ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.                                                                              

  Αγωγή Αρ.: 1347/2013

Μεταξύ:

NICOS THEODOROU & SONS LIMITED

                                                                                                                     Εναγόντων

                                                            -και-

1.    N.L. NICOLAOU LIMITED

2.    Νίκου Λ. Νικολάου

                                                                                                                 Εναγόμενων

 

Αναφορικά με τον περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ. 62

 

και

 

Αναφορικά με την αίτηση των NICOS THEODOROU & SONS LIMITED                                                                                                                                            Αιτητών

                  -και-

 

1.    Νίκου Λ. Νικολάου

2.    Ελένης Νίκου Νικολάου

                                                                                                    Καθ’ ων η αίτηση

 

Αίτηση ημ. 27/3/2023 για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης

 

Ημερομηνία: 23/4/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κ. Ματθαίου

Για Καθ’ ων η αίτηση: κ. Ευσταθίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση αίτηση επιζητείται διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η μεταβίβαση μεριδίου ακινήτου, ως αυτό περιγράφεται στο αιτητικό Α της αίτησης (στο εξής «το Ακίνητο»), δια δωρεάς από τον Καθ΄ ου η αίτηση 1 στην Καθ’ ης η αίτηση 2 και η επανεγγραφή του ακινήτου στον Καθ’ ου η αίτηση 1, αιτητικό Β. Οι Καθ’ ων η αίτηση αμφισβητούν το δόλιο της μεταβίβασης.

Η αίτηση και η ένορκη δήλωση του κ. Αθανάσιου Θεοδώρου, εκ μέρους των Αιτητών,  καταγράφει ουσιαστικά αναντίλεκτα γεγονότα. Αυτά έχουν ως εξής: Την 21/2/2013 καταχωρήθηκε αγωγή, ενώ την 10/12/2020 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση όπως οι Εναγόμενοι καταβάλουν στους Ενάγοντες €7.294,33 πλέον τόκο 2% το χρόνο πλέον έξοδα. Διατάχθηκε επίσης η αναστολή της απόφασης για 2 έτη, πλην του δικαιώματος εγγραφής ΜΕΜΟ και των δικηγορικών εξόδων. Ουδέν ποσό καταβλήθηκε ενώ ο Καθ’ ου η αίτηση 1 την 23/12/2020 μεταβίβασε το Ακίνητο δυνάμει δωρεάς στην Καθ’ ης η αίτηση 2, κακόπιστα και δόλια με σκοπό την παρεμπόδιση εκτέλεσης της απόφασης, ως ο ομνύοντας υποστηρίζει.

Οι Καθ’ ων η αίτηση με τους λόγους ένστασης τους αντιτείνουν ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε με καλή πίστη, χωρίς πρόθεση παρεμπόδισης ή καθυστέρησης, αλλά λόγω φυσικής στοργής και αγάπης. Η αίτηση είναι καταχρηστική, παράτυπη και αντινομική. Υποστηρίζεται, πάντα μέσω των λόγων ένστασης, ότι η διαδικασία μεταβίβασης είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 2020 όταν ο Καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν εξ αποφάσεως οφειλέτης.

Με ένορκη δήλωση του που συνοδεύει την ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης, ο Καθ’ ου η αίτηση 1 αναφέρεται στη βεβαρυμμένη υγεία του και την σχετική ταλαιπωρία που υφίσταται, αφού είχε καταχωρηθεί και παλαιότερα ταυτόσημη με την υπό εξέταση αίτηση και απορρίφθηκε, λόγω μη εμφάνισης των δικηγόρων των μερών. Αναφέρει ότι για την επίδικη μεταβίβαση είχε ξεκινήσει τη διαδικασία από τον Οκτώβριο του 2020, όταν και ζήτησε συνάντηση με το αρμόδιο τμήμα (Τεκμήριο 2). Τότε, υποστηρίζει, δεν γνώριζε ποια θα είναι η έκβαση της αγωγής. Όταν τελικώς ειδοποιήθηκε την 23/12/2020 μετέβη στο Κτηματολόγιο και ολοκλήρωσε τη διαδικασία μεταβίβασης. Δεν είχε πρόθεση να ξεγελάσει ή να αποφύγει με τη μεταβίβαση του μεριδίου του Ακινήτου στην Καθ’ ης η αίτηση 2, σύζυγο του, ισχυρίζεται. Στο Ακίνητο διαμένουν από το 1990 με την Καθ’ ης η αίτηση 2 σύζυγο του και δυο ενήλικα τέκνα τους. Είναι η μοναδική του ακίνητη περιουσία και την μεταβίβασε στη σύζυγο του για λόγους αγάπης, για τη φροντίδα που παρέχει στην οικογένεια και το εγγόνι τους, αλλά και με σκοπό να μεταβιβάσουν τελικώς το ακίνητο στο πρώτο τους εγγόνι.

Για τους σκοπούς της παρούσας αντεξετάστηκε ο Καθ’ ου η αίτηση 1. Η αξιολόγηση του είναι απαραίτητη και θα επικεντρωθεί στην επίλυση των επίδικων ζητημάτων, όπως προκύπτουν εκ των ως άνω[1]. Συγκεκριμένα επίδικα ζητήματα εν προκειμένω προκύπτει ότι είναι το αν η μεταβίβαση του Ακινήτου ήταν δόλια ή το αποτέλεσμα της φυσικής στοργής και αγάπης του Καθ’ ου η αίτηση 1 προς τη σύζυγο του Καθ’ ης η αίτηση 2.

Μέσω της μαρτυρίας του Καθ’ ου η αίτηση 1 καταδείχθηκε και ήταν διάχυτη η αντιφατική του στάση. Ως προς το κύριο και μόνο επίδικο ζήτημα, ενώ στην ένορκη του δήλωση ο Καθ’ ου η αίτηση 1 καταγράφει ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε λόγω στοργής και αγάπης προς τη σύζυγο του, στην αντεξέταση του ανέφερε κάτι πολύ διαφορετικό. Συγκεκριμένα μετά από σχετική ερώτηση του κ. Ματθαίου ο Καθ’ ου η αίτηση 1 απάντησε ότι «ήδη από τις 04/11, ενώ ξεκίνησα από τον Σεπτέμβριο να πάρω την απόφαση να δώσω το άλλο μισό στη γυναίκα μου, για τον λόγο ότι τα πήρε η Altamira ό,τι είχα». Είναι προφανής η αντίφαση ως προς τη σκοπιμότητα της επίδικης μεταβίβασης. Από τη μία γίνεται λόγος σε φυσική στοργή και αγάπη προς τη σύζυγο του και από την άλλη ότι του πήραν ό,τι είχε λόγω χρέους και αυτό γέννησε την ανάγκη μεταβίβασης.

Κατά την αντεξέταση του συνεχίστηκαν οι παλινωδίες ως προς τούτο το επίδικο ζήτημα. Άλλη εκδοχή για το λόγο της μεταβίβασης ήταν η απολογία για όσα τους στέρησε αλλά και το ότι αρχικά το ακίνητο ανήκε στους γονείς της συζύγου του και το ότι ο ίδιος έχει προβλήματα υγείας, ενώ η κόρη τους ενοικιάζει ακίνητο. Τελικώς έθεσε ότι σκοπός τους ήταν να μεταβιβαστεί το ακίνητο στο εγγόνι τους, κάτι που δεν έγινε μέχρι σήμερα.

 

Επιπλέον και ο χρονικός προσδιορισμός που δημιούργησε την ανάγκη της επίδικης μεταβίβασης μεταλλασσόταν αναλόγως της ερώτησης που γινόταν στον Καθ’ ου η αίτηση 1. Αρχικά είπε ότι το αποφάσισε όταν του πήρε όλη την περιουσία η Altamira, στη συνέχεια όταν είχε πάρει τη σύνταξη του και μετά όταν διαγνώστηκε με προβλήματα υγείας. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατά την αντεξέταση του μετέθεσε και τον χρόνο της συνταξιοδότησης του. Αρχικά τον καθόρισε τον 9/2020 και μετά το 12/2020. Αυτή η αντίφαση έχει σημασία γιατί θέτοντας το χρόνο της συνταξιοδότησης του τον 9/2020 προσπάθησε να αναδείξει το γεγονός αυτό ως λόγο για την επίδικη μεταβίβαση, ενώ θέτοντας το 12/2020 ως το μήνα συνταξιοδότησης, επιχείρησε να καταδείξει αδυναμία πληρωμής του χρέους.

Ακόμα και αναφορικά με τη γνώση του για την εξέλιξη της αγωγής και τελικώς τη δήλωση της ο Καθ’ ου η αίτηση είχε ασταθείς θέσεις. Κατά την αντεξέταση του είπε κατά λέξη «Λόγω κορονοϊού... 04/11 σφραγίστηκαν τα έγγραφα που πήραμε για να τα μεταβιβάσουμε, εγώ δεν ήξερα ότι θα έχω υπόθεση Δικαστήριο τον 12ο, τη συγκεκριμένη περίπτωση». Η εν λόγω αναφορά του αντιφάσκει με τις παραδοχές του ότι γνώριζε για την καταχώρηση της αγωγής από το 2013, αλλά και με το ότι τελικώς τον 12/2020 δέχθηκε απόφαση, ενώ ήταν παρών. Δεν είναι άλλωστε δυνατόν 2 μήνες πριν η αγωγή δηλωθεί, να μην γνώριζε καν σε ποιο σημείο βρισκόταν ή έστω την ημερομηνία ορισμού της.

Είναι προφανής η σύγχυση στις θέσεις του Καθ’ ου η αίτηση 1 και η ανακάλυψη άλλοτε νέων και άλλοτε διαφοροποιημένων λόγων και χρόνου απόφασης για τη μεταβίβαση. Τούτη η σύγχυση, η ασταθείς τοποθετήσεις ως προς τον ακριβή λόγο της μεταβίβασης, καθιστούν ακροσφαλή την αποδοχή της μαρτυρίας του Καθ’ ου η αίτηση. Γενικά ο Καθ’ ου η αίτηση 1 είχε μια αρνητική στάση, σε πολλές πτυχές της μαρτυρίας του άφηνε να νοηθεί ότι δεν οφείλει να καταβάλει ποσό στους Αιτητές, γιατί παλαιότερα ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του. Άλλοτε επικαλείτο ότι δεν μπορεί να τους πληρώσει το ποσό που συμφώνησε και μάλιστα ζήτησε και αναστολή 2 ετών για να το καταβάλει. Εντός των δύο αυτών ετών, από την αντεξέταση του καταδείχθηκε ότι αποξένωσε το Ακίνητο και συνταξιοδοτήθηκε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εξοφληθεί το εξ αποφάσεως χρέος του.

Οι αρχές του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου (ΚΕΦ.62) (στο εξής «ο Νόμος»), κύρια νομική βάση της αίτησης, συνοψίζονται στην Τζίεπρα ν. Σάββα [2013] 1 Α.Α.Δ. 2410, όπου αποφασίστηκε ότι:

"Το Κεφ. 62, και ειδικά το Άρθρο 4, παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως «δόλια» βάσει των διατάξεων του Άρθρου 3 του Νόμου. Το Άρθρο 3(1) του Κεφ. 62 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κάθε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας, που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε απ' αυτούς να ανακτήσουν απ' αυτόν τα χρέη τους, θα θεωρείται ότι είναι δόλια και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών.»

 

Από το άρθρο 3(2) του Νόμου προκύπτει ότι σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων διά δωρεάς σε σύζυγο, το βάρος απόδειξης ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν καλή τη πίστη και όχι με πρόθεση να παρεμποδιστούν ή να καθυστερήσουν πιστωτές, το έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση[2]. Υπάρχει τεκμήριο το οποίο λειτουργεί υπέρ του πιστωτή με τον οφειλέτη να βαρύνεται με την απόδειξη του αντιθέτου. Απόδειξη που ικανοποιείται στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων[3].

Αρχικά το ότι δεν είχε εκδοθεί η απόφαση όταν εκφράστηκε η αρχική πρόθεση μεταβίβασης του Ακινήτου δεν διαφοροποιεί την ευρύτερη εικόνα της υπόθεσης. Ακόμα δηλαδή και αν κριθεί ότι η πρόθεση για μεταβίβαση εκφράστηκε πρώτη φορά δύο μήνες πριν τη δήλωση απόφασης, τούτο δεν δεικνύει καλή πίστη εκ μέρους των Καθ’  ων η αίτηση ειδικά αν κριθεί ότι: η αγωγή καταχωρήθηκε και υφίστατο από το 2013, δηλώθηκε απόφαση την 10/12/2020 στην παρουσία του Καθ’ ου η αίτηση, από την αναστολή της οποίας εξαιρείται το δικαίωμα ΜΕΜΟ και η επίδικη μεταβίβαση ολοκληρώθηκε 23/12/2020. Όπως προβλέπεται στο άρθρο 4 του Νόμου, αυτός εφαρμόζεται ακόμη και για μεταβιβάσεις που έγιναν πριν την έγερση της αγωγής[4].

Εν προκειμένω είναι σαφές ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν απόσεισε το βάρος απόδειξης που του εναποτίθεται. Κάποιους μήνες πριν δεχθεί απόφαση σε αγωγή που εκκρεμούσε εναντίον του αποφάσισε να μεταβιβάσει το μοναδικό ακίνητο του. Πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης, την 10/12/2020 δέχθηκε απόφαση, η οποία αναστάληκε για 2 έτη. Από την αναστολή εξαιρείτο το δικαίωμα εγγραφής επιβάρυνσης σε περιουσία του (ΜΕΜΟ). Την 23/12/2020 ολοκλήρωσε την μεταβίβαση στη σύζυγο του, με αποτέλεσμα να μην του απομείνει καμία περιουσία, ενώ το ίδιο διάστημα συνταξιδοτήθηκε, ώστε να παραμένει μέχρι σήμερα απλήρωτο το εξ αποφάσεως χρέος. Όπως έχει νομολογηθεί ο χρόνος της μεταβίβασης και η οικονομική κατάσταση του εξ αποφάσεως χρεώστη, λαμβάνονται υπόψη στη διεργασία απόφασης του Δικαστηρίου ως προς το αν η μεταβίβαση έγινε δόλια[5].

Το ως άνω συμπέρασμα, για το δόλιο της μεταβίβασης, ενισχύεται από τη στάση του Καθ’ ου η αίτηση. Αρχικά ο Καθ’ ου η αίτηση 1 δεν εξήγησε γιατί η αγάπη και στοργή προς την οικογένεια του πυροδότησε τη μεταβίβαση, κάποιους μήνες έστω πριν δεχθεί απόφαση και όχι προηγουμένως. Οι όποιες εξηγήσεις έδωσε, ήταν αντιφατικές μεταξύ τους και δεν συνήδαν με τον χρόνο και τα δεδομένα που έθετε, ως αναλύθηκε παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και τεκμήρια ικανά αφενός να αποδείξουν τους ισχυρισμούς του και αφετέρου να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που φέρει.

Εγείρεται από τους Καθ’ ων η αίτηση ισχυρισμός περί καταχρηστικής καταχώρησης της αίτησης και δεδικασμένου λόγω της προηγούμενης απόρριψης ταυτόσημης αίτησης. Αρκεί να αναφερθεί ότι από τη στιγμή που το Δικαστήριο δεν είχε διαγνώσει δικαστικά τα ουσιαστικά δικαιώματα των διαδίκων σχετικά με αυτήν δεν δημιουργείται δεδικασμένο[6]. Ούτε έχει δοθεί μαρτυρία για την όποια κακόπιστη στάση των Αιτητών.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη: Α. το χρόνο που έγινε η μεταβίβαση, Β. την οικονομική κατάσταση του Καθ’ ου η αίτηση 1 τη δεδομένη στιγμή, Γ. το πλήθος αντιφάσεων του σχετικά με τον χρόνο και λόγο της μεταβίβασης και Δ. ότι τελικώς ο Καθ’ ου η αίτηση δεν απέσεισε το βάρος να αποδείξει ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε με καλή πίστη,  κρίνεται ότι η επίδικη μεταβίβαση έγινε δόλια, ως ο Νόμος ορίζει.

Στη βάση των πιο πάνω, η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται η μεταβίβαση του Ακινήτου ημ. 23/12/2020 στην Καθ’ ης η αίτηση 2 και διατάζεται η επανεγγραφή του στο όνομα του Καθ’ ου η αίτηση 1. Κατ' εφαρμογή του εδαφίου 2 (γ) του άρθρου 91(Γ) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, η ως άνω ακύρωση της εγγραφής και η επανεγγραφή στο όνομα του Καθ' ου η αίτηση 1, να συνοδεύεται ταυτόχρονα με εγγραφή του εξ' αποφάσεως χρέους ως επιβάρυνσης επί του Ακινήτου.  Επιδικάζονται επίσης δικηγορικά έξοδα ύψους €900 υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητή

 



[1] Gron ν. Χαραλαμπίδη, Πολιτική Εφεση Αρ. 328/2013, 16/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A146

[2] Σωτήρης Νικόλα Γιαννίτσαρος κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε151/2015, 9/5/2023, ECLI:CY:AD:2023:A158

[3] ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ. Λτδ κ.ά. ν. Lakis Georgiou Construction Ltd, Πολ. Εφ. 214/2012, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A422, ECLI:CY:AD:2018:A422

[4] Βλ. ο.π.π. υποσημ. 2

[5] Φ. ΖΙΤΤΗ κ.α. ν. ΦΘΑΡΤΕΜΠΟΡΙΚΗ Α/ΦΟΙ Α. ΚΑΤΣΑΡΗΣ Π. ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε92/2014, 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A308

[6] Κανάρης Ανδρέας ν. Μιχάλη Λοΐζου και Άλλων (2006) 1 ΑΑΔ 599


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο