ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 949/2021

 

Μεταξύ:

CHRYSLALIS HOLDINGS LTD

Ενάγουσα

και

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εναγόμενη

 

22 Μαΐου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Μεττή για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Νικολάου για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Ενάγουσας/Αιτήτριας ημερομηνίας 1.3.2023

για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης

 

 

Με την παρούσα αίτηση η Ενάγουσα/Αιτήτρια ζητά την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Πριν αναφερθώ στην ουσία της Αίτησης, κρίνω ότι θα ήταν χρήσιμη μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό της αγωγής, η οποία ξεκίνησε με την καταχώρηση ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος στις 13.4.2021.

 

Σύμφωνα με την ειδική οπισθογράφηση, η Ενάγουσα προβάλλει διάφορες διαζευκτικές αξιώσεις για αποζημιώσεις για ποσά από €1.706.000 μέχρι €8.509.000. Ισχυρίζεται ότι από τον Μάιο 2012 διέθετε καταθέσεις συνολικού ύψους περί τα €20.000.000 στην Λαϊκή Τράπεζα και παραπονείται ότι δεν απέδιδαν ικανοποιητικό επιτόκιο. Για το λόγο αυτό, επιδίωκε να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες με μεγαλύτερες αποδόσεις. Παραπονείται ότι στις 20.7.2012 είχε δώσει οδηγίες για μεταφορά μέρους του εν λόγω ποσού σε λογαριασμό της σε τράπεζα του εξωτερικού αλλά η Λαϊκή Τράπεζα αμέλησε να εκτελέσει τις οδηγίες της. Ενώ τα χρήματα της παρέμεναν κατατεθειμένα στη Λαϊκή Τράπεζα, στις 26.7.2012 εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα παγοποίησης του λογαριασμού της, κατόπιν σχετικής αίτησης της ΜΟΚΑΣ. Υποστηρίζει ότι ένεκα της μη εκτέλεσης των οδηγιών που είχε δώσει στις 20.7.2012, τα χρήματα της παρέμειναν δεσμευμένα στην Λαϊκή Τράπεζα. Εν τω μεταξύ, κατά το 2013 στα πλαίσια των μέτρων εξυγίανσης της Λαϊκής Τράπεζας, ο λογαριασμός στον οποίο ήταν κατατεθειμένα τα χρήματα μεταφέρθηκε στην νυν Εναγόμενη Τράπεζα Κύπρου, χωρίς τα χρήματα να υποστούν «κούρεμα». Κατά καιρούς η Ενάγουσα ζητούσε όπως το δεσμευμένο ποσό μεταφερθεί σε έντοκο λογαριασμό, χωρίς να εισακουστεί. Τα χρήματα παρέμειναν δεσμευμένα ένεκα του διατάγματος μέχρι τον Νοέμβριο 2020 οπόταν το διάταγμα τερματίστηκε. Με την αποδέσμευση τους, η Ενάγουσα τα μετέφερε τα χρήματα σε λογαριασμούς της σε άλλες τράπεζες.

 

Με την αγωγή, η Ενάγουσα αξιώνει αποζημιώσεις για τόκους που ισχυρίζεται ότι έχει απολέσει για το χρονικό διάστημα από το 2012-2020 ή και διαφυγόντα κέρδη από επενδύσεις τις οποίες θα μπορούσε να είχε διενεργήσει εάν οι οδηγίες που είχε δώσει στην Λαϊκή Τράπεζα στις 20.7.2012 είχαν εκτελεστεί και είχε στη διάθεση της τα χρήματα. Επικαλείται αμελή, αντιεπαγγελματική και κακόπιστη συμπεριφορά καθώς και παράβαση καθήκοντος πίστης (fiduciary duty) από μέρους της Εναγόμενης.

 

Η Εναγόμενη, στην Υπεράσπιση που καταχώρησε, αρνείται ότι ενήργησε αμελώς. Ισχυρίζεται ότι ο λόγος που η Λαϊκή Τράπεζα δεν εκτέλεσε τις οδηγίες που είχαν δοθεί τον Ιούλιο 2012 για μεταφορά μέρους των χρημάτων σε άλλο λογαριασμό στο εξωτερικό είναι διότι είχε προηγηθεί αναφορά στη ΜΟΚΑΣ για ύποπτες συναλλαγές και η ΜΟΚΑΣ είχε δώσει οδηγίες να μη διενεργήσει τις πληρωμές. Ακολούθως εκδόθηκε το διάταγμα παγοποίησης που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε ενέργεια σε σχέση με τα χρήματα.

 

Η Εναγόμενη εγείρει στην Υπεράσπιση της και προδικαστική ένσταση. Υποστηρίζει ότι οι αξιώσεις της Ενάγουσας βασίζονται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, αφορούν γεγονότα που συντελέστηκαν το 2012 και, συνεπώς, το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί.

 

Στην Απάντηση της, η Ενάγουσα αρνείται τον ισχυρισμό για παραγραφή. Υποστηρίζει ότι η Εναγόμενη είχε ενεργήσει δόλια και απέκρυψε γεγονότα. Ένεκα αυτού, είναι η θέση της ότι ο χρόνος παραγραφής ξεκινά το 2020 όταν αποδεσμεύτηκαν τα χρήματα της.

 

Μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των δικογράφων και την έκδοση κλήσης οδηγιών, η Εναγόμενη καταχώρησε αίτηση ημερομηνίας 21.6.2022 με την οποία ζητά όπως προδικαστεί η προδικαστική της ένσταση. Η Ενάγουσα καταχώρησε ένσταση στην αίτηση εκείνη στις 27.9.2022. Περαιτέρω, προκύπτει από το φάκελο, ότι την ίδια ημερομηνία καταχώρησε και γραπτή αγόρευση στην εν λόγω αίτηση.

 

Κατόπιν αιτημάτων και από τις δύο πλευρές, το παρόν Δικαστήριο (με διαφορετική σύνθεση), ανέβαλε την ακρόαση εκείνης της αίτησης, την οποία και επαναπρογραμμάτισε. Ενώ εκείνη η αίτηση εκκρεμούσε προς ακρόαση, η πλευρά της Ενάγουσας καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση.

 

Όπως σημείωσα πιο πάνω, με την υπό κρίση Αίτηση η Ενάγουσα ζητά να της επιτραπεί η τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης. Μέσω της αιτούμενης τροποποίησης επιδιώκει να εισαγάγει στο δικόγραφο ισχυρισμούς για ρητούς και εξυπακουόμενους όρους της συμφωνίας ανοίγματος λογαριασμού και για παράβαση των όρων αυτών από την τράπεζα κατά τη μη εκτέλεση των εντολών που είχε δώσει για μεταφορά των χρημάτων τον Ιούλιο 2012, πριν την έκδοση του διατάγματος παγοποίησης. Περαιτέρω, επιδιώκει να εισαγάγει για πρώτη φορά, «Λεπτομέρειες παράβασης συμφωνίας και/ή αμέλεια και/ή παράβασης καθήκοντος». Επιδιώκει επίσης να εισαγάγει ισχυρισμούς για παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις εξόδων διαχείρισης του λογαριασμού στον οποίο ήταν δεσμευμένα τα χρήματα μέχρι το 2020. Σημειώνω ότι δεν ζητά την προσθήκη αξίωσης για επιστροφή των αντίστοιχων ποσών.

 

Προς δικαιολόγηση της ανάγκης για τροποποίηση σε αυτό το στάδιο, η πλευρά της Ενάγουσας αναφέρει τα εξής στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση: «Κατά την ετοιμασία της ακρόασης στην αίτησης της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση ημερ. 21/06/2022 και περαιτέρω μελέτης των δικογράφων της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, έχω διαπιστώσει ότι η Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση έχει στοιχειοθετήσει την αίτηση της ημερ. 21/06/2022 στο γεγονός ότι η αμέλεια σαν βάση αγωγής έχει παραγραφεί με γνώμονα ότι η μοναδική βάση της αγωγής έγκειται στην αμέλεια. Παρά το γεγονός αυτό η Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας, πέρα από την αμέλεια στηρίζεται και στην παράβαση ρητών και/ή εξυπακουόμενων όρων της συμφωνίας με την Εναγόμενη, μέσω της οποίας δημιουργήθηκε η σχέση τραπεζίτη-πελάτη μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης. Αντιλήφθηκα ωστόσο, ότι ένεκα καλόπιστού λάθους απουσιάζει από την σύνταξη της Έκθεσης Απαίτησης η διασαφήνιση ως προς τους όρους που διέπουν την επίδικη συμφωνία και τους λόγους παράβασης αυτής από την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση. Πέρα τούτου έχω λάβει ενημέρωση από την Ενάγουσα/Αιτήτρια στο στάδιο αυτό ότι η Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση χρέωνε τους επίδικους λογαριασμούς με διάφορα έξοδα, τα οποία εξανάγκασε την Ενάγουσα/Αιτήτρια να τα αποδεχτεί δια μέσου της συμφωνίας ημερομηνίας 17/11/2020 ώστε η Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση να της αποδεσμεύσει τα χρήματα της. Το ότι υπάρχει σαν βάση αγωγής η συμφωνία, τεκμαίρεται από το άνοιγμα του λογαριασμού, το οποίο αποτελεί παραδεκτό γεγονός μεταξύ των μερών. Επιπλέον τεκμαίρεται ότι με το άνοιγμα ενός λογαριασμού υπάρχουν οι ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι που απαρτίζουν αυτόν, οι οποίοι από καλόπιστο λάθος δεν έχουν δικογραφηθεί με τον τρόπο που θα έπρεπε, ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα η παραβίαση τους από την Εναγόμενη/Καθ’ ης η αίτηση.»

 

Συνεχίζει αναφέροντας ότι «πρόκειται για καλόπιστο λάθος και παράβλεψη, η οποία έγκειται στο ότι δεν έχουν παρουσιαστεί περιεκτικά όλες οι γραμμές της βάσης της αγωγής και ουσιαστικά παρουσιάζεται ελλιπής η Έκθεση Απαίτησης» και καταλήγει ότι η αιτούμενη τροποποίηση είναι «αναγκαία, πλήρως δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις και θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να εγκριθεί.»

 

Αυτά αναφορικά με την Αίτηση.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης έχει εγείρει ένσταση στη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για έγκριση της Αίτησης καθώς και ότι, μέσω της Αίτησης, η Ενάγουσα επιδιώκει να «παρακάμψει» την παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της αμέλειας στο οποίο εδράζεται η αξίωση της.

 

Εξέτασα την Αίτηση, την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν εκάστη. Γνωρίζω επίσης το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής. Κατά την ακρόαση της αίτησης, οι συνήγοροι της κάθε πλευράς παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις και προέβηκαν σε προφορικές τοποθετήσεις. Έχω μελετήσει τόσο τα επιχειρήματα τους όσο και τη νομολογία στην οποία έχουν παραπέμψει.

 

Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου εδράζεται στην Δ. 25, Θ. 1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση του 2014.

 

Σύμφωνα με τη Δ. 25 Θ. 1(3):

 

«(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και στις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»

 

(υπογράμμιση δική μου)

 

Η τροποποίηση της Δ. 25 που διενεργήθηκε το 2014 είχε σκοπό να περιορίσει τις περιπτώσεις στις οποίες επιτρέπεται η τροποποίηση των δικογράφων στην πορεία της αγωγής, ειδικά όταν η διαδικασία είναι σε προχωρημένο στάδιο[1]. Όπως διαμορφώθηκε η Δ.25, μετά το στάδιο της Κλήσης για Οδηγίες, η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται μόνο κατ’ εξαίρεση, σε μια από τις δύο περιπτώσεις που καθορίζονται ρητά, δηλαδή εάν η τροποποίηση θα διορθώσει καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας ή εάν πρόκειται για νέα γεγονότα που δεν ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για σύνταξη του αρχικού δικογράφου.

 

Η θέση της Ενάγουσας στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αιτούμενη τροποποίηση πρέπει να επιτραπεί γιατί εμπίπτει στην εξαίρεση του «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας». Σε σχέση με τους ισχυρισμούς που επιδιώκεται να εισαχθούν για χρεώσεις στον λογαριασμό, προβάλλεται ότι τότε η Ενάγουσα ενημέρωσε σχετικά τους δικηγόρους που την εκπροσωπούσαν για τις εν λόγω χρεώσεις.

 

Ξεκινώντας από τις τροποποιήσεις που αφορούν σε προσθήκη ισχυρισμών για τις προαναφερόμενες χρεώσεις στο λογαριασμό, θεωρώ ότι αυτές δεν μπορούν να επιτραπούν. Το γεγονός ότι «στο στάδιο αυτό» (πριν την καταχώρηση της Αίτησης, όπως αντιλαμβάνομαι) η Ενάγουσα ενημέρωσε τους δικηγόρους της για να τις συμπεριλάβουν στο δικόγραφο, δεν συνιστά «νέο δεδομένο μη υπαρκτό» κατά την σύνταξη του υφιστάμενου δικογράφου. Παρότι δεν διευκρινίζεται στην ένορκη δήλωση της Αίτησης πότε περιήλθαν στη γνώση της ίδιας της Ενάγουσας αυτές οι πληροφορίες, θεωρώ πως οι πληροφορίες αυτές ήταν διαθέσιμες στην Ενάγουσα πριν την έγερση της αγωγής εφόσον ο λογαριασμός έκλεισε από το 2020.

 

Επιπρόσθετα, παρά την προσπάθεια της συμπερίληψης αυτών των ισχυρισμών στην Έκθεση Απαίτησης μέσω της αιτούμενης τροποποίησης, δεν υπάρχει αντίστοιχη αξίωση για επιστροφή των ποσών. Συνεπώς, δεν διακρίνω ουσιαστικό, πρακτικό, όφελος εάν επιτραπεί η εισαγωγή αυτών των θέσεων στο δικόγραφο, στο παρόν στάδιο.

 

Στη βάση των πιο πάνω, κρίνω ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η εισαγωγή των ισχυρισμών για παράνομες και αντισυμβατικές χρεώσεις στον λογαριασμό που ήταν κατατεθειμένα τα χρήματα της Ενάγουσας.

 

Παραμένουν οι υπόλοιπες αιτούμενες τροποποιήσεις, που έχω συνοψίσει πιο πάνω, για τις οποίες η πλευρά της Ενάγουσας επικαλείται καλόπιστο λάθος.

 

Εξέτασα τις εισηγήσεις της Ενάγουσας και τις αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει. Από τα ενώπιον μου στοιχεία όμως, σε συνάρτηση με τη Δ. 25 των Θεσμών, ως έχει διαμορφωθεί μετά την τροποποίηση του 2014, κρίνω ότι η προκειμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του «καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας».

 

Δεν έχω εντοπίσει νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Εφετείου που να διαφωτίζει πώς πρέπει να ερμηνεύεται τη φράση «καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας» και, ειδικά, εάν όσα επικαλείται η Ενάγουσα εμπίπτουν στη συγκεκριμένη εξαίρεση της Δ.25 Θ.1(3).

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία όμως διαμορφώνεται το εξής πλαίσιο. Στο υφιστάμενο δικόγραφο, η Ενάγουσα δεν επικαλείται ως βάση αγωγής την παράβαση συμφωνίας. Κανένας τέτοιος ισχυρισμός υπάρχει στην Έκθεση Απαίτησης, όπως κανένας ισχυρισμός για τους όρους οποιασδήποτε συμφωνίας ή για παράβαση αυτών. Δεν συμφωνώ με τη θέση της Ενάγουσας ότι «το ότι υπάρχει σαν βάση αγωγής η συμφωνία, τεκμαίρεται από το άνοιγμα του λογαριασμού». Υπάρχουν συγκεκριμένοι και σαφείς δικονομικοί κανόνες για την δικογράφηση αγώγιμου δικαιώματος που εδράζεται σε παράβαση συμφωνίας. Το υφιστάμενο δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, δεν μπορεί να ερμηνευτεί με τρόπο που να περιλαμβάνει την παράβαση συμφωνίας ως βάση αγωγής. Εάν επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση τότε θα επαναπροσδιοριστούν τα επίδικα θέματα εφόσον θα εισαχθεί νέα βάση αγωγής.

 

Έχω την άποψη ότι μια τροποποίηση τέτοιας φύσης και έκτασης δεν μπορεί να θεωρηθεί «λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας», ακόμα και αν είναι καλόπιστη.

 

Η συνήγορος της Ενάγουσας, στην αγόρευση της επικεντρώνεται στη Δ. 25 Θ.5 που προβλέπει ότι:

 

«Το Δικαστήριο μπορεί σε οποιοδήποτε χρόνο και με τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, ως θα έκρινε δίκαιο, να τροποποιήσει οποιοδήποτε ελάττωμα ή λάθος σε οποιαδήποτε διαδικασία, όλες δε οι αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνονται με σκοπό τον καθορισμό του πραγματικού ζητήματος ή επίδικου θέματος, το οποίο εγείρεται από ή κατά τη διαδικασία.»

 

Εισηγείται ότι στη βάση αυτής της διάταξης και με την προσέγγιση που εκφράστηκε στην υπόθεση Στέλιου Φοινιώτη ν Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33 (που αφορούσε την Δ25 στην αρχική της μορφή), μπορεί να επιτραπεί η αιτούμενη τροποποίηση. Δεν συμφωνώ ότι τέτοια προσέγγιση θα ήταν ορθή.

 

Η τροποποίηση της Δ. 25 το 2014 είχε σκοπό να περιορίσει τη δυνατότητα που παρείχε η προηγούμενη, πιο φιλελεύθερη, κατάσταση όπου επικράτησε η πρακτική να επιτρέπονται ευρείας φύσεως αλλαγές στις δικογραφημένες θέσεις ακόμα και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Μέσω των αλλαγών που επήλθαν το 2014, το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική εξουσία που παρέχεται από τη Δ.25 Θ.5, η οποία όμως πρέπει πλέον να ασκείται στις παραμέτρους που καθορίζει η Δ. 25 Θ. 1(1)-(3). Και οι παράμετροι αυτές είναι σαφείς. Μετά την έκδοση κλήσης για οδηγίες δεν παρέχεται η δυνατότητα τροποποίησης εκτός στις δύο περιπτώσεις που προανέφερα. Στην παρούσα αγωγή, η κλήση για οδηγίες εκδόθηκε στις 27.10.2021 και αυτά που επικαλείται η Ενάγουσα δεν εμπίπτουν στις δύο εξαιρέσεις της Δ. 25 Θ.(3).

 

Η πλευρά της Εναγόμενης υποστηρίζει ότι η Αίτηση προωθείται κακόπιστα και συνιστά προσπάθεια να «παρακάμψει» η Ενάγουσα το γεγονός ότι το αγώγιμο δικαίωμα της αμέλειας στην οποία βασίζει τις αξιώσεις της, έχει παραγραφεί. Δεν με έχει απασχολήσει αυτό το επιχείρημα. Το ζήτημα της παραγραφής εγείρεται ως προδικαστική ένσταση στην Υπεράσπιση και, όπως σημείωσα πιο πάνω, εκκρεμεί αίτηση της Εναγόμενης για προδικαστική εκδίκαση της προδικαστικής αυτής ένστασης. Συνεπώς, το εν λόγω επιχείρημα θα αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης σε μεταγενέστερο στάδιο, είτε προδικαστικά εάν διαταχθεί προδικαστική εκδίκαση, είτε στα πλαίσια της δίκης.

 

Σε ότι αφορά την υπό κρίση Αίτηση, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, αυτή δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της Αίτησης, ακολουθώντας το αποτέλεσμα, επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, όπως θα υπολογιστούν και θα εγκριθούν.

 

 

 

……………………………………………

Γ. Κυθραιώτου Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Σε σχέση με τα όσα ίσχυαν με βάση την προηγούμενη μορφή της Δ.25 σχετικές, ενδεικτικά, οι Στέλιου Φοινιώτη ν Greenmar Navigation Ltd κ.α. (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 33, Easton v Ford Motor Co Ltd (1993) 4 All E.R. 257, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Federal Bank of Lebanon v Νίκου Σιακόλα (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, Χριστοδούλου ν Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 934


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο