ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αίτηση Εταιρείας: 632/21

Αναφορικά με την Solorita Holdings Limited

και

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113

Αίτηση της Εταιρείας ημερομηνίας 28.9.23 για παραμερισμό της Αίτησης Εκκαθάρισης

Ημερομηνία:                                                                                            27η Ιουνίου, 2024

Για την Εταιρεία – αίτητρια στην πιο πάνω Αίτηση:                       κα. Καραβιώτου

Για την Αιτήτρια – καθ’ ης η αίτηση στην πιο πάνω Αίτηση:              κα Τοφαλή

Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο)

Για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια στην κυρίως Αίτηση Εκκαθάρισης θ’ αναφέρεται ως η «Αίτητρια» και η Εταιρεία (και αιτήτρια στην παρούσα ενδιάμεση αίτηση) θ’ αναφέρεται ως η «Εταιρεία».

Αυτή είναι η δεύτερη κατά σειρά αίτηση παραμερισμού, αναστολής και απόρριψης της Αίτησης Εκκαθάρισης που καταχωρείται από την Εταιρεία. Η πρώτη απορρίφθηκε με ενδιάμεση Απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, στις 21.4.23. Μετά την ενδιάμεση Απόφαση όμως, η Αιτήτρια καταχώρισε εναντίον της Εταιρείας την Αγωγή 1961/23 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Κατά την Εταιρεία, από τη στιγμή που η εδώ Αιτήτρια καταχώρησε Αγωγή εναντίον της, η κατ’ ισχυρισμό οφειλή δεν μπορεί να είναι εκκαθαρισμένη, αλλά και η Αίτηση είναι πλέον καταχρηστική. Με την παρούσα Αίτηση, εκτός από την απόρριψη, παραμερισμό ή και αναστολή της Αίτησης Εκκαθάρισης, η Εταιρεία αιτείται και διατάγματος για ν’ αποτρέψει την Αιτήτρια από το να προωθεί, δημοσιεύσει, κοινοποιήσει ή και επιδώσει την Αίτηση Εκκαθάρισης ή άλλο όμοιο διάβημα χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου.

Η παρούσα Αίτηση βασίστηκε στα άρθρα 202 - 204, 209, 211(ε) και (στ) και 213 - 215 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και στον Κανονισμό 3 των περί Εταιρειών Κανονισμών, αλλά και στις Διαταγές 27.3, 48.1 - 48.4 και 48.9 (ο) καθώς και στα άρθρα 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60).

Στηρίχθηκε με ένορκη δήλωση δικηγόρου του γραφείου που εκπροσωπεί την Εταιρεία. Έλαβα τη δήλωση υπόψη μου ολόκληρη και τη συνοψίζω ως ακολούθως: Αυτή είναι η δεύτερη αίτηση παραμερισμού της Αίτησης Εκκαθάρισης που καταχωρείται στην παρούσα διαδικασία. Η πρώτη απορρίφθηκε με Απόφαση του Δικαστηρίου, υπό άλλη σύνθεση, στις 21.4.23. Η ομνύουσα προβαίνει σε σύντομη αναδρομή του τι είχε προηγηθεί για να καταλήξει ότι στην ένσταση που η Αιτήτρια καταχώρισε στην προηγούμενη αίτηση παραμερισμού αναφέρθηκε ότι βάσει συμφωνιών που υπογράφηκαν μετά την καταχώριση της Αίτησης Εκκαθάρισης, η Εταιρεία κατέβαλε στην Αιτήτρια το ποσό των $4,589,325.06. Ως προς το ιστορικό αναφέρει ότι τις υποχρεώσεις δε της Εταιρείας εγγυήθηκε κάποια εταιρεία Ratado Holding Limited (η «Ratado»), εναντίον της οποίας εκκρεμούσε επίσης Αίτηση Εκκαθάρισης η οποία απορρίφθηκε τον Ιούνιο του 2023. Έκτοτε, αναφέρει η ομνύουσα, έχουν προκύψει νέα δεδομένα. Η Αιτήτρια, τον Αύγουστο του 2023 καταχώρισε την Αγωγή 1961/23 εναντίον της Εταιρείας και της Ratado και σχετική αίτηση για να εξασφαλίσει απαγορευτικά διατάγματα (η «Αγωγή 1961/23»). Επαναλαμβάνεται επίσης το ιστορικό το οποίο φαίνεται να τέθηκε και στην πρώτη αίτηση παραμερισμού δηλαδή: Αναφέρεται ότι Αιτήτρια και Εταιρεία συμφώνησαν όπως η πρώτη παραχωρήσει πιστωτικές διευκολύνσεις στη δεύτερη, υπό συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής σε δύο δόσεις, μέρος των οποίων θα τοκιζόταν με συγκεκριμένο τρόπο. Η πρώτη δόση θα ήταν πληρωτέα μέχρι 20.1.20 και η δεύτερη μέχρι 30.1.20. Τα μέρη τροποποίησαν μεταγενέστερα τη συμφωνία τους και συμφώνησαν όπως το υπόλοιπο οφειλόμενο εξοφληθεί μέχρι 30.7.21 και σε περίπτωση μη εξόφλησης, η τροποποιητική συμφωνία θα θεωρείτο άκυρη. Η Ratado είχε εγγυηθεί τις υποχρεώσεις της Εταιρείας έναντι της Αιτήτριας. Στις 16.9.20 η Αιήτρια απαίτησε από την Εταιρεία την εξόφληση της πρώτης εκταμιευθείσας δόσης των πιστωτικών διευκολύνσεων, χωρίς να τερματίσει τη συμφωνία. Απαίτησε έπειτα και από την Ratado στη βάση της σύμβασης εγγύησης. Δεν προέβη σε εκταμίευση όμως της δεύτερης δόσης δανείου και στις 27.11.20 απέστειλε τόσο στην Εταιρεία όσο και στη Ratado απαίτηση πληρωμής στη βάση του άρθρου 212(α) του Κεφ. 113 για $8.292.906,16. Στις 3.12.20 η Εταιρεία κατέβαλε στην Αιτήτρια το ποσό των €3.320.000. Στις 23.3.21 η Αιτήτρια απαίτησε εκ νέου από το Ratado εξόφληση των υποχρεώσεων της Εταιρείας και στις 2.4.21 καταχώρισαν εναντίον της την αίτηση εκκαθάρισης με αριθμό 209/21. Κατόπιν πιέσεων, ως χαρακτηριστικά αναφέρει η ομνύουσα, στις 22.7.21 η Εταιρεία υπέγραψε άλλη τροποποιητική συμφωνία στη βάση της οποίας η ημερομηνία εξόφλησης του χρέους μετατέθηκε για τις 30.7.21 και καταβλήθηκε προηγουμένως και ποσό €402,750 και στις 6.7.21 η αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της Ratado αποσύρθηκε με επιφύλαξη. Στις 2.8.21 η Αιτήτρια επανήλθε με ειδοποίηση απαίτησης στη βάση του Άρθρου 212(α) του Κεφ. 113 προς την Εταιρεία και τη Ratado, για το ποσό των €4.808.915,50 και έπειτα καταχώρισε την παρούσα Αίτηση Εκκαθάρισης καθώς και αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της Ratado, καταχρηστικά και πρόωρα. Στις 22.12.21 και 31.12.21 αντίστοιχα υπεγράφησαν κι’ άλλες 2 τροποποιητικές συμφωνίες μεταξύ της Αιτήτριας και της Εταιρείας η δεύτερη εκ των οποίων περιείχε καταχρηστικούς και τιμωρητικούς όρους, οι οποίοι πρέπει ν’ ακυρωθούν. Παρά ταύτα η Εταιρεία κατέβαλε στις 31.1.21 προς την Αιτήτρια το ποσό των $4.589.325,06 όμως αυτό δεν μετατράπηκε σε ευρώ λόγω του ότι το χρέος άλλης εταιρείας, το οποίο στη βάση των προαναφερθέντων συμφωνιών, συμπεριλήφθηκε στις υποχρεώσεις της Εταιρείας προς την Αιτήτρια, δεν είχε πληρωθεί. Το αποτέλεσμα ήταν, κατά την Αιτήτρια, να παραμείνει υπόλοιπο €910,507.90 και γι’ αυτό το λόγο καταχώρισε και την Αγωγή 1961/23.

Η ομνύουσα θεωρεί ότι η Αιτήτρια παραβίασε τη συμφωνία δανείου με την Εταιρεία. Η παρούσα διαδικασία εκκαθάρισης δεν αποτελεί διαδικασία επίλυσης διαφορών. Φαίνεται το ίδιο να θεωρεί και η Αιτήτρια, η οποία καταχώρισε την Αγωγή 1961/23, η οποία καταχωρίστηκε καταχρηστικά (βλ. παρ. 52 της ένορκης δήλωσης). Παράλληλα η απαίτηση της Αιτήτριας δεν είναι εκκαθαρισμένη, ενώ η Εταιρεία κατέβαλε και το ποσό των $4.589.325,06 με σκοπό την πλήρη εξόφληση της οφειλής (βλ. παρ. 52 της ένορκης δήλωσης). Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει πολλαπλότητα διαδικασιών η οποία κινήθηκε κακόπιστα προς επίτευξη αλλότριων σκοπών και αποτελεί κατάχρηση. Στην Αγωγή 1961/23 δεν καθορίζεται συγκεκριμένο ποσό, αλλά ζητήθηκε ενδιάμεσο διάταγμα για παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων της Εταιρείας σε άλλο ποσό από το κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο και ενώ ισχυρίζεται στην παρούσα διαδικασία ότι πρόκειται περί εκκαθαρισμένου ποσού, στην Αγωγή 1961/23 αφήνει το ποσό να καθοριστεί από το Δικαστήριο. Η ομνύουσα έπειτα επιχειρηματολογεί αναφορικά με την καταλληλότητα της κρίσιμης διαδικασίας εκκαθάρισης εν όψει των ισχυρισμών της περί μη εκκαθαρισμένης οφειλής, παράβασης συμφωνιών, φερεγγυότητας της Εταιρείας, κατάχρησης της διαδικασίας από πλευράς Αιτήτριας και ύπαρξης καλής υπεράσπισης της Εταιρείας στις αξιώσεις της Αιτητρίας.

Η Αιτήτρια πρόβαλε ένσταση, η κύρια νομική βάση της οποίας δεν διαφέρει ουσιωδώς από της ίδιας της παρούσας Αίτησης. Έγειρε μέσω της 6 λόγους για τους οποίους η Αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί, οι οποίοι αφορούν τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά ζητήματα. Εκτός του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και της Νομολογίας για την έγκριση της Αίτησης, η Αιτήτρια ισχυρίζεται με τη σειρά της ότι είναι η Αίτηση που είναι καταχρηστική, ότι υπάρχει παραδοχή της οφειλής της Εταιρείας, ότι με την Αίτηση παραμερισμού η Εταιρεία προσπαθεί πρόωρα να επιλύσει τα θέματα της Αίτησης Εκκαθάρισης και ότι τα ίδια ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα Αίτηση έτυχαν εξέτασης από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της πρώτης Αίτησης παραμερισμού και απορρίφθηκαν στις 21.4.23 με ενδιάμεση Απόφαση.

Πραγματικό έδαφος για υποστήριξη της Ένστασης παρέχεται με ένορκη δήλωση δικηγόρου στο γραφείο που εκπροσωπεί την Αιτήτρια. Συνοπτικά η ομνύουσα αναφέρει ότι με την Αίτηση της Εταιρείας προβάλλονται οι ίδιοι λόγοι για παραμερισμό που προβλήθηκαν στην πρώτη αίτηση παραμερισμού με μόνη προσθήκη το ότι η Αιτήτρια καταχώρισε την Αγωγή 1961/23 για το ίδιο χρέος. Κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο εξέδωσε Απόφαση απορρίπτοντας την πρώτη αίτηση παραμερισμού. Εξηγεί έπειτα ότι η Αιτήτρια καταχώρισε την Αγωγή 1961/23 προκειμένου η Εταιρεία να μην αμφισβητεί πλέον το χρέος της προς αυτή. Ως προς το σκοπό της Αίτησης παραμερισμού, η ομνύουσα διατείνεται ότι αυτός είναι ο εκτροχιασμός της Αίτησης Εκκαθάρισης, ούτε ώστε, σε περίπτωση επιτυχίας της, να άνοιγε ο δρόμος στην Εταιρεία για ν’ αποξενώσει περιουσιακά στοιχεία. Όμως, η Αιτήτρια έχει ήδη αποδείξει ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση και η ιδιότητά της ως πιστωτή είναι ξεκάθαρή από την προηγούμενη ενδιάμεση Απόφαση του Δικαστηρίου. Ως ιστορικό της υπόθεσης, όπως η ενιστάμενη πλευρά το παρουσιάζει, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια κατέστη πιστωτής της Εταιρείας για ποσό €4.808.915,50 κατόπιν συμφωνίας δανείου και τροποποιητικών συμφωνιών. Γίνεται αναφορά στις διάφορες συμφωνίες που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων και τρίτων μερών όπως τη Ratado, καθώς και στην πληρωμή που έγινε ύψους €3.320.000 το οποίο όμως δεν ήταν αρκετό για να καλύψει ολόκληρο τ’ οφειλόμενο και τους τόκους και οδήγησε στην καταχώριση άλλης αίτησης εκκαθάρισης εναντίον της εταιρείας, η οποία, αποσύρθηκε με τη σειρά της λόγω του ότι οι διάδικοι συνήψαν άλλη μια τροποποιητική συμφωνία ρυθμίζοντας τοιουτοτρόπως τις μεταξύ τους εκκρεμότητες. Επειδή, πάντα κατά την ομνύουσα, η Εταιρεία δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις τις σύμφωνα και με την μέχρι τότε τελευταία τροποποιητική συμφωνία, απέστειλε τη σχετική ειδοποίηση που προβλέπεται στο Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113 και αφού ο χρόνος των 3 εβδομάδων που δόθηκε πέρασε χωρίς ανταπόκριση από την Εταιρεία, καταχώρισε την υπό τον άνω αριθμό Αίτηση Εκκαθάρισης.

Μετά την καταχώριση της Αίτησης Εκκαθάρισης η Αιτήτρια φρόντισε να ενημερώσει τρίτους αναφορικά με το γεγονός, και στις 30.11.21 η Εταιρεία απέστειλε επιστολή αποδεχόμενη το χρέος και προτείνοντας σχέδιο αποπληρωμής. Το σχέδιο τούτο εν τέλει δεν αποτέλεσε βάση για συμφωνία, αλλά μετέπειτα πρόταση για σύναψη άλλης συμφωνίας έγινε κοινώς δεχτή και έτσι υπεγράφη άλλη μια τροποιητική συμφωνία στις 12.1.22, η οποία έμελλε όμως να τροποποιηθεί εκ νέου στις 29.12.22. Με την τελευταία τούτη τροποποίηση, τα μέρη έθεσαν νέους όρους αποπληρωμής, οι οποίοι τιμήθηκαν, όμως και πάλι μερικώς, καθιστώντας έτσι τις συμφωνίες άκυρες εξ υπαρχής. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, εκκρεμεί ακόμα οφειλόμενο υπόλοιπο από την Εταιρεία προς την Αιτήτρια, το οποίο, τουλάχιστον κατά το χρόνο καταχώρισης της ένορκης δήλωσης που στήριξε την Ένσταση, ανερχόταν στο €1.018.574,81. Λόγω του ότι οι λοιποί ισχυρισμοί έχουν ήδη εξεταστεί από το Δικαστήριο στην πρώτη αίτηση παραμερισμού, η ομνύουσα προχωρεί να σχολιάσει τον ισχυρισμό της Εταιρείας ότι η καταχώριση της Αγωγής 1961/23 αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας. Ο λόγος που η Αιτήτρια καταχώρισε την Αγωγή 1961/23 είναι προκειμένου ν’ αφαιρέσει τη δυνατότητα της Εταιρείας ν’ αμφισβητεί το χρέος της προς την Αιτήτρια (βλ. παράγραφος 21 της ένορκης δήλωσης). Ακολουθεί επιχειρηματολογία από την ομνύουσα, κατά την οποία θίγεται το ότι, ούσα πιστωτής, η Αιτήτρια δικαιούται να κινήσει οποιαδήποτε διαδικασία εναντίον της Εταιρείας προκειμένου να διασφαλίσει τα συμφέροντά της, το ότι σκοπός της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν είναι ο εξαναγκασμός χρεώστη να εξοφλήσει, αλλά η προστασία της περιουσίας του πιστωτή, το ότι δεν υπάρχει καλή βάση αμφισβήτησης του χρέους από πλευράς Εταιρείας, το ότι έχει προσκομιστεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι η Εταιρεία είναι αφερέγγυα και ότι η Αίτηση Εκκαθάρισης δεν είναι καταχρηστική καθότι εξακολουθεί, κατά παραδοχή, να οφείλεται ποσό.

Οι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρισαν μακροσκελείς γραπτές αγορεύσεις καταλαμβάνουσες αντιστοίχως 41 σελίδες για την Εταιρεία και 28 σελίδες για την Αιτήτρια.

Η πλευρά της Εταιρείας, αφού επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της Αίτησης και της Ένστασης, παραπέμπει σε απόφαση άλλου Δικαστηρίου αναφορικά με τον παραμερισμό της αίτησης εκκαθάρισης εναντίον της Ratado και έπειτα εισηγείται ότι η καταχώριση της Αγωγής αποτελεί έμμεση παραδοχή εκ μέρους της Αιτήτριας της αμφισβήτησης χρέους. Εισηγείται δε ότι η πλευρά της Εταιρείας έχει αποσείσει το βάρος και έχει καταδείξει ότι γνήσια και εύλογα αμφισβητεί το χρέος ενώ η Αίτησης Εκκαθάρισης αποτελεί μόνο μοχλό πίεσης. Η δε Εταιρεία, χρησιμοποιεί πολλαπλά μέσα για την επίτευξη ιδίου σκοπού. Τόσο στη βάση της Διαταγής 27 θεσμού 3 όσο και βάσει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου, εισηγείται η Εταιρεία, η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για παραμερισμό. Η κρίσιμη Αίτηση παραμερισμού έγινε πριν την καταχώριση Ένστασης στην Αίτηση Εκκαθάρισης και η οφειλή είναι αμφισβητούμενη και θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδιότητα της Αιτήτριας ως πιστωτή της Εταιρείας. Εν προκειμένω, συνεχίζει η πλευρά της Εταιρείας, ενυπάρχει ένα γνήσιο θέμα προς συζήτηση, όπως φαίνεται από την καταχώρηση της Αγωγής 1961/23. Επιπρόσθετα, προβάλλεται ισχυρισμός ότι η καταχώριση της Αίτησης αποτελεί καταπιεστική συμπεριφορά και γίνεται χρήση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ως μέσο είσπραξης του χρέους, κακόπιστα και καταχρηστικά. Επειδή, πάντα κατά την πλευρά της Εταιρείας, δεν έχει εκδοθεί δικαστική Απόφαση υπέρ της Αιτήτριας και η ισχυριζόμενη οφειλή εδράζεται επί μη εκκαθαρισμένης και αμφισβητούμενης οφειλής, η Αιτήτρια δεν ανήκει στην κατηγορία προσώπων που δικαιούνται να αιτηθούν την εκκαθάριση της Εταιρείας. Η αγόρευση έπειτα επιστρέφει στο ζήτημα της καταχώρισης της Αγωγής 1961/23 με την εισήγηση να παραμένει ότι με αυτή έχει υπάρξει έμμεση παραδοχή της αμφισβήτησης του χρέους, αλλά και ότι αυτή αποτελεί πολλαπλότητα διαδικασιών, αναγόμενη σε κατάχρηση, η οποία βρίσκεται εντός της εμβέλειας της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου για να την περιστείλει.   

Εξ αντιθέτου οι δικηγόροι της Αιτήτριας με τη δική τους αγόρευση προτάσσουν ότι η μόνη προσθήκη στην κρίσιμη Αίτηση Παραμερισμού εν συγκρίσει προς την ήδη απορριφθείσα πρώτη αίτηση παραμερισμού ημερομηνίας 3.5.22, είναι η καταχώριση της Αγωγής 1961/23. Έπειτα παρουσιάζεται επιχειρηματολογία σχετικά με την ιδιότητα της Αιτήτριας ως πιστωτή, αλλά και η Νομολογιακή ερμηνεία της Διαταγής 27 θεσμός 3, στην οποία δεικνύεται ότι το μέτρο διαγραφής ασκείται από το Δικαστήριο με φειδώ και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κι όπου το δικόγραφο αποτελεί κατάχρηση ή όπου στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος και υπόστασης. Τυχόν έγκρισης της Αίτησης Παραμερισμού, εισηγείται η ενιστάμενη πλευρά, θα πλήξει τα Συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα της Αιτήτριας. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι η επιλογή της Αιτήτριας να καταχωρίσει την Αγωγή 1961/23 και να προωθεί και την Αίτηση Εκκαθάρισης άπτεται των εσωτερικών ελατηρίων της και δεν ελέγχεται μια και δεν αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αλλά και δεν επιδιώκεται με τις διαδικασίες ο ίδιος σκοπός. Η Αγωγή 1961/23 αφορά και την Εταιρεία και τη Ratado και στο πλαίσιό της εξασφαλίστηκαν ενδιάμεσες θεραπείες. Η δε οφειλή τόσο της Εταιρείας όσο και της Ratado προκύπτει από μια απλή συμφωνία, είναι εκκαθαρισμένη και δεν χωρεί οποιαδήποτε αμφισβήτησή της. Αντίθετα η έκδοση απόφασης στην Αγωγή 1961/23 θα ρίξει περισσότερο φως στην παρούσα υπόθεση, αφού θα καταδειχθεί ότι δεν θα μπορεί πλέον να προβάλλεται το επιχείρημα από πλευράς Εταιρείας ότι αμφισβητείται το χρέος. Πέραν των πιο πάνω προωθείται επίσης ισχυρισμός περί δεδικασμένου επί του επίμαχου σημείου της Αίτησης Παραμερισμού, το οποίο δημιουργήθηκε και δεσμεύει το Δικαστήριο από την ενδιάμεση Απόφαση στην πρώτη αίτηση παραμερισμού, αλλά και η αρχή ότι ένα Δικαστήριο δεν μπορεί να λειτουργεί ως εφετείου του εαυτού του. Ακόμα ένα σημείο που θίγεται αφορά κατ’ ισχυρισμό καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας Αίτησης Παραμερισμού η οποία έρχεται πάνω από 2 χρόνια μετά την καταχώριση της Αίτησης Εκκαθάρισης και θα πρέπει να θεωρηθεί συνεπώς ως απαράδεκτη. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι η Εταιρεία δεν ζήτησε όπως παραμεριστεί η διαδικασία της θέσμιας απαίτησης και συνεπώς η Αιτήτρια θα δύναται να επανέλθει με νέα Αίτηση Εκκαθάρισης, καθιστώντας τη παρούσα διαδικασία άνευ πραγματικού αποτελέσματος. Καταληκτικά, αλλά και επί της ουσίας, είναι θέση της Αιτήτριας ότι έχει καταδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι είναι πιστωτής της Εταιρείας αλλά και ότι η Εταιρεία δεν κατέδειξε καλόπιστη αμφισβήτηση του χρέους και κατά συνέπεια η Αίτηση θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

Σχετικά με τη νομική πτυχή των εδώ κρίσιμων ζητημάτων η Αίτηση ερείδεται κυρίως επί της Διαταγής 27 θεσμός 3 των παλαιών, πλέον, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως προς την εφαρμογή της εν λόγω δικονομικής πρόνοιας, στις σελίδες 574, 575 και 576 της Ετήσιας Πρακτικής του 1958, σε σχέση με την αντίστοιχη της παλαιότερη Αγγλική Διαταγή 25, θεσμός 4, αναφέρονται αντίστοιχα τα ακόλουθα χρήσιμα:

«It is only in plain and obvious cases that recourse should be had to the summary process under this Rule (Mayor, etc. of the City of London v. Horner (1914), 111 L.T. 512 C. A.) If there is a point of law which requires serious discussion, an objection should be taken on the pleadings, and the point set down for argument under r. 2 […] The powers conferred by r. 4 will only be exercised where the case is beyond doubt. […] A pleading will not be struck out under this Rule “unless it is not only demurrable but something worse than demurrable”, i.e. such that no legitimate amendment ca save it from being demurrable.»

Και σχετικά με το καλό αγώγιμο δικαίωμα:

«[] every cause of action is a reasonable one' (per Chitty, J., Rep. of Peru v. Peruvian Guano Co., 35 Ch. D. p. 495).  But the practice is clear.  So long as the Statement of Claim or the particulars (Davey v. Bentinck [1893] 1 Q.B. 185) disclose some cause of action, or raise some question fit to be decided by a Judge or a jury, the mere fact that the case is weak, and not likely to succeed, is no ground for striking it out (Moore v. Lawson, 31 T.L. R. 418)»

Αλλά και σχετικά με το κατά πόσο ένα δικόγραφο είναι επιπόλαιο ή ενοχλητικό:

«[…] The pleading must be so clearly frivolous that to put if forward would be an abuse of process of the Court.»

Στην παράγραφο 3-056 του συγγράμματος McPhersons Law of Company Liquidation, 4η έκδοση, αναφέρεται:

«The test for determining whether a Court will accede to an application to restrain the presentation is set out in Coulson Sanderson & Ward Ltd v Ward:

“[T]he Court should not on an interlocutory motion restrain what would otherwise be the legitimate presentation of a winding-up petition by someone qualified to present it, unless the company established on the evidence a prima facie case for holding that the petition would constitute an abuse of process”»

και στη συνέχεια στην παράγραφο 3-058:

«The default position is that the giving of notice of a petition should occur and the court’s jurisdiction to grant an injunction or to dismiss the petition should be exercised with great circumspection and with regard to the justice of the case on each side».

Στη δε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση In re Pelmako Development Ltd. (1991) 1 Α.Α.Δ. 246, αναφέρεται χαρακτηριστικά, τόσο ως προς τις προϋποθέσεις εφαρμογής της Διαταγής, όσο και ως προς την επίκληση της συμφυούς εξουσίας του Δικαστηρίου σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι:

«η διαγραφή αίτησης για διάλυση, όπως και κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος. Υποδεικνύεται επίσης στην πρωτόδικη απόφαση ότι το δικόγραφο του οποίου επιδιώκεται η διαγραφή, αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του περιεχομένου του, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία η οποία το υποστηρίζει. (Βλ. Buttes Gas & Oil Co. v. Hammer [1975] 2 W.L.R., 425). Σημειώνεται επίσης ότι η επίκληση της συμφυούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για τη διαγραφή δικογράφου, ασκείται με εξαιρετική φειδώ και μόνο εφόσο διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου· δηλαδή, χρήση των μέσων του δικαίου για αλλότριους σκοπούς. Αναλύεται επίσης η έννοια του όρου "frivolous and vexatious" (Βλ. Bullen & Leake and Jacob's, Precedents of Pleadings, 12th ed., p. 145). (κακόβουλου και ενοχλητικού δικονομικού μέτρου), για να διαπιστωθεί αν το Υπόμνημα για διάλυση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως υπάρχει ισχυρισμός».

            Ενώ στην απόφαση του στην υπόθεση Βιομηχανία Χαρίλαος Αλωνεύτης Λτδ. κ.α. ν Alpha Bank Ltd. πρώην Lombard Natwest Bank (2003) 1 Α.Α.Δ. 990, το Ανώτατο Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας τη πρωτόδικη κρίση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα για διαγραφή δικογράφου, επανέλαβε την αναφορά του πρωτόδικου δικαστή σε νομολογία, μεταξύ άλλων και στην υπόθεση Χατζηκυριάκος ν. Κυθρεώτη (1992) 1 Α.Α.Δ. 1119, στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Η απόφανση για ανυπαρξία εύλογης αιτίας αγωγής οδηγεί αναπόδραστα στον οριστικό τερματισμό της διαδικασίας. Δικαιολογείται αυτός ο τερματισμός μόνο όταν το δικόγραφο, στην περίπτωση αυτή, το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο. (Βλ. In Re Pelmaco Development Ltd, (1991) 1 Α.Α.Δ. 246. Εντοπισμός κάποιας αιτίας αγωγής ή έστω κάποιου ζητήματος κατάλληλου για εκδίκαση από το Δικαστήριο, επιβάλλει τη διατήρηση της διαδικασίας στη ζωή όσο και αν η προοπτική επιτυχίας εμφανίζεται απομακρυσμένη. Βλ. Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as executor of the will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176, Michael Papamichael v. Clitos Chaholiades (1970) 1 CLR 305.»

Χρήσιμο κρίνω και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Πολιτικές Εφέσεις 195/2012 και 196/2012, Ο.Μ. Investments & Finance Limited v. Lapwing Limited, ημερομηνίας 17.10.2018, το οποίο παραθέτω αυτούσιο:

«Κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφων συνιστά, από τη φύση του και λόγω των επιπτώσεων που ενέχει εξαιρετικό μέτρο. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, απόφαση προς διαγραφή δικαιολογείται μόνο όταν χωρίς καμία αμφισβήτηση το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος. Στην πορεία εξέτασης αιτήματος για διαγραφή το υπό κρίση δικόγραφο αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του περιεχομένου του και ανεξάρτητα από τη μαρτυρία που το υποστηρίζει (In Re Pelmaco Development Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246). Εξετάσαμε την ενώπιόν μας περίπτωση έχοντας πάντα κατά νουν ότι η εγκυρότητα αίτησης για διάλυση εξετάζεται αποκλειστικά με βάση το περιεχόμενό της και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται τεκμηρίωση των ισχυρισμών που προβάλλονται σε αυτή. Εχουμε διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα, εξομοίωσε κατ΄ ουσίαν, την εκδίκαση της αίτησης για διαγραφή με την εκδίκαση των αιτήσεων για διάλυση. Όπως έχουμε προαναφέρει, η διαγραφή δικογράφου συνιστά εξαιρετικό μέτρο και δικαιολογείται μόνο εάν αυτό κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. ΄Αλλως, η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση δικαιώματος του διαδίκου προς αναζήτηση θεραπείας από δικαστήριο στο οποίο δικαιούται να προσφύγει, δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 30.1 του Συντάγματος. Συναφώς, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, στο πρώιμο αυτό στάδιο, στην πράξη σε επιλογή εκδοχής μεταξύ των ισχυρισμών που προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, ζήτημα το οποίο ανάγεται στη σφαίρα της κυρίως εκδίκασης των αιτήσεων διάλυσης».

Επανέρχομαι στην κρίσιμη Αίτηση κι ευθύς αναφέρω ότι έχω μελετήσει προσεκτικά τις θέσεις των διαδίκων. Από το φάκελο του Δικαστηρίου πράγματι προκύπτει - και αντλώ σχετική πληροφόρηση - ότι το ζήτημα της καλόπιστης αμφισβήτησης χρέους ως λόγος επί του οποίου η Εταιρεία στηρίχθηκε για να καταχωρίσει την πρώτη αίτηση παραμερισμού, τέθηκε και αποφασίστηκε, στο βαθμό που τούτο απαιτείτο εντός του πλαισίου της εν λόγω αίτησης, από το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στην ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 21.4.23. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει περιθώριο εκ νέου εξέτασης του ίδιου σημείου εκτός υπό το πρίσμα του νέου γεγονότος το οποίο ακολούθησε χρονικά την ενδιάμεση Απόφαση, δηλαδή την καταχώριση της Αγωγής 1961/23.

            Υπενθυμίζω ότι, κατά τη δική της θέση, η Αιτήτρια καταχώρισε την Αγωγή 1921/23, για ν’ αποστερήσει το επιχείρημα της Εταιρείας ότι πρόκειται περί αμφισβητούμενου χρέους, επιχείρημα το οποίο ταυτόχρονα θεωρεί εντελώς αβάσιμο, κυρίως επειδή η οφειλή, κατά την Αιτήτρια πάντοτε είναι παραδεκτή. Το αποτέλεσμα των επιλογών της Αιτήτριας είναι ότι εκκρεμούν αφενός ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου Αίτηση Εκκαθάρισης και αφετέρου και ενώπιον ομόβαθμου Δικαστηρίου η Αγωγή της Αιτήτριας για το ίδιο χρέος εναντίον της ίδιας Εταιρείας της οποίας αιτείται την εκκαθάριση. Με τα πιο πάνω γεγονότα κατά νου, εναπόκειτο στην πλευρά της Εταιρείας να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό, ότι η Αίτηση Εκκαθάρισης θα πρέπει να παραμεριστεί υπό το φως της νομικής πτυχής. Όπως ήδη ανέφερα το επιχείρημα της Εταιρείας περί αμφισβητούμενης οφειλής ως λόγο για παραμερισμό της Αίτησης Εκκαθάρισης έτυχε εξέτασης και απόρριψης ήδη από το παρόν Δικαστήριο, υπό άλλη όμως σύνθεση. Συνεπώς, το ζητούμενο στην κρίσιμη περίπτωση είναι κατά πόσο η καταχώριση της Αγωγής από την Αιτήτρια έχει αφενός:

(α) διαφοροποιήσει τα δεδομένα της υπόθεσης ούτως ώστε να δύναται πλέον να επιτύχει το επιχείρημα ότι η Εταιρεία δικαιούται σε παραμερισμό της Αίτησης Εκκαθάρισης κατ’ επίκληση του ότι εύλογα αμφισβητεί την οφειλή που αποτέλεσε τη βάση για την καταχώρισή της σε βαθμό που η Αίτηση Εκκαθάρισης να θεωρείται απαράδεκτη εντός της εμβέλειας της Διαταγής 27 θεσμός 3  ή έχει αφετέρου

(β) καταστήσει την παρούσα Αίτηση Εκκαθάρισης καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου ούτως ώστε το Δικαστήριο να πρέπει καθηκόντως και κατ’ ενάσκηση της σύμφυτης εξουσίας του να την παραμερίσει.

Σε αυτό το σημείο αναφέρω ότι είναι εδώ που διαφοροποιείται η παρούσα υπό κρίση περίπτωση από τα γεγονότα στην πρωτόδικη Απόφαση στην υπόθεση Αίτηση Εταιρείας 321/13 Επί της αφορώσι την Εταιρεία ΕΤΕΧ LIMITED, στην οποία επιμελώς με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Εταιρείας. Πράγματι διαφαίνεται ότι και σε εκείνη την περίπτωση είχε καταχωριστεί Αγωγή από τον πιστωτή, πλην όμως το Δικαστήριο αποδέχθηκε στη βάση των ισχυρισμών των διαδίκων πέραν από την ύπαρξη της Αγωγής ότι υπήρχε βάσιμος λόγος γι’ αμφισβήτηση του χρέους και ότι η καλύτερη πορεία για τον πιστωτή ήταν η διάγνωση των δικαιωμάτων του στην εκκρεμούσα Αγωγή. Στην προκείμενη ενώπιον μου περίπτωση και λόγω ακριβώς της προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.4.23, η έγερση της Αγωγής 1961/23 θα πρέπει ν’ απομονωθεί ως γεγονός δυνάμενο να υποστηρίξει τουλάχιστον ένα εκ των σημείων (α) και (β) ανωτέρω.

Ως προς το σημείο (α), το απλό γεγονός της καταχώρισης της Αγωγής δεν φαίνεται να προσθέτει οτιδήποτε στο επιχείρημα της πλευράς της Εταιρείας ότι το χρέος εύλογα αμφισβητείται. Πρόκειται για την καταχώριση διαδικασίας από τον ίδιο, κατ’ ισχυρισμό, πιστωτή, ο οποίος προφανώς δεν θεωρεί ότι η απαίτησή του είναι αμφισβητούμενη, αλλά για τους λόγους που επεξήγησε, καταχώρισε και την Αγωγή. Πέραν δηλαδή του απλού γεγονότος της καταχώρισης, η Εταιρεία δεν προβάλλει εδώ οτιδήποτε επιπρόσθετο το οποίο να ενισχύει ή να διαφοροποιεί τη θέση που ήδη πρόβαλε στο πλαίσιο της πρώτης αίτησης παραμερισμού και αφορούσε την εύλογη αμφισβήτηση του χρέους. Από τη στιγμή που προβάλλεται ίδια επιχειρηματολογία με μόνη επιπρόσθετη επίρρωση την καταχώριση της Αγωγής αυτή καθ’ αυτή, δεν μπορώ να πω ότι η Εταιρεία ικανοποίησε στον απαιτούμενο βαθμό ότι η Αίτηση Εκκαθάρισης «στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος» ή ότι είναι «αναντίλεκτα ανυπόστατη», ούτως ώστε, εν όψει του νέου τούτου δεδομένου, να μπορώ να καταλήξω σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερομηνίας 21.4.23. Διευκρινίζεται ότι, παρά την εμπεριστατωμένη αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Εταιρείας, το μόνο που σχετικώς προωθείται ως επιχείρημα, χωρίς συγκεκριμένη παραπομπή σε αρχή δικαίου, είναι ότι η καταχώριση της Αγωγής αποτελεί έμμεση παραδοχή από πλευράς της Αιτήτριας ότι το χρέος είναι αμφισβητούμενο. Με κάθε σεβασμό όμως, κάτι τέτοιο δεν μπορεί ούτε λογικά, ούτε πραγματικά, αλλ’ ούτε νομικά να συναχθεί με αναφορά στις ενέργειες της Αιτήτριας. Μπορεί η Αιτήτρια να καταχώρισε την Αγωγή, αλλά η καταχώρισή της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με παραδοχή της ιδίας, έστω και έμμεση, περί της βασιμότητας της αμφισβήτησης του χρέους από την αντίπαλη πλευρά, δηλαδή την Εταιρεία. Κατά την ίδια την Αιτήτρια η πεποίθησή της περί της μη ύπαρξης εύλογης αμφισβήτησης όχι μόνο δεν κλονίστηκε, αλλά αποτέλεσε και τη βάση καταχώρηση της Αγωγής 1961/23. Καθοδήγηση αναφορικά με την πιο πάνω κατάληξή μου αντλώ και από το σύγγραμμα Applications to Wind Up Companies, 4η έκδοση, όπου στην παράγραφο 7.636, υπό τον υπότιτλο «Relevance of other proceedings concerning the petitioners debt» αναφέρονται τα εξής:

«It is for the Court that is hearing a creditor’s winding-up petition to decide whether the ground for disputing the petitioner’s debt is substantial enough to justify dismissing the petition: the question is not decided by the continuance of other proceedings brought by the petitioner to recover the debt, even if an application by the petitioner for summary judgment in those proceedings has failed. Similarly, a decision whether or not a creditor’s winding-up petition should go ahead does not determine an application for summary judgment in a claim for the debt. The second court to consider an application should pay very great regard to the first court’s decision and should slow to differ from it […]».

Εκ των πιο πάνω προκύπτει ότι, ακόμα και δικαστική απόφαση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση στην Αγωγή 1961/23, θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το έργου του παρόντος Δικαστηρίου, ως Δικαστήριο Εκκαθάρισης, στη δική του διακρίβωση του κατά πόσο η βάση για την αμφισβήτηση του χρέους είναι τόσο ισχυρή ούτως ώστε να δικαιολογεί την απόρριψη της Αίτησης Εκκαθάρισης. Πόσω δε μάλλον όταν, στην προκείμενη περίπτωση, το μόνο που τέθηκε ως γεγονός είναι η καταχώριση της Αγωγής 1961/23 και η καταχώριση ενδιάμεσης αίτησης από πλευράς εκεί ενάγουσας κι εδώ Αιτήτριας για εξασφάλιση ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η πιο πάνω αρχή διατυπώθηκε στην υπόθεση Re Welsh Brick Industries Ltd. [1946] 2 All E.R. 197, όπου το Court of Appeal αποφάσισε ότι, παρά το γεγονός ότι είχε δοθεί άδεια σε εταιρεία να υπερασπιστεί Αγωγή που είχε καταχωριστεί 2 μήνες πριν την καταχώριση από τον ίδιο κατ’ ισχυρισμό πιστωτή αίτησης εκκαθάρισης εναντίον της, η παραχώρηση άδειας δεν ήταν ικανή προκειμένου να θεωρηθεί αμφισβητούμενο το χρέος, αλλά θα ήταν ενδεχομένως ένας εκ των παραγόντων που θα μπορούσε ο δικαστής που θα ακούσει την αίτηση εκκαθάρισης να λάβει υπόψη του κατά την έκδοση της δικής του απόφασης αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε πράγματι εύλογη αμφισβήτηση.

Η επιχειρηματολογία αλλά και το πραγματικό υπόβαθρο που η Εταιρεία προβάλλει προκειμένου να υποστηρίξει ότι βάσιμα αμφισβητεί το χρέος δεν έχει διαφοροποιηθεί με την καταχώριση της Αγωγής 1961/23 από την Αιτήτρια. Δεν είναι δυνατό συνεπώς να τύχει εκ νέου εξέτασης προσχηματικά. Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι επί του σημείου (α) η Εταιρεία δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον απαιτούμενο βαθμό ότι η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για διαταχθεί ο παραμερισμός της.

Έρχομαι τώρα στο σημείο (β). Στο σύγγραμμα McPherson & Keay, The Law of Company Liquidation, 4η έκδοση και συγκεκριμένα στην παράγραφο 3-094, αναφέρεται ότι κατάχρηση διαδικασίας ενέχει τη χρήση διαδικασίας για σκοπό διαφορετικό από τον δέοντα[1]. Ως έχει νομολογηθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς αποτροπή και καταστολή προσπαθειών υπονόμευσης της ενώπιον του διαδικασίας είναι σύμφυτη[2]. Στο δε σύγγραμμα του Πόλυ Πολυβίου που τιτλοφορείται «Κατάχρηση Διαδικασίας στο Κυπριακό Δίκαιο», Χρυσαφίνης και Πολυβίου, Λευκωσία 2021 και συγκεκριμένα στη σελίδα 26 αναφέρεται ότι:

«Σε γενικές γραμμές η εξουσία του Δικαστηρίου εξασκείται εκεί όπου οι δικονομικοί χειρισμοί και οι ενέργειες του ενός μέρους συνεπάγονται «αδικία» (unfairness) κατά του άλλου μέρους ή εκεί που τίθεται σε κίνδυνο η αξιόπιστη απονομή της δικαιοσύνης (είτε στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης ή γενικότερα). Έχουμε ήδη αναφέρει ότι δεν υπάρχει κλειστός κατάλογος κατηγοριών όπου μπορεί και πρέπει να ενεργοποιείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για αποτροπή και καταστολή κατάχρησης της διαδικασίας. Είναι όμως χρήσιμο να παραθέσουμε ορισμένες ενδεικτικές κατηγορίες όπου ενεργοποιείται η σχετική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, όπως αυτές προκύπτουν από τη σύγχρονη νομολογία του κοινοδικαίου:

(i)            Καταστρατήγηση κάθε αρχής και κανόνα έντιμης συμπεριφοράς

(ii)           Έγερση λανθασμένης διαδικασίας και/ή κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

(iii)          Καθυστέρηση

(iv)          Δόλια συμπεριφορά

(v)           Χρησιμοποίηση της δικαστικής διαδικασίας για αλλότριους λόγους και με σκοπό την κατάχρηση αφενός και την ταλαιπωρία του αντίδικου αφετέρου, χωρίς καμία πρόθεση για την προώθηση επίλυσης γνήσιας διαφοράς από το Δικαστήριο

(vi)          Προώθηση στο Δικαστήριο «χαλκευμένης» υπόθεσης, όπου η πρόθεση του ενάγοντα προκύπτει από την όλη συμπεριφορά του, συμπεριλαμβανομένων πλαστογραφίας, κατασκευής μαρτυρίας και προσπάθειας στοιχειοθέτησης πλαστής υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου.».

 

Αντικρύζοντας την καταχώρηση της Αγωγής 1961/23 στο ευρύτερο πλαίσιο του ζητήματος της κατάχρησης διαδικασίας, και πάλι δεν έχω πειστεί ότι η περίπτωση είναι τέτοια που δικαιολογείται να μην επιτρέψω στην Αίτηση Εκκαθάρισης έστω ν’ ακουστεί. Ως είναι γνωστό η αίτηση εκκαθάρισης δεν αποτελεί μέσο για είσπραξη οφειλόμενων ποσών. Ο αιτητής επικαλείται δικαίωμα που του παρέχεται από το Νόμο, ως πιστωτής (τουλάχιστον κατ’ ισχυρισμό), να δικαιούται να αιτηθεί την εκκαθάριση εταιρείας. Το δικαίωμα στη βάση του οποίου καταχωρίστηκε η παρούσα Αίτηση Εκκαθάρισης προκύπτει από την κατ’ ισχυρισμό εφαρμογή των γεγονότων στα όσα προνοούνται από το Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113, ότι δηλαδή η Αιτήτρια απέστειλε στην Εταιρεία έγγραφη απαίτηση πληρωμής η οποία, μετά την πάροδο τριών εβδομάδων, παρέμεινε ανικανοποίητη. Βάσει τούτου, προκύπτει ότι ο σκοπός που καταχωρείται Αίτηση Εκκαθάρισης δεν είναι ο ίδιος με το σκοπό που καταχωρείται Αγωγή για αξίωση ποσών. Συνεπώς δεν μπορώ να καταλήξω, μόνον με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από την πλευρά της Εταιρείας, ότι η Αίτηση Εκκαθάρισης κατέστη καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου επειδή καταχωρίστηκε η Αγωγή 1961/23, μια και δεν έχει καταδειχθεί ότι πρόκειται για παράλληλες διαδικασίες προς την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Αναμφίβολα, κάποια σημεία τα οποία ενδεχομένως να προκύψουν κατά την εκδίκαση των δύο διαδικασιών, ιδίως σε πραγματικό επίπεδο, θα είναι όμοια, όπως προδήλως προκύπτει από τις μέχρι στιγμής περιγραφές των επίδικων θεμάτων στην Αγωγή 1961/23, παρά ταύτα, τούτο δεν οδηγεί, το δίχως άλλο, στο συμπέρασμα ότι η προώθηση των δύο διαδικασιών ή το ενδεχόμενο αποτέλεσμά τους ισοδυναμεί με κατάχρηση διαδικασίας. Επισημαίνεται επίσης, ότι, τουλάχιστον εκ των όσων το παρόν Δικαστήριο μπορεί να γνωρίζει μέσα από τις κατατεθειμένες ένορκες δηλώσεις, η εκδίκαση της Αγωγής 1961/23 εκκρεμεί. Δεν είναι συνεπώς δυνατόν να ληφθούν υπόψη, κατά το παρόν στάδιο οποιαδήποτε άλλα γεγονότα ή ζητήματα που πρόκειται να τεθούν στην Αγωγή 1961/23, εκτός από τα παραδεχτά γεγονότα της καταχώρισής της, ότι αυτή αφορά Αγωγή της Αιτήτριας εναντίον της Εταιρείας και της Ratado και ότι αφορά το χρέος στη βάση του οποίου αποστάληκε η επιστολή απαίτησης που αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώρισης της Αίτησης Εκκαθάρισης. Με αυτά λοιπόν τα απλά γεγονότα κατά νου, δεν μπορώ να καταλήξω ότι η Εταιρεία πέτυχε στο να καταδείξει ότι υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να ενεργοποιηθεί η σύμφυτη εξουσία του προς παραμερισμό της Αίτησης Εκκαθάρισης.

Εν όψει και της κατάληξής μου επί του σημείου (β), η παρούσα Αίτηση δεν έχει περιθώρια επιτυχίας και θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

Η Αίτηση απορρίπτεται. Επειδή δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου που να δικαιολογεί αντίθετη διαταγή, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Εταιρείας ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

…………………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Στο κείμενο: «Abuse of process involves using a process for a purpose different from its proper purpose»

[2] Βλ. μεταξύ άλλων Alecos Constantinides v. 1. Ekdotiki Eteria Vima Ltd. a.o. (1983) 1 C.L.R. 348


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο