια άδεια υφίστατο για εταιρεία συμφερόντων του, της οποίας τα στοιχεία κατέθεσε (Τεκμήριο 9).

Με λεπτομέρεια στη γραπτή του δήλωση, Έγγραφο Α, εξηγεί ποιες ακριβώς επιπλέον εργασίες έκανε και τις κοστολογεί, όπως ακριβώς τις καταγράφει και στο Τεκμήριο 8. Περιορίζει μάλιστα την αξίωση του πρώτα στο Έγγραφο Α και μετά με τις αγορεύσεις του σε €10.532. Τις επισημαίνει μάλιστα με μαρκαδόρο στο σχέδιο Τεκμήριο 3. Σε κάποιες αναφέρεται ως οδηγίες εργοταξίου και σε άλλες απλώς στην εργασία που του ζητήθηκε να προβεί. Είπε ότι είναι ο σύζυγος της Εναγόμενης που του έλεγε να προβεί σε επιπλέον εργασίες και ο ίδιος μετέφερε στον αρχιτέκτονα ότι έγιναν. Κρίνεται ότι δεν χρειάζεται ανάλυση αυτών των επιπλέον εργασιών, αφού ο ΜΕ 1 δεν αντεξετάστηκε επί της ουσίας αυτών, ούτε παρουσιάστηκε μαρτυρία που να δεικνύει ότι δεν έγιναν ή δεν κοστολογήθηκαν ορθά. Πέραν δηλαδή της γενικής υποβολής ότι τέτοιες επιπλέον εργασίες δεν έγιναν και της θέσεως ότι δεν έγιναν στη βάση της συμφωνίας των μερών, επί της ουσίας των εργασιών ο ΜΕ 1 δεν αντεξετάστηκε, ούτε προσφέρθηκε μαρτυρία εμπειρογνώμονα που να αντικρούει τη θέση του.

Του παρουσιάστηκε απόδειξη που εκδόθηκε για το επίδικο έργο, από την εταιρεία και όχι τον ίδιο (Τεκμήριο 10). Δεν διευκρινίστηκε γιατί η απόδειξη είναι στο όνομα της εταιρείας, ενώ ο ίδιος ήταν ο αντισυμβαλλόμενος. Ο ΜΕ 1 φάνηκε να μην αντιλαμβάνεται ότι η λειτουργεία της εταιρείας έστω δικών του συμφερόντων, διαφέρει από τη λειτουργεία του ως φυσικού προσώπου. Χαρακτηριστική είναι απάντηση του σε ερώτηση αντεξέτασης, ως εξής:

«απολογούμαι αν απαγορεύεται να κάνω αγωγή μόνος μου. Δεν καταλάβω, δεν ξέρω από τούτες τις δουλειές

Αμέσως προηγουμένως είχε πει ότι είναι ο υιός του που τον προέτρεψε να προβεί στην αγωγή προσωπικά. Διαπιστώνεται λοιπόν μια σύγχυση του Ενάγοντα ως προς τη διάκριση της εταιρείας από την προσωπική του ιδιότητα. Ως προς το συμβάλλεσθαι μέσω της εταιρεία, ως νομικού προσώπου και του ιδίου ως φυσικού, αλλά και γενικότερα του αυθύπαρκτου του νομικού προσώπου και της ανεξαρτησίας του, ως οντότητα από τα φυσικά πρόσωπα που το διοικούν. Τούτη η άγνοια του ΜΕ 1, συμφωνώ με τον κ. Στρατουρά, ότι δεν ήταν κακόπιστη, και τούτο διαφάνηκε από την παρουσία του Ενάγοντα ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι νομικές της όμως προεκτάσεις, θα αναλυθούν κατωτέρω.

Ο ΜΕ 1 είπε ότι ουδέποτε είχε δει το μηχανικό του έργου, πλην της μέρας που υπογράφησαν τα συμβόλαια, ενώ τον αρχιτέκτονα τον είδε μόνο μια φορά στο εργοτάξιο. Ο αρχιτέκτονας έστελνε οδηγίες με τον αποθανόντα σύζυγο της Εναγόμενης και του τηλεφωνούσε ο Ενάγων για ότι απορίες είχε. Ο αρχιτέκτονας δεν εξέδιδε διατακτικό. Του έλεγαν σε ποιες επιπλέον εργασίες να προβεί και ο ίδιος το σημείωνε χειρόγραφα, ώστε να λογαριάσει, να χρεώσει τις εργασίες στο τέλος. Διευκρίνισε ότι οι επιπλέον του συμβολαίου εργασίες, έγιναν ταυτόχρονα με τις εργασίες που προβλέπονταν στο συμβόλαιο.

Συμπερασματικά, ο Ενάγων, ΜΕ 1, ήταν αξιόπιστος, απαντούσε με σαφήνεια ως προς τις επιπλέον εργασίες στις οποίες προέβη και τεκμηρίωνε αυτές, τόσο μέσω της χειρόγραφης λίστας, όσο και με επεξήγηση αυτών. Ήταν ειλικρινής, αναφέροντας ότι δεν είχε ανανεωμένη άδεια εργολάβου και ότι ουδέποτε του στέλνονταν γραπτώς οι οδηγίες ως προς τις επίδικες επιπλέον εργασίες. Παρά τα προβλήματα υγείας του και το προχωρημένο της ηλικίας του δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις, πλην της σύγχυσης του νομικού προσώπου, της εταιρείας συμφερόντων του, με το φυσικό πρόσωπο, τον ίδιο ως αντισυμβαλλόμενο της Εναγόμενης.

Η Εναγόμενη, ΜΥ 1, αν και ήταν η αντισυμβαλλόμενη του Ενάγοντα, δεν ήταν το πρόσωπο που είχε τη συχνότερη επαφή μαζί του, σε σχέση με το επίδικο έργο. Όπως και η ίδια παραδέχεται στη γραπτή της δήλωση Έγγραφο Β, μαζί με τον Ενάγοντα μιλούσε τις περισσότερες φορές ο μακαρίτης ο σύζυγος της. Προσθέτει μάλιστα ότι δεν πήγαιναν συχνά στο εργοτάξιο γιατί διαμένουν μακριά. Ο Ενάγων αρνείτο να τους εκδώσει αποδείξεις, αναφέρει. Είχαν συμφωνήσει να τον πληρώσουν επιπλέον €4.000, παρά τις αντιρρήσεις αρχιτέκτονα και πολιτικού μηχανικού, γιατί όπως υποστηρίζει τους αναφέρθηκε ότι αυξήθηκε το κόστος των υλικών. Είναι στη συνέχεια που τους ζήτησε περισσότερα χρήματα και ήρθαν σε ρήξη.

Παρατηρείται ότι η ΜΥ 1 αποφεύγει να αναφερθεί στις εργασίες ή τις επιπλέον εργασίες που έγιναν, στην κυρίως της εξέταση, παρά μόνο είπε ότι δεν ζήτησαν να γίνει το οτιδήποτε επιπλέον. Όταν μάλιστα τις επισημαίνονται οι επιπλέον εργασίες από τον συνήγορο του Ενάγοντα κατά την αντεξέταση, απαντούσε ότι η ίδια δεν γνωρίζει γιατί υπεύθυνος ήταν ο θανών σύζυγος της. Σε ορισμένες περιπτώσεις από τις απαντήσεις της Εναγόμενης, διαφάνηκε ότι έγιναν εργασίες πέραν εκείνων που αναφέρονταν στο Τεκμήριο 5. Ενδεικτικά η Εναγόμενη παραδέχτηκε ότι έγινε επένδυση του αποχωρητηρίου και του νιπτήρα, ενώ κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στο δελτίο ποσοτήτων. Σε κάθε όμως παρόμοια ερώτηση η απάντηση της ήταν η ίδια. Δεν γνωρίζει η ίδια τι εργασίες έγιναν, δεν ασχολείτο σχετικά η ίδια και ουδέποτε αυτές οι εργασίες προϋπολογίστηκαν για να γνωρίζουν τι ποσό θα όφειλαν, ούτε υπόγραψε το όποιο έγγραφο προς έγκριση τους.

Η Εναγόμενη κατά τα άλλα ήταν ειλικρινής. Παραδέχτηκε ότι το επισυνημμένο στην επιστολή Τεκμήριο 7, αναφέρει τις εργασίες του Ενάγοντα και την πληρωμή αυτών, ποσού €46.000. Παραδέχθηκε ότι η ίδια δεν γνωρίζει αν δόθηκαν οδηγίες για επιπλέον εργασία από τον αρχιτέκτονα. Συμφώνησε με τη θέση που της υποβλήθηκε ότι για κάθε πληρωμή που έγινε συμφωνούσε ο αρχιτέκτονας και ο πολιτικός μηχανικός. Μάλιστα η ίδια και ο σύζυγος της πήγαιναν και πλήρωναν τοις μετρητοίς τον Ενάγοντα, κάθε φορά που ενέκριναν πληρωμή αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Είναι η θέση της ότι αν τελικώς έγιναν αυτές οι εκτεταμένες επιπλέον εργασίες, θα έπρεπε να ετοιμάσει νέα συμβόλαια και προσφορά ο Ενάγοντας και όχι να έρθει σε προχωρημένο στάδιο του έργου να τους ζητήσει τέτοιο σημαντικό ποσό, ως επιπλέον. Είπε ότι ο αρχιτέκτονας και ο πολιτικός μηχανικός μιλούσαν με τον Ενάγοντα, για τις εργασίες στο χώρο.

Αξίζει να αναφερθεί ότι καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από την υπεράσπιση με την οποία να αμφισβητείται ουσιαστικά η διενέργεια επιπλέον εργασιών, ούτε η κοστολόγηση αυτών. Έτσι οι θέσεις του Ενάγοντα, ΜΕ 1, ως προς τις επιπλέον εργασίες που προσφέρθηκαν παρέμειναν αναντίλεκτες.

Εκ των πιο πάνω εξάγονται δύο συμπεράσματα. Η ΜΥ 1 είναι ειλικρινής, όπου δεν γνώριζε κάτι το έλεγε, ενώ παραδεχόταν σειρά θέσεων κατά την αντεξέταση. Ακόμα δεν είχε καμία γνώση για τις εργασίες που γίνονταν, τι αποτελούσε επιπλέον των συμφωνηθέντων εργασία και με ποιο τρόπο αποφασιζόταν να γίνει. Εκείνο που καταδείχθηκε με ασφάλεια και συμφώνησε προς τούτο και η πλευρά του Ενάγοντα, είναι ότι η όποια επιπλέον εργασία δεν έγινε μετά από γραπτή οδηγία, αλλά σε συνεννόηση με τον αρχιτέκτονα. Συνεπώς η Εναγόμενη κρίνεται μεν αξιόπιστη, χωρίς όμως η μαρτυρία της να προσφέρει ουσιαστικά στα επίδικα, αφού πέραν της υπογραφής των επίδικων συμφωνιών δεν είχε την όποια εμπλοκή ή γνώση στην διεξαγωγή των εργασιών συμφωνημένων ή επιπλέον.

Συμπερασματικά εξάγονται τα εξής ευρήματα:

Ο Ενάγων τον επίδικο χρόνο δεν είχε ανανεωμένη ετήσια άδεια εργολήπτη, αλλά εταιρεία συμφερόντων του ήταν νομοτύπως εγγεγραμμένη και με ανανεωμένη ετήσια άδεια. Ο ίδιος ο Ενάγων συνήψε συμφωνία με την Εναγόμενη για να προβεί σε οικοδομικά έργα σε ακίνητο ιδιοκτησίας της στη Βυζακιά. Το ποσό που συμφωνήθηκε πληρώθηκε. Είχε όμως ζητηθεί προφορικώς από μελετητές του έργου η διενέργεια επιπλέον εργασιών, η οποία κοστολογήθηκε από τον Ενάγοντα στα €14.882. Πληρώθηκαν επιπλέον €4.000, όπως είχε ζητηθεί από τον Ενάγοντα και παρέμεινε υπόλοιπο ύψους €10.532, το οποίο αφορά πέραν των συμφωνηθέντων εργασίες. Αυτές οι εργασίες έγιναν χωρίς γραπτές οδηγίες του αρχιτέκτονα.

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να εξεταστούν οι νομικές συνέπειες της μη κατοχής ετήσιας άδειας εργολήπτη από τον Ενάγοντα. Σχετικός είναι ο Περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμος του 2001 (29(I)/2001) (στο εξής «ο Νόμος»). Στο άρθρο 30 του Νόμου αναφέρεται ότι:

 

«.. ανάθεση της εκτέλεσης οικοδομικού ή τεχνικού έργου σε μη εγγεγραμμένο εργολήπτη ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ισχύουσας ετήσιας άδειας ή εγγεγραμμένο αλλά μη κάτοχο ετήσιας άδειας αντίστοιχης της τάξης του τεχνικού ή οικοδομικού, ανάλογα με την περίπτωση, έργου είναι άκυρη.»

Εν προκειμένω σαφώς και το έργο που ανέλαβε ο Ενάγων ήταν οικοδομικό, αφού και ο ίδιος το ονομάζει ως τέτοιο στο Τεκμήριο 5 που ετοίμασε, αλλά και γιατί οι εργασίες για τις οποίες αξιώνει το επίδικο ποσό είναι οικοδομικές[4], ως το άρθρο 2 του Νόμου τις ορίζει. Όπως άλλωστε έγινε παραδεκτό από τον ίδιο τον Ενάγοντα δεν ήταν κάτοχος ισχύουσας ετήσιας άδειας εργολήπτη τον επίδικο χρόνο.

Διαφωνώ με τον κ. Στρατουρά ότι από τη στιγμή που εταιρεία, έστω της οποίας ήταν τεχνικός διευθυντής ο Ενάγων, είχε ισχύουσα άδεια, νοείται ότι κατείχε και ο ίδιος τέτοια άδεια ή νομιμοποιείται να υπογράφει προσωπικά συμβάσεις για ανάθεση εκτέλεσης οικοδομικού έργου. Ο Ενάγων κινεί την υπό εξέταση αγωγή υπό την προσωπική του ιδιότητα, ως φυσικό πρόσωπο και όχι μέσω της εταιρείας του. Είναι βασική αρχή του δικαίου ότι τα νομικά πρόσωπα είναι ανεξάρτητα και αυτοτελή[5], δεν ταυτίζονται, με φυσικά πρόσωπα, ακόμα και αν τέτοια τα διαχειρίζονται. Αναλόγως και εν προκειμένω, ο Ενάγων υπέγραψε ο ίδιος την επίδικη σύμβαση και όχι ως τεχνικός διευθυντής εταιρείας. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία για μια σειρά από λόγους. Για σκοπούς ελέγχου των εγγεγραμμένων εργοληπτών, ως οντοτήτων, από το αρμόδιο συμβούλιο, για φορολογικούς σκοπούς, αλλά και για σκοπούς αναζήτησης τυχόν ευθυνών από το αρμόδιο, νομίμως εγγεγραμμένο πρόσωπο. Έτσι δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση ή η όποια φαινόμενη πληρεξουσιότητα, σε τεχνικούς διευθυντές δεόντως εγγεγραμμένων εταιρειών να λειτουργούν υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στο Νόμου και δεν δύναται το Δικαστήριο να προβεί σε τέτοια αυθαίρετη ερμηνεία του.

Αφ’ ης στιγμής το πρόσωπο που υπέγραψε την επίδικη σύμβαση, δεν είχε ισχύουσα άδεια εργολάβου, η συνομολόγηση της επίδικης συμφωνίας ήταν παράνομη[6] και καθίσταται εξ υπαρχής άκυρη[7]. Δεν είναι κρίσιμο, δε, αν ο Ενάγων έδρασε καλόπιστα ή κακόπιστα. Το δεδομένο είναι ότι η έλλειψη σε ισχύ άδειας εργολάβου, καθιστούσε τη σύμβαση άκυρη.  Όπως έχει νομολογηθεί δεν είναι επιτρεπτή η ικανοποίηση οποιασδήποτε οικονομικής απαίτησης, στη βάση συμφωνίας που καθίσταται άκυρη στη βάση του άρθρου 30 του Νόμου[8]. Συνεπώς η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει.

Εν πάση όμως περιπτώσει η αγωγή δεν μπορεί να επιτύχει για ακόμα ένα λόγο. Ο Ενάγων παραπέμπει στο Τεκμήριο 4 άρθρα 14 και 6 (2), ως τα άρθρα της συμφωνίας των μερών που γεννούν την αξίωση του για πληρωμή των επιπλέον εργασιών. Στο άρθρο 14 αναφέρεται ρητώς ότι οι οδηγίες από τον Αρχιτέκτονα για τροποποιήσεις θα είναι γραπτές. Μπορεί εκεί να γίνεται αναφορά μόνο σε τροποποιήσεις, αλλά από το κείμενο του συγκεκριμένου άρθρου προκύπτει  η λέξη τροποποίηση, περιλαμβάνει και την τροποποίηση στην ποιότητα και ποσότητα του έργου, ως αναφέρεται στην πρώτη γραμμή του άρθρου.

Στο άρθρο 6 (2) του Τεκμηρίου 4 αναφέρεται ότι ο Αρχιτέκτονας έχει εξουσία να εκδίδει προς τον εργολάβο νέα σχέδια και οδηγίες και ο τελευταίος δεσμεύεται να τις εφαρμόζει. Οι οδηγίες του Αρχιτέκτονα προβλέπεται όπως είναι γραπτές και σε εξαιρετικές περιπτώσεις θα δίνονται προφορικά.

Επιχειρώντας ερμηνεία των ως άνω όρων με κριτήριο την έννοια την οποία μεταδίδει το κείμενο της σύμβασης στον μέσο λογικό άνθρωπο[9], αλλά και αναζητώντας τις προθέσεις των συμβαλλομένων[10] εξάγονται τα εξής συμπεράσματα. Κατά κανόνα οι οδηγίες του αρχιτέκτονα σε σχέση με νέα σχέδια και τροποποιήσεις στις ποσότητες ή την ποιότητα των υλικών θα έπρεπε να ήταν γραπτές. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αναφορικά με νέα σχέδια ή οδηγίες θα μπορούσαν να ήταν προφορικές. Δεν ορίζονται οι εξαιρετικές περιστάσεις, αλλά η γραμματική ερμηνεία αυτών, δεικνύει κάτι που ξεφεύγει από τα πλαίσια τού συνηθισμένου, που αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα[11]. Τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις, κάτι που να εκφεύγει του συνηθισμένου και να μην επιτρέπει την παροχή γραπτών οδηγιών, δεν παρουσιάστηκε από τον Ενάγοντα. Αρκέστηκε απλώς στην αναφορά ότι τέτοιες, γραπτές, οδηγίες δεν δίνονταν, παρά την απαίτηση της επίδικης σύμβασης. Επομένως κάθε οδηγία για νέες εργασίες ή τροποποιήσεις στις συμφωνηθείσες εργασίες, θα έπρεπε κατά κανόνα να δίδεται γραπτώς και κάτι τέτοιο δεν λάμβανε χώρα.

Ο λόγος που κάθε συμβόλαιο προβλέπει τον τρόπο που δίδονται οι οδηγίες για επιπλέον εργασία είναι για να προστατεύσει από χωρίς άδεια ή υπερβολικές αξιώσεις[12]. Τούτο το ζήτημα των επιπλέον εργασιών και του πως πρέπει να δίδονται οι σχετικές οδηγίες απασχόλησε την βρετανική νομολογία. Ειδικότερα αποφασίστηκε ότι αποδοχή εργασίας η οποία διατάχθηκε προφορικώς από αρχιτέκτονα δεν δεικνύει και υπόσχεση πληρωμής[13], ούτε έχει ο αρχιτέκτονας εξουσία να παραβεί όρο που προνοεί όπως δοθούν γραπτές οδηγίες για να γίνει επιπλέον εργασία[14].

Επομένως εφόσον οι οδηγίες δεν δόθηκαν με τον ενδεδειγμένο τρόπο, ο Ενάγων δεν δικαιούται της καταβολής ποσού για την όποια επιπλέον εργασία. Η εν λόγω πρόνοια του συμβολαίου δεν είναι τυπικής σημασίας. Έγκειται ακριβώς στον έλεγχο, στον οποίο οφείλουν οι μελετητές να προβαίνουν και στον καθορισμό με λεπτομέρεια κάθε εργασίας και της αξία της. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορεί το μέρος που δεν έχει γνώσεις σε σχέση με οικοδομικά ή τεχνικά έργα να είναι εξασφαλισμένο. Να γνωρίζει ότι τηρήθηκαν όλοι οι έλεγχοι από τους υπεύθυνους του έργου και χρεώθηκε δεόντως η κάθε εργασία και όχι κατά το δοκούν. Μόνο έτσι εξασφαλίζεται ότι παρέχεται στον εργοδότη, ποιοτικά και ποσοτικό ό,τι συμφωνήθηκε ή επιπλέον ζητήθηκε. Σε κάθε άλλη περίπτωση δημιουργούνται κάθε λογής ερωτήματα ως προς το ποια εργασία προσφέρθηκε, την ποσότητα, την ποιότητα και τη χρέωση της και συνακόλουθα καθίσταται πιθανή η ρήξη στη συμβατική σχέση των μερών.

Ως προς τα έξοδα απολύτως σχετικό είναι το ακόλουθο μέρος της απόφασης Άρτεμις Χρίστου κ.α. ν. Βαρβάρας Πέτρου - Πιερίδου Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα Κώστα Μαραγκού, Πολιτική Έφεση Αρ. 311/2011, 18/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A467:

«Λαμβάνοντας υπόψη την κοινή εμπλοκή των διαδίκων στη σύναψη της παράνομης συμφωνίας, δεν θα δοθεί διαταγή για έξοδα στην έφεση, ούτε σε σχέση με την αγωγή»

Στην υπό εξέταση υπόθεση η Εναγόμενη δεν μπήκε στη διαδικασία να εξετάσει αν ο Ενάγων έχει σχετική άδεια και τελικώς αν η συμφωνία τους ήταν νόμιμη, με αποτέλεσμα να συνάψει μια παράνομη συμφωνία. Τούτη η παρανομία δεν μπορεί να τις αποφέρει όφελος, ούτε καν ως προς τα έξοδα, ως αποφασίστηκε στην Χρίστου, πιο πάνω.

Στη βάση των ως άνω η αγωγή απορρίπτεται χωρίς διαταγή για έξοδα.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Πιττάλης κ.ά. ν. Ianira Enterprises κ.ά. (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 814 και Selmani Mwinyi Hamisi και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 411, για δεσμευτικές δηλώσεις δικηγόρου

[4] Βλ. τις αναφορές σε κτίσμα, σοβάτισμα, υπερύψωση βεραντών, κατασκευή στηθαίο κ.α. στην παράγραφο 12 του Εγγράφου Α.

[5] Salomon v. Salomon [1897] A.C. 22

[6] STARGEL CO LTD ν. LUTKIN κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011, 21/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A300

[7] KYRIAKOS ANDREOU ARSIOTIS DEVELOPMENTS & CONSTRUCTIONS LIMITED (ΠΡΩΗΝ KYRIAKOS ANDREOU ARSIOTIS DEVELOPMENTS LIMITED) κ.α. ν. HIGHWAY GARDENS CITY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 106/2012, 18/4/2018

[8] Chr. Mavrikios Constr. Ltd v. Χατζηκωνσταντή [2009] 1 Α.Α.Δ. 1093)

[9] Amethyst Distributors Ltd ν. Iεράς Mονής Kύκκου [2011] 1 ΑΑΔ 199

[10] AVLIDA HOTELS LTD v. ANNIK LTD, Πολιτική Έφεση αρ. 260/2014, 16/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:A213

[11] Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2η Έκδοση, Αθήνα, 2002

[12] Keating On Building Contracts, 5η έκδοση, σελ. 91

[13] Taverner & Co Ltd v Glamorgan County Council (1941) 57 TLR 243 (KB) και ο.π.π. σελ 93.

[14] Sharpe v San Paulo Railway Co, (1872-73) L.R. 8 Ch. App. 597


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο