ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕYΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Ε.Δ.  

 

Αγωγή αρ: 1146/2016

Μεταξύ:

ΓΙΑΝΝΟΣ ΦΙΝΙΩΤΗΣ

                                                                                                                         Eνάγοντας

και

 

 ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

 

 

                                                                                                                               Εναγόμενης

Ημερομηνία:  30 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα: κος Λ. Λουκαίδης

Για Εναγόμενη: κος Π. Μακρίδης

 

                                                     ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 6(β) του περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021, η απόφαση δίδεται χωρίς τη φυσική παρουσία των συνηγόρων των διαδίκων και διαβιβάζεται σε αυτούς ηλεκτρονικά, με τη συγκατάθεσή τους.

 

Ο Ενάγοντας υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας στις 11/02/2011 ως αναφέρει στην Έκθεση Απαίτησης του σύνηψε δάνειο με την εν λόγω τράπεζα για το ποσό των €4235. Ως εξασφάλιση ενεχυρίασε 4235 μετοχές της ίδιας τράπεζας. Το δάνειο θα εξοφλείτο περί την 28/02/2021.

 

Περί την 07/08/2013 ο Ενάγοντας υπέγραψε συμφωνία με την Εναγόμενη με βάση την οποία συμφώνησε να αποχωρήσει από την υπηρεσία της Εναγόμενης πριν από την ημερομηνία της κανονικής αφυπηρέτησης του και δη πριν την 31/12/2025 με αντάλλαγμα την καταβολή προς αυτόν του ποσού των €81.706,24 ως αποζημίωση για απώλεια καριέρας και με αποποίηση κάθε απαίτησης του.

 

Είναι περαιτέρω ισχυρισμός του Ενάγοντα στην Έκθεση Απαίτησης, ότι η εν λόγω συμφωνία υπογράφηκε λόγω αφόρητης πίεσης και ανασφάλειας που δημιουργήθηκε από τη σοβαρή οικονομική κρίση η οποία προήλθε από υπαιτιότητα της Λαϊκής Τράπεζας. Η Εναγόμενη χρησιμοποίησε εκφοβιστικά την κρίση για να πείσει τους υπαλλήλους της να υπογράψουν τέτοια συμβόλαια αποχώρησης για να μειώσει τα έξοδα της.

 

Αποτέλεσε επίσης ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η συμφωνία είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα. Λόγω της απρόβλεπτης αναπάντεχης και σοβαρής οικονομικής κρίσης κατέστη αδύνατο να αποπληρώσει το δάνειο του. Ισχυρίζεται ότι εξ’ αιτίας αυτού η συμβατική υποχρέωση του ματαιώθηκε. Αποτελεί επίσης ισχυρισμό ότι η Εναγόμενη παράνομα απόκοψε από το ταμείο προνοίας του Ενάγοντα το ποσό των €4,000 που αντιπροσωπεύει το δάνειο του χωρίς εξουσιοδότηση κατά το χρόνο αφυπηρέτησης του περί την 07/08/2013.

 

Αξιώνει λοιπόν αναγνωριστικά διατάγματα ότι α) το ποσό των €4,000 ποσό δανείου από Λαϊκή Τράπεζα το οικειοποιήθηκε παράνομα η Τράπεζα Κύπρου από το ταμείο προνοίας αλλά ζητείται και  επιστροφή του ποσού των €4,000 που αφορά το ποσό του δανείου που έλαβε ο Ενάγοντας β) δήλωση ότι το δάνειο ήταν εξασφαλισμένο με 4235 ενεχυριασμένες μετοχές της πρώην Λαϊκής Τράπεζας ισάξιες με το παραχωρηθέν δάνειο αλλά λόγω υπαιτιότητας της εν λόγω τράπεζας απώλεσαν εντελώς την αξία τους με αποτέλεσμα να μη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση του δανείου του Ενάγοντα, γ) δήλωση ότι η αποπληρωμή του δανείου από τον Ενάγοντα κατέστη αδύνατη και η σχετική του συμβατική υποχρέωση ματαιώθηκε λόγω της αναπάντεχης μοναδικής και σοβαρότατης οικονομικής κρίσης που δημιουργήθηκε στην Κύπρο εξαιτίας των τραπεζικών ατασθαλιών, δ) δήλωση ότι η συμφωνία μεταξύ Εναγόμενης και Ενάγοντα ημερομηνίας 07/08/2013 είναι άκυρη και άνευ νομικού αποτελέσματος ως ασυμβίβαστης με τις αρχές της καλής πίστης, της απαγόρευσης ανισομέρειας, αδικίας, καταπίεσης, καταναγκασμού, κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης της Εναγόμενης έναντι του Ενάγοντα και της σχετικής ανισότητας διαπραγματεύσεως.

 

Η Εναγόμενη καταχώρησε Υπεράσπιση μέσω της οποίας αρνήθηκε τις θέσεις και εκδοχές του Ενάγοντα. Υπήρξε όμως παραδοχή της υπογραφής της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 31/1/11 και όχι 11/2/11 με εξασφάλιση την ενεχυρίαση των μετοχών που αγόρασε ο Ενάγοντας. Είναι παραδεκτό επίσης ότι υπογράφηκε στις 07/08/2013 συμφωνία μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης με βάση την οποία ο Ενάγοντας συμφώνησε να αποχωρήσει από την υπηρεσία της Εναγόμενης. Αρνείται τους ισχυρισμούς περί καταπίεσης και χρησιμοποίησης εκφοβιστικών μέτρων. Η Εναγόμενη εισηγείται ότι ο Ενάγοντας κωλύεται από του να προβαίνει στους ισχυρισμούς που προβάλλει στην απαίτηση του εφόσον με την υπογραφή της συμφωνίας απάλλαξε οριστικά, τελεσίδικα και αμετάκλητα τους Εναγόμενους από κάθε απαίτηση.

 

Είναι επίσης η θέση της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας κωλύεται από του να προωθεί την υπό κρίση Αγωγή καθότι δε νομιμοποιείται να την προωθεί και/ή ότι δεν έχει οιονδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εφόσον με τα άρθρα 12(15) και 12(16) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων Νόμου Ν. 17(Ι) 2013 τα θιγόμενα μέρη δε δύνανται να ξεκινήσουν οιανδήποτε διαδικασία απαιτώντας την πληρωμή των χρεών και υποχρεώσεων που επηρεάσθηκαν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με τα ίδια μέσα ούτε και να απαιτήσουν είτε από το ίδρυμα που υπόκειται σε εξυγίανση χρηματική αποζημίωση για ζημιές που δυνατόν να έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρου διάσωσης με τα ίδια μέσα.

 

Διαζευκτικά υπάρχει επίκληση επίσης της αρχής της «ματαίωσης της σύμβασης». Η εν λόγω Υπεράσπιση στηρίζεται στο λεκτικό του διατάγματος Κ.Δ.Π. 103/2013 που εκδόθηκε στις 29/03/2013 με βάση τον περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων Νόμο του 2013. Οποιαδήποτε ιδιωτική σύμβαση είναι αντίθετη με το Νόμο αυτή έχει ματαιωθεί.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία προωθήθηκε μόνο το κώλυμα λόγω καταχώρησης σε έγγραφα (estopped by deed, acquiescence).

 

Μαρτυρία

 

Προς απόδειξη της απαίτησης του ο Ενάγοντας, έδωσε μαρτυρία μόνο ο ίδιος (ΜΕ1). Εκ μέρους της Εναγόμενης έδωσε μαρτυρία η κα Κωνσταντίνα Πολυκάρπου (ΜΥ1).

 

ΜΕ1

 

Ο ΜΕ1 ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατάθεσε το Έγγραφο Α. Μαζί κατάθεσε τα Τεκμήρια 1-4. Ουσιαστικά ο Ενάγοντας μέσω του Εγγράφου Α κατέγραψε τα όσα διαλαμβάνονται στην Έκθεση Απαίτησης. Ως Τεκμήριο 1 κατάθεσε αντίγραφο της συμφωνίας δανείου μεταξύ του και της Λαϊκής Τράπεζας. Ως Τεκμήριο 2 κατάθεσε αντίγραφο της συμφωνίας με την Εναγόμενη ημερομηνίας 07/08/2013 και ως Τεκμήριο 3 επισύναψε βεβαίωση πρόωρης αφυπηρέτησης του. Επιπρόσθετα ως Τεκμήριο 4 επισύναψε κατάσταση λογαριασμού από την οποία ως εξήγησε φαίνεται η αποκοπή από το λογαριασμό του, του ποσού των ευρώ 4,000 που αντιπροσωπεύει το δάνειο του. Είναι η θέση του ότι αποκόπηκε χωρίς νομική εξουσιοδότηση.

 

Αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι αρχικά ήταν υπάλληλος της Λαϊκής, ακολούθως έγινε υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου. Με την αλλαγή στο καθεστώς εργοδότησης δεν υπήρξε καμία αλλαγή στο μισθό του και τα ωφελήματα παρέμειναν τα ίδια. Όταν ερωτήθηκε το λόγο που δεν μπορούσε να αποπληρώσει το δάνειο του απάντησε ότι δεν μπορούσε να το αποπληρώσει ολόκληρο αλλά συμφώνησε ότι μπορούσε να συνεχίζει να το αποπληρώνει με δόσεις.

 

Ο ΜΕ1 συμφώνησε ότι στο Τεκμήριο 1 συμφωνία δανείου όρο 7 αυτής ο ίδιος αποδέχθηκε ότι το δάνειο του θα εξοφλείτο κατά την αφυπηρέτηση του ή με την αποχώρηση του από την τράπεζα.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 2 ανάφερε πρώτη φορά κατά την αντεξέταση του ότι υπέγραψε τη συμφωνία υπό συνθήκες καταπίεσης. Ως ανάφερε η θέση της Τράπεζας ήταν για εθελοντική αποχώρηση αλλά μέσα στην τράπεζα ως ανάφερε υπήρχε πίεση αποχώρησης ότι αν δε θα έφευγε προσωπικό ότι θα έβγαζαν προσωπικό ως πλεονάζον και ο ίδιος ήταν πιο παλιός και ήταν περισσότερη η πίεση για να αποχωρήσει.  Δεν του είπαν γραπτώς ότι υπήρχε ενδεχόμενο να θεωρηθεί πλεονάζον προσωπικό και υπόγραψε για να πάρει τα χρήματα που δικαιούται.

 

Ο ΜΕ1 ως ανάφερε από το ποσό που δικαιούτο να λάβει ήτοι €81.706,24 πήρε τα χρήματα χωρίς αποκοπές. Αντεξεταζόμενος επίσης ανάφερε ότι δε διαμαρτυρήθηκε για το ποσό των €4,000 που αποκόπηκε με σκοπό την εξόφληση του δανείου του αλλά ούτε διαμαρτυρήθηκε για τον εξαναγκασμό που υπέστη ως ισχυρίστηκε στην υπογραφή του Τεκμηρίου 2.

 

ΜΥ1

 

Η ΜΥ1 κατάθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης της το Έγγραφο Β. Σύμφωνα με τη μάρτυρα το 2007 προσλήφθηκε ως λειτουργός στη Marfin Popular Public Company Ltd αλλά μετά τα γεγονότα που μεσολάβησαν το έτος 2013 η εργοδότηση της μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη. Παράθεσε λεπτομέρειες των καθηκόντων της.  Ως αναφέρει ο Ενάγοντας είναι ένας εκ των πελατών της  του οποίου έχει την ευθύνη και εποπτεία των τραπεζικών του λογαριασμών. Δεν έχει γνώση ούτε εμπλοκή στα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση του Ενάγοντα αναφορικά με την εθελούσια αποχώρηση του από την εργοδότηση της Εναγομένης. Η ΜΥ1 κατάθεσε ως Τεκμήριο 5 αντίγραφα της κατάστασης λογαριασμού του τρεχούμενου λογαριασμού του Ενάγοντα από τον οποίο προκύπτει ότι ο λογαριασμός του πιστώθηκε στις 14/08/2013 το ποσό των €81.706,24σ. Ακολούθως στις 06/09/2013 ποσό ύψους €4.038,92 μεταφέρθηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό στο λογαριασμό δανείου του Ενάγοντας ο οποίος στη συνέχεια έκλεισε.

 

Αντεξεταζόμενη ανάφερε ότι η Εναγόμενη υπέβαλε προτάσεις σε όλους τους υπαλλήλους για να αποχωρήσουν από την τράπεζα. Η ίδια προσωπικά δεν είχε πίεση για να φύγει από την εργασία της. Σε ερώτηση τι απέγιναν οι μετοχές του Ενάγοντας τις οποίες αγόρασε με το δάνειο που έκανε το έτος 2011 η ίδια δε γνώριζε όπως δε γνώριζε τις συνθήκες που υπέγραψε ο Ενάγοντας το Τεκμήριο 2.

 

Αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων

 

Με το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας οι συνήγοροι των διαδίκων αγόρευσαν στο Δικαστήριο παραθέτοντας προφορικά τα επιχειρήματα τους. Όπου κριθεί αναγκαίο θα γίνει αναφορά στα επιχειρήματα που αναπτύχθηκαν. Επισημαίνεται ότι όπου έγινε προσπάθεια μέσω αγορεύσεων να παρουσιαστεί μαρτυρία δε θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Αξιολόγηση

 

Σημειώνω ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε αφού παρακολούθησα τους μάρτυρες ενώ έδιδαν τη μαρτυρία τους και έλαβα υπόψη την ποιότητα της μαρτυρίας, τη σαφήνεια στον τρόπο απάντησης, τη φυσικότητα και αμεσότητα των απαντήσεων, την ύπαρξη τυχόν συμφέροντος, τυχόν ουσιαστικές αντιφάσεις, τη μνήμη των μαρτύρων, τους λόγους που είχαν να τα θυμούνται αυτά κοσκινίζοντας τη μαρτυρία τους, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας και αντιπαραβάλλοντας τούτη με τα όσα ανάφερε ο κάθε μάρτυρας ξεχωριστά.[1]

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει, μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών[2] αφού τα πιο κάτω αναφερόμενα γεγονότα είναι κοινά αποδεκτά ή μη αμφισβητούμενα είτε μέσω των δικογράφων είτε δεν αμφισβητήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία:

 

Α) Ο Ενάγοντας περί το 2011 τελούσε στην υπηρεσία της Λαϊκής Τράπεζας. Το 2013 η εργοδότηση του μεταφέρθηκε στην Εναγόμενη.

 

Β) Το 2011 συνήψε δάνειο με τη Λαϊκή Τράπεζα για το ποσό των €4235 (Τεκμήριο 1). Για την εξασφάλιση του εν λόγω δανείου ενεχυρίασε 4235 μετοχές της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Γ) Περί την 07/08/2013 ο Ενάγοντας υπόγραψε με την Εναγόμενη συμφωνία για την αποχώρηση του από την υπηρεσία της Εναγόμενης ως το Τεκμήριο 2. Η κανονική αφυπηρέτηση του Ενάγοντα ήταν στις 31/12/2025 ως το Τεκμήριο 3.

 

Δ) Περί την 14/08/2013 πιστώθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό του Ενάγοντα με αρ. 341-21-02479 το ποσό των €81.706,24σ. Στις 06/09/2013 ποσό ύψους €4.038,92 μεταφέρθηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό του στο λογαριασμό δανείου με αριθμό 00112722083 ο οποίος λογαριασμός εξοφλήθηκε και έκλεισε. Σχετικά προς τούτο είναι το Τεκμήριο 5.

 

Τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούν ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

ΜΕ1

 

Αρχίζοντας από το ΜΕ1 υπενθυμίζω ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε και είναι αποδεκτό ως εξηγείται πιο πάνω. Αναφέρω επίσης ότι δε διαπιστώνω να προσήλθε στο Δικαστήριο για να αποκρύψει την αλήθεια αλλά παρατήρησα ότι μέσω της μαρτυρίας του παραθέτει την υποκειμενική του άποψη και κρίση με βάση τη δική του αντίληψη ως προς τα γεγονότα που έγιναν το Μάρτιο 2013.

 

Η μαρτυρία του λοιπόν ως προς τις συνθήκες σύναψης της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 άφησε κενά και ασάφεια. Και εξηγώ. Μέσω της μαρτυρίας του αναφέρει με γενικότητα ότι υπόγραψε το Τεκμήριο 2 λόγω αφόρητης πιεστικής κατάστασης και ανασφάλειας που δημιουργήθηκε από οικονομική κρίση. Δεν παρείχε λεπτομέρειες αυτής της αφόρητης πιεστικής κατάστασης που υπέστηκε ως ισχυρίστηκε αλλά ούτε εξήγησε τελικά με ποιο τρόπο τον εκφόβισε ή πίεσε η Εναγόμενη Τράπεζα ώστε να αποδεχθεί την υπογραφή της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2. Συγκεκριμένα για το τι έγινε σε σχέση με τον ίδιο, με ποιους μίλησε τι του είπαν ή ποιος τον πίεσε να υπογράψει τη συμφωνία, σε ποιες ενέργειες πρόβηκε η Εναγόμενη για να τον πιέσουν ή τι μορφή έλαβαν αυτές οι πιέσεις προς το πρόσωπο του δεν παρουσιάστηκε ίχνος μαρτυρίας. Ανάφερε γενικά ότι ένιωθε την απειλή πλεονασμού επειδή ήταν από τους παλιούς. Δεν παρουσίασε μαρτυρία ότι ο ίδιος συγκεκριμένα είχε απειληθεί ότι θα απολυόταν από την Τράπεζα ή ότι θα δηλωνόταν ως πλεονάζον προσωπικό απλώς ανάφερε με γενικότητα και αοριστία ότι η Εναγόμενη Τράπεζα προσπαθούσε γενικά να πείσει τους υπαλλήλους της να υπογράψουν συμφωνία εθελούσιας αποχώρησης. 

 

Κατά την αντεξέταση του επίσης όταν ερωτείτο για τις συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας απαντούσε χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό χρόνο αφού μιλούσε γενικά για όλους τους υπαλλήλους της τράπεζας. Δεν αναφέρθηκε σε κάποιο περιστατικό που να αφορούσε τον ίδιο προσωπικά ή σε συγκεκριμένες ενέργειες της Εναγόμενης προς τον ίδιο. Η μαρτυρία του επεκτάθηκε ουσιαστικά στο ότι υπήρξε κλίμα ανησυχίας στην Εναγόμενη Τράπεζα και ανασφάλεια λόγω της οικονομικής κρίσης ως ανάφερε ο μάρτυρας. Παρόλο λοιπόν του ισχυρισμού του ότι η Εναγόμενη Τράπεζα χρησιμοποίησε πιεστικά την οικονομική κρίση για να πείσει τους υπαλλήλους της να υπογράψουν τη συμφωνία εθελούσιας αποχώρησης εν τέλει δεν περιέγραψε καμία ενέργεια προς την κατεύθυνση αυτή πέραν της γενικής αναφοράς ότι ακουγόταν μέσα στην Τράπεζα ότι θα έβγαζαν προσωπικό πλεονάζων.

 

Αυτό που ήταν διάχυτο μέσα από τη μαρτυρία είναι ότι ο ίδιος ο ΜΕ1 ένιωθε λόγω των γεγονότων που μεσολάβησαν το 2013 και την οικονομική κρίση ανασφάλεια. Επισημαίνω επίσης ότι από τη μαρτυρία του ΜΕ1 δεν πρόκυψε ότι το σχέδιο εθελούσιας αποχώρησης ή η πρόταση για αποχώρηση πριν την αφυπηρέτηση έγινε στον ίδιο συγκεκριμένα αλλά γενικά προτάθηκε το σχέδιο σε υπαλλήλους της Εναγόμενης. Υπενθυμίζω ότι και η ΜΥ1 στη μαρτυρία της ανάφερε ότι τα σχέδια προτάθηκαν σε όλους τους υπαλλήλους.

 

Επομένως η μέθοδος, η μορφή πίεσης και ο εκφοβισμός που ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας ότι χρησιμοποίησε η Εναγόμενη Τράπεζα για να τον πείσει να υπογράψει το Τεκμήριο 2 δεν έχουν τεθεί στο Δικαστήριο. Ο ίδιος ερμήνευσε τα γεγονότα που επηρέασαν οικονομικά την Κύπρο  το έτος 2013 όπως ο ίδιος τα αντίκριζε υπό τη δική του σκοπιά. Το κατά πόσο λοιπόν συνιστούν ψυχική πίεση, η άποψη και δη  η ανησυχία του Ενάγοντα για το τι μέλλει γενέσθαι στον εργασιακό του χώρο ή η ανησυχία του ότι μπορεί λόγω ηλικίας να τίθετο σε πλεονασμό, θα εξεταστούν στη συνέχεια.

 

Ο ΜΕ1 ως επίσης ανάφερε μεταξύ άλλων αντεξεταζόμενος υπόγραψε τη συμφωνία για να πάρει τα χρήματα που δικαιούτο να πάρει. Ως φαίνεται αποζημιώθηκε και είχε όφελος από αυτή τη συμφωνία. Υπενθυμίζω δεν ανάφερε ότι η υπογραφή της συμφωνίας προκάλεσε σ’ αυτόν οποιαδήποτε ζημιά.

 

Η θέση του ΜΕ1 ότι  κατέστη αδύνατη η αποπληρωμή του δανείου του λόγω της οικονομικής κρίσης παρέμεινε μετέωρη εφόσον εν τέλει ως ο ίδιος παραδέχθηκε μετά τη μεταφορά της εργοδότησης του στην Εναγόμενη Τράπεζα δεν άλλαξε ο μισθός του και ότι μπορούσε να συνεχίσει την αποπληρωμή του δανείου με δόσεις. Ως επίσης πρόκυψε δεν αποκόπηκε κανένα ποσό από το ταμείο προνοίας του παρά μόνο ότι μεταφέρθηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό του το ποσό των €4,038 στο λογαριασμό δανείου του με σκοπό την εξόφληση του υπόλοιπου ποσού δανείου του κατ’ εφαρμογή των προνοιών της συμφωνίας δανείου ως το Τεκμήριο 1. Κατά πόσο αυτό συνιστά παράνομη ενέργεια θα εξεταστεί πιο κάτω.

 

ΜΥ1

 

Η ΜΥ1 κατάθεσε ως ανάφερε μόνο για να εξηγήσει την κίνηση του λογαριασμού του Ενάγοντα. Η ίδια δε γνώριζε οτιδήποτε από τα επίδικα γεγονότα ή τις συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας Τεκμήριο 2. Αντεξεταζόμενη επεσήμανε ότι τα σχέδια εθελούσιας αποχώρησης προτάθηκαν γενικά στους υπαλλήλους της Εναγόμενης. Η ίδια προσωπικά δεν ένιωσε κάποια πίεση ούτε έτυχε πίεσης για να αποχωρήσει από την εργασία της. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω τη μαρτυρία της. Η ΜΥ1 κρίνω ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει ό,τι γνωρίζει. Μάλιστα δεν απόκρυψε από το Δικαστήριο ότι η ίδια δεν έχει γνώση για τις συνθήκες υπογραφής του Τεκμηρίου 2 ούτε προσπάθησε με κάποιον τρόπο να ενεργήσει προς το συμφέρον της Εναγόμενης. Παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της. Η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.

 

Ευρήματα

 

Πέραν των γεγονότων που έγιναν αποδεκτά ως ανωτέρω και δη των γεγονότων που δεν αμφισβητήθηκαν ή των Τεκμηρίων που δεν αμφισβητήθηκαν και αποτελούν ευρήματα μου, για σκοπούς οικονομίας της δίκης δε θα επαναληφθούν. Αποτελούν όμως περαιτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη περί το έτος 2013 πρότεινε στους υπαλλήλους της σχέδια εθελούσιας αποχώρησης από την Τράπεζα. Ο Ενάγοντας ήταν ένας εκ των υπαλλήλων που υπόγραψε τέτοια συμφωνία.

 

Αποτελεί πασίδηλο γεγονός ότι περί το Μάρτιο 2013 επηρεάστηκε η Κυπριακή Οικονομία με «κούρεμα» καταθέσεων. Μεταξύ άλλων η Λαϊκή Τράπεζα έκλεισε και η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ανέλαβε μεταξύ άλλων τις υποχρεώσεις της. Υπάλληλοι οι οποίοι εργάζονταν στη Λαϊκή Τράπεζα μεταξύ των οποίων ο Ενάγοντας και η ΜΥ1 μεταφέρθηκαν στην υπηρεσία της Εναγόμενης. Στη βάση του περί περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2013 (Ν. 17(Ι)/2013) ορίστηκε η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ως αρχή εξυγίανσης η οποία εξέδωσε διάφορα διατάγματα μεταξύ των οποίων και διάταγμα για πώληση των εργασιών της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Ο Ενάγοντας ένιωθε ανασφάλεια από τα γεγονότα που έγιναν τότε και επηρέασαν την οικονομία και είχαν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της εργοδότησης του στην Εναγόμενη. Μετά το Μάρτιο 2013 προτάθηκαν στους υπαλλήλους της Εναγόμενης σχέδια εθελούσιας αποχώρησης σε χρόνο πριν την κανονική αφυπηρέτηση. Ο Ενάγοντας υπόγραψε τη συμφωνία του Τεκμηρίου 2 και αποζημιώθηκε.

 

Με την υπογραφή του Τεκμηρίου 2 και δη μετά την αποχώρηση του Ενάγοντα από την Εναγόμενη Τράπεζα μεταφέρθηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό του το ποσό των €4,038 στο λογαριασμό δανείου του ο οποίος εξοφλήθηκε και έκλεισε. Ο όρος 7 της συμφωνίας δανείου (Τεκμήριο 1) προέβλεπε την εξόφληση του υπόλοιπου του δανείου του σε περίπτωση πρόωρης αποχώρησης και ή πρόωρης αφυπηρέτησης.

 

Νομική Πτυχή-Συμπεράσματα

 

Στην υπό κρίση υπόθεση αυτό που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η συμφωνία του Τεκμηρίου 2 αποτελεί προϊόν ψυχικής πίεσης, εάν παράνομα αποκόπηκε το ποσό των €4,038 από τον τρεχούμενο λογαριασμό του Ενάγοντα με σκοπό την εξόφληση του δανείου του, κατά πόσο οι μετοχές που ενεχυριάστηκαν για το δάνειο του 2011 (Τεκμήριο 1) στον Ενάγοντα απώλεσαν την αξία τους εξ’ υπαιτιότητας της Λαϊκής Τράπεζας και δη κατά πόσο έπρεπε η Εναγόμενη να προχωρήσει στην εκποίηση τους προκειμένου να εξοφληθεί το δάνειο. Επίσης θα εξεταστεί και κατά πόσο η αποπληρωμή του δανείου από τον Ενάγοντα κατέστη αδύνατη μετά τα γεγονότα του 2013 και δη κατά πόσο η συμβατική του υποχρέωση ματαιώθηκε.

 

Επίσης θα εξεταστεί η Υπεράσπιση της Εναγόμενης κατά πόσο στα επίδικα θέματα της παρούσης συντρέχει η Υπεράσπιση του κωλύματος λόγω δηλώσεων σε έγγραφα.

 

Ψυχική Πίεση

 

Το θέμα καλύπτεται από το Άρθρο 16, του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 (στο εξής «ως ο Νόμος») , το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«16.-(1)  H σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία «ψυχικής πίεσης» όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου. 

    (2)  Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο - 

(α)  έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου· ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης. 

(3)  Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου». 

Ως προνοείται επίσης στο άρθρο 14 του Νόμου εάν μια σύμβαση καταρτίστηκε, με ψυχική πίεση τότε η συναίνεση που δόθηκε δε θεωρείται ελεύθερη με αποτέλεσμα μια σύμβαση που συνάφθηκε κατόπιν ψυχικής πίεσης να είναι ακυρώσιμη (άρθρο 20 του Νόμου). Επίσης ως αναφέρθηκε στην απόφαση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αγίας Φυλάξεως v Αλεξάνδρα Σάββα Χρυσοστόμου[3] «οι συμβάσεις που είναι ακυρώσιμες λόγω ψυχικής πίεσης ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες.  Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι συμβάσεις στις οποίες δεν υπάρχει το στοιχείο της ειδικής σχέσης μεταξύ των μερών, ενώ η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις συμβάσεις στις οποίες υπάρχει ακριβώς μια τέτοια ειδική σχέση.  Στην πρώτη περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός από το συμβαλλόμενο που αξιώνει την ακύρωση της σύμβασης.  Στην δεύτερη, η ψυχική πίεση τεκμαίρεται ότι υπάρχει και το μέρος στο οποίο έχει εναποτεθεί η εμπιστοσύνη, έχει το βάρος να δείξει ότι αυτός που τον εμπιστεύθηκε και τώρα επιδιώκει την ακύρωση της σύμβασης, ενήργησε οικειοθελώς υπό την έννοια ότι ήταν ελεύθερος και καλά πληροφορημένος να προβεί ο ίδιος σε ανεξάρτητη εκτίμηση της ωφελιμότητας της σύμβασης.

Το τεκμήριο ότι ασκήθηκε ψυχική πίεση εγείρεται μόνο αν η συναλλαγή ήταν υπερβολικά επαχθής για το πρόσωπο που επηρεάστηκε.»

 

Εν προκειμένω ως φαίνεται από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η εκδοχή του Ενάγοντα δεν στηρίχθηκε σε άμεση μαρτυρία για άσκηση ψυχικής πίεσης, εφόσον δεν παράθεσε μαρτυρία για ενέργειες ή γεγονότα που να δεικνύουν καταπιεστική συμπεριφορά. Ουσιαστικά αυτό που καταδείχθηκε από τη μαρτυρία του Ενάγοντα είναι ότι ο ίδιος λόγω των γεγονότων που έγιναν το Μάρτιο 2013 ένιωσε ανασφάλεια και ανησυχία ότι θα μπορούσε να τεθεί σε πλεονασμό.

 

Η γενική αναφορά του Ενάγοντα ότι ενήργησε η Εναγόμενη εκφοβιστικά λόγω της οικονομικής κρίσης σαφώς και δεν είναι αρκετά και δεν μπορούν να αναπληρώσουν το κενό από τη μαρτυρία του Ενάγοντα ως προς το τι συνιστά ψυχική πίεση. Είναι ορθό όμως να αναφερθεί ότι η μαρτυρία του Ενάγοντα είχε ως έρεισμα το τεκμήριο ψυχικής πίεσης του Άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Άλλωστε αυτό αποτέλεσε και εισήγηση του συνηγόρου του κατά το στάδιο των αγορεύσεων αναφέροντας ότι το τεκμήριο για ψυχική πίεση δεν ανατράπηκε. Προχωρώ να εξετάσω λοιπόν εάν με τα περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης με βάση τα ευρήματα ως ανωτέρω τεκμαίρεται ψυχική πίεση, χωρίς δηλαδή να χρειάζεται ν’ αποδειχθεί η ψυχική πίεση ως πραγματικό γεγονός.

 

Στην απόφαση Χρυσούλλα Σεργίδη το γένος Σάββα Χ'' Παύλου ν Μαρία Σάββα Χ'' Παύλου (Διαχειρίστρια)[4]  αναφέρθηκε το τι απαιτείται να αποδειχθεί ώστε να καταδειχθεί ψυχική πίεση ή να καταδειχθεί κατά πόσο συντρέχει το τεκμήριο ψυχικής πίεσης. Παρατίθεται αμέσως πιο κάτω απόσπασμα:

 

Συνεπώς, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 16(2)(α) ή 16(2)(β) δημιουργείται τεκμήριο ότι το ένα μέρος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

 

Σύμφωνα, δε, με το Άρθρο 16(3) όταν το άλλο μέρος είναι πρόσωπο που κυριαρχεί επί της θέλησης του προσώπου που επηρεάζεται και η συναλλαγή είναι υπερβολικά επαχθής για τον τελευταίο, τότε δημιουργείται τεκμήριο άσκησης ψυχικής πίεσης. 

 

Σε τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται η απόδειξη, ως πραγματικό γεγονός άμεσης άσκησης ψυχικής πίεσης. Αρκεί να στοιχειοθετηθούν οι προϋποθέσεις οι οποίες, κατά νόμο στην Κύπρο, μεταθέτουν στο πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου, το βάρος να αποδείξει ότι ο επηρεαζόμενος ενήργησε με ελεύθερη βούληση και όντας καλά πληροφορημένος (Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, Κεφάλας κ.ά. v. Νικόλα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1226, Χριστοφόρου v. Ιακώβου (2002) 1 Α.Α.Δ. 33).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, υπό το φως των γεγονότων, ότι η αποβιώσασα ήταν ευάλωτη σε πιέσεις και ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η επίδικη δωρεά ήσαν ύποπτες.  Υπ' αυτές τις περιστάσεις, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που επελήφθη πρωτοδίκως θεώρησε ότι υπήρχε τεκμήριο ψυχικής πίεσης το οποίο η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει, οπότε και ακύρωσε τη δωρεά.

 

Η εφεσείουσα τώρα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η δωρεά έγινε κατόπιν ψυχικής πίεσης «βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψιν και παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της.» Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το γεγονός της ύπαρξης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ μητέρας και θυγατέρας, ήτοι της αποβιώσασας και της εφεσείουσας δεν συνεπάγετο αφ' εαυτού την ύπαρξη ψυχικής πίεσης. Ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετα συμπεράσματα από την κοινή θέση ότι η αποβιώσασα παρουσίαζε μεν ήπια μείωση των νοητικών της ικανοτήτων, πλην όμως είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και σε συμπεράσματα που αντιστρατεύονται την ιατρική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση, την οποία αποδέχθηκε (Μ.Υ.2 Δρ Δ. Παπαμιχαήλ). Γενικά δε, ότι εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές και παρερμήνευσε την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Είναι γεγονός ότι, κατά σφάλμα αρχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Μακρίδη και μιας υπαλλήλου της ΣΠΕ Στροβόλου (M.Y.4), που αφορούσαν την ικανότητα αντίληψης, σε κρίσιμο χρόνο και την έκφραση εκ μέρους της αποβιωσάσης επιθυμίας να προβεί στην επίδικη δωρεά, ρητά δεν της απέδωσε βαρύτητα, όπως έπραξε με την ιατρική μαρτυρία που άκουσε, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δύο εν λόγω πρόσωπα δεν είναι ειδικοί επί του θέματος.  Η νομολογία, όμως, υποδεικνύει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η ιατρική μαρτυρία ως προς τη δυνητική, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ικανότητα, όπως ήταν εν προκειμένω η ιατρική μαρτυρία, έναντι μιας άμεσης και θετικής μαρτυρίας που προέρχεται μεν από μη ειδικούς, αλλά αναφέρεται στην πραγματική ικανότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο (Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis (1965) 1 C.L.R. 24, Moumdjis v. Michaelidou and Others (1974) 1 C.L.R. 226, Antoniades and Another v. Solomonidou (1980) 1 C.L.R. 441).

 

H παράλειψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία των μη ειδικών, που κατά τ' άλλα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, ενεργοποιεί την εξουσία του Εφετείου για αναθεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προς συναγωγή δικών του συμπερασμάτων (βλ. υπόθεση Karaolis, ανωτέρω, Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου και Δ.35, κ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).

 

Προς τούτο, λαμβάνουμε υπόψη την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των δύο εν λόγω προσώπων ως προς τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά της αποβιωσάσης κατά τον κρίσιμο χρόνο.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………. 

Εκείνο όμως που έχει σημασία, ως παράγοντας που πρέπει να συνεκτιμηθεί, είναι η διαπίστωση πως η αποβιώσασα δεν είχε, γενικά, νοητικό πρόβλημα αντίληψης λόγω της κατάστασής της, κάτι που συνάδει με την περιγραφή της συμπεριφοράς της κατά τους ουσιώδεις χρόνους.

 

Από την άλλη, δεν παραβλέπουμε ότι το δόγμα της ψυχικής πίεσης εισήχθη από τα Δικαστήρια της Επιείκειας προς αντιμετώπιση εκείνων των περιπτώσεων όπου, ενώ εξωτερικεύεται η βούληση του επηρεαζομένου, υπάρχει τέτοια σχέση μεταξύ επηρεαζομένου-επωφελουμένου ή τέτοιες περιστάσεις, ώστε να είναι ορθό και δίκαιο, ως ζήτημα δημόσιας πολιτικής και έντιμης συμπεριφοράς, να κληθεί ο ωφεληθείς από τη σύμβαση να αποδείξει ότι ο επηρεαζόμενος ενήργησε όντως και όχι απλώς φαινομενικά, οικειοθελώς (βλ. Allcard v. Skinner, ανωτέρω).

 

Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε από τον Lord Eldon L.C. στην υπόθεση Huguenin v. Baseley [1807] 14 Ves. 273, όταν εγείρεται ζήτημα ψυχικής πίεσης το βασικό ερώτημα:

 

«.is, not, whether she knew what she was doing, had done, or proposed to do, but how the intention was produced.»

 

Οπότε, όταν πρόκειται για περίπτωση που δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας από το μέρος που ωφελήθηκε «that the donor was acting independently of any influence from the donee and with full appreciation of what he was doing (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1928] All ER, Rep 189). Ο συνηθέστερος δε, όχι όμως ο μόνος, τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη πως ο επηρεαζόμενος έτυχε ανεξάρτητης νομικής συμβουλής (Inche Noriah, ανωτέρω, Joan Humphreys v. Dennis Humphreys [2004] EWHC 2001 Cj, Κεφάλας ν. Νικόλα, ανωτέρω).

……………………………………………………………………………

Ό,τι θα θέλαμε να προσθέσουμε είναι πως η επίκληση και η εφαρμογή του τεκμηρίου ψυχικής πίεσης από τα Δικαστήρια, ενόψει και της νομοθετικής ρύθμισης στην Κύπρο, αναμένεται να γίνεται με ρητή αναφορά και προσεκτική στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων που τίθενται από το Άρθρο 16, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της κυριαρχίας επί της θέλησης του άλλου με βάση τα προνοούμενα στο εδάφιο (2) (α) και (β), όσο και σε σχέση με την εξίσου απαιτούμενη προϋπόθεση του εδαφίου (3) που απαιτεί στοιχειοθέτηση ότι η συναλλαγή, είτε από μόνη της, είτε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, φαίνεται ότι είναι υπέρμετρα επαχθής.»

 

 

Συνεπώς το πρώτο στοιχείο που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η σχέση μεταξύ Ενάγοντα και Εναγόμενης εντάσσεται σε μια εκ των προϋποθέσεων των άρθρων 16 α και β του περί Συμβάσεων Νόμου. Η σχέση που υπήρξε μεταξύ των μερών ήταν σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου. Είναι ξεκάθαρο ότι η ύπαρξη και μόνο αυτής της σχέσης δεν μπορεί αυτής καθ’ εαυτή να εγείρει από μόνη της τεκμήριο κυριαρχίας επί της θελήσεως του άλλου και κατ΄ επέκταση ψυχική πίεση. Στην απόφαση Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία  Αγίας Φυλάξεως ανωτέρω αναφέρθηκε ότι «η αρχή της ψυχικής πίεσης επεκτείνεται όχι μόνο σε υποθέσεις άσκησης πίεσης αλλά και όλες τις υποθέσεις στις οποίες η επιρροή αποκτάται και της γίνεται κατάχρηση όπου η εμπιστοσύνη επιδεικνύεται και προδίδεται». Επίσης στην ίδια απόφαση αναφέρεται ότι «η σχέση μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου δε δημιουργεί, χωρίς την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, μια τέτοια σχέση εμπιστοσύνης». Στην υπό κρίση υπόθεση έγινε αναφορά μόνο ότι ο Ενάγοντας το έτος 2013 εργάστηκε στην Εναγόμενη. Καμία άλλη παράμετρος δεν τέθηκε στο δικαστήριο ώστε να μπορεί να εξακριβωθεί εάν η σχέση μεταξύ τους είναι τέτοιας φύσεως ώστε να συμπεριλαμβάνεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 (α) του περί Συμβάσεων Νόμου. Δεν έχει τεθεί δηλαδή ενώπιον μου το αναγκαίο υπόβαθρο ώστε να μπορώ με ασφάλεια να κρίνω ότι τεκμαίρεται ότι η Εναγόμενη κυριαρχούσε επί της θελήσεως του Ενάγοντα. Η σχέση εργοδότησης δεν εγείρει, από μόνη της, το  τεκμήριο κυριαρχίας επί της θελήσεως του Ενάγοντα ούτε τεκμήριο ψυχικής πίεσης.

Ούτε η ανασφάλεια και ανησυχία του Ενάγοντα ότι είχε οικονομική κρίση και ήταν από τους παλιούς υπαλλήλους είναι αρκετά για να καταδειχθεί ότι υπήρχε μεταξύ των μερών ειδική σχέση ούτε κρίνεται επαρκής προς ενεργοποίηση του τεκμηρίου για ψυχική πίεση.  Εν πάση περίπτωση ακόμη και να διαπιστώνεται ότι υπάρχει κάποια σχέση εμπιστοσύνης αυτό δεν αρκεί θα πρέπει η φύση της εμπιστευτικής σχέσης να είναι τέτοια που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου. [5] Οι περιστάσεις και μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν κατέδειξε κάτι τέτοιο.

 

Πέραν των πιο πάνω ακόμη κι αν διαπίστωνα κυριαρχία επί της θελήσεως του Ενάγοντα δεν έχω διαπιστώσει ότι η συμφωνία ημερομηνίας 07/08/2013 από μόνη της είναι επαχθής για τον Ενάγοντα. Αντιθέτως ο Ενάγοντας με την υπογραφή της συμφωνίας για εθελούσια αποχώρηση έχει λάβει ως αποζημίωση το ποσό των  €81.706,24σ .Δεν αποδείχθηκε ότι η συμφωνία ήταν επιζήμια για τον ίδιο ούτε επικαλέστηκε ζημιά. Ως έχει νομολογηθεί η επίκληση του τεκμηρίου ψυχικής πίεσης απαιτεί να στοιχειοθετηθεί ότι η συναλλαγή είναι υπέρμετρα επαχθής. Το τεκμήριο λοιπόν για ψυχική πίεση δε θα τύγχανε σε κάθε περίπτωση εφαρμογή.

 

Ως έχει επίσης νομολογηθεί ακυρώσιμες είναι και οι συμβάσεις που δεν απαιτείται απόδειξη ειδικής σχέσης όμως σε εκείνη την περίπτωση η ψυχική πίεση πρέπει να αποδεικνύεται ως ένα πραγματικό γεγονός. Ως προαναφέρθηκε όμως δεν παρουσιάστηκε άμεση μαρτυρία που να καταδεικνύει τη ψυχική πίεση. Ο Ενάγοντας απότυχε να αποδείξει θετικά ότι άσκησε επιρροή η Εναγόμενη σ’ αυτόν και ότι αποφασιστικός παράγων για τη συνομολόγηση της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 ήταν αυτή και δη ότι δε θα υπογραφόταν η συμφωνία αν δε μεσολαβούσε η άσκηση της επιρροής.

 

Προχωρώ να εξετάσω τoν ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η συμβατική του υποχρέωση για αποπληρωμή του δανείου του (με βάση το Τεκμήριο 1) κατέστη αδύνατη λόγω της απρόβλεπτης και αναπάντεχης οικονομικής κρίσης που έπληξε την Κύπρο και δη κατά πόσο παράνομα μεταφέρθηκε από τον τρεχούμενο λογαριασμό του με την αποχώρηση του το ποσό των €4,038 στο λογαριασμό δανείου. Το εν λόγω ποσό δεν αμφισβητήθηκε ότι αφορά ποσό υπόλοιπο δανείου.

 

Το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 το οποίο κατάθεσε ο ίδιος ο Ενάγοντας και δεν αμφισβητήθηκε είναι αποδεκτό. Ο όρος 7 του Τεκμηρίου 1 αναγράφει ότι το δάνειο θα πρέπει να εξοφληθεί πλήρως κατά την αφυπηρέτηση και/ή την αποχώρηση από την τράπεζα οποιοδήποτε από τα δύο συμβεί πρώτα. Ο Ενάγοντας προφανώς αποδέχθηκε το συγκεκριμένο όρο. Μάλιστα τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του έκανε αναφορά στην ύπαρξη του εν λόγω όρου.

 

Επίσης αντεξεταζόμενος ανάφερε ότι και μετά τη μεταφορά της εργοδότησης του στην Τράπεζα Κύπρου συνέχιζε να αποπληρώνει το δάνειο με καταβολή μηνιαίων δόσεων. Ως εξήγησε δεν επήλθε κάποια αλλαγή στις μηνιαίες απολαβές του ούτε απώλεσε οποιοδήποτε ωφέλημα. Η θέση του ότι μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 και δη τη μεταφορά του για εργοδότηση στην Εναγόμενη ότι κατέστη αδύνατη η αποπληρωμή του δανείου είναι αβάσιμη. Ουσιαστικά με τις δηλώσεις του στην αντεξέταση του ότι μπορούσε να συνεχίζει μηνιαίως την πληρωμή της δόσης του δανείου του καταρρίφθηκε η θέση του ότι κατέστη αδύνατη η πληρωμή και δη ότι ματαιώθηκε η συμβατική του υποχρέωση.

 

Ομοίως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ότι παράνομα αποκόπηκε το ποσό των €4,038 από το ταμείο προνοίας του. Καταρχάς με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε προκύπτει ότι δεν αποκόπηκε κανένα ποσό από το ταμείο προνοίας του Ενάγοντα. Με βάση το Τεκμήριο 5, το περιεχόμενο του οποίου δεν αμφισβητήθηκε και είναι αποδεκτό φαίνεται ότι μεταφέρθηκαν τα χρήματα (υπόλοιπο ποσό δανείου) από τον τρεχούμενο λογαριασμό του στο λογαριασμό δανείου του και δη από το λογαριασμό που είχε πιστωθεί με το ποσό αποζημίωσης που έλαβε με την αποχώρηση του. Ο ίδιος αποδέχθηκε τον όρο 7 του Τεκμηρίου 1 και είχε κάθε υποχρέωση εφόσον αφυπηρέτησε πρόωρα όπως προχωρήσει στην εξόφληση του δανείου του. Η εξόφληση έγινε με τη μεταφορά των χρημάτων από τον ένα λογαριασμό στον άλλο. Από την άλλη πλευρά η Εναγόμενη είχε το δικαίωμα εφόσον τήρησε τις υποχρεώσεις με βάση τη συμφωνία του Τεκμηρίου 2 καταβάλλοντας την αποζημίωση που συμφωνήθηκε όπως λάβει το υπόλοιπο ποσό του δανείου του Ενάγοντα ως ήταν τότε για να εξοφληθεί. Ο όρος 7 δε διευκρινίζει τρόπο εξόφλησης και ήταν εις γνώση του Ενάγοντα ότι έπρεπε να εξοφληθεί το υπόλοιπο ποσό δανείου κατά το χρόνο της αποχώρησης του οποτεδήποτε χρονικά ήταν αυτό. Συνεπώς δε διαπιστώνω οτιδήποτε μεμπτό στην ενέργεια της Εναγόμενης. Υπενθυμίζω ότι η συμφωνία του Τεκμηρίου 2 ως έχει διαφανεί καταρτίστηκε με την ελεύθερη συναίνεση των μερών. Επιπλέον με ελεύθερη συναίνεση καταρτίστηκε και η συμφωνία του Τεκμηρίου 1 για την παροχή του δανείου. Ορθά λοιπόν η Εναγόμενη μετά την καταβολή του ποσού αποζημίωσης στον Ενάγοντα προχώρησε στην αποκοπή του ποσού από τον τρεχούμενο λογαριασμό του ώστε να εξοφληθεί το δάνειο του. Εν πάση περίπτωση δε διαπιστώνω να προκλήθηκε οποιαδήποτε ζημιά στον Ενάγοντα.

 

Τέλος υπήρξε παράπονο του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη όφειλε αντί να αποκόψει το ποσό των €4,000 να προχωρήσει στην εκποίηση των ενεχυριασμένων μετοχών, θέση που δε βρίσκει έρεισμα και απορρίπτεται για τους λόγους που εξηγώ αμέσως πιο κάτω. Πέραν του ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας ανάφερε ότι οι εν λόγω μετοχές είχαν εξαλειφθεί μετά τα γεγονότα του Μαρτίου 2013 που είχαν σαν αποτέλεσμα το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας δεν προκύπτει από πουθενά η υποχρέωση της Εναγόμενης να προχωρούσε σ’ αυτή την ενέργεια. Είχε δικαίωμα να το πράξει  όχι όμως υποχρέωση όπως είχε δικαίωμα και ο ίδιος ο Ενάγοντας να πωλούσε τις μετοχές του για να εξοφλούσε το χρέος του εάν θεωρούσε ότι η αξία των μετοχών μπορούσε να εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό.[6] Όσον αφορά το κατά πόσο οι μετοχές που αγόρασε το 2011 με το δάνειο στη Λαϊκή Τράπεζα απώλεσαν την αξία τους αφορά ισχυρισμό όμως που παρέμεινε μετέωρος και δε θα ληφθεί υπόψη. Δεν έχει επίσης αποδειχθεί η θέση ότι οι μετοχές εξαλείφθηκαν ή απώλεσαν την αξία τους λόγω υπαιτιότητας της Λαϊκής Τράπεζας. Είναι ορθό να αναφερθεί ότι δεν μπορεί να αντλήσει το Δικαστήριο δικαστική γνώση ως προς το λόγο που δυνατόν να εξαλείφθηκε η αξία των μετοχών της Λαϊκής Τράπεζας.

 

Για σκοπούς πληρότητας προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό που προωθήθηκε εκ μέρους της Εναγόμενης και δη ότι ο Ενάγοντας λόγω δηλώσεων του σε έγγραφο κωλύεται από του να προωθεί την παρούσα και να υποβάλει απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης. Υπενθυμίζω αρχικά ότι είναι παραδεκτή η υπογραφή της συμφωνίας για εθελούσια αποχώρηση του από την υπηρεσία της Εναγόμενης ως το Τεκμήριο 2.  Αμφισβητήθηκε μόνο η εγκυρότητα της. Δεν έχει όμως αποδειχθεί ότι η συμφωνία είναι ακυρώσιμη. Συνεπώς η συμφωνία είναι έγκυρη και δεσμευτική μεταξύ των μερών. Ως προκύπτει και δη μέσω του όρου 3 της εν λόγω συμφωνίας ο Ενάγοντας συμφώνησε μετά από δική του επιθυμία όπως αποχωρήσει από την υπηρεσία της Εναγόμενης πριν από την κανονική ημερομηνίας αφυπηρέτησης με τη συμφωνία να καταβληθεί σ’ αυτόν αποζημίωση. Με την καταβολή του ποσού που συμφωνήθηκε ως αποζημίωση η Εναγόμενη απαλλάχθηκε με βάση των όρων της συμφωνίας οριστικά τελεσίδικα και αμετάκλητα από κάθε απαίτηση ή διεκδίκηση του του Ενάγοντα, άμεση, έμμεση, παρούσα, παρελθούσα ή μελλοντική.

 

Ως αναφέρεται στην απόφαση Γεώργιος Διόνας v Kυπριακές Αερογραμμές κ.α.[7]  «το κώλυμα εκ δηλώσεως είναι κανόνας απόδειξης ο οποίος θεμελιώνεται με βάση την αρχή ότι σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει.» Στην προκείμενη περίπτωση το λεκτικό της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 ήταν σαφές και ξεκάθαρο και αναφέρει ότι ο Ενάγοντας απαλλάσσει την Εναγόμενη από οποιαδήποτε απαίτηση του άμεση ή έμμεση παρελθούσα ή μελλοντική.[8] Τα όσα διαλαμβάνονται στο έγγραφο της συμφωνίας του Τεκμηρίου 2 δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ενάγοντας απεμπόλησε το δικαίωμα να απαιτήσει οτιδήποτε από την Εναγόμενη είτε αυτό είναι άμεσο ή έμμεσο με τους όρους της συμφωνίας. Εν προκειμένω πέραν της ακύρωσης της συμφωνίας η οποία κρίθηκε εν πάση περίπτωση ότι συνάφθηκε με ελεύθερη βούληση ζητούνται και παρεμφερείς θεραπείες έμμεσα σχετιζόμενες με αυτή. Έτσι ο Ενάγοντας κωλυόταν να προωθήσει την παρούσα διαδικασία, αφού είχε απεμπολήσει ή έχει παραιτηθεί οποιουδήποτε δικαιώματος σε προώθησή απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης. Όπως τονίστηκε στην απόφαση Διόνα ανωτέρω «όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του». Κατ’ επέκταση θα μπορούσε να λεχθεί με αναφορά και στο περιεχόμενο της συμφωνίας του Τεκμηρίου 1 (συμφωνία δανείου) ότι ο Ενάγοντας έχει την ευθύνη της υπογραφής του εφόσον αποδέχθηκε ότι με την αποχώρηση του αποδέχεται την πλήρη εξόφληση του υπολοίπου του δανείου του. Θα αποτελούσε σαφώς κώλυμα ο αντίθετος ισχυρισμός.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω παρέλκει η περαιτέρω εξέταση των ζητημάτων που εγέρθηκαν μέσω της Υπεράσπισης. Η αγωγή δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη παρά την απόρριψη της.

 

Η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον του Ενάγοντα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.)  …………….………………
                      Μ-Α Στυλιανού, Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506

[2] Παπαλλής κ.α ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83

[3] (2004) 1 ΑΑΔ 961

 

[4] Π.Ε 317 /10, ημερ. 16/5/2016.

[5] Re Coomber, Coomber v. Coomber [1911] Ch. 723, 728, 729

 

[6] Μαρία Συρίμη v Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010)1 ΑΑΔ 1131.

[7] (2016) 1 ΑΑΔ 1235

[8] βλ. επίσης  Χατζηστυλλή v. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 989


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο