ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2696/2021

 

Μιχάλης Παυλίδης

Ενάγοντας

-και-

 

1.    Παύλος Κυριάκου

2.    Purple Mint Limited, HE 240181

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 5 Φεβρουαρίου 2024.

 

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κα. Αχιλλέως

Για τους Εναγόμενους 1 και 2: κ. Πασιάς

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(σε αίτηση για συνοπτική απόφαση)

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, ο Ενάγοντας, με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, επιζητεί την έκδοση (α) απόφασης εκ ποσού €98.000 ως οφειλόμενο δυνάμει γραμματίου και/ή ως οφειλόμενο χρέος δυνάμει γραπτών συμφωνιών και/ή ως παραχωρηθείσας πίστωσης και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή εγγράφων εγγύησης, (β) τόκο προς 5,5% και/ή νόμιμο τόκο επί του πιο πάνω ποσού από τις 28.9.2012 μέχρι εξόφλησης, και (γ) έξοδα, πλέον ΦΠΑ και έξοδα επίδοσης. Στις 17.12.2021, οι Εναγόμενοι 1 και 2 (στο εξής μαζί αναφερόμενοι ως «οι Εναγόμενοι») καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης στην πιο πάνω αγωγή.

 

Σημειώνω, επίσης, για σκοπούς πληρότητας, ότι οι Εναγόμενοι καταχώρησαν την Υπεράσπιση τους στις 13.5.2022.

 

 

Η υπό κρίση Αίτηση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η Ενάγουσα, στις 16.11.2022, καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία επιζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των Εναγομένων, για το ποσό των €58.000 πλέον τόκο προς 5,5% και/ή νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από τις 21.12.2015 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.18, θθ.1-5 και 9(α), Δ.48 θθ.2-4, 7, 8 και 9, Δ.64, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως και επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Σε ότι αφορά τα γεγονότα επί των οποίων αυτή (η Αίτηση) εδράζεται, τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα, τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

Την 1.6.2010, ο Εναγόμενος 1, στην παρουσία του Ενάγοντα, υπέγραψε, ενώπιον δύο μαρτύρων, γραμμάτιο συνήθους τύπου (στο εξής «το Γραμμάτιο»), με το οποίο ο πρώτος δεσμεύτηκε και ανέλαβε να καταβάλει στον τελευταίο, το ποσό των €100.000 μέχρι τις 31.12.2010. Σε περίπτωση που το εν λόγω Γραμμάτιο καθίστατο ληξιπρόθεσμο, το απαιτούμενο ποσό, θα έφερε τόκο προς 5,5% ετησίως από την ημερομηνία που τούτο καθίστατο πληρωτέο μέχρι εξόφλησης. Επισυνάπτει δε ο Ενάγοντας (στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση), ως Τεκμήριο 1, το πρωτότυπο του επίδικου Γραμματίου. Αναφέρει, επίσης, ο Ενάγοντας, ότι προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων και/ή οφειλών του Εναγόμενου 1, σε σχέση με το Γραμμάτιο και/ή για σκοπούς εγγύησης και κάλυψης πληρωμής οποιουδήποτε υπολοίπου του, η Εναγόμενη 2 υπέγραψε εγγύηση, δυνάμει της οποίας εγγυήθηκε την πληρωμή του Γραμματίου από τον Εναγόμενο 1. Αποτελεί δε ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι ο Εναγόμενος 1, κατά παράβαση των όρων του Γραμματίου και παρά τις οχλήσεις του πρώτου προς τον τελευταίο, για την αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού, ο τελευταίος αρνήθηκε και/ή αμέλησε να του καταβάλει το ποσό του Γραμματίου, με αποτέλεσμα τούτο, στις 31.12.2010, να καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Στις 27.9.2012, η Εναγόμενη 2 κατέβαλε, στον Ενάγοντα, το ποσό των €2.000, και ακολούθως, στις 21.12.2015, ο Εναγόμενος 1, του κατέβαλε το ποσό των €40.000 έναντι του ποσού του Γραμματίου. Έκτοτε, ο Εναγόμενος 1 παραλείπει και/ή αρνείται να καταβάλει οποιοδήποτε άλλο ποσό στον Ενάγοντα, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να έχει υποστεί ζημία, ένεκα της παράβασης των όρων του Γραμματίου από τον πρώτο. Στη βάση των πιο πάνω, ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι του οφείλουν το αξιούμενο, μέσω της υπό κρίση Αίτησης, ποσό, δυνάμει του επίδικου Γραμματίου, ενώ είναι η θέση του ότι αυτοί δεν έχουν οποιαδήποτε υπεράσπιση στην πιο πάνω αγωγή.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση των Εναγομένων (στο εξής «η Ένσταση»). Με αυτήν, οι Εναγόμενοι προβάλλουν συνολικά 21 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν προτίθεμαι να επαναλάβω, καθότι αυτοί, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί στην αγόρευση των συνηγόρων τους, έχουν ως εξής: (1) τυχόν έγκριση της Αίτησης, θα παραβιάσει το δικαίωμα των Εναγομένων για δίκαιη δίκη, εφόσον θα αποστερηθούν του δικαιώματος τους να προβάλουν την υπεράσπιση τους και να ακουστούν επί της ουσίας της υπόθεσης και/ή η υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική και/ή κακόπιστη, (2) οι Εναγόμενοι έχουν καλή υπεράσπιση και καλόπιστα ζητούν όπως τους επιτραπεί να την προβάλουν, εφόσον υπάρχει ουσιώδες ζήτημα προς εκδίκαση και εγείρονται, περαιτέρω, και νομικά ζητήματα τα οποία δεν είναι δέον και/ή δεν δύνανται να αποφασιστούν στο πλαίσιο της διαδικασίας για έκδοση συνοπτικής απόφασης, και δη, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει αμφισβήτηση της φύσης και/ή νομικής υπόστασης του επίδικου εγγράφου και/ή μη συμμόρφωση του με το άρθρο 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, (3) υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με τα πραγματικά και/ή νομικά ζητήματα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, πράγμα το οποίο εγείρει ξεκάθαρη και/ή εύλογη αμφιβολία ότι ο Ενάγοντας δικαιούται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης, (4) το επίδικο έγγραφο υπογράφηκε συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης εκ μέρους του Ενάγοντα και ως εκ τούτου είναι άκυρο και/ή ακυρώσιμο (5) η επίδικη εγγύηση είναι άκυρη, (6) ο Ενάγοντας κωλύεται δια της συμπεριφοράς του να προωθεί την παρούσα αγωγή και/ή να ζητά τις αιτούμενες θεραπείες, και (7) υπάρχει ειλικρινής διαφωνία αναφορικά με την ερμηνεία του επίδικου εγγράφου στο οποίο βασίζεται η αξίωση του Ενάγοντα και/ή ειλικρινής διαφωνία αναφορικά με το ύψος του οφειλόμενου ποσού.

 

Ως προς τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η εν λόγω Ένσταση, τούτα εμφαίνονται στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 1 (στο εξής «ο ομνύοντας»), η οποία συνοδεύει την Ένσταση, μέσω της οποίας, ουσιαστικά, προβάλλονται τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, ο ομνύοντας αποδέχεται ότι υπέγραψε το Τεκμήριο 1, εντούτοις δεν αποδέχεται ότι τούτο αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου βάσει των προνοιών του άρθρου 78 του Κεφ. 149, εφόσον, κατά τον ίδιο, δεν τηρήθηκαν οι αυστηρές προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την κατάρτιση του. Ειδικότερα, είναι η θέση του ότι το Τεκμήριο 1 δεν υπογράφηκε από τον ίδιο, στην ταυτόχρονη παρουσία των δύο προσώπων που υπογράφουν τούτο ως μάρτυρες, ενώ, περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι οι υπογραφές των εν λόγω μαρτύρων τέθηκαν αργότερα στην απουσία του. Είναι δε η συναφής του θέση ότι ειδικότερα σε ότι αφορά το πρόσωπο επ’ ονόματι Σοφία Κυριάκου, που υπογράφει το εν λόγω έγγραφο ως μάρτυρας, αυτή είναι η μητέρα του, η οποία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ασθενούσε σοβαρά με καρκίνο και δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί. Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό του ότι το Τεκμήριο 1, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Κεφ. 149 αναφορικά με τον τόκο, αλλά και ότι τούτο δεν έχει δεόντως χαρτοσημανθεί.

 

Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, ο ομνύοντας προβάλλει τη θέση ότι το Τεκμήριο 1 είναι εξ’ υπαρχής άκυρο, εφόσον τούτο υπογράφηκε και/ή καταρτίστηκε συνεπεία απάτης και/ή δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή εξαναγκασμού και/ή ψυχικής πίεσης από τον Ενάγοντα προς τον ίδιο. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι περί τα τέλη Μαΐου 2010, ο ίδιος μαζί με τον Ενάγοντα είχαν καταλήξει σε προφορική συμφωνία, δυνάμει της οποίας ο τελευταίος συμφώνησε να αγοράσει μετοχές της Εναγόμενης 2. Για σκοπούς εξασφάλισης και πιστής εκτέλεσης της εν λόγω συμφωνίας, ο Ενάγοντας ζητούσε επίμονα από τον ομνύοντα και του ασκούσε πίεση για να υπογραφεί μεταξύ του πρώτου και του τελευταίου ένα «τυπικό έγγραφο»[1], για σκοπούς εξασφάλισης των χρημάτων που έδωσε ο Ενάγοντας στον ομνύοντα, με την Εναγόμενη 2 να υπογράφει ως εγγυητής του εν λόγω επίδικου εγγράφου. Πάντα, κατά τους ισχυρισμούς του ομνύοντα, ο Ενάγοντας του παρουσίασε ότι το επίδικο έγγραφο αφορούσε την αγορά των μετοχών της Εναγόμενης 2 και την διευθέτηση της μεταξύ τους συμφωνίας και ότι τούτο το έγγραφο, δεν θα δέσμευε είτε τον ομνύοντα είτε την Εναγόμενη 2, αφού το εκεί αναφερόμενο ποσό δεν θα ήταν απαιτητό εφόσον η συμφωνία αγοράς μετοχών της Εναγόμενης 2 διεκπεραιωνόταν κανονικά. Ως ισχυρίζεται ο ομνύοντας, παρά το γεγονός ότι ο Ενάγοντας αθέτησε και/ή υπαναχώρησε από την πιο πάνω συμφωνία αγοράς των μετοχών της Εναγόμενης 2, εντούτοις χρησιμοποιεί το Τεκμήριο 1 καταχρηστικά για να αποφύγει τις όποιες ευθύνες του σε σχέση με την αθέτηση της εν λόγω συμφωνίας. Είναι δε ο ισχυρισμός του ομνύοντα ότι ο Ενάγοντας εξασφάλισε την υπογραφή του, επί του Τεκμηρίου 1, μεταξύ άλλων, με δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή ψυχική πίεση, με σκοπό να χρησιμοποιεί το εν λόγω έγγραφο ως μοχλό πίεσης, στην περίπτωση που αυτός (ο Ενάγοντας) υπαναχωρούσε από την εν λόγω συμφωνία αγοράς μετοχών της Εναγόμενης 2, ενώ ουδέποτε του έδωσε οποιοδήποτε αντίγραφο του επίδικου εγγράφου. Στη βάση των ανωτέρω, ισχυρίζεται ο ομνύοντας ότι το επίδικο Γραμμάτιο υπογράφηκε κάτω από περιστάσεις που ανατρέπουν οποιοδήποτε νομικό τεκμήριο τυχόν δημιουργείται από το περιεχόμενο του και για αυτό θα πρέπει να δοθεί μαρτυρία για να αποσαφηνιστεί υπό ποιες περιστάσεις υπογράφηκε το επίδικο έγγραφο.

 

Πέραν των ανωτέρω, είναι επίσης η θέση του ότι η εγγύηση της Εναγόμενης 2, είναι άκυρη, με αποτέλεσμα αυτή να μην δεσμεύεται από τούτη, αφού όταν ο ομνύοντας υπέγραφε το επίδικο έγγραφο εκ μέρους της, δεν είχε εξουσιοδότηση για τούτο από τους λοιπούς διοικητικούς συμβούλους της Εναγόμενης 2, ούτε συγκλήθηκε γενική συνέλευση των  μετόχων για έγκριση της υπογραφής της επίδικης εγγύησης, λόγω του ότι ο ίδιος θεωρούσε ότι υπέγραφε το Τεκμήριο 1 τυπικά, εξού και τούτο δεν φέρει τη σφραγίδα της Εναγόμενης 2. Εν πάση περιπτώσει, διαζευκτικά, ο ομνύοντας προβάλλει τη θέση ότι ενόψει του διακανονισμού της όποιας απαίτησης του Ενάγοντα, η Εναγόμενη 2 έχει απαλλαγεί πλήρως από κάθε τυχόν ευθύνη στη βάση της κατ’ ισχυρισμόν εγγύησης. Είναι, περαιτέρω η θέση του ότι ο Ενάγοντας κωλύεται να εγείρει την παρούσα αγωγή, λόγω του ότι η οποιαδήποτε οφειλή μεταξύ τους έχει διακανονιστεί και/ή εξαλειφθεί, με αποτέλεσμα τόσο ο ομνύοντας όσο και η Εναγόμενη 2, να  έχουν απαλλαγεί από τις όποιες κατ’ ισχυρισμόν υποχρεώσεις τους.

 

Τέλος, είναι η θέση του ότι το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον Ενάγοντα ανέρχεται περί τις €50.000 και όχι τις €42.000, ως αναφέρει (αναληθώς κατά τον ομνύοντα) ο Ενάγοντας, ενώ, επίσης, ισχυρίζεται ότι περί το 2015 οι δύο τους προέβηκαν σε προφορική συμφωνία, στη βάση της οποίας συμφωνήθηκε να καταβληθεί το ήμισυ του ποσού του Τεκμηρίου 1 προς πλήρη και τελική διευθέτηση του οφειλόμενου ποσού, πράγμα το οποίο και έγινε με την καταβολή του ποσού των €50.000.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Δυνάμει της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αποτελεί την αντίστοιχη διαδικασία της Αγγλικής Δ.14 όπως είχε πριν τις τροποποιήσεις του 1962, το Δικαστήριο αντλεί εξουσία να εκδίδει συνοπτική απόφαση σε περιπτώσεις μόνο όπου δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση και όπου, ως εκ τούτου, είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει την υπεράσπιση του μόνο για σκοπούς καθυστερήσης (Jones v. Stones (1984) A.C.122). Βάσει της Δ.18, μπορεί να εκδοθεί απόφαση, χωρίς να καθοριστούν τα δικαιώματα των διαδίκων με πλήρη διεξαγωγή δίκης, στερώντας έτσι από τον εναγόμενο το δικαίωμα του να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Συνεπώς, απόφαση δυνάμει της Δ.18, πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που θέτει η διαταγή αυτή και μόνο σε εκείνες τις υποθέσεις τα γεγονότα των οποίων εμφανέστατα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης (Roberts v. Plant (1985) 1 Q.B.597, 603).

 

Η πλήρωση των τριών προϋποθέσεων που θέτει η Διαταγή 18, συναρτάται άμεσα με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αν ο ενάγοντας δεν ικανοποιήσει αυτές τις προϋποθέσεις, το θέμα του κατά πόσο ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή δεν εγείρεται, μιας και η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να έχει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη Δ.18-θ.1(α), την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδώσει συνοπτική απόφαση, είναι οι ακόλουθες:

(1)          Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2-θ.6.

(2)          Ο Εναγόμενος πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση.

(3)          Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα ή άλλου προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επαληθεύει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται και δηλώνει ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Αν ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις πιο πάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγόμενου, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί στην υπόθεση (Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R.265, CYEMS CO. Ltd. v. Central Co-operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 C.L.R.897 και Hermes Insurance Co. Ltd. v. Theodorides (1983) 1 C.L.R.333).

 

Στην παρούσα υπόθεση οι δύο πρώτες προϋποθέσεις της Δ.18-θ.1 πληρούνται, εφόσον το κλητήριο ένταλμα που έχει καταχωρηθεί είναι ειδικά οπισθογραφημένο και οι Εναγόμενοι έχουν καταχωρήσει εμφάνιση μέσω δικηγόρου.

 

Η τρίτη προϋπόθεση της Δ.18 θ.1

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση σχετικές είναι οι αποφάσεις Stavrinides v. Ceskolovenska Obschondi Banke AS (1972) 1 C.L.R130,135-7, Symont & Co. v. Palmer's Stores (1903) Limited (1912) 1 C.L.R.259,266-7, Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(B) A.A.Δ.782 και The Chain Gulf Traders Ltd. κ.α. v. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1(Δ) Α.Α.Δ.1168. Η Δ.18 θ.2 προνοεί ότι μια αίτηση για συνοπτική απόφαση βάσει της Δ.18 θ. 1, πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και τα τεκμήρια που εκεί αναφέρονται. Μια αίτηση για συνοπτική απόφαση, θα πρέπει, στην ουσία, να συμμορφώνεται μόνο με τις αυστηρές προϋποθέσεις του θ.1(α) της Δ.18. Ο αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει ουσιαστικά την απαίτηση του. Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1970 στη σελ.124, παρ.14-2-5, στα σχόλια της αντίστοιχης Αγγλικής Δ.14.

 

«The verification may be by reference to the facts stated in the statement of claim thus: "the defendants are justly and truly indebted to the plaintiffs in the sum of £……/ for …… and were so indebted at the commencement of this action. The particulars of the said claim appear by the statement of claim in this action

 

Στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω), η οποία πραγματεύεται το ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο αντιπαραθέτει την περίπτωση προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, με την περίπτωση του ομνύοντα που καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει, και σημειώνει πως, η Δ.39 θ.2, περιορίζεται σε ενδιάμεσες αιτήσεις και δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις ως η υπό εξέταση. Αναγνωρίζεται στην περίπτωση που η ενάγουσα είναι εταιρεία, πως κάποιο φυσικό πρόσωπο πρέπει να ορκιστεί στη θέση της, για να καταλήξει, πως το ζήτημα του κατά πόσο η ενάγουσα ικανοποίησε την τρίτη πιο πάνω αναφερόμενη προϋπόθεση, κρίνεται στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, το ζήτημα της καταλληλότητας του ομνύοντα στη βάση της Δ.18 θ.1, είναι ζήτημα που αποφασίζεται με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του προσώπου αυτού. Επί του ιδίου θέματος, σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση The Chain Gulf (ανωτέρω), τα οποία κρίνω ορθότερο να παραθέσω αυτούσια:

 

«Απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο όμοιο θέμα πρόσφατα, στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση 9670 - 10.7.97. Επανατονίστηκε, με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία, η ανάγκη αυστηρής προσέγγισης και κρίθηκε πως η γνώση από έγγραφα συνταγμένα ή ετοιμασθέντα χωρίς τη συμμετοχή του υπαλλήλου που υπέγραψε την ένορκη δήλωση δεν ήταν προσωπική, βασιζόταν σε πληροφορίες και δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του Κανονισμού παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς ό,τι συνέβη εδώ, τα έγγραφα είχαν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση και βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάνω σ' αυτή τη βάση, δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε στην προκείμενη περίπτωση η δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση της υπογραφής της ένορκης δήλωσης από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα.».

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πληρούνται όλες τις προϋποθέσεις που επιβάλλουν οι πρόνοιες της Δ.18 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, η αγωγή καταχωρήθηκε με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και οι Εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης. Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πρόσωπο το οποίο ορκίζεται προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Ενάγοντα, είναι πρόσωπο που έχει ιδίαν γνώση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και όντως μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τούτα. Έχοντας δε υπόψη τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι αυτός αποτελεί το πλέον αρμόδιο πρόσωπο για να ορκιστεί προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης. 

 

Έχοντας τα πιο πάνω ως δεδομένα, εκείνο που μένει να εξεταστεί είναι αν οι Εναγόμενοι, με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση τους, αποκαλύπουν ή όχι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή αν, εν πάση περιπτώσει, τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναδεικνύουν ζητήματα για τα οποία ορθότερο θα ήταν να διεξαχθεί ακροαματική διαδικασία για την επίλυση τους, παρά να εκδοθεί συνοπτική απόφαση στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης. 

 

Ως νομολογιακά αποφασίστηκε, η ένορκη δήλωση ενός Εναγομένου, πρέπει απλά να περιέχει τα στοιχεία στα οποία εδράζεται η υπεράσπιση που επιθυμεί να προβάλει, και, η διαδικασία μιας αίτησης για εξασφάλιση συνοπτικής απόφασης δεν αποτελεί τη δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης, για να οφείλει να προσκομίσει όλη τη μαρτυρία που διαθέτει. Αυτό που αναμένεται από τον Εναγόμενο να δείξει μέσω της ένστασης του είναι απλά ότι έχει υπεράσπιση, σε τέτοιο βαθμό, που ενδείκνυται να του επιτραπεί το δικαίωμα της προβολής της. Το κατά πόσο νομικά η υπεράσπιση του ευσταθεί, θα αποτελέσει αντικείμενο της δίκης (βλ. Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1968).         

 

Σημειώνω εξ αρχής ότι ο Ενάγοντας επέλεξε με την υπό κρίση Αίτηση του, ως αυτό διαφαίνεται από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τούτη και την αγόρευση της συνηγόρου του, να προωθήσει τη βάση αγωγής δυνάμει γραμματίου συνήθους τύπου και όχι επί οποιασδήποτε διαζευκτικής βάσης αγωγής προβάλλει στο Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο που καταχώρησε. Είναι επομένως, επί αυτής της βάσης που οριοθετείται και που θα εξεταστεί η υπό κρίση Αίτηση και επομένως και η ύπαρξη ή όχι καλής υπεράσπισης εκ μέρους των Εναγομένων.

 

Προχωρώ αρχικά να εξετάσω τους ισχυρισμούς των Εναγομένων ότι το επίδικο Γραμμάτιο (Τεκμήριο 1) δεν είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, εφόσον τούτο δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την κατάρτιση του.

 

Στην υπόθεση Βαρνάβας Παύλου κ.α.  -ν- Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 ΑΑΔ 483 σημειώθηκε ότι το ζήτημα του κατά πόσο ένα γραμμάτιο αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου, αποφασίζεται αναλόγως του αν αυτό πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 78 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«78. “Γραμμάτιο συνήθους τύπου” είναι γραπτή υπόσχεση, που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι[2], για πληρωμή, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο, ποσού χρημάτων, πλέον τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ’ έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ’ αυτού, τα συναφή έξοδα, και αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

Το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται “οφειλέτης χρέους” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται “πιστωτής”».

 

Στην υπόθεση Παπαστράτης ν Οικονόμου (1970) 1 Α.Α.Δ. 11 διευκρινίστηκε ότι απαιτείται πιστή τήρηση των προνοιών του άρθρου 78, για να θεωρείται ένα γραμμάτιο, γραμμάτιο συνήθους τύπουː

 

"In our view the provisions of section 78 have to be strictly complied with if a bond is to be a bond in customary form; and this view is strengthened by the kind of provisions set out in sections 79 and 80 of Cap.149.

 

Moreover, it has to be borne in mind, that a bond in customary form is granted by the Limitation of Actions Law (Cap.15) a much longer lease of life, for purposes of proceedings based on it, than ordinary bonds, and for this reason, too, we think that it is quite important that formalities regarding a bond in customary form should be fully complied with."

 

Σε μετάφραση:

 

"Κατά τη γνώμη μας οι πρόνοιες του άρθρου 78 πρέπει να τηρούνται αυστηρά για να θεωρηθεί ένα γραμμάτιο ως γραμμάτιο συνήθους τύπου. Και αυτή η άποψη ενισχύεται από τις πρόνοιες των άρθρων 79 και 80 του Κεφ.149. Πρόσθετα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι στο γραμμάτιο συνήθους τύπου δίδεται από τον περί Παραγραφής Νόμο (Κεφ.15) μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ισχύος, για σκοπούς αγωγής πάνω σε αυτό, παρά στα συνήθη γραμμάτια, και επομένως και γι' αυτό το λόγο είμαστε της γνώμης ότι είναι πολύ σημαντικό οι τυπικότητες που αφορούν την έκδοση γραμματίου συνήθους τύπου να τηρούνται απολύτως."

 

Στη βάση, επομένως, των ανωτέρω, τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία για να θεωρείται ένα γραμμάτιο συνήθους τύπου έγκυρο, είναι τα εξής꞉

 

(α)      να έχει υπογραφεί το γραμμάτιο από τον εκδότη του στην παρουσία δύο μαρτύρων ικανών για το συμβάλλεσθαι,

(β)       να προσδιορίζεται το πρόσωπο προς όφελος του οποίου ο εκδότης αναλαμβάνει την υπόσχεση πληρωμής του χρέους

(γ)       να προσδιορίζεται ο χρόνος αποπληρωμής του χρέους 

(δ)        να προσδιορίζεται το ποσοστό του τόκου που θα χρεώνεται, κατ' ανώτατο όριο εννέα τοις εκατό κατ' έτος,

(ε)        να καθορίζεται ότι, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων πάνω σ' αυτό, τα συναφή έξοδα θα τα επωμίζεται ο οφειλέτης του χρέους, και

(στ)      να φαίνεται στο γραμμάτιο η αντιπαροχή για την οποία γίνεται η υπόσχεση.

 

Όπως ανέφερα ανωτέρω, αποτελεί ισχυρισμό των Εναγομένων ότι το επίδικο Γραμμάτιο, δεν δύναται να θεωρηθεί γραμμάτιο συνήθους τύπου, εφόσον τούτο δεν πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις του Κεφ. 149 και ειδικότερα την προϋπόθεση ότι τούτο υπογράφηκε από τον Εναγόμενο 1 στην παρουσία δύο μαρτύρων. Και τούτο διότι, κατά τα όσα αναφέρει ο Εναγόμενος 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση, κατά τον επίδικο χρόνο υπογραφής του επίδικου Τεκμηρίου 1, η μητέρα του, η οποία είναι ένα εκ των προσώπων που υπογράφουν τούτο ως μάρτυρας, ήταν σοβαρά άρρωστη με καρκίνο και δεν ήταν σε θέση να μετακινηθεί, με αποτέλεσμα η υπογραφή της επί του εν λόγω επίδικου εγγράφου να τέθηκε μεταγενέστερα στην απουσία του.  

 

Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό, ότι ο Εναγόμενος 1 δεν αντεξετάστηκε ως προς το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης, με αποτέλεσμα, στο βαθμό που τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, τα οποία αντικρούουν τη θέση του Ενάγοντα ότι το επίδικο Γραμμάτιο υπογράφηκε στην παρουσία δύο μαρτύρων, και είναι σχετικά με το επίδικο ζήτημα της υπό κρίση Αίτησης, και δη με τη θέση του Εναγόμενου 1 ότι το επίδικο Γραμμάτιο δεν είναι αποτελεί γραμμάτιο συνήθους τύπου (στη βάση του άρθρου 78 του Κεφ. 149), για τον πιο πάνω λόγο, να έχουν παραμείνει αναντίλεκτα.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, η πλευρά των Εναγομένων έχει, με τη μαρτυρία της, εγείρει κάποια καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της βάσης του γραμματίου συνήθους τύπου, και επομένως, με τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, με αποτέλεσμα η υπό κρίση Αίτηση να είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

Παρά την πιο πάνω κρίση μου, για σκοπούς πληρότητας και μόνο, αναφέρω ότι τα όσα ισχυρίζονται οι Εναγόμενοι περί του ότι το επίδικο Γραμμάτιο δεν πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 78 του Κεφ. 149 αναφορικά με τον τόκο, καθότι τούτος ήταν πληρωτέος μόνο σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του οφειλόμενου ποσού μέχρι την 31.12.2010 και επομένως ότι το εν λόγω ποσό έφερε τόκο από την ημερομηνία που τούτο κατέστη πληρωτέο[3], δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Υιοθετώ δε τα όσα έχει αναφέρει ο αδελφός Δικαστής Χρ. Ρασπόπουλος (Ε.Δ ως ήταν τότε), επί παρόμοιου προβαλλόμενου ισχυρισμού, στην Αγωγή 1063/2013 Βασίλη v. Χατζηλιασή, απόφαση ημερ. 30.10.2020, με τα οποία συμφωνώ και δη ότι:

 

«Πέραν των πιο πάνω, θεωρώ ότι η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 78 του Κεφ.149 δεν αποκλείει ούτε τον καθορισμό διαφορετικών επιτοκίων για διαφορετικές περιόδους μέχρι και την εξόφληση του ποσού που αναφέρεται στο γραμμάτιο. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, για το πρώτο έτος από την υπογραφή του γραμματίου να προνοείται επιτόκιο 1% ετησίως, ενώ για το δεύτερο έτος 2% και ούτω καθεξής. Στην παρούσα περίπτωση, για το χρονικό διάστημα πριν το γραμμάτιο καταστεί ληξιπρόθεσμο, δεν καθορίστηκε η καταβολή τόκου. Στην ουσία, το επιτόκιο που καθορίστηκε από τα μέρη για την περίοδο αυτή ήταν μηδέν. Μετά την επέλευση του γεγονότος που καθιστούσε το χρέος ληξιπρόθεσμο, ήτοι μετά την παράλειψη πληρωμής οιασδήποτε δόσης, το εκάστοτε υπόλοιπο θα έφερε τόκο προς 9% ετησίως. Έχω την άποψη ότι οι εν λόγω πρόνοιες επί του επίδικου εγγράφου σε σχέση με την καταβολή τόκου δεν αντίκεινται στις απαιτήσεις του άρθρου 78 του Κεφ.149. […] Στην υπόθεση Δημητρίου ν. Δημητρίου Πολ. Έφεση Αρ. 181/2012 ημερ. 21.12.2018, ο εφεσίβλητος υπέγραψε δύο γραμμάτια για το συνολικό ποσό των ΛΚ53,800 πληρωτέα διά δόσεων. Και τα δύο έγγραφα προνοούσαν για τόκο 8% ετησίως σε περίπτωση καθυστέρησης οιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής. Μάλιστα δε, το ένα εκ των δύο γραμματίων αφορούσε ποσό ΛΚ28.800, τα οποία ο Εναγόμενος ανέλαβε να εξοφλήσει δια 72 ισόποσων μηνιαίων δόσεων εκ ΛΚ400 Συνεπώς, όπως ακριβώς και στην παρούσα, έτσι και σε εκείνη την περίπτωση, αν ο εφεσίβλητος πλήρωνε τις 72 δόσεις, τότε δεν θα καλείτο να πληρώσει τόκο (72x400=28.800). Το γραμμάτιο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και θα απαιτείτο τόκος μόνο σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής. Στην απόφαση του, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι τα εν λόγω έγγραφα είχαν όλα τα χαρακτηριστικά γραμματίου συνήθους τύπου. Αν και σε εκείνη την υπόθεση δεν είχε εγερθεί το επιχείρημα που εγέρθηκε εν προκειμένω, θεωρώ ότι το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και καθηκόντως εξέτασε κατά πόσον πληρούνταν όλες οι απαιτήσεις του άρθρου 78 του Κεφ.149. Διαφορετικά δεν θα νομιμοποιείτο να εκδώσει απόφαση στην βάση γραμματίου συνήθους τύπου, όπως και έπραξε».

 

Με δεδομένο ότι στο επίδικο Γραμμάτιο, προσδιορίζεται το ποσοστό του τόκου που θα χρεώνεται, ήτοι 5,5%, ως επίσης και ο χρόνος κατά τον οποίο τούτο θα χρεώνεται, ήτοι από την ημερομηνία που αυτό θα καταστεί ληξιπρόθεσμο (31.12.2010), και τούτο το ποσοστό δεν υπερβαίνει το 9%[4], δεν θεωρώ ότι το επίδικο Γραμμάτιο δεν πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 78 του Κεφ. 149 αναφορικά με τον τόκο. Πουθενά στο άρθρο 78 του Κεφ. 149 δεν τίθεται ως προϋπόθεση ότι το ποσό του γραμματίου θα πρέπει να φέρει τόκο πριν από την ημερομηνία που τούτο καταστεί ληξιπρόθεσμο.

 

Πέραν των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω και τους λοιπούς ισχυρισμούς που προβάλλονται από πλευράς των Εναγομένων και δη κατά πόσο τούτοι έχουν αποκαλύψει καλή υπεράσπιση στην πιο πάνω αγωγή στη βάση του ότι το επίδικο Γραμμάτιο συνήφθη, μεταξύ άλλων, συνεπεία δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης εκ μέρους του Ενάγοντα. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω τους ισχυρισμούς των Εναγομένων περί του πιο πάνω ζητήματος, καθότι τούτοι έχουν ήδη, λεπτομερώς, αναφερθεί ανωτέρω[5] στην παρούσα απόφαση. Αρκούμαι απλά, εν προκειμένω, να αναφέρω ότι τούτοι δεν πείθουν για να αποσείσουν οι Εναγόμενοι το βάρος που φέρουν για τους σκοπούς της παρούσας Αίτησης, και δη ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην πιο πάνω αγωγή. Και εξηγώ.

 

Σημειώνω κατ’ αρχάς, ότι στη βάση της μαρτυρίας που οι ίδιοι οι Εναγόμενοι έθεσαν υπόψη του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 1 δεν γνώριζε τη φύση του επίδικου εγγράφου (Τεκμήριο 1) που υπέγραφε. Δεν μπορεί από τη μία, ο Εναγόμενος 1 να ισχυρίζεται ότι το εν λόγω έγγραφο συνήφθη συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης, αλλά και ότι ήταν απλά και μόνο ένα «τυπικό έγγραφο» το οποίο δεν δέσμευε τους Εναγόμενους, και από την άλλη, να αποτελεί, επίσης, συναφή του θέση ότι στη βάση του εν λόγω Γραμματίου, προέβη σε πληρωμές προς τον Ενάγοντα περί τις €50.000, καταλήγοντας έτσι σε μεταξύ τους διευθέτηση και διακανονισμό της όποιας οφειλής προέκυπτε, στη βάση του εν λόγω εγγράφου, προς τον Ενάγοντα. Σε ότι δε αφορά τον ισχυρισμό του Εναγόμενου 1 ότι το ποσό που καταβλήθηκε προς τον Ενάγοντα είναι περί τις €50.000 και όχι €42.000, τούτος παρέμεινε εντελώς αόριστος και μετέωρος, εφόσον ουδεμία απόδειξη προσκόμισε ο Εναγόμενος 1 περί τούτου.

 

Όπως και να ιδωθούν οι πιο πάνω θέσεις των Εναγομένων, δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν γενικές και αόριστες, οι οποίες προβάλλονται με εντελώς ασαφή και αντιφατικό τρόπο. Και τούτα, τα αναφέρω για τον περιορισμένο σκοπό της παρούσας απόφασης και μόνο και στη βάση της όποιας μαρτυρίας τέθηκε ενώπιον μου για σκοπούς εξέτασης της υπό κρίση Αίτησης, χωρίς, σαφώς, να αποφαίνομαι επί της ουσίας της υπεράσπισης των Εναγομένων, κάτι που, εν πάση περιπτώσει, θα εξεταστεί στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της υπόθεσης.

 

Με την πιο πάνω κρίση μου, αποφαίνομαι ως προς την προβαλλόμενη υπεράσπιση του δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ψυχικής πίεσης (πάντα, υπενθυμίζω, για τον περιορισμένο σκοπό της παρούσας Αίτησης και μόνο), είτε για σκοπούς ανατροπής του τεκμηρίου του άρθρου 80 του Κεφ. 149[6], αν πρόκειται για γραμμάτιο συνήθους τύπου, είτε για σκοπούς γενικότερης αποφυγής της όποιας ευθύνης των Εναγομένων από τα όσα διαλαμβάνονται στο επίδικο έγγραφο.

 

Σε ότι δε αφορά τους λοιπούς ισχυρισμούς που προβάλλονται εκ μέρους των Εναγομένων και δη ότι η εγγύηση εκ μέρους της Εναγόμενης 2 δεν είναι έγκυρη, καθότι ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε εκ μέρους της χωρίς να έχει την έγκριση των λοιπών διευθυντών της και/ή την έγκριση των μετόχων της, αρκούμαι απλά να αναφέρω ότι αφ’ ης στιγμής ο Εναγόμενος 1 ήταν ένας εκ των διευθυντών της Εναγόμενης 2, και ως τέτοιος παρουσιάστηκε στον Ενάγοντα, δεν μπορούσε παρά ο Ενάγοντας να θεωρήσει ότι αυτός ήταν εξουσιοδοτημένος να υπογράψει την επίδικη εγγύηση εκ μέρους της. Το κατά πόσο τηρήθηκαν οι εσωτερικοί κανονισμοί της Εναγόμενης 2, δεν αποτελεί ζήτημα, το οποίο ήταν υπόχρεος ο Ενάγοντας να εξετάσει (βλ. Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας v. Nicosia Palace Hotel Co Ltd κ.α (2003) 1 ΑΑΔ 722).

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, και, ως εκ τούτου, αυτή απορρίπτεται.

 

Σε ότι δε αφορά το ζήτημα των εξόδων, δεν βρίσκω κανέναν λόγο γιατί να παρεκκλίνω από τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.

 

 

 

(Υπ.) .......................................

                                                                                                Ν. Πετρίδου, Προσ.Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 



[1] Βλ. παράγραφο 14 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση.

[2] Ο τονισμός του παρόντος Δικαστηρίου.

[3] Βλ. σελ. 9 της αγόρευσης των Εναγομένων/ Καθ’ ων η Αίτηση.

[4] που καθορίζει ως ανώτατο ποσοστό το άρθρο 78 του Κεφ. 149.

[5] Στο μέρος της παρούσας απόφασης με τίτλο «Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει».

[6] Στη βάση του άρθρου 80 του Κεφ. 149, σε κάθε δικαστικό μέτρο που λαμβάνεται βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό. Ο κανόνας απόδειξης που καθιερώνεται από το άρθρο 80 του Κεφ. 149, δεν είναι απόλυτος, αφού η επιφύλαξη του εν λόγω άρθρου εισάγει εξαίρεση σύμφωνα με την οποία αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι «η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπέγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη». Επιτρέπεται και η προβολή της υπεράσπισης της εξόφλησης του χρέους, εφόσον η εξόφληση αποσβένει την οφειλή (βλ. Κανναουρίδης v. Οικοδομικής Εταιρείας Τακτικών Κυβερνητικών Εργατών Κύπρου “Η Μέριμνα» Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 1390).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο