ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 155/2022

Μεταξύ:

 

ΜΑΡΙΑ ΠΟΤΑΜΙΤΟΥ

Ενάγουσα

-και-

 

1.     ΓΙΩΡΓΟ ΠΑΝΤΕΛΗ

2.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

Εναγόμενους

 

Ημερομηνία: 5 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους/ Αιτητές: κα Ζ. Χαραλάμπους

Για την Ενάγουσα/ Καθ’ ης η Αίτηση: κα Α. Καλλή για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην αίτηση ημερ. 7.7.2022 για διαγραφή της αγωγής)

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα - Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η Ενάγουσα») αξιώνει διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να διατάσσει τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση (στο εξής «οι Εναγόμενοι») να της αναθέσουν καθήκοντα ως αυτά ορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει στη Δημόσια Υπηρεσία, ως επίσης και δηλωτική απόφαση ότι τα καθήκοντα και ευθύνες που της έχουν ανατεθεί από τους Εναγόμενους, παραβιάζουν τα δικαιώματα της, ως αυτά απορρέουν από τη δημοσιοϋπαλληλική της ιδιότητα, αλλά και από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης της. Περαιτέρω, επιζητεί ονομαστικές αποζημιώσεις.

 

Οι Εναγόμενοι, προτού προχωρήσουν στην καταχώρηση της Υπεράσπισης τους, καταχώρησαν την υπό εξέταση αίτηση (στο εξής «η Αίτηση»), με την οποία επιζητούν τον παραμερισμό και/ή τη διαγραφή της παρούσας αγωγής, λόγω του ότι, ουσιαστικά, κατά τους ίδιους, δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους, εφόσον το παρόν Δικαστήριο, ως πολιτικό Δικαστήριο, δεν έχει εξουσία και/ή αρμοδιότητα να εκδικάσει τούτη και/ή να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες και/ή αγωγή είναι επιπόλαιη και/ή ενοχλητική και/ή απαράδεκτη.

 

Η Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.27 θ. 3 και την Δ.19 θ. 26 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως προς τα γεγονότα που την υποστηρίζουν, αυτά εκτίθενται στο σώμα της Αίτησης, εφόσον τούτη δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση. Αυτά, έχουν, συνοπτικά, ως εξής: (α) η Ενάγουσα εμποδίζεται στην προώθηση της παρούσας αγωγής, λόγω του ότι, από το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα, δεν αποκαλύπτεται οποιαδήποτε βάση αγωγής και (β) τα ζητήματα που αφορούν την παρούσα αγωγή είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αφού τούτα άπτονται του καθεστώτος των δημοσίων υπαλλήλων και, επομένως, αποκλειστική αρμοδιότητα έχει το Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Η Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση της Ενάγουσας. Με αυτήν, η Ενάγουσα προβάλλει συνολικά 18 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω. Ουσιαστικά, εκείνο που επικαλείται η πλευρά της είναι (α) ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα αγωγή, εφόσον η ανάθεση καθηκόντων, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά αποτελεί εσωτερικό διοικητικό μέτρο, το οποίο δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, (β) ότι η Αίτηση δεν υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση, με αποτέλεσμα τούτη να μην μπορεί να επιτύχει, (γ) οι Εναγόμενοι ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 60(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, αφού παράνομα αποκλείουν την Ενάγουσα από την εκτέλεση των καθηκόντων της και/ή έχουν αφαιρέσει όλα τα καθήκοντα της Ενάγουσας, ως αυτά αναγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει, επηρεάζοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα δικαιώματα της και (δ) η Αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, στην ουσία, με την παρούσα Αίτηση, το ζήτημα που εγείρεται προς επίλυση, είναι το κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει την παρούσα αγωγή και/ή να αποδώσει τις αιτούμενες, με αυτήν, θεραπείες.

 

Νομική Πτυχή

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω την Αίτηση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη νομική πτυχή που περιβάλλει τούτη.

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι είναι πάγια νομολογημένο ότι θέματα που άπτονται της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, πρέπει να επιλύονται το ενωρίτερο δυνατόν, επειδή είναι αντινομικό το Δικαστήριο να αναλαμβάνει και να ασκεί δικαιοδοσία εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του (βλ. Λανίτη Λτδ & άλλοι ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 ΑΑΔ 225). Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση, και αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους είναι η Έκθεση Απαίτησης (βλ. Sevegep Ltd v. United Sea Transport Ltd and Others (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 729).

 

Ως προανέφερα, η Αίτηση βασίζεται τόσο στην Δ.19, θ. 26, όσο και Δ.27, θ. 3. Σημειώνω εξ αρχής ότι, εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η Δ.19, θ. 26, αλλά η Δ.27, θ. 3, η οποία δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να απορρίψει την αγωγή αν διαπιστώσει ότι με την Έκθεση Απαίτησης δεν αποκαλύπτεται αιτία αγωγής. Και τούτο διότι, παρά το όποιο λεκτικό στο αιτητικό της Αίτησης ότι η παρούσα αγωγή είναι επιπόλαιη και/ή ενοχλητική (frivolous and/or vexatious), εντούτοις, εκείνο που ουσιαστικά επιζητεί η πλευρά των Εναγομένων είναι τη διαγραφή της αγωγής, επί της βάσης ότι το περιεχόμενο του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου της Ενάγουσας, ουδεμία αιτία αγωγής αποκαλύπτει. Καθίσταται, επομένως, αναγκαίο στο σημείο αυτό, να παρατεθεί αυτούσια η Δ.27 θ. 3, η οποία έχει ως εξής:

 

«3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.[1] »

 

Η πιο πάνω Διαταγή, είναι πανομοιότυπη με την Δ.25 θ.4 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών, με αποτέλεσμα η, σχετική, Αγγλική Νομολογία, επί του θέματος, να είναι καθοδηγητική. Εκείνο που αβίαστα προκύπτει από τις πρόνοιες της Δ.27 θ. 3, είναι ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει προκαταρκτικά κατά πόσο ένα δικόγραφο (εν προκειμένω, το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα), αποκαλύπτει ή όχι αγώγιμο δικαίωμα, και στην περίπτωση που κρίνει ότι δεν αποκαλύπτει τέτοιο ή ότι το δικόγραφο είναι επιπόλαιο ή ανούσιο ή ενοχλητικό, σε τέτοιο βαθμό που η προώθηση του δεν δικαιολογείται, τότε δύναται να διατάξει τη διαγραφή του. Καταδεικνύεται δε, από τη σχετική νομολογία, ότι το μέτρο της διαγραφής δικογράφου είναι εξαιρετικό και για αυτό θα πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όπου το δικόγραφο θα κριθεί ξεκάθαρα ανυπόστατο, ως μη αποκαλύπτον οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό υπόβαθρο ή ως απαράδεκτα ενοχλητικό ή επιπόλαιο (βλ. In Re Pelmako Developments Ltd (1991) 1 ΑΑΔ 246, Kozienskaya River Ltd v. KLCC Holding Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε43/2013, απόφαση ημερ. 23.3.2017, Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.α., Πολ. Έφεση Ε191/2025, απόφαση ημερ. 23.3.2016, Λοϊζος Λουκά & Υιοί Λτδ v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. (1999) 1 ΑΑΔ 1316, Fasili and other v. Sun Boat (1984) 1 CLR 679, Annual Practice 1958, σελ. 477).

 

Στην υπόθεση Ιn Re Pelmako (ανωτέρω), αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Η διαγραφή δικογράφου, και ιδιαίτερα  δικογράφου με το οποίο ο διάδικος επικαλείται την άσκηση της δικαιοδοσίας του  Δικαστηρίου, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο εφ' όσον το δικόγραφο κρίνεται αναντίλεκτα ανυπόστατο. Διαφορετικά η διαγραφή θα συνεπαγόταν και παραβίαση του δικαιώματος διαδίκου να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούται να προσφύγει βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1. του Συντάγματος.»

 

Επίσης, στην υπόθεση Re Pelmako (ανωτέρω), σημειώθηκε ότι η κρίση επί αιτήσεως για διαγραφή δικογράφου ως μη αποκαλύπτον αγώγιμο δικαίωμα, κρίνεται αποκλειστικά στη βάση της αντικειμενικής υπόστασης του περιεχομένου του δικογράφου, ανεξάρτητα από το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει την αίτηση (βλ. επίσης Buttes Gas & Oil Co vHammer (1975) 2 W.L.R. 425[2]). Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Halsbury’ s Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 37, παράγραφος 436 αναφέρει «…If the application is based only on the ground that the pleading or indorsement does not disclose a reasonable cause of action no evidence is admissible».

 

Παρεμβάλλω εδώ ότι, ξεκάθαρες περιπτώσεις διαγραφής αγωγής, δυνάμει της Δ.27, θ.3, μπορούν να αποτελέσουν, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις όπου το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει την αιτούμενη θεραπεία (βλ. Annual Practice (1958), σελ. 575).

 

Πέραν των ανωτέρω, σύμφωνα με το σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacobs Precedents of Pleadings (12η έκδοση), σελ. 144, στα πλαίσια μιας τέτοιας αίτησης, το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο αποκαλύπτεται βάσιμη αιτία αγωγής, με κάποια πιθανότητα επιτυχίας, στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα. Το ερώτημα δεν είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής, αλλά εάν αποκαλύπτεται μία εύλογη αιτία αγωγής. Ως προς το τι συνιστά «εύλογη αιτία αγωγής», στην υπόθεση Drummond-Jackson v. British Medical Association and Others [1970] 1 All E.R. 1094, λέχθηκε ότι εύλογη αιτία αγωγής σημαίνει αιτία αγωγής με κάποια προοπτική επιτυχίας, λαμβανομένων υπόψη, αποκλειστικά και μόνο, των ισχυρισμών που περιέχονται στο δικόγραφο. Εάν η εξέταση των εν λόγω ισχυρισμών, καταδεικνύει ότι η αγωγή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, τότε το δικόγραφο πρέπει να διαγραφεί.

 

Τέλος, σε ότι αφορά τον χρόνο υποβολής τέτοιου αιτήματος, στη σελ. 575 του Annual Practice (1958), αναφέρεται ότι η αίτηση θα πρέπει να γίνεται εγκαίρως, αν είναι δυνατό πριν την υπεράσπιση, αλλά όχι πριν την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης (βλ. επίσης Mepa Underwriting Management Limited κ.α. v. Αγροτικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 ΑΑΔ 772.

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Έχοντας κατά νου την ανωτέρω νομική πτυχή, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση.

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι ο όποιος λόγος ένστασης προβάλλεται εκ μέρους της Ενάγουσας περί του ότι οι Εναγόμενοι θα έπρεπε να καταχωρήσουν ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης, δεν βρίσκει έρεισμα, καθότι, ως ανωτέρω αναπτύχθηκε, η παρούσα Αίτηση βασίζεται στην Δ.27 θ. 3 και στη βάση του ότι το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα της Ενάγουσας, δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία αγωγής και όχι επί της βάσης ότι τούτο αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ή ότι είναι επιπόλαιο και/ή ενοχλητικό.

 

Πέραν τούτου, ούτε ο λόγος ένστασης που προβάλλεται εκ μέρους της Ενάγουσας, περί του ότι η παρούσα Αίτηση έχει καταχωρηθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση, ευσταθεί, εφόσον τούτη έχει καταχωρηθεί πριν την καταχώρηση της Υπεράσπισης των Εναγομένων (βλ. Mepa Underwriting Management Limited (ανωτέρω)).

 

Εξετάζοντας τώρα την ουσία της Αίτησης, στην παρούσα περίπτωση, ως έχω προαναφέρει, η Ενάγουσα αξιώνει τις αιτούμενες θεραπείες, επί της βάσης του ότι οι Εναγόμενοι την αποκλείουν από την εκτέλεση των καθηκόντων της, ως αυτά αναγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει στη Δημόσια Υπηρεσία. Τα δε γεγονότα που συνθέτουν την απαίτηση της, εκτίθενται, ουσιαστικά, στις παραγράφους 5, 6, 7, 8, 10, 12, 13 και 14 του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 5 αυτού, προβάλλεται ο ισχυρισμός, εκ μέρους της Ενάγουσας, ότι περί τις αρχές του 2017, ο προηγούμενος Προϊστάμενος της, την απομάκρυνε από τη θέση που κατείχε και δεν της ανάθετε εργασία. Επίσης, στις παραγράφους 12, 13 και 14 της Έκθεσης Απαίτησης της, αποτελεί ισχυρισμό της ότι μέχρι και σήμερα διεκπεραιώνει καθήκοντα που δεν συνάδουν με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης της, εφόσον τούτα εκτελούντο από λειτουργούς κατώτερης κλίμακας της θέσης που η ίδια κατέχει, ενώ ισχυρίζεται, επίσης, ότι οι Εναγόμενοι ενεργούν κατά παράβαση του Ν. 1/1990, αφού μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να μην της αναθέτουν καθήκοντα, ως προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της, αποκλείοντας την από την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης της.

 

Είναι η θέση των Εναγόμενων ότι με την παρούσα αγωγή, προσβάλλεται η εγκυρότητα και νομιμότητα των διοικητικών τους πράξεων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση της Ενάγουσας, ο έλεγχος των οποίων ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Παρέπεμψε δε, η συνήγορος τους, σχετικώς, στην υπόθεση Γιάλλουρος v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1990) 3 ΑΑΔ 3532.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της Ενάγουσας, η οποία ισχυρίστηκε ότι η παράβαση, εκ μέρους των Εναγομένων, του άρθρου 60(3) του Ν. 1/1990, δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, γιατί αφορά αποφάσεις και/ή πράξεις των τελευταίων, οι οποίες αποτελούν εσωτερικό διοικητικό μέτρο και, ως τέτοιο, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Παρέπεμψαν επί του προκειμένου, οι συνήγοροι της, στην απόφαση Σμίλας Ανδρέας Ιωάννου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 85.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων των διαδίκων, ως επίσης και τη νομολογία που τέθηκε υπόψη μου. 

 

Είναι γνωστό ότι με το Άρθρο 146 του Συντάγματος παρέχεται στο Διοικητικό Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία για αναθεώρηση κάθε πράξης και/ή απόφασης που λαμβάνεται από διοικητική Αρχή ή όργανο, το οποίο ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Ως επισημαίνεται στην υπόθεση Λανίτης (ανωτέρω), το Άρθρο 146(1) του Συντάγματος καλύπτει την ολότητα του φάσματος διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων της Διοίκησης στον τομέα του Δημοσίου Δικαίου και μόνον όταν αυτές εμπίπτουν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου, δεν υπόκεινται στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου[3]

 

Επομένως, είναι σαφές ότι το ερώτημα που εδώ τίθεται προς απόφανση, είναι κατά πόσο οι πράξεις και/ή αποφάσεις που η Ενάγουσα αποδίδει με την Έκθεση Απαίτησης της στους Εναγόμενους, εμπίπτουν ή όχι στον τομέα του δημοσίου δικαίου. Αν η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα είναι θετική, τότε η παρούσα υπόθεση δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου και, επομένως, η αγωγή θα πρέπει να διαγραφεί.

 

Ως προανέφερα, στην παρούσα περίπτωση, η Ενάγουσα κατέχει μόνιμη θέση στη Δημόσια Υπηρεσία. Επίσης, ως η ίδια διατείνεται, ο Προϊστάμενος της, την έχει αποκλείσει και δεν της αναθέτει τα καθήκοντα της θέσης της, ως αυτά προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της.

 

Στη βάση του άρθρου 60(3) του Ν. 1/1990, «Τα καθήκοντα δημόσιου υπαλλήλου είναι τα συνηθισμένα καθήκοντα της θέσης του, όπως εκτίθενται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, καθώς και οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα που δυνατόν να ανατεθούν σ' αυτόν. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντά του

 

Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Γιάλλουρος (ανωτέρω), όπου αποφασίστηκε προδικαστικό ζήτημα ως προς το κατά ο εκεί αιτητής είχε έννομο συμφέρον να προωθεί την προσφυγή του (το οποίο αποφασίστηκε καταφατικά), το οποίο παραπέμπει σε σχετικά συγγράμματα και νομολογία, είναι απόλυτα σχετικό με το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Αιτητής νομιμοποιείται στην έγερση και προώθηση προσφυγής, αν έχει έννομο συμφέρο, με το νόημα της παραγράφου 2 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατά το χρόνο της καταχώρισης της προσφυγής και κατά τη διάρκεια της ακρόασης μέχρι το τέλος της δίκης. Ο πολίτης δικαιούται να προσβάλει τη νομιμότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης, όταν έννομο ενεστώς συμφέρο του έχει ευθέως προσβληθεί από την απόφαση, πράξη, ή παράλειψη οργάνου, αρχής, ή προσώπου που ασκεί εκτελεστική, ή διοικητική λειτουργία - (Kyriakos Chrysostomides and The Greek Communal Chamber Through The Disciplinary Council of The Elementary School-Teachers (1964) C.L.R. 397· Kyriacos G. Papasavvas v. Republic (Public Service Commission) (1967) 3 C.L.R. 111· Christofides v. CY.T.A. (1979) 3 C.L.R. 99· Kritiotis v. Municipality of Paphos and Others (1986) 3 C.L.R. 322· Papaleontiou v. E.S.C. (1987) 3 C.L.R. 1341).

 

Έχει ο αιτητής που είναι υπάλληλος οργανισμού δημοσίου δικαίου, σύμφωνα με τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντά του;

 

Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, στη σελ. 328 αναγράφεται:-

 

"α) Άσκησις της υπηρεσίας.

Η νομολογία εδέχθη, ότι η έμπρακτος άσκησις υπό του δημοσίου υπαλλήλου του κατά νόμον εμπεπιστευμένου αυτώ παρά της πολιτείας λειτουργήματος αποτελεί ου μόνον καθήκον αλλά και έννομον δικαίωμα αυτού, ούτινος η αφαίρεσις συνιστά προσβολήν κεκτημένου δικαιώματος: 78, 79 (29), 713 (55)."

 

Στο Σύγγραμμα του Θεμιστοκλέους Τσάτσου - "Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας" - 'Έκδοση Τρίτη, στη σελ. 58 αναφέρεται:-

 

"Τέλος είναι άμεσον το συμφέρον του υπαλλήλου το αναφερόμενον εις την ανεμπόδιστον εκτέλεσιν των ανατεθειμένων αυτώ καθηκόντων."

 

(Βλ., επίσης, Δένδια - "Διοικητικόν Δίκαιον" - Τόμος Α, Έκδοση Πέμπτη, σελ. 295.)

 

Στην Απόφαση Αρ. 78(1929) - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας - 1929, σελ. 206, στη σελ. 210 ειπώθηκε:-

 

"Επειδή η παρά του υπαλλήλου έμπρακτος άσκησις του κατά νόμον διαπεπιστευμένου αυτώ παρά της πολιτείας λειτουργήματος δέον να θεωρηθεί συνιστώσα και έννομον αυτού δικαίωμα, ώστε η παρά τον νόμον αφαίρεσις ή περιορισμός της ασκήσεως ταύτης αποτελεί προσβολήν κεκτημένου δικαιώματος βασίζουσαν το ένδικον μέσον της ακυρώσεως."

 

[…]

 

Στην Απόφαση Αρ. 713/1955 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας - 1955 Β., σελ. 60, η Ολομέλεια είπε:-

 

"Επειδή κατά γενικήν του διοικητικού Δικαίου αρχήν η έμπρακτος ενάσκησις υπό του δημοσίου υπαλλήλου του κατά νόμον εμπεπιστευμένου αυτώ παρά της πολιτείας λειτουργήματος αποτελεί ου μόνον καθήκον, αλλά και έννομον δικαίωμα αυτού, ούτινος μάλιστα η αφαίρεσις συνιστά προσβολήν κεκτημένου δικαιώματος (Σ.τ.Ε. 78, 79/1929).  Συνεπώς η άρνησις της Διοικήσεως να αναθέση εις τον υπάλληλον την ενάσκησιν των κυρίων αυτού καθηκόντων άνευ συνδρομής νομίμου τινός λόγου, δικαιολογούντος ταύτην, είναι παράνομος."[4]»

 

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η έμπρακτη άσκηση των καθηκόντων από δημόσιο υπάλληλο ή υπάλληλο που εργάζεται σε νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, συνιστά κεκτημένο δικαίωμα και η παράνομη αφαίρεση ή περιορισμός αυτού, αποτελεί προσβολή κεκτημένου δικαιώματος και προσβολή του ηθικού συμφέροντος του υπαλλήλου, με αποτέλεσμα αυτός να έχει άμεσο έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση και/ή πράξη της διοίκησης με την οποία του αφαιρείται ή περιορίζεται το εν λόγω δικαίωμα.

 

Στρεφόμενη τώρα στα όσα αφορούν την παρούσα υπόθεση, θεωρώ ότι τα όσα  προβάλλονται μέσω του δικογράφου της Έκθεσης Απαίτησης της Ενάγουσας, έκδηλα άπτονται της υπηρεσιακής κατάστασης της ως δημόσια υπάλληλος, και αυτό ως αποτέλεσμα των πράξεων και/ή αποφάσεων των Εναγομένων, και δη της, κατ’ ισχυρισμόν, μη ανάθεσης και αποκλεισμού της Ενάγουσας, από την εκτέλεση των καθηκόντων της, ως προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της, για τη θέση που κατέχει. Επικαλείται, δηλαδή, ουσιαστικά, η Ενάγουσα, επέμβαση, δια περιορισμού, εκ μέρους των Εναγομένων, στην άσκηση και/ή εκτέλεση των καθηκόντων της, η οποία επιφέρει αλλαγή στο καθεστώς της εργασίας της και της θέσης που κατέχει, και όχι απλή κατανομή καθηκόντων, με βάση το ισχύον Σχέδιο Υπηρεσίας της. Σημειώνω εδώ ότι αν ίσχυε το δεύτερο, τότε δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά για ανάθεση καθηκόντων ή αλλαγής καθηκόντων, στη βάση πάντοτε του Σχεδίου Υπηρεσίας που αφορά τη θέση που κατέχει η Ενάγουσα[5], κάτι που, όμως, δεν προκύπτει να είναι ο, εν προκειμένω, ισχυρισμός της, από το σαφές περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης της. 

 

Επομένως, η εισήγηση της Ενάγουσας ότι οι πράξεις των Εναγομένων, συνιστούν διοικητικό μέτρο εσωτερικής φύσεως και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Αν αυτή ήταν η περίπτωση, τότε το βασικό παράπονο και ισχυρισμός της, στην Έκθεση Απαίτησης της, περί «αποκλεισμού της […] από την εκτέλεση των καθηκόντων της ως αναγράφονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της»[6], δεν θα είχε θέση. Και τούτο διότι «Οι αποφάσεις συλλογικών οργάνων ή οργάνων ιεραρχικώς ανωτέρων οι οποίες αφορούν την κατανομή καθηκόντων των υπαλλήλων με βάση συγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας για σκοπούς ορθής και σύννομης λειτουργίας της υπηρεσίας που αφορά η συγκεκριμένη θέση δεν αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις γιατί δεν επιφέρουν αλλαγή στο νομικό καθεστώς του υπαλλήλου. (βλ. Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ. 95/1996 και 97/1996, Θεοδώρου και Χ’’Αγαθαγγέλου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, απόφαση ημερ. 30.6.1999).

 

Τουναντίον, με βρίσκει σύμφωνη η εισήγηση της συνηγόρου των Εναγομένων ότι με την παρούσα αγωγή, ουσιαστικά προσβάλλεται η εγκυρότητα και νομιμότητα των διοικητικών πράξεων και/ή αποφάσεων των Εναγομένων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση της Ενάγουσας, ως δημόσιος υπάλληλος, στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που κατέχει, ο έλεγχος των οποίων ανήκει, κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα, στο Διοικητικό Δικαστήριο, βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η βάση της παρούσας αγωγής, όπως και αν τούτη ιδωθεί, συναρτάται με την εγκυρότητα, των κατ’ ισχυρισμόν, πράξεων και/ή αποφάσεων των Εναγομένων, να αποκλείσουν και/ή να συνεχίζουν να αποκλείουν την Ενάγουσα από την εκτέλεση των καθηκόντων της, ως αυτά προνοούνται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης της, ο έλεγχος των οποίων βρίσκεται εκτός του πεδίου της αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Κατάληξη

 

Έχοντας κατά νου τα όσα προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η υπό κρίση Αίτηση επιτυγχάνει και η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, τα έξοδα, τόσο της παρούσας Αίτησης, όσο και της αγωγής, επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπογρ.)…………………………..

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[2] Όπου λέχθηκαν τα εξής, στη σελ. 439: «Now, as Lord Denning M.R. has already pointed out, this is a striking out application and in relation to any striking out application two things at least are clear. First, in considering any application to strike out, the Court will not go outside the pleadings themselves. Secondly the Court will only exercise their undoubted right to strike out all or part of the pleadings in a very clear case.»

 

[3] Το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση, έχει ως εξής: «Όπως είναι πρόδηλο από το κείμενο του άρθρ. 146, παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο αποκλειστική δικαιοδοσία για την αναθεώρηση κάθε πράξης διοικητικής Αρχής ή οργάνου το οποίο ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία. Το άρθρο 146.1 καλύπτει την ολότητα του φάσματος διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων της Διοίκησης στον τομέα του δημόσιου δικαίου. Ο μόνος περιορισμός αφορά το πεδίο της λειτουργίας διοικητικής Αρχής ή οργάνου το οποίο εξυπακούεται από τη φύση της δικαιοδοσίας, κάτω από το άρθρο 146.1. Υπόκεινται στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου μόνο αποφάσεις ή παραλείψεις της Διοίκησης στον τομέα του δημόσιου δικαίου.». 

[4] Οι υπογραμμίσεις είναι του παρόντος Δικαστηρίου.

[5] Οπόταν σχετικά θα ήταν τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Σμίλας Ανδρέας Ιωάννου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2008) 3 ΑΑΔ 85, στην οποία παρέπεμψε η συνήγορος της Ενάγουσας.

[6] Βλ. παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης της.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο