ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 3394/2023

 

 

Μεταξύ:

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΡΔΟΥ

Ενάγοντα

και

 

1.   ΑΧΙΛΛΕΑ ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗ

2.   ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

3.   GORDIAN HOLDINGS LTD

Εναγόμενων

 

 

 

13 Ιουνίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενη 2/Αιτήτρια: κα Κόκκινου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Ενάγοντας/Καθ’ ου η αίτηση, προσωπικά

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση της Εναγόμενης 2/Αιτήτριας ημερομηνίας 14.2. 2024
για συνοπτική απόφαση κατά του Ενάγοντα

 

 

Εισαγωγή/Υπόβαθρο. Ξεκινώ σημειώνοντας ότι η παρούσα είναι η 2η αίτηση ίδιας φύσης που αποφασίζεται στα πλαίσια αυτής της αγωγής. Η 1η αίτηση είχε καταχωρηθεί από τον Εναγόμενο 1 και σε εκείνη εκδόθηκε απόφαση σήμερα. Εκκρεμεί και 3η αίτηση ίδιας φύσης που καταχωρήθηκε από την Εναγόμενη 3, στην οποία θα εκδοθεί απόφαση επίσης σήμερα. Σε κάθε αίτηση, ο εκάστοτε εναγόμενος/αιτητής ζητά την συνοπτική απόρριψη της αγωγής, στη βάση του Μέρους 24.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η κάθε αίτηση έχει την αυτοτέλεια της και αποφασίζεται με αναφορά στους δικογραφημένους ισχυρισμούς και μαρτυρία που αφορούν έκαστο αιτητή όμως υπάρχει κοινό έδαφος τόσο στις ένορκες δηλώσεις και θέσεις του Ενάγοντα όσο και στη νομική ανάλυση. Συνεπώς, κάποιος βαθμός επανάληψης υπάρχει στο κείμενο της παρούσας απόφασης και στις αποφάσεις που εκδίδονται σήμερα από το παρόν Δικαστήριο, στις άλλες δύο αιτήσεις που εκκρεμούν.

 

Μετά από αυτή την εισαγωγή, προχωρώ σε μια σύντομη αναφορά στο υπόβαθρο της αγωγής και παρούσας διαδικασίας. Αυτό, προς καλύτερη κατανόηση των προς απόφαση ζητημάτων.

 

Όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης και τις θέσεις που εκφράζονται εκατέρωθεν, περί το 1999 ο Ενάγοντας συνήψε πέντε συμφωνίες δανείου με την Εναγόμενη 2. Μεταξύ των εξασφαλίσεων για τα δάνεια αυτά ήταν και υποθήκη επί ακινήτων του Ενάγοντα.

 

Σε σχέση με τα δάνεια αυτά, η Εναγόμενη 2 είχε καταχωρήσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας πέντε αγωγές εναντίον του Ενάγοντα (εκεί εναγόμενου) και της πρώην συζύγου του. Πρόκειται για τις αγωγές με αριθμούς 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005, 2306/2005 και 6235/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Στις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005 εκδόθηκαν εκ συμφώνου αποφάσεις στις 12.4.2006 υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον του Ενάγοντα (εναγόμενου στις εν λόγω αγωγές). Αυτό προκύπτει από αντίγραφα των συνταγμένων αποφάσεων που έχουν παρουσιαστεί. Στις αγωγές εκείνες, κατά την έκδοση των εκ συμφώνου αποφάσεων, ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) εκπροσωπείτο από τον Εναγόμενο 1, δικηγόρο. Οι αποφάσεις εκείνες, εκτός από διαταγή για πληρωμή οφειλόμενων ποσών, περιλάμβαναν και διατάγματα για εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων. Παράλληλα, προέβλεπαν για αναστολή εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007.

 

Στην αγωγή 6235/2005 είχε εκδοθεί απόφαση υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον του Ενάγοντα (εκεί εναγόμενου), την 1.11.2005, ένεκα της παράλειψης του να εμφανιστεί στην αγωγή. Στην υπόθεση εκείνη, ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) είχε καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού της ερήμην απόφασης. Την αίτηση είχε καταχωρήσει εκ μέρους του ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε, Εναγόμενος 1 στην παρούσα διαδικασία. Στις 12.4.2006 ενώ η αίτηση παραμερισμού ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος 1 αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του Ενάγοντα. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) απέσυρε την αίτηση παραμερισμού και έγινε δήλωση από πλευράς της Εναγόμενης 2 ότι δεν θα προχωρούσε με μέτρα εκτέλεσης της απόφασης μέχρι 31.12.2007. Αυτό προκύπτει από αντίγραφο του πρακτικού ημερομηνίας 12.4.2006 στην αγωγή 6235/2005 που παρουσιάστηκε. Περαιτέρω αναφορά στο σχετικό πρακτικό γίνεται κατωτέρω.

 

Ο Ενάγοντας δεν έχει πληρώσει τα εξ αποφάσεως χρέη του στις πέντε αγωγές. Προβάλλει διάφορες εξηγήσεις για αυτό. Στην πορεία, τα δικαιώματα στα εξ αποφάσεως χρέη και στις σχετικές εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν από την Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 δυνάμει του Ν. 169(Ι)/2015. Η μεταβίβαση επικυρώθηκε με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 23.5.2019. Η Εναγόμενη 3, περί τις αρχές 2023, ξεκίνησε διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων του Ενάγοντα δυνάμει των διατάξεων του Ν. 9/1965. Με έναυσμα την προσπάθεια για εκποίηση, ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αγωγή.

 

Μέσω της αγωγής ο Ενάγοντας ζητά απόφαση για ποσό €11.416.179,63, που αναφέρει ως το σημερινό υπόλοιπο των πέντε εξ αποφάσεως χρεών πλέον τόκο, καθώς και αποζημιώσεις για ψυχική πίεση και ταλαιπωρία. Ζητά επίσης «ακύρωση όλων των επιβαρύνσεων που τέθηκαν επί της ακινήτου ιδιοκτησίας του Ενάγοντος από την Εναγόμενη αρ. 2 και την Εναγόμενη αρ. 3 ή και οποιεσδήποτε εταιρείες εξαγόρασαν το δάνειο του ενάγοντος από την εναγόμενη αρ. 2.» Τέλος, ζητά «αποζημίωση για τις μονομερείς αιτήσεις των Εναγόμενων αρ. 2 και αρ. 3 σε βάρος του Ενάγοντος που επέφεραν βλάβη σε Συνταγματικά του δικαιώματα εφόσον δεν του έδωσαν την ευκαιρία να τους αντικρούσει και να προασπιστεί των περιουσιακών του δικαιωμάτων». Άλλες αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή δεν φαίνεται να αφορούν την Εναγόμενη 2.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι ταυτόχρονα με την παρούσα αγωγή, ο Ενάγων είχε καταχωρήσει και ενδιάμεση αίτηση με την οποία επιδίωκε ουσιαστικά την αναστολή πλειστηριασμού ενυπόθηκων ακινήτων που είχε ξεκινήσει η Εναγόμενη 3. Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.12.2023.

 

Σημειώνω επίσης ότι αφού επιφυλάχθηκε απόφαση του Δικαστηρίου στην παρούσα Αίτηση και αφού επιφυλάχθηκε απόφαση του Δικαστηρίου στις δύο αντίστοιχες αιτήσεις που είχαν καταχωρήσει οι Εναγόμενοι 1 και 3, ο Ενάγων προχώρησε με την καταχώρηση τριών άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων στις 8.5.2024 που εκκρεμούν προς εκδίκαση. Πρόκειται για μια αίτηση εναντίον του Εναγόμενου 1 με την οποία ζητά περαιτέρω πληροφορίες στη βάση του Μέρους 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, μια αίτηση ίδιας φύσης εναντίον των Εναγόμενων 2 & 3 καθώς και δεύτερη αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 2 & 3 με την οποία ζητά να προβούν σε παραδοχές γεγονότων στη βάση του Μέρους 15 των Θεσμών.

 

Αυτά για να δοθεί μια εικόνα του συνόλου του φακέλου της υπόθεσης.

 

Παρούσα Αίτηση. Μέσω της παρούσας Αίτησης, η Εναγόμενη 2 ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Ενάγοντα επί του συνόλου της απαίτησης του και, συνακόλουθα, απόρριψη της αγωγής.

 

Είναι η θέση της Εναγόμενης 2 ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην απαίτηση του Ενάγοντα ούτε επιτακτικός λόγος η υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη. Ο Ενάγων διαφωνεί και έχει εγείρει ένσταση ζητώντας την απόρριψη της Αίτησης.

 

Έκθεση Απαίτησης. Πριν προχωρήσω σε όσα επικαλείται η κάθε πλευρά προς υποστήριξη της Αίτησης και ένστασης αντίστοιχα, πρέπει να αναφερθώ συνοπτικά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης.

 

Η έκθεση απαίτησης που καταχώρησε ο Ενάγων, εκτείνεται σε 35 σελίδες και 116 παραγράφους. Ο Ενάγων αναφέρεται στις 5 συμφωνίες δανείου που συνήψε με την Εναγόμενη 2, το 1999, και σε γεγονότα που οδήγησαν τόσο στη σύναψη των δανείων όσο και στην έγερση των αγωγών. Σε σχέση με τις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005 σημειώνει ότι διόρισε τον Εναγόμενο 1 και τον πατέρα του (που στο μεταξύ έχει αποβιώσει) για να τον εκπροσωπήσουν. Αναφορικά με την αγωγή 6235/2005, τους διόρισε επίσης με σκοπό να επιδιώξουν τον παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην του.

 

Πέραν αυτών το υπόλοιπο μέρος της έκθεσης απαίτησης, είναι ένα συνονθύλευμα παραπόνων του Ενάγοντα εναντίον της Εναγόμενης 2 για ενέργειες και παραλείψεις της σε σχέση με την χορήγηση των δανείων και χειρισμό των εξασφαλίσεων που είχαν δοθεί για αυτά, για τις ενέργειες του τότε δικηγόρου του Εναγόμενου 1 στον χειρισμό των υποθέσεων, επιχειρημάτων και απόψεων του Ενάγοντα για δικονομικά και νομικά ζητήματα καθώς και σχολιασμός αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε πριν την έγερση της αγωγής. Ο Ενάγων καταγράφει επίσης διάφορα παράπονα σε σχέση με τον τρόπο που διενεργήθηκε η επίδοση προς αυτόν του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 6235/2005, καταγράφει την αντίληψη του για τη φύση και πιθανότητες επιτυχίας της υπεράσπισης που διέθετε στις τέσσερεις αγωγές και των ανταπαιτήσεων που είχε εγείρει καθώς και για τον τρόπο που ενήργησαν οι Εναγόμενες 2 και 3 σε σχέση με τα μέτρα εκτέλεσης των αποφάσεων.

 

Μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι διέθετε καλή υπεράσπιση στις αγωγές και βάσιμες ανταπαιτήσεις που δεν εκδικάστηκαν για λόγους που αποδίδει στον τότε δικηγόρο του Εναγόμενο 1. Αναφέρει ότι ως μέρος των εξασφαλίσεων των δανείων του «υπογράφησαν και συμφωνίες μέσω των οποίων η Εναγόμενη αρ. 2 θα μπορούσε οποτεδήποτε ήθελε να πωλήσει τις μετοχές που κατείχε ο Ενάγοντας σε συγκεκριμένη δημόσια εταιρεία την L.K. Globalsoft Co Ltd, οι οποίες είχαν μεταβιβασθεί από τον Ενάγοντα στην εταιρεία Longtail Properties που ήταν κατά 100% ιδιοκτησία της Εναγόμενης αρ. 2 για να καλύψει τις οφειλές του Ενάγοντος προς την Εναγόμενη 2» (παράγραφος 21, σελίδα 8 της έκθεσης απαίτησης). Ισχυρίζεται στη συνέχεια ότι η παράλειψη της Εναγόμενης 2 να πωλήσει τις μετοχές αυτές σε συγκεκριμένο χρόνο, όταν η αξία τους θα εξοφλούσε τα χρέη, εμπόδιζε την Εναγόμενη 2 να διεκδικεί οποιοδήποτε ποσό εναντίον του, δεν της οφείλει οποιοδήποτε ποσό και, αντίθετα, αυτή είναι υπόλογη έναντι του για «κάθε ζημιά που έχει υποστεί από αυτή την παράλειψη».

 

Ισχυρίζεται επίσης ότι η Εναγόμενη 2 ενέγραψε ΜΕΜΟ περί τα 12 χρόνια μετά την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων, επί ακίνητης περιουσίας του που δεν επιβαρύνεται με υποθήκες (κάτι που θεωρεί ως ένδειξη απάτης) σε σχέση με τα εξ αποφάσεων χρέη. Παραπονείται ότι η καθυστέρηση της Εναγόμενης 2 να λάβει μέτρα εκτέλεσης των αποφάσεων «έχει αποφέρει όφελος στους υπαίτιους που ήταν και είναι οι Εναγόμενες αρ. 2 και αρ. 3, εφόσον ο Ενάγοντας έχει υποστεί οικονομικό βάρος από τις καθυστερημένες αξιώσεις των Εναγόμενων αρ. 2 και αρ. 3 σε σημείο που αξιούν όλη την περιουσία του Ενάγοντα και σύμφωνα με τα άρθρο 18(β) και γ), αυτά τα κερδαινόμενα οφέλη εκ των Εναγόμενων αρ. 2 και αρ. 3, περιλαμβάνονται στον όρο ΨΕΥΔΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ έστω και αν ήταν ανυπαίτια η πλάνη που έχει προκαλέσει βλάβη στον Ενάγοντα», όπως το θέτει στην παράγραφο 57, σελίδα 19 της έκθεσης απαίτησης. Επανέρχεται στην παράγραφο 111, σελίδα 33 της έκθεσης απαίτησης, αλλά και σε άλλα σημεία του δικογράφου, όπου προβάλλει αντίστοιχους ισχυρισμούς.

 

Ο Ενάγων δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Δέχομαι ότι διάδικοι που χειρίζονται προσωπικά τις αγωγές τους, εκ των πραγμάτων, δεν γνωρίζουν και ίσως δεν δύνανται να ακολουθήσουν πιστά τους κανόνες ορθής δικογράφησης. Προσπάθησα να εστιάσω στην ουσία της έκθεσης απαίτησης ώστε να μην τεθεί σε μειονεκτική θέση ο Ενάγων για τον λόγο αυτό. Ταυτόχρονα όμως προσπάθησα να διασφαλίσω ότι δεν γίνονται «δικονομικές εκπτώσεις» που επηρεάζουν αρνητικά τα ουσιαστικά δικαιώματα των αντίδικων.

 

Προσεγγίζοντας το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης υπό αυτό το πρίσμα, συνάγεται πεποίθηση του Ενάγοντα ότι διέθετε καλή υπεράσπιση στις πέντε αγωγές και βάσιμες ανταπαιτήσεις. Παραπονείται ότι οι αποφάσεις είχαν εκδοθεί εναντίον του, εν αγνοία του, και ήταν αποτέλεσμα απάτης εις βάρος του που διενήργησαν η Εναγόμενη 2 και ο Εναγόμενος 1. Όλα αυτά ο ίδιος τα αντιλήφθηκε περί τις αρχές 2023 όταν η Εναγόμενη 3 άρχισε τη διαδικασία εκποίησης ενυπόθηκης περιουσίας. Συνεπεία του τρόπου που είχαν εκδοθεί οι δικαστικές αποφάσεις, στερήθηκε της δυνατότητας να δικαστούν οι υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις του και επιδιώκει την εκδίκαση τους μέσω της παρούσας αγωγής. Εφόσον πετύχει στις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις, υποστηρίζει ότι αυτό θα στοιχειοθετήσει την απάτη που υποψιάζεται. Σημειώνω ότι λεπτομέρειες δόλου ή απάτης δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο όμως, διαφαίνεται, ότι σε αυτή τη βάση εδράζει τις αξιώσεις του. Ο ίδιος περιγράφει την αγωγή ως «αγωγή απάτης».

 

Αυτά αναφορικά με την έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα.

 

Θέση Εναγόμενης 2. Στα πλαίσια της Αίτησης, είναι η θέση της Εναγόμενης 2 ότι ο Ενάγων δεν διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή.

 

Μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, αναφέρονται λεπτομέρειες για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων στα εξ αποφάσεως χρέη και των εξασφαλίσεων προς την Εναγόμενη 3 και σημειώνεται ότι η Εναγόμενη 2 πλέον κανένα όφελος έχει σε σχέση με αυτά. Επισημαίνεται ότι ο Ενάγων δεν αμφισβητεί την εγκυρότητα της μεταβίβασης των χρεών και εξασφαλίσεων με τον ορθό τρόπο. Σημειώνεται περαιτέρω ότι οι θέσεις του Ενάγοντα για εξαπάτηση στο δικόγραφο του φαίνεται να απευθύνονται στον Εναγόμενο 1 που τον είχε εκπροσωπήσει στις πέντε αγωγές και κανένας ισχυρισμός προβάλλεται που να αποδίδει απάτη στην Εναγόμενη 2. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι όσα ο Ενάγων αναφέρει για τις υπερασπίσεις που διαθέτει στις αγωγές έχουν πλέον τελεσιδικήσει ενώ λόγω της παρόδου του χρόνου κωλύεται να εγείρει οποιαδήποτε αμφισβήτηση των αποφάσεων. Διαφωνεί η Εναγόμενη 2 ότι η όποια καθυστέρηση στην λήψη μέτρων εκτέλεσης των πέντε αποφάσεων (που δεν αποδέχεται ότι υπήρξε) στοιχειοθετεί αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της. Γενικά είναι η θέση της Εναγόμενης 2 ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να στοιχειοθετεί τις αξιώσεις που ο Ενάγοντας εγείρει εναντίον της. Παραπέμπει στο πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.4.2006 στην αγωγή 6235/2005 και στις συνταγμένες αποφάσεις των άλλων τεσσάρων αγωγών και υποστηρίζει ότι ο συμβιβασμός στον οποίο κατέληξαν ήταν εις γνώση του Ενάγοντα που είχε συμφωνήσει σε αυτόν.

 

Είναι επίσης η θέση της Εναγόμενης 2 ότι κανένας λόγος συντρέχει για να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη.

 

Καταλήγει ότι μπορεί και πρέπει να εκδοθεί συνοπτική απόφαση εναντίον του Ενάγοντα για το σύνολο της απαίτησης.

 

Ένσταση Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Προβάλλει διάφορους λόγους ένστασης υποστηρίζοντας ότι η υπόθεση πρέπει να προχωρήσει σε δίκη και ότι οι Εναγόμενοι επιδιώκουν να του στερήσουν ξανά τη δυνατότητα να εκδικάσει τις υπερασπίσεις που ισχυρίζεται σε σχέση με τα δάνεια, όπως είχε συμβεί και το 2006.

 

Στην ένορκη δήλωση που καταχώρησε στα πλαίσια της ένστασης, ο Ενάγων αναφέρεται εκτενώς και κατ΄ επανάληψη στις πέντε αγωγές και στις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις που υποστηρίζει ότι διαθέτει. Αναφέρεται και αναλύει τις συμφωνίες χορήγησης των δανείων και τις συμφωνίες εξασφάλισης. Ερμηνεύει συμβατικούς όρους, επεξηγεί το νόημα επιστολών, προσφέρει επίσης τις απόψεις του για διάφορα νομικά ζητήματα. Επιπλέον, μέσω της ένορκης του δήλωσης, ο Ενάγων φαίνεται να αμφισβητεί τη μεταβίβαση των εξ αποφάσεως χρεών και εξασφαλίσεων από την Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3.

 

Παραθέτω, ως ενδεικτικό παράδειγμα του επιχειρήματος του, απόσπασμα από την παράγραφο 29, σελίδα 6 της ένορκης δήλωσης του: «Η Αιτήτρια και Εναγόμενη 2 στην αγωγή 3394/2023, όπως και οι Εναγόμενοι 1 και 3, προσπαθούν να στηρίξουν ότι κάθε αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα έχει παραγραφεί. Μέσω των φόρμων Θ, Ι κλπ, οι Εναγόμενοι 2 και 3 εν έτη 2023, με πληροφόρησαν για τις μεταβιβάσεις των όσων έχουν σχέση με τα δάνεια μου από την Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3, με βάση τον νόμο 169(Ι)/2015. Υπάρχουν παραλείψεις που στοιχειοθετούν απάτη ένεκεν παραβάσεων άρθρων του εν λόγω νόμου, γεγονός το οποίο δημιουργεί εύλογο αγώγιμο δικαίωμα με βάση δεδομένα του έτους 2023. Τα κίνητρα της αγωγής απάτης με αρ. 3394/2023 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας χρονολογούνται στο έτος 2023 όταν οι μονομερείς αιτήσεις της Εναγόμενης 3 έναντι των εγγυητών των δανείων του Ενάγοντα, παραλείπουν να αναφέρουν τις ευθύνες και τις συμβατικές υποσχέσεις/υποχρεώσεις της κύριας εγγυήτριας Longtail Properties, κατά 100% ιδιοκτησία της Εναγόμενης 2 και αιτήτριας στην παρούσα, που είχε την ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ευθύνη και εξουσία να εξοφλήσει τα δάνεια σε ουσιώδη χρόνο χωρίς δικαίωμα άλλης καθυστέρησης. Η αναφορά μου σε αποφάσεις του 2006 για τις 5 αγωγές, δεν είναι επειδή έχω το δικαίωμα να αιτηθώ παραμερισμού και/ή ακύρωσης των εν λόγω δικαστικών αποφάσεων, μετά από πάροδο τόσων χρόνων αλλά για να στηρίξω την απάτη σε βάρος μου και από τους 3 Εναγόμενους ως αυτή μου έχει αποκαλυφθεί εν έτει 2023. Εκτός τούτου, κανένα εκ των υπερασπιστικών σημείων δεν έχει εκδικαστεί ποτέ από κανένα Δικαστήριο και επομένως τα σημεία αυτά καθίστανται επίδικα θέματα στην αγωγή απάτης 3394/2023 εφόσον η μη εκδίκαση των αποτελεί θέμα απάτης.»

 

Επαναλαμβάνει πολλές φορές αντίστοιχες θέσεις, όπως και ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στις Υπερασπίσεις και Ανταπαιτήσεις που είχε καταχωρήσει στις αγωγές του 2005. Στην παράγραφο 103, σελίδα 24 της ένορκης του δήλωσης, αναφέρει ότι «η αγωγή για απάτη βασίζεται σε πληροφορίες του έτους 2023. Δεν μπορεί ο μάρτυρας της Εναγόμενης 2 να μιλά εκ μέρους του Εναγόμενου 1, εφόσον ισχυρίζεται ότι δεν αφορούν την Εναγόμενη 2, εφόσον δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα που διέπουν τα επίδικα θέματα που αφορούν τον Εναγόμενο 1. Επαναλαμβάνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση επιτυχίας της αγωγής σε βάρος της Εναγόμενης 2 αγνοώντας ότι η Εναγόμενη 2 είναι ιδιοκτήτρια της κύριας εγγυήτριας των δανείων Longtail Properties. Και η ευθύνη της μη εξόφλησης των δανείων βαραίνει την Longtail Properties η οποία κατείχε στην δική της ιδιοκτησία τα μέσα προς εξόφληση των δανείων τα οποία παρέσχε σε αυτή ο καθ΄ου η αίτηση και ενάγων στην 3394/2023. Η Longtail Properties αποτελεί ένα από τα κύρια επίδικα θέματα προς εξέταση στην αγωγή απάτης, εφόσον αυτή είναι η αιτία για ότι υπαρχει σήμερα ακόμη ως χρέη δανείων.»

 

Δεν θα επεκταθώ περαιτέρω στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι την έχω αναγνώσει και έλαβα υπόψη το περιεχόμενο της στην απόφαση μου.

 

Αγορεύσεις. Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις. Ειδική αναφορά σε κάποια επιχειρήματα γίνεται κατωτέρω, στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο.

 

Πριν προχωρήσω περαιτέρω, σημειώνω ότι έχω μελετήσει την έκθεση απαίτησης, την Αίτηση, ένσταση και ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν εκάστη μαζί με τα τεκμήρια που τις συνοδεύουν. Έχω επίσης μελετήσει τις αγορεύσεις. Γνωρίζω, περαιτέρω, ολόκληρο το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.

 

Νομική βάση της Αίτησης. Η Αίτηση βασίζεται στον Κανονισμό 24.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Οι σχετικές διατάξεις έχουν ως εξής:

 

«24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

 

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

 

(α) κρίνει ότι:

 

(i) ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή

 

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος·και

 

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.»

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης, χωρίς δίκη, εναντίον του ενάγοντα, παρέχεται για πρώτη φορά μέσω των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Αντίστοιχη εξουσία δεν υπήρχε στη βάση των προηγούμενων Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Κυπριακή νομολογία ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί στην άσκηση αυτής της εξουσίας, δεν υπάρχει. Όμως, σύμφωνα με το λεκτικό, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αγωγή εν όλω ή εν μέρει εάν πληρούνται, σωρευτικά, δύο προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι (α) ο ενάγων δεν διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και (β) δεν υπάρχει άλλος επιτακτικός λόγος να διεξαχθεί δίκη.

 

Περαιτέρω, βοηθητική είναι η καθοδήγηση αναφορικά με την εφαρμογή του Μέρους 24.2 των νέων Θεσμών, από την Αγγλική νομολογία για την αντίστοιχη διάταξη των Αγγλικών Θεσμών, που είναι πανομοιότυπη[1].

 

Έχω ανατρέξει στις σχετικές παραγράφους του White Book 2021. Παραθέτω απόσπασμα από την παράγραφο 24.2.3, σελίδα 840 που, αν και μακροσκελές, είναι απόλυτα σχετικό και βοηθητικό:

 

«The following principles applicable to applications for summary judgement were formulated by Lawson J in Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) at [15] and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd’s Rep. I.R. 301 at 24:

 

i) The court must consider whether the claimant has a ‘realistic’ as opposed to ‘fanciful’ prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91;

 

ii) A ‘realistic’ claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim that is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];

 

iii) In reaching its conclusion the court must not conduct a ‘mini trial’: Swain v Hillman;

 

iv) This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted by contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel at [10];

 

v) However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgement but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550….»

 

Ανάλυση. Αυτό που παραμένει είναι η υπαγωγή των προϋποθέσεων και νομικών αρχών στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης ώστε να αποφασιστεί το αποτέλεσμα της Αίτησης.

 

Ουσιαστικό για σκοπούς της Αίτησης είναι κατά πόσο ο Ενάγων διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρει εναντίον της Εναγόμενης 2 και αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι η αγωγή να οδηγηθεί σε δίκη.

 

Το γενικό βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του αιτούντος διάδικου, εδώ Εναγόμενης 2, η οποία οφείλει να δείξει μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάζει ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή και κανένας επιτακτικός λόγος για διεξαγωγή δίκης. Εάν ο αιτών διάδικος αποσείσει το γενικό βάρος, τότε το ειδικό βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του αντίδικου, εδώ Ενάγοντα, για να στοιχειοθετήσει το αντίθετο.

 

Όπως επεξηγείται σχετικά στο White Book 2021, παράγραφος 24.2.5, σελίδα 842:

 

«… the overall burden of proof rests on the applicant to establish that there are grounds to believe that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for trial… If the applicant for summary judgement adduces credible evidence in support of their application, the respondent becomes subject to an evidential burden of proving some real prospect of success or some other reason for a trial. The standard of proof required of the respondent is not high.»

 

Έχω ήδη παραθέσει σε συντομία, όσα η Εναγόμενη 2 επικαλείται για να υποστηρίξει τη θέση ότι η αγωγή εναντίον της δεν διαθέτει πραγματική προοπτική να επιτύχει και ότι δεν υπάρχει λόγος η διαδικασία να προχωρήσει σε δίκη. Δεν θα τα επαναλάβω. Με όσα αναφέρονται στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση και με τα έγγραφα που έχουν παρουσιαστεί, θεωρώ ότι η Εναγόμενη 2 έχει αποσείσει το γενικό βάρος απόδειξης των θέσεων της ώστε το βάρος πλέον να μετατίθεται στον Ενάγοντα για να δείξει το αντίθετο. Ούτε όσα ο Ενάγων επικαλείται θα επαναλάβω. Έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, συμφωνώ με τη θέση της Εναγόμενης 2 ότι ο Ενάγων δεν διαθέτει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή.

 

Όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσης «πραγματική προοπτική επιτυχίας» στο Μέρος 24.2(α)(i) των Θεσμών, δεν επαρκεί ο Ενάγων να δείξει απλά ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση. Ο πήχης είναι πιο ψηλά, «more than merely arguable case», ως είχε τεθεί στην ED & F Mann Liquid Products v Patel (ανωτέρω). Πρέπει η μαρτυρία στην οποία βασίζεται ο Ενάγων να δείχνει ότι υπάρχει ρεαλιστική προοπτική, πέραν της απλής πιθανολόγησης, να στοιχειοθετηθεί η αξίωση που εγείρεται. Σαφώς, η εξέταση της μαρτυρίας σε αυτό το στάδιο δεν πρέπει να μετατρέψει τη διαδικασία της Αίτησης σε «μίνι δίκη», όπως επισημάνθηκε στην Swain v Hillman (ανωτέρω). Όμως, όπως επεξηγείται στο White Book 2021, παράγραφος 24.3.5:

 

«The respondent’s case must carry some degree of conviction: the court is not required to accept without analysis everything said by a party in his statements before the court (ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] C.P. Rep. 51 at [10]). In evaluating the prospects of success of a claim or defence, judges are not required to abandon their critical faculties (Calland v Financial Conduct Authority [2015] EWCA Civ 192 at [29]). However, the proper disposal of an issue under Pt 24 does not involve the judge in conducting a mini trial (Swain v Hillman [2001]1 All ER 91). Therefore the court hearing a Pt 24 application should be wary or trying issues of fact on evidence where the facts are apparently credible and are to be set against the facts being advanced by the other side. Choosing between them is the function of the trial judge, not the judge on an interim application, unless there is some inherent improbability in what is being asserted or some extraneous evidence which would contradict it.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, έχουν παρουσιαστεί οι συνταγμένες αποφάσεις ημερομηνίας 12.4.2006 στις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005. Έχει επίσης παρουσιαστεί το πρακτικό ίδιας ημερομηνίας στην αγωγή 6235/2005.

 

Θα παραθέσω αυτούσιο απόσπασμα από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.4.2006 στην αγωγή 6235/2005, το περιεχόμενο του οποίου είναι καθοριστικό στην έκβαση της παρούσας Αίτησης:

 

«Αίτηση ημερομηνίας 1.3.2006 για παραμερισμό απόφασης

 

Ημερομηνία: 12.4.2005           Ώρα: 9:10πμ

 

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτητή: κ. Α. Αιμιλιανίδης

Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κα Κραμβή

Αιτητής παρών

κ. Παπαχαραλάμπους, λειτουργός της Τράπεζας, παρών.

 

κ. Αιμιλιανίδης: Κύριε Πρόεδρε, ζητώ την άδεια του Δικαστηρίου να παραιτηθώ από την υπόθεση λόγω διαφωνίας με τον πελάτη μου ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης.

 

Δικαστήριο: Δίδεται άδεια στον κ. Αιμιλιανίδη να αποχωρήσει από δικηγόρος του αιτητή.

 

Δικαστήριο προς αιτητή: Είστε έτοιμος να προχωρήσετε μόνος σας;

 

Αιτητής: Μάλιστα.

 

Κα Κραμβή: Εντιμότατε, μπορώ παρακαλώ να έχω 10 λεπτά;

 

Δικαστήριο: Γιατί;

 

κα Κραμβή: Επειδή έχω κάτι άλλο σε άλλο Δικαστήριο. Απλά ήμουν με την εντύπωση ότι θα έκλεινε η υπόθεση. Απλώς να ενημερώσω άλλο συνάδελφο να κάμει την υπόθεση. Πέντε λεπτά σας παρακαλώ.

 

Αιτητής: Δεν έχω ένσταση.

 

Δικαστήριο: Θα δώσω 5 λεπτά στην κα Κραμβή.

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ (Ώρα: 9:15πμ)

 

Ώρα: 9:30πμ

Εμφανίσεις όπως και προηγουμένως.

 

κα Κραμβή: Εντιμότατε, έχει επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών στην παρούσα υπόθεση, καθώς και σε 4 άλλες υποθέσεις που αφορούν τους ίδιους διάδικους. Συγκεκριμένα στις υποθέσεις 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005.

 

Με βάση τη συμφωνία ο εναγόμενος 1 θα δεχτεί αποφάσεις ως οι απαιτήσεις των εναγόντων, νοουμένου ότι η εκτέλεση αυτών ανασταλεί για περίοδο μέχρι τις 31.12.2007.

 

Θα γίνει επίσης δήλωση ότι η Τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της συζύγου αυτού και εναγόμενης 2 στις εν λόγω αγωγές για την περίοδο που θα υπάρξει αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων για την εναγόμενο 1, δηλαδή μέχρι τις 31.12.2007.

 

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, όπου έχει ήδη εκδοθεί απόφαση και εκκρεμεί αίτηση παραμερισμού αυτής, ενόψει της πιο πάνω συμφωνίας, ο εναγόμενος 1 θα αποσύρει την αίτηση του για παραμερισμό και θα γίνει από μέρους μας δήλωση ότι η απόφαση η οποία έχει ήδη εκδοθεί εναντίον του δεν θα εκτελεστεί για περίοδο μέχρι τις 31.12.2007. Το ίδιο θα ισχύει και για οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της συζύγου αυτού και εναγόμενης 2.

 

Αιτητής: Εντιμότατε, αποσύρω την αίτηση μου.

 

κα Κραμβή: Ενόψει της απόσυρσης, δηλώνω ότι θα υπάρχει αναστολή όπως και μη λήψη μέτρων εναντίον της συζύγου του εναγόμενου 1, όπως έχω δηλώσει προηγουμένως, μέχρι 31.12.2007, αλλά ζητώ τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Δικαστήριο: Η αίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή-εναγόμενου 1, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η δήλωση της συνηγόρου των καθ’ ων – εναγόντων έχει σημειωθεί.»

 

Τα πρακτικά αυτά του Δικαστηρίου δεν έχουν αμφισβητηθεί. Συνεπώς, είναι δεδομένα και αδιαμφισβήτητα όσα διαδραματίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εκείνη την εμφάνιση όπως καταγράφονται στο κείμενο[2].

 

Ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι δεν συμφώνησε και δεν γνώριζε για την έκδοση των αποφάσεων στις αγωγές έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το πρακτικό του Δικαστηρίου. Ότι ήταν παρών κατά την αποπεράτωση της διαδικασίας στην αγωγή 6235/2005, δεν το αρνείται. Η παρουσία του, σε συνάρτηση με τις δηλώσεις που καταγράφονται δεν αφήνουν κανέναν περιθώριο επιτυχίας στον ισχυρισμό του περί άγνοιας. Γνώριζε τον συμβιβασμό που είχε συμφωνηθεί και γνώριζε ποια θα ήταν η πορεία των υποθέσεων στα πλαίσια του συμβιβασμού εκείνου.

 

Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα για σκοπούς αυτής της Αίτησης, διαφαίνεται ότι επιδιώκει να δικαστούν, μέσω της παρούσας αγωγής οι ισχυρισμοί που είχε προβάλει στις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις που είχε καταχωρήσει στις τέσσερεις αγωγές και οι λόγοι που είχε προβάλει στην προσπάθεια παραμερισμού της ερήμην απόφασης στην πέμπτη αγωγή. Αυτό δεν επιτρέπεται και δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας μιας τέτοιας προσπάθειας. Η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να καταστεί όχημα για να εκδικαστούν, έμμεσα, τα επίδικα θέματα των πέντε αγωγών. Εκείνες οι αγωγές έχουν τελεσιδικήσει από το 2006.

 

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος αμφισβήτησης δικαστικής απόφασης που έχει ληφθεί με δόλο, υπάρχουν αυστηροί κανόνες δικογράφησης και συγκεκριμένες προϋποθέσεις[3]. Μέσω της παρούσας αγωγής ο Ενάγων ούτε ζητά τον παραμερισμό/ακύρωση των αποφάσεων στις πέντε αγωγές ούτε δικογραφεί λεπτομέρειες απάτης ή δόλου στην έκδοση εκείνων των αποφάσεων, ώστε να μπορούν να τεθούν σε αμφισβήτηση.

 

Αναφέρει ο Ενάγοντας, τόσο στην ένορκη του δήλωση όσο και στην αγόρευση του, ότι δεν χρειαζόταν να ζητήσει τον παραμερισμό εκείνων των πέντε αποφάσεων γιατί όταν επιτύχει στην παρούσα αγωγή δεν θα δικαιούνται οι Εναγόμενες 2 και 3 να διεκδικούν εκποίηση της περιουσίας του και είσπραξης των εξ αποφάσεων χρεών. Αυτή η θέση είναι νομικά ανυπόστατη.

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το White Book 2021, παράγραφος 24.2.3(vii), σελίδα 841, από το οποίο αντλώ καθοδήγηση:

 

«…it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent’s case is bad in law, he will in truth have no real prospect of succeeding on his claim or successfully defending the claim against him, as the case may be. Similarly, if the applicant’s case is bad in law, the sooner that is determined, the better.»

 

Οι αποφάσεις στις πέντε αγωγές περιλαμβάνουν διατάγματα για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων. Δεν νοείται να εκδοθούν διατάγματα ακύρωσης εμπράγματων βαρών των ίδιων ακινήτων ενώ υφίστανται οι πέντε αποφάσεις.

 

Περαιτέρω, τα παράπονα του Ενάγοντα σε σχέση με καθυστέρηση στην λήψη μέτρων εκτέλεσης των αποφάσεων επίσης δεν στοιχειοθετούν ή αποκαλύπτουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης 2, ούτε βάση για να διεκδικεί τις θεραπείες που επιδιώκει μέσω της αγωγής. Τυχόν ΜΕΜΟ που έχουν εγγραφεί επί ακίνητης περιουσίας του Ενάγοντα, άλλης από εκείνης που βαρύνεται με τις επίδικες υποθήκες, δεν είναι μεμπτό. Είχε το δικαίωμα ο εξ αποφάσεως πιστωτής να το πράξει. Αν αυτά τα ΜΕΜΟ φαίνονται ακόμα ότι είναι γραμμένα υπέρ της Εναγόμενης 2, ούτε αυτό είναι μεμπτό. Εφόσον εξασφαλίζουν τα εξ αποφάσεως χρέη που προκύπτουν από τις πέντε αποφάσεις εναντίον του Ενάγοντα, τότε τα δικαιώματα σε αυτά έχουν μεταβιβαστεί στην Εναγόμενη 3.

 

Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειώσω ότι η παρούσα αγωγή είναι λανθασμένο δικονομικό διάβημα για αμφισβήτηση της νομιμότητας ή ορθότητας μέτρων εκτέλεσης ή άλλων μονομερών αιτήσεων που καταχωρήθηκαν σε άλλες διαδικασίες. Δεν είναι εφικτό, μέσω της παρούσας αγωγής, να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της μεταβίβασης των εξ αποφάσεων χρεών και των δικαιωμάτων των σχετικών εξασφαλίσεων από την Εναγόμενη 2 προς την Εναγόμενη 3.

 

Όπως επισημάνθηκε στην ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel (ανωτέρω) υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκδοχή της μια πλευράς είναι ξεκάθαρα χωρίς ουσία. Από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση συμβαίνει ακριβώς αυτό. Οι θεραπείες που ο Ενάγοντας ζητά στο παρακλητικό της αγωγής, δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς στο σώμα της έκθεσης απαίτησης. Οι θέσεις του στην ένορκη δήλωση και αγόρευση για την παρούσα Αίτηση, επίσης δεν συνάδουν με τη δικογραφημένη του θέση και τις θεραπείες που αξιώνει.

 

Έχω κατά νου ότι η παρούσα διαδικασία δεν είναι δίκη και δεν είναι το κατάλληλο πλαίσιο για αξιολόγηση μαρτυρίας, όμως το Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει τη δικαστική του κρίση («judges are not required to abandon their critical faculties», ως επισημαίνεται ανωτέρω).

 

Οι ισχυρισμοί, αναφορές και επιχειρήματα του Ενάγοντα, δεν στοιχειοθετούν πραγματική, ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις εναντίον της Εναγόμενης 2. Συγκεκριμένα, οι αξιώσεις για αποζημιώσεις για ζημιές και ψυχική πίεση είναι τελείως μετέωρες. Η αξίωση για διάταγμα ακύρωσης των επιβαρύνσεων επί της ακίνητης περιουσίας του είναι επίσης χωρίς νομικό ή πραγματικό έρεισμα. Η αξίωση για αποζημιώσεις για παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων ένεκα μονομερών αιτήσεων επίσης είναι ατεκμηρίωτη.

 

Περαιτέρω, και με δεδομένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις, δεν διακρίνω επιτακτικό λόγο για τον οποίο η απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης 2 να πρέπει να προχωρήσει σε δίκη. Στο White Book 2021, παράγραφος 24.2.4 παρατίθενται διάφορα παραδείγματα από Αγγλική νομολογία όπου κρίθηκε ότι συνέτρεχαν επιτακτικές περιστάσεις (compelling reasons) για σκοπούς του Pt 24, ώστε να επιτραπεί να προχωρήσει η υπόθεση σε δίκη. Η παρούσα δεν εμπίπτει ούτε προσομοιάζει σε οποιανδήποτε από εκείνες τις υποθέσεις.

 

Συνεπώς, καταλήγω ότι οι δύο προϋποθέσεις του Μέρους 24.2 πληρούνται για το σύνολο της απαίτησης του Ενάγοντα εναντίον της Εναγόμενης 2.

 

Στη βάση όλων των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιτύχει η Αίτηση.

 

Πριν ολοκληρώσω σημειώνω και τα εξής. Ο Ενάγοντας, εγείρει πάρα πολλά ζητήματα στην έκθεση απαίτησης, στην ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης και στην αγόρευση του. Πληθώρα θεμάτων που, εν πολλοίς, είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα της διαδικασίας. Δεν κρίνω αναγκαίο να απαντήσω σε κάθε επί μέρους ζήτημα που εγείρει. Η απόφαση μου σε σχέση με την Αίτηση έχει καθοριστεί από τις παραμέτρους που αναλύω πιο πάνω.

 

Το μόνο επιπλέον ζήτημα που θεωρώ ότι χρήζει απάντησης, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι η διαδικασία του Μέρους 24.2 καταστρατηγεί το Συνταγματικό δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Εξέτασα τα επιχειρήματα του και δεν συμφωνώ.

 

Ο Ενάγοντας δεν έχει αποστερηθεί του δικαιώματος του να προσφύγει στο Δικαστήριο. Αντίθετα έχει ασκήσει το δικαίωμα του με την καταχώρηση και προώθηση της αγωγής. Όμως, το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο δεν συνεπάγεται δικαίωμα προώθησης διαδικασιών εναντίον άλλων προσώπων, χωρίς ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και χωρίς ουσιαστικό λόγο. Το ίδιο δικαίωμα σε δίκαιη αντιμετώπιση από το Δικαστήριο, έχουν και οι αντίδικοι.

 

Συνιστά πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με δίκαιο τρόπο και αναλογικό κόστος. Το καθήκον αυτό περιλαμβάνει τον ταχύ και αποτελεσματικό χειρισμό κάθε υπόθεσης και δίκαιη κατανομή των πόρων του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για κατανομή πόρων και σε άλλες υποθέσεις. Η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει του Μέρους 24.2 είναι, ουσιαστικά, ένα εργαλείο για να μπορεί να είναι αποτελεσματικό και να προάγει τον πρωταρχικό σκοπό των δικονομικών κανόνων. Η αποτελεσματική διαχείριση των υποθέσεων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη.

 

Κατάληξη. Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται συνοπτική απόφαση στην αγωγή εναντίον του Ενάγοντα και, συνακόλουθα, η απαίτηση του Ενάγοντα εναντίον της Εναγόμενης 2 απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης και της αγωγής τα οποία, ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον του Ενάγοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Rule 24.2, Civil Procedure Rules (amended by the Civil Procedure (Amendment No. 3) Rules 2000)

[2] Μεταξύ άλλων Ματθαίου ν Θεμιστοκλέους (1998) 1 ΑΑΔ 1372, Σωτηριάδης ν Βασιλείου κ.α. (αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 801.

[3] Ενδεικτικά Josenco v Beard [1920] AC 298


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο