ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 11/2024

Μεταξύ:

Μιχάλη Κυπριανίδη

Ενάγοντος

-και-

Όμιλος Αντισφαίρισης Λευκωσίας (Field Club)

Εναγόμενων

Ημερομηνία:                                                            8η Μαΐου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντα – Αιτητή:                             κος. Χατζηδημητρίου

Για Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση: κος. Παπαχριστοδούλου

Αίτηση για έκδοση ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 5.1.24

Ενδιάμεση Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Με την Απαίτησή του, ο Ενάγοντας αξιώνει Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αντίθετη προς το καταστατικό των Εναγόμενων η απόφασή τους ν’ αναστείλουν για έξι μήνες την ιδιότητά του ως μέλος του Ομίλου τους, ημερομηνίας 5.10.23. Αξιώνει παράλληλα αποζημιώσεις για λίβελο, επιζήμια ψευδολογία και δυσφήμιση, καθώς και άλλες αποζημιώσεις συμπεριλαμβανομένων και ειδικών και επαυξημένων για ψυχική φθορά, ταλαιπωρία και παραβίαση συνταγματικών του δικαιωμάτων.

Στο πλαίσιο της Απαίτησης, ο Ενάγων καταχώρισε την κρίσιμη Αίτηση, αρχικά μονομερώς, ζητώντας με αυτή, την αναστολή της προαναφερθείσας απόφασης των Εναγόμενων μέχρι τελικής εκδίκασης της Αγωγής ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

Συνοψίζω την ένορκη του δήλωση προς υποστήριξη της Αίτησης (η «πρώτη δήλωση Ενάγοντα»), όπως πρόκειται να συνοψίσω και τα κύρια σημεία για όλες τις ένορκες δηλώσεις που καταχωρίστηκαν στο πλαίσιο της κρίσιμης ενδιάμεσης διαδικασίας, τονίζοντας όμως παράλληλα και ότι έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενό τους εις ολόκληρο.

Στην πρώτη δήλωση Ενάγοντα ο ομνύοντας επεσύναψε τόσο το καταστατικό των Εναγόμενων όσο και σχετική έρευνα από το μητρώο του Εφόρου Σωματείων. Χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των Εναγόμενων, η κατάληξη της οποίας ήταν και η αναστολή της ιδιότητάς του ως μέλος του Ομίλου, ως απαράδεχτη και παράνομη, καθότι αυτή λήφθηκε σε χρόνο άγνωστο προς τον ίδιο και χωρίς ο ίδιος να ενημερωθεί. Επίσης, δεν ειδοποιήθηκε για οποιαδήποτε πειθαρχική διαδικασία και δεν πρόβαλε την υπεράσπισή του, αλλ’ ούτε γνωρίζει τις κατηγορίες που του προσάπτονται. Με τον τρόπο που ενήργησαν οι Εναγόμενοι, υποστήριξε, του αποστέρησαν τα δικαιώματά του, αφού λειτούργησαν, ταυτόχρονα, ως κατήγορος και δικαστής. Ο Ενάγοντας προβαίνει και σε αναφορά στο ιστορικό της ανάμειξής του με την αντισφαίριση από παιδική ηλικία. Ως προς το πλαίσιο εντός του οποίου πρόκυψε και η κρίσιμη Απαίτηση και η παρούσα Αίτηση, αναφέρει ότι μετά από παραίτηση προηγούμενου Διοικητικού Συμβουλίου των Εναγόμενων (το «ΔΣ»), ο ίδιος αποτέλεσε, ως φάνηκε προσωρινά, μέλος του ΔΣ. Παρά ταύτα, τέθηκε ζήτημα ασυμβίβαστου της ιδιότητάς του, λόγω του ότι η σύζυγός του προσέφερε υπηρεσίες επ’ αμοιβή στον Όμιλο και τόσο ο ίδιος όσο και οι Εναγόμενοι έλαβαν επί του θέματος, αντικρουόμενες νομικές συμβουλές. Άρχισαν έπειτα τα προβλήματα μεταξύ του και του ΔΣ των Εναγόμενων και από τον Ιούλιο του 2023 δεν συμμετέχει στο ΔΣ. Στις 5.10.23 έλαβε επιστολή από τους Εναγόμενους με την οποία του καταλογίζεται σειρά ενεργειών και κατ’ επίκληση του Άρθρου 18 του Καταστατικού τους, αναστέλλεται η ιδιότητά του ως μέλος (η «απόφαση αναστολής»). Ο Ενάγων απάντησε στην επιστολή αυθημερόν για να λάβει απαντητική στις 6.12.23 στην οποία απάντησε πλέον ο δικηγόρος του στις 12.12.23. Παραπονείται ότι η επιστολή του 5.10.23 δεν απαντήθηκε επί της ουσίας. Παράλληλα αναφέρει ότι με την απόφαση αναστολής του στερήθηκαν τα δικαιώματά του, ότι οι κατηγορίες είναι άδικες και αναληθείς ότι υπέστη τεράστια δυσφήμιση καθότι, σε Γενική Συνέλευση των μελών των Εναγόμενων που έλαβε χώρα στις 7.12.23 και στην οποία δεν παρευρέθηκε, ακούστηκε ότι η ιδιότητά του αναστάλθηκε λόγω του ότι κατηγορούσε και κατήγγειλε τον Όμιλο σε διάφορους τρίτους για να του προκαλέσει ζημιά. Ακούστηκε επίσης ότι ενώ γνώριζε για τις κατηγορίες που του προσάπτονταν αδιαφόρησε ν’ απαντήσει. Υποστηρίζει δε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση της ζητούμενης θεραπείας και οι προϋποθέσεις του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2017 (Ν.104(Ι)/2017) (στο εξής ο «περί Σωματείων Νόμος»), ενώ οι Εναγόμενοι δεν θα υποστούν οποιαδήποτε ζημιά εάν η αιτούμενη θεραπεία χορηγηθεί. 

Με οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου κατά την ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.9(δ), η Αίτηση επιδόθηκε στους Εναγόμενους, οι οποίοι αντέδρασαν καταχωρώντας Ένσταση που περιέχει ουσιαστικούς και τυπικούς λόγους για τους οποίους η Αίτηση θα πρέπει, κατά την άποψή τους, ν’ απορριφθεί και οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοσή του αιτούμενου διατάγματος, ότι ο Ενάγων δεν αποκάλυψε ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, ότι το αιτούμενο διάταγμα είναι δυσανάλογο καθότι παρεμβαίνει στη αυτονομία και διοίκηση των Εναγόμενων και το ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση. 

Η Ένσταση συνοδεύτηκε από ένορκη δήλωση του προέδρου του ΔΣ (η «πρώτη δήλωση Εναγόμενων»). Συνοπτικά, ο ομνύοντας πρόεδρος του ΔΣ εξ αρχής ουσιαστικά επιβεβαιώνει το ιστορικό όσον αφορά την εμπλοκή της παρουσίας του Ενάγοντος στο ΔΣ. Σχετικά όμως προβαίνει και σε παραπομπή στο Άρθρο 24(2) του Καταστατικού των Εναγόμενων και επισυνάπτει επίσης και ως Τεκμήρια τη γνωμάτευση που οι Εναγόμενοι έλαβαν αναφορικά με το ασυμβίβαστο του Ενάγοντα, αλλά και απόφαση του ΔΣ στην οποία καταγράφεται η συναίνεση του Ενάγοντα στο να ζητηθεί η εν λόγω γνωμάτευση. Εν συντομία, το ασυμβίβαστο, τουλάχιστον κατά τους Εναγόμενους, συνίσταται στο ότι η σύζυγος του Ενάγοντα παρείχε υπηρεσίες στον Όμιλο των Εναγόμενων επ’ αμοιβή. Ο πρόεδρος ισχυρίζεται ότι λόγω των πιο πάνω ο Ενάγων τηρεί μια επιθετική στάση και συμπεριφορά έναντι σε μέλη του ΔΣ και συναφώς προέβη σε καταγγελίες στον Έφορο Σωματείων, επέδειξε ασέβεια σε διαγωνιζόμενους σε αγώνες και απέστειλε επιστολές στον Όμιλο Αντισφαίρισης Κύπρου («ΟΑΚ»). Για τις ενέργειες του τούτες, υπήρξε αλληλογραφία την οποία ο πρόεδρος επίσης επισυνάπτει ως τεκμήριο. Αναφέρει επίσης ότι ο Ενάγων είχε, σε περίπτωση που το επιθυμούσε, δικαίωμα να προβεί σε σύγκληση Γενικής Συνέλευσης και να θέσει τα ζητήματα που επιθυμούσε ενώπιον της προς λήψη αποφάσεων, αλλά δεν το έπραξε. Λόγω του ότι ο Ενάγων, παραβίασε το Άρθρο 13 του Καταστατικού των Εναγόμενων, λήφθηκε η απόφαση αναστολής στη βάση του Άρθρου 18, αντί όμως η απόφαση αναστολής να λειτουργήσει ως τρόπος προς τον Ενάγοντα να συμμορφωθεί, οδήγησε στην παρούσα διαδικασία. Σχετικά δε με την παρούσα διαδικασία είναι η θέση του προέδρου ότι αυτή καταχωρίστηκε με υπέρμετρη καθυστέρηση. Ο Ενάγων, συνεχίζει, είναι πικραμένος με την απώλεια της θέσης του στο ΔΣ, αλλά το θέμα για τους Εναγόμενους δεν είναι προσωπικό, αλλά άπτεται του κύρους του Ομίλου τους.

            Τα διάδικα μέρη καταχώρισαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις ως μέρος των εγκεκριμένων διαβημάτων στα χρονοδιαγράμματά τους που δηλώθηκαν κατά την ημέρα ακρόασης διαδικαστικών οδηγιών της Αίτησης κατόπιν επίδοσής της στους Εναγόμενους.

Ο Ενάγων συμπλήρωσε τη μαρτυρία του με πρόσθετη ένορκη δήλωση (η «δεύτερη ένορκη δήλωση Ενάγοντα») στην οποία επισύναψε δύο γνωματεύσεις που έλαβε όσων αφορά το θέμα του ασυμβίβαστου. Ισχυρίστηκε επί τούτου ότι η σύζυγός του δεν εργοδοτείται από τους Εναγόμενους και ότι το ζήτημα του ασυμβίβαστου δεν είναι όσο ξεκάθαρο όσο άφησε να νοηθεί η πρώτη δήλωση Εναγόμενων. Ως προς την καταγγελία που προέβη κατά των Εναγόμενων, αυτή αφορούσε άσκηση κερδοσκοπικής δραστηριότητας, πράγμα που απαγορεύεται από το Καταστατικό τους και η καταγγελία ενεργειών με τις οποίες ο ίδιος διαφωνεί δεν είναι καταδικαστέα πράξη η οποία να μπορεί να επισύρει πειθαρχική ποινή. Παράλληλα, αρνείται όσα του καταλογίζονται ως συμπεριφορά προς μέλη των Εναγόμενων και όσων αφορά το συμβάν που αναφέρεται στην πρώτη δήλωση προέδρου και σχετίζεται με την επίδειξη ασέβειας κατά τη διάρκεια αγώνων, επισυνάπτει την έκθεση του επιδιαιτητή του αγώνα. Όσο για το επιχείρημα που γίνεται στην πρώτη δήλωση Εναγόμενων αναφορικά με το, κατ’ εκείνους, ανεκμετάλλευτο δικαίωμα του Ενάγοντα να συγκαλέσει γενική συνέλευση, ο Ενάγων αναφέρει ότι παρόμοιες συγκλήσεις στο παρελθόν δεν εισακούστηκαν και παραθέτει παραδείγματα. Επίσης, ο Ενάγων αναφέρει ότι ουδέποτε το εξέλαβε ότι από πλευράς ΔΣ υπήρχε πρόθεση για φιλική διευθέτηση εάν υπήρχε εκ μέρους του μεταμέλεια. Τέλος, ως προς το θέμα της καθυστέρησης στην προσέλευσή του στο Δικαστήριο, ισχυρίζεται ότι τα δικαστικά έξοδα επενεργούν ως αποτρεπτικός παράγοντας στην έναρξη διαδικασίας.

Εξ αντιθέτου, ο πρόεδρος του ΔΣ των Εναγόμενων επανήλθε με δική του συμπληρωματική ένορκη δήλωση (η «δεύτερη δήλωση Εναγόμενων»). Μ’ εκείνη απαντά εν έκαστο τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα στη δεύτερη δήλωση Ενάγοντα. Ισχυρίζεται ότι η γνωμάτευση που επισύναψε ο Ενάγων ως Τεκμήριο 2 στη δεύτερη δήλωσή του είναι παραπλανητική και αφορά άλλο πρόσωπο και όχι τη σύζυγό του και ότι πρόκειται για θέση που ο Ενάγων πρώτη φορά προβάλλει. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνει ότι η υποψηφιότητα του Ενάγοντος, εφόσον δεν τίθετο πλέον ζήτημα ασυμβίβαστου, έγινε αποδεχτή, αλλά εκείνος απλώς δεν εξελέγη. Προβάλλει έπειτα, επισυνάπτοντας και - κατά τον ίδιο τον πρόεδρο, σχετικά - τεκμήρια, ότι ο Ενάγων δεν σέβεται ούτε τις αποφάσεις του ΔΣ, αλλ’ ούτε της γενικής συνέλευσης αλλά και ότι αγνοεί του κανονισμούς του Ομίλου των Εναγόμενων και δεν διαχωρίζει μεταξύ της διαδικασίας αναστολής ιδιότητας και αποβολής μέλους. Ως προς το θέμα της αναστολής είναι η θέση του ομνύοντος προέδρου ότι η επιλογή του να μην υπάρχει ακροαματική διαδικασία έγινε συνειδητά και ως θέμα κοινής λογικής, σε αντίθεση με τη διαδικασία αποβολής κατά την οποία προβλέπεται συγκεκριμένη διαδικασία και ρόλο πειθαρχικού οργάνου αναλαμβάνει η γενική συνέλευση. Παράλληλα επαναλαμβάνεται ότι ο Ενάγων έτυχε προειδοποίησης πριν τη λήψη της απόφασης αναστολής, ενώ του έγιναν και σχετικές προφορικές επιπλήξεις από άλλα μέλη του ΔΣ. Επίσης ο ομνύοντας παρουσιάζει τη δική του εκδοχή και ερμηνεία της έκθεσης επιδιαιτητή της διοργάνωσης, κατά την οποία διαδραματίστηκε το περιστατικό για το οποίο ο Ενάγων κατηγορήθηκε ότι συμπεριφερόταν με τρόπο ενοχλητικό προς τους συμμετέχοντες και τα επακόλουθα αυτού δηλαδή οι σχετικές προς αυτό καταγγελίες και απαντήσεις. Η δεύτερη ένορκη δήλωση Εναγόμενων καταλήγει στο ότι ο Ενάγων δεν αρκείται στο να ασκεί κριτική στο ΔΣ, αλλά επιδεικνύει συμπεριφορά κατά τρόπο που βλάπτει τα συμφέροντα και πλήττει το κύρος του Ομίλου των Εναγόμενων.

Με την ολοκλήρωση της καταχώρισης των ενόρκων δηλώσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό 23.13(1), ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε και οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις ως προνοείται από τον Κανονισμό 23.11(4). Θα ήταν παράλειψη μου να μην αναφέρω ότι αμφότεροι οι δικηγόροι κατέθεσαν εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις με σαφείς θέσεις και δομημένα επιχειρήματα υποστηριζόμενα με αναφορές σε σχετική νομολογία και νομικές αρχές. Τις συνοψίζω, έχοντας τις λάβει υπόψη μου στην πλήρη μορφή τους.

Από πλευράς του ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα προτείνει ότι, εν προκειμένω, δεν εφαρμόζεται το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) (στο εξής ο «Ν.14/60») μια και το σχετικό επίδικο ζήτημα αλλά και η κρίσιμη Αίτηση εδράζονται στο Άρθρο 23 του περί Σωματείων Νόμου. Εισηγείται δε, ότι στο πλαίσιο των μη αμφισβητούμενων γεγονότων, διαφαίνεται ότι η απόφαση είναι πράγματι αντίθετη προς το Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ») και στα Άρθρα 41(2) και 41(8) του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκή Ένωση («Χάρτης»). Συνεπώς κατά την άποψή του, από τη στιγμή που εκ πρώτης όψεως διαφαίνεται ότι η απόφαση αντίκειται στα πιο πάνω, τότε δεδομένων των όσων άλλων ισχύουν για την κρίσιμη περίπτωση, το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει το αιτούμενο Διάταγμα. Έστω όμως και να εφαρμόζετο το Άρθρο 32 του Ν.14/60, ο Ενάγοντας πληροί και τις σχετικές προϋποθεσεις και το Δικαστήριο θα πρέπει να εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του Διατάγματος.

Από την αντίπερα όχθη, ο ευπαίδευτης συνήγορος των Εναγόμενων προβαίνει σε γενική αλλά και ειδική επισκόπηση της νομολογιακής προσέγγισης του ζητήματος της έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος στη βάση του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Προτείνει, μεταξύ άλλων, ότι ο Ενάγοντας δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια ως όφειλε και απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα, αλλά και επιχείρησε να παραπλανήσει, ενώ επίσης καθυστέρησε υπέρμετρα στο να προσέλθει στο Δικαστήριο, σε βαθμό μάλιστα καταλυτικό για την Αίτησή του. Έπειτα η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου επικεντρώνεται στις διαφορές μεταξύ αναστολής ιδιότητας μέλους και αποβολής μέλους και παραθέτει σχετική Αγγλική νομολογία στην οποία εξετάστηκε το ζήτημα. Στο πλαίσιο τούτο, προβαίνει και σε ανάλυση Δικαστικών αποφάσεων σε σχέση με το ζήτημα της φυσικής δικαιοσύνης και προτείνει εν κατακλείδι ότι, για ηπιότερα ζητήματα όπως αυτό της αναστολής μέλους - σε αντίθεση με αυτό της αποβολής -, δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά διαδικασίες που να διασφαλίζουν απόλυτα φυσική δικαιοσύνη, η οποία ως έννοια δεν ερμηνεύεται εξαντλητικά. Όλα τα πιο πάνω, κατά το συνήγορο, γέρνουν το ισοζύγιο κατά της έκδοσης του αιτούμενου Διατάγματος.

Μελέτησα προσεκτικά τις θέσεις των συνηγόρων των μερών, όπως και καθετί άλλο τέθηκε ενώπιον μου και προχωρώ ν’ αναλύσω το θέμα:     

Το παράπονο του Ενάγοντος φαινομενικά ήταν διττό. Αφενός αρνήθηκε τις κατηγορίες που του προσάφθηκαν και αντιτέθηκε στα όσα του καταλογίζονται από τους Εναγόμενους ως τους λόγους τους οποίους προέβαλαν για να δικαιολογήσουν την απόφαση για αναστολή. Αφετέρου θεωρεί ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν τα δικαιώματά του ως θέμα αρχής, επειδή δηλαδή δεν του έδωσαν το δικαίωμα ν’ ακουστεί, προτού λάβουν την απόφαση αναστολής. Σ’ αυτό το δεύτερο σκέλος είναι που εν τέλει τόσο η μαρτυρία του όσο και η επιχειρηματολογία του δικηγόρου του επικεντρώθηκαν, αφήνοντας, τουλάχιστον προς το παρόν, το ζήτημα της ορθότητας και της ουσίας των κατηγοριών, στην άκρη. 

Είναι κοινός τόπος των διαδίκων ότι στο Καταστατικό των Εναγόμενων υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια με την οποία δίδεται το δικαίωμα στο ΔΣ να ενεργήσει κατά τον τρόπο που οι Εναγόμενοι ενήργησαν στην προκείμενη περίπτωση. Δηλαδή το σχετικό Άρθρο 18 του Καταστατικού των Εναγόμενων δίδει την εξουσία στους Εναγόμενους να λάβουν απόφαση αναστολής ιδιότητας μέλους, νοουμένου ότι υπάρχει «νόμιμη και εξαιρετική αιτία». Υπό το φως του πιο πάνω γεγονότος, προχωρώ να εξετάσω το επίδικο ζήτημα ως αυτό έχει περιοριστεί. Δεν συζητείται το κατά πόσο η λήψη απόφασης αναστολής είναι αντίθετη με ή λήφθηκε καθ’ υπέρβαση του Καταστατικού τους ως προνοείται σχετικώς στο πρώτο μέρος του Άρθρου 23 του περί Σωματείων Νόμου, αλλά εάν η πρόνοια και η συνεπαγόμενη απόφαση αντίκειται στο Νόμο, ως το εναπομείναν σκέλος του εν λόγω Άρθρου 23. Ως προς το κατά πόσο η απόφαση είναι αντίθετη προς το Νόμο, ο Ενάγοντας επικαλείται ότι η απόφαση, η καλύτερα η διαδικασία κατά την οποία η απόφαση λήφθηκε και η οποία γενικά λαμβάνεται από τους Εναγόμενους, αντιβαίνει τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Χάρτη.

Το επόμενο ερώτημα που έχει προκύψει είναι με ποια κριτήρια θα πρέπει το Δικαστήριο να προσεγγίσει το ζήτημα.

Ως ήδη ανέφερα, αποτέλεσε θέση του δικηγόρου του Ενάγοντα στην αγόρευσή του, ότι, στην παρούσα περίπτωση, δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 32 του Ν.14/60. Με όλο το σεβασμό, δεν φαίνεται να υπάρχει νομολογιακό ή άλλο έρεισμα για μια τέτοια θεώρηση. Πράγματι το Άρθρο 23 του περί Σωματείων Νόμου, δίδει την εξουσία στο Δικαστήριο ν’ αναστείλει ενδιαμέσως την εκτέλεση απόφασης στο πλαίσιο Αγωγής που εγείρεται προς ακύρωση απόφασης επί της βάσης ότι αυτή είναι αντίθετη προς το Καταστατικό Σωματείου ή το Νόμο. Παρά ταύτα η εξουσία του Δικαστηρίου θα πρέπει να τεθεί και ν’ ασκηθεί εντός ενός κάποιου πλαισίου. Το πλαίσιο που προτείνεται, εν προκειμένω, από πλευράς δικηγόρου του Ενάγοντα περιορίζεται στην εκ πρώτης όψεως ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη απόφαση είναι αντίθετη προς το Νόμο ή το Καταστατικό, πλην όμως δεν υπάρχει σχετική πρόνοια περί εκ πρώτης όψεως ικανοποίησης στο ίδιο το Άρθρο 23. Πέραν τούτου, δεν έχει καταδειχθεί ότι η εξουσία που παρέχεται από το Άρθρο 23 του περί Σωματείων Νόμου, ανεξάρτητα εάν πηγάζει απευθείας από αυτό, εξετάζεται κατ’ αποκλεισμό των κριτηρίων που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60 και οι σχετικές νομολογιακές αρχές. Ούτε οποιαδήποτε Νομοθετική πρόνοια που ν’ αποκλείει την εφαρμογή του Άρθρου 32 του Ν.14/60 κατά την εξέταση αιτήσεως στη βάση του Άρθρου 23 του περί Σωματείων Νόμου υπάρχει. Αντίθετα μάλιστα, ανάγνωση του Άρθρου 32(1) του Ν.14/60 καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο δεν εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός και εάν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που καταγράφονται πιο κάτω σ’ αυτό.  Εν όψει των πιο πάνω, θεωρώ ότι από τη στιγμή που το ζήτημα αφορά στη χορήγηση ενδιάμεσης θεραπείας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ενεργήσει με γνώμονα τις πρόνοιες του Άρθρου 32 του Ν.14/60 - αν όχι ως προς τη νομιμοποιητική διάταξη για την χορήγηση της συγκεκριμένης ενδιάμεσης θεραπείας, η οποία όντως εν προκειμένω προβλέπεται στο Άρθρο 23 του περί Σωματείων Νόμου - ως προς το ευρύτερο πλαίσιο άσκησης της εξουσίας του στην εξέταση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος.

Έχοντας αναφέρει τούτα, προχωρώ να εξετάσω την Αίτηση υπό το φως και των προνοιών του Άρθρου 32 του Ν.14/60, αλλά και υπό το φως του ισοζυγίου της δικαιοσύνης, μια και το Δικαστήριο καλείται να παρέμβει ενδιαμέσως και χωρίς ευρήματα επί της ουσίας, σε κάποια κατάσταση πραγμάτων.

Οι τρεις, καλά γνωστές, προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) (στο εξής το «Άρθρο 32») είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η πιθανότητα ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία και η αδυναμία πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο. Μια τέταρτη προϋπόθεση έχει προκύψει νομολογιακά και έχει χαρακτηριστεί ως η προϋπόθεση του ισοζυγίου της ευχέρειας ή της δικαιοσύνης, εάν δηλαδή είναι πρόσφορο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Η σωρευτική ικανοποίηση των πιο πάνω προϋποθέσεων, λαμβανομένων υπόψη των όσων τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου κρινόμενων χωρίς αξιολόγηση μαρτυρίας και χωρίς καταλήξεις σε τελικά συμπεράσματα, επιτρέπει στο Δικαστήριο να χορηγήσει ενδιάμεσα διατάγματα[1].

Οι προϋποθέσεις ερμηνεύθηκαν σε σωρεία αποφάσεων. Στην Κοζάκου κ.α. ν. Νικολάου Πολιτική Έφεση Ε127/13, ημερομηνίας 13 Ιουνίου 2019, το Ανώτατο Δικαστήριο, αναφερόμενο στη σύνοψη που το ίδιο προέβη στην υπόθεση Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ., κ.α. ν. Λοϊζιδου, Πολιτική Έφεση Ε7/2018, ημερομηνίας 21.3.2019 ανέφερε τα ακόλουθα:

«[...] Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά [...] Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ' επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια. Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία [...] Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία. Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον».»

Ως είναι γνωστό και επαναλήφθηκε ανωτέρω, ότι στο παρόν στάδιο, το Δικαστήριο δεν αξιολογεί μαρτυρία όπως πράττει στο στάδιο της ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης. Σκοπός είναι η εξέταση του κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις για την έκδοση ή απόρριψη των αιτούμενων ενδιάμεσων θεραπειών στο βαθμό που έχει νομολογιακά καθιερωθεί.

Η Απαίτηση του Ενάγοντος εδράζεται στην κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του τόσο ανεξάρτητα, αλλά όσο και ως απόρροια των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Όπως εν τέλει αποκρυσταλλώθηκε, το παράπονό του έγκειται στο ότι η απόφαση που λήφθηκε από το ΔΣ των Εναγόμενων λήφθηκε μονομερώς, χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα ακρόασης, ενώ το ΔΣ εν προκειμένω ενήργησε ως κατήγορος και δικαστής παράλληλα, δηλαδή κατά παράβαση κυρίως αλλά και μεταξύ άλλων του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την Απαίτησή του ο Ενάγοντας αξιώνει την ακύρωση της επίμαχης απόφασης ενώ με την παρούσα Αίτηση την αναστολή της. Εξετάζοντας υπό αυτό το πρίσμα την πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60, διαπιστώνω ότι αυτή πληρείται, μια και προκύπτει δικάσιμο θέμα με αναφορά στην ακολουθητέα από τους Εναγόμενους διαδικασία αναστολής της ιδιότητας μέλους. Ναι μεν αυτή διαχωρίζεται από τη διαδικασία αποβολής στο Καταστατικό των Εναγόμενων, ως ορθά υποδεικνύει ο συνήγορός τους στη δική του αγόρευση, πλην όμως δεν παύει να αποτελεί απόφαση του ΔΣ, η οποία να είναι ενδεχομένως και δυνητικώς ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου στη βάση του Άρθρου 23 του περί Σωματείων Νόμου και η οποία, κατά κοινή παραδοχή, λαμβάνεται με τρόπο κατά τον οποίο δεν προβλέπεται να δίδεται δικαίωμα ακρόασης ούτε ειδοποίηση στο μέλος που το αφορά, αλλ’ ούτε και να ενυπάρχει οποιαδήποτε διαδικασία στην οποία το εν λόγω μέλος να δύναται να λάβει μέρος. Δεν μου διέφυγε η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από πλευράς Εναγόμενων στη βάση της νομικής ερμηνείας του διαχωρισμού της αναστολής της ιδιότητας για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και της αποβολής μέλους για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα. Η κατάληξή μου όμως εδώ αφορά μόνον τη διαπίστωση της ύπαρξης δικάσιμου θέματος, χωρίς να υπεισέρχομαι σε επί της ουσίας αξιολόγηση της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας η οποία ενδεχομένως να αποτελέσει αντικείμενο κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης κατόπιν της αξιολόγησης και της μαρτυρίας και της εξαγωγής ευρημάτων.

Έχοντας κατά νου την πιο πάνω ανάλυση, αλλά και τη νομολογιακή ερμηνεία της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60, κρίνω, εν προκειμένω, ότι κι εκείνη πληρείται, καθότι θεωρώ ότι ο Ενάγοντας κατέδειξε την απαραίτητη ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας της Αγωγής του. Δηλαδή ο Ενάγοντας κατέδειξε ότι δεν είναι εκτός πιθανοτήτων, κατόπιν ακρόασης, να κριθεί ότι η διαδικασία αναστολής ιδιότητας μέλους, που ακολουθεί το ΔΣ των Εναγόμενων, σύμφωνα με την οποία δεν δίδεται οποιαδήποτε ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο μέλος του Ομίλου των Εναγόμενων ν’ ακουστεί, ενδεχομένως να προσκρούει σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Ενάγοντα και σ’ εκείνη τη βάση ο Ενάγοντας να δικαιούται σε κάποια θεραπεία και ότι, επί της πιο πάνω βάσης, η απόφαση αναστολής θα πρέπει ν’ ακυρωθεί.    

            Έρχομαι τώρα στην τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60. Η θέση του Ενάγοντα αναφορικά με τη δυσκολία ή αδυναμία απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο και εάν δεν χορηγηθεί το ενδιάμεσο διάταγμα που αιτήθηκε φαίνεται να άγγιξε δύο παράγοντες: Ο πρώτος αφορούσε τον αποκλεισμό του ένεκα της απώλειας της ιδιότητας του και ο δεύτερος τη δυσφήμιση που κατ’ ισχυρισμό υφίσταται από την έκδοση της επίδικης απόφασης.

            Υπενθυμίζω ότι ο Ενάγοντας προσήλθε στο Δικαστήριο ενώ είχαν ήδη παρέλθει 3 μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση της αναστολής της ιδιότητάς του, η οποία υπενθυμίζω είχε συνολική διάρκεια έξι μηνών. Παρεμβάλω επίσης ότι, αν και πρόβαλε λόγους για την καθυστέρηση που έδειξε για να προσέλθει στο Δικαστήριο, αυτοί εν τέλει αποδείχθηκαν κάπως αντιφατικοί. Από τη μία εξήγησε ότι ο λόγος ήταν ότι αποτάθηκε εξ αρχής σε δικηγορικό γραφείο το οποίο καθυστέρησε και εν τέλει δεν ανέλαβε την υπόθεσή του (βλ. παράγραφο 44 της πρώτης δήλωσης Ενάγοντα) και από την άλλη άφησε να νοηθεί ότι τα έξοδα της διαδικασίας ήταν αποτρεπτικός παράγοντας στο να την εκκινήσει (βλ. παράγραφο 20 της δεύτερης δήλωσης Ενάγοντα). Σε κάθε περίπτωση, η καθυστέρηση στο να προσέλθει ο Ενάγοντας στο Δικαστήριο και ν’ αποζητήσει θεραπεία, δεδομένου και του ίδιου του χρονικού πλαισίου και του προσωρινού χαρακτήρα της επίδικης απόφασης των Εναγόμενων, καταδεικνύουν ότι ο ίδιος δεν επέδειξε τη δέουσα σπουδή στο να αντιστρέψει ή ν’ αποτρέψει την όποια κατ’ ισχυρισμό επίδραση της εν λόγω απόφασης αναστολής, πόσο μάλλον όταν ο ίδιος θεωρεί την επίδραση αυτή μη θεραπεύσιμη στο μέλλον. Διαπιστώνω επίσης και το γενικό, θα έλεγα, τρόπο με τον οποίο ο Ενάγοντας περιγράφει και την επίδραση της επίδικης απόφασης στα δικαιώματά του. Ως ανέφερα, κατά την ημέρα που καταχώρισε την πρώτη δήλωσή του ο Ενάγοντας, είχε ήδη παρέλθει το εν δεύτερο της εξάμηνης αναστολής της ιδιότητάς του, και ως προς τον προαναφερόμενο πρώτο παράγοντα, εν όψει και της καθυστέρησης με την οποία αναζήτησε την προστασία του Δικαστηρίου, θεωρώ ότι ο Ενάγοντας θα έπρεπε να εξηγήσει συγκεκριμένα σε τι ακριβώς συνίσταται η κατ’ ισχυρισμό επαπειλούμενη ανεπανόρθωτη βλάβη του. Παρά ταύτα στην παράγραφο 39 της εν λόγω δήλωσής του αναφέρεται γενικά ότι του αποστερείται το δικαίωμα χρήσης των γηπέδων και του οικήματος των Εναγόμενων χωρίς χρέωση αφού καταβάλλει το ποσό των €165 ανά εξάμηνο και το δικαίωμά του να είναι παρόν σε Γενικές Συνελεύσεις. Για αυτόν τον πρώτο περιορισμό, ο Ενάγοντας δεν εξειδικεύει εάν πράγματι έχει καταβάλει το πιο πάνω ποσό, πότε λήγει η συνδρομή του και εν τέλει σε τι συνίσταται η ζημιά του, δεδομένης βεβαίως και της χρονικής διάρκειας του αποκλεισμού του. Δεν αποτέλεσε θέση του Ενάγοντος ότι, λόγω του αποκλεισμού του δεν μπορούσε και δεν μπορεί να ασχοληθεί με την αντισφαίριση γενικά ή εάν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο που να τον εμποδίζει ν’ αθληθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από τα γήπεδα των Εναγόμενων. Εν όψει του γενικού τρόπου που προβάλλεται το ζήτημα δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί ότι πιθανώς, εάν το Δικαστήριο αποφασίσει σε τελικό στάδιο ότι κακώς αναστάλθηκε η ιδιότητά του Ενάγοντα με την επίδικη απόφαση, η ζημιά του για την απώλεια του δικαιώματός του να χρησιμοποιεί τα γήπεδα των Εναγόμενων, για την περιορισμένη αυτή περίοδο, δεν θα μπορεί ν’ αποζημιωθεί με κάποια διαταγή που να σχετίζεται με τη συνδρομή που πιθανώς να πλήρωσε χωρίς να μπορεί ν’ απολαμβάνει τα προνόμια τα οποία αυτή του παρείχε λόγω της αναστολής της ιδιότητάς του. Επίσης, δεν εξειδικεύεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο ποια είναι η ανεπανόρθωτη βλάβη για τον αποκλεισμό του από το οίκημα των Εναγόμενων, μια και δεν γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Ενάγοντας χρησιμοποιεί το εν λόγω οίκημα και γενικά τις λοιπές εγκαταστάσεις των Εναγόμενων, με το ενδεχόμενο αποζημίωσης τυχόν πληρωθείσας και μη αξιοποιηθείσας συνδρομής του ομοίως να μην αποκλείεται. Ούτε ως προς το ανεπανόρθωτο της βλάβης του Ενάγοντα σχέση με το ότι δεν θα δικαιούτο για τους εναπομείναντες τρεις μήνες να ψηφίζει σε Γενική Συνέλευση γίνεται συγκεκριμένη αναφορά. Η μόνη συγκεκριμένη αναφορά που γίνεται αφορά τη Γενική Συνέλευση της 7.12.23, η οποία ως φαίνεται έλαβε χώρα προτού ο Ενάγοντας προσέλθει στο Δικαστήριο και να αποζητήσει θεραπεία και για την οποία αναφέρεται ότι απαγορεύθηκε στον Ενάγοντα να είναι παρόν. Παρά ταύτα, ακόμα και μέχρι την 11.3.24, ημερομηνία κατά την οποία καταχωρίστηκαν οι τελικές αγορεύσεις των διαδίκων, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον μου αναφορικά με τη διεξαγωγή οποιασδήποτε επόμενης Γενικής Συνέλευσης από την οποία αποκλείστηκε ή για την οποία θα αποκλειόταν ο Ενάγοντας. Εν τέλει ο γενικός τρόπος με τον οποίο τέθηκε το ζήτημα, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να καταλήξει ότι πράγματι ο Ενάγοντας κινδυνεύει να υποστεί οποιαδήποτε ζημιά και δη ανεπανόρθωτη εάν δεν του χορηγηθεί η αιτούμενη θεραπεία για τη συγκεκριμένη επίδικη προσωρινή απόφαση των Εναγόμενων.    

Τέλος, αποτέλεσε θέση του Ενάγοντα ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αυτής της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/60 το γεγονός ότι η απόφαση αυτή καθ’ αυτή είναι δυσφημιστική και συνεπώς η ζημιά του Ενάγοντα, ως ενέχουσα το στοιχείο της προσβολής της φήμης, δεν μπορεί ν’ αποτιμηθεί σε χρήμα. Παρά τη θέση τούτη, με την υπό εξέταση Αίτηση ο Ενάγοντας δεν αποζητά θεραπεία με την οποία να εμποδίζεται η όποια κατ’ ισχυρισμό δυσφήμισή του ή εν πάση περιπτώσει η εξακολούθηση της όποιας δυσφήμισής του. Τα όσα, τουλάχιστον προς το παρόν, ανέφερε και σχετίζονται με το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό δυσφήμισής του, συγκεντρώνονται σε κατ’ ισχυρισμό συζητήσεις κάποιων μελών του ΔΣ τόσο μεταξύ τους όσο και  κατά τη Γενική Συνέλευση της 7.12.23. Εν όψει των πιο πάνω, δεν έχει επαρκώς καταδειχθεί από τον Ενάγοντα με ποιο τρόπο η χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας, δηλαδή της αναστολής ισχύος της απόφασης αναστολής, θ’ αποτρέψει ή θα εμποδίσει την, κατά τον ίδιο, δυσφήμισή του. Με άλλα λόγια, διαπιστώνω κενό μεταξύ της αιτούμενης αναστολής της επίμαχης απόφασης και της κατ’ ισχυρισμό διακυβευόμενης προσβολής της φήμης του Ενάγοντα. Σημειώνω επίσης ότι, κατά τον ίδιο, η δυσφήμισή του έχει ήδη συντελεστεί προτού προσφύγει στο Δικαστήριο. Πέραν όμως τούτου, έστω και να ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχει κάποια συνεχιζόμενη ή πρόκειται να υπάρξει κάποια περαιτέρω δυσφήμιση του Ενάγοντα, το πιο πάνω κενό δεν είναι δυνατό να γεφυρωθεί με αναφορά στην επιζητούμενη θεραπεία, η οποία, υπενθυμίζω αφορά την απόφαση αναστολής αυτή καθ’ αυτή και όχι το τι, κατ’ ισχυρισμό, ακούγεται μεταξύ των μελών του Ομίλου των Εναγόμενων αναφορικά με το πρόσωπο του Ενάγοντα.

Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/60.

Με την κατάληξή μου τούτη η οποία σημαίνει και ότι δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/60, αφενός δεν παρέχεται ευχέρεια να εξετάσω την υπόθεση στο ισοζύγιο της δικαιοσύνης και αφετέρου η Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη.

Για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, η Αίτηση απορρίπτεται. Εν όψει τούτου αλλά και στην απουσία οποιουδήποτε λόγου για τον οποίο θα πρέπει να προσεγγίσω το θέμα των εξόδων διαφορετικά, αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον του Ενάγοντα.

Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο Κανονισμός 39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 39.9 να υποβάλουν προτεινόμενους καταλόγους εξόδων μέχρι τις 17.5.24 και ώρα 14.00 μ.μ. Η Αίτηση ορίζεται για συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων στις 21.5.24 και ώρα 9.00 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.

 

………..………………

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

    

 

 

 

           



[1] βλ. Γρηγορίου κ.α. ν Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Φαέθων Μιχαηλίδης ν. Κυριάκος Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ. 209 και Milton Investment Co Ltd κ.α. v Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 731  


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο