ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 1190/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Andreas Stylianides Trading Company Ltd υπό την εμπορική επωνυμία Alibest Food Services

Ενάγουσας

 

-και-

 

Standard Mixnbake Co Ltd

Εναγόμενης

 

Ημερομηνία:  19/4/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Πολυκάρπου

Για Εναγόμενη: κα. Γεωργίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η Ενάγουσα πωλούσε αλεύρι, μεταξύ άλλων, στην Εναγόμενη, για τις ανάγκες της ετοιμασίας προϊόντων που παρήγε και διέθετε στην αγορά. Η συνεργασία των μερών έπαυσε μετά την ανεύρεση Γενετικώς Τροποποιημένων Οργανισμών (στο εξής «οι ΓΤΟ») σε προϊόν της Εναγόμενης. Τότε η Εναγόμενη ανακάλεσε την πληρωμή επιταγής ύψους €15.000, ποσό το οποίο επιζητεί με την έγερση της παρούσας αγωγής η Ενάγουσα. Από την άλλη η Εναγόμενη αξιώνει με ανταπαίτηση της διάφορα ποσά, λόγω της ζημιάς που υπέστη λόγω της πώλησης αλεύρου με ΓΤΟ από την Ενάγουσα. Καταλογίζει στην τελευταία ψευδείς παραστάσεις και απάτη, ελέω της παρουσίασης πλαστού πιστοποιητικού που βεβαίωνε ότι το προϊόν που της πωλείτο δεν περιείχε ΓΤΟ. Τα ως άνω σκιαγραφούν τα επίδικα θέματα, τα οποία βεβαίως χρήζουν ιδιαίτερης ανάλυσης, λόγω και της ιδιάζουσας φύσης των εγειρόμενων ζητημάτων.

 

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

Α. Τα μέρη είχαν συνεργασία και συγκεκριμένα η Ενάγουσα παρείχε αλεύρι στην Εναγόμενη από το 2013. Η συμφωνία των μερών ήταν προφορική.

 

Β. Όπως καταδεικνύεται στο Τεκμήριο 6, το οποίο κατέθεσε ο διευθυντής της Ενάγουσας, η ποσότητα ΓΤΟ που βρέθηκε στα προϊόντα της Εναγόμενης προέρχεται από το προϊόν που πωλήθηκε από την Ενάγουσα. Σχετικά είναι και τα Τεκμήρια 8 και 11.

 

Γ. Είναι παραδεκτό ότι η Ενάγουσα έστελνε πιστοποιητικά στην Εναγόμενη, για κάθε παραλαβή αλεύρου, τα οποία επιβεβαίωναν ότι το προϊόν που της πωλούσε ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ.

 

Δ. Την 19/3/2014 ο διευθυντής της Εναγόμενης έδωσε οδηγία όπως ανακληθεί η εξαργύρωση της επιταγής (Τεκμήριο 21), ύψους €15.000, η οποία είχε δοθεί στην Ενάγουσα ως υπόλοιπο για αλεύρι που αγόρασε.

 

Ε. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ των μερών και των δικηγόρων τους (Τεκμήρια 5,6,8,9 και 13 – 16).

 

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Παραμένουν λοιπόν, ως επίδικα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα και την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία τα εξής:

Α. Κύριο επίδικο καθίσταται το αν ήταν όρος της συμφωνίας των μερών ότι το προϊόν που πωλούσε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη θα ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ.

 

Β. Ακόμα επίδικος κατέστη ο τρόπος εξασφάλισης του πιστοποιητικού που βεβαίωνε ότι το προϊόν ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Η Εναγόμενη καταλογίζει απάτη στην Ενάγουσα, ενώ η τελευταία αντιτείνει ότι αυτό ήταν το πιστοποιητικό που λάμβανε από το εργοστάσιο που παρείχε το αλεύρι και απλώς το έστελνε στην Εναγόμενη. Τα εργοστάσιο, όπως υποστηρίζει η Ενάγουσα, της το είχε προτείνει η Εναγόμενη.

 

Γ. Τέλος ως επίδικες και εντόνως αμφισβητούμενες κατέστησαν οι ζημιές που η Εναγόμενη επικαλείται ότι υπέστη.

 

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν μέσω των δικογράφων και της μαρτυρίας. Παρέλκει η λεπτομερής παράθεση των όσων περιέχονται στα δικόγραφα. Αρκεί να αναφερθεί ότι επί των δικογράφων γίνεται λεπτομερής καταγραφή των θέσεων των μερών, σε σημείο που να δίδεται μαρτυρία μέσω αυτών. Η εν λόγω μαρτυρία και τα σχετικά έγγραφα, έχουν τελικώς τεθεί μέσω των μαρτύρων ενώπιον του Δικαστηρίου και θα αξιολογηθούν δεόντως κατωτέρω. 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Ενάγουσα παρουσίασε τη μαρτυρία του διευθυντής της, ενώ η Εναγόμενη, πλην του διευθυντής της προσκόμισε μαρτυρία από 3 ακόμη άτομα. Έχει κατατεθεί πληθώρα τεκμηρίων, τα οποία καθίστανται κρίσιμα για την επίλυση των επίδικων ζητημάτων. Τελικώς κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις από τα μέρη, στις οποίες θα γίνεται αναφορά όπου κριθεί σκόπιμο.

Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και που είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Ο διευθυντής της Ενάγουσας, κ. Ανδρέας Στυλιανίδης (ΜΕ 1), μέσω της γραπτής του δήλωσης Έγγραφο Α αναφέρθηκε στο πως κατέληξαν να προμηθεύονται το αλεύρι που πωλούσαν στην Εναγόμενη. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι ο διευθυντής της Εναγόμενης πρότεινε το εργοστάσιο από την Αμερική, από το οποίο λάμβαναν τελικά το αλεύρι. Παρουσίασε την επιταγή που ανακάλεσε η Εναγόμενη (Τεκμήριο 2)  και τα σχετικά τιμολόγια και κατάσταση λογαριασμού (Τεκμήρια 3 και 4 αντίστοιχα). Είχαν ενημερωθεί από την Εναγόμενη ότι ανακαλείται η πληρωμή της εν λόγω επιταγής μέχρι να έχουν αποτελέσματα από το υγειονομείο, όταν προϊόν που πωλούσε η Εναγόμενη εξετάστηκε και βρέθηκε σε αυτό ΓΤΟ (Τεκμήριο 5). Τότε την ίδια ημέρα, την 24/3/14, απάντησε η Ενάγουσα με το Τεκμήριο 6, παραδεχόμενη ότι οι ΓΤΟ προέρχονταν από το προϊόν που πώλησε στην Εναγόμενη, ενημέρωναν ότι πρέπει να γίνει αλλαγή σήμανσης και ότι δεν αποτελεί κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, ενώ ζητούσαν συνάντηση. Είχαν μάλιστα ετοιμάσει σχετικές ετικέτες (Τεκμήριο 7), αλλά η Εναγόμενη δεν αποδέχθηκε να τις τοποθετήσει άτομο της Ενάγουσας και διαβεβαίωσαν ότι θα το έπρατταν οι ίδιοι. ΓΤΟ βρέθηκαν τόσο σε συσκευασμένα όσο και σε χύμα προϊόντα. Σε σχέση με τα συσκευασμένα θα έπρεπε να αλλάξει η σήμανση σε καθένα από αυτά, ενώ για τα χύμα θα έπρεπε να τοποθετηθεί σήμανση στο ράφι.

Ως προς τα πιστοποιητικά, ο ΜΕ 1 κατέθεσε ότι για εμπορεύματα που εισάγονται από προμηθευτή από την Αμερική, κατά την εκτελώνιση λαμβάνονται διάφορα πιστοποιητικά, μεταξύ άλλων και πιστοποιητικό ότι είναι απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Ανάλογο πιστοποιητικό έλαβε και κατά την παραλαβή του αλεύρου που προμήθευσε την Εναγόμενη (Τεκμήριο 10). Σε αυτό φαίνεται ως πελάτης η Ενάγουσα, χωρίς όμως να έχει την όποια σχέση με το χημείο, αλλά γιατί ο προμηθευτής τους από την Αμερική γνωστοποίησε το όνομα τους ως παραλήπτη του προϊόντος, κάτι που επιβεβαιώνει η ηλεκτρονική αλληλογραφία Τεκμήριο 11.

Την ανεύρεση ΓΤΟ στα προϊόντα της Εναγόμενης την 25/2/2014, πληροφορήθηκε μόλις την 24/3/14 από Υγειονομική Λειτουργό. Τότε πρότεινε την αντικατάσταση του αλεύρου που παραδόθηκε με άλλους 50 σάκους αλεύρι και να αφαιρεθεί η ζημιά από την επίδικη επιταγή, χωρίς κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό. Απορρίπτει τις ζημιές που η Εναγόμενη επικαλείται.

Αξιολογώντας τη μαρτυρία του ΜΕ 1, αυτός δεν μπορεί να κριθεί αξιόπιστος. Αρχικά οι θέσεις του ως προς το κύριο επίδικο, αν δηλαδή υπήρχε συμφωνία μεταξύ των μερών, όπως το αλεύρι που θα παρέχει να είναι απαλλαγμένο από ΓΤΟ, ήταν αντικρουόμενες και αντιφατικές. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι δεν τέθηκε θέμα για ΓΤΟ κατά τη συνεργασία των μερών. Παρά ταύτα αντεξεταζόμενος παραδέχτηκε ότι υπόγραψε πιστοποιητικό ότι μπορεί να παρέχει το προϊόν χωρίς να έχει καθόλου ΓΤΟ. Παραδέχτηκε ότι απέστελλε τα πιστοποιητικά στην Εναγόμενη, βεβαιώνοντας μέσω αυτών ότι το αλεύρι που τους πωλούσε δεν είχε ΓΤΟ. Παραδέχτηκε ακόμα ότι αν το προϊόν που πωλούσε η Εναγόμενη περιείχε ΓΤΟ, παρά τις διαβεβαιώσεις που της έδιδε, τα προϊόντα της Εναγόμενης θα έπρεπε να τυγχάνουν τόσο διαφορετικής σήμανσης, όσο και διαφορετικής τοποθέτησης στα σημεία πώλησης. Οι ως άνω παραδοχές του ΜΕ 1 σαφώς και αντιφάσκουν με τη θέση του ότι δεν ήταν όρος της συμφωνίας τους με την Εναγόμενη η παράδοση προϊόντος χωρίς ΓΤΟ. Δεν αντέχει στη λογική ο ισχυρισμός αυτός, δεδομένου ότι ο ΜΕ 1 έφτασε στο σημείο να υπογράψει πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι το προϊόν που θα πωλούσε δεν θα περιείχε ΓΤΟ, ενώ παρέδιδε και τα πιστοποιητικά που λάμβανε κατά την εκτελώνιση στην Ενάγουσα.

Αυτή, όμως, δεν είναι η μόνη σειρά αντιφάσεων στη μαρτυρία του ΜΕ 1. Στην αντεξέταση του ο ΜΕ 1, για να καταδείξει ότι δεν υπήρχε συμφωνία των μερών σε σχέση με ΓΤΟ, είπε ότι δεν παρέδωσε κάτι σχετικό με ΓΤΟ στο διευθυντή της Εναγόμενης. Σε επόμενη ερώτηση όμως παραδέχθηκε ότι μετά την εκτελώνιση έστελνε αντίγραφα των πιστοποιητικών που παραλάμβανε στην Εναγόμενη. Ενώ δηλαδή αρχικά επιχείρησε να περιορίσει την όποια σχέση της σύμβασης των μερών με ΓΤΟ, τελικώς αποδέχθηκε την αλήθεια, ότι δηλαδή έστελνε έγγραφα στην Εναγόμενη που πιστοποιούσαν, λανθασμένα, ότι το προϊόν που της πωλούσαν ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Αν και στο Τεκμήριο 6 με βεβαιότητα απευθύνεται στην Εναγόμενη και αναφέρει ότι η ποσότητα ΓΤΟ «προέρχεται από το προϊόν μας Superblend Raised Donut Base από την εισαγωγή Αμερικής», κατά την αντεξέταση του είπε ότι είναι πιθανόν και όχι βέβαιο να προέρχονται οι ΓΤΟ από το προϊόν που προμήθευσαν στην Εναγόμενη. Προσπαθεί έτσι να εξαγνίσει την Ενάγουσα, ενώ τον επίδικο χρόνο είχε παραδεχθεί την ευθύνη της (βλ. Τεκμήρια 6,8,11 και 12), τουλάχιστον ως προς την πώληση αλεύρου με ΓΤΟ.

 

Ακόμα εκφεύγει της λογικής η θέση του ΜΕ 1 ότι πρότεινε να παραδώσει στην Εναγόμενη 50 σάκους αλεύρι, ενώ δεν αποδέχεται καν την ευθύνη για την πώληση αλεύρου με ΓΤΟ. Είναι αδιανόητο κάποιος έμπορας, ο οποίος επιμένει φορτικά ότι δεν έχει ευθύνη για μια κατάσταση, να είναι έτοιμος να παραχωρήσει τέτοια ποσότητα προϊόντος, αξίας περί τις €20.000, ως ο ίδιος παραδέχεται, μόνο και μόνο στο πλαίσιο μιας συνεργασίας κάποιων ετών.

 

Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί όμως και η γενικότερη στάση της Ενάγουσας. Σε πλήθος τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 6,8,11 και 12) δεικνύεται ότι η Ενάγουσα αποδέχτηκε πως το προϊόν που πώλησε στην Εναγόμενη περιείχε ΓΤΟ. Παρά ταύτα γινόταν προσπάθεια να καταδειχθεί τόσο με τη μαρτυρία του ΜΕ 1 όσο και με τις υποβολές στους μάρτυρες υπεράσπισης, ότι ίσως οι ΓΤΟ που βρέθηκαν κατά την υγειονομική εξέταση σε προϊόν της Εναγόμενης προέρχονταν από άλλο προϊόν. Αυτή η κεφαλαιώδης ανακολουθία στη στάση της Ενάγουσας, συνάδει και με τη στάση του ΜΕ 1 στο Δικαστήριο. Η μαρτυρά του έβριθε από αντιφάσεις ως προς τα επίδικα ζητήματα, ως εξηγήθηκαν παραπάνω, ενώ με εκ των υστέρων σκέψεις προσπαθούσε να μετακυλήσει την ευθύνη. Υποστήριξε ότι ο διευθυντής της Εναγόμενης πρότεινε το εργοστάσιο που παρείχε το επίδικο προϊόν, αλλά κάτι τέτοιο ουδέποτε το έθεσε στην εκτεταμένη αλληλογραφία των μερών. Υποστήριξε ότι προσέφερε μεγάλη ποσότητα αλεύρου δωρεάν στην Εναγόμενη, μάλιστα μεγαλύτερης αξίας από την επίδικη επιταγή, κάτι που επίσης δεν αποτυπώνεται στα Τεκμήρια. Οι ως άνω αντιφάσεις και εκ των υστέρων σκέψεις, λοιπόν, δεν επιτρέπουν όπως γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΕ 1.

 

Ο κ. Αναστάσιος Χατζηαδάμου (ΜΥ 1), διευθυντής της Εναγόμενης ήταν γενικά συνεπής στις απαντήσεις του και τεκμηρίωνε κάθε θέση του. Κατέθεσε, στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Β, ότι η συνεργασία των μερών είχε ξεκινήσει το 2009, ενώ από το 2013 η Ενάγουσα τους προμήθευε με άλευρα. Από το 2008 η Εναγόμενη παράγει προϊόντα χωρίς ΓΤΟ. Έτσι και η συμφωνία της με την Ενάγουσα είχε αυτό τον όρο, ενώ πάντοτε η παραλαβή αλεύρου γινόταν στην παρουσία του και θα έπρεπε να συνοδευόταν από σχετικό πιστοποιητικό, ότι το προϊόν ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Γι’ αυτό τον Ιανουάριο του 2014 αρνήθηκε να παραλάβει φορτίο με αλεύρι από την Ενάγουσα, γιατί δεν είχε πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι το προϊόν ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ.

 

Την 25/2/2014 παρέλαβε 600 σάκους αλεύρι για ντόνατς, μεταξύ άλλων. Του στάλθηκε και σχετικό πιστοποιητικό ότι το προϊόν αυτό ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Την ίδια μέρα διενεργήθηκε δειγματοληπτικός έλεγχος των υγειονομικών υπηρεσιών σε υπεραγορά και διαπιστώθηκε ότι σε συγκεκριμένο προϊόν της Εναγόμενης, υπήρχαν ΓΤΟ κατά 17% αντί 0%. Είχε μιλήσει τηλεφωνικώς τότε με τον ΜΕ 1.

 

Ως αποτέλεσμα των ως άνω οι Υγειονομικές Υπηρεσίες τους ανάγκασαν να αποσύρουν από την αγορά όσα προϊόντα παρασκευάστηκαν με αλεύρι από την Ενάγουσα, μετά από σχετική επιστολή τους Τεκμήριο 19 την 13/3/2014. Έγιναν έρευνες στις εγκαταστάσεις τους, ενώ αντιλήφθηκαν ότι οι ΓΤΟ προέρχονται από το εν λόγω αλεύρι και το έβγαλαν αμέσως από τη γενική αποθήκη τους. Αν και άλλαξαν σήμανση για να φαίνεται ότι στα προϊόντα τους υπήρχαν ΓΤΟ, οι πελάτες τους δεν αποδέχθηκαν να τα παραλάβουν, αφού η συμφωνία τους ήταν για προϊόντα απαλλαγμένα από ΓΤΟ. Χρειάστηκαν μάλιστα 10 μέρες για να ετοιμαστούν οι ετικέτες, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να διαθέσουν τα προϊόντα που είχαν ετοιμαστεί καθώς θα έληγαν. Τότε ήταν που ανακλήθηκε η επίδικη επιταγή προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 21), λόγω αθέτησης συμφωνίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ 1 με ένα σακί αλεύρι των 25 κιλών παρασκευάζει 600 ντόνατς.

 

Ο ΜΕ 1 την 8/4/2014 πήγε και άφησε σε κάποιον υπάλληλο του τις ετικέτες και δεν ζήτησε να δει τον ΜΥ 1, υποστηρίζει ο τελευταίος. Δεν αποδέχθηκαν να τοποθετήσουν τις σχετικές ετικέτες γιατί όπως ανέφερε δεν παρασκεύαζαν τότε προϊόντα με ΓΤΟ. Αναφέρει ότι είναι 5 σάκοι αλεύρι που του προτάθηκε να λάβει από τον ΜΕ 1 και όχι 50. Το αλεύρι με τους ΓΤΟ το χάρισε τελικώς σε κτηνοτρόφο. Μετά από επιστολή στο εργαστήριο που φαίνεται να ετοίμασε το πιστοποιητικό Τεκμήριο 10, με το οποίο βεβαιώνεται ότι το αλεύρι που πώλησε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ, το εργαστήριο απάντησε ότι η Ενάγουσα δεν ήταν ποτέ πελάτης τους και το πιστοποιητικό είναι πλαστό (Τεκμήριο 23).

 

Ο ΜΥ 1 υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα τους είχε στείλει κατάσταση λογαριασμού με μηδενικό υπόλοιπο την 2/6/2014 (βλ. Τεκμήριο 22). Παρά ταύτα η εν λόγω θέση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, καθώς αφενός δεν δικογραφείται[3] το ότι η Ενάγουσα έστω αποδέχτηκε ότι δεν της οφείλεται ποσό και αφετέρου δεν υποβλήθηκε στον ΜΕ 1, ούτε ο ισχυρισμός αυτός ούτε το σχετικό έγγραφο[4].

 

Η μαρτυρία του ΜΥ 1 παρέμεινε σταθερή κατά την αντεξέταση και δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις. Συγκεκριμένα κατά την αντεξέταση του ο ΜΥ 1 απαντούσε ειλικρινώς. Αποδέχτηκε ότι ακόμη και αν τα ντόνατς τους περιείχαν ΓΤΟ μπορούσαν να καταναλωθούν. Παραδέχτηκε ότι τα προϊόντα του που εξετάστηκαν για να βρεθούν ΓΤΟ, δεν ετοιμάστηκαν με αλεύρι που αγοράστηκε από την Ενάγουσα την ίδια μέρα, την 25/2/2014, αλλά διευκρίνισε ότι το αλεύρι που χρησιμοποιούσε για την παρασκευή ντόνατς, ήταν αποκλειστικά από την Ενάγουσα, ήτοι από άλλη προγενέστερη παραλαβή. Άλλωστε είναι παραδεκτό ότι η Ενάγουσα πωλούσε αλεύρι στην Εναγόμενη από το 2013.

 

Εξήγησε ότι και ο ίδιος την 13/3/2014 ενημερώθηκε για την εύρεση ΓΤΟ στο προϊόν του και προσπάθησε με την ετοιμασία ετικετών να το κρατήσει στο παζάρι, ανεπιτυχώς όμως, αφού δεν καλύπτονταν προϊόντα με ΓΤΟ στη συμφωνία που είχε με τους πελάτες του. Εξήγησε ότι του είχε προτείνει ο ΜΕ 1, πολύ πριν του φέρει τις ετικέτες, να του δώσει 5 σάκους αλεύρι χωρίς ΓΤΟ, από την Αγγλία, αλλά δεν το αποδέχτηκε γιατί ήταν υποτιμητικό. Εξήγησε ότι δεν παράγει προϊόντα με ΓΤΟ και έτσι του ήταν άχρηστο το εναπομείναν εμπόρευμα της Ενάγουσας, αλλά δεν γνώριζε αν είχε αξία αυτό το προϊόν. Παρέμεινε λοιπόν συνεπής σε όλες του τις απαντήσεις επί των επίδικων θεμάτων ο ΜΥ 1 και έτσι η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή. Η υπόδειξη σε αυτόν άλλης επιταγής που επεστράφη απλήρωτη, χωρίς να γνωρίζει το Δικαστήριο τα εκεί δεδομένα, δεν μπορεί να κλονίσει την αξιοπιστία του ΜΥ 1.

 

Ως προς τις ζημιές της Εναγόμενης υποδείχθηκαν οι κάτωθι από τον ΜΥ 1:

 

·         Απόσυρση των προϊόντων της Εναγόμενης αξίας €151.17.

·         Παύση της παραγωγής για 3 μέρες, όπου η μη παραγωγή ντόνατς υπολογίζεται σε €6.630.

·         Έπαυσαν την παραγωγή συγκεκριμένου προϊόντος και υπολογίζουν τη ζημιά από αυτό στις €15.912, αλλά όπως καταθέτει στο Έγγραφο Β το αντικατέστησαν με άλλο προϊόν,

·         Κινδύνευσαν να χάσουν το πιστοποιητικό HCCP τους και προς τούτο προσέλαβαν ειδικό για να τους συμβουλεύσει σχετικά πληρώνοντας €500.

·         Οι ετικέτες, οι οποίες δείκνυαν ότι το προϊόν περιείχε ΓΤΟ κόστισαν 284,41.

·         Συγκεκριμένο φούρνος έπαυσε τη συνεργασία μαζί με την Εναγόμενη (βλ. Τεκμήριο 30).

·         Τέλος τους επιβλήθηκε πρόστιμο €450 πλέον δικηγορικά έξοδα €300 (Τεκμήριο 33).

 

Τα ως άνω τεκμηριώθηκαν από τον ΜΥ 1 καταθέτοντας σχετικά έγγραφα. Η νομική τους υπόσταση όμως θα κριθεί κατωτέρω. Συγκεκριμένα το αν οι ως άνω ζημιές ή κάποιες από αυτές αποτελούν ποσά τα οποία μπορεί να ανακτήσει η Εναγόμενη, είναι ζήτημα νομικό που θα αναλυθεί εκτενέστερα κατά την εξέταση της νομικής  βάσης της υπόθεσης.

 

Ο κ. Χρίστος Κωνσταντινίδης (ΜΥ 2) ήταν ο διευθυντής πωλήσεων της Εναγόμενης τον επίδικο χρόνο. Πέραν των όσων ανέφερε ο ΜΥ 1, στη γραπτή  δήλωση του ΜΥ 2, Έγγραφο Γ καταγράφεται ότι ήταν το πρόσωπο που διενήργησε την έρευνα για το εργαστήριο που ετοίμασε το πιστοποιητικό, με το οποίο βεβαιωνόταν ότι δεν υπάρχουν ΓΤΟ στο αλεύρι που πώλησε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη. Βρήκε την ιστοσελίδα του αμερικάνικου χημείου και απέστειλε σε αυτό ηλεκτρονικό μήνυμα, για να λάβει απάντηση την 12/2/2015 ότι τα πιστοποιητικά που παρείχε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη ήταν πλαστά και η Ενάγουσα δεν ήταν ποτέ πελάτης της (Τεκμήριο 23).

 

Αντεξεταζόμενος  εξήγησε ότι περίπου 10% των προϊόντων που πωλούσαν, τους επιστρέφονταν ως απούλητα και τα κατέστρεφαν. Οι υγειονομικές υπηρεσίες τους είχαν δώσει την επιλογή να αλλάξουν σήμανση και να παραμείνει προς πώληση το προϊόν τους, αλλά κανένας δεν ενδιαφέρθηκε να τα αγοράσει. Επιβεβαίωσε ότι από το 2013 που εργαζόταν στην Εναγόμενη όλα τα προϊόντα της ήταν χωρίς ΓΤΟ.  Διευκρίνισε ότι ο συγκεκριμένος φούρνος που έπαψε να λαμβάνει ντόνατς από την Εναγόμενη, είχε ξεκινήσει την δική του παραγωγή του προϊόντος. Ακόμα η επιστολή Τεκμήριο 30, από τον εν λόγω φούρνο, στάλθηκε 20 μέρες μετά το επίδικο περιστατικό και δεν απευθυνόταν αποκλειστικά στην Εναγόμενη, αλλά σε όλους τους προμηθευτές του φούρνου, ενημερώνοντας τους  ότι παραλαμβάνουν προϊόντα μόνο χωρίς ΓΤΟ.

 

Ο ΜΥ 2 ήταν επίσης ειλικρινής και σταθερός στις απαντήσεις του. Αποδέχθηκε σειρά θέσεων της άλλη πλευράς, ενώ μέσω της μαρτυρίας του απλώς κατέθεσε το πως λήφθηκε το ηλεκτρονικό μήνυμα Τεκμήριο 23. Μέσω, δε της αντεξέταση του εξήγησε χρήσιμες πτυχές της εργασίας του αλλά και φώτισε το ζήτημα της απώλειας πελάτη από την Εναγόμενη. Η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή.

 

Ο ΜΥ 3 κ. Λευτέρης Δημητρίου, είναι ο κτηνοτρόφος στον οποίο ο ΜΥ 1 έδωσε δωρεάν το αλεύρι που πώλησε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη. Είπε ότι ο ΜΥ 1 είναι παιδικός του φίλος και του χάρισε περίπου 50 σάκους αλεύρι για ντόνατς που είχε λήξει (βλ. Έγγραφο Δ). Αντεξεταζόμενος ισχυρίστηκε ότι τουλάχιστον ο ίδιος ουδέποτε αγόρασε αλεύρι, αλλά το περιελάβανε ως τροφή για τα ζώα του μόνο αν του χαριζόταν από τον ΜΥ 1. Παραδέχτηκε όμως ότι περιστασιακά χρησιμοποιείται το αλεύρι ως τροφή για τα ζώα. Συγγένεια και φιλία, αν και αποτελούν αξιολογήσιμους παράγοντες, δεν μπορούν από μόνοι τους να αποτελέσουν λόγο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας μάρτυρα[5]. Εν προκειμένω ο ΜΥ 3 δεν κρίνεται ως να είχε μεροληπτική στάση έναντι του φίλου του ΜΥ 1 και της Εναγόμενης εταιρείας του. Τουναντίον κατέδειξε ότι αν και το αλεύρι χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή, ίσως όχι συχνά, ο ίδιος ουδέποτε αγόρασε ενώ το χρησιμοποίησε μόνο όταν του χαριζόταν από τον ΜΥ 1. Η εν λόγω μαρτυρία του, λοιπόν, γίνεται αποδεκτή.

 

Η κ. Μαρία Ιωάννου (ΜΥ 4), ήταν κατά τον επίδικο χρόνο υπεύθυνη HCCP, για τα τιμολόγια και για τις παραγγελίες της Εναγόμενης. Στη γραπτή της δήλωση, Έγγραφο Ε, εξηγεί τη διαδικασία που έγινε για να εξεταστεί το αλεύρι που τους είχε πωληθεί από την Ενάγουσα, αν δηλαδή περιείχε ΓΤΟ. Έλαβε απάντηση από το χημείο ότι περιέχονταν στο εν λόγω προϊόν ΓΤΟ (Τεκμήριο 35). Στο Έγγραφο Ε καταγράφεται επίσης ότι το δείγμα που έστειλε για αναλύσεις ήταν από τη τελευταία παραλαβή αλεύρου από την Εναγόμενη. Ως προς την ως άνω διαδικασία δεν αντεξετάστηκε ουσιωδώς. Ήταν απόλυτη, για όποια αξία έχει, ότι τα άλλα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την ετοιμασία των ντόνατς δεν περιείχαν ΓΤΟ.

 

Αντεξεταζόμενη όμως εξήγησε εκτενώς τα καθήκοντα της σε σχέση με το HCCP. Είπε ότι συγκεκριμένη εταιρεία με την οποία συνεργάζονται ελέγχει συνέχεια τα βιβλία που διατηρεί για το HCCP. Κάθε χρόνο σε συνεννόηση με τους προμηθευτές, ζητά αναλύσεις των προϊόντων τους, υγειονομικά και τα πιστοποιητικά HCCP για οποιαδήποτε προϊόν αγοράζουν.

 

Η ΜΥ 4 δεν καταδείχθηκε ότι έχει τη μόρφωση ή έστω την κατάρτιση για να εξηγήσει ζητήματα που αφορούν το HCCP. Εκείνο που δημιουργεί εντύπωση όμως από τη μαρτυρία της, ως η υπεύθυνη της Εναγόμενης για ζητήματα HCCP, είναι η απουσία αναφοράς σε πρόσωπο που προσλήφθηκε για να διατηρήσει το HCCP της η Εναγόμενη, ως ο ΜΥ 1 κατέθεσε. Θα ανέμενε κάποιος ότι η ΜΥ 4 ως η αρμόδια εκ μέρους της Εναγόμενης για αυτό το θέμα θα κατέθετε λεπτομέρειες για τούτη την ανάγκη. Τουναντίον, αν και εξηγεί διεξοδικά τις διαδικασίες στις οποίες προέβαινε για την έκδοση, διατήρηση και ενημέρωση του σχετικού τίτλου, ακόμα και μετά το επίδικο περιστατικό, ουδεμία αναφορά κάνει σε άτομο που να προσλήφθηκε προς τούτο. Δεν αναφέρει τίποτε για άτομο που να προσλήφθηκε για τον σκοπό αυτό, δεικνύοντας, μέσω της ως το αρμόδιο πρόσωπο εκ  μέρους της Εναγόμενης, ότι τέτοια ανάγκη πρόσληψης ατόμου για διατήρηση του HCCP μετά τα επίδικα, δεν υπήρξε.

 

Κατά τα άλλα η μαρτυρία της ΜΥ 4 αν και σταθερή, δεν προσέφερε το οτιδήποτε, πέραν της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για τη δειγματοληψία και ανάλυση του αλεύρου που αγοράστηκε από την Ενάγουσα και των τυπικών διαδικασιών που τηρεί ως προς το HCCP. Τα εν λόγω δύο ήταν ζητήματα που φάνηκε να γνωρίζει με λεπτομέρεια και διαφώτισε σχετικά το Δικαστήριο. Ήταν έτοιμη μάλιστα να παραδώσει και το Τεκμήριο 35, αλλά απαντούσε και στις σχετικές ερωτήσεις φανερώνοντας πρόσωπο που γνωρίζει το αντικείμενο. Η μαρτυρία της, λοιπόν, ως προς τα ως άνω ζητήματα γίνεται αποδεκτή.

 

Ως προς τα άλλα, επίδικα, ζητήματα που ερωτήθηκε επιδείκνυε μια επιφύλαξη στις απαντήσεις της, πολλές φορές δεν απαντούσε, καταδεικνύοντας ότι αφενός δεν ήταν γνώστης και αφετέρου πολλά από αυτά δεν τα θυμόταν με ακρίβεια, κάτι που καθιστά τη λοιπή της μαρτυρία ακροσφαλή. Ειδικότερα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα πιστοποιητικά που παρείχε η Ενάγουσα δεν ήταν πειστικά, αφού δεν είναι ειδική προς τούτο ή δεν διαφάνηκε να έχει γνώσεις σε σχέση με την αυθεντικότητα ή την πλαστότητα πιστοποιητικών. Δεν θυμόταν τη χώρα προέλευσης άλλων υλικών, καθώς έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Τέλος δεν μπορούσε θυμηθεί το ακριβές ποσοστό προϊόντων που της επιστρέφονταν από υπεραγορές και μετά από πίεση αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο ποσοστό. Για τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία της ΜΥ 4 γίνεται εν μέρη αποδεκτή[6].

 

Στη βάση των ως άνω εξάγονται τα εξής ευρήματα:

 

Στο πλαίσιο της συνεργασίας τους η Ενάγουσα πωλούσε στην Εναγόμενη αλεύρι για την παρασκευή ντόνατς, από την Αμερική. Είχε συμφωνηθεί ότι το αλεύρι που θα πωλείτο στην Εναγόμενη θα ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ. Η Εναγόμενη εξέδωσε την επιταγή Τεκμήριο 2, για την αγορά του προϊόντος αυτού από την Ενάγουσα. Όταν την 13/3/2014 ενημερώθηκε ότι βρέθηκαν ΓΤΟ σε συγκεκριμένο προϊόν της, ανέστειλε την πληρωμή της επιταγής Τεκμήριο 2. Την 24/3/2014 η Ενάγουσα ενημέρωσε την Εναγόμενη ότι οι ΓΤΟ, όπως ανευρέθηκαν στον προϊόν της τελευταίας, προέρχονται από το αλεύρι που της πώλησε (Τεκμήριο 6).

 

Ακόμα και αν κριθεί, ως η Ενάγουσα υποστηρίζει, ότι δεν ήταν από την τελευταία παραλαβή το αλεύρι που χρησιμοποιήθηκε και εξετάστηκε ως να έχει ΓΤΟ, τούτο δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για μια σειρά από λόγους. Πρώτον η ΜΥ 4 απέστειλε δείγμα από την τελευταία παραλαβή αλεύρου, ημερομηνίας 25/2/2014, όπου βρέθηκε να υπάρχουν στο προϊόν ΓΤΟ (βλ. Τεκμήριο 35). Επιπλέον όπως καταδείχθηκε από την αντεξέταση του ΜΥ 1 τα προϊόντα που εξετάστηκαν την 25/2/2014 δεν περιείχε αλεύρι από την τελευταία αλλά από προηγούμενη παραλαβή και επίσης ανευρέθηκαν σε αυτά ΓΤΟ. Σε κάθε περίπτωση ο ίδιος ο ΜΥ 1 ξεκαθάρισε ότι δεν λάμβανε από άλλο προμηθευτή, πλην της Ενάγουσας αλεύρι για την παρασκευή των εν λόγω προϊόντων. Συνεπώς το αλεύρι που πώλησε η Ενάγουσα στην Εναγόμενη τόσο την 25/2/2014 όσο και πριν, περιείχε ΓΤΟ, παρά την προηγούμενη συμφωνία των μερών. Τα πιστοποιητικά που στέλνονταν για να βεβαιώσουν ότι δεν περιέχονταν ΓΤΟ στο εν λόγω προϊόν, καταδείχθηκε ότι ήταν πλαστά, μέσω της μαρτυρίας του ΜΥ 2 και του Τεκμηρίου 23.

 

Στην Εναγόμενη προτάθηκε η δωρεάν παράδοση 5 σάκων αλεύρου χωρίς ΓΤΟ, με τους οποίους θα μπορούσε να ετοιμάσει 3000 ντόνατς, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε αποδεκτό. Ούτε έγινε κατορθωτό να αλλάξουν ετικέτες στα προϊόντα τους και να τα πωλήσουν εκ νέου, γιατί η συμφωνία τους με τους αγοραστές ήταν για ντόνατς χωρίς ΓΤΟ. Απέσυραν τα προϊόντα τους αξίας €151.17, αλλά εν πάση περιπτώσει γίνονταν επιστροφές προϊόντων περί το 10% των όσων πωλούνταν, όπως παραδέχθηκε ο υπεύθυνος πωλήσεων τον επίδικο χρόνο ΜΥ 2. Είχαν παύσει τη παραγωγή τους για 3 μέρες, όπου η μη παραγωγή ντόνατς υπολογίζεται σε €6.630, Έπαυσαν την παραγωγή συγκεκριμένου προϊόντος και υπολογίζουν τη ζημιά από αυτό στις €15.912, αλλά όπως κατέθεσε ο ΜΥ 1 το αντικατέστησαν με άλλο προϊόν. Οι ετικέτες, οι οποίες δείκνυαν ότι το προϊόν περιείχε ΓΤΟ κόστισαν €284,41, αν και οι αγοραστές τους δεν αποδέχτηκαν την πώληση του προϊόντος με ΓΤΟ. Συγκεκριμένος φούρνος έπαυσε τη συνεργασία μαζί με την Εναγόμενη, γιατί ξεκίνησε τη δική του παραγωγή ντόνατς, ενώ η επιστολή Τεκμήριο 30 δεν παύει τη συνεργασία με την Εναγόμενη, δεν αναφέρεται καν σε αυτή. Τέλος επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους €450 στην Εναγόμενη πλέον δικηγορικά έξοδα €300. Το προϊόν που αγόρασε η Εναγόμενη από την Ενάγουσα χαρίστηκε τελικώς σε κτηνοτρόφο, τον ΜΥ 3, ο οποίος κατέθεσε ότι σπανίως χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή το αλεύρι.

 

Ως νομική βάση απαίτησης και ανταπαίτησης προκύπτει να είναι το ευρύτερο δίκαιο των συμβάσεων και το αστικό αδίκημα των ψευδών παραστάσεων και της απάτης αντίστοιχα. Είναι παραδεκτή άλλωστε η μεταξύ των μερών σύναψη σύμβασης για την παροχή στην Εναγόμενη από την Ενάγουσα αλεύρου επί πληρωμή.

 

Φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση έχει ισχύ ο περί Πώλησης Αγαθών Νόμος του 1994 (10(I)/1994) (στο εξής «ο Νόμος»). Ο Νόμος δεν είναι παρά μόνο μια ειδική πτυχή του περί Συμβάσεων Νόμου και των γενικών αρχών του[7]. Ως αγαθά στο άρθρο 2 του Νόμου ορίζονται κάθε είδος κινητής περιουσίας, όπως είναι και το αλεύρι. Η Ενάγουσα ως πωλητής πούλησε αγαθά, ήτοι αλεύρι, στην Εναγόμενη ως αγοραστή, ως το ίδιο άρθρο προβλέπει.

 

Το άρθρο 15 του Νόμου προβλέπει ότι:

 

«Σε σύμβαση πώλησης αγαθών κατά περιγραφή, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά θα ανταποκρίνονται στην περιγραφή.»

 

Η πώληση κατά περιγραφή έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς συζήτησης στην αγγλική νομολογία και βιβλιογραφία. Ενδείξεις ως προς τον σκοπό που αγοράζεται το προϊόν ή την ποιότητα του τελικού προϊόντος, εμπίπτουν εντός του όρου περιγραφή, ως ο Νόμος ορίζει[8]. Σχετικός είναι ο λόγος της Ashington Piggeries Ltd v Christopher Hill Ltd, [1972] A.C. 441, ως εξής:

 

«To attract the condition to be implied by subsection (1) the buyer must make known the purpose for which he requires the goods with sufficient particularity to enable a reasonable seller, engaged in the business of supplying goods of the kind ordered, to identify the characteristics which the goods need to possess to fit them for that purpose.»

 

Εν προκειμένω είχε σαφώς γίνει γνωστό στην Ενάγουσα ότι τα προϊόντα που θα πωλούσε η Εναγόμενη θα έπρεπε να είναι απαλλαγμένα από ΓΤΟ. Προς τούτο υπογράφηκε συγκεκριμένο πιστοποιητικό, όπως ο ΜΕ 1 παραδέχτηκε και απέστελλε τα σχετικά πιστοποιητικά που λάμβαναν κατά την εκτελώνιση στην Εναγόμενη. Εν πάση όμως περιπτώσει ο ΜΕ 1 παραδέχεται ότι θα έπρεπε προϊόντα με ΓΤΟ να τοποθετούνται σε διαφορετικό σημείο πώλησης και να φέρουν άλλη σήμανση. Η Ενάγουσα γνώριζε και γι’ αυτό απέστελλε και πιστοποιητικά, για να βεβαιώσει ότι προσφέρει τα προϊόντα που της παραγγέλθηκαν κατά περιγραφή χωρίς ΓΤΟ, ενώ γνώριζε ακόμα και ότι αν δεν ανταποκρίνονταν σε αυτή την περιγραφή, θα υπήρχαν αλυσιδωτές αντιδράσεις.  Γνώριζε δηλαδή την ποιότητα που αναμένετο να έχει το τελικό προϊόν της Εναγόμενης και όφειλε να ανταποκριθεί στην περιγραφή αυτή ως ο Νόμος ορίζει.

 

Με τη βεβαίωση, έστω μέσω πιστοποιητικού από τον αρχικό πωλητή, ότι στο προϊόν που πωλούσαν δεν περιέχονται ΓΤΟ, δημιουργήθηκε μια κατάσταση ιδιαίτερα προβληματική. Μετακυλούσε το πρόβλημα τόσο στην Εναγόμενη, η οποία εγγυάτο προϊόντα χωρίς ΓΤΟ στους πελάτες της, έθετε σχετική σήμανση, αλλά και οι πελάτες της τα τοποθετούσαν στον ανάλογο χώρο πώλησης. Ακόμα και αν δεχθώ ότι η Ενάγουσα δεν είχε καμία ευθύνη για την έκδοση των πιστοποιητικών που βεβαίωναν για τη μη ύπαρξη ΓΤΟ, αλλά και καμία ευθύνη για περαιτέρω έλεγχο, πάλι η Ενάγουσα δεν μπορεί να κριθεί ότι απαλλάσσεται από την υποχρέωση να παρέχει προϊόν που να ανταποκρίνεται στην περιγραφή και την ποιότητα που συμφωνήθηκε. Ως έχει νομολογηθεί η ευθύνη για παροχή αγαθών στη συμφωνημένη ποιότητα, η οποία να ανταποκρίνεται στο σκοπό για τον οποίο αγοράζονται τα προϊόντα, είναι αυστηρή και δεν αποτελεί υπεράσπιση ότι λήφθηκαν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί αυτή η ποιότητα[9].

 

Όπως και το άρθρο 17 (3) του Νόμου ορίζει :

 

«αγαθά είναι αποδεκτής ποιότητας, αν ανταποκρίνονται στο επίπεδο το οποίο κάποιο λογικό πρόσωπο θα θεωρούσε ως αποδεκτό, αφού ληφθεί υπόψη οποιαδήποτε περιγραφή των αγαθών, η τιμή  (εφόσον είναι σχετική) και κάθε άλλης συναφής περίσταση.»

 

 Όπως αναλύθηκε πιο πάνω η περιγραφή των αγαθών που επιδίωκε να αγοράσει η Εναγόμενη αλλά και του τελικού προϊόντος που θα πωλούσε ως χωρίς ΓΤΟ αλλά και η σχετική σήμανση των προϊόντων πριν φτάσουν στον καταναλωτή, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πώληση αλεύρου με ΓΤΟ, από την Ενάγουσα δεν ήταν αποδεκτής ποιότητας.

 

Δεν υπάρχει ενώπιον μου ισχυρισμός ότι κατά την παραλαβή η Εναγόμενη εξέτασε την ποιότητα των αγαθών, του αλεύρου που έλαβε[10]. Ο αγοραστής, λοιπόν, ως το άρθρο 42 προβλέπει:

 

« έχει το δικαίωμα να απορρίψει τα αγαθά εξαιτίας κάποιας αθέτησης εκ μέρους του πωλητή η οποία επηρεάζει μερικά ή όλα τα αγαθά, αλλά αποδέχεται μερικά από αυτά, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε αγαθών που δεν επηρεάστηκαν από την αθέτηση, τότε αποδεχόμενος αυτά, δε χάνει το δικαίωμα απόρριψης των υπολοίπων.»

 

Στη βάση των ως άνω η Εναγόμενη δεν έχασε το δικαίωμα να απορρίψει το αλεύρι που της πωλήθηκε, έστω και αν μεταγενέστερα ενημερώθηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στη συμφωνημένη περιγραφή και ποιότητα. Δεν μπορεί δηλαδή να αποστερηθεί τα δικαιώματα που παρέχει ο Νόμος, μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν εφικτό να αποκαλυφθεί με την παραλαβή το ελάττωμα του αγαθού[11]. Η Εναγόμενη, δε, δεν είχε ευθύνη επιστροφής των αγαθών που απέρριψε[12]. Τέτοια απόρριψη των προϊόντων κοινοποιήθηκε στην Ενάγουσα με την επιστολή Τεκμήριο 9.

 

Συνεπώς επήλθε παράβαση ουσιώδους όρου από την Ενάγουσα. Την εν λόγω παράβαση, αλλά και τις απαιτήσεις της κοινοποιεί η Εναγόμενη στην Ενάγουσα μέσω του Τεκμηρίου 9. Εκεί αφενός ενημερώνει για την ανάκληση της επιταγής που εκδόθηκε για να πληρωθεί το τίμημα του επίδικου αγαθού και αφετέρου καταγράφει τις ζημιές που υπέστη καλώντας την Ενάγουσα να αναλάβει τις ευθύνες της. Με την επιστολή των δικηγόρων της, Τεκμήριο 16, η Εναγόμενη ουσιαστικά ζητεί κάλυψη των ζημιών της.

 

Θεώρησε η Εναγόμενη δηλαδή την παράβαση ουσιώδους όρου ως παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης, ως το άρθρο 13 του Νόμου της δίδει την ευχέρεια. Σε καμία από τις επιστολές της η Εναγόμενη δεν τερματίζει  τη σύμβαση με την Ενάγουσα. Σε κάθε περίπτωση, δεν της επιτρέπετο να το πράξει, αφού όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 13 (2) του Νόμου αν η κυριότητα των αγαθών περιέλθει στον αγοραστή, όπως στην παρούσα, δεν παρέχεται η ευχέρεια καταγγελίας της σύμβασης ως τερματισθείσας. Με την προβολή έναντι της Ενάγουσας της παράβασης εγγυητικής διαβεβαίωσης η Εναγόμενη είχε το δικαίωμα να ζητήσει μείωση ή εξάλειψη του τιμήματος και να εναγάγει τον πωλητή για αποζημιώσεις για παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης[13], ως έπραξε με τα τεκμήρια 9 και 16 και την καταχώρηση της υπό εξέταση ανταπαίτησης αντίστοιχα.

 

Εκ των ως άνω προκύπτει ότι η αξίωση δεν μπορεί να επιτύχει γιατί η Ενάγουσα παραβίασε ουσιώδη όρο της σύμβασης της για πώληση αγαθών στην Εναγόμενη. Η τελευταία αξιώνει διάφορα ποσά ως ζημιές για απάτη και ψευδείς παραστάσεις από την Ενάγουσα, λόγω πλαστογραφίας του πιστοποιητικού. Τούτη η βάση αγωγής δεν μπορεί να επιτύχει. Το βάρος απόδειξης πλαστογραφίας εναποτίθεται στο διάδικο εκείνο που εγείρει τέτοιο ζήτημα, αλλά σε αστική δίκη το επίπεδο είναι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[14]. Αν και έχει αποδειχθεί ότι τα πιστοποιητικά που στέλνονταν στην Εναγόμενη δεν ήταν αυθεντικά ή ορθά, καμία σύνδεση της Ενάγουσας με αυτά δεν υπήρξε. Τουναντίον κατατέθηκε, χωρίς ένσταση και χωρίς να αντεξεταστεί επί τούτου ο ΜΕ 1, το Τεκμήριο 11, το οποίο βεβαιώνει ότι το εργαστήριο που απέστειλε το πλαστό ή λανθασμένο πιστοποιητικό, κατέγραψε ως πελάτη την Ενάγουσα, λόγω του ότι ήταν η αποδέκτης του προϊόντος και όχι η αντισυμβαλλόμενη του. Έτσι η Ενάγουσα δεν μπορεί να καταστεί υπεύθυνη για την πλαστότητα του πιστοποιητικού ή την εξαπάτηση της Εναγόμενης, αφού δεν εμπλέκετο με κανένα τρόπο στην ετοιμασία ή έκδοση του εν λόγω πιστοποιητικού. Δεν διαφαίνεται να μην δικαιολογείτο η θετική βεβαίωση για την μη ύπαρξη ΓΤΟ στο προϊόν που πώλησε η Ενάγουσα, αφού είχε ληφθεί το σχετικό πιστοποιητικό κατά την εκτελώνιση, ως συνήθως συνέβαινε.

 

Μέσω των αγορεύσεων της η Εναγόμενη εισηγείται καταβολή αποζημιώσεων στη βάση του δικαίου των συμβάσεων. Παρατηρείται ότι τέτοια αξίωση δεν δικογραφείται. Οι αξιώσεις της Εναγόμενης έχουν ως νομική βάση τα αστικά αδικήματα της απάτης και των ψευδών παραστάσεων. Ως έχει όμως νομολογηθεί έστω και αν ο τρόπος που διατυπώνονται οι θεραπείες δεν είναι ορθός, εντούτοις μπορεί να χορηγηθούν, αν από το όλο πνεύμα του σώματος της Έκθεσης Απαίτησης τεκμαίρεται η ορθή αξίωση τους[15]. Και από το σώμα της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, προκύπτει σαφώς η παράβαση σύμβασης από την Ενάγουσα. Παράβαση σύμβασης που έγκειται στην διαβεβαίωση ότι το προϊόν που τους πωλήθηκε ήταν απαλλαγμένο από ΓΤΟ και την παραβίαση αυτής (παρ. 3 ΙVIX).

 

Τόσο το άρθρο 60 του Νόμου όσο και το άρθρο 73 του Κεφαλαίου 149 ορίζουν ότι η Εναγόμενη δικαιούται να αξιώσει αποζημιώσεις για την παράβαση της σύμβασης ή εγγυητικής διαβεβαίωσης από την Ενάγουσα. Καμία αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης, ως το ως άνω άρθρο 73 προνοεί. Αν η Εναγόμενη κριθεί ότι μπορούσε να μετριάσει ή μετρίασε την όποια ζημιά της από την παράβαση σύμβασης της Ενάγουσας, δεν θα δικαιούται να λάβει το σχετικό ποσό[16].

 

Αρχικά όπως έχει ήδη διαπιστωθεί δεν έχει αποδειχθεί ότι προσλήφθηκε τεχνικός τροφίμων, ως το Δ της ανταπαίτησης, για να επιλύσει το όποιο πρόβλημα δημιουργήθηκε από την παράβαση της επίδικης σύμβασης. Η ΜΥ 4 υπεύθυνη για το πιστοποιητικό HCCP, ουδέν ανέφερε προς τούτο, ενώ κανείς από τους μάρτυρες της Εναγόμενης δεν κατέδειξε τέτοια αναγκαιότητα. Καμία έστω ένδειξη δεν καταδείχθηκε ότι κινδύνευσε εκ του επίδικου περιστατικού η Εναγόμενη να απωλέσει την σχετική πιστοποίηση. Επομένως η σχετική απαίτηση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Σε σχέση με το Β της ανταπαίτησης, ως ο ίδιος ο ΜΥ 1 ανέφερε το προϊόν που αποσύρθηκε από την αγορά λόγω εύρεσης ΓΤΟ, αντικαταστάθηκε από άλλο προϊόν. Τούτος ο μετριασμός της ζημιάς της Εναγόμενης δεν της επιτρέπει να αξιώνει ποσό για τη μη παραγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να προβεί σε εικασίες πότε έγινε αυτή η αντικατάσταση ή ποια αποτελέσματα είχε. Η αναφορά του ΜΥ 1 επί του Εγγράφου Β είναι απόλυτη και χωρίς να κάνει λόγο σε ημερομηνίες. Καταγράφει απλώς τον μετριασμό της ζημιάς λόγω της αντικατάστασης του προϊόντος που αποσύρθηκε, έτσι δεν μπορεί το Δικαστήριο να επιδικάσει το όποιο ποσό για απόσυρση προϊόντος.

 

Ως προς την αξίωση για αποζημίωση του ποσού για τις ετικέτες προς επαναπροώθηση του προϊόντος (αιτητικό Γ), επίσης δεν μπορεί να αποδοθεί αφού όπως ο ίδιος ο ΜΥ 1 ανέφερε η συμφωνία με τους πελάτες του ήταν για προϊόντα χωρίς ΓΤΟ. Έτσι δεν θα μπορούσε να αναμένει την πώληση προϊόντων με ΓΤΟ και τις ανάλογες ετικέτες παρά τη συμφωνία με τους πελάτες του, ενώ μπορούσε να προβλέψει αυτή την αντίδραση τους. Τούτο το μέτρο λοιπόν που επιχείρησε να λάβει προς μετριασμό της ζημιάς του ήταν αναμενόμενο να μην τελεσφορήσει.

 

Η αξίωση για ζημιά στο καλό όνομα της Εναγόμενης δεν αποδείχθηκε. Δεν καταδείχθηκε ότι έχασε τον όποιο πελάτη λόγω της παράβασης της σύμβασης, ενώ η απώλεια συγκεκριμένου φούρνου φαίνεται να είχε άλλο αίτιο. Ο εν λόγω φούρνος ξεκίνησε δική του παραγωγή για ντόνατς ως ο ΜΥ 2 κατέθεσε, ενώ καμία μαρτυρία δεν προσφέρθηκε που να αποδεικνύει ότι η συνεργασία τους με την Εναγόμενη σταμάτησε λόγω των επίδικων. Τουναντίον μέσω της επιστολής τους ημερομηνίας 3/4/2014, Τεκμήριο 30, ενημερώνουν όλους τους προμηθευτές τους, μεταξύ αυτών και την Εναγόμενη, ότι παραλαμβάνουν προϊόντα απαλλαγμένα από ΓΤΟ μόνο.  Θεωρούν δηλαδή ακόμα, ένα και πλέον μήνα μετά τον δειγματοληπτικό έλεγχο στα προϊόντα της Εναγόμενης, ότι η τελευταία αποτελεί προμηθευτή τους. Δεν προκύπτει λοιπόν η όποια σύνδεση της απώλειας του εν λόγω φούρνου ως πελάτη με την επίδικη παράβαση σύμβασης.

 

Ως προς την παράγραφο Α η πραγματική ζημιά της Εναγόμενης από την απόσυρση των προϊόντων της κρίνεται μεν δικαιολογημένη, όχι όμως στην ολότητα της. Συγκεκριμένα υπήρχε όπως κατέθεσε ο ΜΥ 2, υπεύθυνος πωλήσεων της Εναγόμενης τον επίδικο χρόνο, επιστροφή στα προϊόντα από τους πελάτες της, της τάξεως του 10%, η οποία θα πρέπει να αφαιρεθεί. Ακόμα της προσφέρθηκε η ευκαιρία να λάβει 5 σακιά με αλεύρι χωρίς ΓΤΟ από την Ενάγουσα, για να μετριάσει τη ζημιά της. Με αυτά θα μπορούσε να συνεχίσει την παραγωγή της και να παράγει περίπου 3000 ντόνατς, ως η φόρμουλα που ο ΜΥ 1 ανέφερε. Έτσι στη βάση της μαρτυρίας του ΜΥ 1 σε τρεις μέρες θα πωλούσε περί τα 7800 ντόνατς σε τιμή €0,85. Από αυτά αφαιρούνται τα 3000 που θα μπορούσε να φτιάξει με το αλεύρι χωρίς ΓΤΟ που του προτάθηκε από την Ενάγουσα. Συνεπώς η Ενάγουσα δικαιούται αποζημίωσης για την παύση της παραγωγής της, ήτοι €4.080 (4800 × €0,85) και το ποσό της απόσυρσης των προϊόντων της πλην του 10% που θα επιστρέφετο, ήτοι €103,62.

 

Αναφορικά με το αιτητικό Ε, το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Εναγόμενη και τα δικηγορικά έξοδα, σχετικό είναι το Τεκμήριο 33. Αυτό αποτελείται από κατηγορητήριο (Ποινική Υπόθεση 6493/15 Ε.Δ. Λευκωσίας) όπου καταλογίζεται στην Εναγόμενη η πώληση προϊόντος με γενετικά τροποποιημένη σόγια, χωρίς την απαιτούμενη σήμανση. Δυνάμει αυτού του κατηγορητηρίου επιβλήθηκε στην Εναγόμενη πρόστιμο ύψους €450, ενώ επωμίστηκε και έξοδα ύψους €300, ως αποδεικνύεται από τις αποδείξεις που περιέχονται στο Τεκμήριο 33. Τα ως άνω ποσά αποτελούν ζημιά που συνδέεται ευθέως με την παράβαση της συμφωνίας από την Ενάγουσα. Η Ενάγουσα βεβαίωνε ότι τα προϊόντα που πωλούσε στην Εναγόμενη δεν περιείχαν ΓΤΟ και με αυτή τη διαβεβαίωση η Εναγόμενη κατασκεύαζε και πωλούσε προϊόντα χωρίς σήμανση για περιεκτικότητα σε ΓΤΟ. Είναι, λοιπόν, αποτέλεσμα αυτή της στρεβλής εικόνας που παρουσιάστηκε στην Εναγόμενη από την Ενάγουσα, η ποινική ευθύνη που αποδόθηκε στην πρώτη.

 

Στη βάση των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται. Η ανταπαίτηση επιτυγχάνει εν μέρει. Επιδικάζεται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας ποσό ύψους €4.080, για την παύση της παραγωγής της για 2 μέρες, ποσό ύψους  €103,62, λόγω απόσυρσης των προϊόντων της και ποσό ύψους €750 ως τα πρόστιμο και τα δικηγορικά που κλήθηκε να πληρώσει η Εναγόμενη, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της ανταπαίτησης πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

Επιδικάζονται επιπλέον δικηγορικά έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, ένα σετ, καθώς απαίτηση και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν, στην κλίμακα του ποσού που τελικώς επιδικάστηκε, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Βλ. Δ.19 Θ. 4 και σχετική νομολογία

[4] Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc [2002] 1(Γ) A.A.Δ. 1527 και Αdidas v. Jonitexo Ltd [1987] 1 C.L.R. 383

 

[5] Το Δίκαιο της Απόδειξης”, Ηλιάδης και Σάντης, 2014, σελ. 140-141

[6] Βλ. και Liubisa Golubovic v. Manipro Construction Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 181/2018, 11/4/2024

[7] Κυριάκου ν. Φιλή [2004] 1Γ Α.Α.Δ

[8] Chitty on Contracts, Specific Contracts, 32nd Edition, par. 44-090

[9] Rotherham MBC v Frank Haslam Milan & Co Ltd, [1996] C.L.C. 1378, ο.π.π. υποσημ. 7 παρ. 44-099 και 44-109

[10] Βλ. άρθρο 42 (2) του Νόμου

[11] Frost v Aylesbury Dairy Co Ltd, [1905] 1 K.B. 608

[12] Βλ. άρθρο 43 του Νόμου

[13] Άρθρο 60 (1) και (2) του Νόμου και Gabstore Trading Ltd v. Μαϊφώσιη, Πολ. Έφεση Αρ. 194/2010, ημερομηνίας 30.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A227

[14] Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ και Άλλη ν. Δημήτριου Κακαβού [2015] 1 ΑΑΔ 2195, ECLI:CY:AD:2015:A683

[15] Marketventures Ltd ν. Ουράνιου Δικωμίτη [2009] 1 ΑΑΔ 383

[16] Chitty on Contracts, Volume One, General Principles παρ. 26-077


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο