ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

 

Αγωγή αρ: 1535/2016

Μεταξύ:

ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ

                                                                                                                         Eνάγουσας

και

 

 ΜΑΡΙΟΥ ΦΥΡΙΛΛΑ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ, ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ ΚΑΙ ΗΛΙΑΝΑΣ

ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

 

 

                                                                                                                               Εναγόμενης

Ημερομηνία:  31 ΜΑΙΟΥ 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγουσα: κος Παπαθεοδώρου

Για Εναγόμενο: κα Α. Λυκούργου

 

                                                     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Η Ενάγουσα, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σύζυγος του αδερφού του εναγόμενου πλέον αποβιώσαντα Μάριου Φυρίλλα (στο εξής «αποβιώσαντα»), αξιώνει μεταξύ άλλων θεραπείες και/ή αποζημιώσεις λόγω ψυχικής οδύνης και ταλαιπωρίας που υπέστη λόγω της κατ’ ισχυρισμό συκοφαντικής και κακόβουλης διωκτικής δράσης του εναντίον της η οποία κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε σκάνδαλο στην πίστη και υπόληψη της θέτοντας σε κίνδυνο την ελευθερία της. Διεκδικεί επίσης αποζημιώσεις λόγω παραβίασης της ιδιωτικής και οικογενειακής της ζωής  ένεκα προσχεδιασμένης και κατακριτέας συμπεριφοράς του αποβιώσαντα έναντι της αλλά και απώλεια εισοδημάτων, ζημιές και έξοδα που έχει υποστεί λόγω της παρουσίας της στα Δικαστήρια για την ποινική υπόθεση αρ. 22843/13 και 584/14.

 

Μέσω της Έκθεσης Απαίτησης, η Ενάγουσα παραθέτει ιστορικό και λεπτομέρειες των σχέσεων της ίδιας και της οικογένειας της με τον αποβιώσαντα ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ως ισχυρίζεται η Ενάγουσα είχε δικαιοπρακτική ικανότητα και δίδασκε σε πανεπιστήμια τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε εις βάρος της συκοφαντικά και/ή προσχεδιασμένα και/ή ότι η συμπεριφορά την οποία περιγράφει στο δικόγραφο της συνιστά κακόβουλη δίωξη. Παραθέτει επίσης λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης κακόβουλης δίωξης και δη ισχυρίζεται ότι οι ποινικές υποθέσεις με αρ. 22843/2013 και 584/2014 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της καταχωρήθηκαν κακόβουλα αλλά και ότι η σοβαρότητα των καταγγελιών που αντιμετώπιζε σημάδεψε μόνιμα τη φήμη της, έχει συνθλιβεί η προσωπικότητα της και προσβλήθηκε η οικογένεια της αλλά και η ίδια.

 

Μέσω της Υπεράσπισης ο αποβιώσαντας ο οποίος αποβίωσε εκκρεμούσης της αγωγής, αρνείται γενικά τους ισχυρισμούς και θέσεις που προβάλλει η Ενάγουσα και δη τις αξιώσεις της.

 

Στην πολυσέλιδη Υπεράσπιση παρατίθεται το ιστορικό των σχέσεων του με την Ενάγουσα και την οικογένεια της. Είναι παραδεκτό ότι η Ενάγουσα μαζί με το σύζυγο της, αδερφό του αποβιώσαντα και τα παιδιά τους κατά τον επίδικο χρόνο διέμεναν στο ισόγειο της διώροφης οικοδομής επί της οδού Λόρδου Βύρωνος 10 ενώ ο αποβιώσαντας διέμενε στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής. Αποδίδει στην Ενάγουσα και στο σύζυγο της αδερφό του, κακή και ανάρμοστη συμπεριφορά τόσο προς τον ίδιο όσο και στην οικογένεια του. Είναι ισχυρισμός του αποβιώσαντα ότι ψυχράνθηκαν οι σχέσεις του με την Ενάγουσα και το σύζυγο της μετά το θάνατο του πατέρα τους το έτος 2008 μετά το διαχωρισμό της περιουσίας του αποβιώσαντα πατέρα τους. Μεταξύ τους υπήρξαν διάφορες προστριβές και έγιναν εκατέρωθεν καταγγελίες και στην αστυνομία. Είναι ισχυρισμός στην Υπεράσπιση ότι ουδέποτε ενήργησε κακόβουλα καταγγέλλοντας την Ενάγουσα στις αστυνομικές αρχές. Η Ενάγουσα εκδιώχθηκε με την ποινική υπόθεση αρ. 22843/2013 ως αποτέλεσμα των πράξεων της και η ποινική υπόθεση αρ. 584/2014 διακόπηκε για λόγους που αφορούσαν την Κατηγορούσα Αρχή.

 

Μέσω της Απάντησης στην Υπεράσπιση η Ενάγουσα αρνείται τις θέσεις και εκδοχές του αποβιώσαντα.

 

Μαρτυρία

 

Προς απόδειξη της απαίτησης της Ενάγουσας, έδωσε μαρτυρία o κος Κυριάκος Φυρίλλας (ΜΕ1) και η ίδια (ΜΕ2). Εκ μέρους του Εναγόμενου δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία. Έγινε όμως δήλωση ότι ο μόνος που θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία επί των γεγονότων είναι ο Μάριος Φυρίλλας ο οποίος αποβίωσε εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας και ότι εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος δεν μπορούσε να προωθήσει όλες τις υπερασπίσεις που υπό άλλες συνθήκες δικαιούτο να προωθήσει και παραμένει αδυναμία στην πλευρά της Υπεράσπισης, θέμα που επιφυλάχθηκε το Δικαστήριο να εξετάσει μέσω της παρούσης. Επίσης κατά την ακροαματική διαδικασία η απαίτηση της Ενάγουσας ενόψει του θανάτου του αποβιώσαντα περιορίστηκε μόνο στο αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης (πρακτικά ημερομηνίας 18/12/2023 σελ. 14).

 

ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Μαζί κατάθεσε τα Τεκμήρια 1-28. O ΜΕ1 είναι ο πρώην σύζυγος της Ενάγουσας και αδερφός του αποβιώσαντα. Mέσω της γραπτής δήλωσης του περιγράφει πως και πότε περιήλθε στην ιδιοκτησία του και του αποβιώσαντα αδερφού του ενός οικοπέδου επί της οδού Λόρδου Βύρωνος 10 στη Λευκωσία κατά ½ μερίδιο με δικαίωμα επικαρπίας των γονέων τους. Παράθεσε σχετικά το Τεκμήριο 1. Στο οικόπεδο ανεγέρθηκαν 2 οικίες μία στο ισόγειο και μια στον πρώτο όροφο. Με το θάνατο του πατέρα τους η σύζυγος του αποβιώσαντα απαιτούσε από τη μητέρα τους (δηλαδή τη μητέρα του ΜΕ1 και αποβιώσαντα εναγόμενου) να παραιτηθεί από την επικαρπία της οικίας του 1ου ορόφου που έμεναν. Σύμφωνα με το ΜΕ1 ο αποβιώσαντας ένιωθε πικραμένος που η μητέρα τους στο εξής ως «η  Φαιδρα» είχε την επικαρπία στην οικία που διέμενε και ένιωθε ότι η Φαίδρα τους εξαπάτησε με το θέμα της επικαρπίας. Ο ΜΕ1 διαφωνούσε με τις θέσεις του αποβιώσαντα και στήριξε με την οικογένεια του τη Φαίδρα και δεν την απομόνωσε όπως έκανε ο αποβιώσαντας. Σύμφωνα με το μάρτυρα ο αποβιώσαντας δε συμφωνούσε μ’ αυτό και προκαλούσε σ’ αυτούς ψυχικό εξαναγκασμό και δη προέβαινε σε πράξεις που τους φόβιζε. Έκανε τα πάντα με σκοπό να πετύχει να αποσυρθεί η επικαρπία της μητέρας τους επί της οικίας του. Ο ΜΕ1 κατάθεσε ηλεκτρονική αλληλογραφία του αποβιώσαντα προς τον ίδιο ως τα Τεκμήρια 2-6 τα οποία κατά τη γνώμη του δεικνύουν τις κακιές προθέσεις του αποβιώσαντα εναγόμενου αλλά και ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να αναγκαστεί να αποσύρει η Φαίδρα την επικαρπία από την οικία τους. Ο ΜΕ1 ως αναφέρει σταμάτησε να έχει επαφή με τον αδερφό του και συνέχιζε να στηρίζει τη μητέρα του Φαίδρα. Ενόψει του ότι ο ΜΕ1 με την οικογένεια του υποστήριζαν τη Φαίδρα ο αποβιώσαντας σε τακτά χρονικά διαστήματα προέβαινε σε άσκηση ψυχολογικής πίεσης και ψυχικό εξαναγκασμό τόσο στον ίδιο όσο και στην Ενάγουσα και στα παιδιά τους, ώστε να πειστεί η Φαίδρα να αφαιρέσει την επικαρπία επί της οικίας του.

 

Ο ΜΕ1 κατάθεσε ως Τεκμήριο 7 βεβαίωση για καταγγελίες που πρόβηκε ο ίδιος στην αστυνομία εναντίον του αποβιώσαντα για περιστατικά που έγιναν την 02/01/2012 , 31/10/2012, 11/12/2012, 28/07/2013 που είχαν σαν αποτέλεσμα είτε να τρομάξουν την Ενάγουσα ή τα παιδιά τους ή αφορούσαν επίθεση του αποβιώσαντα εναγόμενου προς τον ίδιο. (Τεκμήρια 7, 8,9 και 10).

 

Ως Τεκμήριο 11 ο ΜΕ1 κατάθεσε φωτογραφίες από το κινητό του σε σχέση με μηνύματα που του έστελνε ο αποβιώσαντας ως ισχυρίστηκε και ότι τα μηνύματα αυτά στάλθηκαν με σκοπό να τους εξαναγκάσει να σταματήσουν να υποστηρίζουν τη Φαίδρα. Ένιωθαν φόβο γι’ αυτή τη συμπεριφορά ως ανάφερε ο ΜΕ1.

 

Είναι η θέση του ότι μεθόδευσε εναντίον του και της Ενάγουσας μέσω της αστυνομίας κακόβουλες διώξεις.  Κατάθεσε ως Τεκμήριο 12 επιστολή με την οποία του ζητήθηκε από Σούλα Ιωάννου να της επισκευάσει το όχημα της λόγω ζημιάς που αυτή ισχυρίστηκε ότι προκάλεσε ο μάρτυρας. Ως Τεκμήριο 13 επισύναψε αντίγραφο από την απόφαση του Δικαστηρίου που τον αθώωσε σχετικά με το θέμα αυτό. Είχε καταχωρηθεί εναντίον του η ποινική υπόθεση με αρ. 8467/2013.

 

Ως Τεκμήρια 14 και 15 κατάθεσε αντίγραφο παραπόνου της Ενάγουσας εναντίον του αποβιώσαντα εναγόμενου για επίθεση και εξύβριση για περιστατικό που συνέβη την 30/03/2013 στην παρουσία των παιδιών τους καθώς και αντίγραφο της απόφασης επί της ποινής που επιβλήθηκε στον αποβιώσαντα. Αναφορικά με την εν λόγω υπόθεση έχει καταχωρηθεί εναντίον του αποβιώσαντα εναγόμενου και η αγωγή με αρ. 936/2016.

 

Ο ΜΕ1 στη δήλωση του επίσης αναλώνεται στην περιγραφή κάποιου περιστατικού επίθεσης προς την Ενάγουσα από τον αποβιώσαντα  το οποίο συνέβη ως αναφέρει την 18/07/2013. Κατάθεσε προς τούτο τα Τεκμήρια 16, 17 και 18 μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται δικαστική απόφαση για ποινή για δημόσια εξύβριση και ανησυχία η οποία ως αναφέρει επιβλήθηκε στον αποβιώσαντα. Ως επίσης αναφέρει ο ΜΕ1 ο αποβιώσαντας εναγόμενος χωρίς καλό λόγο και αιτία έθεσε σε κίνηση διαδικασία εναντίον της Ενάγουσας με αποτέλεσμα την καταχώρηση εναντίον της την ποινική υπόθεση με αρ. 22843/2013 αναφορικά με το περιστατικό της 18/07/2013 κατηγορώντας τη ψευδώς ότι τον εξύβρισε και παραλίγο να τον κτυπήσει με το όχημα της ως το Τεκμήριο 19. Η Ενάγουσα ως αναφέρει ο ΜΕ1 απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες ως το Τεκμήριο 20.

 

Επιπροσθέτως καταχωρήθηκε εναντίον του και της Ενάγουσας η ποινική υπόθεση με αρ. 584/2014. Η εν λόγω διαδικασία έγινε για να τους εξοντώσουν ψυχικά. Σύμφωνα με το ΜΕ1 την 28/07/2013 κάθονταν έξω από τη κουζίνα της οικίας τους στο ισόγειο ο ίδιος η Ενάγουσα η μητέρα του Φαίδρα και τα 4 παιδιά του μαζί με κάποιους άλλους συγγενείς. Ο αποβιώσαντας προσπάθησε να μιλήσει με κάποιον εκ των συγγενών που κάθονταν εκεί και συγκεκριμένα το θείο τους Γαβρίλη. Αποκάλεσε το ΜΕ1, βλάκα, κλέφτη και καραγκιόζη, τα μωρά άρχισαν να κλαίνε, ενώ ο αποβιώσαντας τον έπιασε από το λαιμό προσπαθώντας να τον πνίξει. Αμέσως μετά το περιστατικό ο ΜΕ1 μετέβηκε στην αστυνομία και στη συνέχεια στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 21, ιατρική βεβαίωση εξέτασης του, ως Τεκμήριο 22 κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και ως Τεκμήριο 23 κατάθεση της Ενάγουσας στην αστυνομία. Ως Τεκμήριο 24 κατάθεσε την κατάθεση στην αστυνομία του αποβιώσαντα και ως Τεκμήριο 25 την κατάθεση στην αστυνομία της συζύγου του Σούλας.  Θεωρεί ότι χωρίς καλό λόγο ο αποβιώσαντας εναγόμενος και η σύζυγος του Σούλα έθεσαν σε κίνηση τη διαδικασία εναντίον του και της Ενάγουσας η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση της ποινικής διαδικασίας αρ. 584/2014. Είναι η θέση του ότι έτσι θα εξοντώνονταν ψυχικά και οικονομικά και θα υπέκυπταν και θα σταματούσαν να υποστηρίζουν τη Φαίδρα αναφορικά με το θέμα της επικαρπίας.

 

Ως Τεκμήριο 26 κατάθεσε αντίγραφο  αθωωτικής δικαστικής απόφασης αναφορικά με τον ίδιο και την Ενάγουσα η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αρ. 584/14.

 

Ο ΜΕ1 επιπλέον στη γραπτή δήλωση του εξηγεί γιατί έχει ευθύνη ο αποβιώσαντας εναγόμενος για κακόβουλη δίωξη και δη αναφέρει ότι: η αστυνομία με βάση τα ψέματα του δεν είχε άλλη επιλογή από του να καταχωρήσει τις ποινικές υποθέσεις με αριθμό 22843/13 και 584/14, η Ενάγουσα αθωώθηκε από τις κατηγορίες, ο αποβιώσαντας εναγόμενος είχε κακόβουλα και αλλότρια κίνητρα και ως μόνο σκοπό την άσκηση πίεσης στην Ενάγουσα μέσω οικονομικής και ψυχικής εξόντωσης της για να σταματήσει να υποστηρίζει τη μητέρα του Φαίδρα. Καμία εκ των ποινικών υποθέσεων δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας, στη δε ποινική αρ. 22843/13 ο αποβιώσαντας εναγόμενος διέκοψε την κυρίως εξέταση του και απέσυρε τα παράπονα του αλλά και ότι οι καταγγελίες του ήταν ψευδείς. Έχει κλονιστεί επίσης η φήμη και υπόληψη της Ενάγουσας. Έχει συντριβεί η προσωπικότητα τους και ήταν ψυχοφθόρο να απουσιάζουν από το χώρο εργασίας τους για να παραστούν στο Δικαστήριο.

 

Ο ΜΕ1 κατάθεσε ως Τεκμήριο 27 μια αθωωτική απόφαση στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 8793/17 αναφορικά με τον ίδιο και ως Τεκμήριο 28 έκθεση παιδοψυχολόγου Δρ. Μάριου Κωνσταντίνου. Ως ισχυρίζεται ο ΜΕ1 τα παιδιά του λόγω ενεργειών του αποβιώσαντα απόκτησαν φοβίες.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΕ1 ανάφερε ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε προσχεδιασμένα και ότι εξέλαβε την ανοχή του ME1 ο οποίος ανεχόταν τη συμπεριφορά του αποβιώσαντα και δεν έκανε κάτι, ως αδυναμία. Ο ΜΕ1 κατάγγελλε τα περιστατικά στην αστυνομία απλώς για να καταγραφούν. Δεν επιθυμούσε την ποινική δίωξη του εναγόμενου αποβιώσαντα γι’ αυτό στις καταγγελίες στην αστυνομία ανάφερε απλώς ότι δεν επιθυμούσε τη δίωξη του (βλ. Τεκμήριο 7). Σε ερώτηση γιατί ένιωσε την ανάγκη να έρθει ο ίδιος στο Δικαστήριο και να μαρτυρήσει πρώτος και όχι η Ενάγουσα απάντησε ότι είναι το άτομο που γνωρίζει από πρώτο χέρι τα γεγονότα που πλαισιώνουν την επικαρπία αφού κατά τη θέση του ΜΕ1 ο αδερφός του ενεργούσε εναντίον τους επειδή ήθελε να πιέσει τη μητέρα τους Φαίδρα να αποσύρει την επικαρπία από την οικία του. Αντεξεταζόμενος ανάφερε επίσης ότι εκκρεμούν εναντίον του αποβιώσαντα αδερφού του και της διαχείρισης του αποβιώσαντος αρκετές αγωγές.

 

Αναφορικά με τις ποινικές υποθέσεις με αρ. 22843 και 584 ανάφερε ότι δε βασίστηκε η αστυνομία σε καλόπιστά παράπονα, ήταν όλα ψεύδη του αποβιώσαντα αδερφού του με σκοπό να τους διασύρει στα Δικαστήρια. Ως επίσης ανάφερε ασκούσαν πολλές πιέσεις στην αστυνομία για να προχωρήσουν την υπόθεση και ότι θεωρεί ότι η αστυνομία δεν είχε άλλη επιλογή με βάση τα όσα ανάφεραν οι παραπονούμενοι από του να ασκήσουν ποινική δίωξη.

 

ΜΕ2

 

Η Ενάγουσα ΜΕ2 ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατάθεσε το Έγγραφο Β. Ουσιαστικά η μαρτυρία της ΜΕ2 αποτελεί αντιγραφή της γραπτής δήλωσης του ΜΕ1. Παράπεμψε στα Τεκμήρια που κατάθεσε ο ΜΕ1 και αποδίδει σ’ αυτά την ερμηνεία που απόδωσε ο ΜΕ1. Κρίνω ότι δεν είναι αναγκαίο να παρατεθεί η μαρτυρία της  αφού δεν αναφέρει κάτι διαφορετικό από απ’ αυτά που ανάφερε ο ΜΕ1. Επιπροσθέτως η ΜΕ2 αναφέρει ότι έγινε ρεζίλι παντού και ήταν όλα προσχεδιασμένα και μελετημένα με σκοπό να εξοντωθεί και να αναγκαστεί να υποκύψει και να σταματήσει να υποστηρίζει η Φαίδρα. Η καταχώρηση των ποινικών διώξεων εναντίον της είχαν σαν αποτέλεσμα να συνθλιβεί η προσωπικότητα της αφού γνωστοί και φίλοι γνώριζαν ότι έπρεπε να παρουσιάζεται στο Δικαστήριο.

 

Αντεξεταζόμενη η μάρτυρας ανάφερε ότι τα τελευταία 25 χρόνια εργάζεται στην εταιρεία Pricewaterhouse Coopers στη θέση Senior Associate. Η θέση που κατέχει είναι μεσαία προς ψηλή στην ιεραρχία.  Σε ερώτηση εάν η επαγγελματική της πορεία μέχρι σήμερα ήταν εξελικτική απάντησε ότι θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Σαν εμπόδιο στην εξέλιξη της καριέρας της ανάφερε την οικογένεια της. Αν δούλευε περισσότερες ώρες πιστεύει ότι θα ήταν πιο ψηλά.

 

Σε ερώτηση εάν την αποστρέφεται ο κόσμος απάντησε αρνητικά. Αναφορικά με το γεγονός ότι γνώριζαν στον εργασιακό της χώρο ότι ήταν κατηγορούμενη για υπόθεση στο Δικαστήριο ανάφερε ότι η ίδια ένιωθε άβολα αλλά είχε υποστήριξη και γνωρίζει ότι την αγαπούσαν οι συναδέλφοι της αφού εργάζεται εκεί για 25 χρόνια. Η ίδια παρόλα αυτά ένιωθε ότι αυτό θα είχε αντίκτυπο στην καριέρα της. Ανάφερε μόνο ότι ένας εκ των συναδέλφων της ο οποίος αφυπηρέτησε τη συζητούσε και ένιωθε άβολα. Εν τέλει ανάφερε ότι στο χώρο εργασίας της σχημάτισαν αρνητική εικόνα.

 

Σε ερώτηση αντεξεταζόμενη εάν όλο αυτό το μπάχαλο ξεκίνησε από την επικαρπία της Φαίδρας στο ακίνητο η ΜΕ2 απάντησε νόμιζω ναι. Η ΜΕ2 αρνήθηκε την υποβολή ότι ο πρώην σύζυγος της είναι αυτός που οδήγησε στη διάσταση των σχέσεων μεταξύ του, του αδερφού του και της μητέρας τους. Σε υποβολή ότι αυτή έχει ψύχωση  με τον αποβιώσαντα και τη σύζυγο του απάντησε αρνητικά.

 

Αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων

 

Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν στο Δικαστήριο παραθέτοντας γραπτώς τα επιχειρήματα τους. Όπου κριθεί αναγκαίο θα γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν. Επισημαίνεται ότι όπου έγινε προσπάθεια μέσω αγορεύσεων να παρουσιαστεί μαρτυρία δε θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Πολύ συνοπτικά εκ μέρους της Ενάγουσας τέθηκε ότι ο θάνατος του εναγόμενου Μάριου Φυρίλλα δεν επέφερε καμία επίπτωση στο δικαίωμα του για δίκαιη δίκη θέτοντας επιχειρηματολογία επ’ αυτού. Η Ενάγουσα εισηγείται  ότι αποδείχθηκε το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης εναντίον της Ενάγουσας και δη ότι παραβιάστηκαν τα συνταγματικά της δικαιώματα διεκδικώντας αποζημιώσεις. Στην αντίθετη πλευρά ζητείται εκ μέρους του αποβιώσαντα η απόρριψη της αγωγής πριν την αξιολόγηση μαρτυρίας καθότι η πλευρά του στερήθηκε το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη αφού εξ΄ αντικειμένου και χωρίς υπαιτιότητα τους δεν είχαν ίσα όπλα ούτε ακούστηκαν αποτελεσματικά, ότι η αγωγή είναι καταχρηστική και ότι η μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε δεν είναι ικανή να αποδείξει την αγωγή.

 

Θεωρώ ορθό στο παρόν στάδιο να εξετάσω το αίτημα που εγέρθηκε εκ μέρους των Εναγομένων για απόρριψη της αγωγής προτού προχωρήσει το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τέθηκε  ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος της πλευράς των Εναγόμενων για δίκαιη δίκη, και/ή ότι οι Εναγόμενοι δεν είχαν ίσα όπλα και δεν εισακούστηκαν στη διαδικασία αφού λόγω του θανάτου του αποβιώσαντα δεν μπόρεσε να ακουστεί αποτελεσματικά και να παρουσιαστεί μαρτυρία εκ μέρους του. Καταρχάς υπενθυμίζω ότι όταν καταχωρήθηκε η αγωγή ήταν εν ζωή ο Μάριος Φυρίλλας. Το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης επιβιώνει και μετά το θάνατο. Το γεγονός δηλαδή θανάτου κάποιου διάδικου και δη του εναγόμενου εν προκειμένω δεν καταργεί τη δίκη και δεν μπορεί από μόνο του να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων. Η αρχή της ισότητας των όπλων ουσιαστικά προϋποθέτει «τη δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των διαδίκων και δη να έχουν την εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσουν την υπόθεση τους και του μαρτυρικού υλικού με τρόπο ώστε να μη τίθενται σε μειονεκτική θέση. Στην προκείμενη περίπτωση δε στερήθηκε ο εναγόμενος της ευκαιρίας να καταχωρήσει την υπεράσπιση του απλώς επήλθε αδόκητα ο θάνατος του με αποτέλεσμα ο ίδιος να μη μπορεί να παρουσιάσει την εκδοχή του και μαρτυρία του επί των γεγονότων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα μπορούσε να παρουσιαστεί μαρτυρία από άλλο πρόσωπο ίσως γνώστη των γεγονότων. Επιπροσθέτως η πλευρά της Ενάγουσας παρουσίασε τους μάρτυρες της και αντεξετάστηκαν από την πλευρά των Εναγομένων. Δε στερήθηκε δηλαδή το δικαίωμα η πλευρά των Εναγόμενων του δικαιώματος να αντεξετάσουν ούτε να παρουσιάσουν κάποιο άλλο μάρτυρα. Το γεγονός όμως ότι ο αποβιώσαντας δεν μπορεί πλέον να δώσει μαρτυρία δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ώστε εκ προοιμίου να απορριφθεί η αγωγή και δη να απορριφθεί πριν αξιολογηθεί η μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Σημειώνω όμως ότι το Δικαστήριο έχει κατά νου το γεγονός ότι ο εναγόμενος Μάριος Φυρίλλας αποβίωσε εκκρεμούσης της διαδικασίας και δη δεν ήταν εφικτό να δώσει μαρτυρία γεγονός που σαφώς θα ληφθεί υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ορθό να επισημανθεί στο παρόν στάδιο ότι εν πάση περίπτωση το βάρος απόδειξης για να αποδείξει την απαίτηση της έχει η Ενάγουσα η οποία οφείλει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία προς απόσειση του ακόμη κι αν η πλευρά του εναγομένου δεν παρουσιάσει μαρτυρία.[1]

 

Αξιολόγηση

 

Σημειώνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, τη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[2]

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει, όμως μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών[3] αφού τα πιο κάτω αναφερόμενα γεγονότα είναι κοινά αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα είτε μέσω των δικογράφων είτε δεν αμφισβητήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία:

 

α) Η Ενάγουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν σύζυγος με τον αδερφό του Μάριου Φυρίλλα, κο Κυριάκο Φυρίλλα. Η ίδια κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υπάλληλος στην εταιρεία Price Waterhouse Coopers. O Μάριος Φυρίλλας ο οποίος αποβίωσε εκκρεμούσης της αγωγής ήταν κάτοχος διδακτορικού και δίδασκε σε πανεπιστήμια τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού ενώ παράλληλα μετείχε σε ερευνητικά προγράμματα παγκοσμίου εμβέλειας. Η Φαίδρα είναι η μητέρα του αποβιώσαντα και του κου Κυριάκου Φυρίλλα. Η κα Σούλλα Ιωάννου ήταν η σύζυγος του αποβιώσαντα.

 

β) Κατά τον επίδικο χρόνο η Ενάγουσα μαζί με το σύζυγο της και τα 4 παιδιά τους διέμεναν στο ισόγειο διώροφης οικοδομής επί της οδού Λόρδου Βύρωνος 10 ενώ ο αποβιώσαντας διέμενε με την οικογένεια του στον πρώτο όροφο της ίδιας οικοδομής.

 

γ) Η Ενάγουσα υπήρξε κατηγορούμενη στις ποινικές υποθέσεις α) υπόθεση με αρ. 22843/2013 και β) 584/2014 μετά από υποβολή παραπόνων από τον αποβιώσαντα εναγόμενο. Η Ενάγουσα αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες για την ποινική υπόθεση με αρ. 22843/2013 μετά από διακοπή του κατηγορητηρίου βλ. Τεκμήριο 20.

 

δ) Στην υπόθεση με αρ. 584/2014 η Ενάγουσα αθωώθηκε και απαλλάχθηκε εφόσον δεν αποδείχθηκαν τα αδικήματα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας βλ. Τεκμήριο 26.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας κρίνω ορθό να αναφέρω ότι με βάση το τι παρουσιάστηκε μέσω της μαρτυρίας των ΜΕ1 και της ΜΕ2 παρατήρησα ότι σε μεγάλο βαθμό η απαίτηση της Ενάγουσας στηρίζεται σε εξ’ ακοής μαρτυρία αφού είτε παρατέθηκε μαρτυρία με επαναλήψεις δηλώσεων του αποβιώσαντα ή τρίτων προσώπων βλ. ενδεικτικά παράγραφο 21.2, 21.3, 22, 31.3 του Εγγράφου Α, είτε παρατέθηκαν ως τεκμήρια έγγραφα με δηλώσεις του αποβιώσαντα ή τρίτων προσώπων βλ. ενδεικτικά στις παραγράφους 10,11,13,14,21,22, 23,33, 37.4 του Εγγράφου Α στις οποίες γίνεται αναφορά σε τέτοια έγγραφα όπως τα Τεκμήρια 2,3,4,5,6,7,9,10,11,18,19,24,25,28, είτε γίνεται αναφορά σε συμπεριφορά του αποβιώσαντα ή σε ενέργειες και κινήσεις που πρόβηκε ο αποβιώσαντας. Στο σύγγραμμα των κκ Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη «το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» σελ.291-293 τα πιο πάνω αποτελούν μορφές εξ’ ακοής μαρτυρίας. Η εξ’ ακοής μαρτυρία σαφώς και δεν αποκλείεται και είναι αποδεκτή ως μαρτυρία η αποδεικτική της αξία όμως εξετάζεται από το Δικαστήριο υπό το πρίσμα του άρθρου 27(2) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 αλλά και των νομολογιακών αρχών σε συνάρτηση με το τι απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.

ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 σε γενικές γραμμές δεν έκανε καλή εντύπωση. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του ήταν εμφανής η προσπάθεια του να παρουσιάσει τα γεγονότα όπως βόλευαν την Ενάγουσα. Ως φάνηκε δεν είχε σκοπό να παρουσιάσει στο Δικαστήριο τα γεγονότα ως είχαν. Ήταν επίσης εμφανής η προσπάθεια να παρουσιάσει τον αποβιώσαντα αδερφό του ως το μόνο άτομο που δημιουργούσε εντάσεις και προβλήματα. Στην προσπάθεια του να το πράξει αυτό μεγαλοποίησε τα γεγονότα και παρουσίασε επιλεκτικά μαρτυρία ως θα εξηγήσω πιο κάτω αλλά υπήρξε και υπερβολικός στις περιγραφές του. Παρατηρώ επίσης ότι πρόβηκε αχρείαστα σε αναφορές για όλες τις οικογενειακές τους διαφορές και διενέξεις ώστε να δημιουργηθούν εντυπώσεις στο Δικαστήριο.

 

Στο σημείο αυτό είναι ορθό να αναφερθεί ότι η απαίτηση της Ενάγουσας εδράζεται στο αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης αναφορικά με τις ποινικές υποθέσεις αρ. 22843/13 και 584/14. Παρόλα αυτά ως εξηγείται παρουσιάστηκε μαρτυρία άσχετη.

 

Επίσης ένα στοιχείο που αναδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία είναι η έλλειψη αντικειμενικότητας εκ μέρους του μάρτυρα και αυτό διαφάνηκε από το γεγονός ότι μιλούσε για τον αποβιώσαντα αδερφό του ακόμη και μετά το θάνατο του με εμπάθεια και τολμώ να πω με αποστροφή. Παρόλο που προσπάθησε να προωθήσει τη θέση ότι για όλα τα περιστατικά που περιέγραψε με ζήλο στη γραπτή του δήλωση έφταιγε αποκλειστικά ο αποβιώσαντας, η ίδια η συμπεριφορά του ΜΕ1 δεικνύει ότι ο ίδιος είχε εχθρότητα προς το πρόσωπο του αδερφού του και προέβαινε συχνά σε καταγγελίες εναντίον του ανεξάρτητα εάν επιθυμούσε τη δίωξη του ή όχι. Αυτό προκύπτει από το Τεκμήριο 7. Επιπλέον η ενέργεια του να προβαίνει σε καταγγελίες δε δεικνύει ανοχή ως ο ίδιος ισχυρίστηκε.

 

Επισημαίνω επίσης ότι η εμπάθεια προς τον αποβιώσαντα και την οικογένεια του, φαίνεται και από το γεγονός ότι ως ο ίδιος ο μάρτυρας ανάφερε ότι εκκρεμούσαν εναντίον του αποβιώσαντα αρκετές αγωγές οι οποίες καταχωρήθηκαν από τον ίδιο είτε από άλλο μέλος της οικογένειας του. Δεν έχω πειστεί λοιπόν ότι ο αποβιώσαντας ευθύνεται αποκλειστικά για όλα τα περιστατικά και συγκρούσεις μεταξύ τους. Αντιθέτως μπορώ με ασφάλεια να προβώ σε εύρημα ότι μεταξύ των αδερφιών υπήρχαν έντονες διαφορές προφανώς λόγω της συμπεριφοράς και των δύο αλλά και λόγω περιουσιακών διαφορών που είχαν μεταξύ τους. Δεν αποδέχομαι ούτε τη θέση που προώθησε ο ΜΕ1 ότι όλα έγιναν με σκοπό να πειστεί η μητέρα τους Φαίδρα να αποσύρει την επικαρπία επί της οικίας του αποβιώσαντα στον 1ο όροφο.  Και εξηγώ.

 

Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ1 αναλώθηκε στο ότι ο αποβιώσαντας ήταν σφόδρα πικραμένος με τη Φαίδρα λόγω της επικαρπίας και ότι ο ΜΕ1 με την οικογένεια του τη στήριζαν με αποτέλεσμα να έγιναν δέκτες ψυχικού εξαναγκασμού, πίεσης και άσχημης συμπεριφοράς από τον αποβιώσαντα. Επιλεκτικά ο ΜΕ1 κατάθεσε τα Τεκμήρια 2-6 ηλεκτρονικά μηνύματα που φαίνεται να αντάλλαζε περί το έτος 2010 με τον αποβιώσαντα εναγόμενο. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι κατάθεσε μόνο τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστειλε ο αποβιώσαντας και μάλιστα απομόνωσε λέξεις και προτάσεις και απόδωσε σ’ αυτά τη δική του ερμηνεία την οποία υιοθέτησε και η Ενάγουσα. Όμως πέραν του ότι δεν παρουσιάζεται ενώπιον του Δικαστηρίου ολόκληρη η επικοινωνία ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα από τα όσα τέθηκαν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα από το περιεχόμενο των εν λόγω η-μηνυμάτων ότι ο αποβιώσαντας ήταν πικραμένος για το θέμα της επικαρπίας ή ότι θεωρούσε ότι υπήρχε κάποιο σχέδιο εναντίον του ή ότι μέσω των ηλεκτρονικών μηνυμάτων προκύπτουν οι κακιές προθέσεις του εναντίον του ΜΕ1 και της οικογένειας του ως προσπάθησε να παρουσιάσει ο μάρτυρας. Τα όσα αποδίδει στα η-μηνύματα είναι υπερβολικά. Το μόνο που προκύπτει είναι ότι μεταξύ τους υπήρχαν διαφορές περιουσιακής φύσεως. Η παράθεση των η-μηνυμάτων επιλεκτικά και η ερμηνεία που αποδόθηκε σ’ αυτά δεικνύει την πρόθεση του ΜΕ1 να μεγαλοποιήσει τη διαφορά τους και να ρίξει το φταίξιμο στον αποβιώσαντα αποκλειστικά για τη ρήξη των μεταξύ τους σχέσεων. Νοείται η ερμηνεία που απόδωσε ο ΜΕ1 στα η-μηνύματα του αποβιώσαντα δε γίνεται αποδεκτή.

 

Πέραν των πιο πάνω, σημειώνω ότι τα η-μηνύματα του αποβιώσαντα ουσιαστικά συνιστούν εξ’ ακοής δηλώσεις του. Ως αναφέρεται η κατάθεση μαρτυρίας ακόμη και εξ’ ακοής είναι επιτρεπτή αλλά δεν πρέπει το αποδεκτό της μαρτυρίας να συγχέεται με τη βαρύτητα που θα αποδοθεί στο τέλος της ημέρας από το Δικαστήριο σε τέτοια μαρτυρία λεκτική ή έγγραφη.[4] Στην προκείμενη περίπτωση ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα πρόβηκαν σε δικά τους συμπεράσματα επί αυτών των δηλώσεων χωρίς να είναι εφικτό ο αποβιώσαντας να θέσει τη δική του εκδοχή και ισχυρισμούς. Στην απουσία μαρτυρίας από το πρόσωπο που συνέταξε τα εν λόγω μηνύματα δε θα μπορούσα εν πάση περίπτωση να αποδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα ή αξία. Ο θάνατος του εναγόμενου δεν μπορεί να επενεργήσει προς όφελος της Ενάγουσας ούτε να γίνει αποδεκτή η ερμηνεία που αποδίδει στα εν λόγω μηνύματα.

 

Για τον ίδιο σκοπό προφανώς ο ΜΕ1 κατάθεσε το Τεκμήριο 11 στο οποίο δε αποδίδεται κάποια ιδιαίτερη αποδεικτική βαρύτητα, καθότι κατά πρώτο αφορά εξ’ ακοής μαρτυρία και δηλώσεις προσώπου που δεν είναι εφικτό να καταθέσει ώστε να αξιολογηθεί αυτή ορθά. Επιπροσθέτως έχει αποδοθεί σ’ αυτά η ερμηνεία που ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα θεωρούν αρμόζουσα ενώ έχει κριθεί ότι ο ΜΕ1 δεν ενεργεί αντικειμενικά και ανεξάρτητα.  Επίσης καμία μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον μου που να δεικνύει ότι ο αριθμός τηλεφώνου που αναγράφεται ανήκε πράγματι στον αποβιώσαντα.

 

Ο ΜΕ1 για σκοπούς και πάλι εντυπώσεων παρουσίασε στο Δικαστήριο ένα ιστορικό με δικαστικές διαδικασίες και αποφάσεις που όχι μόνο δεν είναι σχετικές με τις ποινικές υποθέσεις που κατ’ ισχυρισμό προωθήθηκαν κακόβουλα αλλά ενισχύει το γεγονός ότι  μεταξύ του ή της Ενάγουσας και του αποβιώσαντα υπήρχαν έντονες διαφορές.

 

Στην απόφαση του Τεκμηρίου 15 ποινική υπόθεση με αρ. 14754/13 και Τεκμήριο 17 ποινική υπόθεση με αρ. 22842/13 φαίνεται ότι ναι μεν ο αποβιώσαντας εναγόμενος παραδέχθηκε τις κατηγορίες για δημόσια εξύβριση της Ενάγουσας αλλά ως μετριαστικός παράγοντας λήφθηκε υπόψη η πρόκληση από πλευρά της Ενάγουσας. Στην απόφαση του Τεκμηρίου 27 ποινική υπόθεση αρ. 8793/2017 ως φαίνεται αθωώθηκε ο ΜΕ1 αλλά είχε κριθεί αναξιόπιστος. Αναξιόπιστος κρίθηκε τόσο ο ίδιος όσο και η Ενάγουσα και στην ποινική υπόθεση με αρ. 584/14 Τεκμήριο 26. Στην υπόθεση με αρ. 8467/13 πάλι κρίθηκε αναξιόπιστος μάρτυρας ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα. Όσον αφορά το Τεκμήριο 20 για το οποίο κάνει αναφορά και ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα φαίνεται ότι απαλλάχθηκε η Ενάγουσα από τις κατηγορίες εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή διάκοψε την υπόθεση. Ο λόγος που γίνεται αναφορά σ’ αυτά είναι για να αναδειχθεί ότι ο ΜΕ1 παρουσίασε τη μαρτυρία όπως το βόλευε και ερμήνευσε τα γεγονότα, αποφάσεις και τεκμήρια όπως ο ίδιος ήθελε.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι αχρείαστα κατατέθηκε στο Δικαστήριο μαρτυρία αναφορικά με δικαστικές διαδικασίες και καταθέσεις που δόθηκαν στην αστυνομία οι οποίες είναι άσχετες με τις ποινικές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχει ισχυρισμός για κακόβουλη δίωξη. Κρίνω ότι δεν είναι απαραίτητο να προβώ αναφορικά με αυτή τη μαρτυρία σ’ οποιαδήποτε ευρήματα. Σχετικά προς τούτο είναι τα Τεκμήρια 12,13,14,15,16,17,27. Υπενθυμίζω η απαίτηση της Ενάγουσας περιορίστηκε στο αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης αναφορικά με τις ποινικές υποθέσεις αρ. 22843/13 και 584/14 για περιστατικά που έγιναν την 18/07/2013 και 28/07/2013. Συνεπώς στα πιο πάνω τεκμήρια δεν αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα σ’ αυτά πέραν του ότι τη μέρα και ώρα που αναγράφεται στα Τεκμήρια 12,14, και 15 δόθηκε κατάθεση στην αστυνομία από τα πρόσωπα το όνομα των οποίων αναγράφεται στο κάθε Τεκμήριο, ενώ ως φαίνεται από τα Τεκμήρια, 13,15 και 17 εκδόθηκε δικαστική απόφαση με το αποτέλεσμα που αναγράφεται σε κάθε τεκμήριο. Ως ο ίδιος ο ΜΕ1 επίσης ανάφερε ότι εκκρεμούν για τα περιστατικά που σχετίζονται με τις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις άλλες αγωγές όπως η αγωγή αρ. 936/16 και 3977/17.

 

Παρόλο που κρίθηκε ως άσχετη η μαρτυρία αναφορικά με τα Τεκμήρια 15 και 17 (αφορά δικαστικές αποφάσεις τις οποίες ο αποβιώσαντας καταδικάστηκε μετά από παραδοχή), θέλω να επισημάνω εν πάση περίπτωση ότι  η παραδοχή ενοχής σε ποινική υπόθεση αποτιμάται σε συνάρτηση με τα γεγονότα που θεωρήθηκαν ότι στοιχειοθετούν το αδίκημα για να αξιολογηθεί η αποδεικτική τους σημασία στα πλαίσια της αστικής υπόθεσης.[5] Εν προκειμένω από τα Τεκμήρια 15 και 17 δεν προκύπτουν τα γεγονότα που στοιχειοθέτησαν το αδίκημα της εξύβρισης το οποίο παραδέχθηκε ο αποβιώσαντας αναφορικά με περιστατικά που έλαβαν χώρα ως αναφέρθηκε την 30/03/2013 και 18/07/2013. Το γεγονός λοιπόν ότι έγινε παραδοχή και επιβλήθηκε ποινή δεν είναι αρκετό ώστε να μπορούσε να αξιολογηθεί αυτή η παραδοχή στα πλαίσια της αστικής διαδικασίας.

 

Επισημαίνω επίσης για σκοπούς πληρότητας ότι τα γεγονότα ως τα περίγραψαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι έλαβαν χώρα την 30/03/2013 και 18/07/2013 παραπέμπουν σε ενέργειες και συμπεριφορά του αποβιώσαντα ο οποίος εκ των πραγμάτων δε ήταν εφικτό να δώσει μαρτυρία.  Δε θα μπορούσε λοιπόν το Δικαστήριο αβασάνιστα και χωρίς να ακούσει τη θέση του αποβιώσαντα να αποδεχθεί ότι τα γεγονότα έγιναν ως τα περιέγραψαν ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα. Επισημαίνεται ότι ο ΜΕ1 στο μεταξύ δε φαίνεται να ήταν παρών σε κάποιο εκ των δύο περιστατικών με αποτέλεσμα να μεταφέρει εξ’ ακοής δηλώσεις πέραν του πρώτου βαθμού.

 

Λαμβάνω υπόψη μου ότι για το περιστατικό ημερομηνίας 18/07/2013 επίσης διώχθηκε ποινικά η Ενάγουσα με την υπόθεση αρ. 22843/13. Επίσης κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 18 και 19 οι καταθέσεις του αποβιώσαντα στην αστυνομία. Πέραν του ότι από το περιεχόμενο των εν λόγω Τεκμηρίων φαίνεται η αντίθετη εκδοχή του αποβιώσαντα ως προς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα με βάση τα  όσα παραθέσαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, είναι ξεκάθαρο ότι στα εν λόγω Τεκμήρια περιλαμβάνονται εξ’ ακοής δηλώσεις προσώπου που δε βρίσκεται στη ζωή και στην απουσία μαρτυρίας από το πρόσωπο που προέβηκε σ΄ αυτές δεν μπορεί να αποδοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να αξιολογήσει ορθά τα ενώπιον του στοιχεία.

 

Ως προκύπτει από το Τεκμήριο 20 το οποίο είχε συνδεθεί με την ποινική υπόθεση αρ. 22843/13, η Ενάγουσα εν τέλει απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες. Όμως δε μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση ούτε του ΜΕ1 ούτε της ίδιας της Ενάγουσας ότι οι πιο πάνω καταγγελίες του αποβιώσαντα ήταν ψευδείς από το λόγο του ότι απαλλάχθηκε η Ενάγουσα. Η εν λόγω υπόθεση ως φαίνεται διακόπηκε για λόγους που αφορούσαν την κατηγορούσα αρχή.

 

Αναφορικά με τα Τεκμήρια 9 και 10 που κατάθεσε ο ΜΕ1 γίνεται απλώς αποδεκτό ότι στα εν λόγω Τεκμήρια απεικονίζονται εξωτερικοί χώροι οικίας βεράντας του σπιτιού της Ενάγουσας και του ΜΕ1 ενώ στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 10 απεικονίζονται εντός μιας οικίας 2 πρόσωπα άγνωστα προς το Δικαστήριο. Μάλιστα στη γραπτή δήλωση του ΜΕ1 γίνεται αναφορά σε βιντεογράφησης κάποιου περιστατικού αλλά τονίζω ότι κανένα βίντεο δεν κατατέθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας αλλά ούτε και παρουσιάστηκε άλλη μαρτυρία. Η σημασία που αποδίδει ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα στο εν λόγω Τεκμήριο υπό τις συνθήκες που δίδεται δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ο ΜΕ1 κατάθεσε επίσης το Τεκμήριο 7 στο οποίο είναι αποδεκτό ότι καταγράφονται κάποια περιστατικά τα οποία κατάγγειλε στην αστυνομία όμως στην απουσία άλλης αξιόπιστης μαρτυρίας αλλά και της μαρτυρίας του αποβιώσαντα (εφόσον στο εν λόγω έγγραφο περιέχεται εξ’ ακοής μαρτυρία με την περιγραφή ενεργειών και συμπεριφοράς του αποβιώσαντα) δε θα μπορούσαν να αξιολογηθούν ορθά οι ισχυρισμοί. Κατ’ εφαρμογή λοιπόν του άρθρου 27 (2) (ε) του Κεδ. 9 δεν αποδίδω άλλη βαρύτητα στο εν λόγω τεκμήριο. Ομοίως τα Τεκμήρια 24 και 25 αφορούν εξ’ ακοής μαρτυρία και δη  το Τεκμήριο 24 αφορά αποκλειστικά δηλώσεις του αποβιώσαντα οι οποίες εκ φεύγουν του ελέγχου του Δικαστηρίου και δε μπορεί να δοθεί λοιπόν βαρύτητα στα εν λόγω Τεκμήρια παρά μόνο ότι ο αποβιώσαντας σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να έδωσε κατάθεση στην αστυνομία. Το δε Τεκμήριο 25 αφορά δηλώσεις της συζύγου του κας Σούλας Ιωάννου για την οποία δεν παρασχέθηκε εξήγηση ως προς τη μη κλήτευση της ως μάρτυρα στη διαδικασία. Είναι  αποδεκτό μόνο ότι και η σύζυγος του αποβιώσαντα έδωσε κατάθεση στην αστυνομία. Η ίδια βαρύτητα δίδεται και στο Τεκμήριο 28 έγγραφο με τίτλο εμπιστευτική έκθεση από κάποιο κο Μάριο Κωνσταντίνου Κλινικό Παιδοψυχολόγο. Δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου ο λόγος μη προσέλευσης του εν λόγω προσώπου για να εξηγήσει το συγκεκριμένο Τεκμήριο. Καμία αποδεικτική αξία στο περιεχόμενο του εγγράφου δε δίδεται.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα όσα περιγράφει ο ΜΕ1 ότι έγιναν την 28/07/2013 δεν τα κατέγραψε στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (Τεκμήριο 22). Τα γεγονότα της εν λόγω ημέρας ως φαίνεται από τη μαρτυρία, είχαν σαν αποτέλεσμα την υποβολή δίωξης της Ενάγουσας με την ποινική υπόθεση αρ. 584/14. Είναι αποδεκτό ότι καταχωρήθηκε η ποινική δίωξη εναντίον του και της Ενάγουσας. Ο ΜΕ1 όμως και η Ενάγουσα περιγράφουν τη δική τους εκδοχή ως προς το τι συνέβη την 28/07/2013. Παραθέσαν  επίσης ως Τεκμήρια και τις καταθέσεις που έδωσαν στην αστυνομία ο αποβιώσαντας και η σύζυγος του όπου φαίνονται η εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις τους. Στην απουσία λοιπόν της μαρτυρίας του αποβιώσαντα ώστε να αξιολογηθούν εκατέρωθεν οι θέσεις δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η θέση των ΜΕ1 και της Ενάγουσας ότι τα γεγονότα έγιναν ως τα περιγράφουν. Υπενθυμίζω ότι δε κρίθηκε ο ΜΕ1 ως αντικειμενικός μάρτυρας ή ως μάρτυρας που προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει τα γεγονότα ως πραγματικά έγιναν. Το γεγονός ότι στη δήλωση του αναφέρει λεπτομέρειες που δεν ανάφερε στην αστυνομία δημιουργεί περαιτέρω ερωτηματικά στο Δικαστήριο.

 

Αναφορικά με το ότι μεταξύ των ΜΕ1, ΜΕ2 και αποβιώσαντα δημιουργήθηκε διένεξη την 28/07/2014 και κατάγγειλε ο ένας τον άλλο είναι αποδεκτό όπως και το γεγονός ότι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες και αθωώθηκαν ως το Τεκμήριο 26. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό ώστε να θεωρήσω τις καταγγελίες ψευδείς. Υπενθυμίζω ότι δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τα Τεκμήρια που παρουσιάστηκαν αλλά και ότι οι αναφορές των ΜΕ1 και ΜΕ2 αφορούν ενέργειες, συμπεριφορές και δηλώσεις του αποβιώσαντα, που συνιστούν εξ’ ακοής μαρτυρία και καμία βαρύτητα δεν αποδόθηκε σ’ αυτές για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω.

 

Επισημαίνω ότι το γεγονός μη αντεξέτασης των ΜΕ1 και Ενάγουσας επί των γεγονότων που παραθέσαν για κάθε περιστατικό (υπενθυμίζω ότι έγινε αναφορά σε διάφορα περιστατικά-διενέξεις των ΜΕ1, Ενάγουσας και αποβιώσαντα εκτός των περιστατικών που σχετίζονταν με τις ποινικές υποθέσεις για τις οποίες υπάρχει αναφορά για κακόβουλη δίωξη) δεν μπορεί να ισοδυναμεί με αυτόματη αποδοχή της μαρτυρίας τους. Επισημαίνω εκ νέου ότι τα γεγονότα που περιέγραψαν όπως τα περιστατικά ημερ. 18/07/2013 και 28/07/2013 περιγράφουν συμπεριφορά ενέργειες και δηλώσεις του αποβιώσαντα. Οι περιστάσεις της υπόθεσης και δη το γεγονός θανάτου του εναγόμενου με αποτέλεσμα προφανώς να μην μπορεί να παρουσιαστεί η μαρτυρία του για να αντικρούσει τις θέσεις της Ενάγουσας ή για να προβάλει τη δική του εκδοχή επί των γεγονότων, αποτελούν παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη. Επιπλέον ακόμα και αντεξέταση επί συγκεκριμένων θέσεων δε θα εξυπηρετούσε τη διαδικασία αφού εν όψη μη προσαγωγής μαρτυρίας από τον αποβιώσαντα θα παράμεναν οι θέσεις μετέωρες. Υπενθυμίζω το καθήκον του Δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση της εξ’ ακοής μαρτυρίας και ως αναφέρεται ανωτέρω κατά κύριο ρόλο η μαρτυρία που παρουσιάστηκε είναι εξ΄ ακοής. Παρόλο λοιπόν που οι μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν επί συγκεκριμένων περιστατικών δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποδοχή της μαρτυρίας ούτε μπορεί η απουσία μαρτυρίας του αποβιώσαντα να επενεργήσει προς όφελος της Ενάγουσας. Το Δικαστήριο αξιολόγησε ενώπιον του τη μαρτυρία ως τέθηκε λαμβανομένου σαφώς υπόψη του γεγονότος ότι το μέρος της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε και δεν αντεξετάστηκε αφορούν γεγονότα, ενέργειες και δηλώσεις του αποβιώσαντα.[6]

 

Θεωρώ επίσης ότι είναι οξύμωρο να μη προσέλθουν στο Δικαστήριο να δώσουν μαρτυρία πρόσωπα που εν πάση περίπτωση ήταν παρόντα όταν συνέβη το περιστατικό της 28/07/2013. Ως ανάφερε ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα το εν λόγω συμβάν συνέβη στην παρουσία άλλων προσώπων. Δεν εξηγείται ο λόγος που δεν κλητεύθηκαν τα εν λόγω πρόσωπα να καταθέσουν στο Δικαστήριο εφόσον η θέση τους είναι ότι ο αποβιώσαντας υπέβαλε ψευδή καταγγελία. Παρατηρώ επίσης ότι το βασικό θέμα διένεξης ως το περιέγραψαν με πάθος ο ΜΕ1 και η Ενάγουσα ήταν η πικρία του αποβιώσαντα για την επικαρπία που είχε υπέρ της η μητέρα τους Φαίδρα επί της οικίας του και ότι υπέβαλε το ΜΕ1 και την Ενάγουσα σε ψυχικό εξαναγκασμό για να μη στηρίζουν τη μητέρα προκύπτει το ερώτημα ως προς το λόγο που δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από τη Φαίδρα ώστε να παρασχεθεί στο Δικαστήριο το πλαίσιο αυτής της διαφοράς και στο τέλος της ημέρας να προσφερθεί η καλύτερη δυνατή μαρτυρία.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω δε διαπίστωσα να προσήλθε στο Δικαστήριο ο ΜΕ1 ώστε να θέσει με αντικειμενικότητα τα γεγονότα. Αντιθέτως προσπάθησε με κάθε τρόπο να βοηθήσει την Ενάγουσα στην προώθηση της απαίτησης της. Η μαρτυρία του δε γίνεται αποδεκτή εκτός κι αν αφορά γεγονός που έγινε αποδεκτό ή δεν αμφισβητήθηκε.

 

ΜΕ2

 

Ομοίως η μαρτυρία της ΜΕ2 δεν έκανε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο και δε γίνεται αποδεκτή εκτός κι αν αφορά μαρτυρία η οποία συνάδει με μαρτυρία που έγινε αποδεκτή ή δεν αμφισβητήθηκε. Υπενθυμίζω ότι η μαρτυρία της ήταν ακριβώς αντιγραφή της μαρτυρίας του ΜΕ1 ο οποίος βασικά ως καταδείχθηκε προσήλθε στο δικαστήριο για να βοηθήσει την Ενάγουσα με την απαίτηση της. Σε γενικές γραμμές η μαρτυρία της δεν είχε κάποιο στοιχείο ώστε να μπορώ να κρίνω ότι αυτή είναι αντικειμενική και ανεξάρτητη. Ακόμη και τη γνώμη του ΜΕ1 ως προς το τι εννοούσε ο αποβιώσαντας με τα η-μηνύματα την υιοθέτησε. Επισημαίνω ότι στο Δικαστήριο παρουσιάστηκε επιλεκτικά η αλληλογραφία και αποδόθηκε στα Τεκμήρια η σημασία που ήθελαν οι μάρτυρες να αποδώσουν. Είναι φανερό ότι και η ίδια η Ενάγουσα είχε προσωπική εμπάθεια με τον αποβιώσαντα αλλά και τη σύζυγο του. Παρατήρησα ότι όταν αναφερόταν στη σύζυγο του αποβιώσαντα δε έκρυβε τη δυσαρέσκεια της ως προς το πρόσωπο της. Ως αναφέρεται πιο πάνω μεγάλο μέρος της μαρτυρίας αναλώθηκε στις σχέσεις και εντάσεις μεταξύ του αποβιώσαντα και της οικογένειας της Ενάγουσας αλλά και σε διάφορα περιστατικά που έγιναν μεταξύ τους και κάποια οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο. Θεωρώ ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας τέθηκε αχρείαστα και με σκοπό δημιουργία εντυπώσεων. Το γεγονός επίσης ότι ουσιαστικά αποτύπωσε τη μαρτυρία του ΜΕ1 δεικνύει μεταξύ άλλων ότι ούτε η ίδια προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να παρουσιάσει την αλήθεια. Υπενθυμίζω όμως ότι το επίδικο θέμα στην παρούσα είναι ο ισχυρισμός για κακόβουλη δίωξη της Ενάγουσας με τις ποινικές υποθέσεις με αρ. 22843/13 και 584/14 και όχι το ιστορικό των διενέξεων και εντάσεων.

 

Παρόλο επίσης που προσπάθησε η Ενάγουσα να δείξει ότι οι ποινικές υποθέσεις της προξένησαν βλάβη στη φήμη και υπόληψη της οι θέσεις της ήταν γενικόλογες και αόριστες. Μάλιστα ως παραδέχθηκε αντεξεταζόμενη εργάζεται σε μια εταιρεία για περίπου 25 έτη κατέχει μια ψηλή θέση, εμποδίστηκε να ανελιχθεί σε πιο ψηλή θέση λόγω της οικογένειας της αφού δε δούλευε πολλές ώρες. Έχει φίλες και δεν την αποστρέφεται ο κόσμος. Προσπάθησε βεβαίως να αλλάξει τις θέσεις της ώστε να δείξει ότι οι ποινικές υποθέσεις την επηρέασαν αλλά δεν διαφάνηκε να επηρεάστηκε εν τέλει η επαγγελματική ανέλιξη της ή η κοινωνική της ζωής. Η ίδια όμως αποδέχομαι ότι ένιωθε άβολα.

 

Τέλος η μαρτυρία της ΜΕ2 και του ΜΕ1 η οποία ενείχε τα στοιχεία γνώμης ή το τι μπορεί να συνεπάγεται κακοβουλία ή τι μπορεί να συνιστά η παραδοχή του αποβιώσαντα εναγόμενου σε μια ποινική υπόθεση σαφώς και δεν αποτελούν μαρτυρία που θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη και κατά συνέπεια δε λαμβάνεται υπόψη. Αξίζει να αναφερθεί ότι η μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 ουσιαστικά στηρίχθηκε στο ότι όλα τα περιστατικά μεταξύ τους (τσακωμοί, καταγγελίες στην αστυνομία) έγιναν αποκλειστικά για το θέμα της επικαρπίας αλλά ως εξηγώ ανωτέρω αυτή η θέση δεν έπεισε το Δικαστήριο και δεν έγινε αποδεκτή. Στις καταθέσεις τους εν πάση περίπτωση στην αστυνομία ουδόλως γίνεται αναφορά στο ότι η συμπεριφορά του αποβιώσαντα οφειλόταν στην προσπάθεια του να αφαιρεθεί η επικαρπία αλλά ότι είχαν μεταξύ τους τα μέρη άλλες περιουσιακές διαφορές. Συνεπώς πέραν του ότι δε θα γίνει ανάλογο εύρημα δεν μπορεί το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτή τη θέση και να υιοθετήσει τα συμπεράσματα και γνώμη των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι αυτός ήταν ο σκοπός του αποβιώσαντα και ότι όσα ανάφερε στην αστυνομία ήταν ψέματα.

 

Ευρήματα

 

Τα γεγονότα που έγιναν αποδεκτά ως ανωτέρω και δη τα γεγονότα που δεν αμφισβητήθηκαν ή τα Τεκμήρια που δεν αμφισβητήθηκαν αποτελούν ευρήματα μου, και για σκοπούς οικονομίας της δίκης δε θα επαναληφθούν. Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 δε θα διατυπωθούν άλλα ευρήματα πέραν του ότι μεταξύ του αποβιώσαντα εναγόμενου και ΜΕ1 υπήρχαν έντονες διαφωνίες και διαμάχες για περιουσιακές διαφορές και ότι μεταξύ τους μεσολάβησαν διάφορα περιστατικά κάποια εκ των οποίων οδήγησαν σε καταχώρηση ποινικών υποθέσεων είτε εναντίον των ΜΕ1 και ΜΕ2 είτε εναντίον του αποβιώσαντα εναγόμενου. Είναι αποδεκτό μόνο αν και αχρείαστα για την παρούσα διαδικασία ότι εκδόθηκαν διάφορες δικαστικές αποφάσεις ως τα Τεκμήρια 13,15,17,20,26, και 27. 

 

Νομική πτυχή

Το αστικό αδίκημα της κακόβουλης δίωξης προβλέπεται στο άρθρο 32 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Υπάρχει πλούσια νομολογία επί του θέματος[7]. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι η έναρξη ή η συνέχιση ποινικής υπόθεσης από τον εναγόμενο, η ανεπιτυχής κατάληξη της διαδικασίας, η δίωξη να έγινε με κακόβουλη πρόθεση και χωρίς εύλογη αιτία και η πρόκληση ζημιάς στην φήμη ή την υπόληψη του ενάγοντα ή πιθανής απώλειας της ελευθερίας του. 

 

Το βάρος απόδειξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος φέρει το πρόσωπο που το επικαλείται.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση ζητείται επιδίκαση αποζημιώσεων για κακόβουλη δίωξη της Ενάγουσας από ενέργειες του αποβιώσαντα εναγόμενου για τις ποινικές υποθέσεις αρ. 22843/13 και 584/14 (Τεκμήρια 20 και 26).

 

Εν προκειμένω ως προκύπτει από τα Τεκμήρια 20 και 26 άρχισε ποινική διαδικασία εναντίον της Ενάγουσας με κατάληξη υπέρ της. Όμως η ποινική διαδικασία δε ξεκίνησε από τον ίδιο τον αποβιώσαντα εναγόμενο αλλά από την Αστυνομία με την καταχώρηση των πιο πάνω ποινικών υποθέσεων. Δεν αμφισβητείται ότι ο αποβιώσαντας εναγόμενος υπέβαλε παράπονο εναντίον της Ενάγουσας. Αυτό που πρέπει να αποδείξει η Ενάγουσα είναι κατά πόσο ο παραπονούμενος έχει ενεργήσει « actively and instrumental in instigating the proceedings»[8] και δη κατά πόσο ο αποβιώσαντας εναγόμενος πρόβηκε ο ίδιος σε κάποια ενέργεια ή κατά πόσο είχε αναμιχθεί ενεργά στην καταχώρηση και προώθηση της ποινικής δίωξης από την αστυνομία.

 

Στην υπόθεση Martin v. Watson[9] εξηγήθηκε ότι το να δοθούν πληροφορίες στην αστυνομία η οποία βασιζομένη σε αυτές κατέληξε σε ανεξάρτητη κρίση για την προώθηση ποινικής κατηγορίας δεν καθιστά τον παραπονούμενο κατήγορο και υπόλογο για τη δίωξη.  Η Ενάγουσα οφείλει να αποδείξει ότι ο αποβιώσαντας ενήργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ευθέως υπεύθυνος για την έναρξη της δίωξης από την αστυνομία.  Η ευθύνη για την έναρξη της δίωξης πρέπει να είναι δική του και όχι το αποτέλεσμα της ανεξάρτητης απόφασης της αστυνομίας. Οι μόνες περιπτώσεις όπου ο παραπονούμενος δυνατόν να θεωρηθεί και θα είναι υπόλογος για κακόβουλη δίωξη είναι εάν ψευδώς και κακόβουλα παρείχε πληροφορίες για ισχυριζόμενο αδίκημα εκφράζοντας παράλληλα την προθυμία του να καταθέσει εναντίον του Ενάγοντα αλλά και όταν είναι δύσκολο για την αστυνομία να ασκήσει ανεξάρτητη κρίση επί του θέματος.

 

Η Ενάγουσα δεν απέδειξε ότι ο αποβιώσαντας ενήργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ευθέως υπεύθυνος για την έναρξη της δίωξης και ότι η δίωξη δεν αποτελούσε ανεξάρτητη απόφαση της Αστυνομίας. Η Ενάγουσα και ο ΜΕ1 ανάφεραν γενικά και αόριστα στη μαρτυρίας τους ότι η αστυνομία δεν είχε άλλη επιλογή και προχώρησε στη δίωξη με βάση το τι τους είπε ο αποβιώσαντας αλλά η θέση αυτή πέραν της γενικότητας της παρέμεινε μετέωρη. Υπενθυμίζω ότι στη διαδικασία παρουσιάστηκαν διάφορες αποφάσεις Δικαστηρίων ως Τεκμήρια που δόθηκαν στα πλαίσια ποινικών διαδικασιών οι οποίες εκκρεμούσαν εναντίον του αποβιώσαντα (Τεκμήρια 15 και 17) μετά από παράπονα που υπέβαλε η Ενάγουσα. Οι περιστάσεις λοιπόν στην παρούσα υπόθεση δεν καταδείχθηκε να είναι τέτοιες ώστε να εξαχθεί συμπέρασμα ότι ο αποβιώσαντας στόχευε όπως κινηθεί η δίωξη εναντίον της Ενάγουσας ή τουλάχιστον κάτι τέτοιο. Ως αναφέρθηκε στην παρούσα οι διάδικοι έχουν ιστορικό εντάσεων και διαφωνιών και κατήγγειλαν ο ένας τον άλλο στην Αστυνομία.

 

Επισημαίνω ότι και στις δύο περιπτώσεις η ποινική δίωξη ως προκύπτει έγινε από ανεξάρτητη δημόσια αρχή, διώκτης δεν είναι ο αποβιώσαντας αλλά ούτε φάνηκε ως παραπονούμενος να ενήργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να υποκατάστησε τη διακριτική ευχέρεια του κατηγόρου ή να υποκίνησε τη δίωξη. Δεν μπορώ λοιπόν με τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου να κρίνω ότι ο αποβιώσαντας υποκατάστησε την αρμόδια αρχή και θεωρείται διώκτης. Από την άλλη δεν έχω στοιχεία να κρίνω ότι ο αποβιώσαντας ήταν ειλικρινής στην καταγγελία του αλλά ενόψει του ότι με τα δεδομένα που έχουν τεθεί δεν μπορεί να εξαχθεί εύρημα υποκίνησης της αστυνομίας από τον Ενάγοντα 2. Υπενθυμίζω επίσης ότι με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν μπορώ να κρίνω ούτε ότι η καταγγελία ήταν ψευδής. Δεν πληρείται λοιπόν η προϋπόθεση έναρξης ποινικής διαδικασίας από τον αποβιώσαντα εναντίον της Ενάγουσας. (βλ. Martin v. Watson ανωτέρω).  

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 20η έκδοση, σελίδα 1072, παρ. 16-11 σχολιάζεται μεταξύ άλλων ότι όσον αφορά το κατά πόσο ο παραπονούμενος είναι ο διώκτης είναι δύσκολο να αποδειχθεί εφόσον το ζύγιασμα της πειστικότητας της διαθέσιμης μαρτυρίας είναι μέρος του ρόλου του δημόσιου κατηγόρου και εμπίπτει στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας. Όταν ο παραπονούμενος δεν είναι ο διώκτης, τότε, ούτε έλλειψη ειλικρίνειας, ούτε η κακόβουλη πρόθεση είναι αρκετά για να στοιχειοθετήσουν υπόθεση κακόβουλης δίωξης. Ως επίσης αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα ένας λόγος γι' αυτό είναι ότι οι διωκτικές αρχές αξιολογούν την αξιοπιστία του παραπονούμενου στην βάση της ευλογοφάνειας και της περιστατικής μαρτυρίας.  Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι οι περιπτώσεις που ένας παραπονούμενος ακόμη και ανειλικρινής μπορεί να θεωρηθεί διώκτης όταν το παράπονο διερευνάται από την αστυνομία είναι περιορισμένες.

 

Στην υπόθεση H v. AB (2009) EWCA Civ 1092  λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι για να θεωρείτο η παραπονούμενη διώκτης ήταν απαραίτητο να καταδειχθεί ότι είχε εσκεμμένα χειριστεί και υποκινήσει τις διωκτικές αρχές για να ακολουθήσουν μια πορεία που υπό άλλες συνθήκες δε θα ακολουθούσαν. Επίσης ως προέκυψε η έλλειψη ειλικρίνειας δεν θα αρκούσαν έστω και αν τα στοιχεία αυτά αποδεικνύονταν. 

 

Εφόσον αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου περί μη πλήρωσης μια εκ των προϋποθέσεων που ορίζει το άρθρο 32 των περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου η τύχη της υπό κρίση Αγωγής είναι προδιαγεγραμμένη. Παρόλο που θεωρητικά παρέλκει η εξέταση των λοιπών προϋποθέσεων για σκοπούς πληρότητας έχω εξετάσει κατά πόσο έχουν καταδειχθεί οι λοιπές προϋποθέσεις ήτοι η ύπαρξη κακόβουλης δίωξης, η έλλειψη εύλογης αιτίας από μέρους του προσώπου που άσκησε την ποινική δίωξη και η απόδειξη ζημιάς.

 

Ως έχει νομολογηθεί «κακόβουλη ποινική δίωξη είναι αυτή που γίνεται πρώτιστα για εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από την προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης. Η κακοβουλία περιέχει το στοιχείο του ελατηρίου για ποινική δίωξη ενάγοντα, όταν δεν υπάρχει έντιμη και εύλογη πίστη στην ύπαρξη πιθανής αιτίας.  Η κακοβουλία υπάρχει όταν αποδειχθεί ότι η κύρια επιθυμία κατήγορου δεν είναι η προσαγωγή παραβάτη ενώπιον της δικαιοσύνης»[10]. Εν προκειμένω δεν έχει καταδειχθεί ότι η αστυνομία ως ο διώκτης ενήργησε κακόβουλα και δη με αλλότρια κίνητρα ή για εξυπηρέτηση αλλότριων κινήτρων. Ακόμη κι αν θεωρείτο ότι διώκτης ήταν ο αποβιώσαντας υπενθυμίζω ότι η θέση της Ενάγουσας ότι ο αποβιώσαντας ενεργούσε με σκοπό το ψυχικό εξαναγκασμό τους ώστε να μη στηρίζουν τη Φαίδρα και η τελευταία να αποσύρει την επικαρπία δεν έπεισε και δη δεν έχει αποδειχθεί ότι προέβαινε με αλλότρια κίνητρα και καταγγελίες. Δεν έχει διαφανεί δηλαδή ότι το κίνητρο για την ποινική δίωξη δεν ήταν η επιθυμία για απονομή της δικαιοσύνης και την τιμωρία της Ενάγουσας. Επισημαίνω ότι η καταγγελία στην Αστυνομία απλά από μόνη της όχι μόνο δεν συνιστά κακοβουλία αλλ' ούτε καν δίωξη. 

 

Είναι ορθό να αναφερθεί ότι «εύλογη και πιθανή αιτία» σημαίνει έντιμη πεποίθηση βασισμένη σε εύλογη βάση, και σε περιστατικά που θα οδηγούσαν το διώκτη στην πεποίθηση να συμπεράνει ότι ο κατηγορούμενος πιθανόν να είναι ένοχος για το αδίκημα το οποίο διώχθηκε.[11]  Ως επίσης προκύπτει από την ανάγνωση του συγγράμματος Κεφάλαιο 148 Αστικά Αδικήματα των Αρτέμη & Ερωτοκρίτου τόμος 1 σελ. 106 η Ενάγουσα έχει το βάρος απόδειξης έλλειψης εύλογης και πιθανής αιτίας πράγμα που απότυχε να αποσείσει. Οι γενικές αναφορές από τους μάρτυρες περί ψευδών καταγγελιών εκ μέρους του αποβιώσαντα ή ότι ενεργούσε επί σκοπώ δεν αρκούν. Αντιθέτως φάνηκε ότι και η Ενάγουσα και ο αποβιώσαντας γενικά είχαν διαφορές μεταξύ τους.

 

Αναφορικά με το θέμα της ζημιάς υποδεικνύονται τα ακόλουθα. Η Ενάγουσα ουσιαστικά αναφέρθηκε γενικά σε ζημιά στη φήμη και υπόληψη της. Επιπροσθέτως αξιώνει χωρίς να γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στο δικόγραφο της ποσά που συνιστούν απώλεια εισοδημάτων ή έξοδα που υπέστηκε από την καταχώρηση των ποινικών υποθέσεων εναντίον της για τα οποία ουδεμία σαφή μαρτυρία πρόσφερε.

 

Όσον αφορά τη φήμη και υπόληψη κάποιου Ενάγοντα παραπέμπω στην απόφαση  Manley v. Commissioner of Police for the Metropolis[12]. Στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι λέχθηκε ότι η έκταση της ζημίας στην καλή φήμη του ενάγοντα θα εξαρτηθεί από την πραγματική του φήμη καθώς και από την σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο αυτός διώχτηκε κακόβουλα. Είναι απαραίτητη για την απόδειξη ζημίας στην φήμη ή την υπόληψη της Ενάγουσας να καταδειχθεί πρώτα η πραγματική του φήμη. Και ακολούθως αν αυτή ήταν τέτοια που συνεπεία της καταγγελίας ή της ποινικής δίωξης υπέστη ζημία.  Η φήμη δε που έχει κάποιος είναι η άποψη που έχουν για την ποιότητα του χαρακτήρα του οι τρίτοι και όχι ο ίδιος για τον εαυτό του.  Στην υπό εξέταση περίπτωση καμία μαρτυρία δεν παρουσιάσθηκε από την Ενάγουσα προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά συνέπεια η Ενάγουσα δεν απόδειξε ζημιά στη φήμη και υπόληψη της. Υπενθυμίζω ότι η ίδια ανάφερε ότι εργάζεται στην ίδια εταιρεία για 25 χρόνια και ότι η επαγγελματική της πορεία είναι εξελικτική. Παρόλο που ένιωθε ότι θα μπορούσε να είχε περαιτέρω εξέλιξη σαν εμπόδιο ανάφερε ότι υπήρξε η οικογένεια της επειδή είχε τη φροντίδα των παιδιών της και δε δούλευε τόσες πολλές ώρες. Εντελώς γενικά ανάφερε ότι στιγματίστηκε από ένα συνάδελφο της αλλά σε γενικές γραμμές φάνηκε ότι στο χώρο εργασία της και στο κοινωνικό της περίγυρο δεν υπήρξε στιγματισμός παρά μόνο στήριξη. Υποκειμενικά ένιωθε άβολα αλλά ζημιά στη φήμη της δε φαίνεται να επήλθε.

 

Τέλος καμία επιδίκαση για επαυξημένες ή τιμωρητικές αποζημιώσεις δε θα χωρούσε.  Τίποτα δεν έχει υποδειχθεί ή προβληθεί από την Ενάγουσα που να δικαιολογεί την επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων.   

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον της Ενάγουσας ως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου)  (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138 και R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074.

[2] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506.

[3] Παπαλλής κ.α ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83

[4] Πανίκκος Κοκκινής ν. Συμεών ΚοκκινήςECLI:CY:AD:2017:A179, Πολ. Έφεση αρ. 247/2011 ημερομηνίας 17/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A179.

[5] Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 ΑΑΔ 256.

[6] Στην απόφαση Τουμαζή Θεοπίστη v Vandita Dixit (2015) 1 Α.Α.Δ. 963 ως προς το θέμα αξιολόγησης μαρτυρίας εξ’ ακοής και δη με σκοπό την ισοπλία διαδίκων λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι «υπάρχουν άλλοι αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως ισχυρές δικονομικές δικλίδες που να διασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του απόντος μάρτυρα».

 

[7] Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268 

 

[8] Danby v. Beardsley (1880) L.T. 604, 604.

 

 

[9] (1996) AC 74.

[10] Πίτσιλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268.

[11] Hicks v. Faulkner (1878) 8 QBD 167, 171.

[12] (2006) EWCA Civ 879.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο