ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

Αρ. Αγωγής: 873/2023

 

 

Μεταξύ:

 

 

C.A. PAPAELLINAS LTD

Ενάγουσα

 

και

 

CSP XONTRIKI LTD

Εναγόμενη

 

 

Αίτηση Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 18.5.2023
για ενδιάμεσα διατάγματα

 

 

8 Μαΐου, 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Μίτσιγκας

Για Εναγόμενη/Καθ΄ης η Αίτηση: κ. Παναγιώτου για V. N. Panayiotou Legal LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, η Ενάγουσα ζητά την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων που να απαγορεύουν στην Εναγόμενη να προωθεί και να εμπορεύεται προϊόντα που φέρουν την ονομασία «Nannys», μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Επικαλείται ισχυριζόμενη παράβαση εμπορικών σημάτων (trade mark infringement) και αθέμιτου ανταγωνισμού (passing off).

 

H Ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια αριθμού εμπορικών σημάτων εγγεγραμμένων στην Κύπρο. Τα εμπορικά αυτά σήματα έχουν εγγραφεί μεταξύ των ετών 1994-2015. Όλα φέρουν το σήμα/λέξη «Nannys». Είναι η θέση της ότι διανέμει και πωλεί χονδρικά ανά το παγκύπριο (σε υπεραγορές, φαρμακεία και άλλα καταστήματα) προϊόντα βρεφικής φροντίδας, υγρά μωρομάντιλα, παιδικές πάνες, παιδικά σαμπουάν και άλλα συναφή τα οποία φέρουν την ένδειξη/σήμα «Nannys» στο όνομα και τη συσκευασία τους.

 

Είναι επίσης η θέση της Ενάγουσας ότι μεταξύ 2008-2022 έχει δαπανήσει εκατομμύρια ευρώ για σκοπούς διαφήμισης και προώθησης των προϊόντων αυτών με αποτέλεσμα οι ετήσιες πωλήσεις να αυξάνονται συνεχώς και να ανέρχονται σήμερα περίπου σε €4.000.000 ανά έτος. Είναι περαιτέρω η θέση της Ενάγουσας ότι το καταναλωτικό κοινό έχει συνδέσει τα εν λόγω προϊόντα μαζί της και ότι η φήμη και εμπορική εύνοια των προϊόντων αυτών της ανήκει αποκλειστικά.

 

Σύμφωνα με την Ενάγουσα, περί τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2022 περιήλθε στην αντίληψη της ότι η Εναγόμενη εφοδιάζει υπεραγορές και καταστήματα με απορρυπαντικά για βρεφικά ρούχα, και κρέμες αλλαγής πάνας που φέρουν εμπορικό σήμα που προσομοιάζει με το δικό της.

 

Από μεταγενέστερες έρευνες που διενήργησαν και κατόπιν επικοινωνίας με την Εναγόμενη διαπιστώθηκε ότι η Εναγόμενη έχει εγγράψει περί το Φθινόπωρο 2022 Ευρωπαϊκά εμπορικά σήματα που περιλαμβάνουν τις λέξεις/σήματα «Gold Nannys» και – κατά τη θέση της Ενάγουσας- προσομοιάζουν με τη σήμανση των προϊόντων της Ενάγουσας με αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό.

 

Μετά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, η Ενάγουσα έχει υποβάλει αίτηση στο Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ακύρωση της εγγραφής των εμπορικών σημάτων της Εναγόμενης. Η αίτηση υποβλήθηκε στις 2.2.2023 και εκκρεμεί προς απόφαση.

 

Ακόμα και μετά από αλληλογραφία μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης, η Ενάγουσα διαπίστωσε ότι η Εναγόμενη συνέχιζε να εμπορεύεται τα πιο πάνω προϊόντα και ότι στο μεταξύ διοχέτευε στην αγορά και χαρτομάντηλα με το σήμα/λέξεις «Gold Nannys».

 

Είναι η θέση της Ενάγουσας ότι η Εναγόμενη ενεργεί κακόπιστα και ότι εκμεταλλεύεται και αποκομίζει αθέμιτο κέρδος από τη φήμη και εμπορική εύνοια που ανήκει στην Ενάγουσα. Υποστηρίζει ότι οι ενέργειες της Εναγόμενης αποτελούν παράβαση των δικαιωμάτων των εμπορικών σημάτων της Ενάγουσας (trade mark infringement) και, παράλληλα, στοιχειοθετούν το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού (passing off).

 

Με αυτό το υπόβαθρο, η Ενάγουσα καταχώρησε την παρούσα αγωγή και την υπό κρίση Αίτηση. Με την αγωγή ζητά απαγορευτικά διατάγματα που να εμποδίζουν την Εναγόμενη να διαφημίζει, πωλεί, προωθεί προϊόντα με το σήμα/λέξη «Nannys». Ζητά επίσης να διαταχθεί έρευνα ώστε να δοθεί λογαριασμός κερδών (account of profits) καθώς και αποζημιώσεις.

 

Μέσω της υπό κρίση Αίτησης, η Ενάγουσα επιδιώκει ενδιάμεσα διατάγματα που να εμποδίζουν την Εναγόμενη να πωλεί, προωθεί, εμπορεύεται προϊόντα που φέρουν στην ονομασία τους τη λέξη/σήμα «Nannys» ή που προσομοιάζουν τα δικά της εμπορικά σήματα.

 

Η Εναγόμενη έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων ενδιάμεσων διαταγμάτων. Δεν αρνείται ότι εμπορεύεται προϊόντα που φέρουν στο σήμα/ονομασία τους τις λέξεις «Gold Nannys». Είναι η θέση της όμως ότι τα δικά της κοινοτικά εμπορικά σήματα δεν προσομοιάζουν με αυτά της Ενάγουσας και νομιμοποιείται να τα χρησιμοποιεί. Είναι επίσης η θέση της ότι τα κοινοτικά εμπορικά σήματα που έχει εγγράψει και χρησιμοποιεί στα προϊόντα που εμπορεύεται, δεν προσομοιάζουν με αυτά της Ενάγουσας. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η λέξη «Nannys» είναι λέξη συνήθης και κοινότυπη αλλά και ότι η λέξη αυτή είναι μέρος μόνο των σημάτων που αποτελούνται από απεικόνιση με αρκουδάκι, αστέρια και διάφορα άλλα σύμβολα καθώς και 5 λέξεις εκ των οποίων η μια είναι η λέξη «Nannys».

 

Γενικότερα, υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Αυτές είναι, συνοπτικά, οι θέσεις των δύο πλευρών για σκοπούς της Αίτησης.

 

Πριν προχωρήσω, σημειώνω ότι για σκοπούς της απόφασης μου έχω μελετήσει την Αίτηση και ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει καθώς και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτήν. Έχω επίσης μελετήσει την ένσταση, την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και τα τεκμήρια που έχουν παρουσιαστεί μέσω αυτής. Περαιτέρω, έχω μελετήσει όσα ανέφεραν στις αγορεύσεις τους (γραπτές και προφορικές) οι συνήγοροι των δύο πλευρών καθώς και τις πηγές και νομολογία στην οποία παρέπεμψαν.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διαταγμάτων πηγάζει από το άρθρο 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/60, που καθορίζει και τις ουσιαστικές προϋποθέσεις παροχής ενδιάμεσης θεραπείας. Η συγκεκριμένη διάταξη προνοεί τα εξής:

 

«…δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν πληρούνται, σωρευτικά, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην πιο πάνω διάταξη. Δηλαδή εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.

 

Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:

 

«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι αξιώσεις που περιλαμβάνονται στο γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που είχε καταχωρηθεί την ίδια μέρα με την Αίτηση, δεν φαίνονται απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση πληρείται.

 

Προχωρώ στη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, που αφορά το κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται.

 

«Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει μόνο αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].

 

Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:

 

«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»

 

Όπως έχω σημειώσει, η Ενάγουσα στηρίζει τις αξιώσεις της σε ισχυριζόμενη παράβαση των εγγεγραμμένων εμπορικών σημάτων της και, παράλληλα, στο αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού.

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι η υπό κρίση Αίτηση είναι ενδεικτική των δυσκολιών που ανακύπτουν στην έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων σε υποθέσεις αυτής της φύσης. Η διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας δημιουργεί την ανάγκη εξέτασης των εμπλεκόμενων εμπορικών σημάτων και διαμόρφωσης κάποιας άποψης ως προς τα συστατικά στοιχεία των αντίστοιχων αγώγιμων δικαιωμάτων και, ειδικότερα, ως προς το κατά πόσο προκύπτει κίνδυνος σύγχυσης στον μέσο καταναλωτή. Εξ ου οι συνήγοροι των δύο πλευρών επικεντρώθηκαν, κατά μεγάλο μέρος, στις αγορεύσεις τους στην σύγκριση των σημάτων που χρησιμοποιούν τα δύο μέρη.

 

Έχω κατά νου ότι η παρούσα ενδιάμεση διαδικασία δεν πρέπει να μετατραπεί, κατά τρόπον, σε «μικρή δίκη». Παρά τις ιδιαιτερότητες, αυτό παραμένει ένα ενδιάμεσο στάδιο μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής, το οποίο προσεγγίζω με βάση τις δικές του αρχές και κανόνες. Σε αυτή τη βάση προχωρώ στην εξέταση της 2ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60.

 

Αναφορικά με την πρώτη βάση αγωγής, το άρθρο 9 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 παρέχει στον κάτοχο εγγεγραμμένου εμπορικού σήματος το αποκλειστικό δικαίωμα επί του σήματος. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει το δικαίωμα να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί το σήμα στις συναλλαγές του χωρίς συγκατάθεση. Αυτό το δικαίωμα εκτείνεται και σε σήματα που δεν είναι τα ίδια αλλά είναι παρόμοια, εάν διαπιστωθεί κίνδυνος σύγχυσης του κοινού ή συσχέτισης των δύο προϊόντων ή εάν το εγγεγραμμένο σήμα χαίρει φήμης στη Δημοκρατία και η χρήση του θα απέδιδε αθέμιτο όφελος.

 

Στην παρούσα περίπτωση η Ενάγουσα έχει παρουσιάσει μαρτυρία σε σχέση με τις υπεραγορές και καταστήματα στα οποία διαθέτει τα προϊόντα της με το σήμα «Nannys». Έχει επίσης παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία αναφορικά με τις δαπάνες στις οποίες έχει προβεί για διαφήμιση και προώθηση των προϊόντων καθώς και για τον κύκλο εργασιών και σχετικές πωλήσεις.

 

Τα στοιχεία αυτά δεν αντικρούστηκαν. Σε ότι αφορά αυτό το στάδιο της διαδικασίας, κρίνω ότι στοιχειοθετούν επαρκώς ότι τα προϊόντα της Ενάγουσας που αυτή εμπορεύεται υπό τα εγγεγραμμένα εμπορικά της σήματα «Nannys», χαίρουν φήμης και εμπορικής εύνοιας.

 

Δεν παραβλέπω ότι η Εναγόμενη έχει εγγράψει ως Ευρωπαϊκά εμπορικά σήματα τα σήματα/λογότυπα που χρησιμοποιεί στα δικά της προϊόντα της. Αυτό σαφώς περιπλέκει τα πράγματα σε ότι αφορά το αδίκημα της παράβασης εγγεγραμμένου σήματος. Η αίτηση της Ενάγουσας για ακύρωση των εγγραφών της Εναγόμενης εκκρεμεί προς απόφαση από τις αρμόδιες Ευρωπαϊκές αρχές.

 

Δηλαδή, σε ότι αφορά την στοιχειοθέτηση της ισχυριζόμενης παράβασης εμπορικού σήματος, υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας της τύχης των κοινοτικών εμπορικών σημάτων – που θα αποφασιστεί από τον αρμόδιο ευρωπαϊκό φορέα και όχι από το παρόν Δικαστήριο. Αυτό όμως που προκύπτει αβίαστα από τα γεγονότα είναι ότι η Ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια Κυπριακών εμπορικών σημάτων σε σχέση με το λογότυπο και προϊόντα «Nannys» που εμπορεύεται και που της παρέχουν τα αποκλειστικά δικαιώματα σε σχέση με τα εμπορικά σήματα στην Κύπρο. Επίσης, τα Κυπριακά εμπορικά σήματα της Ενάγουσας είναι προγενέστερα των Ευρωπαϊκών εμπορικών σημάτων της Εναγόμενης.

 

Με αυτό κατά νου - και μόνο για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας - έχοντας υπόψη τα εμπλεκόμενα εμπορικά σήματα, κρίνω ότι η Ενάγουσα έχει καταδείξει ότι υπάρχει πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό ένεκα της συμπερίληψης της λέξης «Nannys» στα σήματα των δύο πλευρών. Πρόκειται για λέξη που είναι κεντρική στα Κυπριακά εμπορικά σήματα της Ενάγουσας. Δεν συνιστά τον πληθυντικό της λέξης «Nanny», ως η πλευρά της Εναγόμενης εισηγείται, αφού ο πληθυντικός αναγράφεται ως «Nannies». Ούτε συνιστά τη γενική πτώση της λέξης «Nanny», αφού σε τέτοια περίπτωση θα περιλαμβανόταν απόστροφος πριν το γράμμα «s», ήτοι «Nannys».

 

Ενόψει αυτών των διαπιστώσεων – χωρίς να προβαίνω σε τελικά συμπεράσματα και να προκαταλαμβάνω το αποτέλεσμα της αγωγής – θεωρώ ότι η πλευρά της Ενάγουσας έχει δείξει ότι διαθέτει κάτι περισσότερο από απλή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή σε σχέση με το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα.

 

Παράλληλα, η Ενάγουσα βασίζει τις αξιώσεις της και στο αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού. Tο αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού κωδικοποιείται στο άρθρο 35 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 149. Διαπράττεται όταν πρόσωπο απομιμείται την επωνυμία ή σήμα προϊόντος για να προκαλέσει τα δικά του προϊόντα να εκληφθούν ως προϊόντα άλλου προσώπου με τρόπο ώστε ο αγοραστής να οδηγηθεί να αγοράσει τα προϊόντα που συνιστούν την απομίμηση. Σημειώνω παρενθετικά ότι η εγγραφή εμπορικού σήματος δεν αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο ως υπεράσπιση στο αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού (passing off)[3].

 

Πάντα με την επιφύλαξη ότι αυτό είναι ενδιάμεσο στάδιο της διαδικασίας και όχι η δίκη της ουσίας, θεωρώ ότι η Ενάγουσα έδειξε ότι διαθέτει ορατή πιθανότητα να επιτύχει στην αγωγή στη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού. Από τα στοιχεία που παρέθεσε η Ενάγουσα σε σχέση με τον όγκο πωλήσεων των προϊόντων της, φαίνεται ότι ο μέσος καταναλωτής έχει υπόψη τα προϊόντα «Nannys» της Ενάγουσας. Πράγματι, η Εναγόμενη δεν αναπαράγει ακριβώς το σήμα της Ενάγουσας. Η λέξη «Nannys» είναι μια από πέντε λέξεις στο δικό της σήμα που περιλαμβάνει και άλλα σχήματα και σύμβολα. Παρά το γεγονός αυτό, η χρήση της συγκεκριμένης λέξης (με τις ιδιαιτερότητες που έχω αναφέρει και πιο πάνω) δημιουργεί επαρκή ομοιότητα στα σήματα των προϊόντων των δύο εταιρειών ώστε ο μέσος καταναλωτής δυνατό να θεωρήσει ότι τα προϊόντα που εμπορεύεται η Εναγόμενη περιλαμβάνονται στα προϊόντα της Ενάγουσας.

 

Συνεπώς, αναφορικά με τη 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, αυτή πληρείται σε σχέση με το αστικό αδίκημα του αθέμιτου ανταγωνισμού.

 

Έχω ήδη τονίσει ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις βασίζονται στην εξέταση της ενώπιον μου μαρτυρίας για τους περιορισμένους σκοπούς του παρόντος σταδίου της διαδικασίας και δεν προκαταβάλλουν το αποτέλεσμα της αγωγής.

 

Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, εκτός εάν συντρέχουν άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις[4].

 

Στην παρούσα περίπτωση, θεωρώ ότι και αυτή η προϋπόθεση πληρείται. Κρίνω ότι η ιδιαίτερη φύση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας είναι τέτοια ώστε η παράβαση τους ενέχει εγγενή κίνδυνο βλάβης που είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποτιμηθεί σε χρήμα. Η αξία ενός εμπορικού σήματος είναι σύνθετη και εξαρτάται από στοιχεία που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν την εντύπωση και προσδοκία του καταναλωτή αναφορικά με την ποιότητα ενός προϊόντος, τον έλεγχο της φήμης και εμπορικής εύνοιας, την εύρος της γκάμας προϊόντων σε μια συγκεκριμένη αγορά, τον έλεγχο στην επέκταση των ειδών που εμπορεύονται με τη συγκεκριμένη επωνυμία.

 

Ενόψει της ιδιαίτερης φύσης των δικαιωμάτων και συνυπολογίζοντας τα ενώπιον μου στοιχεία, κρίνω ότι χωρίς την έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων θα είναι δύσκολο να αποδοθεί ικανοποιητική και αποτελεσματική θεραπεία στο τέλος της δίκης.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι και η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60 πληρείται σε αυτή την περίπτωση.

 

Πριν την απόδοση ενδιάμεσης θεραπείας στη βάση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/60, πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι αυτό θα ήταν «δίκαιο και πρόσφορο» υπό τις περιστάσεις.

 

Η ιδιαίτερη φύση αυτών των υποθέσεων καθορίζει και τον τρόπο που προσεγγίζεται το συγκεκριμένο κριτήριο.

 

Έχει επικρατήσει το Δικαστήριο να επικεντρώνεται στη διατήρηση της προτέρας κατάστασης πραγμάτων (status quo ante). Όμως, στις περιπτώσεις παράβασης δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, υπάρχει διάσταση απόψεων σε σχέση με το ποια ακριβώς είναι η προτέρα κατάσταση που είναι να διαφυλαχθεί. Για την μια πλευρά, το status quo ante είναι η κατάσταση πριν την καταχώρηση της Αίτησης οπόταν ήδη λάμβανε χώρα η καταγγελλόμενη συμπεριφορά. Για την άλλη πλευρά, το status quo ante είναι η κατάσταση πριν την κυκλοφορία των ανταγωνιστικών προϊόντων και εμπορευμάτων.

 

Η διάσταση αυτή εισηγείται ότι το κριτήριο της διατήρησης της προτέρας κατάστασης ίσως να μην είναι η καταλληλότερο μέτρο για τον καθορισμό του «δίκαιου και πρόσφορου» σε τέτοιες υποθέσεις.

 

Καταλληλότερο μέτρο, θεωρώ, σε αυτή την περίπτωση είναι η εξέταση της ζημιάς που ενδεχομένως να υποστούν τα δύο μέρη από την απόδοση ή όχι, ενδιάμεσης θεραπείας.

 

Προσεγγίζοντας από αυτή την οπτική γωνία το ζήτημα, στην περίπτωση που η Αίτηση απορριφθεί αλλά στο τέλος της δίκης εκδοθεί απόφαση υπέρ της Ενάγουσας, τότε η Ενάγουσα ενδεχομένως να είναι αντιμέτωπη με επιπτώσεις όπως αυτές που έχω εξετάσει στα πλαίσια της 3ης προϋπόθεσης πιο πάνω. Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι διευρυμένες ενόψει του ότι τίποτα δεν εμποδίζει την Εναγόμενη να επεκτείνει την ποικιλία προϊόντων που θα εμπορεύεται στο μεταξύ με την ίδια σήμανση και ονομασία.

 

Από την άλλη, εάν εκδοθούν ενδιάμεσα διατάγματα αλλά η αγωγή αποτύχει, τότε η Εναγόμενη θα έχει εμποδιστεί να εμπορεύεται τα προϊόντα της με την υφιστάμενη εμπορική σήμανση, θα έχει υποστεί το κόστος επανασχεδιασμού των λογότυπων της και, ενδεχομένως, θα επηρεαστεί αρνητικά η εμπορική εύνοια που έχει κτίσει από την ενεργοποίηση της στην Κυπριακή αγορά με τις συγκεκριμένες επωνυμίες.

 

Παράλληλα όμως, προσμετρώ και τη θέση που προωθήθηκε από την πλευρά της Εναγόμενης ότι η λέξη «Nannys» δεν είναι το κεντρικό και επιβλητικό σήμα στο λογότυπο το προϊόντων της. Σημειώθηκε ότι πρόκειται για μια από πέντε λέξεις στο λογότυπο, το οποίο επίσης περιλαμβάνει άλλα σύμβολα και σχήματα. Αυτό, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι τα προϊόντα της Εναγόμενης με τα επίδικα σήματα κυκλοφόρησαν μόλις πρόσφατα στην αγορά και ότι δεν έχω στοιχεία για επένδυση που έγινε για σκοπούς διαφήμισης και προώθησης των εμπορευμάτων με τη συγκεκριμένη σήμανση, με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η πλάστιγγα γέρνει υπέρ της παροχής ενδιάμεσης θεραπείας.

 

Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων και όσων έχω εξηγήσει, κρίνω ότι είναι ορθότερο να υπερισχύσει η προστασία των δικαιωμάτων της Ενάγουσας δεδομένων των δυσκολιών να αποτιμηθεί και να αποζημιωθεί για τη ζημιά που θα υποστεί εάν επιτύχει στην δίκη αλλά δεν είχε το όφελος της ενδιάμεσης προστασίας μέχρι τότε.

 

Τέλος, με έχει απασχολήσει το ορθό εύρος και διατύπωση των ενδιάμεσων διαταγμάτων ώστε να διατηρηθεί κάποια ισορροπία στα εκατέρωθεν δικαιώματα και, παράλληλα, να υπάρχει ασφάλεια στις συναλλαγές και η ελάχιστη δυνατή ασάφεια.

 

Καταλήγω και εκδίδω διάταγμα ως εξής:

 

Διάταγμα που απαγορεύει στην Εναγόμενη, μέσω των υπαλλήλων, διανομέων και εκπροσώπων της να προωθεί και/ή διαφημίζει και/ή πωλεί και/ή εμπορεύεται στην Κύπρο, χαρτομάντηλα, κρέμες περιποίησης δέρματος, προστατευτικές κρέμες για μωρά, απορρυπαντικά, μωρομάντηλα ή άλλα προϊόντα που φέρουν επί της συσκευασίας τους τα εμπορικά σήματα της Ενάγουσας με αριθμούς εγγραφής 83521, 83522, 82543, 82544, 48411, 46513, 82548, 71929, 65637, 65638, 65639, 82546, 48415, 48416, 48417, 66077, 66078, 66079, 71926 και 71927 και/ή οποιοδήποτε άλλο εμπορικό όνομα που προσομοιάζει με αυτά και/ή το όνομα «Nannys», μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής.

 

Το διάταγμα αυτό αναστέλλεται μέχρι 30.6.2024, χρονικό διάστημα που κρίνω λογικό ώστε η Εναγόμενη να προβεί στις αναγκαίες διευθετήσεις προς συμμόρφωση.

 

Το διάταγμα δεν απαιτεί από την Εναγόμενη την ανάκληση προϊόντων που, αποδεδειγμένα, έχει ήδη διαθέσει σε σημεία πώλησης.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης και, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης όπως θα υπολογιστούν και εγκριθούν.

 

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)

[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829

[3] Lumos Skincare Ltd v Sweet Squared Ltd [2012] EWPCC 28

 

[4] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο