ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 819/2021

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

 

Ενάγουσα

-και-

 

1.    Μάριος Μιχαήλ

2.    Κώστας Ιωάννου

3.    Κώστας Χατζηχριστοδούλου

4.    Χρυσόστομος Γεωργίου

5.    Μάριος Οικονομίδης

6.    Τιμόθεος Τιμοθέου

7.    Ιωάννης Χριστοφίδης

8.    Ιωάννης Μαύρου

9.    Κυριάκος Κεντικού

10. Αντώνης Κακουλής

Εναγομένων

 

Ημερομηνία: 16 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τον Εναγόμενο 9-Αιτητή: κ. Α. Χατζηγεωργίου

Για την Ενάγουσα-Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Θ. Αθανασίου

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην αίτηση ημερ. 23.3.2023 για διαγραφή δικογράφου και/ή για απόφαση στην ανταπαίτηση και/ή απόρριψη της αγωγής)

 

Με την υπό εξέταση Αίτηση, ο Εναγόμενος 9-Αιτητής (στο εξής «ο Εναγόμενος») αιτείται από το Δικαστήριο την έκδοση των πιο κάτω διαταγμάτων:

 

(Α)       Διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η διαγραφή (strike out) του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση που καταχωρήθηκε από την Ενάγουσα στις 11.1.2023 (στο εξής «το Επίδικο Δικόγραφο»).

 

(Β)       Την έκδοση απόφασης στην Ανταπαίτηση του, λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση εκ μέρους της Ενάγουσας.

 

(Γ)       Την απόρριψη της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, ως εγκαταλειφθείσα, στη βάση των προνοιών της Δ.30 επί το ότι δεν εκδόθηκε εμπρόθεσμα Κλήση για Οδηγίες, ως εκεί προβλέπεται.

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.19 και κυρίως τους θ. 2 και 4 αυτής, στη Δ.25, Δ.26, Δ.20, Δ.21, Δ.26, Δ.27, Δ.30, Δ.48, Δ.57 και Δ.64, στο άρθρο 30 του Συντάγματος και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Σεβαστού Δικαστηρίου.

 

Την Αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Εναγόμενο (στο εξής «η ομνύουσα στην Αίτηση»). Η ομνύουσα στην Αίτηση, εν πολλοίς, αναφέρει το ιστορικό της υπόθεσης μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγόμενου, καθώς επίσης και τους λόγους που, κατά τη γνώμη της, η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να επιτύχει.

 

Η Ενάγουσα-Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η Ενάγουσα») καταχώρησε Ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στην υπό κρίση Αίτηση (στο εξής «η Ένσταση»), στην οποία προβάλλονται συνολικά 20 λόγοι ένστασης. Τούτοι, επί της ουσίας τους, και ως αποκρυσταλλώνονται στην αγόρευση των συνηγόρων της, έχουν ως εξής: (α) η υπό κρίση Αίτηση είναι καταχρηστική και/ή καταχωρήθηκε με αλλότρια κίνητρα και/ή σκοπό έχει την παραπλάνηση του Δικαστηρίου και/ή την καθυστέρηση της διαδικασίας της αγωγής και/ή δεν αποκαλύπτει επαρκείς λόγους για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, (β) η υπό κρίση Αίτηση είναι αβάσιμη και στερείται πραγματικού και/ή νομικού υπόβαθρου και/ή είναι παράτυπη και/ή λανθασμένη και/ή άκυρη και αντίκειται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και/ή καταχωρήθηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση, (γ) η εκπρόθεσμη καταχώρηση του Επίδικου Δικογράφου δεν αποτελεί θεμελιακό ελάττωμα που δεν μπορεί να θεραπευθεί, ούτε και δημιούργησε οποιαδήποτε ζημιά και/ή αδικία στον Εναγόμενο, (δ) τυχόν διαγραφή του επίδικου δικογράφου, θα συνεπαγόταν σε παραβίαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος, (ε) η Ενάγουσα δεν έχει παραβιάσει τη Δ.30 των Θεσμών, αφού κατά την ημερομηνία καταχώρησης του Επίδικου Δικογράφου, δεν είχαν συμπληρωθεί τα δικόγραφα για όλους τους Εναγόμενους. Τυχόν δε απόρριψη της παρούσας αγωγής θα στερήσει το δικαίωμα της Ενάγουσας να αποδείξει τις αξιώσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να της προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημία.

 

Ακροαματική Διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο κατωτέρω.

 

Σύντομο ιστορικό της παρούσας αγωγής

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω τη νομική πτυχή αναφορικά με την υπό κρίση Αίτηση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω συνοπτικά το ιστορικό της παρούσας αγωγής, σε ότι αφορά τους Εναγόμενους (και δη για τους Εναγόμενους 2, 8 και 9) για τους οποίους τούτη εκκρεμεί[1], σημειώνοντας τα εξής:

 

1.    Το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της παρούσας αγωγής καταχωρήθηκε στις 30.3.2021.

2.    Στις 30.6.2021, η Ενάγουσα καταχώρησε αίτηση για απόφαση εναντίον, μεταξύ άλλων, του Εναγόμενου, λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης.

3.    Ο Εναγόμενος προχώρησε στην καταχώρηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, στις 3.9.2021, με αποτέλεσμα στις 10.9.2021, η πιο πάνω αίτηση, ημερ. 30.6.2021, να αποσυρθεί.

4.    Ο Εναγόμενος 2 καταχώρησε την Υπεράσπιση του, στις 3.12.2021, ενώ ο Εναγόμενος 8 καταχώρησε αυτή, στις 13.9.2022.

5.    Η Ενάγουσα καταχώρησε την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση του Εναγόμενου, στις 11.1.2023, ενώ, στις 13.4.2023, καταχώρησε την Απάντηση στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 8. Ουδέν δικόγραφο Απάντησης στην Υπεράσπιση καταχωρήθηκε στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 2[2].

6.    Ακολούθως, και δη στις 26.4.2023, καταχώρησε την Κλήση για Οδηγίες που προνοείται στη Δ.30.

 

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

Εξ αρχής σημειώνω το εξής. Ως ανωτέρω ανέφερα, η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.19 και Δ.27. Εντούτοις, η διακριτική εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο με τη Δ.19 θ. 26, καλύπτει περιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση τούτης, για τη διαγραφή μέρους ή ολόκληρου του δικογράφου, εφόσον αποδειχθεί ότι η συμπερίληψη σε αυτό (το δικόγραφο) συγκεκριμένων αναφορών και/ή ισχυρισμών, έχει ως αποτέλεσμα την εισαγωγή στην αγωγή ζητημάτων άσχετων με τα υπό εκδίκαση ζητήματα, επιπόλαια ζητήματα ή ζητήματα που τείνουν να επηρεάσουν ή να καθυστερήσουν την δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης. Εν προκειμένω, όμως, η θέση της πλευράς του Εναγόμενου δεν είναι ότι το περιεχόμενο του Επίδικου Δικογράφου πάσχει λόγω του περιεχομένου του, αλλά μόνο ότι τούτο καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου ή ακόμη, χωρίς την συγκατάθεση του ίδιου του Εναγόμενου αναφορικά με το εκπρόθεσμο της καταχώρησης του.

 

Παρομοίως, ούτε η Δ.27 έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον ως αναφέρθηκε στην υπόθεση In Re Pelmako Ltd (1991) 1 CLR 246, η διακριτική ευχέρεια που δίδεται με την Δ.27 θ.3 αποτελεί μέτρο που ασκείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όπου αναμφίβολα προκύπτει ότι δεν αποκαλύπτεται αιτία αγωγής στο δικόγραφο ή όπου διαφαίνεται ότι η όλη διαδικασία της αγωγής κινήθηκε για αλλότριους σκοπούς, και τούτο, αποκλειστικά και μόνο, στη βάση του περιεχομένου του. Με δεδομένο ότι η υπό κρίση Αίτηση προωθείται στη βάση του εκπρόθεσμου της καταχώρησης του Επίδικου Δικογράφου και όχι του περιεχομένου του, ούτε η Δ.27 μπορεί να αποτελέσει δικαιοδοτική βάση για απόδοση της αιτούμενης θεραπείας διαγραφής του.

 

Σημειώνω εδώ ότι η Ενάγουσα δεν αιτήθηκε οποιαδήποτε παράταση χρόνου στην καταχώρηση του Επίδικου Δικογράφου της, δυνάμει της Δ.57 θ. 2, ούτε και επικαλείται τις πρόνοιες της Δ.26 θ. 11 για να της δοθεί άδεια από το Δικαστήριο, μετά την εκπνοή των προθεσμιών που θέτουν οι Θεσμοί, για να παραδώσει το Επίδικο Δικόγραφο. Εκείνο που επικαλείται η πλευρά της, είναι ότι η εκπρόθεσμη καταχώρηση του Επίδικου Δικογράφου δεν αποτελεί θεμελιακό ελάττωμα, αλλά παρατυπία που δύναται να θεραπευθεί από το Δικαστήριο, προφανώς στη βάση της Δ.64, η οποία αποτελεί μέρος της νομικής βάσης τόσο της υπό κρίση Αίτησης όσο και της Ένστασης, και, στην ουσία, επιζητεί την άρση της εν λόγω παρατυπίας ισχυριζόμενη ότι η εκπρόθεσμη καταχώρηση του δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ζημία και/ή πασιφανή αδικία στον Εναγόμενο και/ή, εν πάση περιπτώσει, είναι πλήρως δικαιολογημένη, εφόσον από το δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης προέκυπταν ζητήματα, τα οποία έπρεπε να μελετηθούν ούτως ώστε η Ενάγουσα να τοποθετηθεί ορθώς επί τούτων.

 

Από τα πιο πάνω, είναι ξεκάθαρο ότι τόσο το αίτημα του Εναγομένου, όσο και το αίτημα της Ενάγουσας, δύναται να εξεταστεί μόνο στη βάση της Δ.64, βάσει της οποίας στην περίπτωση που κάποιο διάβημα και/ή δικόγραφο είναι παράτυπο, το Δικαστήριο δύναται είτε να παραμερίσει αυτό, είτε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να άρει την παρατυπία, κατόπιν, βεβαίως, σχετικού αιτήματος για άρση τούτης από τον διάδικο που προέβη στην παρατυπία (βλ. Πέτριχου ν. Χ΄΄Ιωσήφ (1998) 1 Α.Α.Δ. 81).

 

Η Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προνοεί ότι η μη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα από τους Θεσμούς, αναφορικά, μεταξύ άλλων, με το χρόνο, τόπο και τρόπο, κατά την έναρξη ή φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία, η οποία δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία και/ή οποιοδήποτε διάβημα στη διαδικασία[3].

 

Η υπόθεση Dasaki  Entertainment  Co  Ltd  v.  Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Στροβόλου (Aρ. 2) (2009) 1(Α) Α.Α.Δ 356, περιέχει χρήσιμη ανάλυση για τον σκοπό και τον τρόπο εφαρμογής της Δ.64, στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Ο σκοπός της νέας Δ.64 είναι η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ άκυρου και αντικανονικού μέτρου, εξισώνοντας έτσι κάθε μορφή παρέκκλισης από τους θεσμούς με αντικανονικότητα δυνάμενη να θεραπευθεί. Το θέμα παραμένει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ.323 (απόφαση 11 από 13 Δικαστές), Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 149, Wunderlich κ.ά. v. Παναγιώτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 366 και Μιχαήλ v. Ττουνιά (2004) 1 Α.Α.Δ. 113).

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Καλιά κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά., σελ. 151-152 διαβάζουμε τα εξής:

 

«Με την κατάργηση της Δ.64 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και την αντικατάστασή της με τη Δ.64 του περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1995, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.2.95, η διάκριση μεταξύ άκυρης και παράτυπης διαδικασίας καταργήθηκε και η μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή την φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε οποιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία. Πέραν αυτού, με τη νέα Δ.64, παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο διάσωσης της παράτυπης διαδικασίας στην κατάλληλη περίπτωση. Κατά συνέπεια θέση ότι μια έφεση είναι θνησιγενής όταν κανένας από τους λόγους της δεν είναι αιτιολογημένος και επομένως δεν είναι έγκυρη, καταργήθηκε με την τροποποίηση της Δ.64, αλλά η οποιαδήποτε παρατυπία θα πρέπει να θεραπεύεται.

 

Η θεραπεία αυτή επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και η οποιαδήποτε παρέκκλιση από τους Θεσμούς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση στη λήψη διορθωτικών μέτρων, τόσο μεγαλύτερο είναι το βάρος που αναλαμβάνει ο αιτητής να πείσει το Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς όφελός του. (Βλ., μεταξύ άλλων, Λοΐζου v. Χαραλάμπους άλλως Καρούσος και Άλλοι (1996) 1 Α.Α.Δ. 167, Κυπριακή Δημοκρατία v. Lion Insurance Agency Ltd (1995) 3 Α.Α.Δ. 338, Γιαννή v. Αναπληρωτή Εφόρου Μηχανοκινήτων Οχημάτων κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 334 και Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 255).»

 

Είναι λοιπόν φανερό ότι σε περιπτώσεις που πριν την τροποποίηση της Δ.64 το δικαστήριο, με βάση τη νομολογία που ίσχυε τότε, ήταν υπόχρεο να καταλήξει ότι κάποια παράλειψη συμμόρφωσης με τους θεσμούς οδηγούσε σε ακυρότητα, με τη νέα Δ.64 έχει διακριτική εξουσία να θεωρήσει την μη συμμόρφωση ως απλή παρατυπία, που δεν οδηγεί κατ' ανάγκη σε ακυρότητα».

 

Όπως αναφέρθηκε στην Πέτριχου (ανωτέρω), η νέα Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια στη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς. Δεν έχει σκοπό, δηλαδή, να τους καταργήσει. Οι κανονισμοί πρέπει να τηρούνται. Η Δ.64 δημιουργεί ένα ένδικο μέσο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιήσει ο αιτών για να θεραπεύσει παρατυπίες στη διαδικασία, εφόσον αυτές είναι θεραπεύσιμες. Επομένως, εκεί που εγείρεται ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου για μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχεται από τη Δ.64 και είτε να το παραμερίσει, είτε να θεωρήσει τη μη συμμόρφωση θεραπεύσιμη και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, όπως κρίνει δίκαιο και πρέπον αναφορικά με τη διαδικασία, για διόρθωση ή άρση της παρατυπίας. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64, είναι ο δυσμενής επηρεασμός της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας (βλ. μεταξύ άλλων Φαλέκκος Γιώργος ν. Κυριάκου Χριστοφίδη (2013) 1 ΑΑΔ 2534). Ωστόσο, η Δ.64 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο Δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη. Οι πιο πάνω αρχές που διέπουν το ζήτημα επαναλαμβάνονται στην πρόσφατη υπόθεση στην Πολιτική Έφεση αρ. 177/2011, απόφαση ημερ. 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A176, Ανδρέας Γεωργιάδης και Υιός Λτδ v. Alpha Bank Cyprus Ltd.

 

Στρεφόμενη τώρα στα όσα αφορούν την παρούσα υπόθεση, παρατηρώ τα εξής. Η Ενάγουσα καταχώρησε το Επίδικο Δικόγραφο της περίπου 16 μήνες μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του Εναγόμενου. Προκύπτει δε από το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου ότι ο Εναγόμενος, ουδέποτε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα καταχώρησε οποιαδήποτε αίτηση για απόφαση στην Ανταπαίτηση του, λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης, σε αυτήν, εκ μέρους της Ενάγουσας, ως η Δ.26 θ. 10 προβλέπει. Προκύπτει, επίσης, από μελέτη του δικαστικού φακέλου ότι η διαδικασία της παρούσας αγωγής εκκρεμούσε και για άλλους δύο Εναγόμενους και δη για τους Εναγόμενους 2 και 8, με το τελευταίο δικόγραφο να έχει καταχωρηθεί στις 13.4.2023 (αυτό της Απάντησης στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 8), χωρίς φυσικά να μου διαφεύγει το εκπρόθεσμο της καταχώρησης του εν λόγω δικογράφου. Πέραν των ανωτέρω, ο Εναγόμενος προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης, επιζητώντας, ουσιαστικά τον παραμερισμό του Επίδικου Δικογράφου περί τους 2,5 μήνες μετά την καταχώρηση του, χωρίς, ωστόσο, να δίδει οποιαδήποτε αιτιολογία αναφορικά με την καθυστέρηση που ο ίδιος επέδειξε στην καταχώρηση τούτης της αίτησης και τούτο, παρά το γεγονός ότι, στη βάση της Δ.64 θ. 2, διάδικος που επιζητεί τον παραμερισμό παράτυπου δικογράφου ή διαδικασίας, οφείλει να πράξει τούτο εντός εύλογου χρόνου. Για εκείνο δε που παραπονείται είναι, στην ουσία, ότι η Ενάγουσα καταχώρησε το Επίδικο Δικόγραφο, εκπρόθεσμα, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου, ως επίσης και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του ιδίου. Σημειώνω δε ότι την όποια ζημία επικαλείται ο Εναγόμενος, μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων του, ότι θα υποστεί αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, και δη ότι ένεκα της καθυστέρησης στην καταχώρηση του Επίδικου Δικογράφου, ο ίδιος θα υπόκειται σε περαιτέρω τόκους και η Ενάγουσα θα εξασφαλίσει απόφαση για μεγαλύτερο ποσό από ότι θα δικαιούτο, αποτελεί μαρτυρία η οποία δεν τέθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, και, εν πάση περιπτώσει, έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με το δικό του δικόγραφο που θέλει, αφενός, την Ενάγουσα να μην δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία και, αφετέρου, τον ίδιο να είναι ο μόνος διάδικος που δικαιούται σε τέτοια, εξού και προωθεί σχετική Ανταπαίτηση. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι οι αγορεύσεις των δικηγόρων των διαδίκων δεν αποτελούν το ενδεδειγμένο και ορθό μέσο για παράθεση μαρτυρίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Αντώνη Κυριάκου, Πολ. Αίτηση 78/2016, ημερ. 3.8.2016, Yugos Finance BV και Άλλων v Halebay Holdings Limited (2013) 1(A) AΑΔ 569).

 

Εν πάση δε περιπτώσει, από τις πιο πάνω σχετικές παραβάσεις των εν λόγω προθεσμιών, είναι εμφανές ότι ουδείς εκ των διαδίκων απέκτησε οποιοδήποτε πλεονέκτημα επί της ουσίας της υπόθεσης του εις βάρος του άλλου, αλλά ούτε οποιοσδήποτε εκ των διαδίκων ισχυρίζεται, με απτή μαρτυρία, ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά λόγω τούτων των παραβάσεων, η οποία ζημία να μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην άρση της παρατυπίας. Τουναντίον, με βρίσκει σύμφωνη η θέση των συνηγόρων της Ενάγουσας ότι τυχόν απόρριψη του αιτήματος τους να θεραπευθεί η εν προκειμένω παρατυπία, θα οδηγήσει σε αποστέρηση του δικαιώματος τους να απαντήσουν στους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης του Εναγόμενου, ως επίσης και να υπερασπιστούν την Ανταπαίτηση που αυτός καταχώρησε εναντίον της. Από την άλλη, τα δικαιώματα του Εναγόμενου δεν παραβλάπτονται, επί της ουσίας τους, εφόσον ο ίδιος θα έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του στη διαδικασία της ακρόασης της αγωγής. Δεν μου διαφεύγει η θέση των συνηγόρων του Εναγόμενου[4] ότι κατά την καταχώρηση του Επίδικου Δικογράφου τόσο η αγωγή όσο και η ανταπαίτηση θα έπρεπε να θεωρούντο εγκαταλειφθείσες και δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η καταχώρηση του από το Πρωτοκολλητείο. Εντούτοις, η πιο πάνω θέση τους παραγνωρίζει παντελώς και έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με το γεγονός ότι με την υπό κρίση Αίτηση του Εναγόμενου, επιζητείται η έκδοση απόφασης στην ανταπαίτηση του, καλώντας, ουσιαστικά, το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι τούτη (η ανταπαίτηση) δεόντως προωθείται.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι η παράβαση εκ μέρους της Ενάγουσας να καταχωρήσει εμπρόθεσμα το Επίδικο Δικόγραφο, αποτελεί παρατυπία, η οποία, εν προκειμένω, είναι θεραπεύσιμη. Ως εκ τούτου, το συμφέρον της δικαιοσύνης επιτάσσει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια, στη βάση της Δ.64, και να θεραπεύσω την εν λόγω παρατυπία και εκδίδω σχετικό διάταγμα για άρση αυτής, ούτως ώστε το Επίδικο Δικόγραφο να θεωρείται δεόντως καταχωρηθέν. 

 

Στη βάση των ανωτέρω, οποιοδήποτε αίτημα προωθείται με την υπό κρίση Αίτηση για απόφαση υπέρ του Εναγόμενου λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση, κρίνεται, πλέον, άνευ αντικειμένου, εφόσον ο Εναγόμενος δεν δύναται πλέον να ισχυρίζεται ότι δεν έχει καταχωρηθεί Υπεράσπιση από πλευράς της Ενάγουσας στην Ανταπαίτηση του.

 

Στρέφομαι, τέλος, να εξετάσω το αίτημα για απόρριψη της αγωγής ως εγκαταλειφθείσας καθότι η Κλήση για Οδηγίες καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και κατά παράβαση της προθεσμίας που θέτει η Δ.30.

 

Η Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, προνοεί τα εξής:

 

«1. (α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.

 

(β) […]

 

(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο εναγόμενος δύναται, εντός περαιτέρω 15 ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται, επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της παρούσας διαταγής:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.

 

Νοείται ότι, η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.

[…]

 

2 (β) Οι προθεσμίες που προβλέπονται στον Κανονισμό 1(α) και 2(α) ανωτέρω, δύνανται να παραταθούν, εάν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράτασή τους» [5].

 

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι η Κλήση για Οδηγίες καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα, εφόσον τούτη καταχωρήθηκε πέραν των 90 ημερών μετά την παρέλευση των 7 ημερών από την καταχώρηση του τελευταίου δικογράφου υπεράσπισης που καταχωρήθηκε από τους Εναγόμενους, για τους οποίους η παρούσα αγωγή εκκρεμεί, και τούτο στη βάση των προνοιών της Δ.26 θ. 11, ως επίσης και της Οδηγίας Πρακτικής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 28.7.2017 (αρ. 4112), που θέλει, στην περίπτωση που η αγωγή εκκρεμεί για πολλούς εναγόμενους και δεν καταχωρηθεί το δικόγραφο της Απάντησης, τα δικόγραφα της αγωγής να κλείνουν 7 μέρες μετά την καταχώρηση της Υπεράσπισης όλων των Εναγομένων. Σημειώνω πως δεν συνυπολογίζω στην ανωτέρω συλλογιστική μου το γεγονός της καταχώρησης, από πλευράς της Ενάγουσας, του δικογράφου της Απάντησης στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου 8, αφού τούτο, εκδήλως, καταχωρήθηκε μετά την πάροδο των 7 ημερών από την ημέρα καταχώρησης της Υπεράσπισης του εν λόγω Εναγόμενου.

 

Επανερχόμενη τώρα στο υπό εξέταση ζήτημα, σημειώνω ότι ούτε ο Εναγόμενος προώθησε την υπό κρίση Αίτηση (στο βαθμό που μέσω της επιζητεί την απόρριψη της αγωγής ως εγκαταλειφθείσας), εντός των περαιτέρω 15 ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας των 90 ημερών για την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, ως, σχετικώς, η Δ.30 προβλέπει, ούτε βεβαίως αιτήθηκε οποιαδήποτε παράταση χρόνου για την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης του, στη βάση είτε της Δ.30 είτε της Δ.57 θ. 2, με αποτέλεσμα τούτη να είναι εκπρόθεσμη και, επομένως, έκθετη σε απόρριψη.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου και με δεδομένο ότι το Δικαστήριο, στην περίπτωση που τίθεται ενώπιον του αγωγή, η οποία, λόγω παρέλευσης του χρόνου καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα, έχει εξουσία να την απορρίψει, αλλά και με δεδομένο ότι ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης έχει τεθεί ενώπιον μου, έστω και υπό τις πιο πάνω συνθήκες, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να οδηγηθεί σε απόρριψη.

 

Αποτελεί θέση των συνηγόρων του Εναγόμενου ότι το Δικαστήριο έχει, στη βάση της Δ.30, δέσμια εξουσία να απορρίψει την αγωγή αν δεν τηρηθούν οι προθεσμίες της πιο πάνω διαταγής και ότι δεν του παρέχεται οποιαδήποτε εξουσία να διορθώσει την παρατυπία (αναφορικά με το εκπρόθεσμο της καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες) και να περισώσει την αγωγή, θεώρηση με την οποία διαφωνώ για τους λόγους που εξηγώ ευθύς αμέσως. Έχοντας κατά νου τις πρόνοιες της Δ.30, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές, είναι ότι σε περίπτωση που ο ενάγοντας αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει Κλήση για Οδηγίες, εντός της τεθείσας προθεσμίας των 90 ημερών και ο εναγόμενος παραλείψει να ζητήσει την απόρριψη της αγωγής, εντός περαιτέρω 15 ημερών (από τη λήξη της προθεσμίας των 90 ημερών), μολονότι η αγωγή θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και ο Πρωτοκολλητής θα πρέπει να θέσει το φάκελο της ενώπιον του Δικαστηρίου προς απόρριψη, χρειάζεται δικαστική κρίση ως προς την απόρριψη της αγωγής και τούτη δεν απορρίπτεται κατά τρόπο αυτόματο. Εν προκειμένω, σημειώνω ότι ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης, ουδέποτε πριν την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης τέθηκε από το Πρωτοκολλητείο ενώπιον του Δικαστηρίου για απόρριψη. Και ενώ τέτοια παράλειψη ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσει την αδράνεια της Ενάγουσας να προωθήσει την αγωγή της εντός της προθεσμίας που θέτει η Δ.30, εντούτοις δεν παύει σήμερα, το Δικαστήριο, ενώπιον του, να έχει μία αγωγή η οποία δεν απορρίφθηκε και, στην ουσία, αίτημα από πλευράς της Ενάγουσας ότι ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η Κλήση για Οδηγίες που καταχωρήθηκε είναι εκπρόθεσμη, το Δικαστήριο δύναται να διορθώσει την εν λόγω παρατυπία.

 

Σημειώνω εδώ ότι με την τροποποίηση της Δ.30 (στις 28.7.2017)[6], η αυστηρότητα στην ερμηνεία της Δ.30 θ. 1(γ) έχει καμφθεί (βλ. Στέλιου Χαραλάμπους v. Έλενα Γεωργίου, Πολ. Έφεση 185/17, απόφαση ημερ. 18.4.2018), ECLI:CY:AD:2018:A173[7]. Επομένως, θεωρώ ότι οι διατάξεις της Δ.30, δεν θα πρέπει να ερμηνευθούν με υπέρμετρη αυστηρότητα, αλλά με πνεύμα επιείκειας και με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, υπό το φως βεβαίως των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.

 

Στρέφομαι τώρα στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης και παρατηρώ τα ακόλουθα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το δικαστικό φάκελο, η Ενάγουσα έχει ήδη εκδώσει την Κλήση για Οδηγίες, πλην όμως εκπρόθεσμα και χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως σχετική άδεια από το Δικαστήριο. Από την άλλη, η πλευρά του Εναγόμενου, ουδέν διάβημα έλαβε εντός 15 ημερών, αφότου παρήλθαν οι 90 μέρες για την καταχώρηση της επίδικης Κλήσης για Οδηγίες, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής, παρά μόνο ήγειρε ζήτημα απόρριψης της, ως εγκαταλειφθείσας, με την υπό κρίση Αίτηση του, η οποία είναι εκπρόθεσμη, με σκοπό την απόρριψη της και την παραμονή προς εκδίκαση μόνο της ανταπαίτησης του. Ούτε βεβαίως προκύπτει από το φάκελο της διαδικασίας ότι το Πρωτοκολλητείο έθεσε το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς απόρριψη της αγωγής[8] και σίγουρα δεν το έθεσε ενώπιον μου.

 

Εντούτοις, η όποια αδράνεια της Ενάγουσας ήταν για περίοδο περίπου τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία που έληξαν οι 90 ημέρες για την καταχώρηση της εν λόγω Κλήσης για Οδηγίες[9]. Κρίνω δε ότι στη βάση των περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, ως αυτά επεξηγούνται ανωτέρω, δεν δημιουργήθηκαν τέτοια τετελεσμένα στην αγωγή, ώστε να θεωρήσω ότι τα δικαιώματα του Εναγόμενου επηρεάζονται αρνητικά με τη διόρθωση της παρατυπίας της προνοούμενης Κλήσης για Οδηγίες. Δεν μου διαφεύγει ο ισχυρισμός του Εναγόμενου, ως αυτός προβάλλεται στην αγόρευση των συνηγόρων του, ότι τυχόν απόρριψη της υπό κρίση Αίτησης θα δημιουργήσει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Δημοκρατίας στη βάση του περί Αποτελεσματικών Θεραπειών για Παραβίαση του Δικαιώματος σε Διάγνωση Αστικών Δικαιωμάτων και Υποχρεώσεων σε Εύλογο Χρόνο Νόμο του 2010 (Ν. 2(Ι)/2010). Εντούτοις, ο όποιος σχετικός ισχυρισμός του, παραγνωρίζει παντελώς το γεγονός ότι ούτε η πλευρά του καταχώρησε εντός της προθεσμίας των 90 ημερών από την ημερομηνία που τα δικόγραφα στην Ανταπαίτηση του έκλεισαν, της προνοούμενης Κλήσης για Οδηγίες στην Ανταπαίτηση του, αλλά και το ότι ο ίδιος από την καταχώρηση της Ανταπαίτησης του μέχρι και την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης, ουδέν διάβημα έλαβε για να προωθήσει τούτη και/ή να εξασφαλίσει απόφαση σε αυτήν.

 

Είναι εμφανές ότι, από τις πιο πάνω σχετικές παραβάσεις των εν λόγω προθεσμιών, ουδείς εκ των διαδίκων απέκτησε οποιοδήποτε πλεονέκτημα επί της ουσίας της υπόθεσης του εις βάρος του άλλου, αλλά ούτε οποιοσδήποτε εξ αυτών υπέστη οποιαδήποτε ζημιά λόγω αυτών των παραβάσεων που δεν μπορεί να τύχει αποζημίωσης με σχετική διαταγή ως προς τα έξοδα. Σημειώνω στο σημείο αυτό, για σκοπούς πληρότητας και μόνο, ότι, για την ανωτέρω κρίση μου, συνυπολογίζω και το γεγονός ότι το τελευταίο δικόγραφο (εκπρόθεσμο ή μη) που καταχωρήθηκε στις 13.4.2023, και δη 13 μέρες πριν την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, χωρίς ποτέ ο Εναγόμενος 8 που τον αφορά να προωθήσει αίτημα για παραμερισμό του, αποδεχόμενος, προφανώς, το εκπρόθεσμο της καταχώρησης του, προχώρησε και καταχώρησε Παράρτημα στην επίδικη Κλήση για Οδηγίες, πράγμα που έπραξε και ο Εναγόμενος 2. Εν πάση περιπτώσει, όπως προανέφερα ούτε ο Εναγόμενος που προωθεί την υπό κρίση Αίτηση έχει καταχωρήσει μέχρι και σήμερα, σχετική Κλήση για Οδηγίες αναφορικά με την Ανταπαίτηση του, γεγονός που λαμβάνεται υπόψη ως προς το κατά πόσο το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να άρει την παρατυπία.

 

Συναφώς, προκύπτει ότι τυχόν μη άρση της παρατυπίας, θα οδηγήσει σε σπατάλη δικαστικού χρόνου και δημιουργίας αχρείαστων εξόδων και νέων διαδικασιών, εφόσον η Ενάγουσα θα αναγκαστεί να καταχωρήσει νέα αγωγή εναντίον του Εναγομένου, ως επίσης και ο Εναγόμενος να καταχωρήσει νέα υπεράσπιση σε αυτήν, πράγμα που θα αργοπορήσει περαιτέρω την επίλυση των εκατέρωθεν αξιώσεων των μερών.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, κρίνω ότι η παράβαση εκ μέρους της Ενάγουσας να καταχωρήσει εμπρόθεσμα την επίδικη Κλήση για Οδηγίες, αποτελεί απλή παρατυπία, η οποία, εν προκειμένω, είναι θεραπεύσιμη. Ως εκ τούτου, το συμφέρον της δικαιοσύνης επιτάσσει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια, στη βάση της Δ.64 και να θεραπεύσω και την εν λόγω παρατυπία και εκδίδω σχετικό διάταγμα για άρση της.

 

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η αίτηση του Εναγομένου απορρίπτεται.

 

Η Κλήση για Οδηγίες της Ενάγουσας, ορίζεται για Οδηγίες στις 6.6.2024 και ώρα 8:45π.μ. Δίδονται οδηγίες όπως ο Εναγόμενος 9 καταχωρήσει το Παράρτημα του σε αυτήν, σύμφωνα με τον Τύπο 25, εντός 15 ημερών από σήμερα.

 

Έχοντας υπόψη ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της παρούσας απόφασης, δημιουργήθηκε για λόγους που οφείλονται στην πλευρά της Ενάγουσας, με την τελευταία να προωθεί το διάβημα άρσης της παρατυπίας στα πλαίσια της Ένστασης στην παρούσα Αίτηση και όχι στη βάση ειδικού, σχετικού, διαβήματος από πλευράς της, κρίνω ότι τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, όσο και τυχόν έξοδα έχουν προκληθεί από τις 11.1.2023 μέχρι και σήμερα που ήρθη η παρατυπία, πρέπει να επιδικαστούν υπέρ του Εναγόμενου 9 και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της αγωγής.

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Σε ότι αφορά τους λοιπούς Εναγόμενους, η Ενάγουσα κατάφερε και εξασφάλισε, για κάποιους εξ αυτών, απόφαση ερήμην, λόγω παράλειψης τους να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης, ενώ, για άλλους, το κλητήριο ένταλμα ανανεώθηκε σε διάφορες ημερομηνίες, για σκοπούς επίδοσης του προς αυτούς.

[2] Το οποίο, δικόγραφο, εν πάση περιπτώσει, είναι προαιρετικό στη βάση της Δ.21 θ. 14.

[3] Η Δ.64 προβλέπει τα εξής:

«(1) H μη συμμόρφωση, λόγω οποιασδήποτε πράξεως ή παραλείψεως, με τα προβλεπόμενα από τους παρόντες Κανονισμούς, αναφορικά με χρόνο, τόπο, τρόπο, τύπο, περιεχόμενο ή οτιδήποτε άλλο κατά την έναρξη ή τη φερόμενη έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας, ή σε σχέση με αυτή, θα θεωρείται παρατυπία και δε θα καθιστά άκυρη τη διαδικασία, οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή.

(2) Τηρουμένης της παραγράφου (3), το Δικαστήριο δύναται, εφόσο διαπιστώσει τέτοια μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (1), και υπό τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή άλλως, όπως κρίνει δίκαιο, να παραμερίσει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει τη διαδικασία στην οποία επεσυνέβη η μη συμμόρφωση, οποιοδήποτε βήμα έγινε στη διαδικασία εκείνη, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον».

[4] Βλ. σελ. 20 της αγόρευσης των συνηγόρων του Εναγόμενου.

[5] Τονισμός και υπογράμμιση δική μου.

[6] Πριν την πιο πάνω τροποποίηση της Δ.30, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.30, η αγωγή θεωρείτο εγκαταληφθείσα και απορρίπτετο από το Δικαστήριο, στην λήξη της τεθείσας περιόδου για την καταχώρηση της.

[7] Σε σχέση με την Δ.30 θ. 1(γ) όπως αυτή ήταν πριν από την εν λόγω τροποποίηση, η οποία δεν παρείχε περιθώρια για διάσωση της αγωγής εάν δεν τηρούνται οι προβλεπόμενης στη Δ.30 προθεσμίες.

[8] Στη βάση της Δ.30 θ. (1)(γ) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

[9] Ο Εναγόμενος 8 που ήταν και ο τελευταίος Εναγόμενος που καταχώρησε Υπεράσπιση στην παρούσα αγωγή, καταχώρησε τούτη στις 13.9.2022. Επομένως, οι 90 ημέρες από την παρέλευση των 7 ημερών από την ημερομηνία καταχώρησης του τελευταίου δικογράφου υπεράσπισης, έληγαν στις 21.12.2022.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο