ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον:  Α. ΛΟΥΚΑ, Ε.Δ.

 

                                                                                            Αρ. Αγωγής: 1684/2015

 

   Μεταξύ:

 

Γλαύκου Παπαμιχαήλ

  Ενάγοντα

 

-και-

 

Νίκου Κωνσταντίνου ασκών επιχειρήσεις υπό την εμπορική επωνυμία Ν.Α. THE STAGE CY

 

Εναγόμενου

 

 

Αίτημα για παραπομπή της ανταπαίτησης στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων

 

Ημερομηνία: 14/5/2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα: κ. Γ. Παπαθεοδώρου

Για Εναγόμενο: κα. Μ. Χριστοδούλου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Σε προηγούμενο στάδιο η απαίτηση του Ενάγοντα διακόπηκε, μετά από δικό του αίτημα και σχετική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 25/6/21. Σκοπός της διακοπής, ήταν η εκδίκαση της διαφοράς των μερών στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Από τότε παρέμενε προς εκδίκαση η ανταπαίτηση, όταν και ζητήθηκε από την πλευρά του Ενάγοντα να εξεταστεί προδικαστικώς το ζήτημα της δικαιοδοσίας, αφού θεωρεί ότι η διαφορά που προκύπτει από την ανταπαίτηση μπορεί να εκδικαστεί μόνο από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Η πλευρά του Εναγόμενου, αν και διαφωνεί με τη θέση του Ενάγοντα, συγκατάνευσε στην προδικαστική εκδίκαση του ως άνω ζητήματος.

Ως ο Κανονισμός 4 των Περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοι) (Τροποποιητικοι) (Αρ. 1) Διαδικαστικοί Κανονισμων του 2022, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει, εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει οδηγίες για τον τρόπο εξέτασης ενδιάμεσης αίτησης, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Με δεδομένη τη νομολογιακή αρχή ότι η ύπαρξη ή μη δικαιοδοσίας Δικαστηρίου είναι ζήτημα δημοσίας τάξεως, που ως τέτοιο είναι πρωτεύουσας σημασίας και μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο, αφού πάσχει εξ υπαρχής από ακυρότητα η όποια διαδικασία διεξάγεται ενώπιον αναρμόδιου Δικαστηρίου[1], αποφασίστηκε όπως αγορεύσουν τα μέρη και αποφασιστεί το εγειρόμενο ζήτημα.

Τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα, όπως προσδιορίζονται από τη δικογραφία, είναι εκείνα τα οποία στοιχειοθετούν και τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου[2]. Η δικογράφηση της ανταπαίτησης, λοιπόν, ξεκινά με την υιοθέτηση όσων καταγράφονται στην Υπεράσπιση. Στην Υπεράσπιση εγείρεται ως προδικαστική ένσταση ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας εκδίκασης των επίδικων θεμάτων και αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. O Eναγόμενος υποστηρίζει περαιτέρω στην υπεράσπιση του, ότι βρίσκεται νόμιμα στο ακίνητο αλλά και ότι η εκεί παραμονή του έγκειται σε γραπτή σύμβαση ενοικίασης που συνήψε με τον Ενάγοντα από τις 11/01/10. Από εκείνη την ημερομηνία κατέβαλλε στον Ενάγοντα ενοίκια αλλά και λάμβανε σχετικές αποδείξεις πληρωμής. Ειρήσθω εν παρόδω το ακίνητο στο οποίο αναφέρεται ο Εναγόμενος, περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης και βρίσκεται στο Δήμο Λευκωσίας.

Στην ανταπαίτηση του ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει ότι ενοικιάζει το ακίνητο από τον Ενάγοντα και προσθέτει ότι το χρησιμοποιεί ως επαγγελματικό υποστατικό για κατασκευή εξεδρών. Υποστηρίζει ότι ο Ενάγων περί τα μέσα του 2014 αφαίρεσε απροειδοποίητα στέγη και μέρος άλλη κάλυψης διπλανού ακινήτου, του οποίου επίσης είναι ιδιοκτήτης. Ελέω αυτού εισήλθαν νερά, ζώα και πτηνά στο εσωτερικό του ακινήτου, με αποτέλεσμα να καταστραφούν 120 εξέδρες που είχε κατασκευάσει ο Εναγόμενος. Ακόμα δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί εμπορικά το ακίνητο, κάτι που του δημιουργεί μεγαλύτερη ζημιά. Τη ζημιά στις εξέδρες, απώλεια εσόδων και διαφυγόντα κέρδη, από την ως άνω ενέργεια του Ενάγοντα είναι που διεκδικεί ο Εναγόμενος με την ανταπαίτηση του.

Στην Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση του ο Ενάγων, αρνείται τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου και αντιτείνει ότι ο τελευταίος είναι παράνομος κάτοχος του ακινήτου και ο ίδιος είχε νόμιμο δικαίωμα να ασκήσει εύλογη βία για ανάκτηση κατοχής. Βέβαια στη συνέχεια με αίτηση τροποποίησης επιχείρησε να μεταβάλει άρδην τη θέση του περί μη ύπαρξης ενοικιαστηρίου εγγράφου, η σχετική αίτηση όμως απορρίφθηκε.

Ο προσδιορισμός της διαφοράς των μερών από τα δικόγραφα, δεν στερεί από το Δικαστήριο την ευχέρεια να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούν μέρος του φακέλου[3]. Τονίζεται μάλιστα στη νομολογία η ανάγκη όπως τα Δικαστήρια αναζητήσουν αυτόβουλα πληροφορία καθοριστική για τη δικαιοδοσία τους, ώστε να παρεχεται εκ προοιμίου η στερεά βάση επί της οποίας θα καταστεί δυνατή η οικοδόμηση του σχετικού επιχειρήματος[4].

Εν προκειμένω μέσα στο φάκελο του Δικαστηρίου υπάρχει ένορκη δήλωση του Ενάγοντα, ημερομηνίας 21/9/2018, στο πλαίσιο άλλης αίτησης. Εκεί επισυνάφθηκε ο τίτλος ιδιοκτησίας του ακινήτου και το ενοικιαστήριο έγγραφο των μερών. Ο Εναγόμενος δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του ακινήτου ή του ενοικιαστηρίου εγγράφου. Κάθε άλλο, αφού η κύρια δικογραφημένη θέση του είναι ότι υπήρχε ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ των μερών. Τα εν λόγω έγγραφα είναι στο φάκελο του Δικαστηρίου και θα ήταν παράλογο να μην μπορεί το Δικαστήριο να τα λάβει υπόψη, ως οι δικηγόροι του Εναγόμενου εισηγούνται. Ειδικά σε διαδικασίες όπως η παρούσα, όπου ελέω της παραδεκτής ύπαρξης του ενοικιαστήριου εγγράφου, γίνεται η εισήγηση για έλλειψη της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και το Δικαστήριο οφείλει να αναζητήσει αυτόβουλα σχετικές πληροφορίες.

Εκ των ως άνω εγγράφων προκύπτει αφενός ότι το επίδικο ακίνητο, ιδιοκτησίας του Ενάγοντα, συμπληρώθηκε και ενεγράφη στα αρχεία του Κτηματολογίου το 1991 και αφετέρου ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο μεταξύ των μερών υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 2010 και έληξε τον Ιανουάριο του 2020. Ο Εναγόμενος κατείχε το ακίνητο μέχρι την 29/2/2020, όταν και αυτό παραδόθηκε, όπως δεικνύει έγγραφο, υπογεγραμμένο από αμφότερους τους διαδίκους, επισυνημμένο στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα ημερομηνίας 11/5/2020.

Τα ως άνω είναι τα πραγματικά περιστατικά, όπως αναφύονται από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης. Κρίνεται σκόπιμο, πριν παρατεθούν οι νομικές αρχές, να σχολιάσω συγκεκριμένες αναφορές της απόφασης του αδερφού μου Δικαστή ημερομηνίας 25/6/21, με τις οποίες συμφωνώ απολύτως και τις υιοθετώ. Εκεί αναφέρεται ότι:

«τα γεγονότα επί των οποίων αμφότερες οι διαδικασίες προβάλλονται να εδράζονται, καταδεικνύουν ότι ως προς τα επίδικα τους θέματα διαφέρουν εντελώς, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής σκοπιάς και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί στην μια καθόλου δεν θα επηρεάσει την τύχη της άλλης…. Για την καθ’ ύλη λοιπόν δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, διαφορετικά είναι τα θέματα της αγωγής από αυτά της ανταπαίτησης.»

Εκείνο λοιπόν, που τονίζεται στην απόφαση ημερομηνίας 25/6/21 είναι ότι τα νομικά ζητήματα απαίτησης και ανταπαίτησης διαφέρουν και η απόφαση για τη μια δεν μπορεί να συμπαρασύρει την άλλη. Δεν αποφασίζεται αν το Δικαστήριο έχει ή δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την ανταπαίτηση. Τούτο άλλωστε έκρινε ότι δεν ήταν μεταξύ των εγειρόμενων ζητημάτων στην αίτηση ημερομηνίας 11/5/2020. Προς τούτο το Δικαστήριο τελικώς αποφάσισε ότι δίδεται άδεια διακοπής της αγωγής δυνάμει της Δ.15, με επιφύλαξη του δικαιώματος του ενάγοντα να καταχωρήσει νέα διαδικασία εναντίον του εναγόμενου, εάν το επιθυμεί. Χωρίς να αποφανθεί σε σχέση με το αν οι αξιώσεις του Εναγόμενου εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας εκδίκασης του παρόντος Δικαστηρίου, κάτι που καλούμαι να πράξω εν προκειμένω.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983 (23/1983) (στο εξής «ο Νόμος»), το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων είναι αρμόδιο να εκδικάζει διαφορές που αναφύονται μέσα από θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του εν λόγου νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού ζητήματος. Σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Νόμου ερμηνεύεται ο όρος του θέσμιου ενοικιαστή ως τον ενοικιαστήν ακινήτου ο οποίος κατά την λήξιν ή τον τερματισμόν της πρώτης ενοικιάσεως, εξακολουθεί να κατέχη το ακίνητον.

Το σκεπτικό της ψήφισης και ισχύος του Νόμου, με την τότε του μορφή, εξηγήθηκε εναργώς στην Efthymiadou v. Zoudros and Others [1986] 1 C.L.R. 341, ως εξής:

«On a consideration of the law as a whole, and the object it aimed to achieve, mainly to cope with the scarcity of accommodation in the aftermath of the Turkish invasion, it is fairly clear to us the legislature intended to refer every matter relevant to the terms of occupation of controlled premises and liability arising thereunder to the Court set up under the provisions of s. 4(1). That rent was directly regulated by the law is manifest from the provisions of s. 7(1) assigning the determination of rent payable for controlled premises to the Court established under s. 4(1). The law superseded contractual provisions with regard to rent relegating, their importance to mere relevance to what may constitute "reasonable rent" for the occupation of controlled premises, as the Supreme Court decided in Elli G. Meitz and Others. v. Andreas Pelengaris.»

Στην Ιωάννης Κότσαπας και Υιοί v. Κυπριανού κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ 261 αποφασίστηκε ότι:

«το κυρίαρχο στοιχείο το οποίο διέπει το θέμα της δικαιοδοσίας είναι η ιδιότητα ή υπόσταση του ενοικιαστή και η φύση της ενοικίασης. Εφόσον ο τελευταίος έχει καταστεί θέσμιος ενοικιαστής η οποιαδήποτε αξίωση που εγείρεται εναντίον του, μετά που έχει αποκτήσει την ιδιότητα του θέσμιου ενοικιαστή, υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Ο χρόνος γένεσης της αξίωσης δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Αν μετά τον τερματισμό της σύμβασης ενοίκιασης και την μετατροπή της ενοικίασης σε  θέσμια επιχειρείτο ανάκτηση κατοχής, δυνάμει του άρθρου 16 (1)(α) του Νόμου 23/83 λόγω καθυστερημένων ενοικίων, που είχαν προκύψει στη διάρκεια της συμβατικής ενοικίασης, χωρίς αμφιβολία το αρμόδιο δικαστήριο θα ήταν το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.»

Βασικό κριτήριο που καθορίζει αν ένα ζήτημα είναι παρεμπίπτον ή συμπληρωματικό της ενοικιάσεως, αποτελεί το αν για να αποφασιστεί (το ζήτημα) είναι αναγκαία η αναδρομή στο Νόμο ή η εξέταση των όρων του ενοικιαστηρίου εγγράφου[5]. Στη βάση αυτής της αρχής αγωγές για παράνομη επέμβαση, οχληρία και παράνομη κατοχή κτήματος, κρίθηκε ότι ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου[6].

Η έκταση των θεμάτων που εξετάζονται από το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, εκτείνεται μεταξύ άλλων σε θέματα που εκπηγάζουν από τη σύμβαση ενοικίασης[7] και σε αποζημιώσεις για την αντικατάσταση αντικειμένων που καταστράφηκαν από τον ενοικιαστή[8]. Ακόμη και η αποκοπή της παροχής νερού από ιδιοκτήτη ενώ ο θέσμιος ενοικιαστής παρέμενε στο ακίνητο, κρίθηκε ότι εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, αφού για να εξακριβωθεί κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση παροχής νερού ήταν απαραίτητή η ερμηνεία των όρων της ενοικίασης[9].

Στη βάση των ως άνω θα πρέπει να εξεταστεί αν ο Εναγόμενος κατέστη θέσμιος ενοικιαστής. Αρχικά και ο ίδιος είχε εγείρει το ζήτημα αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, με την Υπεράσπιση του, ως την υιοθέτησε για τους σκοπούς της Ανταπαίτησης. Από τα στοιχεία που περιέχονται στα δικόγραφα και γενικώς στο φάκελο του Δικαστηρίου, το ακίνητο βρίσκεται σε ελεγχόμενη περιοχή, στο Δήμο Λευκωσίας και συμπληρώθηκε πριν το 1999[10], άρα εμπίπτει εντός της εμβέλειας του όρου του «ακίνητο», ως ο Νόμος το ορίζει. Επιπλέον το ενοικιαστήριο έγγραφο έληξε μόλις την 2/1/2020[11] και ο Εναγόμενος αποχώρησε τη 28/2/2020[12], με αποτέλεσμα να καταστεί θέσμιος ενοικιαστής στο μεσοδιάστημα. Όπως άλλωστε αναφέρεται στην Κότσαπας, πιο πάνω, ο χρόνος γένεσης της αξίωσης δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο. Επομένως το γεγονός ότι η ζημιά και η καταχώρηση της αγωγής, προηγήθηκαν της μεταβολής της ιδιότητας του Εναγόμενου σε θέσμιο ενοικιαστή, δεν αποτελεί καίριο στοιχείο.

Είναι κρίσιμο συνακόλουθα να εξεταστεί αν για την επίλυση, για την απόφαση επί των επίδικων ζητημάτων καθίσταται αναγκαία η θεώρηση των προνοιών του Νόμου ή του ενοικιαστηρίου εγγράφου. Το ενοικιαστήριο έγγραφο καθορίζει ότι το ακίνητο θα χρησιμοποιείται ως εργαστήρι. Δίδει στον ιδιοκτήτη το δικαίωμα να εισέρχεται στο ακίνητο σε κατάλληλες ώρες για επιθεώρηση και συστάσεις. Απαγορεύει τη μετενοικίαση, εκχώρηση ή παραχώρηση άδειας χρήσης του από τον Εναγόμενο.

Με την ανταπαίτηση επιζητούνται αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης και εμπορικής εκμετάλλευσης του ακινήτου, αλλά και για ζημιές του ενοικιαστή Εναγόμενου λόγω της συμπεριφοράς επί του ακινήτου από τον ιδιοκτήτη  Ενάγοντα κατά την περίοδο ενοικίασης του ακινήτου. Μάλιστα δικογραφούνται στην Ανταπαίτηση συγκεκριμένα στοιχεία της σύμβασης ενοικίασης, ώστε να στοιχειοθετηθεί η αξίωση του Εναγόμενου, όπως η έναρξη και συνέχιση της ενοικίασης και η χρήση του υποστατικού από τον ίδιο. Αναφέρεται στο ακίνητο ως το ενοικιαζόμενο, ενώ αποδίδει το λόγο που ο Ενάγων προέβη στις κατ’ ισχυρισμό ενέργειες σε προσπάθεια να εξαναγκάσει τον Εναγόμενο να εγκαταλείψει το ακίνητο.

Φρονώ ότι για να αποφασιστούν οι αξιώσεις που ανταπαιτητικώς εγείρονται θα πρέπει να ερμηνευτούν οι όροι του ενοικιαστηρίου εγγράφου. Διδόταν μέσω αυτού η ευχέρεια στον Ενάγοντα να επέμβει στο ακίνητο, ενόσω το ενοικίαζε ο Εναγόμενος, και αν ναι με ποιο τρόπο; Πως επηρεάζεται η εμπορική εκμετάλλευση του ακινήτου από τον όρο που περιορίζει τη χρήση του σε εργαστήριο ενώ απαγορεύει την υπενοικίαση ή παράδοση άδειας χρήσεως; Τούτα είναι ζητήματα που για να αποφασιστούν καθίσταται απαραίτητη η ερμηνεία των όρων του ενοικιαστηρίου εγγράφου και από τη στιγμή που ο Εναγόμενος είχε καταστεί θέσμιος ενοικιαστής, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της διαφοράς.

Συμπερασματικά ο Ενάγων είναι ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου. Τα ακίνητο εμπίπτει εντός της εμβέλειας του όρου ακίνητο ως ο Νόμος το ορίζει. Ο Ενάγων ενοικίασε το ακίνητο στον Εναγόμενο την 1/1/2010 για 10 έτη, δυνάμει γραπτού ενοικιαστηρίου εγγράφου. Ο Εναγόμενος παρέμεινε στο ακίνητο μέχρι την 28/2/2020, με αποτέλεσμα από τη 2/1/2020 να καταστεί θέσμιος ενοικιαστής. Οι αξιώσεις του Εναγόμενου αφορούν το ενοικιαζόμενο ακίνητο, την χρήση που γινόταν εντός αυτού από τον ίδιο δυνάμει του ενοικιαστηρίου, κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του ιδιοκτήτη επ΄ αυτού και τελικώς ζημιές που προκλήθηκαν εντός αυτού. Συνεπώς κρίνεται ότι το ζήτημα που καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο σχετίζεται με την ενοικίαση του ακινήτου και εφόσον ο Εναγόμενος είχε καταστεί θέσμιος ενοικιαστής, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της ανταπαίτησης.

Καταλήγω ότι η επίδικη διαφορά εμπίπτει στα όρια της αποκλειστικής αρμοδιότητας του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας. Εφαρμόζοντας λοιπόν τις διατάξεις του άρθρου 64Α του περί Δικαστηρίων Νόμου (14/60), όπως αυτός τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Νόμου 138(Ι) του 2009, διακόπτω την ενώπιον μου τεθείσα ανταπαίτηση και την παραπέμπω στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λευκωσίας.

Ως προς τα έξοδα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αγωγή καταχωρήθηκε το 2015, η ανταπαίτηση το Μάρτιο του 2016, ο Εναγόμενος κατέστη θέσμιος ενοικιαστής μόλις τον Ιανουάριο του 2020 και αμέσως μετά καταχωρήθηκε το αίτημα του Ενάγοντα για διακοπή της αγωγής και παραπομπή της στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

Στη βάση των ως άνω μέχρι τον Ιανουάριο του 2020 δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζήτημα δικαιοδοσίας. Τέτοιο ζήτημα γεννήθηκε με τη λήξη του ενοικιαστηρίου εγγράφου. Κρίνεται λοιπόν δικαιότερο όπως τα έξοδα της ανταπαίτησης από την καταχώρηση της την 8/3/2016, μέχρι την 1/1/2020 επιδικαστούν υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα. Τα έξοδα της ανταπαίτησης από 1/1/2020 μέχρι σήμερα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου. Για αμφότερες τις ως άνω διαταγές ως προς τα έξοδα, αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)………………………………

Α. Λουκά Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Theofanous v Georghiou [1969] 1 CLR 203, Stephanidou v Pirgoti [1975] 1 CLR 100, Michaelidou v Gregoriou [1988] 1 CLR 88 και Δαδακαρίδης ν Δαδακαρίδου [1990] 1 ΑΑΔ 566

[2] Χλ. Χριστοδούλου v. Α. Χριστοδούλου [1993] 1 ΑΑΔ 195, Κούρου Ελευθέριος ν. Αντωνίας Ξενή Κόνου [2014] 1 ΑΑΔ 2192, ECLI:CY:AD:2014:A764 και Safarino v. Σταυρινού [1991] 1 ΑΑΔ 1059, 1063

[3] Γεωργίου Kύπρος ν. Oργανισμού Xρηματοδοτήσεως Tραπέζης Kύπρου Λτδ (Aρ. 2) [1999] 1 ΑΑΔ 1938

[4] Τουμάζου ν. S.P.S. Restaurants Ltd [2011] 1 Α.Α.Δ. 700

[5] Papageorhiou ν. Karayiannis [1988] 1 CLR 571

[6] Ο.π.π. και Κυθρεώτης Νίκος και Άλλοι ν. Άθου Μιχαηλίδη Milington-Ward [2001] 1 ΑΑΔ 1480

[7] Cedrus Estates v. Πισσαρίδη [1994] 1 Α.Α.Δ. 590

[8] Mayes κ.ά. ν. Παπαδοπούλου [1995] 1 ΑΑΔ 652

[9] Θεοδούλου, Κλαίλια και άλλος (1989) 1E ΑΑΔ 6

[10] Βλ. Τεκμήριο 1 της ε/δ του Ενάγοντα ημ. 21/9/2018

[11] Βλ. Τεκμήριο 2 της ε/δ του Ενάγοντα ημ. 21/9/2018

[12] Βλ. Τεκμήριο Α της ε/δ του Ενάγοντα ημ. 11/5/2020


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο