ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3394/2023

Μεταξύ:

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΣΑΡΔΟΥ

Ενάγοντα

και

 

1.   ΑΧΙΛΛΕΑ ΑΙΜΙΛΙΑΝΙΔΗ

2.   ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

3.   GORDIAN HOLDINGS LTD

Εναγόμενων

 

13 Ιουνίου, 2024

 

Εμφανίσεις:

Για Εναγόμενο 1/Αιτητή: κ. Νεοφύτου για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Ενάγοντας/Καθ’ ου η αίτηση, προσωπικά

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

στην αίτηση του Εναγόμενου 1/Αιτητή ημερομηνίας 30.1.2024
για συνοπτική απόφαση κατά του Ενάγοντα

 

 

Εισαγωγή/Υπόβαθρο. Προς καλύτερη κατανόηση των προς απόφαση ζητημάτων, ξεκινώ με μια σύντομη αναφορά στο υπόβαθρο της αγωγής και παρούσας διαδικασίας.

 

Όπως προκύπτει από την έκθεση απαίτησης και τις θέσεις που εκφράζονται εκατέρωθεν, περί το 1999 ο Ενάγοντας συνήψε πέντε συμφωνίες δανείου με την Τράπεζα Κύπρου. Μεταξύ των εξασφαλίσεων για τα δάνεια αυτά ήταν και υποθήκη επί ακινήτων του Ενάγοντα.

 

Σε σχέση με τα δάνεια αυτά, η Τράπεζα Κύπρου καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας πέντε αγωγές εναντίον του Ενάγοντα (εκεί εναγόμενου) και της πρώην συζύγου του. Πρόκειται για τις αγωγές με αριθμούς 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005, 2306/2005 και 6235/2005 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Στις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005 εκδόθηκαν εκ συμφώνου αποφάσεις στις 12.4.2006 υπέρ της Τράπεζας Κύπρου και εναντίον του Ενάγοντα (εναγόμενου στις εν λόγω αγωγές). Αυτό προκύπτει από αντίγραφα των συνταγμένων αποφάσεων που έχουν παρουσιαστεί. Στις αγωγές εκείνες, κατά την έκδοση των εκ συμφώνου αποφάσεων, ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) εκπροσωπείτο από τον Εναγόμενο 1, δικηγόρο. Οι αποφάσεις εκείνες, εκτός από διαταγή για πληρωμή οφειλόμενων ποσών, περιλάμβαναν και διατάγματα για εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων. Παράλληλα, προέβλεπαν για αναστολή εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007.

 

Στην αγωγή 6235/2005 είχε εκδοθεί απόφαση υπέρ της Τράπεζας Κύπρου και εναντίον του Ενάγοντα (εκεί εναγόμενου), την 1.11.2005, ένεκα της παράλειψης του να εμφανιστεί στην αγωγή. Στην υπόθεση εκείνη, ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) είχε καταχωρήσει αίτηση παραμερισμού της ερήμην απόφασης. Την αίτηση είχε καταχωρήσει εκ μέρους του ο δικηγόρος που τον εκπροσωπούσε, Εναγόμενος 1 στην παρούσα διαδικασία. Στις 12.4.2006 ενώ η αίτηση παραμερισμού ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Εναγόμενος 1 αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ενάγοντας (εκεί εναγόμενος) απέσυρε την αίτηση παραμερισμού αφού έγινε δήλωση από πλευράς της Τράπεζας Κύπρου ότι δεν θα προχωρούσε με μέτρα εκτέλεσης της απόφασης μέχρι 31.12.2007. Αυτό προκύπτει από αντίγραφο του πρακτικού ημερομηνίας 12.4.2006 στην αγωγή 6235/2005 που παρουσιάστηκε. Περαιτέρω αναφορά στο σχετικό πρακτικό γίνεται κατωτέρω.

 

Ο Ενάγοντας  δεν έχει πληρώσει τα εξ αποφάσεως χρέη του στις πέντε αγωγές. Προβάλλει διάφορες εξηγήσεις για αυτό. Στην πορεία, τα δικαιώματα στα εξ αποφάσεως χρέη και οι σχετικές εξασφαλίσεις μεταβιβάστηκαν στην Εναγόμενη 3 η οποία περί τις αρχές 2023 ξεκίνησε διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων του Ενάγοντα δυνάμει των διατάξεων του Ν. 9/1965. Με έναυσμα την προσπάθεια για εκποίηση, ο Ενάγοντας καταχώρησε την παρούσα αγωγή.

 

Μέσω της αγωγής ζητά απόφαση για ποσό €11.416.179,63, που αναφέρει ως το σημερινό υπόλοιπο των πέντε εξ αποφάσεως χρεών πλέον τόκο, καθώς και αποζημιώσεις για ψυχική πίεση και ταλαιπωρία. Ζητά επίσης αποζημίωση για «ανάρμοστους και ατεκμηρίωτους χαρακτηρισμούς που έχει αποδώσει ο εναγόμενος 1 στον ενάγοντα μέσω της επιστολής ημερομηνίας 13.11.2023». Η επιστολή στην οποία αναφέρεται ο Ενάγοντας είχε σταλθεί από τον Εναγόμενο 1 σε απάντηση της επιστολής απαίτησης του Ενάγοντα πριν την έγερση της αγωγής. Άλλες αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή δεν φαίνεται να αφορούν τον Εναγόμενο 1.

 

Παρενθετικά σημειώνω ότι ταυτόχρονα με την παρούσα αγωγή, ο Ενάγων είχε καταχωρήσει και ενδιάμεση αίτηση με την οποία επιδίωκε ουσιαστικά την αναστολή πλειστηριασμού ενυπόθηκων ακινήτων που είχε ξεκινήσει η Εναγόμενη 3. Η αίτηση εκείνη απορρίφθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 22.12.2023.

 

Σημειώνω επίσης ότι αφού επιφυλάχθηκε απόφαση του Δικαστηρίου στην παρούσα Αίτηση και αφού επιφυλάχθηκε απόφαση του Δικαστηρίου σε δύο αντίστοιχες αιτήσεις που έχουν καταχωρήσει οι Εναγόμενες 2 και 3, ο Ενάγων προχώρησε με την καταχώρηση τριών άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων στις 8.5.2024 που εκκρεμούν προς εκδίκαση. Πρόκειται για μια αίτηση εναντίον της Εναγόμενης 1 με την οποία ζητά περαιτέρω πληροφορίες στη βάση του Μέρους 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, μια αίτηση ίδιας φύσης εναντίον των Εναγόμενων 2 & 3 καθώς και δεύτερη αίτηση εναντίον των Εναγόμενων 2 & 3 με την οποία ζητά να προβούν σε παραδοχές γεγονότων στη βάση του Μέρους 15 των Θεσμών.

 

Αυτά για να δοθεί μια εικόνα του συνόλου του φακέλου της υπόθεσης.

 

Παρούσα Αίτηση. Μέσω της παρούσας Αίτησης, ο Εναγόμενος 1 ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Ενάγοντα επί του συνόλου της απαίτησης του και, συνακόλουθα, απόρριψη της αγωγής.

 

Είναι η θέση του Εναγόμενου 1 ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην απαίτηση του Ενάγοντα ούτε επιτακτικός λόγος η υπόθεση να προχωρήσει σε δίκη. Ο Ενάγων διαφωνεί και έχει εγείρει ένσταση ζητώντας την απόρριψη της Αίτησης.

 

Έκθεση Απαίτησης. Πριν προχωρήσω σε όσα επικαλείται η κάθε πλευρά προς υποστήριξη της Αίτησης και ένστασης αντίστοιχα, πρέπει να αναφερθώ συνοπτικά στο περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης.

 

Η έκθεση απαίτησης που καταχώρησε ο Ενάγων, εκτείνεται σε 35 σελίδες και 116 παραγράφους. Ο Ενάγων αναφέρεται στις 5 συμφωνίες δανείου που συνήψε με την Εναγόμενη 2, το 1999, και σε γεγονότα που οδήγησαν τόσο στη σύναψη των δανείων όσο και στην έγερση των αγωγών. Σε σχέση με τις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005 σημειώνει ότι διόρισε τον Εναγόμενο 1 και τον πατέρα του (που στο μεταξύ έχει αποβιώσει) για να τον εκπροσωπήσουν. Αναφορικά με την αγωγή 6235/2005, τους διόρισε επίσης με σκοπό να επιδιώξουν τον παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην του.

 

Πέραν αυτών το υπόλοιπο μέρος της έκθεσης απαίτησης, είναι ένα συνονθύλευμα παραπόνων του Ενάγοντα εναντίον της Εναγόμενης 2 για ενέργειες και παραλείψεις της σε σχέση με την χορήγηση των δανείων και χειρισμό των εξασφαλίσεων που είχαν δοθεί για αυτά, για τις ενέργειες του τότε δικηγόρου του Εναγόμενου 1 στον χειρισμό των υποθέσεων, επιχειρημάτων και απόψεων του Ενάγοντα για δικονομικά και νομικά ζητήματα καθώς και σχολιασμός αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε πριν την έγερση της αγωγής. Ο Ενάγων καταγράφει επίσης διάφορα παράπονα σε σχέση με τον τρόπο που διενεργήθηκε η επίδοση προς αυτόν του κλητηρίου εντάλματος στην αγωγή 6235/2005, καταγράφει την αντίληψη του για τη φύση και πιθανότητες επιτυχίας της υπεράσπισης που διέθετε στις τέσσερεις αγωγές και των ανταπαιτήσεων που είχε εγείρει καθώς και για τον τρόπο που ενήργησαν οι Εναγόμενες 2 και 3 σε σχέση με τα μέτρα εκτέλεσης των αποφάσεων.

 

Ο Ενάγων δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Δέχομαι ότι διάδικοι που χειρίζονται προσωπικά τις αγωγές τους, εκ των πραγμάτων, δεν γνωρίζουν και ίσως δεν δύνανται να ακολουθήσουν πιστά τους κανόνες ορθής δικογράφησης. Προσπάθησα να εστιάσω στην ουσία της έκθεσης απαίτησης ώστε να μην τεθεί σε μειονεκτική θέση ο Ενάγων για τον λόγο αυτό. Ταυτόχρονα όμως προσπάθησα να διασφαλίσω ότι δεν γίνονται «δικονομικές εκπτώσεις» που επηρεάζουν αρνητικά τα ουσιαστικά δικαιώματα των αντίδικων.

 

Προσεγγίζοντας το δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης υπό αυτό το πρίσμα, συνάγεται ότι το παράπονο του Ενάγοντα εναντίον του Εναγόμενου 1 είναι το εξής. Ισχυρίζεται ότι περί τις αρχές 2023 διαπίστωσε ότι το 2006 είχαν εκδοθεί εναντίον του εκ συμφώνου αποφάσεις στις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005 ενώ είχε αποσυρθεί η αίτηση παραμερισμού της απόφασης που είχε εκδοθεί στην αγωγή 6235/2005. Ενημερώθηκε επίσης ότι ο Εναγόμενος 1 τώρα εκπροσωπεί, ως δικηγόρος, πιστωτικά ιδρύματα και δη την Εναγόμενη 2 σε αγωγές ενώπιον Δικαστηρίων. Είναι η θέση του ότι ο Εναγόμενος 1 είχε δεχθεί αποφάσεις στις τέσσερις αγωγές εν αγνοία του και χωρίς τη δική του συγκατάθεση, παρότι διέθετε καλή υπεράσπιση στις αγωγές και προοπτικές επιτυχίας στις ανταπαιτήσεις που είχε εγείρει. Περαιτέρω, οι εκ συμφώνου αποφάσεις αυτές δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσες. Σε αυτή τη βάση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Εναγόμενος 1 ενήργησε ανεύθυνα, αντιδεοντολογικά το 2006, σε προ-συνεννόηση με την Εναγόμενη 2 για να τον εξαπατήσει. Σημειώνω ότι λεπτομέρειες δόλου ή απάτης δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο όμως, διαφαίνεται, ότι σε αυτή τη βάση εδράζει τις αξιώσεις του. Ο ίδιος περιγράφει την αγωγή ως «αγωγή απάτης».

 

Αυτά αναφορικά με την έκθεση απαίτησης του Ενάγοντα.

 

Θέση Εναγόμενου 1. Στα πλαίσια της Αίτησης, είναι η θέση του Εναγόμενου 1 ότι ο Ενάγων δεν διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή.

 

Για να υποστηρίξει τη θέση αυτή, παρουσιάζει μέσω της Αίτησης αντίγραφα των δικογράφων, αιτήσεων και ενόρκων δηλώσεων των πέντε αγωγών καθώς και αντίγραφα συνταγμένων αποφάσεων και πρακτικών. Παραθέτει λεπτομερές ιστορικό για τα γεγονότα που οδήγησαν στον διορισμό του από τον Ενάγοντα, για τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις και επικοινωνίες σε σχέση με την ουσία των υποθέσεων, συζητήσεις που έγιναν με την Τράπεζα Κύπρου και τους δικηγόρους της προς συμβιβασμό των αγωγών. Είναι η θέση του ότι, μαζί με τον Ενάγοντα και την Τράπεζα Κύπρου, είχαν καταλήξει σε συμβιβασμό των αγωγών. Στα πλαίσια του συμβιβασμού, είχε συμφωνηθεί ότι θα εκδίδονταν αποφάσεις στις τέσσερις αγωγές με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007 ενώ στην πέμπτη αγωγή θα εγκαταλείπονταν προσπάθειες για παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην, έναντι συμφωνίας ότι δεν θα λαμβάνονταν μέτρα εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007. Ενόψει του συμβιβασμού, οι ανταπαιτήσεις στις τέσσερις αγωγές θα αποσύρονταν και άλλα ενδιάμεσα διαβήματα θα συμπαρασύρονταν.

 

Αναφέρει ότι στις 12.4.2006 ο ίδιος και ο Ενάγων είχαν μεταβεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με σκοπό να δηλωθούν τα πιο πάνω προς διευθέτηση των αγωγών, όμως ο Ενάγων υπαναχώρησε με αποτέλεσμα ο ίδιος να ζητήσει άδεια να αποσυρθεί από την εκπροσώπηση του στην αγωγή 6235/2005. Κατόπιν, ο Ενάγων άλλαξε ιδέα και συμφώνησε εκ νέου στον ίδιο συμβιβασμό με τη δικηγόρο που εκπροσωπούσε την Τράπεζα Κύπρου. Ως αποτέλεσμα, ο Ενάγων απέσυρε την αίτηση του για παραμερισμό της απόφασης στην αγωγή 6235/2005. Ενόψει της αλλαγής στην στάση του Ενάγοντα, συνέχισε να τον εκπροσωπεί στις άλλες τέσσερις αγωγές στις οποίες την ίδια ημέρα εκδόθηκαν εκ συμφώνου αποφάσεις με την συμφωνημένη περίοδο αναστολής εκτέλεσης έκαστης απόφασης.

 

Ο Εναγόμενος 1 παραπέμπει στα πρακτικά του Δικαστηρίου και τις συνταγμένες αποφάσεις στις αγωγές, που παρουσιάστηκαν, και υποστηρίζει ότι αποδεικνύουν τη θέση του.

 

Προσθέτει ότι περί το 2005-2006 διατηρούσε συνεταιρισμό με τον πατέρα του και ενεργούσαν κατά βάση ως δικηγόροι δανειοληπτών και σε μεμονωμένες περιπτώσεις πελάτες τους ήταν πιστωτικά ιδρύματα. Μετά το 2014 ιδρύθηκε η δικηγορική εταιρεία Αιμιλιανίδης Κατσαρός η οποία ενεργεί ως δικηγόρος πιστωτικών ιδρυμάτων. Υποστηρίζει ότι καμία μαρτυρία υπάρχει που να στοιχειοθετεί ότι ενήργησε σε συμπαιγνία με την Εναγόμενη 2 σε σχέση με τον χειρισμό των υποθέσεων του Ενάγοντα το 2005-2006.

 

Είναι επίσης η θέση του Εναγόμενου 1 ότι κανένας λόγος συντρέχει για να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη.

 

Καταλήγει ότι μπορεί και πρέπει να εκδοθεί συνοπτική απόφαση εναντίον του Ενάγοντα για το σύνολο της απαίτησης.

 

Ένσταση Ενάγοντα. Ο Ενάγοντας έχει εγείρει ένσταση στην Αίτηση. Χαρακτηρίζει, όπως σημείωσα, την αγωγή του ως «αγωγή απάτης» και παραπονείται ότι ο Εναγόμενος 1 έχει ενεργήσει αντιδεοντολογικά απέναντι του.

 

Επαναλαμβάνει όσα αναφέρει και στην έκθεση απαίτησης ότι περί τις αρχές 2023 η Εναγόμενη 3 άρχισε τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων του και τότε περιήλθε σε γνώση του ότι ο Εναγόμενος 1 τώρα ενεργεί εκ μέρους πιστωτικών ιδρυμάτων. Παράλληλα, κατόπιν ερευνών του για την έκβαση των πέντε αγωγών, διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις που είχαν εκδοθεί δεν ήταν οικονομικά συμφέρουσες για τον ίδιο. Υποστηρίζει ότι δεν γνώριζε το περιεχόμενο των αποφάσεων και ουδέποτε συμφώνησε με αυτό.

 

Ειδικότερα, είναι η θέση του ότι οι Υπερασπίσεις και Ανταπαιτήσεις που είχε καταχωρήσει στις τέσσερις αγωγές ήταν βάσιμες και θα επιτύγχαναν. Το ίδιο υποστηρίζει και για την αίτηση παραμερισμού της απόφασης που είχε εκδοθεί ερήμην του στην πέμπτη αγωγή, ότι δηλαδή αυτή θα επιτύγχανε. Άρα, εισηγείται, δεν είχε λόγο να εγκαταλείψει τις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις που διέθετε για να δεχθεί την έκδοση αποφάσεων εναντίον του, οι οποίες ήταν οικονομικά επαχθείς. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει είναι ότι τον είχε εξαπατήσει ο Εναγόμενος 1, δικηγόρος του.

 

Στο σημείο αυτό, σημειώνω παρενθετικά, ότι τόσο στο δικόγραφο όσο και στην ένορκη δήλωση και στην αγόρευση του, ο Ενάγων αναφέρεται εκτενώς στην ουσία των απαιτήσεων στις πέντε αγωγές και στις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις που καταχώρησε. Αναφέρεται και αναλύει τις συμφωνίες χορήγησης των δανείων και τις συμφωνίες εξασφάλισης. Προσφέρει επίσης τις απόψεις του σε σχέση με άλλα διαβήματα/αιτήσεις που είχαν καταχωρηθεί στις πέντε αγωγές (αιτήσεις για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης, έκδοση συνοπτικής απόφασης και αίτηση συνένωσης), τη νομιμότητα της επίδοσης στην αγωγή 6235/2005 καθώς και την ερμηνεία που ο ίδιος αποδίδει σε αλληλογραφία σχετική με τις αγωγές που περιήλθε στην αντίληψη του.

 

Διευκρινίζω εξ αρχής ότι η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να καταστεί όχημα για να εκδικαστούν, έμμεσα, εκ νέου τα επίδικα θέματα των πέντε αγωγών. Εκείνες οι αγωγές έχουν τελεσιδικήσει από το 2006 και, μέσω της παρούσας αγωγής, ο Ενάγων δεν ζητά την ακύρωση εκείνων των αποφάσεων.

 

Επανέρχομαι στις θέσεις του Ενάγοντα στην υπό κρίση Αίτηση. Υποστηρίζει ότι ο ίδιος δεν γνώριζε το περιεχόμενο των αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον του ούτε είχε συμφωνήσει στην έκδοση αποφάσεων. Όπως το θέτει στην παράγραφο 78, σελίδα 23 της ένορκης του δήλωσης: «…ως εκ τούτου και με βάση ότι η υπεράσπιση και στις 5 αγωγές ήταν η ιδία εφόσον εγγυήσεις και εξασφαλίσεις ήταν οι ίδιες, με έπεισαν την 12/4/2006, χωρίς να μου αναφέρουν την 18/4/2006, ορισθείσαν ημερομηνία για την συνένωση, ότι δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει η αίτηση μου για ακύρωση στην 6235/2005 εφόσον θα γινόταν εκδίκαση της συνενωμένης αγωγής και για τις 5 αγωγές περί το έτος 2007. Και έτσι απέσυρα την αίτηση ακύρωσης με τον όρο της συνενωμένης εκδίκασης και των 5 αγωγών εντός του έτους 2007 και προς τούτο με διαβεβαίωσαν για την αναστολή μέχρι την 31/12/2007. Ήταν όμως αναστολή απόφασης για να εκδικαστούν οι παράγραφοι της υπεράσπισης και ανταπαίτησης μου και όχι αναστολή εκτέλεσης απόφασης. Έπαιξαν με τις λέξεις δικηγόροι και με εξαπάτησαν λέγοντας ΑΠΟΔΕΧΤΗΚΑ, αλλά δεν υπάρχει τίποτε γραπτό που να λέγει πραγματικά τι αποδέχτηκα.»

 

Αναφέρει επίσης σχετικά στην παράγραφο 107, σελίδα 32 της ένορκης του δήλωσης: «Σχετικά με την πέμπτη αγωγή 6235/2005 όταν εισήλθα στην αίθουσα του Δικαστηρίου εκπροσωπούμουν από δικηγόρο ο οποίος ζήτησε να αποσυρθεί μεν αλλά επανήλθε μετά δε, όταν με έπεισαν ο δικηγόρος μου και ο αντίδικος και ο εκπρόσωπος της Τράπεζας Κύπρου ότι έπρεπε να αποσύρω την αίτηση παραμερισμού στην απόφαση της 6235/2005 εφόσον θα γινόταν συνένωση των 5 αγωγών σε μια και θα εκδικάζοντο κατά τη διάρκεια του έτους 2007. Εντέχνως ο αιτητής στην παρούσα δεν αναφέρει ότι παραιτήθηκε από δικηγόρος μου και στις 5 υποθέσεις και επανήλθε σε όλες στην δική μου αντίληψη, χωρίς να μου διευκρινίσει ότι δεν επανήλθε στην 6235/2005 στην οποία με προέτρεψε ως δικηγόρος μου, μαζί με τους αντίδικους, να αποσύρω την αίτηση για τους λόγους που έχω προαναφέρει. Μόνο το γεγονός ότι προσπαθεί να με παρουσιάσει ότι εκπροσωπούσα τον εαυτό μου στην 6235/2005 στην οποία αυτός καταχώρησε την αίτηση παραμερισμού, το θεωρώ άλλο σημείο απάτης και παραπλάνησης της πραγματικότητας και του Σεβαστού Δικαστηρίου. Το μόνο που συμφώνησα και για τις 5 αγωγές ήταν η συνένωση τους και η εκδίκαση ΜΙΑΣ μόνο αγωγής κατά τη διάρκεια του έτους 2007 που είναι και ο πραγματικός λόγος της αναστολής μέχρι την 31/12/2007, δηλαδή αναστολή έκδοσης απόφασης και όχι αναστολή εκτέλεσης απόφασης.»

 

Αυτές είναι, πολύ συνοπτικά, οι θέσεις και μαρτυρία που προσέφερε ο Ενάγοντας.

 

Αγορεύσεις. Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές ετοίμασαν γραπτές αγορεύσεις. Ειδική αναφορά σε κάποια επιχειρήματα γίνεται κατωτέρω, στο βαθμό που κρίνεται αναγκαίο.

 

Πριν προχωρήσω περαιτέρω, σημειώνω ότι έχω μελετήσει την έκθεση απαίτησης, την Αίτηση, ένσταση και ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν εκάστη μαζί με τα τεκμήρια που τις συνοδεύουν. Έχω επίσης μελετήσει τις αγορεύσεις. Γνωρίζω, περαιτέρω, το περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής.

 

Νομική βάση της Αίτησης. Η Αίτηση βασίζεται στον Κανονισμό 24.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Οι σχετικές διατάξεις έχουν ως εξής:

 

«24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

 

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

 

(α) κρίνει ότι:

 

(i) ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή

 

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος·και

 

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.»

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης, χωρίς δίκη, εναντίον του ενάγοντα, παρέχεται για πρώτη φορά μέσω των νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας 2023. Αντίστοιχη εξουσία δεν υπήρχε στη βάση των προηγούμενων Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Κυπριακή νομολογία ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να λειτουργεί στην άσκηση αυτής της εξουσίας, δεν υπάρχει. Όμως, σύμφωνα με το λεκτικό, το Δικαστήριο μπορεί να απορρίψει αγωγή εν όλω ή εν μέρει εάν πληρούνται, σωρευτικά, δύο προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι (α) ο ενάγων δεν διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και (β) δεν υπάρχει άλλος επιτακτικός λόγος να διεξαχθεί δίκη.

 

Περαιτέρω, βοηθητική είναι η καθοδήγηση αναφορικά με την εφαρμογή του Μέρους 24.2 των νέων Θεσμών από την Αγγλική νομολογία για την αντίστοιχη διάταξη των Αγγλικών Θεσμών, που είναι πανομοιότυπη[1].

 

Έχω ανατρέξει στις σχετικές παραγράφους του White Book 2021. Παραθέτω απόσπασμα από την παράγραφο 24.2.3, σελίδα 840 που, αν και μακροσκελές, είναι απόλυτα σχετικό και βοηθητικό:

 

«The following principles applicable to applications for summary judgement were formulated by Lawson J in Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) at [15] and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd’s Rep. I.R. 301 at 24:

 

i) The court must consider whether the claimant has a ‘realistic’ as opposed to ‘fanciful’ prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91;

 

ii) A ‘realistic’ claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim that is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472 at [8];

 

iii) In reaching its conclusion the court must not conduct a ‘mini trial’: Swain v Hillman;

 

iv) This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted by contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel at [10];

 

v) However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgement but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550….»

 

Ανάλυση. Αυτό που παραμένει είναι η υπαγωγή των προϋποθέσεων και νομικών αρχών στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης ώστε να αποφασιστεί το αποτέλεσμα της Αίτησης.

 

Ουσιαστικό για σκοπούς της Αίτησης είναι κατά πόσο ο Ενάγων διαθέτει ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρει εναντίον του Εναγόμενου 1 και αν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι η αγωγή να οδηγηθεί σε δίκη.

 

Το γενικό βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του αιτούντος διάδικου, εδώ Εναγόμενου 1, ο οποίος οφείλει να δείξει μέσω της μαρτυρίας που παρουσιάζει ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή και κανένας επιτακτικός λόγος για διεξαγωγή δίκης. Εάν ο αιτών διάδικος αποσείσει το γενικό βάρος, τότε το ειδικό βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του αντίδικου, εδώ Ενάγοντα, για να στοιχειοθετήσει το αντίθετο.

 

Όπως επεξηγείται σχετικά στο White Book 2021, παράγραφος 24.2.5, σελίδα 842:

 

«… the overall burden of proof rests on the applicant to establish that there are grounds to believe that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for trial… If the applicant for summary judgement adduces credible evidence in support of their application, the respondent becomes subject to an evidential burden of proving some real prospect of success or some other reason for a trial. The standard of proof required of the respondent is not high.»

 

Έχω ήδη παραθέσει σε συντομία, όσα ο Εναγόμενος 1 επικαλείται για να υποστηρίξει τη θέση ότι η αγωγή εναντίον του δεν διαθέτει πραγματική προοπτική να επιτύχει και ότι δεν υπάρχει λόγος η διαδικασία να προχωρήσει σε δίκη. Δεν θα τα επαναλάβω. Με όσα αναφέρει στην ένορκη του δήλωση αλλά, κυρίως, με τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει, θεωρώ ότι ο Εναγόμενος 1 έχει αποσείσει το γενικό βάρος απόδειξης των θέσεων του ώστε το βάρος πλέον να μετατίθεται στον Ενάγοντα για να δείξει το αντίθετο. Ούτε όσα ο Ενάγων επικαλείται θα επαναλάβω. Έχω παραθέσει πιο πάνω μια σύνοψη.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια, συμφωνώ με τη θέση του Εναγόμενου 1 ότι ο Ενάγων δεν διαθέτει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην αγωγή.

 

Όπως προκύπτει από τη χρήση της φράσης «πραγματική προοπτική επιτυχίας» στο Μέρος 24.2(α)(i) των Θεσμών, δεν επαρκεί ο Ενάγων να δείξει απλά ότι διαθέτει συζητήσιμη υπόθεση. Ο πήχης είναι πιο ψηλά, «more than merely arguable case», ως είχε τεθεί στην ED & F Mann Liquid Products v Patel (ανωτέρω). Πρέπει η μαρτυρία στην οποία βασίζεται ο Ενάγων να δείχνει ότι υπάρχει ρεαλιστική προοπτική να στοιχειοθετηθεί η αξίωση που εγείρεται. Σαφώς, η εξέταση της μαρτυρίας σε αυτό το στάδιο δεν πρέπει να μετατρέψει τη διαδικασία της Αίτησης σε «μίνι δίκη», όπως επισημάνθηκε στην Swain v Hillman (ανωτέρω). Όμως, ως επεξηγείται στο White Book 2021, παράγραφος 24.3.5:

 

«The respondent’s case must carry some degree of conviction: the court is not required to accept without analysis everything said by a party in his statements before the court (ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472; [2003] C.P. Rep. 51 at [10]). In evaluating the prospects of success of a claim or defence, judges are not required to abandon their critical faculties (Calland v Financial Conduct Authority [2015] EWCA Civ 192 at [29]). However, the proper disposal of an issue under Pt 24 does not involve the judge in conducting a mini trial (Swain v Hillman [2001]1 All ER 91). Therefore the court hearing a Pt 24 application should be wary or trying issues of fact on evidence where the facts are apparently credible and are to be set against the facts being advanced by the other side. Choosing between them is the function of the trial judge, not the judge on an interim application, unless there is some inherent improbability in what is being asserted or some extraneous evidence which would contradict it.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, έχουν παρουσιαστεί οι συνταγμένες αποφάσεις ημερομηνίας 12.4.2006 στις αγωγές 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005. Έχει επίσης παρουσιαστεί το πρακτικό ίδιας ημερομηνίας στην αγωγή 6235/2005.

 

Θα παραθέσω αυτούσιο απόσπασμα από το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 12.4.2006 στην αγωγή 6235/2005, το περιεχόμενο του οποίου είναι καθοριστικό στην έκβαση της παρούσας Αίτησης:

 

«Αίτηση ημερομηνίας 1.3.2006 για παραμερισμό απόφασης

 

Ημερομηνία: 12.4.2005           Ώρα: 9:10πμ

 

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτητή: κ. Α. Αιμιλιανίδης

Για τους Καθ’ ων η αίτηση: κα Κραμβή

Αιτητής παρών

κ. Παπαχαραλάμπους, λειτουργός της Τράπεζας, παρών.

 

κ. Αιμιλιανίδης: Κύριε Πρόεδρε, ζητώ την άδεια του Δικαστηρίου να παραιτηθώ από την υπόθεση λόγω διαφωνίας με τον πελάτη μου ως προς τον χειρισμό της υπόθεσης.

 

Δικαστήριο: Δίδεται άδεια στον κ. Αιμιλιανίδη να αποχωρήσει από δικηγόρος του αιτητή.

 

Δικαστήριο προς αιτητή: Είστε έτοιμος να προχωρήσετε μόνος σας;

 

Αιτητής: Μάλιστα.

 

Κα Κραμβή: Εντιμότατε, μπορώ παρακαλώ να έχω 10 λεπτά;

 

Δικαστήριο: Γιατί;

 

κα Κραμβή: Επειδή έχω κάτι άλλο σε άλλο Δικαστήριο. Απλά ήμουν με την εντύπωση ότι θα έκλεινε η υπόθεση. Απλώς να ενημερώσω άλλο συνάδελφο να κάμει την υπόθεση. Πέντε λεπτά σας παρακαλώ.

 

Αιτητής: Δεν έχω ένσταση.

 

Δικαστήριο: Θα δώσω 5 λεπτά στην κα Κραμβή.

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ (Ώρα: 9:15πμ)

 

Ώρα: 9:30πμ

Εμφανίσεις όπως και προηγουμένως.

 

κα Κραμβή: Εντιμότατε, έχει επέλθει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών στην παρούσα υπόθεση, καθώς και σε 4 άλλες υποθέσεις που αφορούν τους ίδιους διάδικους. Συγκεκριμένα στις υποθέσεις 2303/2005, 2304/2005, 2305/2005 και 2306/2005.

 

Με βάση τη συμφωνία ο εναγόμενος 1 θα δεχτεί αποφάσεις ως οι απαιτήσεις των εναγόντων, νοουμένου ότι η εκτέλεση αυτών ανασταλεί για περίοδο μέχρι τις 31.12.2007.

 

Θα γίνει επίσης δήλωση ότι η Τράπεζα δεν θα προχωρήσει σε οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της συζύγου αυτού και εναγόμενης 2 στις εν λόγω αγωγές για την περίοδο που θα υπάρξει αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων για την εναγόμενο 1, δηλαδή μέχρι τις 31.12.2007.

 

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, όπου έχει ήδη εκδοθεί απόφαση και εκκρεμεί αίτηση παραμερισμού αυτής, ενόψει της πιο πάνω συμφωνίας, ο εναγόμενος 1 θα αποσύρει την αίτηση του για παραμερισμό και θα γίνει από μέρους μας δήλωση ότι η απόφαση η οποία έχει ήδη εκδοθεί εναντίον του δεν θα εκτελεστεί για περίοδο μέχρι τις 31.12.2007. Το ίδιο θα ισχύει και για οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης εναντίον της συζύγου αυτού και εναγόμενης 2.

 

Αιτητής: Εντιμότατε, αποσύρω την αίτηση μου.

 

κα Κραμβή: Ενόψει της απόσυρσης, δηλώνω ότι θα υπάρχει αναστολή όπως και μη λήψη μέτρων εναντίον της συζύγου του εναγόμενου 1, όπως έχω δηλώσει προηγουμένως, μέχρι 31.12.2007, αλλά ζητώ τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Δικαστήριο: Η αίτηση αποσύρεται και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή-εναγόμενου 1, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

Η δήλωση της συνηγόρου των καθ’ ων – εναγόντων έχει σημειωθεί.»

 

Τα πρακτικά αυτά του Δικαστηρίου δεν έχουν αμφισβητηθεί με τον ορθό τρόπο. Συνεπώς, είναι δεδομένα και αδιαμφισβήτητα όσα διαδραματίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατ’ εκείνη την εμφάνιση, όπως καταγράφονται στο κείμενο[2].

 

Η εκδοχή του Ενάγοντα ως προς τα γεγονότα είναι τελείως αντίθετη με το αδιαμφισβήτητο και δεδομένο περιεχόμενο των πρακτικών. Μετά την απόσυρση του δικηγόρου του, ο Ενάγοντας ερωτήθηκε από το Δικαστήριο εάν ήταν έτοιμος να προχωρήσει μόνος του και απάντησε θετικά. Ακολούθως, δηλώθηκε ότι επήλθε συμφωνία για διευθέτηση των πέντε αγωγών. Δηλώθηκε ότι θα εκδοθεί απόφαση εναντίον του Ενάγοντα ως η απαίτηση της Τράπεζας Κύπρου σε έκαστη εκ των τεσσάρων άλλων αγωγών με αναστολή εκτέλεσης της απόφασης μέχρι 31.12.2007 καθώς και ότι στην αγωγή 6235/2005 θα απέσυρε την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης και η Τράπεζα Κύπρου δεν θα λάμβανε μέτρα εκτέλεσης μέχρι 31.12.2007. Ακολούθησε η έκδοση εκ συμφώνου αποφάσεων στις τέσσερις αγωγές εναντίον του Ενάγοντα, κατ’ αυτό ακριβώς τον τρόπο που είχε δηλωθεί, δηλαδή ως η απαίτηση της Τράπεζας Κύπρου με αναστολή εκτέλεσης των πέντε αποφάσεων μέχρι 31.12.2007.

 

Όπως επισημάνθηκε στην ED & F Man Liquid Products Ltd v Patel (ανωτέρω) υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκδοχή της μια πλευράς είναι ξεκάθαρα χωρίς ουσία, ιδιαίτερα όταν η εκδοχή αναιρείται από έγγραφη μαρτυρία που ανάγεται στον ουσιώδη χρόνο. Θεωρώ ότι στην παρούσα περίπτωση συμβαίνει ακριβώς αυτό. Η εικόνα ως προς τα γεγονότα που προκύπτει από τα πρακτικά του Δικαστηρίου στην αγωγή 6235/2005 είναι ξεκάθαρη και δεν επιδέχεται οποιασδήποτε αμφισβήτησης. Οι σημερινές αναφορές του ενάγοντα ότι ουδέποτε συμφώνησε στην έκδοση αποφάσεων, ότι δεν είχε συμφωνηθεί αναστολή εκτέλεσης αλλά «αναστολή εκδίκασης» των αγωγών μέχρι 31.12.2007 ώστε να συνενωθούν και να συνεκδικαστούν, πέραν του ότι προσκρούει στο κείμενο των εγγράφων, αντιστρατεύεται και την κοινή λογική.

 

Θα παραθέσω απόσπασμα από την παράγραφο 88 σελίδα 26 της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα στην οποία αναφέρεται σε αυτή του τη θέση. Πρόκειται για ένα από πολλά σημεία στην ένορκη του δήλωση και αγόρευση όπου αναφέρει αντίστοιχες θέσεις:

 

«Στο πρακτικό του τεκμηρίου 17 παρουσιάζεται ερώτηση του Δικαστηρίου προς τον Αιτητή αν ήμουν έτοιμος να προχωρήσω μόνος μου. Που ήξερε ο κ. Ναθαναήλ ότι ήμουν έτοιμος να προχωρήσω μόνος μου αν δεν προηγήθηκε κάποια συζήτηση που δεν παρουσιάζεται στο πρακτικό. Και επειδή γνωρίζω ότι έγιναν συζητήσεις ενώπιον του, γιατί δεν είναι συμπληρωμένα τα πρακτικά για να παρουσιάζουν την όλη εικόνα του τι έλαβε χώρα, που περιλαμβάνουν και τις προσπάθειες των κ.κ. Αιμιλιανίδης και Παπαλαμπριανού να με πείσουν ότι έπρεπε να αποσύρω ένεκεν του ότι οι 5 αγωγές θα συνενώνονταν σε μια; Τα πρακτικά παρουσιάζουν μιαν εικόνα με ελλείψεις ως να επήγα εκεί για να αυτοκτονήσω περιουσιακώς και να αποδεχτώ αποφάσεις εναντίον μου ΜΟΝΟ με αναστολή εκτέλεσης απόφασης μέχρι την 31/12/2007 και μάλιστα αναφέρονται και στις άλλες 4 αγωγές που ήταν ενώπιον άλλων δικαστών. Δηλαδή ο κ. Ναθαναήλ αποφάσισε εκ μέρους και των άλλων 4 δικαστών;»

 

Έχω κατά νου ότι η παρούσα διαδικασία δεν είναι δίκη και δεν είναι το κατάλληλο πλαίσιο για αξιολόγηση μαρτυρίας όμως το Δικαστήριο διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει τη δικαστική του κρίση («judges are not required to abandon their critical faculties», ως επισημαίνεται στο White Book 2021 παράγραφος 24.3.35, ανωτέρω).

 

Το όλο επιχείρημα του Ενάγοντα, δεν στέκει στη βάσανο της λογικής και φαντάζει απίθανο («inherent improbability» ως το απόσπασμα από το White Book 2021 παράγραφος 24.3.5, ανωτέρω). Είναι η θέση του ότι στις 12.4.2006 είχε συμφωνηθεί ότι θα υπήρχε αναστολή στην εκδίκαση των αγωγών μέχρι 31.12.2007, οπόταν και θα γινόταν η συνεκδίκαση τους. Όμως, το 2007 ήρθε και παρήλθε. Κανένα ενδιαφέρον, καμία όχληση προς τον δικηγόρο του, καμία απορία ως προς το πότε θα δικαστούν οι υποθέσεις του ή τι αυτές απέγειναν. Μόλις τις αρχές του 2023, όταν η Εναγόμενη 3 άρχισε τη διαδικασία εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων, του εγέρθηκαν υποψίες και προέβη σε έρευνες, όπως αναφέρει. Με κάθε σεβασμό αυτή η εκδοχή είναι τελείως παράλογη.

 

Επιπλέον, ο Ενάγων βασίζεται σε αναφορά του Εναγόμενου 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση ότι περί το 2005-2006 ο συνεταιρισμός που διατηρούσε με τον πατέρα του αναλάμβανε μεμονωμένα υποθέσεις τραπεζών. Παραπονείται ότι η παράλειψη του Εναγόμενου 1 να τον ενημερώσει περί αυτού πριν του αναθέσει τις υποθέσεις του ήταν αντιδεοντολογική. Το παρόν Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο σώμα να αποφασίζει ζητήματα που αφορούν δικηγορική δεοντολογία. Σε ότι αφορά την παρούσα αγωγή, το μόνο που θα αναφέρω είναι ότι ακόμα και αν διαπιστωθεί αντιδεοντολογική συμπεριφορά, αυτό πόρρω απέχει από το να στοιχειοθετήσει πραγματική προοπτική επιτυχίας σε «αγωγή απάτης», όπως την περιγράφει ο Ενάγοντας, εναντίον δικηγόρου.

 

Συνεπώς, συγκεφαλαιώνοντας τα πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στις αντίστοιχες αξιώσεις εναντίον του Εναγόμενου 1.

 

Περαιτέρω, και με δεδομένη την πιο πάνω διαπίστωση, δεν διακρίνω επιτακτικό λόγο για τον οποίο η απαίτηση εναντίον του Εναγόμενου 1 να πρέπει να προχωρήσει σε δίκη. Στο White Book 2021, παράγραφος 24.2.4 παρατίθενται διάφορα παραδείγματα από Αγγλική νομολογία όπου κρίθηκε ότι συνέτρεχαν επιτακτικές περιστάσεις (compelling reasons) για σκοπούς του Pt 24, ώστε να επιτραπεί να προχωρήσει η υπόθεση σε δίκη. Η παρούσα δεν εμπίπτει ούτε προσομοιάζει σε οποιανδήποτε από εκείνες τις υποθέσεις.

 

Όσα αναφέρω πιο πάνω σχετίζονται με τις αξιώσεις εναντίον του Εναγόμενου 1 που αφορούν αποζημιώσεις για ισχυριζόμενες ζημιές €11.416.179,63 πλέον τόκους επί του ποσού αυτού καθώς και αποζημιώσεις για ψυχική ταλαιπωρία. Εγείρεται όμως εναντίον του Εναγόμενου 1 και αξίωση για «αποζημιώσεις για τους ανάρμοστους και ατεκμηρίωτους χαρακτηρισμούς που έχει αποδώσει ο Εναγόμενος αρ. 1 στον Ενάγοντα μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 13/11/2023.»

 

Για τη συγκεκριμένη αξίωση θα είμαι σύντομη. Καμία βάση αγωγής ή μαρτυρία που να στοιχειοθετεί δικαίωμα σε αποζημίωση προκύπτει ή αποκαλύπτεται στην έκθεση απαίτηση ή στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα σε σχέση με την εν λόγω επιστολή. Ακολουθεί ότι καμία πραγματική προοπτική επιτυχίας διακρίνω, ούτε επιτακτικό λόγο να διεξαχθεί δίκη σε σχέση με αυτή την αξίωση.

 

Συνεπώς, καταλήγω ότι οι δύο προϋποθέσεις του Μέρους 24.2 πληρούνται για το σύνολο της απαίτησης του Ενάγοντα εναντίον του Εναγόμενου 1.

 

Στη βάση όλων των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου, κρίνω ότι είναι ορθό και δίκαιο να επιτύχει η Αίτηση.

 

Πριν ολοκληρώσω σημειώνω και τα εξής. Ο Ενάγοντας, εγείρει πάρα πολλά ζητήματα στην έκθεση απαίτησης, στην ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης και στην αγόρευση του. Πληθώρα θεμάτων που, εν πολλοίς, είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα της διαδικασίας. Δεν κρίνω αναγκαίο να απαντήσω σε κάθε επί μέρους ζήτημα που εγείρει. Η απόφαση μου σε σχέση με την Αίτηση έχει καθοριστεί από τις παραμέτρους που αναλύω πιο πάνω.

 

Το μόνο επιπλέον ζήτημα που θεωρώ ότι χρήζει απάντησης, είναι η θέση του Ενάγοντα ότι η διαδικασία του Μέρους 24.2 καταστρατηγεί το Συνταγματικό δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Εξέτασα τα επιχειρήματα του και δεν συμφωνώ.

 

Ο Ενάγοντας δεν έχει αποστερηθεί του δικαιώματος του να προσφύγει στο Δικαστήριο. Αντίθετα έχει ασκήσει το δικαίωμα του με την καταχώρηση και προώθηση της αγωγής. Όμως, το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο δεν συνεπάγεται δικαίωμα προώθησης διαδικασιών εναντίον άλλων προσώπων, χωρίς ρεαλιστική προοπτική επιτυχίας και χωρίς ουσιαστικό λόγο. Εξ άλλου, δικαίωμα σε δίκαιη αντιμετώπιση στο Δικαστήριο διαθέτουν και οι αντίδικοι.

 

Συνιστά πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου να διαχειρίζεται τις υποθέσεις με δίκαιο τρόπο και αναλογικό κόστος. Το καθήκον αυτό περιλαμβάνει τον ταχύ και αποτελεσματικό χειρισμό κάθε υπόθεσης και δίκαιη κατανομή των πόρων του Δικαστηρίου, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης για κατανομή πόρων και σε άλλες υποθέσεις. Η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο δυνάμει του Μέρους 24.2 είναι, ουσιαστικά, ένα εργαλείο για να μπορεί να είναι αποτελεσματικό και να προάγει τον πρωταρχικό σκοπό των δικονομικών κανόνων. Η αποτελεσματική διαχείριση των υποθέσεων είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης των πολιτών στη δικαιοσύνη.

 

Κατάληξη. Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται συνοπτική απόφαση στην αγωγή εναντίον του Ενάγοντα και, συνακόλουθα, η απαίτηση του Ενάγοντα εναντίον του Εναγόμενου 1 απορρίπτεται στο σύνολο της.

 

Παραμένει το θέμα των εξόδων της Αίτησης και της αγωγής τα οποία, ακολουθώντας το αποτέλεσμα επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 1 και εναντίον του Ενάγοντα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)  …………………………………………………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Rule 24.2, Civil Procedure Rules (amended by the Civil Procedure (Amendment No. 3) Rules 2000)

[2] Μεταξύ άλλων Ματθαίου ν Θεμιστοκλέους (1998) 1 ΑΑΔ 1372, Σωτηριάδης ν Βασιλείου κ.α. (αρ. 1) (1992) 1 ΑΑΔ 801.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο