ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

 

                                                                                            Αρ. Αίτησης: 26/22

 

 

Επί τοις αφορώσι του περι Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965, όπως τροποποίηθηκε από τον Νόμο 139 Ν.(Ι)/2015 και Ν. 118(Ι)/2019

 

-και-

 

Επί τοις αφορώσι την Αίτηση της GORDIAN HOLDINGS LIMITED (Η.Ε. 378128), εκ Λευκωσίας

Αιτήτρια / Εφεσείουσα

-και-

1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

2. S. KONIARIS DEVELOPMENT LTD (Η.E. 54520)

3. ΠΕΠΗΣ ΑΛΟΥΜΙΝΙΑ ΛΤΔ (Η.E. 173743)

Καθ’ ων η Αίτηση / Εφεσίβλητων

 

Αίτημα για παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο

Ημερομηνία: 20/5/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κ. Καλλένος με κα. Γεωργιάδου

Για Καθ’ ου η αίτηση 1: κα. Τσαγκάρη

Για Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3: κ. Κακουλλής

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση αίτηση επιζητείται διάταγμα που να ακυρώνει απόφαση του Καθ’ ου η αίτηση 1, με την οποία απάλλαξε το επίδικο ακίνητο από υποθήκες εγγεγραμμένες υπέρ της Αιτήτριας και το ενέγραψε στην Καθ’ ης η αίτηση 3, δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου, ως οι πρόνοιες του άρθρου 44 ΚΒ. Με τα αιτητικά Δ έως Η, η Αιτήτρια αξιώνει διάταγμα του Δικαστηρίου που να κηρύσσει τις πρόνοιες των Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Νόμου 9/1965, ανισυνταγματικές, παραβιάζουσες τα άρθρα 23, 25, 26 και 30 του Συντάγματος, αλλά και την αρχή της Διάκρισης Εξουσιών. Επεξηγούνται, περαιτέρω, στους λόγους ακύρωσης, οι θέσεις της Αιτήτριας σε σχέση με την αντισυνταγματικότητα (βλ. λόγους έφεσης (β) έως (θ) και (κ)).  Εγείρεται επίσης ως επίδικο η ακυρότητα της σύμβασης μεταξύ Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 (βλ. λόγο έφεσης (λ)). Μάλιστα αναφέρεται ότι η εν λόγω σύμβαση αποτέλεσε συναλλαγή ανταλλαγή για την παραχώρηση υπηρεσιών και ότι το τίμημα ήταν εικονικό και ουδέποτε καταβλήθηκε. Οι Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τόσο τους ισχυρισμούς περί εικονικότητας και άκυρης σύμβασης, αλλά και τη θέση της Αιτήτριας περί αντισυνταγματικότητας.

 

Η Αιτήτρια την 18/01/2022 καταχώρησε μονομερή αίτηση και πέτυχε την έκδοση προσωρινού απαγορευτικού διατάγματος ημερομηνίας 20/01/2022. Με αυτό απαγορεύεται στον Καθ’ ου η αίτηση 1 από το να προχωρήσει στην μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου, στο όνομα της Καθ’ ης η αίτηση 3 και συνεπακόλουθα στην ακύρωση, διαγραφή ή εξάλειψη των επίδικων Υποθηκών Υ.3408/2008, Υ.3428/2008 και Υ.1647/2010 μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης Έφεσης. Το προσωρινό διάταγμα ημερ. 20/01/2022 κατέστη απόλυτο στις 17/03/2022.

 

Αφού ολοκληρώθηκε η καταχώρηση ενστάσεων και συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση, προτάθηκε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας η παραπομπή της διαφοράς στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (στο εξής «ΑΣΔ»), για επίλυση του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας των Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Νόμου 9/1965. Αξίζει να αναφερθεί ότι αφενός η Αιτήτρια θέτει τόσο στα αιτητικά της όσο και στην ένορκη δήλωση που τα υποστηρίζει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας και οι Καθ’ ων η αίτηση απαντούν με τους λόγους ένστασης τους και τις δικές τους ένορκες δηλώσεις.

 

Είχε αρχικά τεθεί ζήτημα ως προς τα γεγονότα που επικαλείτο κάθε πλευρά και ιδιαίτερα την αμφισβήτηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας περί εικονικότητας και ακυρότητας της σύμβασης μεταξύ Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3. Δόθηκε πολλής χρόνος ώστε να καταλήξουν τα μέρη σε παραδεκτά γεγονότα, τα οποία θα επέτρεπαν την παραπομπή στο ΑΣΔ. Τελικώς κατέληξαν σε γεγονότα, χωρίς να γίνεται αναφορά σε ισχυρισμούς περί εικονικότητας ή ακυρότητας, ενώ ρητώς η Αιτήτρια, στην αγόρευση της (αλλά και ενώπιον Δικαστηρίου) αποσύρει άνευ βλάβης του ισχυρισμούς αυτούς, όπως θα εξηγηθεί και κατωτέρω.

 

Το Δικαστήριο ζήτησε από τα μέρη να αγορεύσουν σε σχέση με το υπό εξέταση θέμα. Οι δικηγόροι της Αιτήτριας και του Καθ’ ου η αίτηση 1 καταχώρησαν γραπτές αγορεύσεις όπως καταγράφουν τις θέσεις τους. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι προκύπτουν σοβαρότατα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, απολύτως αναγκαία για την επίλυση της επίδικης διαφοράς, συνεπώς το Δικαστήριο θα πρέπει να τα παραπέμψει στο ΑΣΔ. Η ύπαρξη κάποιων αμφισβητούμενων γεγονότων, αναφορικά πάντα με τους ισχυρισμούς περί εικονικής και ακυρότητας της σύμβασης μεταξύ Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3,  θεωρούν οι συνήγοροι της Αιτήτριας ότι δεν επηρεάζει την παραπομπή και εξέταση συνταγματικού ζητήματος από το ΑΣΔ. Παρά ταύτα και προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου δηλώνουν στην αγόρευση τους τα κάτωθι:

 

«για σκοπούς υποβοήθησης της διαδικασίας, άνευ βλάβης και με πλήρη επιφύλαξη του δικαιώματος της να προωθήσει αυτό το ζήτημα στο κατάλληλο στάδιο και/ή με άλλης φύσεως διαδικασία δικαστική ή μη, δηλώνει πως δεν θα προωθήσει τον ισχυρισμό αυτόν περί εικονικότητας συμβολαίου.»

 

Με τούτη τη δήλωση της η Αιτήτρια αίρει την όποια αμφισημία, το όποιο αμφισβητούμενο γεγονός τέθηκε επί των δικογράφων και των ενόρκων δηλώσεων των μερών. Καθιστά αδιαμφισβήτητα τα πραγματικά γεγονότα, όπως άλλωστε τα έθεσε σε προσχέδιο Τύπου Α, ως το Άρθρο 9(2)(α) και (α)(i), του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964-2022, ορίζει.

 

Κύρια θέση του Καθ’ ου η αίτηση 1 ήταν ότι χωρίς να έχουν αποφασιστεί όλα τα γεγονότα της υπόθεσης δεν δύναται το Δικαστήριο να προβεί σε παραπομπή. Βέβαια τούτη η θέση αναλύθηκε πριν η Αιτήτρια προβεί στην ανωτέρω δήλωση, ξεκαθαρίζοντας, ουσιαστικά τα επίδικα γεγονότα. Έτσι γεννήθηκε η ανάγκη να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και η θέση του Καθ’ ου η αίτηση 1, μετά από αυτή την εξέλιξη, πράγμα που έγινε με την εμφάνιση των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου την 17/5/2024, όπου η κα. Τσαγκάρη δήλωσε ότι. Επιπλέον ο Καθ’ ου η αίτηση 1 υποστηρίζει ότι δεν εγείρονται καινοφανή ζητήματα συνταγματικότητας, αφού υφίσταται σωρεία πρωτόδικων αποφάσεων.

 

Στην αγόρευση του ο Καθ’ ου η αίτηση 1, προς πίστην του παραδέχεται ότι το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας έχει τεθεί, εγείρεται ζήτημα δικαιοδοσίας από την πλευρά της Αιτήτριας εξ’ αρχής, όπως και ότι δεν υπάρχει απόφανση σε επίπεδο πέραν του πρωτόδικου για τα επίδικα ζητήματα.

 

Ως προς τα πραγματικά γεγονότα, αυτά, αδρομερώς, έχουν ως εξής: Κατά ή περί την 18/03/2008 και 09/02/2010 ενεγράφησαν στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας οι Υποθήκες με αριθμό Υ.3408/2008, Υ.3428/2008 και Υ.1647/2010 αντίστοιχα από την Καθ’ ής η αίτηση 2 προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ ως εξασφαλίσεις για τραπεζικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν από την Τράπεζα Κύπρου. Η Αιτήτρια έχει αυτόματα αντικαταστήσει και υποκαταστήσει την Τράπεζα Κύπρου αναφορικά με τα δικαιώματα της που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τις επίδικες Υποθήκες. Αρχικά οι υποθήκες είχαν μεταβιβαστεί σε οικόπεδα, ενώ μεταγενέστερα κατόπιν έκδοσης ξεχωριστών τίτλων εγγραφής και εκσυγχρονισμού των εν λόγω εγγραφών, μεταφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, στο επίδικο ακίνητο.

 

 Οι επίδικες υποθήκες εξασφάλιζαν και εξακολουθούν να εξασφαλίζουν μέχρι σήμερα τις υποχρεώσεις της Καθ’ ης η αίτηση 2 προς την Αιτήτρια. Στις 17/10/2022 εκδόθηκε δικαστική απόφαση στην Αγωγή Αρ. 4351/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας προς όφελος της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ης η αίτηση 2 και έχει διαταχθεί η πώληση του ενυπόθηκου διαμερίσματος με βάση τις προς όφελος της Αιτήτριας επίδικες υποθήκες, οι οποίες αφορούν το επίδικο στην παρούσα διαδικασία διαμέρισμα, προς ικανοποίηση του εξ’ αποφάσεως χρέους και εξόδων της Αιτήτριας.

 

Την 15/10/2019, η Καθ΄ης η Αίτηση 3 κατέθεσε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας  την σύμβαση πώλησης ΠΩΕ 1722/2019 ημερ. 17/09/2010 μεταξύ της Καθ΄ης η Αίτηση 2 και της ιδίας, ως αγοράστρια για το επίδικο διαμέρισμα. Οι Υποθήκες Υ.3408/2008, Υ.3428/2008 και Υ.1647/2010 προηγούνται των υπόλοιπων επιβαρύνσεων που υπάρχουν στο ακίνητο με αρ. εγγρ. 0/13287 ιδιοκτησίας της Καθ’ης η αίτηση 2. Πρώτη επιβάρυνση είναι η Υποθήκη Υ.3408/2008 και Υ.3428/2008 προς όφελος της Αιτήτριας για ποσά €151.000,00 και €965.000,00 αντίστοιχα πλέον τόκους και έξοδα, ακολουθεί η Υποθήκη Υ.1647/2010 για ποσό €330.000,00 πλέον τόκους και έξοδα, ακολουθούν διάφορα άλλα εμπράγματα βάρη προς όφελος λοιπών πιστωτών της Καθ’ης η αίτηση 2 και μετά έπεται το επίδικο πωλητήριο έγγραφο με αριθμό 1/ΠΩΕ/1722/2019 για αναγραφόμενο ποσό €100.000,00 προς όφελος της Καθ’ης η αίτηση 3. Το πωλητήριο έχει κατατεθεί στο Κτηματολόγιο στις 15/10/2019 ενώ οι Υποθήκες Υ.3408/2008, Υ.3428/2008 και Υ.1647/2010 προηγούνται του πωλητηρίου ΠΩΕ 1722/2019 καθ’ ότι αυτές ενεγράφησαν προς όφελος της Αιτήτριας προγενέστερα την 18/03/2008 και 09/02/2010 αντίστοιχα.  Η Καθ’ ης η αίτηση 2 δεν έχει οποιαδήποτε άλλην περιουσία ελεύθερη από οποιοδήποτε βάρος.

 

Στις 17/10/2019, η Καθ' ης η Αίτηση 3 κατέθεσε στο Γραφείο του Καθ΄ ου η Αίτηση 1, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIB του  Ν.9/1965 όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον Νόμο 139(Ι)/2015 & Ν.118(Ι)/2019, Αίτηση Μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου υπ’ αρ. εγγρ. 0/13287 επ΄ονόματι της ως αγοραστής, η οποία έλαβε τον αριθμό ΑΕΑ217/2019. Μαζί με την αίτησή της η Καθ' ης η Αίτηση 3 προσκόμισε αντίγραφα αποδείξεων του επίδικου ακινήτου, ισχυριζόμενη την εξόφληση του τμήματος πώλησης προς τους πωλητές, Καθ’ ης η αίτηση 2, καθώς επίσης και διάφορες άλλες βεβαιώσεις που είχαν ζητηθεί από τον Καθ΄ ου η Αίτηση 1.

 

Η Αιτήτρια περί το Νοέμβριο του 2021 παρέλαβε επιστολή ημερομηνίας 09/11/2021 από το Κτηματολόγιο Λευκωσίας, τον «ΤΥΠΟ ΙΕ», με την οποία την πληροφορούσε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 προτίθετο να προχωρήσει με την μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου που βαρύνεται με την προς όφελος της Αιτήτριας εγγεγραμμένες υποθήκες  στο όνομα της Καθ’ ης η αίτηση 3,  δυνάμει πωλητηρίου εγγράφου με αρ. ΠΩΕ 1722/2019 και κατ’ επέκταση με την ακύρωση και/ή διαγραφή και/ή εξάλειψη των επίδικων. Ενημερωνόταν η Αιτήτρια ότι εάν επιθυμούσε να υποβάλει ένσταση στην μεταβίβαση αυτή ή αίτηση για μεταφορά των Υποθηκών σε άλλην ακίνητη ιδιοκτησία της Καθ' ης η Αίτηση 2, θα έπρεπε να το κάμει τούτο εντός 45 ημερών από την παραλαβή της επιστολής. Η Αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 23/11/2021 υπέβαλε ένσταση στην μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο όνομα της Καθ’ης η αίτηση 3 για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.

 

Ο Καθ’ ου η αίτηση 1 απάντησε με επιστολή του ημερομηνίας 20/12/2021, η οποία παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 03/01/2022, απορρίπτοντας την ένσταση της και ειδοποίησε αυτήν ότι εκτός εάν προσκομίσει εντός 30 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής διάταγμα Δικαστηρίου που να τον διατάσσει διαφορετικά, ο Καθ’ ου η αίτηση 1 θα προχωρήσει με τη μεταβίβαση του ακινήτου ιδιοκτησία της Καθ’ ης η αίτηση 2 με αρ. εγγρ. 0/13287, δυνάμει του ΠΩΕ με αρ. 1722/2019, στο όνομα της Καθ’ ης η αίτηση 3 και συνεπακόλουθα με την διαγραφή των επίδικων Υποθηκών. Με την εν λόγω επιστολή ο Καθ’ ου η αίτηση 1 ενημέρωνε πως οι λόγοι που αναφέρονταν στην ένσταση της Αιτήτριας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIB του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου αρ. 9/1965 όπως έχει τροποποιηθεί από τον Ν.139(1)/2015 και Ν. 118(Ι)/2018 δεν εμποδίζουν τον Καθ’ ου η αίτηση 1 να προχωρήσει στην μεταβίβαση του πιο πάνω ακινήτου και ως εκ τούτου ο Καθ’ ου η αίτηση 1  θα προχωρήσει στην μεταβίβαση.

 

Παρουσιάστηκε επίσης, από την Αιτήτρια (ως Τεκμήριο 18 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση), έρευνα στο Κτηματολογική Έρευνα. Εκεί φαίνονται τα ακίνητα της Καθ’ ης η αίτηση 2, τα οποία βαρύνονται με επιβαρύνσεις από διάφορους οργανισμούς.

 

Τούτα είναι ουσιαστικά τα παραδεκτά και αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν την αίτηση, καθιστώντας στέρεο και συμπαγές το πραγματικό υπόβαθρο αυτής.

 

Εκ των ως άνω έχει παραμείνει ως αμφισβητούμενο μόνο το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας των άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Νόμου 9/1965, και δη ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι παραβιάζουν τα άρθρα 23, 25, 26 και 30 του Συντάγματος και την αρχή της Διάκρισης Εξουσιών.

 

Προχωρώ λοιπόν στην παράθεση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται, ως ορίζονται στο Νόμο και τους Κανονισμούς, αλλά και τη νομολογία, ώστε το Δικαστήριο να προβεί σε παραπομπή στο ΑΣΔ.

 

1.    Η ισχύουσα νομολογία και οι αρχές που καθορίστηκαν πριν την τροποποίηση

 

Με την 17η τροποποίηση του Συντάγματος με το Ν.103(Ι)/2022, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με την έναρξη λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, την 1/7/2023, αντικαταστάθηκε το Άρθρο 144 § 1 του Συντάγματος, το οποίο, μετά τη θέσπιση του Ν.33/1964 και την επακόλουθη ενοποίηση των τότε Ανωτάτου Δικαστηρίου και Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court), κατέστη ουσιαστικά ανενεργό[1].

 

Η ανασκόπηση της νομολογίας των πρώτων χρόνων λειτουργίας του Συντάγματος, προκύπτει ότι η αντισυνταγματικότητα νόμου εξεταζόταν χωρίς την ανάγκη γνώσης των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, in abstracto[2]. Ακολούθως και μετά την Ibrahim, όλα τα Δικαστήρια πλην του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού, αποφάσιζαν ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Η νομολογία εξελίχθηκε καθορίζοντας τις αρχές, σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Συγκεκριμένα στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v Kyriakides [1966] 3 CLR 640, 654 – 655, ακολουθήθηκε η Αμερικανική νομολογία[3]. Οι αρχές αυτές επαναλήφθηκαν σε πλήθος υποθέσεων και παρατίθενται όπως σταχυολογήθηκαν στη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας [2002] 2 Α.Α.Δ. 335:

 

«(1)  Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο 'πέρα από κάθε λογική αμφιβολία'.  Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

 

(2) Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.

 

(3)  Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

 

(4) Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.»

 

Καθιερώθηκε λοιπόν στην Kyriakides, ότι θέματα συνταγματικότητας των  νόμων  εξετάζονται  παρεμπιπτόντως μόνο όταν απόφαση επί του θέματος είναι αναπόφευκτη για την επίλυση της υπόθεσης[4]. Τούτη η αρχή όπως υιοθετήθηκε από την Αμερική, ισχύει εν πολλοίς και στην Ελλάδα, όπου τα δικαστήρια δε χορηγούν γνωμοδοτήσεις, αλλά επιλύουν διαφορές. Δεν ασχολούνται με ζητήματα που δεν οδηγούν στην επίλυση της εκάστοτε κρινόμενης διαφοράς[5].

 

Τονίστηκε νομολογιακά η ανάγκη να διακριβωθεί από το διάδικο που εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και αναφερθεί ειδικά στην παραπομπή του Δικαστηρίου, η προσβαλλόμενη νομοθετική διάταξη, το Άρθρο του Συντάγματος στο οποίο προσκρούει και τους λόγους που η νομοθετική διάταξη είναι ασύμφωνη ή αντίθετη με το Άρθρο του Συντάγματος[6]. Είχε καθιερωθεί αρχικά ότι η έγερση ζητήματος αντισυνταγματικότητας σε αστικές διαδικασίες έπρεπε να γίνει γραπτώς είτε στα δικόγραφα είτε σε μεταγενέστερο στάδιο[7]. Ακολούθως αποφασίστηκε ότι ο πιο πάνω δεν μπορεί να αποτελεί αυστηρό κανόνα, αλλά οδηγία, τονίζοντας ότι τα ζητήματα συνταγματικότητας δεν μπορούν να αποτελέσουν κατά κανόνα θέματα δικογράφησης[8].

 

2.    Νομοθετικό πλαίσιο και νομολογία μετά την τροποποίηση

 

Πλέον το νέο Άρθρο 144 § 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι:

 

«(1) Κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας περιλαμβανομένης της κατ' έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση της εκκρεμούσας ενώπιον του δικαστηρίου υποθέσεως.

 

(2) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3).

 

(3)Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί την παραπομπή, εκδικάζοντας το παραπεμφθέν ενώπιόν του ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή να απορρίψει την παραπομπή, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, σε περίπτωση δε κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίψει την παραπομπή, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν αυτό δικαστήριο.

 

(4) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει παρευθύς το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο εκδικάσει το ζήτημα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και αποφανθεί επί του παραπεμφθέντος ζητήματος.»

 

Το τροποποιηθέν άρθρο 9 (2) (α) του Ν.33/1964 προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«(2) Από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει-

(α) Την υπό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βάσει του Συντάγματος ασκουμένη δικαιοδοσία και εξουσία, εκτός εάν, άλλως, προβλέπεται στο παρόν εδάφιο και, σε περίπτωση παραπομπής ενώπιόν του ζητήματος αντισυνταγματικότητας δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 144 του Συντάγματος ισχύουν τα ακόλουθα:

(i)Η, συμφώνως των  πιο πάνω, υποβαλλομένη παραπομπή δέον να περιλαμβάνει σαφή προσδιορισμό των νομικών θεμάτων για τα οποία ζητείται η άσκηση της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πλήρη έκθεση των πραγματικών δεδομένων επί των οποίων στηρίζονται τα διά της παραπομπής υποβαλλόμενα ερωτήματα, σαφή προσδιορισμό των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του επίδικου Νόμου ή αποφάσεως, ως και τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο να θεωρεί ως σκόπιμη την υποβολή της τοιαύτης παραπομπής:

 

Νοείται ότι, το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο, αφού ακούσει τους ενώπιόν του διαδίκους, δύναται να περιλάβει στην απόφασή του προς παραπομπή την υπό του ιδίου αιτιολογημένη γνώμη επί του προκύψαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας.

 

(ii)Σε περίπτωση που, κατά την κρίση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, η υποβληθείσα παραπομπή δεν πληροί τους υπό της υποπαραγράφου (i) προβλεπόμενους όρους, δύναται-

 

(αα) εφόσον η παραπομπή υποβλήθηκε από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει αυτήν.

 

(ββ) να αναστείλει την εκδίκαση του παραπεμφθέντος ζητήματος έως ότου το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο αναθεωρήσει την υποβληθείσα παραπομπή, ώστε να πληροί τους προβλεπομένους όρους.

 

(iii)Σε περίπτωση κατά την οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δικαιολογείται η υποβληθείσα από δικαστήριο άλλο από το Ανώτατο Δικαστήριο παραπομπή, απορρίπτει αυτήν, ενημερώνοντας το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο και, σε τέτοια περίπτωση, το παραπεμφθέν ζήτημα εκδικάζεται από το παραπέμψαν το ζήτημα δικαστήριο·»

 

Ο περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2023, 3/7/2023 ρυθμίζει τον τρόπο υποβολής παραπομπής δυνάμει του Άρθρου 144 του Συντάγματος.

 

Εξαιρουμένου του Άρθρου 188 του Συντάγματος, οι πιο πάνω διατάξεις αποτελούν πλέον το νέο δικαιοδοτικό και διαδικαστικό υπόβαθρο εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Το νέο Άρθρο 144 § 1 διαφέρει από το προηγούμενο καθότι πλέον δεν επιβάλλεται η παραπομπή σημείου που εγείρεται σε πρωτόδικο Δικαστήριο αλλά αυτή είναι δυνητική. Σε περίπτωση που αποφασιστεί τέτοια παραπομπή στην υποβαλλόμενη αίτηση δύναται να περιλαμβάνεται και η γνώμη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. άρθρο 9 (2) (i) του Ν.33/1964).

 

Στην απόφαση στην Ιωάννου v Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα, Πολιτική Έφεση 43/2018, 13/9/2023 (ΕΦ), τέθηκαν κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με το ζήτημα της παραπομπής στο ΑΣΔ. Αυτές συνοψίζονται στα ακόλουθα:

 

1.    Δεν είναι αναγκαστική η παραπομπή στο ΑΣΔ, οιουδήποτε ζητήματος συνταγματικότητας Νόμου τεθεί σε δικαστική διαδικασία. Αντιθέτως, η παραπομπή ακόμη και ουσιώδους για την διαδικασία ζητήματος, επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου τέθηκε ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα.

2.    Εκεί όπου η νομολογία είναι διαχρονικά σαφής και δεν χρήζει καμίας διευκρίνισης, δεν ενδείκνυται η παραπομπή του ζητήματος ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

3.    Η παραπομπή ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου σε καινοφανή ζητήματα συνταγματικότητας, το εγερθέν θέμα δεν έχει αποφασιστεί νομολογιακά ή η νομολογία χρήζει κάποιας διευκρίνησης και ως αποτέλεσμα, το παραπέμπον Δικαστήριο δεν μπορεί να καθοδηγηθεί επί του θέματος από την υφιστάμενη νομολογία.

4.    Μπορεί να αντληθεί καθοδήγηση από τις αρχές της παραπομπής στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 

Ως προς τη νομολογία του ΔΕΕ, σχετική είναι η πολύ πρόσφατη απόφαση Raziye Djemil Cufi και Μιχάλης Βλαδιμήρου ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Djemil Cufi Suleyman v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 85/21, 28/3/2024, όπου καταγράφηκαν οι σχετικές αρχές, Τονίστηκε ότι καίριοι παράγοντες που συνομολογούν στην παραπομπή αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα γεγονότα της υπόθεσης να μην τελούν υπό αμφισβήτηση, το νομικό σημείο που εγείρεται να είναι καθοριστικό για την τελεσίδικη επίλυση της επίδικης διαφοράς και να μην υπάρχει κοινοτική αυθεντία επί του νομικού σημείου ή παραπλήσια του[9]. Βασικό κριτήριο το οποίο κλίνει υπέρ της απόφασης για παραπομπή, είναι το κατά πόσο η παραπομπή είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση[10]. Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire[11].

 

Εν προκειμένω όχι μόνο η εξέταση της αντισυνταγματικότητας των άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Νόμου 9/1965 είναι απαραίτητη για την επίλυση των επίδικων, αλλά πλέον, με όλα τα πραγματικά γεγονότα αδιαμφισβήτητα καθίσταται το μόνο εναπομείναν επίδικο ζήτημα. Συνεπώς πληρείται η προϋπόθεση όπως ως προς το απαραίτητο της επίλυσης της διαφοράς ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η Αιτήτρια από την πρώτη στιγμή με την καταχώρηση της αίτησης είχε εγείρει τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Με τέτοιο τρόπο μάλιστα που οι Καθ’ ων η αίτηση απάντησαν σε αυτά με τους λόγους ένστασης τους. Επομένως ήταν εξ’ αρχής δεδομένο, ως επίδικο και αμφισβητούμενο, το νομικό ζήτημα της αντισυνταγματικότητας, με σαφή αναφορά στα άρθρα του Νόμου που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζουν συγκεκριμένα άρθρα του συντάγματος.

 

Επί της ουσίας αγοραστής ακινήτου, παρέλκει η παράθεση αυτούσιων των προσβαλλόμενων άρθρων. Αρκεί να αναφερθεί ότι στη βάση αυτών ο Διευθυντής, ως ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου 9/1965 δύναται αφού ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 44 Κ, να γνωστοποιήσει στα πρόσωπα προς όφελος των οποίων επενεργεί εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση, την πρόθεσή του να προβεί σε μεταβίβαση του ακινήτου επ' ονόματι του αγοραστή[12]. Πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί το εμπράγματο βάρος, δύναται να υποβάλει ένσταση στην πρόθεση του Διευθυντή για μεταβίβαση. Οι λόγοι ένσταση περιορίζονται στο: (α) Ότι δεν εκπληρώθηκαν πλήρως οι συμβατικές υποχρεώσεις του αγοραστή έναντι του πωλητή, ή (β) ότι η σύμβαση μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή είναι άκυρη ή/και έχει τερματιστεί δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου[13]. Αν δεν ασκηθεί το δικαίωμα ένστασης ή αυτή απορριφθεί ο Διευθυντής προβαίνει σε απαλλαγή, εξάλειψη ή ακύρωση της υποθήκης, του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης και σε μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι του αγοραστή[14]. Το πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί τέτοια υποθήκη δύναται να προβεί σε αίτηση για μεταφορά του εμπράγματου βάρους σε άλλη ακίνητη ιδιοκτησία του οφειλέτη ή εγγυητών του[15].

 

Τα υπόλοιπα άρθρα του νόμου, τα οποία επίσης υποστηρίζεται από την Αιτήτρια ότι παραβιάζουν το σύνταγμα, καταγράφουν: τη διαδικασία που ακολουθείται ώστε εγγραφεί τελικώς το ακίνητο στον αγοραστή και τα τέλη που θα κληθεί να πληρώσει[16], την επιβολή διοικητικών προστίμων ως προς την μη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων από τους εμπλεκόμενους[17], ερμηνευτικές διατάξεις[18] και διάταξη ως προς την εφαρμογή των άρθρων του εν λόγω μέρους σε σχέση με άλλους νόμους[19].

 

Οι ως άνω πρόνοιες υποστηρίζεται από την Αιτήτρια[20] ότι παραβιάζουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και της περιουσίας βάσει του άρθρου 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εξαϋλώνουν, αδρανοποιούν, αποστερούν και περιορίζουν την περιουσία και τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Αιτήτριας τα οποία απορρέουν από τις προς όφελος της Υποθήκες που διαγράφηκαν, χωρίς να αποζημιωθεί. Η εν λόγω αποστέρηση δεν συντελείται με την διαδικασία της απαλλοτρίωσης. Περαιτέρω, η Αιτήτρια αποστερείται του δικαιώματος της στον έλεγχο και απόλαυση της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία είχε υποθηκευθεί προς όφελος της έναντι τραπεζικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν στην Καθ’ ης η αίτηση 2. Οι εν λόλω παραβιάσεις, δε, καθίστανται δυσανάλογες. 

 

Παραβιάζεται επιπλέον το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της Αιτήτριας για άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, απασχόλησης, εμπορίου και/ή επικερδούς εργασίας βάσει του άρθρου 25 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επεμβαίνει ο Καθ’ ου η αίτηση 1, υποστηρίζει, στο δικαίωμα της να οργανώνει ελεύθερα και να προγραμματίζει την επιχειρηματική της δραστηριότητα όπως αυτή θεωρεί σωστό μέσα στα πλαίσια του νόμου και με σκοπό την κερδοφορία. Το εν λόγω δικαίωμα της Αιτήτριας παραβιάζεται χωρίς οποιαδήποτε αιτιολόγηση και χωρίς να στοιχειοθετείται η ανάγκη αλλά ούτε να συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 25 του Συντάγματος που να δικαιολογεί τον περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Επιπρόσθετα. 

 

Επιπλέον περιορίζεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι της Αιτήτριας βάσει του άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επεμβαίνει ο Καθ’ ου η αίτηση 1 στο δικαίωμα των συμβαλλομένων να επιλέξουν ή να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο και τους όρους των μεταξύ τους συμβάσεων, και παρεμβαίνουν στις ήδη αποκρυσταλλωμένες συμβατικές σχέσεις και δικαιώματα της Αιτήτριας με την ενυπόθηκο οφειλέτιδα εταιρεία/Καθ’ ης η αίτηση 2, επιφέροντας εκ των υστέρων κατάργηση υποθηκών και των όρων αυτών. Με την εκ των υστέρων -της σύναψης των συμβάσεων Υποθηκών - νομοθετική παρέμβαση, με την θέσπιση του Μέρους VIB του Νόμου Ν. 9/1965, στρεβλώνεται η βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ήτοι της Αιτήτριας και της Καθ’ης η αίτηση 2, ως προς τα μεταξύ των μερών συμφωνηθέντα και κατά τρόπο δυσανάλογο.

 

Υποστηρίζεται επιπλέον από την Αιτήτρια, ότι με την επίδικη απόφαση του ο Καθ’ ου η αίτηση 1, καθιστά άνευ αντικειμένου και αδρανοποιεί την τύχη της Αγωγής υπ’ αρ. 4351/2014 που έχει εγερθεί από την Αιτήτρια και εκδικάζεται σήμερα στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον, μεταξύ άλλων, της Καθ’ης η αίτηση 2 ως πρωτοφειλέτιδας και των αξιωματούχων αυτής εγγγυητών. Παραβιάζεται, έτσι, το συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα της Αιτήτριας, βάσει του Άρθρου 30 του Συντάγματος, για ελεύθερη πρόσβαση στα Δικαστήρια στα πλαίσια της Αγωγής υπ’ αρ. 4351/2014 με σκοπό την απόδειξη και ολοκλήρωση της υπόθεσης της και των αξιώσεων της προς την διάγνωση των αστικών και συμβατικών της δικαιωμάτων και την προβολή των ισχυρισμών της ενώπιον της Δικαιοσύνης. Μεταξύ των αξιώσεων, μάλιστα της Αιτήτρια είναι και η εκποίηση του επίδικου ακινήτου, δυνάμει των υποθηκών, η οποία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της απόφασης του Καθ’ ου η αίτηση 1.

 

Εγείρεται ακόμα η παραβίαση της Συνταγματικής Αρχής Διάκρισης των Εξουσιών και των άρθρων 30, 152, 155 και 158 του Συντάγματος, αφού η δικαιοδοσία του Καθ’ου η αίτηση 1 δεν εκτείνεται στην επίλυση –είτε άμεσα είτε έμμεσα- περιουσιακών, ιδιοκτησιακών, συμβατικών ή αστικών διαφορών. Τέτοιες διαφορές θα μπορούσαν μόνον να αποφασιστούν από τα αρμόδια Δικαστήρια ως προνοεί το Άρθρο 30 του Συντάγματος και γενικότερα η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθότι συνεπάγεται άσκηση δικαστικής κρίσης και αξιολόγηση μαρτυρίας κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι επιτρεπτό να ασκείται από τον Καθ’ ου η αίτηση 1 δια μέσω των προσβαλλόμενων προνοιών.

 

Υποστηρίζει τέλος η Αιτήτρια ότι οι λόγοι που της παρέχει το άρθρο 44 ΚΒ (3) είναι περιορισμένοι με τρόπο που να καθιστά αδύνατη την έγερση όλων των ζητημάτων που επιθυμούν να ληφθούν υπόψη πριν την απόφαση του Διευθυντή.

 

Τα ως άνω ζητήματα αφορούν αποκλειστικά την αντισυνταγματικότητα των προνοιών του Νόμου, με ισχυρισμούς που ακουμπούν τον πυρήνα των δικαιωμάτων κάθε μέρους. Του Καθ’ ου η αίτηση 1 να εφαρμόσει καθηκόντως το Νόμο, της Καθ’ ης η αίτηση 2 να εγγράψει το ακίνητο που αγόρασε, αλλά και της Αιτήτριας, ώστε να εξασφαλίσει την εφαρμογή των συμβατικών υποχρεώσεων της Καθ’ ης η αίτηση 3, μέσω των διαγραφέντων υποθηκών. Είναι λοιπόν, ο έλεγχος της συνταγματικότητας του Νόμου, το μόνο επίδικο ζήτημα μεταξύ των μερών.

 

Με την αγόρευση της η κα. Τσαγκάρη, εισηγήθηκε ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν καινοφανή, ως τα ορίζει η Ιωάννου, παραπάνω, τα ζητήματα αντισυνταγματικότητας που η Αιτήτρια θέτει, γιατί αποφασίστηκαν πλειστάκις από πρωτόδικα επαρχιακά δικαστήρια. Αρχικά δεν μπορεί να κριθεί ότι η έκδοση αποφάσεων, μη δεσμευτικών, από πρωτόδικα δικαστήρια, καθιστά το ζήτημα ως επιλυθέν και άρα μη δυνάμενο για παραπομπή. Στην Ιωάννου, η αναφορά σε «καινοφανές» ζήτημα, έρχεται να διευκρινιστεί, ως να μην έχει αποφασιστεί νομολογιακά ή η νομολογία να χρήζει κάποιας διευκρίνησης και καθοδήγησης. Στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν υπάρχει καν νομολογιακό προηγούμενο ή τουλάχιστον τέτοιο δεν παρουσιάστηκε ούτε ανηύρα από τη μελέτη μου.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει εξετάζοντας κάποιος τις πρωτόδικες αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, καθίσταται σαφές ότι είναι επάναγκες να διευκρινιστεί, να αποφασιστεί το εγειρόμενο ζήτημα, λόγω της απόκλισης που παρατηρείται στο αποτέλεσμα αυτών. Υπάρχουν αποφάσεις στις οποίες τα προσβαλλόμενα άρθρα κρίθηκε ότι δεν παραβιάζουν καμία συνταγματική πρόνοια[21]. Υπάρχουν αποφάσεις που κρίνουν ότι τα προσβαλλόμενα άρθρα παραβιάζουν τα άρθρα 23 και 26 του Συντάγματος, αλλά όχι το άρθρο 30 και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών[22], ενώ άλλες ανηύραν παραβίαση των άρθρων 23 και 26 αλλά όχι του άρθρου 25 του Συντάγματος[23]. Με άλλες αποφάσεις κρίθηκε ότι παραβιάζεται και η αρχή της διάκρισης των εξουσιών[24], πέραν των άρθρων 23 και 26 του Συντάγματος. Σε άλλες αποφασίστηκε ότι τα προσβαλλόμενα άρθρα του Νόμου προσκρούουν στα Άρθρα 23, 25, 26, 28 και 152 του Συντάγματος[25].

 

Προκύπτει λοιπόν ότι οι πρωτόδικοι δικαστές, ως αυθεντικοί ερμηνευτές της συνταγματικότητας των εν λόγω άρθρων, έχουν μορφώσει διαφορετικές απόψεις, ως προς τα επίδικα. Ο καθένας άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια αξιολογώντας την εγειρόμενη σύγκρουση Νόμου και συντάγματος, ως έχουμε καθήκον, πλην όμως δημιουργείται και ζήτημα ασφάλειας δικαίου, μέσω των ως άνω διαφορετικών ερμηνειών που έτυχαν τα επίδικα ζητήματα. Με κάθε σεβασμό, φρονώ, ότι τούτη την ασφάλεια δικαίου έχει την ευχέρεια να την άρει, να την επιλύσει και να την εκριζώσει το ΑΣΔ, αποφασίζοντας εν τη σοφία του το ζήτημα τελικώς. Είναι, συνεπώς, τούτη η κατάλληλη περίσταση να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για παραπομπή των εγειρόμενων ζητημάτων συνταγματικότητας στο ΑΣΔ, ως το άρθρο 141 (1) του Συντάγματος την παρέχει. Επισυνάπτεται λοιπόν  Τύπος Α, ως ο Κανονισμός 5 των περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2023, επιτάσσει, όπου καταγράφονται με λεπτομέρεια τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα που εγείρονται, καθώς οι λόγοι που καθιστούν σκόπιμη την υποβολή της παραπομπής.

 

Αν και δίδεται στο Δικαστήριο η ευχέρεια να καταθέσω αιτιολογημένη γνώμη επί του προκύψαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας, ως το άρθρο 9 (2) (α) (ι) του Νόμου 33/1964 ορίζει, κρίνεται ότι στην προκείμενη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται. Αρχικά δεν έχουν αγορεύσει ενώπιον μου τα μέρη, επί της ουσίας του ζητήματος, αφού η παραπομπή γίνεται μετά από αίτημα της Αιτήτριας και όχι σε τελικό στάδιο. Επιπλέον σε περίπτωση που το ΑΣΔ αποφασίσει να παραπέμψει πίσω στο παρόν Δικαστήριο την διαφορά προς εκδίκαση, η αιτιολογημένη γνώμη που δύναμαι να υποβάλω, πιθανόν να κριθεί ως προαπόφαση επί του ζητήματος[26], πριν ακουστούν τα επιχειρήματα των μερών, ως οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης ορίζουν.

 

Στη βάση των πιο πάνω αποφασίζεται όπως το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια υπέρ της παραπομπής των νομικών ζητημάτων, ως αυτά αναλύονται στον επισυνημμένο Τύπο Α, στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Λόγω της νεοφανούς διαδικασίας που ακολουθήθηκε, δεδομένης και της πρόσφατης τροποποίησης του Συντάγματος, κρίνεται δικαιότερο κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 

 

 



[1] A-G v Ibrahim a.o [1964] CLR 195

[2] The District Officer of Famagusta and Naim, 2 RSCC 24, 26 όπου λέχθηκε ότι «Under Article 144 this Court does not take cognizance of the facts of any particular case in order to decide the unconstitutionality of a Law in relation thereto, but decides on such question of unconstitutionality in abstracto

[3] Όπου στη Burton v. United States, 196 U.S. 283 (1905) διαβάζουμε τα ακόλουθα: «It is not the habit of this Court to decide questions of a constitutional nature unless absolutely necessary to a decision of the case.»

[4] Αρχή που υιοθετήθηκε και μεταγενέστερα σε σειρά αποφάσεων όπως ενδεικτικά οι Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 CLR 71 και Δημητρίου Aχιλλέας ν. Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας [2003] 2 ΑΑΔ 45

[5] Βλ. αναφορά που γίνεται στο σύγγραμμα  Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" του Π. Δ. Δαγτόγλου, 2α έκδοση, παραγ. 128 στην Δημοτικό Συμβούλιο Γεροσκήπου κ.α. v Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. [1996] 3 ΑΑΔ 389

[6] Παΐκκος Aλέξανδρος και Άλλοι ν. Mαρούλλας Παΐκκου και Άλλων [1994] 1 ΑΑΔ 610

[7] Improvement Board of Eylenja v. Constantinou [1966] 1 C.L.R. 167

[8] Istambouli Bros ν. Director Of Customs [1986] 1 CLR 465 και George M. Pikis, Constitutionalism – Human Rights – Separation of powers, The Cyprus Precedent, σελ. 21 και 22.

[9] Βλ. και Περικλέους ν. Eliinas Finance Ltd κα (2015) 1 Α.Α.Δ.513

[10] Netmed N.V. κ.ά. ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Συνεκδ. υποθ. 1522/2006 και 1523/2006, ημερ. 7.9.2007, όπως υιοθετήθηκε στην Περικλέους ο.π.π.

[11] Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 5) [2017] 3 Α.Α.Δ. 327

[12] Άρθρο 44 ΚΒ (1) του Νόμου

[13] Άρθρο 44 ΚΒ (3) του Νόμου

[14] Άρθρο 44 ΚΒ (2) του Νόμου

[15] Άρθρο 44 ΚΒ (4) και (7) του Νόμου

[16] Άρθρα 44 ΚΓ και ΚΓΑ

[17] Άρθρο 44 ΚΔ και Ε

[18] Άρθρο 44 ΚΣτ

[19] Άρθρο ΚΖ

[20] Ως ο προτεινόμενος Τύπος Α, δυνάμει του Κανονισμού 5 των περί της Λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 2023,  που κατέθεσε η Αιτήτρια

[21] Έφεση/Αίτηση αρ. 74/2017 και 193/16 Ε.Δ. Λευκωσίας (από Α. ΠΑΝΤΑΖΉ - ΛΑΜΠΡΟΥ, Ε.Δ, ως ήταν τότε) + Φυλακτού

[22] Αίτηση Έφεση 208/18, Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (από την Λ. Δημητριάδου - Ανδρέου, Π.Ε.Δ., ως ήταν τότε)

[23] Αίτηση Έφεση 62/17, Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου (από την Ε. Γεωργίου Αντωνίου, Α.Ε.Δ., ως ήταν τότε)

[24] Αίτηση Έφεση 675/17, Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (από την Μ. Παπαδοπούλου, Α.Ε.Δ., ως ήταν τότε), Αίτηση Έφεση 118/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (από τον Μ. Παπαμιχαήλ Π.Ε.Δ. ως ήταν τότε) και Αίτηση Έφεση 18/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (από την Ε. Κλεόπα Α.Ε.Δ. ως ήταν τότε)

[25] Αίτηση Έφεση 24/17, Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (από το Ν. Γερολέμου ΑΕΔ, ως ήταν τότε)

[26] Όπως κατ’ αναλογία συμβαίνει σε υποθέσεις προσωρινών διαταγμάτων Παγωτά Παπαφιλίππου & Πατισερί Παναγιώτης Λίμιτεδ ν. Regis Milk Industries, Π.Ε. 127/20, ημ. 29.9.21, ECLI:CY:AD:2021:A413


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο