ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.

 

 

                                                                                     Αρ. Αγωγής: 3919/2017

ΜΕΤΑΞΥ:         

1.    Μάριου Παναγίδη

2.    Έλενας Χαβιαρά

                                                                                                                           Ενάγοντα

και

 

Alpha Bank Cyprus Ltd

 

                                                                                                                                                                                                                                    Εναγόμενης

 

Αίτηση ημερομηνίας 18/01/2024

 

Ημερομηνία:  24 Μαίου 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες- Αιτητές: κκ Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη-Καθ’ ής η Αίτηση: κκ Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

          Έναυσμα για την έκδοση της παρούσης, αποτέλεσε η Αίτηση ημερομηνίας 18/01/2024  (στο εξής ως «η Αίτηση») με την οποία ζητείται η έκδοση διατάγματος για τροποποίηση του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος.

 

          Πρωτίστως να αναφερθεί ότι η υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρήθηκε την 01/11/2017 επί ειδικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος. Η Υπεράσπιση της Εναγόμενης καταχωρήθηκε την 19/04/2018. Μέσω της υπό κρίση αγωγής αξιώνεται μεταξύ άλλων διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάζει την Εναγόμενη να καταβάλει στους Ενάγοντες το ποσό των €86,736.65 ως ποσό το οποίο κατ’ ισχυρισμό εισπράχθηκε από την Εναγόμενη κατόπιν παράνομων και/ή αντισυμβατικών ενεργειών και/ή υπερβολικών χρεώσεων. Οι Ενάγοντες στο δικόγραφο τους αναφέρονται σε μια έγγραφη συμφωνία δανείου μεταξύ τους και της Εναγόμενης ημερομηνίας 30/07/2008 δάνειο το οποίο αποπληρώθηκε περί την 05/01/2017. Είναι ισχυρισμός των Εναγόντων ότι η Εναγόμενη είσπραξε αχρεωστήτως το ποσό των €86,736.65 το οποίο και διεκδικεί.

 

          Μέσω της Υπεράσπισης της η Εναγόμενη αρνείται τις θέσεις των Εναγόντων παραθέτοντας τους όρους της συμφωνίας δανείου και αιτείται την απόρριψη της αγωγής.

 

          Με την υπό κρίση Αίτηση ουσιαστικά ζητείται η τροποποίηση του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος με την εισαγωγή ισχυρισμών αναφορικά με ακόμα δύο δάνεια που είχαν συνάψει οι Ενάγοντες με την Εναγόμενη και τα οποία ομοίως είχαν αποπληρωθεί την 05/01/2017. Ζητούνται τροποποιήσεις ως ακολούθως:

 

I.    δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 3 και αντικατάστασης της από την ακόλουθη:

«3.Δυνάμει έγγραφης συμφωνίας Δανείου μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης ημερομηνίας 20/11/2006 η οποία καταρτίστηκε και υπεγράφη στη Λεμεσό, η Εναγόμενη συμφώνησε όπως παραχωρήσει στους Ενάγοντες στεγαστικό δάνειο με αριθμό 515-457-001646-7 ημερ.20/11/2006 για το ποσό των Λ.Κ.250.000,00 (στο εξής η «Σύμφωνα αρ. 1» και το «Δάνειο αρ. 1»). Η Συμφωνία αρ. 1 τροποποιήθηκε με την τροποποιητική συμφωνία ημερ. 26/4/2010, 20/10/2011 και 26/3/2012 χωρίς τροποποίηση του όρου που αφορούσε τα του τρόπου χρέωσης του δανείου αρ. 1. Οι Ενάγοντες επιφυλάσσονται να αναφερθούν λεπτομερώς στους όρους της Συμφωνίας αρ. 1 και/ή των τροποποιητικών συμφωνιών ημερ. 26/4/2010, 20/10/2011 και 26/3/2012 κατά την ακρόαση της παρούσας.»

II.    δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 4 και αντικατάστασης της από την ακόλουθη:

«4. Οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι ήταν ρητός όρος της Συμφωνίας αρ. 1 ότι το Δάνειο αρ. 1 θα χρεώνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα αποτελείται από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την τράπεζα βασικό επιτόκιο της τράπεζας προσαυξημένο κατά 1,25 εκατοστιαίες μονάδες και ότι με βάση τούτα ο τόκος ανερχόταν σε Βασικό Επιτόκιο: 4,50 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο, Προσαύξηση: 1,25 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο , Σύνολο Τόκου: 5,75 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο».

III.        δια της προσθήκης της ακόλουθης νέας παραγράφου ως παράγραφο 5 μετά την προσθήκη της τροποποιημένης παραγράφου 4:

«5.Δυνάμει έγγραφης συμφωνίας Δανείου μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης ημερομηνίας 30/7/2008 η οποία καταρτίστηκε και υπεγράφη στη Λεμεσό, η Εναγόμενη συμφώνησε όπως παραχωρήσει στους Ενάγοντες δάνειο με αριθμό 515-457-003783-1 για το ποσό των €171.000,00 (στο εξής η «Συμφωνία αρ. 2» και το «Δάνειο αρ. 2»). Η Συμφωνία αρ. 2 τροποποιήθηκε με την τροποποιητική συμφωνία ημερ. 20/10/2011, 31/5/2012 και 16/10/2013 χωρίς τροποποίηση του όρου που αφορούσε τα του τρόπου χρέωσης του Δανείου αρ.2. Οι Ενάγοντες επιφυλάσσονται να αναφερθούν λεπτομερώς στους όρους της Συμφωνίας αρ. 2 και/ή των τροποποιητικών συμφωνιών ημερ. 20/10/2011, 31/5/2012 και 16/10/2013 κατά την ακρόαση της παρούσας.»

IV.        δια της προσθήκης της ακόλουθης νέας παραγράφου ως παράγραφο 6 μετά την προσθήκη της τροποποιημένης παραγράφου 5:

«6. Οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι ήταν ρητός όρος της Συμφωνίας αρ. 2 ότι το Δάνειο αρ. 2 θα χρεώνεται με τόκο, ο οποίος θα υπολογίζεται επί των χρεωστικών υπολοίπων της κάθε ημέρας και θα αποτελείται από το άθροισμα, ως ετήσιο ποσοστό επί τοις εκατό του επιτοκίου ενός μηνός EURIBOR το οποίο θα ισχύει κάθε φορά και της προσαύξησης προς 1,25 εκατοστιαίες μονάδες ετησίως («η Προσαύξηση»). Η Συμφωνία αρ.2 επίσης προέβλεπε για δικαίωμα των Εναγόντων να αιτηθούν σταθερό επιτόκιο αντί του ως άνω το οποίο όμως ποτέ δεν έπραξαν.».

V.         δια της προσθήκης της ακόλουθης νέας παραγράφου ως παράγραφο 7 μετά την προσθήκη της τροποποιημένης παραγράφου 6:

«/.Δυνάμει έγγραφης συμφωνίας Δανείου μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγομένης ημερομηνίας 19/2/2009 η οποία καταρτίστηκε και υπεγράφη στη Λεμεσό, η Εναγόμενη συμφώνησε όπως παραχωρήσει στους Ενάγοντες δάνειο με αριθμό 515-457-004082-0 για το ποσό των €140.000,00 (στο εξής η «Συμφωνία αρ. 3» και το «Δάνειο αρ. 3»). Η Συμφωνία αρ. 3 τροποποιήθηκε με την τροποποιητική συμφωνία ημερ. 26/4/2010 και 26/3/2012 τροποποιώντας τον όρο που αφορούσε τα του τρόπου χρέωσης του Δανείου αρ.3. Οι Ενάγοντες επιφυλάσσονται να αναφερθούν λεπτομερώς στους όρους της Συμφωνίας αρ. 3 και /ή στις τροποποιητικές συμφωνίες ημερ. 26/4/2010 και 26/3/2012 κατά την ακρόαση της παρούσας.»

VI.         δια της προσθήκης της ακόλουθης νέας παραγράφου ως παράγραφο 8 μετά την προσθήκη της τροποποιημένης παραγράφου 7:

«8. Οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι ήταν ρητός όρος της Συμφωνίας αρ.3 ότι το δάνειο αρ.3 θα χρεώνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα αποτελείται από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την τράπεζα βασικό επιτόκιο της τράπεζας προσαυξημένο κατά 2,00 εκατοστιαίες μονάδες και ότι με βάση τούτα ο τόκος ανερχόταν σε, Βασικό Επιτόκιο: 5,50 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο, Προσαύξηση: 2,00 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο , Σύνολο Τόκου: 7,50 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο. Με την τροποποιητική συμφωνία ημερ.26/4/2010 («η τροποποιητική συμφωνία ημερ.26/4/2010») τροποποιήθηκε ή/και αντικαταστάτηκε ο τρόπος χρέωσης του Δανείου αρ. 3 δια ρητό όρο ότι το Δάνειο αρ.3 θα χρεώνεται με κυμαινόμενο επιτόκιο που θα αποτελείται από το κάθε φορά καθοριζόμενο από την Τράπεζα βασικό επιτόκιο στεγαστικών δανείων της Τράπεζας προσαυξημένο κατά 1,25 εκατοστιαίες μονάδες και ότι με βάση τούτα ο τόκος ανερχόταν σε Βασικό Επιτόκιο Στεγαστικών Δανείων: 3,15 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο, Προσαύξηση: 1 ,25 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο, Σύνολο Τόκου: 4,40 εκατοστιαίες μονάδες το χρόνο.»

VII.         δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 5 η οποία μετά την προσθήκη των νέων παραγράφων 5, 6, 7 και 8 θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 9 και θα αντίκατασταθεί από την ακόλουθη:

«9. Οι Ενάγοντες κατ' επίκληση σχετικού όρου των Συμφωνιών αρ. 1 , 2 και 3, διευθέτησαν και εξόφλησαν τα Δάνεια αρ. 1, 2 και 3 στις 5/1/2017 στη βάση των καταστάσεων που ετοιμάστηκαν και παρουσιάστηκαν στους Ενάγοντες από την Εναγόμενη. Οι Ενάγοντες επέδειξαν εμπιστοσύνη στη Τράπεζα ότι τηρούσε ορθούς και αληθείς λογαριασμούς και εφάρμοζε τους όρους των Συμφωνιών στον υπολογισμό του τόκου και των χρεώσεων.»

VIII.         δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 6 η οποία μετά την προσθήκη των νέων παραγράφων 5, 6, 7 και 8 και την αναρίθμηση της υφιστάμενης παραγράφου 5 σε παράγραφο 9 θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 10 και θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

«10. Μετά την αποπληρωμή των Δανείων αρ. 1,2 και 3, οι Ενάγοντες επεξεργάστηκαν τις καταστάσεις που τους παραδόθηκαν από την Εναγόμενη όπως επίσης και τις καταστάσεις του λογαριασμού από της έναρξης των Δανείων αρ. 1, 2 και 3 οπόταν και διαπίστωσαν ότι παρά το ότι υπήρχε συμφωνημένος τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου, η Εναγόμενη κατά τον υπολογισμό του τόκου που χρεωνόταν στους Ενάγοντες, κατά καιρούς χρησιμοποιούσε άλλα επιτόκια ή/και επιτόκια άλλα από αυτά που θα έπρεπε να χρεώνει ή/και να εφαρμόζει δυνάμει των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ή/και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Χρηματαγορών σχετικά με το EURIBOR ή/και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με αποτέλεσμα να υπάρξει υπερχρέωση τόκων και επομένως υπερπληρωμή τόκων προς την Εναγόμενη ύψους €118.602.51. Ειδικότερα, για το Δάνειο αρ.1 υπήρξε υπερχρέωση ή/και υπερπληρωμή ύψους €68,511.24 , για το Δάνειο αρ. 2, €48,156.36 και για το Δάνειο αρ. 3 €1,934.91.»

IX.         δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 7 η οποία μετά την προσθήκη των παραγράφων 5, 6, 7 και 8 και την αναρίθμηση των υφιστάμενων παραγράφων 5 και 6 σε παραγράφων 9 και 10 αντίστοιχα, θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 11 και θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

«11. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οποιεσδήποτε χρεώσεις και/ή μονομερείς τροποποιήσεις στο επιτόκιο των Δανείων 1,2 και 3 που δεν καλύπτονται από τις αντίστοιχες Συμφωνίες 1 , 2 και 3 αντίστοιχα μετά των αναφερόμενων πιο πάνω τροποποιητικών τους, έγιναν αυθαίρετα από την Εναγόμενη και είναι παράνομες και/ή άδικες και/ή καταχρηστικές και/ή επαχθείς και αντίκεινται στην Περί Καταχρηστικών Ρητρών Νομοθεσία και/ή τη σχετική νομοθεσία και/ή κανονισμούς και καταλήγουν σε αδικαιολόγητο πλουτισμό της Εναγόμενης εις βάρος των Εναγόντων.»

X.        δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 8 η οποία μετά την προσθήκη των νέων παραγράφων 5, 6, 7 και 8 και της αναρίθμησης των υφιστάμενων παραγράφων 5 , 6 και 7 σε παραγράφους 9 , 10 και 11 αντίστοιχα, θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 12 και θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

«12. Οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οποιεσδήποτε χρεώσεις και/ή μονομερείς τροποποιήσεις στο επιτόκιο των Δανείων αρ. 1, 2 και 3 που δεν καλύπτονται από τις Συμφωνίες αρ. 1 , 2 και 3 αντίστοιχα, συνιστούν στην ουσία κλοπή εις βάρος των Εναγόντων και/ή απόκτηση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις αφού η Εναγόμενη παρίστανε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο στους Ενάγοντες ότι τηρούσε τραπεζικά βιβλία κατά τους όρους των Συμφωνιών αρ. 1,2 και 3 και επεδίωξε και εισέπραξε αχρεωστήτως €118.602.51.»

XI.         δια της τροποποίησης της υφιστάμενης παραγράφου 9 η οποία μετά την προσθήκη των νεών παραγράφων 5, 6, 7 και 8 και της αναρίθμησης των υφιστάμενων παραγράφων 5, 6,7 και 8 σε παραγράφους 9, 10, 11 και 12 αντίστοιχα, θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 13 και θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

<<13.Η Εναγόμενη ουδέποτε ειδοποίησε τους Ενάγοντες για οποιαδήποτε τροποποίηση του επιτοκίου που ορίστηκε στις Συμφωνίες αρ.1 , 2 και 3 ή/και στις τροποποιητικές συμφωνίες, που δεν είχε εν πόση περιπτώσει δικαίωμα να το πράξει, και επιπρόσθετα, η Εναγόμενη δια των πράξεων και/ή παραλείψεων της καταστρατήγησε και/ή παραβίασε και/ή ενήργησε αντίθετα με τα συμφωνηθέντα και/ή με τις πρόνοιες του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμου καθότι:

Παρέλειψε να ενημερώσει τους Ενάγοντες με γραπτή και/ή προφορική ειδοποίηση για την πιθανή αλλαγή στο ποσοστό και/ή τον τρόπο υπολογισμού και/ή τις λοιπές χρεώσεις και/ή γενικά για όλες τις άλλες αλλαγές που σχετίζονται με το επιτόκιο.

Ανατόκιζε και/ή υπερτόκιζε παράνομα και/ή αυθαίρετα και/ή κατά παράβαση των συμφωνηθέντων.»

XII.         δια της αναρίθμησης των υφιστάμενων παραγράφων 10 -13 σε παραγράφους 14-17 αντίστοιχα.

XIII.         δια της τροποποίησης του εδαφίου Α της υφιστάμενης παραγράφου 13 η οποία μετά την προσθήκη των νέων παραγράφων 5, 6, 7 και 8 και την αναρίθμηση των υφιστάμενων παραγράφων 5 - 12 σε παραγράφους 9 - 16 θα αναριθμηθεί σε παράγραφο 17 και θα αντικατασταθεί από την ακόλουθη:

«17. Συνεπεία των πιο πάνω οι Ενάγοντες αξιώνουν:

(Α). Δήλωση και/ή απόφαση του δικαστηρίου που να διατάζει την Εναγόμενη να καταβάλει στους Ενάγοντες το ποσό των €118,602.51 το οποίο εισπράχθηκε κατόπιν παράνομων και/ή αντισυμβατικών ενεργειών και/ή παραστάσεων και/ή υπερβολικών χρεώσεων και/ή χρεώσεων καθ' υπέρβαση των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ή/και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Χρηματαγορών σχετικά με το EURIBOR ή/και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και/ή του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999 (160(Ι)/1999) στις οποίες προέβηκε η Εναγόμενη και/ή οιοσδήποτε των αντιπροσώπων αυτής και οι οποίες ήσαν δόλιες και/ή απατηλές και/ή ψευδείς και/ή συνωμοτικές και/ή αντισυμβατικές και έγιναν με σκοπό την καταδολίευση και/ή την πρόκληση οικονομικής ζημιάς στους Ενάγοντες.»

 

          Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση o ενόρκως δηλών αναφέρει μεταξύ άλλων ότι η μη συμπερίληψη των ισχυρισμών που αφορούν τα δύο δάνεια που κατ’ ισχυρισμό εξοφλήθηκαν την ίδια μέρα στο ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους το οποίο εντόπισαν το έτος 2023 κατά τη συνάντηση των Εναγόντων με τους συνηγόρους τους με τον χρηματοοικονομικό σύμβουλο ο οποίος είχε διοριστεί από τους Ενάγοντες προ της καταχώρησης της αγωγής ο οποίος και είχε εντοπίσει τις υπερχρεώσεις.  Κατά την εν λόγω συνάντηση φάνηκε ότι τα κατ’ ισχυρισμό ποσά υπερχρεώσεων αφορούσαν και τα άλλα δύο δάνεια.

 

          Ως επίσης ισχυρίζεται ο ενόρκως δηλών η Αίτηση υποβάλλεται καλόπιστα. Δε θα προκληθεί κατά τη γνώμη του οποιαδήποτε βλάβη και ζημιά. Είναι απαραίτητη η αιτούμενη τροποποίηση για την πλήρη και αποτελεσματική διερεύνηση επί όλων των πραγματικών και επίδικων ζητημάτων.

 

          Η υπό κρίση Αίτηση αντικρούσθηκε από την Εναγόμενη-Καθ’ ής η Αίτηση η οποία περί την 04/03/2024 καταχώρησε ειδοποίηση περί προθέσεως ένσταση (στο εξής ως η «Ένσταση»). Με την Ένσταση εγείρονται 12 λόγοι ένστασης οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:

 

  1. Η Αίτηση είναι παράτυπη, αβάσιμη και/ή είναι ουσία και νόμω αβάσιμη, αντικανονική, ανεπίτρεπτη και αντίθετη των Διαδικαστικών Κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου.
  2. Η καταχώρηση της Αίτησης προσλαμβάνει τη μορφή περιφρόνησης του Δικαστηρίου και υπάρχει πρωτοφανής, υπέρμετρη, μακρά και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή της. Αφορά γνωστά που ήταν γνωστά ή θα έπρεπε να ήταν γνωστά στους Ενάγοντες από τον Ιανουάριο 2017. Δε δίδεται σοβαρή εξήγηση για την επιδειχθείσα καθυστέρηση.
  3. Η αιτούμενη τροποποίηση δεν είναι καλόπιστη και δε μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη αλλά ούτε για να τεθούν προσδιοριστούν ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιαστικές θέσεις και ισχυρισμοί των Εναγόντων  αλλά θα προκαλέσει περαιτέρω καθυστέρηση.
  4. Με την Αίτηση εισαγάγουν νέους αβάσιμους και λανθασμένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς2, η Αίτηση είναι αντινομική.
  5.  Δεν αποκαλύφθηκαν επαρκείς λόγοι και/ή στοιχεία που να καταδεικνύουν το ουσιώδες  και/ή την αναγκαιότητα της αιτούμενης τροποποίησης και/ή δεν παρουσιάζονται επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
  6. Το αιτούμενο διάταγμα θα επιφέρει τέτοια βλάβη που δε θα είναι δυνατόν να αποζημιωθούν με έξοδα.

 

          Η Ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση της κας Μαρίας Χατζηττοφή, η οποία μέσω της ενόρκου δηλώσεως ουσιαστικά υιοθετεί τους λόγους ένστασης. Εισηγείται επίσης η ενόρκως δηλούσα ότι η μη συμπερίληψη των ισχυρισμών δεν πρόκειται για εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος.

 

          Κατά την ακροαματική διαδικασία, ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων έχουν εφοδιάσει το Δικαστήριο με γραπτά κείμενα αγορεύσεων. Επιπροσθέτως διευκρίνισαν προφορικά ορισμένα ζητήματα.

 

          Σημειώνεται ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε το έτος 2017. Συνεπώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες της Δ.25 Θ.1-4 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών μετά την τροποποίηση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.9.2014. Υπενθυμίζω ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε εκκρεμούσης της δικαστικής διαδικασίας. Σύμφωνα τη Δ.25 Θ1(3) μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Δ.30, καμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή στην περίπτωση που έχουν  προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή καταχώρησης του κλητήριου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.

 

          Με τις πρόνοιες της Δ.25 θ. 3 ως τροποποιήθηκε καθίσταται σαφές ότι μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες η τροποποίηση κάποιου δικογράφου περιορίζεται σημαντικά και δη θα πρέπει να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο εάν πληρούνται οι δύο προυποθέσεις που ορίζονται στη Δ.25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Εάν και εφόσον κριθεί ότι πληρείται μια εκ των προϋποθέσεων που ορίζεται στη Δ.25 θ.3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών θα εξεταστούν οι γενικές αρχές που διέπουν το θέμα της τροποποίησης των δικογράφων που οι οποίες θα μπορούν να εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών (mutatis mutandis) ως έχουν εκτεθεί στην υπόθεση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation Ltd κ.α., (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. σελ. 33.

         

         Προχωρώ πρωτίστως να εξετάσω εάν συντρέχει η πρώτη προυπόθεση της Διαταγής 25 θ. 3 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η μη συμπερίληψη των ισχυρισμών στο ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα συνιστά καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας (υπογράμμιση δική μου). Στο σημείο εδώ παρεμβάλλω να τονίσω ότι κατά τη σύνταξη της δικογραφίας εξ’ υπακούεται το λάθος να συνέβηκε κατά το χρόνο σύνταξης της δικογραφίας. Επισημαίνω ότι όταν το λεκτικό του Νόμου είναι καθαρό και σαφές, πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με τη φυσική και συνηθισμένη του έννοια. Βλ.Income Tax Commissioners v. Pemsel [1891] A.C.531,543, Pilavakis v. Cyprus Inland Telecommunications Authority (1963)2C.L.R.429 και Γεωργίου v. Total Properties Ltd (2011) 1B 1358.

 

          Αναφορικά με την έννοια «καλόπιστο», πράγματι δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί η νομολογία μας με συγκεκριμένα παραδείγματα. Το Δικαστήριο κάθε φορά εξετάζει το καλόπιστο με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

          Στο σύγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings 12η έκδοση σελ. 130, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«. good faith means that the amendment is sought for the purpose of raising 'the real question in controversy between the parties" and is not dishonest or intended to overreach the opposite party, or made for any other ulterior motive and relies on facts which are substantially true and germane to the matters in controversy between the parties. If, therefore, the court is not satisfied as to the truth and substantiality of the proposed amendment, it will be refused».

 

          Στην απόφαση Mogridge v Clapp (1892) 3 Ch 38 2 C A σελ. 391, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«What does "good faith" mean? What is meant by those two English words which are the exact equivalent in every sense of the expression which is perhaps more commonly used, though not more correctly or properly bona fides? I think that the best way of defining the expression so far as it is necessary or safe to define it is by saying that it is the absence of bad faith of mala fides»

 

          Σχετική επίσης είναι η απόφαση στην υπόθεση United Sea Transport Co. Ltd & Another v Stavros Zakou (1980) 1 CLR 510, σελ. 515:

«The general principles as to when leave to amend should be given are stated by L.J. Bramwell in the case of Tildesley v. Harper, 10 Ch.D. 393 at page 396: "My practice has always been to give leave to amend unless I have been satisfied that the party applying was acting mala fide, or that, by his blunder he had done some injury to his opponent which could not be compensated for by costs or otherwise".

 

          Επιπρόσθετα είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι η νομολογία όπως διαμορφώθηκε για αιτήματα τροποποίησης με τη παλαιά Δ.25 αντιμετώπιζε αυστηρά θέματα εμφανής κακοπιστία και αυτό αποτελούσε λόγο απόρριψης αιτήματος τροποποίησης. Συνεπάγεται ότι η καλή πίστη αποτελούσε σοβαρό παράγοντα για έγκριση αιτήματος και με την παλαιά Δ.25. Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση SABA & Co. (T.M.P. Agents) (1994) 1 A.A.D. 426  

«...δεν συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.».

 

          Εξετάζοντας τις εκτεταμένες αιτούμενες τροποποιήσεις που επιδιώκουν οι Ενάγοντες να εισάξουν στο δικόγραφο, κρίνω ότι οι ισχυρισμοί αυτοί που δε συμπεριλήφθηκαν στο δικόγραφο εξ αρχής δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι αποτέλεσμα καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας. Δε φαίνεται κατά το χρόνο που συντάχθηκε το δικόγραφο να έγινε λάθος στη σύνταξη αλλά ούτε φαίνεται το λάθος να οφείλεται σε παραδρομή σχετιζόμενη με τη σύνταξη της δικογραφίας ως εξηγείται πιο κάτω.

 

          Παραπέμπω επίσης στην απόφαση  Arizona Trading Ltd ν. Μοντεξύλ Λτδ Αρ. Αγωγής 15/17, Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 31.05.2018 την οποία εξέδωσε ο κ. Μ.Χριστοδούλου, Ε. Δ. (όπως ήταν τότε) το σκεπτικό της οποίας αν και μη δεσμευτικό εντούτοις με βρίσκει σύμφωνη.

 

          «Στην υπό κρίση Διάταξη το λεκτικό του Νόμου είναι σαφές και συνδέει το καλόπιστο του λάθους σε λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας. Αν ο νομοθέτης ήθελε η Δ.25 θ 3 να επιτρέπει την οποιαδήποτε τροποποίηση και διόρθωση οποιουδήποτε λάθους σε οποιαδήποτε έκταση, δεν θα περιόριζε το λεκτικό του Νόμου σε λάθος που προκύπτει στη σύνταξη της δικογραφίας.

 

          Ασφαλώς, λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας δεν μπορεί να θεωρηθεί η παράλειψη έγερσης της αγωγής εναντίον προσώπων που ευθύνονται, κατ' ισχυρισμόν, ως εγγυητές και η παράλειψη καταγραφής γεγονότων, που θεμελιώνουν την ευθύνη των προτιθέμενων Εναγομένων ως εγγυητών. 

Λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας αναμένεται να συνδέεται με λεκτικά ή τυπογραφικά ή εκφραστικά λάθη που εμφιλοχωρούν κατά τη σύνταξη της δικογραφίας και όχι στην παράλειψη καταγραφής γεγονότων που θεμελιώνουν τη βάση αγωγής.  Περαιτέρω, κρίνω ότι η παράλειψη του διαδίκου να προμηθεύσει τον δικηγόρο του  με όλα τα αναγκαία έγγραφα, τα οποία συγκροτούν τη βάση της απαίτησής του, δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

          Έχοντας κατά νου όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι το λάθος μη συμπερίληψης στο δικόγραφο εξ΄αρχής των ισχυρισμών, δεν εμπίπτει εντός της έννοιας του «καλόπιστου λάθους κατά τη σύνταξη της δικογραφίας» και σε καμία περίπτωση το λάθος δεν αφορά λεκτικό ή τυπογραφικό λάθος που εμφιλοχώρησε στη σύνταξη της δικογραφίας. Αντιθέτως πρόκειται για εκτεταμένες θέσεις και ισχυρισμούς και μεταβολή του ποσού αξίωσης της απαίτησης. Δε θεωρώ ότι οι Ενάγοντες είναι κακόπιστοι απλώς οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν αφορούν λάθος στη σύνταξη του δικογράφου τους.

 

          Επιπλέον εξετάζοντας τη δεύτερη προϋπόθεση δεν έχω διαπιστώσει οι αιτούμενες τροποποιήσεις να αφορούν νέα δεδομένα τα οποία να μην ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών με σκοπό την έγερση της αγωγής. Η δικαιολογία που παράθεσαν οι Ενάγοντες είναι ότι τον Ιούνιο 2023 μετά τη συνάντηση τους με το χρηματοοικονομικό τους σύμβουλο διαπιστώθηκε ότι εκ παραδρομής δεν συμπεριλήφθηκαν στην αγωγή τα δύο δάνεια που εξοφλήθηκαν την ίδια μέρα με το δάνειο για το οποίο ήδη γίνεται αναφορά στην αγωγή. Ουσιαστικά δεν αρνούνται ότι ήταν εις γνώση τους, ότι και τα άλλα δύο δάνεια εξοφλήθηκαν την ίδια μέρα αλλά και ότι ο χρηματοοικονομικός επίτροπος είχε διοριστεί πριν την καταχώρηση της αγωγής ο οποίος είχε εντοπίσει πριν την καταχώρηση της αγωγής τις κατ΄ ισχυρισμό υπερχρεώσεις. Κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής δε φάνηκε εν πάση περίπτωση ότι τα εν λόγω δεδομένα δεν ήταν υπαρκτά.

 

          Ως αναφέρθηκε επίσης μετά την καταχώρηση της αγωγής κατά το χρόνο επεξήγησης της έκθεσης του χρηματοοικονομικού επίτροπου σε συνάντηση που είχαν το έτος 2023 τότε φάνηκε (Ιούνιο 2023) ότι η κατάληξη του για ισχυριζόμενες υπερχρεώσεις αφορούσε ακόμη δύο δάνεια. Υπενθυμίζω ότι ο χρηματοοικονομικός επίτροπος διορίστηκε πριν την έγερση αγωγής και εξέτασε το ζήτημα υπερχρεώσεων.

 

          Επισημαίνω ότι όχι μόνο δεν αρνούνται οι Ενάγοντες ότι γνώριζαν για την ύπαρξη των δανείων και ότι εξοφλήθηκαν αυτά πριν την έγερση της αγωγής αλλά ο χρηματοοικονομικός επίτροπος είχε ετοιμάσει έκθεση με βάση λογαριασμούς δανείου που του είχαν παραδώσει οι Ενάγοντες περί το έτος 2017 και συζητώντας έγινε αντιληπτό ότι η κατάληξη του (προφανώς το 2017) αφορούσε σε ακόμα δύο δάνεια. Προχώρησε και ετοίμασε τελική έκθεση τον Ιούνιο 2023 αλλά αυτό δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως νέο γεγονός που δεν ήταν υπαρκτό κατά το χρόνο λήψης οδηγιών για την έγερση αγωγής. Ακόμα και λάθος να έγινε κατά το χρόνο λήψης οδηγιών αυτό δεν ερμηνεύεται ως λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ούτε αναιρεί το γεγονός ότι οι εκτεταμένοι ισχυρισμοί που επιδιώκεται σήμερα να εισαχθούν αφορούσαν γεγονότα υπαρκτά κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής. Τονίζω ότι με τη Δ.25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών ως τροποποιήθηκαν η τροποποίηση είναι η εξαίρεση και επιτρέπεται μόνο με τις αυστηρές προυποθέσεις που τέθηκαν.

 

          Παρατηρώ επίσης ότι η υπό κρίση Αίτηση καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση ενώ ως ισχυρίζονται οι Ενάγοντες διαπίστωσαν το λάθος τον Ιούνιο 2023 δεν προβήκαν σε κανένα διάβημα παρά κάποιους μήνες αργότερα.

 

          Εν κατακλείδι η τύχη της  Αίτησης είναι προδιαγεγραμμένη με συνέπεια να παρέλκει η εξέταση οιουνδήποτε άλλου ζητήματος.

 

          Η Αίτηση λοιπόν απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης-Καθ’ ής η Αίτηση

ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 (Υπ.)  …………………………..
                    Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο