ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 3218/23 (ijustice)

Μεταξύ:

Shimon Kogan

Ενάγοντα

-και-

YC & AC Estates Ltd.

Εναγόμενης

Ημερομηνία:              28η Μαΐου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα:            κος. Νικολάου με κα. Κίτσιου Μ.

Για Εναγόμενη:         κος. Δημοσθένους Κ. με κα. Δημοσθένους Σ.

Αίτηση υπό του Ενάγοντα ημερομηνίας 28.9.23 για την έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος

 Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Ο Ενάγων με την Απαίτησή του αξιώνει από την Εναγόμενη επιστροφή του ποσού των €78,200 με νόμιμο τόκο και έξοδα, το οποίο είχε καταβάλει σ’ εκείνη ως προκαταβολή στο πλαίσιο συμφωνιών κράτησης και αγοράς υπό ανέγερση κατοικίας, η οποία όμως τερματίστηκε.  

Καταχώρισε επίσης ενδιάμεση Αίτηση, αρχικά μονομερώς, με την οποία αιτήθηκε όπως εκδοθεί από το Δικαστήριο ενδιάμεσο διάταγμα παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενης που βρίσκονται εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας, περιλαμβανομένου και του ακινήτου επί του οποίου ανεγείρεται η υπό ανέγερση κατοικίας μέχρι ποσού €78,200 μέχρι αποπεράτωσης της Απαίτησης ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Στήριξε την Αίτησή του - η οποία βασίστηκε κυρίως στο Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/160) και στο Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 - με ένορκη δήλωση (η «πρώτη δήλωση Ενάγοντα») και μετέπειτα, δηλαδή μετά και την καταχώριση ένστασης από πλευράς Εναγόμενης, συμπλήρωσε αυτή με δεύτερη ένορκη δήλωση (η «δεύτερη δήλωση Ενάγοντα»).

Στην πρώτη ένορκη δήλωση Ενάγοντα, ο ίδιος αναφέρεται στο ιστορικό και τις συνθήκες υπό τις οποίες σύναψε συμφωνίες με την Εναγόμενη επισυνάπτοντας και σχετικά τεκμήρια. Έλαβα υπόψη μου το σύνολο της πρώτης δήλωσης Ενάγοντα και των Τεκμηρίων και το συνοψίζω ως ακολούθως, διευκρινίζοντας ότι όσα καταγράφονται αποτελούν τις θέσεις που προβλήθηκαν από τον Ενάγοντα:

Ο Ενάγων αναφέρει ότι, περί το τέλος του 2022 επιθυμούσε ν’ αγοράσει ακίνητο. Είχε, μέσω τρίτου, γνωρίσει το διευθυντή της Εναγόμενης ο οποίος διέθετε προς πώληση ακίνητο στη Λεμεσό. Επέδειξε ενδιαφέρον και τον ίδιο μήνα υπέγραψε με την Εναγόμενη συμφωνία κράτησης ακινήτου (η «συμφωνία Κράτησης») και στις αρχές του Φεβρουαρίου του 2023 συμφωνία Αγοράς του επίδικου ακινήτου (η «συμφωνία Αγοράς»). Λίγο προηγουμένως είχε αποταθεί στην Ελληνική Τράπεζα για εξασφάλιση δανείου έναντι υποθήκης για την αγορά του Ακινήτου, έχοντας όμως καταβάλει ήδη στην Εναγόμενη έναντι της συμφωνίας Αγοράς το ποσό των €98,200, δηλαδή €82,521 πλέον ΦΠΑ (η «Προκαταβολή»). Περί τα μέσα Φεβρουαρίου η Ελληνική Τράπεζα ενημέρωσε τον Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη δεν συμμορφώθηκε με τη διαδικασία δέουσας έρευνας που η τράπεζα διενήργησε και συνεπώς η αίτησή του για δανειοδότηση απορρίφθηκε. Προσέγγισε έπειτα και την Τράπεζα Κύπρου, αλλά ενημερώθηκε ότι δεν υπήρχαν ουσιαστικά πιθανότητες η Εναγόμενη να «περάσει» τη διαδικασία δέουσας επιμέλειας της και ότι οι πιθανότητες δανειοδότησης ήταν ελάχιστες. Περί τα μέσα του Απρίλη του 2023 ο Ενάγοντας συμφώνησε προφορικά με το διευθυντή της Εναγόμενης (ο «ΛΧ») ότι η Προκαταβολή που είχε καταβάλει προς την Εναγόμενη θα επιστρεφόταν περί το τέλος Μαΐου. Κατόπιν επικοινωνίας, στις 25.5.23 υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων συμφωνία τερματισμού της συμφωνίας Αγοράς με την οποία συμφωνείτο ότι το ποσό της Προκαταβολής θα επιστρεφόταν μέχρι τις 31.7.2023 (η «συμφωνία Τερματισμού»). Τις τελευταίες εβδομάδες του Ιούλη του 2023 ο Ενάγοντας επεδίωξε, αλλά δεν κατάφερε να έχει ουσιαστική επικοινωνία με το ΛΧ. Στις 19.7.23 ο ΛΧ ειδοποίησε τον Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη θα του επέστρεφε το ποσό των €20,000 επειδή δεν είχε εισόδημα και ταμειακές ροές και ότι το ποσό των €20,000 θα προερχόταν από προσωπικό δάνειο του ΛΧ προς την Εναγόμενη. Στις 20.7.23 ο Ενάγοντας, σε προσπάθεια μετριασμού της ζημιάς του, υπέγραψε απόδειξη παραλαβής του ποσού των €20,000 και ότι αντιλαμβανόταν ότι η Εναγόμενη θα συνέχιζε να προβαίνει σε περιοδικές πληρωμές έως και την αποπληρωμή του συνόλου, ως η ταμειακή ροή της Εναγόμενης ή σε εξόφληση κατά το χρόνο επαναπώλησης του επίμαχου Ακινήτου (η «Απόδειξη»). Έκτοτε ο ΛΧ δεν ανταποκρίνεται και δεν επικοινωνεί μαζί με τον Ενάγοντα, αλλά και όταν επικοινώνησε υπεξέφευγε ή ήταν επιθετικός και απειλητικός, ενώ η Εναγόμενη δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε πληρωμή.

Ο Ενάγων ισχυρίστηκε ότι ισχύουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και παραθέτει στοιχεία που κατά την άποψή μου ενισχύουν τον ισχυρισμό τούτο. Προς τούτο κυρίως αναφέρει ότι έχει καλή συζητήσιμη υπόθεση και καλές πιθανότητες επιτυχίας καθότι η Αγωγή του βασίζεται σε παράβαση σύμβασης και της υπόσχεσης της Εναγόμενης να επιστρέψει το ποσό της Προκαταβολής που έλαβε από τον Ενάγοντα. Επίσης ισχυρίζεται ότι θα είναι αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα επειδή η Εναγόμενη δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία εκτός από το Ακίνητο που αναπτύσσει και δεν έχει ρευστότητα. Επίσης η Εναγόμενη δεν υπέβαλε οικονομικές καταστάσεις από το έτος 2017 και η Προκαταβολή έχει ήδη αποξενωθεί. Όλες εκτός από μία εκ των συμφωνιών πωλήσεων τις οποίες συνήψε η Εναγόμενη έχουν ακυρωθεί. Πέραν τούτων η Εναγόμενη, παρά την αντίστοιχη υποχρέωσή της να κατέθετε τη συμφωνία Αγοράς στο κτηματολόγιο, δεν το έπραξε, αλλά και ο ΛΧ είχε ψευδώς παρουσιάσει την Εναγόμενη ως όχημα ειδικού σκοπού, ενώ, ως φαίνεται από έρευνα στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, η Εναγόμενη συστάθηκε από το έτος 2007. Εν όψει των πιο πάνω, αλλά και της συμπεριφοράς του ΛΧ, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η Εναγόμενη να απομείνει χωρίς περιουσιακά στοιχεία μέχρι το τέλος της Αγωγής.

Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της Αίτησης, έδωσε οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στην Εναγόμενη, πράγμα που έγινε και η Εναγόμενη, εμφανιζόμενη στη διαδικασία, κατέθεσε Ένσταση με την οποία ζητά απόρριψη της Αίτησης για 17 λόγους. Η Ένσταση συνοψίζεται στο ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, ότι η Αγωγή είναι πρόωρη, ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αποξένωσης, ότι ο Ενάγοντας απέκρυψε ουσιαστικά δεδομένα προσερχόμενος στο Δικαστήριο και στο ότι κωλύεται να αποζητά τις θεραπείες που ζητά, στο ότι τυχόν έκδοση της αιτούμενης θεραπείας θα προκαλέσει ζημιά και καθυστέρηση στην Εναγόμενη και τέλος στο ότι ο Ενάγοντας δεν κινδυνεύει επειδή η Εναγόμενη είναι φερέγγυα.

Την Ένσταση στήριξε μακροσκελής ένορκη δήλωση του Διευθυντή της με Τεκμήρια, την οποία έλαβα υπόψη μου στην πλήρη έκτασή της (η «πρώτη δήλωση ΛΧ») και στην οποία ο ΛΧ προβαίνει σε παράθεση του ιστορικού απόκτησης του ακινήτου επί του οποίου η Εναγόμενη εκπόνησε σχέδια και προβαίνει σε ανέγερση κατοικιών, μεταξύ των οποίων και εκείνη την οποία αρχικά συμφωνήθηκε ν’ αγοράσει ο Ενάγοντας, αλλά και δίδει παραδείγματα προς κατάδειξη της, μέχρι πρότινος, φιλικής σχέσης του με τον Ενάγοντα. Σχετικότερα, ο ΛΧ ισχυρίζεται ότι, λόγω οικονομικών προβλημάτων του Ενάγοντα, μέρος της Προκαταβολής στη βάση μάλιστα της συμφωνίας Κράτησης, πληρώθηκε σε δόσεις. Τούτο το αποδέχθηκε ο ίδιος και η Εναγόμενη λόγω σχέσης φιλίας που αναπτύχθηκε μεταξύ του και του Ενάγοντα. Επί αυτής της βάσης, σπεύδει να σημειώσει ότι ο Ενάγοντας απέκρυψε από το Δικαστήριο ότι ο ΛΧ μεσολάβησε για να τύχει περίθαλψης ο παππούς της γυναίκας του Ενάγοντα, ότι μεσολάβησε στην ματαίωση από τον Ενάγοντα συναλλαγής για αγορά οχήματος και ότι ο Ενάγοντες αντιμετώπιζε προβλήματα ρευστότητας και η Εναγόμενη αποδέχθηκε μειωμένο ποσό Προκαταβολής προκειμένου να τον διευκολύνει. Κατά τον ΛΧ, ο Ενάγοντας επίσης απέκρυψε από το Δικαστήριο συμφωνία προκράτησης με την οποία φαίνεται το μερίδιο της κατοικίας που αποτέλεσε το αντικείμενο της συμφωνίας αγοράς επί της γης, αλλά και ηλεκτρονικό μήνυμα υπαλλήλου της Εναγόμενης με το οποίο ζητήθηκε από τον Ενάγοντα να καταβάλει δόση έναντι της προκαταβολής και τέλος απέκρυψε ότι έλαβε απόδειξη για το ποσό των €17,200, την οποία ο ΛΧ και επισυνάπτει.

Πέραν των ισχυρισμών περί απόκρυψης ο ΛΧ αρνείται ότι η Ελληνική Τράπεζα δεν αποδέχθηκε τη βιωσιμότητα της Εναγόμενης και δεν θα προχωρούσε σε εκτίμηση εάν τούτο ίσχυε. Εν πάση περιπτώσει, κατά τον ΛΧ, η Εναγόμενη παρέδωσε στην Ελληνική Τράπεζα όλα τα στοιχεία που απαιτήθηκαν, αλλά και η εν λόγω τράπεζα είχε αλληλογραφία με την Εναγόμενη για κάποιες μέρες μετά από την ημερομηνία που ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι το αίτημά του απορρίφθηκε. Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι η Τράπεζα Κύπρου απέρριψε το αίτημά του για δανειοδότηση λόγω της αποτυχίας της Εναγόμενης να περάσει τον έλεγχο δέουσας έρευνας, ο ΛΧ αναφέρει ότι τούτο δεν είναι δυνατόν καθότι πέρασαν μόνο λίγες μέρες από την ημέρα υποβολής του αιτήματος μέχρι και την κατ’ ισχυρισμό απόρριψη ενώ η Ελληνική Τράπεζα εξέταζε το αίτημα για πολύ περισσότερο καιρό.

Ο Ενάγοντας έδρασε, αποκρύπτοντας από το Δικαστήριο τα σχετικά στοιχεία, βάσει σχεδίου, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε τα χρήματα για να προβεί στην αγορά κατοικίας, ως καταγράφεται από μαρτυρίες υπαλλήλων της Εναγόμενης που επισυνάπτονται ως Τεκμήρια.

Ο ΛΧ παραθέτει δε και αλληλογραφία στην κατάληξη της οποίας υπεγράφη η συμφωνία Τερματισμού, ενώ ως προς τα όσα ο Ενάγοντας ισχυρίζεται αναφορικά με τη δήθεν ασυνέπεια του ΛΧ να του απαντήσει περί τα τέλη Ιουλίου, παραπέμπει στο βαρυφορτωμένο επαγγελματικό πρόγραμμά του, για το οποίο ο Ενάγοντας όμως ήταν ενήμερος.

Ως προς τον ισχυρισμό περί έλλειψης ταμειακών ροών και εισοδημάτων, ο ΛΧ αναφέρει ότι δεν καταγράφεται οτιδήποτε τέτοιο στο μήνυμά του προς τον Ενάγοντα ημερομηνίας 19.7.23, το οποίο μάλιστα ο Ενάγοντας παρουσίασε αποσπασματικά, αλλά επισυνάπτει και κατάσταση τραπεζικών λογαριασμών της Εναγόμενης, εκτίμηση της περιουσίας της και οικονομικές καταστάσεις – όπως τις ονομάζει - που, κατά τον ΛΧ, δεικνύουν ότι ο ισχυρισμός του Ενάγοντα δεν ισχύει. Η ανέγερση του έργου της Εναγόμενης συνεχίζει κανονικά, επειδή αυτό χρηματοδοτείται από τους μετόχους της. Σχετικά με τις ακυρώσεις πωλήσεων, αυτές δεν οφείλονται στην Εναγόμενη, αλλά σε προβλήματα των αγοραστών, εναντίον δυο εκ των οποίων κινήθηκαν και αγωγές από την Εναγόμενη. Όσων αφορά την πιθανότητα αποξένωσης του ακινήτου τούτο είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί από τη στιγμή που η Εναγόμενη προέβη σε πωλήσεις. Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο δεσμεύει το ακίνητο θ’ αποτρέψει άλλους πιθανούς αγοραστές και δεν είναι δυνατό η Εναγόμενη να ολοκληρώσει το έργο, πράγμα που θα ήταν καταστροφικό. Η δε Εναγόμενη είναι φερέγγυα και δεν δικαιολογείται η δημιουργία προσκομμάτων στην ολοκλήρωση του έργου της. 

Πάντοτε κατά τον ΛΧ, μπορεί να μην έγινε άλλη πληρωμή έναντι της οφειλής προς τον Ενάγοντα, αλλά ο Ενάγοντας υπέγραψε την Απόδειξη η οποία είναι νέα συμφωνία με νέους όρους αποπληρωμής και σε κάθε περίπτωση δεν θα πίεζε χρονικά την Εναγόμενη. Μέχρι το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους η Εναγόμενη προτίθεται να εξοφλήσει τον Ενάγοντα από πωλήσεις που θα προκύψουν. Η Προκαταβολή δόθηκε για να πληρωθούν οι εργολάβοι του έργου και ουδέποτε ήταν διαθέσιμη για επιστροφή.

            Ως προανέφερα, καταχωρίστηκε και δεύτερη δήλωση Ενάγοντα. Συνοψίζοντάς την, ο Ενάγων αναφέρει σ’ αυτή ότι: ο ΛΧ στην πρώτη δήλωση ΛΧ παρουσιάζει ιστορικό άσχετο με τα επίδικα θέματα. Παραθέτει δε ο Ενάγων και ως Τεκμήριο αλληλογραφία του ιδίου, της Εναγόμενης και της Ελληνικής Τράπεζας για να καταδείξει ότι πράγματι η Ελληνική Τράπεζα ζητούσε πληροφορίες για τον ΛΧ τις οποίες εκείνος δεν παρείχε και εν τέλει τούτο κατέληξε στην απόρριψη στου αιτήματος για δανειοδότηση. Η απόδειξη πληρωμής που παρουσίασε ο ΛΧ αναφορικά με μέρος της Προκαταβολής που ο Ενάγων κατέβαλε ουδέποτε του δόθηκε, ενώ συγκεκριμένα Τεκμήρια της πρώτης δήλωσης ΛΧ είναι ελλιπή και ανακόλουθα και δεν καταδεικνύεται οπουδήποτε ότι ο Ενάγων ζήτησε δάνειο από την Εναγόμενη. Ως προς την κατάσταση λογαριασμού που ο ΛΧ επεσύναψε, αυτή καταδεικνύει ακριβώς ότι τα εισοδήματα της Εναγόμενης διοχετεύονται σε εταιρείες που ελέγχει ο ΛΧ και συνεπώς φαίνεται ότι υπάρχει κίνδυνος η Εναγόμενη να μην είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος. Προς τούτο παραθέτει Τεκμήρια που καταδεικνύουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς εταιρειών στις οποίες φαίνονται να γίνονται πληρωμές στο Τεκμήριο 15 της πρώτης δήλωσης ΛΧ και οι οποίες με τη σειρά τους ελέγχονται από πρόσωπα που σχετίζονται με τον ΛΧ και την Εναγόμενη. Εκ των πιο πάνω φαίνεται η πρόθεση αποξένωσης.

Έπειτα, και ο ΛΧ επανήλθε με την δεύτερη δήλωση ΛΧ. Με αυτή αντικρούει ισχυρισμούς του Ενάγοντα σε σχέση με τη διαδικασία δέουσας έρευνας της Ελληνικής Τράπεζας, ενώ διευκρινίζει ότι ουδέποτε παρουσίασε στον Ενάγοντα - αλλά και πουθενά δεν καταδεικνύεται ότι παρουσίασε - ότι η Εναγόμενη είναι νέα εταιρεία, παρά μόνο ότι είναι καθαρή εταιρεία. Αναφορικά με το ζήτημα της κατάστασης λογαριασμού Τεκμηρίου 15 στην πρώτη δήλωση ΛΧ, η οποία τυγχάνει εκτενούς αναφοράς στη δεύτερη δήλωση Ενάγοντα, ο ΛΧ αναφέρει ότι η κατάσταση επισυνάφθηκε στο πλαίσιο διαφάνειας και δεικνύει ότι η Εναγόμενη όποτε το χρειάζεται λαμβάνει δανεισμό από συγγενικές της εταιρείες και μετόχους τον οποίο και επιστρέφει, ενώ η εργοληπτική εταιρεία που ανεγείρει το έργο, πληρώνεται και προχωρεί καθημερινά. Οι πληρωμές στις οποίες εστιάζει ο Ενάγοντας στη δεύτερη δήλωση Ενάγοντα αφορούν αφενός να αποπληρωμή δανεισμού της Εναγόμενης προς συγγενικές ή σχετιζόμενες εταιρείες και πρόσωπα, ενώ η πληρωμή προς εταιρεία που διαχειρίζεται μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορούσε αγορά ακινήτου και δεν σχετίζεται με μη εξυπηρετούμενο δάνειο. Ως προς τις ταμειακές ροές της Εναγόμενης, αυτή κατέβαλε ποσά πέραν του ενός εκατομμυρίου ευρώ μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2023, ενώ κατέβαλε πέραν των €618,000 σε εργολάβους. Με σχετική έρευνα στο κτηματολόγιο το Σεπτέμβριο του 2023, ο ΛΧ ισχυρίζεται ότι φαίνονται τα καταχωρημένα συμβόλαια πωλήσεων τα οποία συνήψε η Εναγόμενη. Καμία πρόθεση αποξένωσης δεν καταδεικνύεται, κατά τον ΛΧ, ενώ η Εναγόμενη παραμένει προσηλωμένη στην ολοκλήρωση του έργου, στις πωλήσεις και στην εξόφληση των πιστωτών.

            Με την ολοκλήρωση του σταδίου κατάθεσης δηλώσεων από πλευράς των διαδίκων, οι δικηγόροι τους κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις, τις οποίες έλαβα υπόψη μου στην πλήρη έκτασή τους και συνοψίζω ως ακολούθως:

Οι δικηγόροι του Ενάγοντα την αγόρευσή τους ισχυρίζονται με αναφορά σε νομολογία, ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) (το «Άρθρο 32»). Συγκεκριμένα εισηγούνται ότι εν όψει της ύπαρξης της συμφωνίας Τερματισμού οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του Άρθρου 32 πληρούνται. Η Απόδειξη, κατά τους δικηγόρους του Ενάγοντα, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε ισχύ επειδή δεν υποστηρίζεται από αντιπαροχή και το κείμενό της είναι ασαφές και εν πάση περιπτώσει, η πρόθεση των μερών δεν ήταν η δημιουργία νέων συμβατικών υποχρεώσεων. Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, οι συνήγοροι προβαίνουν σε εκτενείς αναφορές στον κίνδυνο αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων και εστιάζουν στο ότι η Εναγόμενη δεν έχει ταμειακές ροές αλλά και προέβη σε μεταφορές ποσών σε νομικά και φυσικά πρόσωπα που σχετίζονται με τον ΛΧ. Πέραν της αποξένωσης, έστω και να γινόταν αποδεκτό ότι οι μεταφορές ήταν πράγματι προς ικανοποίηση υποχρεώσεων της Εναγόμενης προς τα εν λόγω πρόσωπα, καταδεικνύεται η δόλια προτίμησή των εις βάρος της οφειλής προς τον Ενάγοντα. Ως προς το ισοζύγιο της ευχέρειας, οι δικηγόροι του Ενάγοντα εισηγούνται ότι η έκδοση του διατάγματος με το οποίο ζητείται δέσμευση ίση με την απαίτηση του Ενάγοντα, δεν πρόκειται να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στην Εναγόμενη ενώ αντιθέτως, τυχόν μη έκδοση του αιτούμενη διατάγματος πιθανόν ν’ αποβεί μοιραία για την εκτέλεση απόφασης υπέρ του Ενάγοντα. Τέλος και σχετικά με τους ισχυρισμούς περί μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων, οι δικηγόροι αναφέρουν ότι η υποχρέωση αφενός έπαυσε από την ημέρα που η αίτηση κατέστη δια κλήσεως και αφετέρου ότι τα γεγονότα τα οποία η Εναγόμενοι ισχυρίζεται ότι απεκρύφθησαν δεν ήταν σχετικά με τα επίδικα θέματα.  

Από την αντίπερα όχθη οι δικηγόροι της Εναγόμενης προκρίνουν ότι η Εναγόμενη ενήργησε εντός των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων και δεν μπορεί να τις αποδοθεί αντισυμβατική συμπεριφορά. Ο Ενάγοντα δε, εμποδίζεται και κωλύεται από το να αξιώνει τα διατάγματα ένεκα της δικής του συμπεριφοράς. Η δε αγωγή του είναι πρόωρη αφού με την υπογραφή της Απόδειξης ο Ενάγοντας, ο οποίος είναι και νομικός, αποδέχθηκε την τροποποίηση των όρων της συμφωνίας Τερματισμού. Για τη δε Απόδειξη υπάρχει νόμιμο αντάλλαγμα, δηλαδή η καταβολή των €20,000 έναντι του οφειλόμενου και υπόσχεση για αποπληρωμή του υπολοίπου κατά τον τρόπο που προνοείται. Συνεπώς η Απόδειξη είναι έγκυρη σύμβαση που υπεγράφη με ελεύθερη βούληση. Τίποτε εκ του υλικού που παρουσιάστηκε, προτείνουν οι δικηγόροι, δεν καταδεικνύει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων για να δικαιολογούν την έγκριση της Αίτησης. Κατά τους δικηγόρους, το ότι η Εναγόμενη χρειάστηκε να λάβει δάνειο από συγγενικές τις εταιρείες δεν σημαίνει ότι στερείται και ταμειακής ρευστότητας και η Εναγόμενη είναι φερέγγυα και δεν διατρέχει ο Ενάγοντας κίνδυνο να μην αποζημιωθεί σε περίπτωση που εκδοθεί σε βάρος της Εναγόμενης. Οι δε συνέπειες τυχόν έκδοσης διατάγματος για την Εναγόμενη, αναφέρεται ότι θα είναι δυσανάλογες, θα αποστερηθεί της ρευστότητάς της, θα δυσκολευτεί στην ανάπτυξη του έργου και πιθανόν να έχει απώλεια πελατείας. Επιπρόσθετα, προτείνεται ότι ο Ενάγοντας έχει αποκρύψει ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο όπως για παράδειγμα το ότι ζητήθηκαν από την Ελληνική Τράπεζα στοιχεία για τον ΛΧ και η πλευρά της Εναγόμενης αρνήθηκε να τα παράσχει.

            Κατά τους συνήγορους της Εναγόμενης, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 καθότι, εν πρώτοις, η Αγωγή είναι πρόωρη χωρίς πιθανότητες επιτυχίας και δεν έχει καταδείξει ότι η Εναγόμενη έχει πρόθεση αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων και ότι δεν θα είναι σε θέση ν’ αποζημιώσει τον Ενάγοντα, σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής του. Η δε αιτούμενη θεραπεία και η συνεπαγόμενη στέρηση της Εναγόμενης, δεν δικαιολογείται εκτός σε όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που, εν προκειμένω, δεν ενυπάρχουν. Η αιτούμενη θεραπεία δεν αποδίδεται ως μέτρο εξασφάλισης του Ενάγοντα.         

Ως προς τη νομική πτυχή των θεμάτων που χρήζουν εν προκειμένω εξέτασης, στο σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη «Διατάγματα», 1η έκδοση, 2016 στη σελίδα 123 και σχετικά με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 και συγκεκριμένα όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση αναφέρεται ότι: «το Δικαστήριο αναμένεται να εξετάσει κατά πόσο ο ενάγων έδειξε ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση. Στα πλαίσια της εξέτασής του, θα ερευνήσει το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα. Θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι το κατ’ ισχυρισμό αγώγιμο δικαίωμα δεν είναι «επιπόλαιο και ενοχλητικό» και ότι θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα των πράξεων του εναγόμενου. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι επιτρεπτή η εισαγωγή αιτίας αγωγής ανύπαρκτης κατά το χρόνο της καταχώρησης της αγωγής, εκτός και αν εμπίπτουν στην κατηγορία διαταγμάτων Quia Timet.» και μετέπειτα στο ίδιο θέμα: «Αναμένεται από τον ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφα του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμα του, το οποίο ισχυρίζεται ότι παραβιάζει ο εναγόμενος και να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του με στοιχεία που θα παραθέσει στην ένορκη δήλωση του. Όμως η ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος δεν είναι αρκετή. Ταυτόχρονα θα πρέπει να παραθέσει στοιχεία ότι ο εναγόμενος δεν έχει δικαίωμα να του παραβιάζει τα δικαιώματά του. Δεν χρειάζεται στο ενδιάμεση στάδιο να αποδείξει το ουσιαστικό του δικαιώματος του, αλλά να πείσει το δικαστήριο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις υπέρ της ύπαρξής του.»

Στη δε υπόθεση Κοζάκου κ.α. ν. Νικολάου Πολιτική Έφεση Ε127/13, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη σύνοψη που το ίδιο προέβη στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ., κ.α. ν. Λοϊζιδου, Πολιτική Έφεση Ε7/2018, ημερομηνίας 21.3.2019 ανέφερε τα ακόλουθα:

«[...] Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά [...] Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ' επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια. Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία [...] Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία. Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον».»

Στη βάση της Αίτηση περιλαμβάνεται και το Άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, σύμφωνα με το οποίο:

«5.-(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.

(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του».

Πρόσφατα το Εφετείο στην Δημητριάδη ν. Gordian Holdings Ltd., Πολ. Έφεση Ε101/2022, ημερομηνίας 5.3.24, έκανε αναφορά στον τρόπο εξέτασης της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 5:

            «[…]για την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 5 του Κεφ.6 δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί πρόθεση αποξένωσης της περιουσίας και ότι εκείνο που λαμβάνεται υπόψη είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή επιβάρυνση στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί, ότι δηλαδή εκείνο που απαιτείται είναι η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντα χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί πραγματική προσπάθεια αποξένωσης (βλ. Larticon Co. V. Detergenta Developments Ltd. (2004) 1(B) ΑΑΔ 1121), C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. «Λεωνικ» Λτδ (2001) 1Β ΑΑΔ 785, Τσιολάκκης κ.α. ν. Στυλιανίδη (1992) 1 ΑΑΔ 782, Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. κ.α. Benfleet Enterp. Ltd. κ.α. (2006) 1(Α) ΑΑΔ 280, Rapp v. Sinden κ.α. Πολ. Έφεση Ε191/2014 ημερ. 20/3/2020. Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη (ανωτέρω) στη σελίδα 212 για να δεσμευτεί ολόκληρη η ακίνητη περιουσία του εναγόμενου, οπουδήποτε και αν αυτή βρίσκεται, θα πρέπει να επεξηγηθεί στο Δικαστήριο η αναγκαιότητα για μια τέτοια δέσμευση και θα πρέπει να παρατίθενται λεπτομέρειες της ακίνητης περιουσίας καθώς και υπολογισμός της αξίας της (βλ. Seamark Consultancy Services Ltd. κ.α. (ανωτέρω)».

Επανερχόμενος στην ενώπιον μου επίδικη περίπτωση και εξετάζοντάς την υπό το πρίσμα των πιο πάνω, ξεκινώ από τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης ότι ο Ενάγων απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία και παραπλάνησε το Δικαστήριο. Η θέση τούτη δεν με βρίσκει σύμφωνο. Και τούτο γιατί τα στοιχεία, τα οποία διατείνεται η πλευρά της Εναγόμενης ότι αποκρύφθηκαν, δεν διαφαίνεται να είναι ουσιώδη σε σχέση με την κρίσιμη διαφορά. Το κύριο ζήτημα μεταξύ των μερών, ως μέχρι στιγμής αναδεικνύεται, έγκειται στη συμφωνία Τερματισμού, την Απόδειξη και τη συμπεριφορά και ενέργειες των διαδίκων σε σχέση με την εκκρεμούσα οφειλή της Εναγόμενης προς τον Ενάγοντα. Τα όσα καταλογίζονται στον Ενάγοντα ως μη αποκαλυφθέντα στοιχεία ή γεγονότα, αφενός προχρονολογούνται της εδώ κρίσιμης διαφοράς, αλλά και αφετέρου ουδόλως φαίνεται να ήταν δυνατό να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την εξέτασή της[1]. Συναφώς δεν μπορώ να καταλήξω ότι πράγματι ο Ενάγοντας απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία από το Δικαστήριο.   

Στρέφοντας την προσοχή μου στη συνδρομή των νομοθετικών και νομολογιακών προϋποθέσεων για έκδοση της αιτούμενης θεραπείας, ως μόλις προανέφερα, η μέχρι στιγμής κύρια διαφωνία μεταξύ των διαδίκων αφορά στο κατά πόσο η συμφωνία στη βάση της οποίας η Εναγόμενη υποσχέθηκε να επιστρέψει τα χρήματα στον Ενάγοντα μεταβλήθηκε ή αντικαταστάθηκε με την Απόδειξη, την οποία υπέγραψε ο Ενάγοντας όταν έλαβε τις €20,000 από τα γραφεία της Εναγόμενης. Το ζήτημα ανάγεται στην ερμηνεία των συμφωνιών και των διαμειφθέντων μεταξύ των διαδίκων, πλην όμως το Δικαστήριο δεν πρόκειται να υπεισέλθει στην ουσία, παρά μόνο, προς το παρόν, θα προβεί σε εξέταση του κατά πόσο πληρούνται οι νομοθετικές προϋποθέσεις, εντός των πλαισίων της νομολογίας, για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας, λαμβάνοντας υπόψη, χωρίς να αξιολογεί, τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς:

Στο κατά πόσο ο Ενάγοντας έχει συζητήσιμη υπόθεση, η απάντηση θα πρέπει να είναι καταφατική. Και τούτο επειδή η Αγωγή του ερείδεται επί ισχυρισμού παράβασης σύμβασης, αλλά και σε κατ’ ισχυρισμό αδικαιολόγητο πλουτισμό της Εναγόμενης, αιτίες που με τη σειρά τους έγκεινται στην μη αποπληρωμή του οφειλόμενου ποσού. Η Εναγόμενη δεν έχει αρνηθεί την οφειλή, παρά μόνο ισχυρίζεται ότι η Αγωγή είναι πρόωρη, καθότι η συμφωνία – ως την αποκαλεί -, στη βάση της οποίας εκείνη θεωρεί ότι θα πρέπει να εξοφλήσει το υπόλοιπο προς τον Ενάγοντα, δηλαδή η Απόδειξη, δεν έχει παραβιαστεί μία και ουσιαστικά μετέβαλε τα όσα προνοούσε η συμφωνία Τερματισμού και προνοεί έκτοτε ότι η εξόφληση θα γίνεται με περιοδικές πληρωμές αναλόγως της ρευστότητάς της ή με την μεταπώληση της κατοικίας που ο Ενάγοντας είχε αρχικά συμφωνήσει ν’ αγοράσει. Μάλιστα αποτέλεσε ισχυρισμό του ΛΧ στη δεύτερη δήλωσή του ότι εντός του καλοκαιριού του τρέχοντος έτους η Εναγόμενη προτίθεται να εξοφλήσει την οφειλή προς τον Ενάγοντα. Ως ανέφερα προηγουμένως το τι, εν προκειμένω, νομικώς ισχύει και ποια η ερμηνεία του, είναι ζήτημα που θα απασχολήσει κατά την Ακρόαση της ουσίας της απαίτησης. Όμως, και έχοντας κατά νου το βαθμό στον οποίο ο Ενάγοντας θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ούτως ώστε να διαπιστωθεί ότι υπάρχει εν προκειμένω κάποιο δικάσιμο θέμα, θεωρώ ότι αυτό έχει καταδειχθεί και η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 πληρείται, αφού ο Ενάγοντας προσκόμισε προς τούτο επαρκή στοιχεία, δηλαδή τη συμφωνία Τερματισμού και την Απόδειξη και το γεγονός της ύπαρξης αλλά και της, μέχρι στιγμής, μη ικανοποίησης της απαίτησής του, αλλά και πρόβαλε νομική επιχειρηματολογία περί ακυρότητας της Απόδειξης, την οποία παραθέτω με περισσότερη λεπτομέρεια πιο κάτω κατά την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32, χωρίς βεβαίως να εκφέρω άποψη επ’ αυτής πέραν της εν προκειμένω απαιτούμενης.    

Ως προς την εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης η όποια διαπίστωσή μου περί πιθανότητας επιτυχίας δεν μπορεί παρά να προκύψει μέσα από μία κάποια εκτίμηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών. Εντός του παρόντος πλαισίου εξέτασης, εναπόκειτο στην πλευρά του Ενάγοντα να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο πάντοτε βαθμό, ότι με τα όσα προσκόμισε στο Δικαστήριο, υπάρχει μια απλή πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία. Ως φαίνεται, ο Ενάγοντας υπέγραψε την Απόδειξη και έλαβε το ποσό των €20,000 πριν τις 31.7.23 ημερομηνία κατά την οποία θα έπρεπε βάσει της Συμφωνίας Τερματισμού, η Εναγόμενη να επιστρέψει το οφειλόμενο ποσό. Στην Απόδειξη στην οποία τέθηκαν κάποιοι όροι για την επιστροφή του υπολοίπου. Θέση του Ενάγοντα ήταν ότι η Απόδειξη δεν είναι δυνατό, λόγω έλλειψης περαιτέρω αντιπαροχής αλλά και έλλειψης σαφήνειας, να θεωρηθεί είτε έγκυρη, είτε ως ν’ αποτελεί νέα σύμβαση, είτε τροποποίηση της συμφωνίας Τερματισμού. Στην αγόρευση του δικηγόρου του γίνεται αναφορά στις αρχές της σαφήνειας των συμβάσεων αλλά και στην μη ύπαρξη αντιπαροχής και προτείνεται ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να καθοδηγηθεί αναλόγως και να καταλήξει ότι πληρείται και τούτη η προϋπόθεση εν όψει της ακυρότητας της Απόδειξης. H εκ διαμέτρου αντίθετη θέση της Εναγόμενης, ήταν ότι πρόκειται περί μεταβολής των όρων της συμφωνίας Τερματισμού με την εισαγωγή νέου δεσμευτικού πλαισίου αποπληρωμής με το οποίο, εκ συμφώνου, ο ορίζοντας τέθηκε είτε στην καταβολή περιοδικών πληρωμών σύμφωνα με την ρευστότητα της Εναγόμενης είτε στην αποπληρωμή με την πώληση του ακινήτου.

Το ζήτημα της εγκυρότητας τροποποίησης σύμβασης εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Καραολή κ.α. ν. Λαούρη κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 255 στην οποία, αναφέρθηκαν τα εξής υπό Ερωτοκρίτου Δ, ως ήταν τότε:

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Indian Contract Law and Specific Relief Acts, 10η Έκδοση, σελ. 512, ένα συμβαλλόμενο μέρος, για να θεωρηθεί ότι απαλλάσσει το άλλο από την υποχρέωση εκπλήρωσης των συμβατικών του υποχρεώσεων ή να δεχθεί διαφοροποίηση του ανταλλάγματος σε ένα σημαντικό σημείο, θα πρέπει να εκδηλώσει την πρόθεσή του με κάποιο σαφή τρόπο ή  ενέργεια, η οποία να μην αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς τις προθέσεις του.  Πέραν τούτου, η τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας θα πρέπει να τηρεί όλες τις προϋποθέσεις για σύναψη μιας σύμβασης όπως κοινοποίηση της πρότασης, αποδοχή και αντιπαροχή.»  

Εκτεταμένη συζήτηση επ’ αυτού αλλά και επί των θεμάτων της ακύρωσης και της τροποποίησης γίνεται και στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, κυρίως στο Κεφάλαιο 22 και στο Κεφάλαιο 4 και συγκεκριμένα στις παραγράφους 4-066 μέχρι και 4-072 και 4-081 4-116, με αναφορές που ξεκινούν από την κλασσική υπόθεση Stilk v. Myrick (1809) 2 Camp. 317. Στο δε Κεφάλαιο 22 παράγραφο 22-035, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι:

«The agreement which varies the terms of an existing contract must be supported by consideration. In many cases, consideration can be found in the mutual abandonment of existing rights or the conferment of new benefits by each party on the other»

και πιο κάτω στην ίδια παράγραφο:

«There is a line of authority of respectable antiquity which supports the view that in such a case the agreement will not be effective to vary the contract because no consideration is present. But a more liberal approach has been adopted in more recent cases and the courts have been prepared to find consideration and enforce the agreement where it has conferred a practical benefit upon the promisor. A mere forbearance or concession afforded by one party to the other for the latter’s convenience and at his request does not constitute a variation, although it may be effective as a waiver or in equity».

Ενώ στο σύγγραμμα Treitel The Law of Contract, 14η έκδοση, 2015, στην παράγραφο 3-064 αναφέρονται τ’ ακόλουθα:

«Variation benefiting one party. The parties may agree to vary the contract in a way that can confer a legal benefit on only one party. In some situations, it is settled that such a variation does not generate its own consideration: thus a promise by a creditor to accept part payment of a debt in full settlement is not binding unless it is supported by some separate consideration. Such separate consideration could be provided by some further variation which may benefit the creditor: for example, by a debtor’s promise to make the part payment before the day when the debt becomes due. In other situations, it is arguable that the variation may be supported by consideration if, though capable of conferring a legal benefit on only one party, it can also confer a factual benefit on the other, e.g. where a buyer’s promise to pay more than the originally agreed price secures eventual delivery when strict insistence on the original contract would have led to nothing but litigation». 

Χωρίς ν’ απορρίπτω οποιαδήποτε εκ των δύο προτεινόμενων ερμηνειών, μια και δεν πρόκειται να προβώ σε ανάλυση του ζητήματος ή οποιασδήποτε μορφής αξιολόγηση, αναγνωρίζω ότι, εν όψει της νομικής πτυχής του, ο Ενάγοντας, κατ’ ελάχιστον, έχει καταδείξει την απαιτούμενη απλή πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία και βρίσκω συναφώς ότι πληρείται και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32.      

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, σπεύδω να επισημάνω ότι η διαφορά των διαδίκων είναι καταφανώς οικονομικής φύσεως και αφορά σε συγκεκριμένο ποσό. Η θέση του Ενάγοντα ήταν ότι θεωρεί ότι η Εναγόμενη πρόκειται ν’ αποξενώσει την περιουσία της έτσι ώστε να καταστήσει την όποια δικαστική απόφαση εναντίον της και υπέρ του Ενάγοντα, αδύνατο να εκτελεστεί. Η επιχειρηματολογία επικεντρώθηκε, εν πολλοίς, στις ακυρώσεις πωλήσεων τις οποίες φαίνεται να είχε διενεργήσει η Εναγόμενη, αλλά και στα όσα ο ίδιος ο ΛΧ πρόβαλλε, από τη μία, στην αλληλογραφία του με τον Ενάγοντα και, από την άλλη, στις δηλώσεις του στο Δικαστήριο. Εξ αντιθέτου η Εναγόμενη πρόβαλε ότι η ίδια είναι εύρωστη και φερέγγυα και δεν συντρέχει οτιδήποτε που να αιτιολογεί την ανησυχία του Ενάγοντος περί μη ικανοποίησης τυχόν απόφασης του Δικαστηρίου υπέρ του σε μεταγενέστερο στάδιο. Η ίδια μάλιστα η Εναγόμενη, παρέθεσε και το Τεκμήριο 15 στην πρώτη δήλωση ΛΧ, στο οποίο φαίνεται η κατ’ ισχυρισμό κίνηση του λογαριασμού της. Για τις δε ακυρώσεις των πωλήσεων, η θέση της Εναγόμενης ήταν ότι εκείνη δεν ευθύνεται και έχει λάβει νομικά μέτρα εναντίον αγοραστών οι συμφωνίες των οποίων έχουν ακυρωθεί.

Η θεραπεία που ο Ενάγοντας επιζητεί αφορά σε διάταγμα παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων της Εναγόμενων. Υπό αυτό το πρίσμα και κατά την εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32, αλλά και της 2ης προϋπόθεσης του Άρθρου 5 του Κεφ. 6, η νομολογία έχει θέσει παραμέτρους στη βάση των οποίων η εν λόγω εξέταση διενεργείται. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Shishkarev v. Lanuria Limited, Πολ. Έφεση Ε385/2016, ημερομηνίας 7.6.2018 αναφέρθηκε ότι:

«η λογική της έκδοσης προσωρινού διατάγματος παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, γνωστού και ως διάταγμα Mareva, είναι προς το σκοπό διασφάλισης της ικανοποίησης τελικής απόφασης εναντίον εναγομένου, όταν, εύλογα, μπορεί να υποτεθεί ότι η εκτέλεσή της πιθανόν να καταστεί δύσκολη ή αδύνατη, λόγω επαπειλούμενης εξαφάνισης, από τον ίδιο, περιουσιακών του στοιχείων, επί των οποίων η απόφαση να μπορεί να εκτελεστεί, (βλ. Sunoil Bunkering v. Jaouhar Maritime (1987) 1 C.L.R. 627 και Παντελίδη ν. Πιερή (1998) 1 Α.Α.Δ. 2111).  Η λογική αυτή συμπίπτει, ακριβώς, με την προαναφερθείσα τρίτη προϋπόθεση.  Για την ικανοποίησή της, όπως έχει λεχθεί από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, στις σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.  Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία.».  Ως προς το βαθμό ικανοποίησής της, είναι αρκετό να διαπιστωθεί ότι υπάρχει «πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος.», (βλ. Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, απόφαση Πική, Δ., ως ήταν τότε, στη σελίδα 785)»  

Εξετάζοντας τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς μαζί με τα σχετικά τεκμήρια, εκ της όψης τους και μόνον, διαφαίνεται ότι πράγματι διάφορα, σχετικά μεγάλα, ποσά διοχετεύονται από την Εναγόμενη σε πρόσωπα τα οποία σχετίζονται μ’ αυτήν. Η Εναγόμενη δεν αμφισβήτησε τις συνδέσεις μεταξύ της και των εν λόγω προσώπων, πλην όμως προσπάθησε να αιτιολογήσει τις μεταφορές αναφέροντας ότι πρόκειται, κυρίως, σε αποπληρωμές δανείων προς τα εν λόγω συνδεδεμένα νομικά και φυσικά πρόσωπα. Εκ του υλικού που τέθηκε στο Δικαστήριο, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με κάποιο βαθμό βεβαιότητας κατά πόσο τα μεταφερόμενα χρηματικά ποσά αφορούν σε αποπληρωμές δανείων, αλλ’ ούτε πότε αυτά τα δάνεια συνάφθηκαν, σε ποια ποσά και για ποιο σκοπό, ούτε οτιδήποτε αναφορικά με το χρόνο αποπληρωμής του. Πέραν τούτου, αλλά και πιο συγκεκριμένα, ενώ πράγματι σε κάποιες εγγραφές στον επίμαχο λογαριασμό της Εναγόμενης γίνεται αναφορά σε συμφωνίες δανείου, υπάρχουν άλλες οι οποίες απλώς καταγράφουν την μεταφορά ποσών χωρίς παρόμοια περιγραφή της συναλλαγής. Έστω και εντός του ασαφούς κειμένου των εν λόγω εγγραφών του λογαριασμού, παραμένει ως προφανές ότι ένα μεγάλο μέρος του συνολικού ποσού που η Εναγόμενη δεικνύει ότι κινήθηκε στο λογαριασμό που παρουσίασε, διοχετεύτηκε σε συνδεδεμένα με την Εναγόμενη πρόσωπα, χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει ικανοποιηθεί η οφειλή προς τον Ενάγοντα και χωρίς να είναι δυνατό να διακριβωθεί η εγκυρότητα του ισχυρισμού περί δανειακών υποχρεώσεων. Συνδυαστικά παρατηρώ ότι, εν όψει του ισχυρισμού του ΛΧ περί του συνολικού ποσού που η Εναγόμενη διέθετε στο λογαριασμό της, μέχρι και τα μέσα του Νοέμβρη του 2011, φαίνεται να παρέμειναν μόνο €73,86. Αποτέλεσε επίσης θέση του ΛΧ ότι η Εναγόμενη με δανεισμό από τους μετόχους της καταβάλλει προσπάθεια ολοκλήρωσης του έργου και έχει καταβάλει τεράστια ποσά σε κατασκευαστική εταιρεία. Εξ όσων όμως, επίσης, προκύπτει από το Τεκμήριο 15, η Εναγόμενη έχει λάβει ποσά από πρόσωπα στα οποία εκ των περιγραφών φαίνεται να έχει πωλήσει ακίνητα, ποσά τα οποία, με απλούς υπολογισμούς, υπερκαλύπτουν εκείνα που ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε έναντι της κατασκευής.

Στα πιο πάνω προστίθεται, επίσης συνδυαστικά και το ότι, από το ηλεκτρονικό μήνυμα του ΛΧ προς τον Ενάγοντα ημερομηνίας 19.7.23 που περιλήφθηκε στο Τεκμήριο 4 της πρώτης δήλωσης του Ενάγοντα, αλλά και όπως μπορεί να συναχθεί από το κείμενο της Απόδειξης, προκύπτει ότι η Εναγόμενη για να είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απαίτηση του Ενάγοντα θα πρέπει να έχει ρευστότητα ή και να πωλήσει το ακίνητο. Τούτο πράγματι δεν εξάγεται ευθέως από το κείμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 19.7.23, αλλά το λεκτικό που χρησιμοποιείται δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει ότι, κατά το χρόνο - αλλά πιθανώς και μέχρι και την ημέρα καταχώρισης της πρώτης δήλωσης ΛΧ -, η Εναγόμενη δεν θα ήταν σε θέση ν’ αποπληρώσει την οφειλή, είτε τούτο οφείλετο σε αδυναμία όπως την παρουσιάζει ο Ενάγοντας, είτε σε αλλαγή προτεραιοτήτων όπως την παρουσίασε ο ΛΧ. Με άλλα λόγια από τη στιγμή που η Εναγόμενη χρειάστηκε να θέσει προτεραιότητες σε πληρωτέες οφειλές της, τούτο δεν μπορεί παρά να τείνει να καταδείξει ότι δεν ήταν σε θέση να τις ικανοποιήσει ταυτόχρονα. Διαφάνηκε επίσης ότι τα χρήματα που ο Ενάγοντας έλαβε κατά την υπογραφή της Απόδειξης αποτελούσαν, κατά τον ίδιο τον ΛΧ, δανεισμό της Εναγόμενης που προήλθε από τον ΛΧ. Παρά τα πιο πάνω, στην πρώτη δήλωση ΛΧ, προβάλλεται μια εικόνα ευρωστίας δια της παράθεσης του Τεκμηρίου 15 και δια των όσων ο ΛΧ ανέφερε σχετικά με τη δραστηριότητα της Εναγόμενης, θέσεις που δεν είναι ορατό πως συγκεράζονται κατά τον τρόπο που ο ίδιος ο ΛΧ εισηγείται. Έστω και, χάριν επιχειρήματος, να θεωρηθεί ορθός ο ισχυρισμός της Εναγόμενης περί πρόωρης Αγωγής εν όψει του κειμένου της Απόδειξης, η θέση του ΛΧ περί πρόθεσης εξόφλησης της οφειλής εντός του τρέχοντος έτους μετά από πωλήσεις που θα πραγματοποιηθούν στο έργο που αναπτύσσει η Εναγόμενη, επίσης τείνουν να καταδείξουν ότι η Εναγόμενη δεν είναι σε θέση ν’ αποπληρώσει την οφειλή χωρίς τις εν λόγω πωλήσεις. Διευκρινίζεται ότι, με τα πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε ανάλυση της φερεγγυότητας ή μη της Εναγόμενης, ούτε καταλήγει σε οποιοδήποτε σχετικό συμπέρασμα, παρά μόνο εξετάζει τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης με τα όσα παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμηθεί η πιθανότητα αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων προς παρεμπόδιση εκτέλεσης τυχόν απόφασης υπέρ του Ενάγοντα. Υπενθυμίζεται επίσης ότι στο σκεπτικό του Δικαστηρίου δεν υπεισέρχεται η εξασφάλιση του Ενάγοντα με την χορήγηση θεραπείας, αλλά μόνον η αποτροπή του κινδύνου αποξένωσης.  

Με τα πιο πάνω κατά νου, καταλήγω ότι έχουν τεθεί ενώπιον μου ικανοποιητικά στοιχεία που δεικνύουν ότι δικαιολογείται η ανησυχία του Ενάγοντα περί πιθανότητας παρεμβολής εμποδίων στην ικανοποίηση μιας απόφασης που πιθανόν να εκδοθεί υπέρ του. Πέραν όμως της ανησυχίας του Ενάγοντα και, αντικειμενικά κρινόμενα, τα στοιχεία τούτα τείνουν να καταδείξουν ότι ενυπάρχει κάποιος κίνδυνος αποξένωσης. Συναφώς, θεωρώ ότι και η τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση του ακινήτου της Εναγόμενης θα καθιστούσε τουλάχιστον δύσκολο ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο και βρίσκω ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 και για τους ίδιους λόγους και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 5 του Κεφ. 6.    

Έχοντας ικανοποιηθεί περί της σωρευτικής συνδρομής των προϋποθέσεων για την έκδοση της αιτούμενης θεραπείας, προχωρώ να εξετάσω εάν θα ήταν ευχερές και δίκαιο να χορηγηθεί. Στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, αλλά και συνεκτιμώντας ότι η όποια απαγόρευση μεταβίβασης περιουσίας θα αφορά μόνον το εναπομείναν ποσό που οφείλεται από αυτή στον Ενάγοντα, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε πειστικό ενώπιον μου το οποίο να καταδεικνύεται ότι η διαταγή πρόκειται να προκαλέσει δυσχέρεια στην Εναγόμενη ή στις εργασίες της. Οι αναφορές της Εναγόμενης περί τούτου ήταν γενικές και αφορούσαν σε αποτροπή επίδοξων αγοραστών να εμπιστευτούν την Εναγόμενη. Δεν επεξηγήθηκε όμως το σκεπτικό για μια τέτοια θεώρηση, αλλ’ ούτε καταδείχθηκε η σύνδεση της πιθανούς περιορισμένης δέσμευσης με συγκεκριμένη δυσχέρεια που πρόκειται να προκληθεί στην Εναγόμενη. Αντιθέτως και έχοντας καταλήξει στη σωρευτική ικανοποίηση των προϋποθέσεων του Άρθρου 32, η πιθανότητα αποξένωσης του οφειλόμενου ποσού θα είναι για τον Ενάγοντα αναμφίβολα ζημιογόνα.

Συνεπώς καταλήγω ότι η επιλογή που, υπό τις περιστάσεις, ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, είναι η χορήγηση κάποιας ενδιάμεσης θεραπείας, ιδιαιτέρως εν όψει του τρόπου που πρόκειται να περιορίσω την εμβέλειά της, για τους λόγους που πρόκειται να παραθέσω.

Επισημαίνω ότι το συμπληρωμένο Παράρτημα Β που επισυνάφθηκε στην Αίτηση του Ενάγοντα φαίνεται να συμπληρώθηκε κατά την καταχώριση της Αίτησης μονομερώς και συνεπώς ορισμένα σημεία δεν ισχύουν και το Δικαστήριο θα προβεί στις ανάλογες τροποποιήσεις κατά την έκδοση του σχετικού Διατάγματος. Διαπιστώνω επίσης ότι στο εν λόγω Παράρτημα Β, συμπληρώθηκε και το μέρος εκείνο που αφορά σε επικουρικό διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων. Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα υποβοήθησης ελέγχου της εφαρμογής διατάγματος παγοποίησης έχει αναγνωριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου[2]. Εν προκειμένω όμως, τα πιο πάνω επικουρικά διατάγματα δεν φαίνεται να προωθήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την πλευρά του Ενάγοντα. Παρά τις δύο δηλώσεις που καταχωρήθηκαν προς στήριξη της Αίτησης και παρά τις αγορεύσεις των δικηγόρων του, δεν αναδείχθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο η αναγκαιότητα έκδοσης επικουρικού διατάγματος αποκάλυψης άλλων περιουσιακών στοιχείων εκτός εκείνων που ήταν ήδη σε γνώση του Ενάγοντος και η αξία των οποίων, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον μου, φαίνεται να υπερκαλύπτει το οφειλόμενο προς τον Ενάγοντα ποσό, αξία που, μέχρι στιγμής, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά του. Συναφώς και συνυπολογίζοντας το ύψος του οφειλόμενου ποσού, αλλά και έχοντας κατά νου τη δραστικότητα διατάγματος αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων αλλά και της καθολικής παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, θεωρώ ότι η πλευρά του Ενάγοντα δεν έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί ο σκοπούμενης με την κρίσιμη Αίτηση παγοποίησης, εάν τούτη περιοριστεί σε περιουσιακά στοιχεία της Εναγόμενης, τα οποία είναι ήδη γνωστά στον Ενάγοντα, όπως το ακίνητο επί του οποίου η Εναγόμενη αναπτύσσει τις κατοικίες, μια εκ των οποίων επρόκειτο να πωληθεί και στον ίδιο. Στην βάση όλων των πιο πάνω, επίσης, θεωρώ ότι ο σκοπός της κρίσιμης εδώ Αίτησης, η οποία έχω ήδη αποφασίσει ότι θα πρέπει σε κάποιο βαθμό να πετύχει, επιτυγχάνεται με την έκδοση διατάγματος που αφορά στο ακίνητο πιο πάνω ακίνητο της Εναγόμενης. Ως προς το ακίνητο του οποίου επίσης ζητείται η δέσμευση και φαίνεται να χρησιμοποιείται ως γραφείο της Εναγόμενης στη Λευκωσία, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το ιδιοκτησιακό του καθεστώς και θεωρώ συνεπώς ακροσφαλές, άνευ οποιαδήποτε αναφοράς, να εκδώσω παρόμοιο διάταγμα. Έχοντας περιορίσει την εμβέλεια του Διατάγματος που πρόκειται να εκδώσω θεωρώ ότι, στην παρούσα περίπτωση, επιτυγχάνεται η εξισορρόπηση μεταξύ της επιδιωκόμενης από τον Ενάγοντα προστασίας και της λιγότερης δυνατής παρέμβασης στη λειτουργία της Εναγόμενης, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστατικών της παρούσας υπόθεσης.      

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η Αίτηση επιτυγχάνει στο βαθμό και έκταση που αναφέρω πιο κάτω:

Εκδίδεται Διάταγμα το οποίο, μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της απαίτησης ή νέας διαταγής του Δικαστηρίου, απαγορεύει και εμποδίζει την Εναγόμενη από τα να απομακρύνει από την ιδιοκτησία της ή και να διαθέσει ή και να διαπραγματευτεί ή και να επιβαρύνει το Ακίνητο με αριθμό εγγραφής 6/121, φύλλο / σχέδιο 2-213-343, Τεμάχιο 121, Άγιος Τύχωνας, Λεμεσός, μέχρι ποσού €78,200, ή και να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια με την οποία να μειώσει την αξία του εν λόγω Ακινήτου σε ποσό κάτω των €78,200.

Στο Διάταγμα του Δικαστηρίου συμπεριλαμβάνονται και τα σημεία 9 και 13 έως 17 του προσχεδίου Παραρτήματος Β της Αίτησης του Ενάγοντα, ως επεξηγηματικά. Τα λοιπά αιτητικά και σημεία απορρίπτονται.

Ως προς τα έξοδα της Αίτησης και εν όψει του αποτελέσματος, επιδικάζω αυτά υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 39.9, να υποβάλουν προτεινόμενους καταλόγους εξόδων μέχρι τις 6.6.24 και ώρα 14.00 μ.μ. Η Αίτηση ορίζεται για συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων στις 13.6.24 και ώρα 9.00 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

………..………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

            

   

   



[1] Η προσέγγιση του τι αποτελεί ουσιώδες γεγονός σκιαγραφήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε διάφορες αποφάσεις, όπως στη Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. κ.α. Benfleet Enterp. Ltd. κ.α. (2006) 1(Α) ΑΑΔ 280 και στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd. v. Χάρη Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, αλλά και με εκτενείς αναφορές στην Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G.. κ.α. v. Adeona Holdings Limited (2015) 1 ΑΑΔ 386.

[2] Βλ. ενδεικτικά Aldi Marine Ltd. v. 1. Rual Trade Ltd. κ.α. (2016) 1 Α.Α.Δ. 70


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο