ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΛΟΥΚΑ Ε.Δ

ΑρΑγωγής: 6733/15 

 

ΜΕΤΑΞΥ:

 

Νίκου Νικολάου

Ενάγοντα

 

-και-

 

1.    Μαρίας Νικολάου

2.    Θεογνωσίας Κοντάκη

3.    Μάριου Κοντάκη

Εναγόμενων

 

Ημερομηνία:  13/5/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Ρ. Βραχίμης

Για Εναγόμενους 2 και 3: κ. Κ. Μάμαντος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Ο Ενάγοντας και η Εναγόμενη 1 αφού παντρεύτηκαν αγόρασαν μια οικία ως περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης (στο εξής «η Οικία»). Όταν χώρισαν ο Ενάγοντας έπαψε να διαμένει στην Οικία και η Εναγόμενη 1 την ενοικίασε στους Εναγόμενους 2 και 3. Αυτό πυροδότησε την αντίδραση του Ενάγοντα, αντίδραση που κορυφώθηκε με την καταχώρηση της υπό εξέταση αγωγής. Βάση της αγωγής είναι η παράνομη επέμβαση. Η αγωγή αποσύρθηκε εναντίον της Εναγόμενης 1 και εκδικάστηκε για τους Εναγόμενους 2 και 3. Οι τελευταίοι αντιτείνουν ότι νομίμως τους ενοικιάστηκε η Οικία και εν πάση περιπτώσει ο Ενάγοντας δεν είχε κατοχή της, άρα δεν μπορεί να επιτύχει η βάση αγωγής της παράνομης επέμβασης. Τα ως άνω σκιαγραφούν τα περιστατικά της υπόθεσης, όπως καθορίζονται στα δικόγραφα και θα αναλυθούν κατωτέρω.

 

Για σκοπούς περιορισμού των επίδικων θεμάτων, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι μέσω των δικογράφων, της αντεξέτασης μαρτύρων, αλλά και των θέσεων που προωθήθηκαν από τους διάδικους κατά τις τελικές τους αγορεύσεις, προκύπτουν παραδεκτά γεγονότα. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

Α. Ο Ενάγων και η πρώην Εναγόμενη 1 αγόρασαν την Οικία την 23/11/2009 (Τεκμήριο 1). Κατέθεσαν το αγοραπωλητήριο στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο, ενεγράφησαν ως αγοραστές της Οικίας, αλλά δεν προκύπτει να έλαβαν τίτλο ιδιοκτησίας (Τεκμήριο 2).

 

Β. Ο Ενάγων με την πρώην Εναγόμενη 1 χώρισαν, έλαβαν διαζύγιο. Ο Ενάγων τουλάχιστον από το Μάιο του 2013 δεν διέμενε στην Οικία. Εκεί διέμενε η πρώην Εναγόμενη 1 με το τέκνο τους.

 

Γ. Η πρώην Εναγόμενη 1 ενοικίασε στην Εναγόμενη 2 την Οικία, με το Ενοικιαστήριο Έγγραφο Τεκμήριο 3, την 1/3/2015. Η συμφωνία τους ανανεώθηκε και για τα επόμενα έτη, μέχρι το 2020. Τουλάχιστον μέρος του ποσού που λάμβανε η πρώην Εναγόμενη 1 ως ενοίκιο κατατίθετο σε κοινό με τον Ενάγοντα λογαριασμό δανείου.

 

Δ. Πριν την καταχώρηση της αγωγής ο Ενάγων απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 26/3/2015 στην πρώην Εναγόμενη 1 και την Εναγόμενη 2, με την οποία τις καλούσε να εκκενώσουν την Οικία ή να εξασφαλίσουν νόμιμο ενοικιαστήριο έγγραφο (Τεκμήριο 4).

 

Ε. Την 20/10/2020 η Οικία μεταβιβάστηκε σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα προς απάλειψη του δανείου του Ενάγοντα και της πρώην Εναγόμενης 1, έτσι συμφωνήθηκε και η απόσυρση της υπό εξέταση αγωγής εναντίον της τελευταίας.

 

Τα ως άνω, ως παραδεκτά και αναντίλεκτα, καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου παραμένουν ως επίδικα, κυρίως νομικά, ζητήματα τα εξής:

Α. Αν ο Ενάγων είχε κατοχή ή έστω την όποιας μορφής κατοχή στην Οικία. Συγκεκριμένα ο Ενάγων δικογραφεί ότι διατηρούσε με διάφορους τρόπους αδιάλειπτη κατοχή και χρήση της Οικίας. Από την άλλη οι Εναγόμενοι 2 και 3 υποστηρίζουν ότι από το 2012 ο Ενάγων δεν είχε την όποια κατοχή.

Β. Έτερο επίδικο αποτελεί το αν η ενοικίαση της Οικίας από την πρώην Εναγόμενη 1 στους Εναγόμενους 2 και 3 ήταν παράνομη.

Γ. Αμφισβητείται ακόμη η ενοικιαστική αξία της Οικίας. Αν δηλαδή το ενοίκιο που κατέβαλλαν οι Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν πολύ χαμηλό σε σχέση με την ενοικιαστική αξία της, ως επιχείρησε να την αποδείξει ο Ενάγων.

Τα ως άνω είναι όσα παραδεκτά και επίδικα προκύπτουν εκ των δικογράφων και της μαρτυρίας. Παρέλκει, επομένως, η λεπτομερής παράθεση των όσων περιέχονται στα δικόγραφα. Αρκεί να αναφερθεί ότι προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από τους Εναγόμενους 2 και 3 τελικώς δεν προωθήθηκαν, ενώ η όλη μαρτυρία, ως θα αναλυθεί κατωτέρω, περιορίστηκε εν πολλοίς και εστιάστηκε στα ως άνω επίδικα.

Προς απόδειξη της υπόθεσης του κατέθεσε ο Ενάγων και παρουσίασε μαρτυρία εκτιμητή ακινήτων,  αναφορικά με την ενοικιαστική αξία της Οικίας. Εκ μέρους των Εναγόμενων κατέθεσε ο Εναγόμενος 3. Τελικώς κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις από τα μέρη, στις οποίες θα γίνεται αναφορά όπου κριθεί σκόπιμο.

Δεν θα παραθέσω τα όσα κατέθεσε ο κάθε μάρτυρας με λεπτομέρεια, αφού το σύνολο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της διαδικασίας και τα έχω υπόψη μου. Προχωρώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, έχοντας υπόψη τα επίδικα θέματα με σκοπό να καταστεί δυνατή η εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και δεδομένα που περιβάλλουν την υπόθεση και είναι, ακολούθως, καθοριστικά για το αποτέλεσμα[1]. Ως είναι νομολογιακά καθιερωμένο η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα επί σημείων που αφορούν τα επίδικα θέματα[2].

Αρχικά είναι αναγκαία η ανάλυση συγκεκριμένων εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Ειδικότερα, το Τεκμήριο 1 είναι συμφωνία ημερομηνίας 23/11/2009 μεταξύ του εργολάβου και τότε ιδιοκτήτη της Οικίας, ως πωλητή και του Ενάγοντα και της πρώην Εναγόμενης 1, ως αγοραστές. Σε αυτή συμφωνείται η αγορά της Οικίας, καθορίζεται το ποσό και προνοείται ότι ο πωλητής είναι υπόχρεος να προβεί σε όλες τις ενέργειες για έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να επεσυνέβη, αφού στο Πιστοποιητικό Έρευνας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Τεκμήριο 2, ο Ενάγων δεν φαίνεται να έχει εγγεγραμμένη επ’ ονόματι του την Οικία. Πλην όμως κατέθεσε Πιστοποιητικό Έρευνας για Πωλητήριο Έγγραφο, ημερομηνίας 6/3/2020, όπου φαίνεται να έχει κατατεθεί το πωλητήριο έγγραφο για την Οικία και επ’ αυτού φαίνονται ως αγοραστές ο Ενάγων και η πρώην Εναγόμενη 1.

Το Τεκμήριο 3 είναι η συμφωνία μεταξύ πρώην Εναγόμενης 1 και Εναγόμενης 2, ημερομηνίας 1/3/2015. Είναι σαφές ότι με το Τεκμήριο 3 παραχωρείται στην Εναγόμενη 2 η κατοχή της Οικίας (βλ. όρο 1), μέχρι το τέλος του 2015, με δικαίωμα ανανέωσης. Το τίμημα καθορίζεται στα €350 μηνιαίως, ενώ σε περίπτωση ανανέωσης από την 1/1/2014 το τίμημα θα ήταν €400.

Με το Τεκμήριο 4, επιστολή ημερομηνίας 25/3/2015, την ο Ενάγων αποστέλλει στους Εναγόμενους, εγείρει τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία Τεκμήριο 3 είναι παράνομη και εξ’ υπαρχής άκυρη γιατί δεν εξασφαλίστηκε πριν την υπογραφή, η σύμφωνη γνώμη του, ως συνιδιοκτήτης. Καταλήγει καλώντας σε εκκένωση της Οικίας ή την εξασφάλιση νόμιμου ενοικιαστηρίου εγγράφου.

Ο Ενάγων κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας στη διαδικασία (ΜΕ 1). Τα όσα τεκμήρια κατάθεσε δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά και αποτελούν μεγάλο μέρος των παραδεκτών. Κατά την κυρίως εξέταση και την αντεξέταση του ήταν νευρικός, δυσκολευόταν να αντιληφθεί τις ερωτήσεις που του γίνονταν, ακόμα και για απλά ζητήματα, και βρισκόταν σε καθεστώς σύγχυσης. Λόγω τούτης της κατάστασης του πολλές φορές δεν απαντούσε σε ότι ερωτάτο, ενώ σε άλλες του επεξηγείτο η ερώτηση ξανά και ξανά. Γενικά δεν άφησε την εικόνα μάρτυρα που είχε σταθερές και ξεκάθαρες θέσεις. Κάθε άλλο, άλλοτε δεν θυμόταν και άλλοτε αντίφασκε, συσκοτίζοντας την κατάσταση των πραγμάτων παρά να τη φωτίζει.

Η επ’ ακροατηρίω μαρτυρία του, ως προς τα επίδικα πάντα, έβριθε αντιφάσεων. Αρχικά ως προς το χρόνο που η πρώην Εναγόμενη 1 εγκατέλειψε την Οικία, ενώ δικογραφείται ως ο Ιανουάριος του 2014, στη Γραπτή του Δήλωση, Έγγραφο Α, καταγράφει ότι εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 2015, ενώ αντεξεταζόμενος όρισε το χρόνο αυτό το Μάρτιο του 2015. Η ως άνω αντίφαση είναι ιδιαιτέρως σημαντική σε σχέση με το επίδικο ζήτημα της κατοχής, αφού από την απάντηση του ΜΕ 1 κατά την αντεξέταση του προκύπτει η συνεχής κατοχή της Οικίας από την πρώην Εναγόμενη 1 μέχρι την ενοικίαση της στους Εναγόμενους 2 και 3. Τούτη η θέση μάλιστα του υποβλήθηκε από τον κ. Μάμαντος και ο Ενάγων απέφυγε να απαντήσει. Είναι γνωστό στο Δικαστήριο ότι δεν είναι επιτρεπτό μαρτυρία να κρίνεται αντιφατική και ο προσφέρων αυτή διάδικος ως μάρτυρας αναξιόπιστος, με έρεισμα μόνο την παρέκκλιση από τις δικογραφημένες του θέσεις[3]. Εδώ όμως αφενός η αντίφαση άπτεται της ουσίας των επίδικων και αφετέρου αποτελεί μόνο μια από σειρά αντιφάσεων ως εκτίθενται αμέσως κατωτέρω.

Η μαρτυρία του ήταν αντιφατική και αναφορικά με το πως ο ίδιος είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί το ακίνητο. Αρχικά ανέφερε ότι και ο ίδιος είχε σκοπό να ενοικιάσει την Οικία και μάλιστα είχε βρει 2- 3 ενδιαφερόμενους που πρόσφεραν €800. Στη συνέχεια της αντεξέτασης όμως είπε ότι σκεφτόταν και ο ίδιος να πάει να μείνει εκεί, μέχρι να πιάσει η Τράπεζα την Οικία. Ο ΜΕ 1 άλλαζε τον τρόπο που προσέγγιζε το ζήτημα αναλόγως των ερωτήσεων που του γίνονταν. Αρχικά ισχυριζόταν ότι μπορούσε να ενοικιάσει και ο ίδιος την Οικία και να λάμβανε πολύ ψηλότερο ενοίκιο, για να καταδείξει ότι η συμφωνία των Εναγομένων ήταν ετεροβαρής και το αντίτιμο της πολύ μικρό. Όταν του ζητήθηκε να πει τις ενέργειες που έγιναν για να καταλήξει σε αυτό το ψηλότερο ενοίκιο, άλλαξε την απάντηση του λέγοντας ότι θα μπορούσε να έμενε στην Οικία ο ίδιος. Στη συνέχεια, δε, παραδέχτηκε ότι τον ορισμό του ενοικίου στα €800 τον υπολόγισε ο ίδιος βλέποντας τις τιμές στην περιοχή, με τις παλινωδίες να συνεχίζονται κατά την επανεξέταση όταν είπε ότι αρχές του 2015 έκανε ενέργειες ο ίδιος για να ενοικιάσει την Οικία. Ο ΜΕ 1, λοιπόν, δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι έκανε την όποια ενέργεια για να ενοικιάσει την Οικία και μετάλλασσε τη θέση του όταν του ζητείτο να αποκαλύψει αυτές τις ενέργειες, λέγοντας ότι σκεφτόταν και ο ίδιος να διαμείνει στην Οικία, με προφανή την αντίφαση μεταξύ των δύο.

Ακόμα ο ΜΕ 1 παραδέχθηκε ότι από τον Ιούνιο του 2012 δεν διέμενε στην Οικία. Από τότε είχε μείνει άνεργος και δεν μπορούσε να τη συντηρήσει, είπε. Από τότε και για δυόμιση έτη, ουδεμία ενέργεια δεν έκανε για να ενοικιάσει την Οικία. Μόνο όταν η Οικία ενοικιάστηκε στους Εναγόμενους, ο ΜΕ 1 εγείρει ατεκμηρίωτα ότι είχε κάνει και ο ίδιος ενέργειες για την ενοικίαση με μεγαλύτερο ποσό. Μάλιστα όταν του ζητείται σχετική τεκμηρίωση, μεταλλάσσει τη θέση του αναφέροντας ότι ήθελε να διαμείνει και ο ίδιος εκεί ή ότι είναι στη βάση των τιμών της περιοχής που υπολόγισε το ποσό που θεωρεί ο ίδιος ως λογικό για την ενοικίαση της Οικίας. Ούτε στο Τεκμήριο 4 που αποστάλθηκε την επίδικη περίοδο αναφέρεται το οτιδήποτε σε σχέση με το ύψος του ενοικίου που συμφωνήθηκε ή τις δικές του ενέργειες για ενοικίαση. Συνεπώς οι ισχυρισμοί του ως προς τις προσπάθειες ενοικίασης από τον ίδιο, κρίνονται ως εκ των υστέρων σκέψεις.

Έχει ιδιαίτερη σημασία η χρονική περίοδος που αποφάσισε ο Ενάγων να ασχοληθεί με την Οικία. Όταν είδε ότι η Οικία προσφέρει χρήματα στην πρώην σύζυγο του, τότε επέλεξε να λάβει νομικά διαβήματα εναντίον της ίδιας και των ενοικιαστών, έστω και αν προσέφεραν στην αποπληρωμή της δόσης του. Ενώ από το 2012 δεν ασχολήθηκε, λόγω της ανεργίας του και των λοιπών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, ξαφνικά και αφού η Οικία κατέστη προσοδοφόρα με ενέργειες άλλων, είδε την ευκαιρία να επωφεληθεί από αυτήν. Η καιροσκοπική στάση του καταδεικνύεται από τις αντιφάσεις ως προς την κατ’ ισχυρισμό προσπάθεια του για ενοικίαση της Οικίας, όπως πρώτη φορά τον ήγειρε κατά την επ’ ακροατηρίω μαρτυρία του.

Είναι μάλιστα οξύμωρο ο ΜΕ 1 να παραπονείται γιατί δεν ερωτήθηκε πριν συμφωνηθεί η ενοικίαση της Οικίας από την Εναγόμενη 2, ενώ ισχυρίζεται ότι και ο ίδιος σκοπό είχε την ενοικίαση, έστω για ψηλότερο ποσό. Έτι δε περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι όπως ο Ενάγων παραδέχτηκε, η πρώην Εναγόμενη 1 κατέθετε το ποσό που λάμβανε ως ενοίκιο προς αποπληρωμή του κοινού δανείου τους. Το γεγονός ότι η δόση του δανείου τους ήταν πολύ ψηλότερη του ποσού ενοικίου δεν αλλάζει την εικόνα, αφού προηγουμένως κανένα ποσό δεν λαμβανόταν ή πληρωνόταν προς τούτο τον σκοπό.

Όπως καταγράφεται και πιο πάνω ο ΜΕ 1 παραδέχθηκε ότι από τον Ιούνιο του 2012 δεν διέμενε στην Οικία. Στη γραπτή του δήλωση Έγγραφο Α αναφέρει ότι επιδίωκε να πάει να διαμείνει στην Οικία αλλά δεν δεχόταν η πρώην Εναγόμενη 1. Τούτο είναι κάτι που τουλάχιστον στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση που είχε καταχωρήσει η πρώην Εναγόμενη 1, όπως φαίνεται στο φάκελο του Δικαστηρίου, το αρνείται σθεναρά. Εκεί αξιώνονταν μάλιστα ως ανταπαίτηση ποσά για τη συντήρηση της Οικίας. Εν πάση περιπτώσει η θέση του ΜΕ 1 είναι ότι επισκεπτόταν ενίοτε την Οικία, μέχρι που η πρώην Εναγόμενη 1 άλλαξε την κλειδαριά. Τούτη η δραστηριότητα του μαζί με την κατάθεση πωλητήριου εγγράφου, είναι που θεωρεί ότι αποτελούν κατοχή για σκοπούς της παρούσας. Το ζήτημα της κατοχής, βέβαια, είναι νομικό και θα εξεταστεί από το Δικαστήριο. Πλην όμως και στο ζήτημα της κατοχής οι θέσεις του ΜΕ 1 ήταν νεφελώδεις. Από τη μια ισχυρίστηκε ότι δεν του επέτρεπε η πρώην σύζυγος του να παραμείνει στην Οικία, από την άλλη ότι επισκεπτόταν συχνά την Οικία για να παρακολουθεί την κατάσταση της και τελικώς αντεξεταζόμενος υποστήριξε ότι είχε κατοχή μέχρι το 2020.

Γενικά οι ασταθείς και αντιφατικές θέσεις του Ενάγοντα, δεν μπορούν να αποτελέσουν στέρεο βάθρο στο οποίο θα στηριχθεί το Δικαστήριο. Η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Ο Παναγιώτης Αχιλλέως (ΜΕ 2) είναι εκτιμητής ακινήτων και κατέθεσε με σκοπό να καταδείξει το αγοραίο ενοίκιο της Οικίας. Κατέθεσε την Έκθεση Εκτίμησης του ως Έγγραφο Β. Στο Έγγραφο Β αναφέρει ότι δεν του δόθηκε τίτλος ιδιοκτησίας, άδεια οικοδομής, πολεοδομική άδεια ή όποιο άλλο έγγραφο αφορά την Οικία. Έγινε υπόθεση ότι το ακίνητο είναι ελεύθερο κατοχής, χωρίς εμπράγματα βάρη, υποθήκη ή δεσμεύσεις που θα επηρέαζαν αρνητικά την αγοραία αξία του (σελ. 4 του Εγγράφου Β). Η ημερομηνία εκτίμησης είναι η 10/11/2023. Έγινε μόνο εξωτερική αυτοψία της Οικίας και ερευνήθηκαν το κοινωνικό και οικονομικό προφίλ της περιοχής. Έγινε υπόθεση ότι η κατοικία εσωτερικά βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Αναλύθηκε η τοποθεσία του ακινήτου, τα πολεοδομικά και νομικά χαρακτηριστικά του, δεν λήφθηκαν υπόψη συγκριτικά ενοίκια λόγω μεγάλης απόκλισης στις τιμές και τελικώς καθορίστηκε η αγοραία αξία του ακινήτου και πολλαπλασιάστηκε επί ποσοστού επί της εκατό. Το ποσοστό επί της εκατό εξήγησε ότι καθορίζεται με τη μέθοδο άμεσης κεφαλαιοποίησης, χρησιμοποιώντας συντελεστή απόδοσης, ο οποίος καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα μετατρέποντας την αγοραία αξία σε αγοραίο ενοίκιο.  Στο Έγγραφο Β επισημαίνεται ότι η εκτίμηση έγινε σε καθεστώς «εκτιμητικής αβεβαιότητας», λόγω της «νέας τάξης πραγμάτων» (σελ. 17).

Εξήγησε κατά την κυρίως του εξέταση ότι έχει εξετάσει το κόστος κατασκευής και το κόστος γης, ως αγοραία αξία και τη μετέτρεψε με ένα ποσοστό απόδοσης, το οποίο καθορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα και το RICS, Royal Institution of Chartered Surveyors, με τον οποίον συντελεστή προσπάθησε να προσεγγίσει το δίκαιο αγοραίο ενοίκιο της κάθε χρονικής περιόδου.

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ 2 εξέφρασε απόψεις και θέσεις αντίθετες με το ίδιο το Έγγραφο Β. Απάντησε σε ερώτηση αντεξέτασης ότι εμπράγματα βάρη, τα οποία φαίνεται να είχε η Οικία, δεν θα επηρέαζαν την εκτίμηση του. Ο ίδιος, όμως, στο Έγγραφο Β αναφέρει ότι οποιαδήποτε βάρη, υποθήκη ή δέσμευση θα επηρέαζαν αρνητικά την αξία του ακινήτου (βλ. σελ. 4).

 

Παραδέχτηκε ότι δεν έγινε εμβαδομέτρηση, στο Έγγραφο Β καθορίζει τη συνολική επιφάνεια του χωραφιού στα 1382 τετραγωνικά μέτρα, ενώ ο επισυνημμένος στο Έγγραφο Β τίτλος ιδιοκτησίας καθορίζει την έκταση στα 722 τετραγωνικά μέτρα. Ακόμα δηλαδή και για την ίδια την έκταση του χωραφιού φαίνεται να υπάρχει αντίφαση στο σώμα και τα επισυνημμένα του Εγγράφου Β. Είπε βέβαια ότι τα 1382 τετραγωνικά μέτρα που αναφέρει, συνάδουν με προηγούμενη εκτίμηση και την πλατφόρμα του κτηματολογίου, με τη διαφορά ότι στη σελίδα 28 τα στοιχεία που επισυνάπτονται από το Κτηματολόγιο, δεν συνάδουν με τα στοιχεία της Οικίας, όπως φαίνονται στο Τεκμήριο 1.

 

Αν και στο Έγγραφο Β αναφέρει ότι δεν θα ληφθούν υπόψη συγκριτικά ενοίκια, τελικώς χρησιμοποιήθηκε η συγκριτική μέθοδος, έστω σε συνδυασμό με άλλη μέθοδο. Η συγκριτική μέθοδος χρησιμοποιήθηκε για να ανευρεθεί η αγοραία αξία του ακινήτου, σε σύγκριση με άλλα ακίνητα στην περιοχή. Πλην όμως τα ακίνητα που πωλήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη, είχαν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά με την Οικία, όπως και ο ΜΕ 2 παραδέχτηκε. Η αναπροσαρμογή, δε, στην οποία προέβη δεν αναλύεται στην έκθεση του Έγγραφο Β. Δεν αναφέρεται δηλαδή ποια στοιχεία λήφθηκαν υπόψη από κάθε ακίνητο, πως αξιολογήθηκαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και τελικώς πως αναπροσαρμόστηκαν με τα χαρακτηριστικά του επίδικου ακινήτου. Με αυτό τον τρόπο, η όποια αξιολόγηση των συγκριτικών πωλήσεων επαφίεται στον υπολογισμό του ΜΕ 2, υπολογισμός που δεν προκύπτει με ποιο τρόπο έγινε.

 

Ο ΜΕ 2 δεν είδε καν το εσωτερικό της οικίας, ούτε εξέτασε αν υπάρχουν παράνομες επεμβάσεις ή υπηρεσίες ρεύματος και νερού. Ως προς τη μη εξέταση του εσωτερικού της Οικίας ανέφερε ότι ένα κτήριο που εκτίθεται σε καιρικές συνθήκες εξωτερικά και φαινομενικά είναι εντάξει, εσωτερικά θα είναι πιο εντάξει. Δεν εντόπισε σοβαρές ρωγμές ή υγρασίες. Παρά ταύτα παραμένει ως δεδομένο ότι η εσωτερική κατάσταση του ακινήτου δεν εξετάστηκε και αυτή εκτιμήθηκε με εικασίες και υποθέσεις.

 

Ο ΜΕ 2 παρουσιάστηκε για να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας, ειδικός  σε εκτιμήσεις ακινήτων. Η μαρτυρία του πραγματογνώμονα, όμως, εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού της υπόβαθρου με τον τρόπο που αποδεικνύεται κάθε άλλο γεγονός[4]. Η γνώμη του πραγματογνώμονα θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται με απόλυτη επάρκεια και πειστικότητα. Διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί και να στηριχτεί στη μαρτυρία του, έστω και αν είναι ο μόνος πραγματογνώμονας που κατάθεσε στο Δικαστήριο[5].

 

Εν προκειμένω ο ΜΕ 2 δεν έλαβε υπόψη του σημαντικά στοιχεία, όπως τα εμπράγματα βάρη επί του ακινήτου, δεν έγινε εμβαδομέτρηση με τις σχετικές ενδείξεις στην εκτίμηση του να αντιφάσκουν, ενώ δεν έδωσε στοιχεία ως προς την αναπροσαρμογή για τη σύγκριση ακινήτων με πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η εκτίμηση του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε υποθέσεις και εικασίες[6], οι οποίες τον οδήγησαν σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Όπως το ότι χωρίς να δει το εσωτερικό της Οικίας την έκρινε σε καλή κατάσταση, γιατί δεν φάνηκε εξωτερικά να έχει ρωγμές ή υγρασία. Υπάρχουν βέβαια, ως και η κοινή λογική ορίζει, συστατικά και παραρτήματα στα ακίνητα, τα οποία δεν επιθεωρήθηκαν ή εκτιμήθηκαν, όπως και η όλη εσωτερική κατάσταση ανεξαρτήτως της εξωτερικής. Η αυθαίρετη υπόθεση ως προς την κατάσταση του εσωτερικού της Οικίας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Συνακόλουθα η μαρτυρία του ΜΕ 2 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή λόγω της αντικρουόμενης θέσεως του ως προς την έκταση του χωραφιού[7], των αυθαίρετων υποθέσεων ως προς το εσωτερικό του ακινήτου[8] και των λοιπών ασαφών και αντιφατικών στοιχείων που παρέθεσε και καταγράφονται ανωτέρω.

 

Από την άλλη ο Εναγόμενος 3, ΜΥ 1, υπήρξε σταθερός στις απαντήσεις του, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και ήταν ειλικρινής. Ειδικότερα εξήγησε πως κατέληξαν να ενοικιάσουν την Οικία, μέσω μιας θείας της Εναγόμενης 2, η οποία γνώριζε την πρώην Εναγόμενη 1.  Γνώριζαν ότι η τελευταία είχε χωρίσει και τα παιδιά τους φοιτούσαν στο ίδιο σχολείο. Συμφώνησαν ότι θα κατέβαλλαν ως ενοίκιο €350 μηνιαίως και ότι θα λάβουν κατοχή της Οικίας την 1/3/2015. Ετοίμασε το Τεκμήριο 3 ο δικηγόρος της πρώην Εναγόμενης 1 και  υπέγραψαν στην παρουσία του.

 

Είχαν ξαφνιαστεί όταν ένα περίπου μήνα μετά τους επιδόθηκε το Τεκμήριο 4, επί του οποίου δεν υπήρχαν επισυνημμένα που να αποδεικνύουν την ιδιότητα του Ενάγοντα ως συνιδιοκτήτη. Ο δικηγόρος της πρώην Εναγόμενης 1 τους καθησύχασε ότι αποτελούσε ζήτημα οικογενειακών διαφορών του Ενάγοντα με την πελάτισσα του. Τους ενημέρωσε ότι τα λεφτά του ενοικίου καταθέτονταν προς όφελος κοινού δανείου του Ενάγοντα με την πρώην Εναγόμενη 1. Κατέθεσε την επιστολή Τεκμήριο 8, με την οποία ο εν λόγω δικηγόρος, μεταξύ άλλων τονίζει ότι οι ενέργειες της πελάτισσας του μειώνουν τη ζημιά και των δύο, μέσω της πληρωμής, έστω μέρους, της δόσης και καλεί τον Ενάγοντα να εγγραφεί στο ενοικιαστήριο έγγραφο. Κατατέθηκαν επίσης σειρά αποδείξεων, με τις οποίες αποδεικνύεται η πληρωμή των ενοικίων προς την πρώην Εναγόμενη 1 (Τεκμήρια 6, 7 και 9).

 

Κατά την αντεξέταση του ΜΥ 1 ήταν διάχυτη η δυσφορία του για την απόσυρση της αγωγής εναντίον της πρώην Εναγόμενης 1 και τη συνέχιση της εναντίον τους. Είπε  χαρακτηριστικά, ότι οι δυο τους τα βρήκαν, άφησαν τον ίδιο και την Εναγόμενη 2 εκτεθειμένους, ενώ καρπώνονταν προς όφελος τους τα ενοίκια που τους κατέβαλλαν. Τούτη η στάση του όμως δεν τον εξώθησε σε αντιφάσεις. Τουναντίον, εξήγησε επανειλημμένα ότι ο λόγος που δεν αποχώρησαν από την Οικία μετά την επιστολή Τεκμήριο 4 ήταν γιατί ο δικηγόρος της πρώην Εναγόμενης 1 τους διαβεβαίωνε ότι το Τεκμήριο 3 αποτελούσε νόμιμη και σε ισχύ συμφωνία και άρα είχαν νομίμως την κατοχή της Οικίας. Η σύζυγος του είναι νομικός, αλλά δεν ασκεί επάγγελμα δικηγόρου και γι’ αυτό αν και είχε καταχωρήσει εκ μέρους τους την Υπεράσπιση, στη συνέχεια τους εκπροσώπησε δικηγορικό γραφείο.

 

Εξήγησε πως πείστηκαν ότι η πρώην Εναγόμενη 1 ήταν τουλάχιστον κάτοχος, της Οικίας. Είπε ότι η πρώην Εναγόμενη 1 τους άνοιξε με κλειδί, υπήρχαν φωτογραφίες δικές της με τα παιδιά της, το σπίτι ήταν επιπλωμένο, με σαλόνι, τραπέζι, καρέκλες και τηλεόραση. Η πρώην Εναγόμενη 1 μάλιστα άφησε πράγματα στο σπίτι, τα οποία δεν μπορούσε να μεταφέρει, όπως ένα παιδικό κρεβάτι και ένα μικρό σαλόνι.  Επομένως ήταν λογικό να αντιληφθούν ότι η πρώην Εναγόμενη 1 ήταν η κάτοχος της Οικίας και τέτοιο δικαίωμα κατοχής τους μεταβίβαζε με το Τεκμήριο 3.

 

Ήταν ειλικρινής παραδεχόμενος ότι στεγαζόταν όλη η οικογένεια του στην Οικία, έστω και αν το Τεκμήριο 3 υπογράφει μόνο η Εναγόμενη 2, σύζυγος του. Παραδέχθηκε τη λήψη του Τεκμηρίου 4 μέσω επίδοσης. Επέμεινε όμως ότι είχε νομική συμβουλή ως προς το νόμιμο του Τεκμηρίου 3 και συνακόλουθα το νόμιμο της κατοχής της Οικίας, κάτι άλλωστε που αποτελεί ένα από τα επίδικα, νομικά ζητήματα που θα εξετάσει το Δικαστήριο.

 

Παραδέχτηκε ακόμη την έκταση και τα χαρακτηριστικά της Οικίας, χαρακτηρίζοντας το ως μικρό σπίτι. Εξήγησε μάλιστα ότι αντιμετώπιζε και συγκεκριμένα προβλήματα, όπως ότι έσπασε το ντους του μπάνιου την ώρα που οι κόρες του έκαναν μπάνιο, και παραλίγο να κτυπήσουν. Είχαν και υγρασία κάποιοι τοίχοι. Ειρήσθω εν παρόδω αυτές οι διαπιστώσεις ως προς το εσωτερικό της Οικίας, όπως αποκαλύπτονται από το πρόσωπο που τις ζούσε, καταδεικνύουν και τη σημασία της εξέτασης του εσωτερικού σπιτιού που εκτιμάται, όπως δεν το έπραξε ο ΜΕ 2. Ο ΜΥ 1 διευκρίνισε ότι δεν έχει στην κατοχή του όλες τις αποδείξεις από τα ενοίκια που κατέβαλαν, γιατί χάθηκαν στη μετακόμιση. Κανένας, όμως, δικογραφημένος ισχυρισμός δεν υπάρχει ότι δεν πληρώνονταν τα ενοίκια. Ο ΜΥ 1 δεν είναι ειδικός, ούτε καταδείχθηκε να έχει την εμπειρογνωμοσύνη να καταθέσει για το αγοραίο ενοίκιο της Οικίας, απλώς συμφωνήθηκε ένα ποσό ενοικίου και το κατέβαλλε.

 

Η μαρτυρία του ΜΥ 1 γίνεται αποδεκτή.  Κατέγραψε με επάρκεια το ιστορικό της ενοικίασης της Οικίας, εξήγησε από που πηγάζουν οι θέσεις που η πλευρά τους υποστηρίζει και ήταν το μόνο πρόσωπο που κατέδειξε την εικόνα της Οικίας τον επίδικο χρόνο. Αν και σε κάποιες στιγμές υπήρξε έντονος, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και άφησε την εντύπωση προσώπου με υψηλό αίσθημα δικαίου και σκοπό να ακολουθήσει τη νόμιμη οδό.

 

Στη βάση των πιο πάνω εξάγονται τα εξής ευρήματα:

 

Ο Ενάγων και η πρώην Εναγόμενη 1 είχαν αγοράσει την Οικία το 2009. Δεν είχαν λάβει τίτλο ιδιοκτησίας αλλά είχε κατατεθεί το πωλητήριο έγγραφο για την Οικία και επ’ αυτού φαίνονται ως αγοραστές ο Ενάγων και η πρώην Εναγόμενη 1.

 

Ο Ενάγων από τον Ιούνιο του 2012 είχε εγκαταλείψει την Οικία και δεν είχε το φυσικό έλεγχο της. Δεν διέμενε, δεν ζούσε εκεί. Η πρώην Εναγόμενη 1 ενώ αρχικά είχε αποχωρήσει από την Οικία, τελικά επέστρεψε και διέμενε εκεί με το τέκνο της, μέχρι την 1/3/2015 όταν και την ενοικίασε με το Τεκμήριο 3 στους Εναγόμενους 2 και 3. Με το Τεκμήριο 3 παραδίδεται η κατοχή της Οικίας στην Εναγόμενη 2. Το ενοίκιο κατατίθετο σε κοινό λογαριασμό δανείου του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 1. Το ενοικιαστήριο έγγραφο ανανεωνόταν μέχρι το 2020 και το ενοίκιο πληρωνόταν κανονικά. Τελικά η Οικία δόθηκε σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έναντι χρέους το 2020.

 

Ο Ενάγων με επιστολή του ημερομηνίας 26/3/2015 ζήτησε εκκένωση κατοικίας ή εξασφάλιση νόμιμου ενοικιαστηρίου εγγράφου. Η επιστολή απαντήθηκε από το Τεκμήριο 8 την 19/11/2015, όπου προτείνεται στον Ενάγοντα να εγγραφεί στο Ενοικιαστήριο Έγγραφο.

 

Πριν την εξέταση των επίδικων όπως καθορίστηκαν πιο πάνω, ήτοι της εγκυρότητας της συμφωνίας Τεκμήριο 3 και της παράνομης επέμβασης, θα πρέπει να εξεταστεί το νομικό καθεστώς της Οικίας. Αυτό καθορίζεται στα Τεκμήρια 1 και 2, όπως κατατέθηκαν από τον Ενάγοντα και δεν αμφισβητήθηκαν. Ενάγων και πρώην Εναγόμενη 1 αγόρασαν την Οικία από συγκεκριμένο εργολάβο. Ο εργολάβος φαίνεται ως ο ιδιοκτήτης της Οικίας, μέχρι το 2020, όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 2. Το ίδιο Τεκμήριο δεικνύει ότι κατατέθηκε το Πωλητήριο Έγγραφο, Τεκμήριο 1, με αποτέλεσμα Ενάγοντας και πρώην Εναγόμενη 1 να φαίνονται ως αγοραστές της Οικίας.

 

Εκ των ως άνω δεν προκύπτει ότι Ενάγων και πρώην Εναγόμενη 1 ήταν συνιδιοκτήτες με τη στενή έννοια του Νόμου, καθώς εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης ήταν άλλο πρόσωπο. Ως το άρθρο 5 (1) του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (81(I)/2011), ορίζει:

 

«η κατάθεση σύμβασης συνιστά εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης και το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της»

 

 

Προκύπτει λοιπόν ότι Ενάγων και πρώην Εναγόμενη 1 ουδέποτε ενεγράφησαν ως ιδιοκτήτες της Οικίας. Απέκτησαν την κατοχή της μετά την αγορά και με την κατάθεση του πωλητηρίου, ενεγράφη υπέρ τους εμπράγματο βάρος επί της ακίνητης ιδιοκτησίας. Ως η νομολογία ορίζει απέκτησαν δικαιώματα επί του ακινήτου, τα οποία μπορεί να αποτελέσουν το αντικείμενο ειδικής εκτέλεσης[9], και τέτοια ειδική εκτέλεση στην προκείμενη περίπτωση δεν έλαβε χώρα. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε, «κύριος» του ακινήτου σημαίνει το πρόσωπο που δικαιούται να εγγραφεί ως ο κύριος οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας είτε αυτό είναι εγγεγραμμένο με τον τρόπο αυτό ή όχι. Ο Ενάγων και η πρώην Εναγόμενη 1 δεν αποδείχθηκε ότι είχαν προβεί σε όλα τα απαραίτητα διαβήματα για να έχουν δικαίωμα να εγγραφούν ως κύριοι ή ιδιοκτήτες της Οικίας, επομένως δεν μπορούν να κριθούν και ως συνιδιοκτήτες της[10].

 

Κύρια θέση του Ενάγοντα ως προωθείτε μέσα και από την αγόρευση του αποτελεί το ότι είναι θεμελιώδης κανόνας της συνιδιοκτησίας ότι δεν μπορεί να αποκτηθεί αποκλειστική κατοχή κοινής περιουσίας. Γίνεται παραπομπή στη Swartzbaugh v. Sampson [1936] 11 Cal.App. 2d 451. Με κάθε σεβασμό αλλά αφενός η εν λόγω απόφαση αφορούσε ενοικιαστές και όχι συνιδιοκτήτες και αφετέρου ο Ενάγων δεν ήταν καν συνιδιοκτήτης της Οικίας. Είχε μεν εμπράγματο βάρος επ’ αυτής και υπήρξε κάτοχος της, αλλά τον επίδικο χρόνο, το Μάρτιο του 2015 δεν ήταν κάτοχος, δεν διέμενε ούτε είχε φυσική κατοχή της Οικίας. Τέτοια κατοχή είχε η πρώην Εναγόμενη 1 και την παρέδωσε μέσω του Τεκμηρίου 3 στους Εναγόμενους 2 και 3. Είχε τίτλο, ασκούσε το δικαίωμα της στην κατοχή η πρώην Εναγόμενη 1 και αυτό παραχώρησε. Εδώ μάλιστα έχει αποσυρθεί η αγωγή εναντίον της πρώην Εναγόμενης 1, δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα ότι εκδιώχθηκε από την Οικία, ενώ ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν είχε τον έλεγχο αυτής από το 2012.

 

Οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα περί παράνομης και άκυρης σύμβασης παρέμειναν έωλοι. Δεν προκύπτει με το Τεκμήριο 3 να παραβιάζεται Νόμος, ούτε προκύπτει η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας να ήταν άκυρος ή παράνομος.  Δεν μπορεί να κριθεί, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν εγείρεται από τον Ενάγοντα, ότι η σύμβαση Τεκμήριο 3 επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία του[11]. Τουναντίον από την αντιπαροχή της συμφωνίας αυτής ο Ενάγων επωφελείτο αφού αποπληρώνονταν υποχρεώσεις του και καμία ζημιά στην Οικία δεν δικογραφήθηκε.

 

Αναλόγως αποφασίζεται και στη νομολογία του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην Industrial Properties (Barton Hill) Ltd v Associated Electrical Industries Ltd, [1977] Q.B. 580, διαβάζουμε τα ακόλουθα:

 

«A lease granted by a lessor who has no title is not void for it creates (1) a contract and (2) an estate by estoppel. The lessor can sue on privity of contract which is independent of privity of estate»

 

Ακόμα και αν κρινόταν δηλαδή ότι η πρώην Εναγόμενη 1 δεν είχε τον απαραίτητο τίτλο για να ενοικιάσει την Οικία, η συμφωνία με τους Εναγόμενους 2 και 3 δεν θα ήταν άκυρη. Η κατάλληλη θεραπεία, αυτή του «privity of contract», εδώ δεν δικογραφήθηκε ούτε προωθήθηκε. Μόνη νομική βάση είναι αυτή της παράνομης επέμβασης.  Έστω όμως και αν υποθέταμε ότι Ενάγων και πρώην Εναγόμενη 1 κρίνονταν συνιδιοκτήτες, τούτο από μόνο του δεν δίδει δικαίωμα έγερσης αγωγής στον Ενάγοντα για παράνομη επέμβαση.

 

Η πάγια νομολογία ορίζει ότι η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου[12].  Κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα[13].  Απόδειξη ιδιοκτησίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως και απόδειξη κατοχής, εκτός και αν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι άλλο πρόσωπο έχει την κατοχή[14].

 

Στην Κωστοπούλλου κ.ά. ν. Λοΐζου κ.ά. [2005] 1 Α.Α.Δ. 576 αποφασίστηκε ότι η εκμετάλλευση της γης από συνιδιοκτήτη και τρίτο πρόσωπο, δεν αποτελούσε παράνομη επέμβαση αλλά γεννούσε δικαιώματα παρεχόμενα από το νόμο στην παραγωγή του κτήματος και στο νερό. Αναλόγως και στο σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, 17η έκδοση, σελ. 47, αναφέρεται ότι αν συνιδιοκτήτης λαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό κερδών που προέρχονται από την ακίνητη περιουσία, δεν γεννάται αστικό αδίκημα εναντίον του.

 

Στην παρούσα ο Ενάγων έχει αποδειχθεί ότι δεν είχε φυσικό έλεγχο ή κατοχή της Οικίας από το 2012, ενώ δεν υπήρξε μαρτυρία περί πρόκλησης ζημιάς ή επέμβασης μόνιμου χαρακτήρα. Φυσικό έλεγχο και κατοχή της Οικίας είχε η πρώην Εναγόμενη 1, η οποία αποφάσισε να παραχωρήσει την κατοχή αυτή στους Εναγόμενους 2 και 3. Η πρώην Εναγόμενη 1 λοιπόν ήταν το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να ενάγει για παράνομη επέμβαση. Απολύτως σχετική είναι και η κάτωθι αναφορά της National Provincial Bank Ltd v Ainsworth, [1965] A.C. 1175, όπου αφού ο σύζυγος εγκατέλειψε την οικία όπου διέμενε η οικογένεια του, η σύζυγος παρέμεινε σε αυτήν έχοντας τη κατοχή της μεν, χωρίς τον όποιο τίτλο, δε:

 

«Further, if a third person entered the matrimonial home to obtain possession the wife as the person in occupation could maintain an action for trespass, even though she has no estate in the land»

 

Συμφωνώ με την πλευρά του Ενάγοντα ότι συνιδιοκτήτης μπορεί να ενάγει για παράνομη επέμβαση άλλο συνιδιοκτήτη αν εκδιωχθεί από το ακίνητο[15], αλλά πέραν του ότι καμιά εκδίωξη δεν αποδείχθηκε, εν προκειμένω δεν εξετάζεται κάτι τέτοιο γιατί αποσύρθηκε η αγωγή εναντίον της Εναγόμενης 1. Ούτε αξιώθηκε εναντίον της ποσό για την εκμετάλλευση του ακινήτου.  Δεν είναι, εξ’ άλλου, ο Ενάγων το πρόσωπο που είχε την κατοχή του ακινήτου τον επίδικο χρόνο, ώστε να νομιμοποιείται να εγείρει την υπό εξέταση αγωγή για παράνομη επέμβαση.

 

 

Συνεπώς η συμφωνία Τεκμήριο 3, μεταξύ πρώην Εναγόμενης 1 και Εναγόμενων 2 και 3 δεν ήταν άκυρη. Επιπλέον ο Ενάγων δεν είχε κατοχή, φυσικό έλεγχο της Οικίας, ώστε να δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση από τους Εναγόμενους 2 και 3.

 

Η αγωγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 2 και 3 και εναντίον του Ενάγοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Barry Wyne v. David Costaki Mavronicola [2009] 1 ΑΑΔ 1138

[2] Χριστίνα Ρασποπουλου ν. Θεοδώρα Μακρή, Ποινική ΄Έφεση αρ.287/2015, 11/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:B171

[3] Γ. Μ. Β. v. Τ. Α., Έφεση Αρ. 15/2020, 24/11/2022

[4] Νικολάου ν. Σταύρου [1992] 1 Α.Α.Δ. 746

[5] Πελεκάνος κ.ά. ν. Πελεκάνου [2010] 1 ΑΑΔ 1746

[6] Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων [2016] 1 ΑΑΔ 2786

[7] Spiby Terence Menelaos διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του Dennis Spiby ν. Δημοτικού Συμβουλίου Πάφου [2002] 1 ΑΑΔ 483

[8] Σάββα ν Τηλεμάχου [2011] 1(Β) ΑΑΔ 1032

[9] Χρίστου κ.ά. ν. Γεωργίου, [1999] 1 ΑΑΔ 940

[10] Βλ. κατ’ αναλογία και Πατσαλίδης Ιωάννης Ν. ν. Αβραάμ Αναστασίου Δίσπυρου και Άλλων [2010] 1 ΑΑΔ 1460

[11] Βλ. άρθρο 23 (δ) του Κεφαλαίου 149

[12] Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α. [2000] 1 ΑΑΔ 1516

[13] Ο.π.π.

[14] Clerk & Lindsell on Torts, 16th edition, παρ. 23-08

[15] Γρηγορίου Παυλίνα ν. Νικόλα Γαβριήλ Γρηγορίου και Άλλων [2011] 1 ΑΑΔ 2263


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο