ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Γεν. Αίτ: 645/2022

 

Επί της αφορώσι την εταιρεία ALPHA CREDIT ACQUISITION COMPANY LIMITED

και

 

Επί της αφορώσι την εταιρεία SKY CΑC LIMITED

 

Επί της αφορώσι το προταθέν Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της εταιρείας ALPHA CREDIT ACQUISITION COMPANY LIMITED και της εταιρείας SKY CΑC LIMITED και του μετόχου αυτών με βάση τα άρθρα 198,199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113

------------------

Αίτηση ημερ. 05/01/2024 για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης από τους Αιτητές

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 31 Μαΐου, 2024.

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητές : κ. Παρασκευάς με κο Κασσιανή

Για Καθ΄ ων η Αίτηση : κ. Μακρίδης για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για Κεντρική Τράπεζα: κα Θεοδώρου για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την υπό κρίση αίτηση οι Αιτητές ζητούν την άδεια του Δικαστηρίου για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, του Ανδρέα Ιωάννου, στα πλαίσια της Αίτησης Παραμερισμού, ημερ. 16/02/2023, του διατάγματος με το οποίο εγκρίθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της ACAC Limited και της SKY CAC Limited και του μετόχου αυτών.

 

Νομική βάση της αίτησης αποτέλεσαν, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 2, 22, 29-32 και 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα άρθρα 1 - 25 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου ως τροποποιήθηκε με τον περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Τροποποιητικό Νόμο του 2018 (Ν.86(Ι)/2018) και συγκεκριμένα αλλά χωρίς περιορισμό τα άρθρα 2 - 19, 16, 23Α μέχρι 23ΙΘ, 39, 33, 43 και 44 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου Ν.66(Ι)/1997), τα άρθρα 2, 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, τα άρθρα 5, 21, 27, 32, 44, 44Α(1) μέχρι 44Θ(2) και 44ΙΕ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (Ν.9/1965), στους περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Διαδικαστικούς Κανονισμούς, Κ.Δ.Π.185/2015, τα άρθρα 23 και 24 του περί Συμβάσεως Νόμου, τα άρθρα 1 ‑ 12 των περί Εταιρειών Διαδικαστικών Κανονισμών, η Δ.48 θ.θ. 1- 12, Δ.39 θ.θ. 1- 21, Δ.64 θ.θ.1-3, Δ.57 θ.θ.1-2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, η Οδηγία (ΕΕ) 2021/2167 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2021 για τους Διαχειριστές Πιστώσεων και Αγοραστές Πιστώσεων και την Τροποποίηση των Οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2014/17/ΕΕ, τα Άρθρα 47, 52, 53 και 54 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, τα Άρθρα 23, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και η ακολουθούμενη πρακτική και σχετική νομολογία.

 

Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Αντρέα Ιωάννου, Αιτητή 7, στην Αίτηση Παραμερισμού, ενός εκ των διευθυντών και ιδρυτών του Συγκροτήματος και Ομίλου ALPHA PANARETI, ο οποίος εκπροσωπεί όλους τους Αιτητές. Σύμφωνα με τον Ομνύοντα, η ανάγκη για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στην Αίτηση Παραμερισμού προέκυψε μετά από μελέτη της Ειδοποίησης Ένστασης ημερομηνίας 15/05/2023, που καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ισχυρίζεται ότι η καταχωρισθείσα από τους Καθ΄ων η αίτηση Ένσταση στην Αίτηση Παραμερισμού συνοδεύεται και υποστηρίζεται από τέσσερεις ένορκες δηλώσεις από αξιωματούχους ή και υπαλλήλους των Καθ’ ων η αίτηση και ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σ’ αυτές θα πρέπει να καταρριφθούν. Προωθεί τη θέση ότι με την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση υπάρχει η πρόθεση να παρατεθούν νέα γεγονότα, καθώς επίσης και να αντικρουστούν και απαντηθούν οι ισχυρισμοί και γεγονότα που περιγράφονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Ένσταση ημερομηνίας 15/05/2023 και ειδικότερα οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση του κ. Τοφαρίδη.

 

Ως προς το περιεχόμενο της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης επιθυμεί όπως προσκομιστεί ως Τεκμήριο η απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (εφεξής ΕΚΤ) ημερ. 10/11/2023, η οποία συνιστά την απάντηση στις καταγγελίες των Αιτητών που σχετίζονται με την απόκρυψη της μεταφοράς των δανείων της Alpha Bank Ltd, τα έτη 2012 – 2014, προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGICYPRE ERMIS LTD, έτσι ώστε να καταρριφθεί ο ισχυρισμός του κ. Τοφαρίδη ότι οι μεταφορές των δανείων έγιναν νομότυπα και ότι είχαν την έγκριση όλων των αρμοδίων αρχών και του επόπτη της Alpha Bank Ltd, ήτοι της Κεντρικής Τράπεζας, αποκρύβοντας ότι επόπτης της Alpha Bank Ltd είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ του απάντησε στις 10/11/2023, με επιστολή, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αναφέροντας ότι οι καταγγελίες σχετικά με τις συγκεκριμένες μεταφορές δανείων αξιολογούνται από την ΕΚΤ προκειμένου να αποφασίσει σε ποιες ενέργειες θα προβεί από εποπτική σκοπιά, σε σχέση με τις μεταφορές των δανείων από τις συγκεκριμένες εταιρείες. Προωθεί τη θέση ότι η απάντηση της ΕΚΤ επιβεβαιώνει ότι αφενός είναι ο επόπτης της Alpha Bank Ltd και αφετέρου ότι δεν είχε δώσει την έγκρισή της για τις συγκεκριμένες μεταφορές δανείων αλλά ούτε και ενημερώθηκε για αυτές. Ως εκ τούτου, είναι η θέση του ότι η κατάθεση της συγκεκριμένης επιστολής, με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, είναι αναγκαία και εξαιρετικά σημαντική.

 

Ο ίδιος επιθυμεί όπως για το θέμα της εποπτείας και της έγκρισης των μεταφορών των δανείων από την Alpha Bank Ltd προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGICYPRE ERMIS LTD τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η συνήγορος της Κεντρικής Τράπεζας, στις 07/11/2023 είχε δηλώσει, για πρώτη φορά, ότι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν είναι ο επόπτης της Alpha Bank Ltd, αλλά επόπτης είναι η ΕΚΤ. Οπόταν, θα επιβεβαιωθεί το γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί η άδεια του επόπτη της Alpha Bank Ltd για τις μεταφορές των δανείων. Σε έρευνα την οποία διενήργησε ο ίδιος, επιβεβαίωσε ότι η ΕΚΤ εποπτεύει απευθείας και άμεσα τις πιο σημαντικές τράπεζες της Ευρωζώνης μαζί με τις θυγατρικές τους εταιρείες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η Alpha Bank Cyprus Ltd ως θυγατρική της μητρικής Alpha Α.Ε. και της οποίας η μητρική είναι η Alpha Υπηρεσιών και Συμμετοχών Α.Ε.. Κατά τη δική του άποψη, οι συγκεκριμένες πληροφορίες θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Όλα αυτά τα γεγονότα, είναι η θέση του, απεκρύβησαν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο των Αιτ. Αρ. 1004/21, 645/22 και 655/22, οι οποίες οδήγησαν στην έγκριση των Σχεδίων Διακανονισμού που αφορούν τις μεταφορές δανείων από την Alpha Bank Cyprus Ltd και τη διαδρομή τους προς τις διάφορες θυγατρικές του Ελληνικού Ομίλου Alpha Bank Α.Ε.

 

Ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να κληθεί ως διάδικος και η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα, η οποία αποτελεί την αρμόδια αρχή για το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, αφού, όπως παραδέχεται ο κ. Τοφαρίδης, είχαν μεταφερθεί οι ζημιές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από τον ισολογισμό της Alpha Bank Κύπρου προς τον ισολογισμό της μητρικής ελληνικής εταιρείας με αποτέλεσμα να αναγράφονται στον δικό της ισολογισμό. Επιπρόσθετα, προωθεί τη θέση ότι η μητρική εταιρεία παρείχε οικονομική στήριξη στη θυγατρική της, Alpha Bank Cyprus Ltd, η οποία αντιμετώπιζε εξαιρετικά ρίσκα σε ό,τι αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Εισηγείται ότι για να δοθούν οι συγκεκριμένες ενδοομιλικές στηρίξεις, έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία που καταγράφεται στο Κεφάλαιο ΙΙΙ, άρθρα 19-26 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ημερ. 15/05/2014, η οποία είναι πολύ αυστηρή.

 

Κατά τη δική του άποψη θα πρέπει να επιτραπεί η καταχώριση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης έτσι ώστε να επισυναφθεί ως τεκμήριο η επιστολή ημερομηνίας 19/04/2022, του Διευθύνοντα Συμβούλου της Alpha Bank Cyprus Ltd, κ. Κουντεντάκη, της οποίας οι Αιτητές έλαβαν γνώση στις 14/07/2023 στο πλαίσιο της Προσφυγής 1892/2022. Με τη συγκεκριμένη επιστολή ζητήθηκε η έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για τη μεταφορά των δανείων από την ACAC προς την SKY CAC μέσω του Σχεδίου Διακανονισμού που θα τίθετο ενώπιον του Δικαστηρίου. Η συγκεκριμένη επιστολή ουδέποτε απαντήθηκε. Με την συγκεκριμένη επιστολή αντικρούονται οι ισχυρισμοί του κ. Τοφαρίδη ότι οι μεταφορές έγιναν νομότυπα και με την έγκριση των αρμοδίων αρχών. Οπόταν εισηγείται ότι η κατάθεση της συγκεκριμένης επιστολής είναι αναγκαία και σημαντική.

 

Προωθεί τη θέση ότι θα πρέπει να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η Ανταπαίτηση που καταχωρίστηκε από τους Αιτητές στην Αγ. Αρ. 365/2023 Ε.Δ. Πάφου, με την οποία αξιώνουν το ποσό των €397.185.628,00 για τις δικές τους ζημιές και απώλειες. Επιπρόσθετα, εγείρει θέμα δικαιοδοσίας ισχυριζόμενος ότι είναι σημαντικό να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Εισηγείται ότι μέλη των Εταιρειών που καταχώρησαν, ως Αιτήτριες, τις Εταιρικές Αιτήσεις 1004/21, 645/22 και 655/22 για έγκριση των Σχεδίων Διακανονισμού είναι ελληνικές εταιρείες, ανήκουν 100% σε αλλοδαπούς και ως εκ τούτου σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο που να είναι Κύπριος ή οποιαδήποτε κυπριακή εταιρεία, έτσι που να προσδίδεται δικαιοδοσία στα κυπριακά δικαστήρια. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι οι μεταφορές των δανείων αλλά και των εξασφαλίσεων των Αιτητών, καθώς και οι μεταφορές των εμπράγματων βαρών, χωρίς την ενημέρωση και τη συγκατάθεσή τους ως δανειοληπτών, συνιστούν παράβαση της σχετικής νομοθεσίας για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, αφού μεταφέρθηκαν δικά τους προσωπικά δεδομένα από την Alpha Bank Cyprus προς θυγατρικές της εταιρείες που ανήκουν στον Ελληνικό Όμιλο Alpha Bank Α.Ε, χωρίς την συγκατάθεσή τους. Παράλληλα, εισηγείται ότι παραβιάζονται οι πρόνοιες των δανειακών συμβάσεων, συγκεκριμένα ο όρος 20.2, με τις οποίες συμβλήθηκε η Alpha Bank Cyprus με τους δανειολήπτες. Υποστηρίζει, τέλος, ότι παραβιάζεται και το τραπεζικό απόρρητο.

Κατά τη δική του άποψη, θα πρέπει να παραχωρηθεί η άδεια για την καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, αφού όλη η μαρτυρία που προτίθεται να παραθέσει είναι εξαιρετικά σημαντική για την υπόθεση και με αυτή θα απαντηθούν και αντικρουστούν οι αναληθείς και παραπλανητικοί ισχυρισμοί που αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις των Καθ’ ων η αίτηση. Καταλήγει, ότι έχει καταδειχθεί «καλός λόγος», καθώς και αναγκαιότητα για την καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση καταχώρισαν Ένσταση. Προβάλλουν δέκα (10) λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι η αίτηση είναι κατά νόμω και ουσία αβάσιμη στην έκταση που αφορά τους Αιτητές 1 και 4 γιατί έχουν τεθεί υπό Διαχείριση και έχει διορισθεί Παραλήπτης - Διαχειριστής και οι διευθυντές τους δεν έχουν δώσει ρητή δέσμευση αποζημίωσης καταβολής τυχόν εξόδων, ότι είναι καταχρηστική και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας αφού προηγήθηκε άλλη αίτηση η οποία εγκρίθηκε εν μέρει, ότι προωθείται με αλλότριο σκοπό ή/και με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της εκδίκασης της Αίτησης Παραμερισμού ημερ. 16/02/2023 η ακρόαση της οποίας θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει, ότι έχει καταχωριστεί με υπέρμετρη ή/και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και δεν δίδεται λόγος που η αίτηση δεν καταχωρίστηκε νωρίτερα, ότι δεν έχει παρουσιαστεί «καλός λόγος» για την έγκριση του αιτήματος, ότι με την προτιθέμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση οι Αιτητές επιχειρούν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμούς και γεγονότα μεταγενέστερα της Αίτησης ημερ. 16/02/2023 τα οποία είναι άσχετα με τα επίδικα ζητήματα, ότι καταχρηστικά και κακόπιστα επιχειρούν να διορθώσουν ηθελημένα κενά στην υπόθεσή τους, ότι επιχειρούν να αυτοενισχύσουν τις θέσεις τους, ότι επιχειρούν να παραθέσουν επιχειρηματολογία ή/και απόψεις ή/και συμπεράσματα και αυτό δεν συνιστά καλό λόγο για την παραχώρηση άδειας.

Η νομική βάση της Ένστασης καταγράφεται στην ίδια την Ένσταση και το Δικαστήριο δεν προτίθεται να την επαναλάβει. Όσον αφορά τα γεγονότα που την υποστηρίζουν γίνεται επίκληση του φακέλου της δικογραφίας.

 

Ένσταση καταχωρίστηκε και από το Ενδιαφερόμενο Μέρος, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, στην οποία καταγράφηκαν οκτώ (8) λόγοι ένστασης, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως: Ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ότι οι Αιτητές δεν απέδειξαν καλό λόγο για τη λήψη άδειας για καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ότι τα όσα επιχειρούν να καταθέσουν μέσω της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα και μη αναγκαία για την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης, ότι η αίτηση συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας και παράβαση του και αποσκοπεί στην περαιτέρω καθυστέρηση της οριστικής επίλυσης της κυρίως Αίτησης Παραμερισμού, ότι καταχωρίστηκε με υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και επιδιώκει την αποκάλυψη εγγράφων και γεγονότων τα οποία ήταν σε γνώσιν των Αιτητών από την ημερομηνία καταχώρησης της κυρίως Αίτησης, ότι επιχειρούν να δώσουν μια δική τους ερμηνεία στην απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 10/11/23, ότι παρέλειψαν να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου το αναγκαίο νομικό και πραγματικό υπόβαθρο επαρκούς αιτιολόγησης της υπό κρίση αίτησης και ότι το σύνολο, των ενώπιον του Δικαστηρίου, γεγονότων καταδεικνύει ότι είναι προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης όπως η αίτηση απορριφθεί.

 

Όσον αφορά τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται ή ένσταση, γίνεται επίκληση του περιεχομένου του δικαστικού φακέλου.

 

Όλες οι πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις με την προσκόμιση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, ενώ επέλεξαν να τονίσουν και προφορικά κάποιες από τις θέσεις τους. Το Δικαστήριο έχει κατά νου το περιεχόμενο όλων των αγορεύσεων. Ο κ. Παρασκευάς ισχυρίστηκε δια ζώσης ότι από την επιστολή της ΕΚΤ αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε δοθεί άδεια ή έγκριση για τις συγκεκριμένες μεταφορές, ότι προχώρησε η μεταφορά χωρίς την έγκριση των δανειοληπτών κατά παράβαση των όρων των δανειακών συμβάσεων και ότι όλα αυτά πρέπει να τεθούν στην αίτηση για ακύρωση. Δήλωσε ότι οι Διευθυντές προσωπικά προωθούν τη συγκεκριμένη αίτηση γιατί ο Παραλήπτης – Διαχειριστής δεν θα προχωρήσει εναντίον της εταιρείας που τον έχει διορίσει.

 

Ο κ. Μακρίδης παρέπεμψε στην απόφαση Newheart Developments Ltd v. Co-op Commercial Bank Ltd [1978] 2 All E.R. 896, καθώς και στην απόφαση του Μαλακτού, Π.Ε.Δ. όπως ήταν τότε, στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Ορφανίδης Δημόσια Εταιρεία δια των Διευθυντών Παραληπτών Μιχάλη Αβραάμ, Ανδρέα Ανδρονίκου, Μάριου Καλλία κ.α. Αγ. Αρ. 291/14 Ε. Δ. Λάρνακας ημερ. 14/10/2012, για να εισηγηθεί ότι οι Αιτήτριες 1 και 4 δεν μπορούν να προωθούν την υπό κρίση αίτηση αφού οι Διευθυντές τους δεν έχουν αναλάβει προσωπική ευθύνη σε σχέση με τα έξοδα. Επίσης, προώθησε ότι δεν δικαιολογήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο η καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης και υπενθύμισε ότι οι Συμφωνίες αφορούσαν συμφωνίες χρηματοδοτούμενης συμμετοχής και όχι μεταβιβάσεις ή εκχωρήσεις.

 

Οι ευπαίδευτες συνήγοροι της Κεντρικής Τράπεζας υπενθύμισαν ότι επόπτης των εταιρειών ACAC και SKY CAC είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και όχι η ΕΚΤ αφού και οι δύο εταιρείες είναι κυπριακές και ότι η υπό κρίση αίτηση αφορά αυτές τις δύο εταιρείες και όχι την Alpha Bank Cyprus. Κατέληξαν ότι τα συγκεκριμένα θέματα που επιχειρούν να εισάξουν οι Αιτητές δεν είναι αναγκαία για την εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης.

 

Το Δικαστήριο έχει μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την προτεινόμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση σε συνδυασμό με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την κυρίως Αίτηση ημερ. 16/02/2023, καθώς και την ένορκη δήλωση του κ. Τοφαρίδη που συνοδεύει την ένσταση, το περιεχόμενο της οποίας, ως ισχυρίζονται οι Αιτητές, χρήζει απάντησης.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Σύμφωνα με τη Δ.48 θ.4(2) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, όπως τροποποιήθηκε το 1999:

 

« Το Δικαστήριο ή Δικαστής μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρουμένης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.».

 

Ανάγνωση της συγκεκριμένης δικονομικής πρόνοιας οδηγεί στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι πέραν της αρχικής ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση δια κλήσεως ή την Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης, το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Ήτοι, δίδεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια, στην περίπτωση που καταδειχθεί «καλός λόγος» από τον διάδικο που το ζητά, όπως παράσχει άδεια για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η εξουσία, επομένως, η οποία προβλέπεται από τη Δ.48 θ.4(2) είναι διακριτικής φύσεως και ασκείται στη βάση των γεγονότων που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία θα πρέπει να αποκαλύπτουν την αναγκαιότητα για την παροχή της αιτούμενης άδειας για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, σε συνδυασμό με τη διαπίστωση, στο πλαίσιο αυτό, του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης. 

 

Τι συνιστά «καλό λόγο» έχει ερμηνευθεί στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην υπόθεση Μαρία Κόκκινου v. Κυριάκου Κόκκινου (2016) 1 Α.Α.Δ. 2523, στην οποία επισημάνθηκε ότι:

 

« «καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.».

 

Καθοδηγητικά είναι επίσης και τα όσα καταγράφονται επί του θέματος από τον έντιμο κ. Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Mathew Shaw κ.ά. ν. Depha Investment Bank Ltd Αρ. Αγ. 8869/05, ημερ. 28/02/2007:

 

« Στόχος της αναμόρφωσης του θ.4 της  Δ.48 με την Κ.Δ.Π. 5/99 ημερομηνίας 23/12/99, ήταν να αποφευχθούν τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ερμηνεία που δόθηκε στον προηγούμενο θεσμό από νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ...

Προσεκτική ανάγνωση και εξέταση του νέου θεσμού δείχνει, με αναφορά και στα όσα καταγράφονται στην παρ. 1 του θ.4, ότι στόχος της καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση της αίτησης ή της ένστασης αντίστοιχα ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση επί του πλήρους φάσματος της διαφοράς. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αποτελέσει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αν ο αιτητής εύλογα αισθάνεται μετά από την καταχώριση της ένστασης, ότι πρέπει να προσθέσει στα γεγονότα που υποστηρίζουν την αίτηση του, ώστε να έχει δυνατότητα επιτυχίας. Άλλη περίπτωση είναι όπου το Δικαστήριο επί μονομερούς αιτήσεως, συνήθως για απαγορευτικό διάταγμα, εγείρει ερωτηματικά ως προς ορισμένα προαπαιτούμενα της έκδοσης απαγορευτικού διατάγματος, οπότε και ο αιτητής δυνατόν να ζητήσει από το Δικαστήριο πριν την τελειωτική εξέταση και απόφαση επί της αιτήσεως του, την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, ώστε να προσθέσει διάφορους ισχυρισμούς και γεγονότα που έχουν σχέση είτε με το επείγον του χρόνου είτε τη γνώση από πλευράς του αιτητή των γεγονότων που οδήγησαν στην διαφορά κ.τ.λ».

 

Σχετικό είναι και το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση A. Messios & Sons Ltd κ.ά ν. Ανδρέα Λεωνίδα (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 195, η οποία αφορούσε αίτημα το οποίο υποβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για επαναφορά έφεσης η οποία είχε απορριφθεί λόγω μη προώθησής της. Τονίστηκαν τα εξής σχετικά και διαφωτιστικά για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για το ζήτημα παραχώρησης άδειας καταχώρισης συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων. Στην σελίδα 199 διαβάζονται τα εξής:

 

« Μελετήσαμε με προσοχή τα ενώπιον μας στοιχεία υπό το φως των εισηγήσεων των δύο πλευρών. Θεωρούμε ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο δικαστήριο από τις σχετικές δικονομικές πρόνοιες, είναι ορθό και δίκαιο να ασκηθεί, στην προκείμενη περίπτωση υπέρ των εφεσειόντων-αιτητών. Κατά την εκτίμηση μας τα στοιχεία που επιθυμούν να θέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-αιτητές, με τις δύο ένορκες δηλώσεις  για τις οποίες ζητούν την άδεια του δικαστηρίου να καταχωρήσουν, είναι στοιχεία που σχετίζονται με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις που πρόβαλε ο εφεσίβλητος-καθ΄ ου η αίτηση στην αρχική του ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της ένστασης στην αίτηση επαναφοράς της έφεσης. Δεν πρόκειται, κατά την κρίση μας, για ανεπίτρεπτη μαρτυρία ούτε για επανάληψη των αρχικών ισχυρισμών των εφεσειόντων, αλλά για διευκρινίσεις και ισχυρισμούς που είναι επιθυμητό να επιτραπεί στους εφεσείοντες-αιτητές να προβάλουν, ώστε το δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.».

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, για παραχώρηση άδειας για συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ασκείται με βάση γεγονότα τα οποία τίθενται ενώπιόν του. Σημαντικός παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη για τους σκοπούς διαμόρφωσης της κρίσης του Δικαστηρίου είναι η φύση και οι ανάγκες της διαδικασίας, την οποία η συμπληρωματική ένορκη δήλωση επιδιώκει να εξυπηρετήσει. Σχετικό είναι το απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Ποπ ν. Ατίνα Ευτυχίου το γένος Κρένκα, Πολ. Εφ.Ε205/2014 ημερ. 06/10/2020:

 

« Η δυνατότητα καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης δυνάμει της Δ.48, Θ.4(2) των θεσμών, παρέχεται εφόσον τεκμηριωθεί καλός λόγος για τη χορήγηση της σχετικής άδειας από το Δικαστήριο. Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα.  «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Προκύπτει από τη νομολογία, ότι μπορεί να δοθεί άδεια για να παρασχεθούν διευκρινίσεις, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων. Είναι ζήτημα των εκάστοτε περιστάσεων σε συνάρτηση και με τη φύση της συγκεκριμένης διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας επιχειρείται να καταχωρηθεί συμπληρωματική ένορκη δήλωση. 

 

Για ορθότερη αντίληψη των θεμάτων πρέπει να γίνει συνοπτική αναφορά στα θέματα που αφορούν την κυρίως Αίτηση για Παραμερισμό, ημερομηνίας 16/02/2023, του διατάγματος ημερομηνίας 07/12/2023 με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού μεταξύ της εταιρείας ACAC Limited, της εταιρείας SKY CAC Limited και του μετόχου αυτών, δυνάμει των άρθρων 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου. Στις 16/02/2023 καταχωρίστηκε αίτηση παραμερισμού του συγκεκριμένου διατάγματος από τους Αιτητές. Τον Αύγουστο 2023 καταχωρίστηκε από τους Αιτητές στην Εταιρ. Αίτηση 655/22 αίτηση με την οποία επιζητούσαν όπως τους επιτραπεί η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς συμπλήρωση της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτησή τους ημερ. 03/02/2023 και στην οποία αίτηση εκδόθηκε απόφαση στις 07/12/2023 με την οποία εγκρίθηκε μερικώς το αίτημα των Αιτητών. Ακολούθησε δύο (2) μήνες μετά, στις 05/01/2024, άλλη αίτηση για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, με το ίδιο περιεχόμενο όπως αυτή που επιχειρείται να κατατεθεί με την παρούσα, η οποία απορρίφθηκε. Η υπό κρίση αίτηση είναι μια έτερη προσπάθεια, αφού συνιστά επανάληψη των όσων είχαν τεθεί στη δεύτερη αίτηση για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης στην Εταιρική Αίτηση 655/23.

 

Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, διαφαίνεται ότι ο ενόρκως δηλών επιθυμεί να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου μια απαντητική επιστολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ημερομηνίας 10/11/2023, της οποίας το περιεχόμενο ήταν γνωστό στους Αιτητές, από τον Νοέμβριο 2023, η οποία ουσιαστικά καταγράφει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε υπόψη της τις πληροφορίες που περιέχονται στην καταγγελία των Αιτητών εναντίον της Alpha Bank Ltd που αφορούσαν ισχυρισμούς για απόκρυψη μεταφοράς των δανείων προς τις εταιρείες UMERA LTD και AGI-CYPRE ERMIS LTD, για σκοπούς προληπτικής αξιολόγησης. Ο ενόρκως δηλών επιχειρεί, ως εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Κεντρικής Τράπεζας, να δώσει τη δική του ερμηνεία στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης επιστολής και ισχυρίζεται ότι είναι εξαιρετικής σημασίας αφού υποστηρίζει ότι η συγκεκριμένη επιστολή επιβεβαιώνει ότι δεν είχε ληφθεί άδεια από την ΕΚΤ. Αυτό που λησμονεί ο ενόρκως δηλών είναι πρώτον, ότι η Αίτηση Παραμερισμού θα πρέπει να κριθεί με τα γεγονότα που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου τη δεδομένη στιγμή που εξέταζε το Δικαστήριο την αίτηση και εξέδιδε το συγκεκριμένο διάταγμα, ιδιαίτερα λόγω του ότι προβάλλεται ισχυρισμός για υπέρβαση δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο υπήρχε οποιαδήποτε απόκρυψη πληροφοριών που ήταν υπαρκτές κατά το χρόνο που εξέδιδε το διάταγμα και αφορούσαν τις εμπλεκόμενες εταιρείες και τρίτον, κατά πόσο η έκδοση του διατάγματος δικαιολογείτο από τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Δέον να σημειωθεί ότι και οι δύο εταιρείες ACAC και SKY CAC είναι εγγεγραμμένες στην Κύπρο, οπόταν δεν τίθεται θέμα αλλοδαπών εταιρειών ή λήψης άδειας από την ΕΚΤ. Δεν φαίνεται να εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία η Alpha Bank Cyprus Ltd την οποία αφορούσαν τα κατ΄ισχυρισμό παράπονα.

 

Επίσης προωθείται η θέση ότι θα πρέπει να τεθεί στο Δικαστήριο το γεγονός ότι η Alpha Bank Cyprus Ltd μαζί με τις εταιρείες του Ομίλου Alpha Bank Α.Ε. εποπτεύονται απευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όμως όλα αυτά τα γεγονότα που επικαλείται ο Ομνύοντας θα μπορούσαν, με λίγη προσοχή, να είχαν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου στην κυρίως αίτηση αν οι Αιτητές προέβαιναν σε ολοκληρωμένη έρευνα πριν την καταχώριση της. Ουσιαστικά, αυτό που εισηγούνται οι Αιτητές, είναι ότι κάθε φορά που οι ίδιοι, τυχαία ή μέσω έρευνας, ανακαλύπτουν ένα γεγονός που θεωρούν ότι αφορά την κυρίως Αίτηση, θα επιχειρούν την προσκόμισή του με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Αυτό είναι εκτός λογικής και εκτός των δικονομικών θεσμών. Εν πάση περιπτώσει, δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι ο περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμος, Ν.169(Ι)/2015 είναι μεταγενέστερος από τον επίδικο χρόνο που έλαβαν χώρα τα γεγονότα που επικαλούνται οι Αιτητές αφού οι ίδιοι κατατάσσουν τα γεγονότα το 2012 με 2014, καθώς επίσης δεν μπορεί να παραγνωριστεί το γεγονός ότι οι δύο εταιρείες που εμπλέκονται είναι κυπριακές.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για την αναγκαιότητα προσθήκης της Ελληνικής Κεντρικής Τράπεζας ως διάδικο στη διαδικασία, αυτό είναι ένα ξεχωριστό θέμα το οποίο εκ φεύγει της εμβέλειας της καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης αφού υπάρχουν ξεχωριστές δικονομικές πρόνοιες για αυτό. Η επιστολή Κουντενάκη, ως έχει κριθεί από το Δικαστήριο σε προηγούμενη απόφασή του ημερ. 07/11/2023, δεν μπορεί να ενσωματωθεί στη διαδικασία με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει ως εφετείο του εαυτού του και θα ήταν ανακόλουθο, χωρίς λόγο, να αλλάξει την άποψή του ως παρατέθηκε σε προηγούμενη απόφασή του στην Εταιρική Αίτηση 655/22. Εξετάζοντας το θέμα της αναγκαιότητας καταχώρισης αντιγράφου της Ανταπαίτησης που καταχωρίστηκε στην Αγ. Αρ.365/2023 Ε.Δ. Πάφου, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αφορά εκείνη και μόνο την υπόθεση και δεν μπορεί να εισαχθεί στην αίτηση για παραμερισμό του Διατάγματος Επικύρωσης του Διακανονισμού Συγχώνευσης αφού δεν συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα υπό εκδίκαση, στην παρούσα, θέματα.

 

Προωθούνται, επίσης, θέσεις που αφορούν την εισαγωγή ισχυρισμών περί παράβασης των άρθρων 5 και 32 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, Ν.9/1965, παραβιάσεις των δανειακών συμβάσεων, καθώς και παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου. Όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν με οποιοδήποτε τρόπο στα πλαίσια της αίτησης για ακύρωση του Διατάγματος Επικύρωσης του Διακανονισμού Συγχώνευσης, αλλά αφορούν θέματα που μπορούν να εξεταστούν σε άλλες διαδικασίες.

 

Οπόταν, εγείρεται το εύλογο ερώτημα, κατά πόσο υπάρχει «καλός λόγος» για να επιτραπεί η καταχώρηση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Το Δικαστήριο δεν ενεργεί επί ματαίω. Διαπιστώνεται ότι αυτό που επιχειρεί η πλευρά των Αιτητών είναι να προωθήσει επιχειρηματολογία για ακύρωση του Διατάγματος ημερ. 07/12/2022 στη βάση γεγονότων τα οποία επεσυνέβησαν μετά την έκδοση του συγκεκριμένου Διατάγματος ή που δεν αφορούν με οποιοδήποτε τρόπο την έκδοσή του αλλά συνιστούν γεγονότα που θα πρέπει ίσως να τεθούν σε άλλες διαδικασίες και όχι στην παρούσα.

 

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κούππα v. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.ά. (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1665, αλλά και στις υποθέσεις Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248 και Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(A) Α.Α.Δ. 731, αμφισβητούμενα ζητήματα θα πρέπει να αφήνονται να ακουστούν κατά την εκδίκαση της ουσίας. Το βάρος βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών να παραθέσουν τέτοιους λόγους, οι οποίοι να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για τα πιο πάνω ώστε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

 

Χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στη διαδικασία ή στα γεγονότα που αφορούν την κυρίως Αίτηση, διαπιστώνει ότι δεν έχει τεθεί «καλός λόγος» για να επιτρέψει την καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Τούτο θα έδινε το δικαίωμα στους Αιτητές κάθε φορά που περιέρχεται στην αντίληψη τους οποιοδήποτε γεγονός θεωρούν ότι μπορεί να έχει κάποια σημασία, να το επικαλούνται προς επίρρωση των θέσεων τους. Το Δικαστήριο έχει καθήκον να αποφασίσει κατά πόσο, με τα γεγονότα που υπήρχαν στις 07/12/2022 και ήταν γνωστά στους Καθ΄ων η αίτηση, ορθά εκδόθηκε το διάταγμα με το οποίο επικυρώθηκε το Σχέδιο Διακανονισμού. Θα ήταν εκτός των ορθών νομικών παραμέτρων να αποφασίσει ένα Δικαστήριο την ορθότητα ενός διατάγματος καθοδηγούμενο από γεγονότα που δεν ήταν γνωστά στους Καθ΄ων η αίτηση κατά τον χρόνο που αιτούντο την έκδοση του διατάγματος.

 

Η αμφισβήτηση γεγονότων σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, από μόνη της, δεν φαίνεται να τεκμηριώνει καλό λόγο για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Ούτε η «απάντηση» στις προβαλλόμενες θέσεις της άλλης πλευράς, μπορεί από μόνη της να λειτουργήσει υποστηρικτικά σε αίτημα για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Στην Δ.48 θ.4(2) δεν προβλέπεται η δυνατότητα καταχώρισης απαντητικής ένορκης δήλωσης αλλά συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης υπό την προϋπόθεση τεκμηρίωσης «καλού λόγου». Μια τέτοια «απάντηση» θα πρέπει πάντα να σκοπεί στη συμπλήρωση τέτοιων γεγονότων και στοιχείων που ανάλογα με τη φύση της υπόθεσης πραγματικά και ουσιαστικά να απασχολούν και ως εκ τούτου θα πρέπει να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου κατά την εξέτασή της. Είναι γι' αυτό το λόγο που, με δεδομένο το αντικείμενο της αίτησης παραμερισμού, η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, κατά τρόπο που μέσω της να απαντώνται προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της άλλης πλευράς ή να προσάγεται πρόσθετη μαρτυρία, δεν είναι επιθυμητή (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τομ. 24, σελ. 519, παρ. 972, υπό τον τίτλο «No fresh evidence after motion opened»). Δεν επιτρέπεται η ενσωμάτωση συμπερασμάτων προς ενίσχυση των θέσεων και των ισχυρισμών που έχουν ήδη τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ως φαίνεται να επιχειρείται με την σκοπούμενη συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Διαπιστώνεται περαιτέρω ότι δεν έχει παρασχεθεί κάποιος λόγος γιατί δεν προωθήθηκε ενωρίτερα το συγκεκριμένο αίτημα, αφού οι Αιτητές γνώριζαν όλα αυτά τα γεγονότα από τον Νοέμβριο 2023.

 

Για όλους τους λόγους που το Δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει, η αίτηση απορρίπτεται, γιατί δεν έχει καταδειχθεί «καλός λόγος» για την καταχώριση της αιτούμενης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, με έξοδα υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, και σε βάρος των Αιτητών, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι άμεσα καταβλητέα.

 

 

(Υπ.) …………………………………

Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο