ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 274/2020

 

Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113

 

-και-

 

Αναφορικά με την Εταιρεία Ε.Α. ΚΟΥΛΛΟΥΡΟΠΟΙΕΙΟΝ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (ΗΕ 72446), Αγίου Νεκταρίου αρ. 17, Αρχάγγελος, Λακατάμια, Λευκωσία

 

 

Ημερομηνία: 29 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κα Συμεού για Makis Anastasiou & Co. LLC

Για την Καθ’ ης η Αίτηση: κα Κέστωρος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό την ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση Εκκαθάρισης (στο εξής «η Αίτηση»), η Αιτήτρια εταιρεία επιζητεί την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της Καθ’ ης η Αίτηση εταιρείας.

 

Η Αίτηση και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει

 

Βάση της Αίτησης, αποτελεί η μη συμμόρφωση της Καθ’ ης η Αίτηση με την Ειδοποίηση Απαίτησης ημερ. 23.10.2019 (βλ. Τεκμήριο 2 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση) (στο εξής η «Ειδοποίηση Απαίτησης»). Η εν λόγω Ειδοποίηση Απαίτησης προέκυψε από δικαστική απόφαση ημερ. 25.1.2018, η οποία εκδόθηκε εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η Απόφαση») (βλ. Τεκμήριο 1 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση). Το εξ αποφάσεως χρέος της Καθ’ ης η Αίτηση προς την Αιτήτρια, βάσει της Απόφασης, είναι το ποσό των €17.960,05 πλέον τόκο 3,5% ετησίως από 1.12.2017 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα.

 

Ως προς τη νομική βάση της Αίτησης, τούτη βασίζεται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 211(ε), 212(α), 213 και 214 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

 

Την Αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση του κ. Λ. Κίμωνος, ο οποίος είναι διορισμένος, από τις 29.6.2016, ως Διαχειριστής/Παραλήπτης της Αιτήτριας βάσει ομολόγου κυμαινόμενης επιβάρυνσης (στο εξής «ο ομνύοντας στην Αίτηση»). Ο ομνύοντας στην Αίτηση αναφέρει ότι το εξ αποφάσεως χρέος της Καθ’ ης η Αίτηση εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα. Επίσης, αναφέρει ότι η Ειδοποίηση Απαίτησης επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Καθ’ ης η Αίτηση και συγκεκριμένα στη διευθύντρια αυτής, στις 26.10.2019 και επισυνάπτει προς τούτο το Τεκμήριο 2. Τέλος, αναφέρει ότι παρά το ότι η Καθ’ ης η Αίτηση παρέλαβε δεόντως την Ειδοποίηση Απαίτησης, εντούτοις εξακολουθεί να οφείλει το εξ αποφάσεως χρέος της και, για αυτό, σύμφωνα με τον ομνύοντα στην Αίτηση, η Καθ’ ης η Αίτηση είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.

 

Στις 7.10.2022, κατόπιν εκ συμφώνου διατάγματος που εκδόθηκε στις 29.9.2022[1], ο ομνύοντας στην Αίτηση καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση, στην οποία αναφέρει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση μετά την έκδοση της Απόφασης και πριν την αποστολή της Ειδοποίησης Απαίτησης, προέβη στις 4.6.2018, 4.7.2018, 7.8.2018, 18.9.2018, 3.10.2018 και 8.11.2018[2], στην καταβολή του ποσού των €150 έκαστη φορά, δηλαδή στην καταβολή του συνολικού ποσού των €900 έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της. Επομένως, οι όποιοι ισχυρισμοί της Καθ’ ης η Αίτηση (στην Ένσταση της) ότι έχει εξοφλήσει το εξ αποφάσεως χρέος της, είναι ανυπόστατοι και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

Η Αίτηση δημοσιεύτηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 18.12.2020[3], ως επίσης και στην καθημερινή εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» στις 16.12.2020[4].

 

Η Ένσταση και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει

 

Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε Ένσταση στην Αίτηση, προβάλλοντας συνολικά 9 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν προτίθεμαι να παραθέσω αυτούσιους. Οι λόγοι ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση, συγκλίνουν ουσιαστικά στις εξής θέσεις, όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται και μέσα από την αγόρευση των συνηγόρων της στην υπό κρίση Αίτηση: (1) Η Καθ’ ης η Αίτηση δεν αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της και δεν είναι αφερέγγυος - η Αίτηση δεν στηρίζεται σε πραγματικό υπόβαθρο και μαρτυρία που δεικνύει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση είναι ανίκανη να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της, (2) η Καθ’ ης η Αίτηση είναι αξιόχρεη και διαθέτει περιουσιακά στοιχεία δυνάμενα να ικανοποιήσουν το εξ αποφάσεως χρέος της, (3) η Καθ’ ης η Αίτηση έχει υγιή οικονομική βάση που δεν δικαιολογεί την εκκαθάριση της, εφόσον μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Έχει δε κύκλο εργασιών, πελάτες και εισοδήματα, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απαίτηση της Αιτήτριας, (4) η Αιτήτρια δεν εξάντλησε όλα τα μέτρα εκτέλεσης εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, και (5) η Αιτήτρια καταχώρησε την Αίτηση καταχρηστικά και/ή εκβιαστικά ως μέτρο είσπραξης της απαίτησης της.

 

Την Ένσταση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση της διευθύντριας της Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η ομνύουσα στην Ένσταση»), η οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης με περισσότερη λεπτομέρεια.

 

Στις 8.11.2022, κατόπιν του πιο πάνω αναφερόμενου εκ συμφώνου διατάγματος ημερομηνίας 29.9.2022[5], η ομνύουσα στην Ένσταση καταχώρησε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση στην οποία αναφέρει ότι η οικονομική κατάσταση της Καθ’ ης η Αίτηση είναι υγιής και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εκκαθάριση της, καθότι αυτή μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Έχει δε κύκλο εργασιών, πελάτες και εισοδήματα, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ικανοποιήσει την απαίτηση της Αιτήτριας. Προς επίρρωση των ισχυρισμών της, η ομνύουσα στην Ένσταση επισυνάπτει ως Τεκμήριο Α, δέσμη αποδείξεων που αφορούν συναλλαγές από και προς την Καθ’ ης η Αίτηση (που κατά την ίδια δεικνύουν τον κύκλο εργασιών της Καθ’ ης η Αίτηση), ως Τεκμήριο Β, βεβαίωση πληρωμής μηνιαίων δόσεων εκ ποσού €200 από την Καθ’ ης η Αίτηση σε κάποια εταιρεία επ’ ονόματι CHRIKAR TRADING LTD, προς εξόφληση οφειλής της προς αυτήν, ως Τεκμήριο Γ, αντίγραφο Δικαστικού διατάγματος ημερ. 12.11.2021, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Αγωγής 5819/1[6], με το οποίο η Καθ’ ης η Αίτηση διατάσσεται να καταβάλλει το ποσό των €150 μηνιαίως προς μία άλλη, τρίτη, εταιρεία και ως Τεκμήριο Δ, μία κατάσταση λογαριασμού, η οποία, κατά την ομνύουσα στην Ένσταση, δεικνύει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση καταβάλλει τα πιο πάνω ποσά των €150 και €200 μηνιαίως προς τις εν λόγω εταιρείες (του Τεκμηρίου Γ), αντίστοιχα, ενώ αναφέρει ότι για τους μήνες που δεν φαίνεται οποιαδήποτε τραπεζική κατάθεση, τα χρήματα καταβάλλοντο σε αυτές με άλλο τρόπο. Τέλος, επαναλαμβάνει τη θέση της ότι η Καθ’ ης η  Αίτηση έχει ικανή οικονομική βάση για να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις και δεν είναι δίκαιο και/ή εύλογο να εκκαθαριστεί.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Κατά την ακρόαση της υπό κρίση Αίτησης, ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης του δήλωσης, ενώ οι συνήγοροι τους υπέβαλαν, γραπτώς, στο Δικαστήριο τις αγορεύσεις τους, τις οποίες έχω μελετήσει και αναφορά σε αυτές θα γίνει κατωτέρω, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο. Σημειώνω επίσης ότι κατά την ημέρα της ακρόασης της υπό κρίση Αίτησης, η συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση δήλωσε στο πρακτικό του Δικαστηρίου ότι δεν θα προωθήσει τους λόγους ένστασης υπ’ αρ. 2 και 3 στην Ένσταση της, ήτοι ότι η Αίτηση δεν έχει επιδοθεί σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν οφείλει το αιτούμενο και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό στην Αιτήτρια.

 

Νομική πτυχή

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό, να αναφερθώ στο νομικό πλαίσιο που διέπει την αίτηση εκκαθάρισης εταιρείας.

 

Έχοντας υπόψη την νομική βάση της Αίτησης και τα γεγονότα όπως αναφέρονται σε αυτή, τα άρθρα που θα πρέπει να εξεταστούν στην παρούσα υπόθεση είναι τα άρθρα 211(ε) και 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 211(ε) του Κεφ. 113, εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο αν είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.

 

Το άρθρο 212 εξειδικεύει το άρθρο 211(ε) του Κεφ. 113 και αναφέρει πότε μια εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της (βλ. Pan-Aman Hotels Limited v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2002) 1(Δ) ΑΑΔ 1796). 

 

Το άρθρο 212(α), επί του οποίου βασίζεται η υπό κρίση Αίτηση, προνοεί τα ακόλουθα:

 

«212. Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της-

(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση  του πιστωτή· ή

(β)…………………………………………………

(γ)…………………………………………………»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 212(α) του Κεφ. 113, σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι επιδόθηκε προς την εταιρεία απαίτηση πληρωμής από πιστωτή της και έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τριών (3) εβδομάδων και το χρέος δεν έχει εξοφληθεί, τότε τεκμαίρεται ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της. Τέτοια απαίτηση πληρωμής, θα πρέπει να επιδίδεται στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας (βλ. Επί τοις αφορώσι την Αίτηση της Εταιρείας C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Eπί τοις αφορώσι την Εταιρεία Σκυροποιϊα «Λεωνικ» Λιμιτεδ, (2009) 1Β Α.Α.Δ 1457).

 

Ως προς την προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113, όπως η γραπτή ειδοποίηση να αποστέλλεται από πιστωτή της εταιρείας, σημαντικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Αντρέας Χατζηγιάννης ν. C & J Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1Β Α.Α.Δ 991, τα οποία παραθέτω αυτούσια κατωτέρω:

 

«Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του άρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται ο εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται από "πιστωτή". Τίθεται επομένως ευθέως το ερώτημα ποίος θεωρείται "πιστωτής" ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο ο εφεσείων - αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως "πιστωτής". Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως "πιστωτής" μέσα στην έννοια του επόμενου άρθρου που ακολουθεί, δηλαδή του άρθρου 213(ι) του Νόμου, το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού v. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1Α Α.Α.Δ. 315. Εξετάζοντας το θέμα τούτο, το Εφετείο, αφού υπενθύμισε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 213(1) του Κυπριακού περί Εταιρειών Νόμου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του S.224(1) του Αγγλικού Companies Act 1948, ανέφερε και τα εξής στη σελίδα 321 του τόμου αποφάσεων:

 

"Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company ιs in fact insolvent" - πρόσωπο του οπoίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα - (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer's πιο πάνωσελ.1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol.7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή.  Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οπoίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen - y -van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477).»

 

Εκείνο που στην ουσία προκύπτει από όλη, τη σχετική με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας υπόθεσης, νομολογία είναι ότι, η υποβολή αίτησης, ως η υπό εξέταση, δεν θεωρείται πρόσφορη διαδικασία για εκδίκαση αμφισβητούμενης οφειλής. Το κατά πόσο, ωστόσο, μία αμφισβήτηση χρέους θα κριθεί δικαιολογημένη, εξαρτάται από το εύλογο της βάσης επί της οποίας εδράζεται. Εν πάση περιπτώσει, τα Δικαστήρια δεν πρέπει να επιτρέπουν, μέσω αιτήσεων εκκαθάρισης, να ασκείται, καταχρηστικά, πίεση σε μία εταιρεία να καταβάλει χρήματα, για χρέος που αυτή ευλόγως αμφισβητεί (βλ. New Traveller's Champers Ltd v. Cheese and Green [1894] 70 LT 271, Re a Company [1992] 2 All E.R. 797, Re James Millward & Co Ltd [1940] Ch. 333, Loukos Manufacturers Ltd [1998] 1 A.A.Δ 2226 και Re a Company (No.003079 of 1990) and other petitions (1991) BCLC 235).

 

Πάντα σε σχέση με το πότε μία αίτηση, ως η επίδικη, αποτελεί την ορθή διαδικασία για την επίλυση της διαφοράς των μερών, στο σύγγραμμα Halsbury' s Laws of England, 4η έκδοση 2004, Reissue Volume 7(3), παράγραφος 452, αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

«A winding-up order may not be made on a debt which is disputed in good faith by the company; the court must see that the dispute is based on a substantial ground. A dispute as to the precise amount due is not a sufficient answer to the petition. If there is a genuine dispute, the petition may be dismissed or stayed.»[7]

 

Ως προς δε το πότε ένας αιτητής μπορεί να θεωρηθεί πιστωτής, με δικαίωμα καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης, στο σύγγραμμα Palmer' s Company Precedents (Part 2) Winding Up, 17η έκδοση, σελίδα 39, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«A creditor of the company for a sum of money presently and unconditionally due and payable is unquestionably a creditor who can present a petition for winding up.»

 

Ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, αν κατά τα λοιπά ο πιστωτής ενεργήσει σε πλήρη συμφωνία με τις πρόνοιες του άρθρου 212 του Κεφ. 113 (εκεί που τούτες του επιβάλλουν συγκεκριμένο τρόπο δράσης) ή γενικά καταφέρει να αποδείξει ότι, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωσή του, τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες μίας ή περισσοτέρων των υποπαραγράφων του εν λόγω άρθρου 212 του Κεφ. 113, τότε η ανικανότητα της εταιρείας να πληρώσει το χρέος της τεκμαίρεται και το Δικαστήριο δεν έχει παρά να διατάξει την εκκαθάριση της εταιρείας (βλ. GIP Constructions v Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1991) 1 ΑΑΔ 14), ενώ εκεί που το αίτημα εδράζεται επί των προνοιών του άρθρου 211, τότε το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να μην διατάξει την εκκαθάριση.

 

Πιο συγκεκριμένα, στην M. Mouletaris Machinery Co Ltd v. Ζήνωνος (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1649 (βλ. επίσης Δημήτρη Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ v. Ηellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 368/09, ημερ. 20.11.2014), λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Δέχτηκε βεβαίως και πολύ ορθά πως στην περίπτωση που αποδεικνύονται τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 212 το Δικαστήριο δεν έχει διακριτική ευχέρεια και διατάσσει τη διάλυση της εταιρείας ενώ αν ικανοποιηθούν οι πρόνοιες του άρθρου 211 το Δικαστήριο διατηρεί τέτοια ευχέρεια[8]

 

Ιδιαίτερα κατατοπιστική, αναφορικά με την ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μετοχική Εταιρεία -ν- Basouno Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 269/09, απόφαση ημερομηνίας 20.02.2014, απόσπασμα από την οποία παρατίθεται κατωτέρω:

 

«Το εύρος εφαρμογής των άρθρων 211 και 212 του Κεφ. 113 αποτέλεσε αντικείμενο σειράς αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Εντοπίζεται ότι τα συγκεκριμένα άρθρα είναι πιστή αντιγραφή του τότε αντίστοιχου αγγλικού Νόμου. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η εξειδίκευση των περιστάσεων στο άρθρο 212 δεν περιορίζει τη γενικότητα του άρθρου 211 αναφορικά με την αδυναμία πληρωμής των χρεών οφειλέτριας εταιρείας. Σημειώνεται, ως εκ τούτου ότι οι εξειδικευμένοι λόγοι του άρθρου 212 συνιστούν ορισμένες περιστάσεις που εγείρουν νομοθετικό τεκμήριο ύπαρξης της αδυναμίας πληρωμής χρεών, αλλά δεν εξαντλούν το πεδίο για προσκόμιση άλλης μαρτυρίας, η οποία θα ήταν δυνατό να οδηγήσει στο ίδιο αποτέλεσμα. Το άρθρο 212(a) εντάσσεται στα πλαίσια του γενικότερου άρθρου 211(e) ως προς την ανικανότητα της εταιρείας να πληρώσει τα χρέη της και ορίζει μια συγκεκριμένη περίπτωση, ως εκ του Νόμου τεκμήριο, κατά την οποία η εταιρεία λογίζεται ότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της. Το Δικαστήριο, κατ΄ ακολουθία του άρθρου 211(f), δύναται να εκδώσει διάταγμα εκκαθάρισης μιας εταιρείας, η οποία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η εταιρεία αποδεδειγμένα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τις οφειλές της. Η οφειλή πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη. Η δε ευρύτητα του όρου «πιστωτής» είναι τέτοια, που να περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο έχει να λαμβάνει καθορισμένο ύψος πίστωσης»[9].

 

Ως προς την εφαρμογή του βάρους απόδειξης της ανικανότητας μίας εταιρείας να αποπληρώσει το χρέος της, σχετικά είναι τα όσα αποφασίστηκαν στην Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ (ανωτέρω), τα οποία έχουν ως εξής:

 

«Η ανικανότητα πληρωμής χρεών που αναφέρεται στο άρθρο 211(ε) του Κεφ. 113, είναι η γενική ρύθμιση του θέματος. Το τι συνιστά ανικανότητα πληρωμής χρεών εξειδικεύεται στο άρθρο 212 και οποιαδήποτε των τριών διατάξεων του εν λόγω άρθρου τεκμαίρεται να σημαίνει ότι η εταιρεία αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της. Η απόδειξη της προϋπόθεσης της παραγράφου (α) του άρθρου 212 είναι αρκετή να επιφέρει την εκκαθάριση της εταιρείας θεωρούμενης ανίκανης να πληρώσει τα χρέη της, χωρίς να αποκλείεται η προσκόμιση και άλλης μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ανικανότητα αυτή.

 

Με την ικανοποίηση του άρθρου 212(α), η εταιρεία φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση του πιστωτή διότι έχει κατά τα άλλα μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση, όπως ότι εξόφλησε την γενικότερη οφειλή.  Εξ' ου και ο πιστωτής είναι σοφότερο να εναγάγει την εταιρεία προηγουμένως, να εξασφαλίζει δικαστική υπέρ του απόφαση οπότε και η εταιρεία θα εμποδίζεται από την απόφαση να αμφισβητήσει την εταιρική αίτηση επί της ουσίας της (Pennington: Company Law, 3η έκδοση, σελ. 674-675)[10]».

 

Στην Re Globe New Patent Iron and Steel Co. [1875] L.R. 20 Eq. 268, στην οποία γίνεται αναφορά στην GΙP Constructions Ltd (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι απόδειξη από πιστωτή ότι το χρέος που του οφείλεται δεν έχει πληρωθεί από την εταιρεία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι η εταιρεία είναι αφερέγγυος.

 

Στο σύγγραμμα Palmers Company Law, Vol.1, 22 ed., σελ. 886, στη παρ. 81-06 αναφέρονται τα εξής σχετικά:

 

“The fact that the petitioner has made repeated application for payment, and that the company has neglected to pay, affords cogent evidence that it is unable to pay its debts, and this is the evidence generally relied on”.

 

Ως έχει κατά καιρούς νομολογηθεί, προώθηση αίτησης εκκαθάρισης που σκοπεί να καταπιέσει την εταιρεία να καταβάλει χρέος που εύλογα αμφισβητεί, ή για κάποιον αλλότριο σκοπό ή ακόμα και για να εκδοθεί εναντίον της διάταγμα εκκαθάρισης ενώ κάτι τέτοιο δεν είναι προς το συμφέρον όλων των πιστωτών και συνεισφορέων της, θεωρείται καταχρηστική (βλ. Cadiz Waterworks Co. V. Barnett, (1874) L.R. 19 Eq. 182, Re Lympne Investments Ltd (1972) 2 All E.R. 385 και Re Α Company (1894) 2 Ch. 349).

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι, εν προκειμένω, κρίνω ότι, από τα γεγονότα που εκτίθενται στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η Αιτήρια έχει εξασφαλίσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση υπέρ της και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση για συγκεκριμένο και αδιαμφισβήτητο ποσό. Συνεπώς, η Αιτήτρια έχει αποδείξει το καθεστώς της, ως εξ αποφάσεως πιστωτής της Καθ’ ης η Αίτηση, δυνάμει της Απόφασης που εξασφάλισε εναντίον της. Επομένως, και με δεδομένο ότι η Καθ’ ης η Αίτηση είναι εξ αποφάσεως οφειλέτης της Αιτήτριας, η τελευταία εμπίπτει εντός της έννοιας του όρου «πιστωτή» του άρθρου 213(1)(β) του Κεφ. 113 και επομένως δύναται να προωθεί την παρούσα Αίτηση εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Παρά το ότι με την Ένσταση της, η Καθ’ ης η Αίτηση, προωθούσε ως λόγο ένστασης ότι αυτή δεν οφείλει το αιτούμενο και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό στην Αιτήτρια, τούτος ο λόγος ένστασης, ως σημείωσα ανωτέρω, δεν προωθήθηκε κατά την ακρόαση της παρούσας. Εν πάση περιπτώσει, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η Καθ’ ης η Αίτηση μέχρι τις 8.11.2018 (ημερομηνία προγενέστερη της αποστολής και επίδοσης της Ειδοποίησης Απαίτησης), κατέβαλε, προς την Αιτήτρια, μόνο το συνολικό ποσό των €900 έναντι του εξ αποφάσεως χρέους της, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο εξ αποφάσεως χρέος, δυνάμει της Απόφασης, να εξακολουθεί να οφείλεται από αυτήν. Παρά το ότι δεν προβάλλεται ως λόγος ένστασης, για σκοπούς πληρότητας, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω τα εξής. Το γεγονός ότι στην Ειδοποίηση Απαίτησης αναφέρεται ότι οφείλεται ολόκληρο το εξ αποφάσεως χρέος, τούτο, δύναται να θεωρηθεί ως λάθος στη διατύπωση της, το οποίο όμως δεν επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εγκυρότητα τούτης, εφόσον το ποσό που συνεχίζει να οφείλεται από την Καθ’ ης η Αίτηση (αφαιρουμένων των ποσών που κατέβαλε προς την Αιτήτρια μέχρι τις 8.11.2018) υπερβαίνει το ποσό των €5.000 που καθορίζει το άρθρο 212(α) του Κεφ. 113. Στην υπόθεση In re A Debtor (C.A) [1989]1 C.L.R. 271, έγινε διάκριση μεταξύ λαθών στην απαίτηση τα οποία είναι τόσο σοβαρά, προκαλούν σύγχυση και δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ως έγκυρη η απαίτηση και λαθών τα οποία δεν επηρεάζουν καθόλου τον οφειλέτη και ο παραμερισμός της απαίτησης δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό. Σε εκείνη την υπόθεση, υπήρχε λάθος στο ποσό της οφειλής, το οποίο κρίθηκε πως ενέπιπτε στη δεύτερη κατηγορία. Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Agilo Ltd v. Henry [2010] EWHC 2717 (Ch).

 

Πέραν των ανωτέρω, αν και δεν προωθήθηκε ως λόγος ένστασης, το ζήτημα της ορθής και δέουσας επίδοσης της Ειδοποίησης Απαίτησης είναι ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αυτεπάγγελτα (βλ. C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιΐα «Λεωνίκ» Λίμιτεδ (2009) 1 ΑΑΔ 1457). Ως προκύπτει από την Ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, δεν αμφισβητήθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από την Καθ’ ης η Αίτηση, ότι η Αιτήτρια έχει επιδώσει δεόντως στο εγγεγραμμένο γραφείο της (Καθ’ ης η Αίτηση) την Ειδοποίηση Απαίτησης, Τεκμήριο 2 (επί της ένορκης δήλωσης της Αίτησης), με την οποία απαιτεί από αυτήν ποσό (το οποίο υπερβαίνει τις €5.000), το οποίο η Καθ’ ης η Αίτηση παρέλειψε να καταβάλει.

 

Στη βάση των ανωτέρω, η Αιτήτρια έχει αποδείξει ότι έχει συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του άρθρου 212(α) του Κεφ. 113 και, συνεπώς, ότι εγείρεται το τεκμήριο που θεσμοθετεί η εν λόγω νομοθετική πρόνοια (άρθρο 212(α) του Κεφ. 113) ότι η Καθ’ ης η Αίτηση αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της, ήτοι ότι είναι αφερέγγυα.

 

Κατ' ακολουθίαν, εναπόκειται στην Καθ’ ης η Αίτηση να αποδείξει ότι δεν «αμέλησε» να πληρώσει την απαίτηση του πιστωτή (Αιτήτριας), διότι έχει, κατά τα άλλα, μια ουσιώδη και εύλογη υπεράσπιση. Προχωρώ, επομένως, τώρα, να εξετάσω τους λόγους ένστασης που προβάλλονται εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

Είναι η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ότι αυτή δεν αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη της και δεν είναι αφερέγγυα και ότι κάτι τέτοιο, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύεται από την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, καθότι ουδέν στοιχείο προσκόμισε η Αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο να αποδεικνύει την ανικανότητα της να αποπληρώσει τα χρέη της.

 

Κατ’ αρχάς σημειώνω ότι ως προκύπτει από τη σχετική νομολογία την οποία παρέθεσα ανωτέρω, αν ο πιστωτής (εν προκειμένω η Αιτήτρια) ενεργήσει σε πλήρη συμφωνία με τις πρόνοιες του άρθρου 212 του Κεφ. 113, τότε η ανικανότητα μίας εταιρείας να πληρώσει το χρέος της τεκμαίρεται και δεν υποχρεούται ο πιστωτής να παραθέσει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία περί τούτου. Εν πάση περιπτώσει, ως επίσης ανέφερα ανωτέρω, απόδειξη από πιστωτή ότι το χρέος που του οφείλεται δεν έχει πληρωθεί από την εταιρεία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, μαρτυρία ότι η εταιρεία είναι αφερέγγυος (βλ. GΙP Constructions Ltd (ανωτέρω)). Εν προκειμένω, στη βάση της μαρτυρίας που προσκόμισε η Αιτήτρια, η Καθ’ ης η Αίτηση ουδέν ποσό κατέβαλε εντός 21 ημερών από την επίδοση της Ειδοποίησης Απαίτησης προς αυτήν, αλλά ούτε και έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα το εξ αποφάσεως χρέος της (αφαιρουμένου του συνολικού ποσού των €900 που ήδη κατέβαλε μέχρι τις 8.11.2018) να εξακολουθεί να υφίσταται. Ούτε βεβαίως η εισήγηση της συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι από τη στιγμή που η Καθ’ ης η Αίτηση κατέβαλε, μέχρι τις 8.11.2018, το συνολικό ποσό των €900, δεικνύει ότι αυτή είναι αξιόχρεη και ικανή να αποπληρώσει τα χρέη της, με βρίσκει σύμφωνη, εφόσον η Καθ’ ης η Αίτηση ουδέν ποσό έχει καταβάλει έκτοτε και/ή ειδικότερα από την ημερομηνία επίδοσης προς αυτήν της Ειδοποίησης Απαίτησης.

 

Στρέφομαι τώρα στη θέση η οποία προβάλλεται εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση ότι αυτή έχει υγιή οικονομική βάση που δεν δικαιολογεί την εκκαθάριση της εφόσον μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της υποχρεώσεις, δεδομένου ότι έχει κύκλο εργασιών, πελάτες και εισοδήματα με τα οποία δύναται να ικανοποιήσει την απαίτηση της Αιτήτριας, αλλά και ότι διαθέτει περιουσιακά στοιχεία τα οποία μπορούν να ικανοποιήσουν το εξ αποφάσεως χρέος.

 

Σημειώνω εξ αρχής ότι το βάρος απόδειξης των εν λόγω ισχυρισμών της Καθ’ ης η Αίτηση βρισκόταν στους ώμους της. Το Τεκμήριο Α, το οποίο, κατά την ομνύουσα στην Ένσταση, κατ’ ισχυρισμόν δεικνύει τον κύκλο εργασιών της Καθ’ ης η Αίτηση, παρατηρώ ότι αφορά αποδείξεις πληρωμής κάποιων ποσών εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση προς τρίτα πρόσωπα, αποδείξεις που εξέδωσε η ίδια η Καθ’ ης η Αίτηση προς τρίτα πρόσωπα για ποσά που της κατέβαλαν, αλλά και από τιμολόγια που εκδόθηκαν προς την Καθ’ ης η Αίτηση και καταστάσεις πωλήσεων που τηρούνται στο όνομα της από άλλα πρόσωπα στις οποίες το μόνο που καταγράφεται είναι η ποσότητα πώλησης των προϊόντων τους προς αυτήν. Πουθενά δεν προκύπτει από το εν λόγω Τεκμήριο Α ούτε ποιος είναι ο ακριβής κύκλος εργασιών της Καθ’ ης η Αίτηση, ούτε ποια είναι τα έσοδα και τα έξοδα της, με αποτέλεσμα ο όποιος ισχυρισμός της περί φερεγγυότητας της και δυνατότητας της να ικανοποιήσει το εξ αποφάσεως χρέος της προς την Αιτήτρια να παρέμεινε εντελώς γενικός και αόριστος, εφόσον δεν έδωσε τα απαραίτητα εχέγγυα στο Δικαστήριο για να μπορεί να καταλήξει σε εύρημα ως προς τον ακριβή κύκλο εργασιών της, αλλά και για τα συνολικά έξοδα και έσοδα που αυτή έχει.

 

Περαιτέρω, από τα Τεκμήρια Β και Γ που επισυνάπτονται επί της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης της ομνύουσας[11] στην Ένσταση, εκείνο που ξεκάθαρα προκύπτει είναι ότι η Καθ’ ης η Αίτηση έχει οφειλές προς τρίτα πρόσωπα, πέραν της Αιτήτριας, και ότι έχει εκδοθεί εναντίον της Δικαστικό διάταγμα για καταβολή μηνιαίων δόσεων προς άλλη εταιρεία (βλ. Τεκμήριο Γ). Τέλος, το Τεκμήριο Δ (κατάσταση λογαριασμού τραπεζικού ιδρύματος) δεν αποτελεί κατάσταση λογαριασμού η οποία είναι στο όνομα της Καθ’ ης η Αίτηση. Η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού βρίσκεται στο όνομα κάποιου άλλου φυσικού προσώπου που εκεί κατονομάζεται, του οποίου η σχέση με την Καθ’ ης η Αίτηση ουδόλως έχει προσδιοριστεί και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποτελεί μαρτυρία η οποία δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς εξαγωγής οποιουδήποτε συμπεράσματος ως προς την ικανότητα ή μη της Καθ’ ης η Αίτηση να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος της προς την Αιτήτρια. Μια τέτοια εικόνα, ενδεχομένως, να μπορούσε να προκύψει στη βάση των εξελεγμένων λογαριασμών της Καθ’ ης η Αίτηση ή τουλάχιστον δια της προσκόμισης τέτοιας σχετικής μαρτυρίας η οποία θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή κρίση τόσο αναφορικά με τον κύκλο εργασιών της όσο και, ειδικότερα, με την δυνατότητα της να αποπληρώσει το εν προκειμένω εξ αποφάσεως χρέος της.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί της ομνύουσας στην Ένσταση, οι οποίοι αποτελούν και την βάση για την θέση περί φερεγγυότητας και υγιής οικονομικής βάσης της Καθ' ης η αίτηση παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο. Κανένας απτός ισχυρισμός δεν προβλήθηκε προς την πιο πάνω κατεύθυνση, εφόσον δεν εξειδικεύθηκε από την ομνύουσα στην Ένσταση ποιος είναι ο κύκλος εργασιών της Καθ' ης η Αίτηση, ποιοι και πόσοι είναι οι χρεώστες της, πόσα έχει να λαμβάνει η Καθ' ης η Αίτηση από τους χρεώστες της, ως επίσης και ποιοι και πόσοι είναι οι πιστωτές της και ποια ακριβώς ποσά οφείλει σε αυτούς. Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι καμία βαρύτητα δεν μπορεί να προσδοθεί στους πιο πάνω ισχυρισμούς της περί φερεγγυότητας.          

 

Προχωρώ, τέλος, να εξετάσω το λόγο ένστασης που θέλει την Αιτήτρια να προωθεί την υπό κρίση Αίτηση καταχρηστικά και/ή εκβιαστικά ως μέτρο είσπραξης του εξ αποφάσεως χρέους της καθότι δεν εξάντλησε όλα τα μέτρα εκτέλεσης που προβλέπει η νομοθεσία, και τούτο, παρά το γεγονός ότι η Καθ’ ης η Αίτηση υπέβαλε πρόταση προς την Αιτήτρια για καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, την οποία η τελευταία δεν αποδέκτηκε[12].

 

Η διαδικασία εκκαθάρισης εταιρείας, όπως και κάθε άλλη διαδικασία, ελέγχεται από το Δικαστήριο όσον αφορά στον καταχρηστικό ή μη χαρακτήρα της. Όμως, ο έλεγχος αυτός αφορά στον τρόπο χρησιμοποίησης της διαδικασίας και όχι στα εσωτερικά ελατήρια αυτού που την εγείρει. Παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Πετράκη ν. Κίμωνος  (2006) 1 Α.Α.Δ. 1311[13]:

 

«Το όλο θέμα είναι θέμα γεγονότων. Εκεί όπου δεν υπάρχουν στοιχεία δόλου ή αθέμιτης εξασφάλισης χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελος του συγκεκριμένου αιτητή-πιστωτή και εις βάρος του χρεώστη και των άλλων πιστωτών του, αίτηση εκδόσεως διατάγματος παραλαβής δεν θεωρείται ότι γίνεται για παράλληλο και αθέμιτο σκοπό ή κατά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, έστω και αν έχει σαν συνεπαγόμενο αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για τον πιστωτή».

 

Εξετάζοντας την προσαχθείσα μαρτυρία, δεν εντοπίζονται στοιχεία καταχρηστικής ή εκβιαστικής συμπεριφοράς εκ μέρους της Αιτήτριας. Ούτε εντοπίζονται στοιχεία από τα οποία να προκύπτει δόλια συμπεριφορά εκ μέρους αυτής ή συμπεριφορά η οποία να τείνει στην αθέμιτη εξασφάλιση χρημάτων ή πλεονεκτημάτων προς όφελός της και εις βάρος της Καθ’ ης η Αίτηση ή άλλων πιστωτών και γενικότερα ότι η υπό κρίση Αίτηση προωθείται για αλλότριους σκοπούς και δη για λόγο άλλο από την προστασία και τη διασφάλιση της περιουσίας της Καθ’ ης η Αίτηση, ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος προνοεί προς όφελος όλων των πιστωτών της. Εν προκειμένω, η επιλογή της Αιτήτριας να επιδιώξει την προώθηση της διαδικασίας εκκαθάρισης της Καθ’ ης η Αίτηση και να μην προχωρήσει σε μέτρα εκτέλεσης της Απόφασης, δεν συνιστά, αφ’ εαυτής, μεμπτή ή καταχρηστική συμπεριφορά. Ο περί Εταιρειών Νόμος και οι σχετικοί Κανονισμοί, δεν επιβάλλουν στον πιστωτή οποιαδήποτε υποχρέωση να εξαντλήσει όλα τα δυνατά μέτρα εκτέλεσης, προτού τροχιοδρομήσει διαδικασία εκκαθάρισης εναντίον του εξ αποφάσεως οφειλέτη. Ο πιστωτής είναι ελεύθερος να κινήσει εναντίον οποιουδήποτε οφειλέτη οποιαδήποτε νόμιμη διαδικασία (βλ. In Re Sunderland [1911] 2 K.B. 658). Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή της Αιτήτριας να επιδιώξει την εκκαθάριση της Καθ’ ης η Αίτηση, άπτεται των εσωτερικών ελατηρίων της και για το λόγο αυτό, η επιλογή της εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου (βλ. Μερκής v. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 788η οποία αναφέρθηκε στην υπόθεση London Clubs v. Παπαδόπουλου (2002) 1 ΑΑΔ 1699). Εν πάση περιπτώσει, οι όποιοι λόγοι για τους οποίους εν τέλει η πρόταση της Καθ’ ης η Αίτηση, προς την Αιτήτρια, για καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, δεν έγινε τελικά αποδεκτή από την τελευταία, δεν βρίσκονται στη γνώση του Δικαστηρίου για να μπορούν να αξιολογηθούν ως προς το αλλότριο και/ή καταχρηστικό της προώθησης της υπό κρίση Αίτησης.

 

Όσον δε αφορά τον ισχυρισμό εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση ότι καμία προσπάθεια εκτέλεσης της Απόφασης δεν έγινε, δυνάμει του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, από την Αιτήτρια, επισημαίνεται ότι οι προσφερόμενοι, με το Κεφ. 6, μέθοδοι εκτέλεσης δικαστικής απόφασης, μεταξύ των οποίων είναι και η καταχώρηση αίτησης έρευνας και η δυνατότητα να εξασφαλιστεί διάταγμα μηνιαίων δόσεων εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, είναι στη διάθεση της Αιτήτριας ως δικαίωμα και όχι ως υποχρέωση ή προϋπόθεση για λήψη άλλων δικαστικών μέτρων που της παρέχονται από Νόμο για εξασφάλιση του λαβείν της (Δημήτρης Αυξεντίου & Υιός (Γεωργικά Μηχανήματα) Λτδ (ανωτέρω)). Υπενθυμίζεται ότι η αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας όπως και η πτωχευτική διαδικασία δεν σκοπεύουν στον εξαναγκασμό του χρεώστη να εξοφλήσει χρέος του, αλλά στην προστασία και την διασφάλιση της περιουσίας (αντικείμενο της αίτησης) ώστε να χρησιμοποιηθεί όπως ο νόμος προνοεί προς όφελος όλων των πιστωτών (βλ. London Club Ltd v. Παπαδόπουλου (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1699).

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, οι λόγοι ένστασης που προβάλλονται εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση δεν ευσταθούν και, ως εκ τούτου, απορρίπτονται.

 

Κατά συνέπεια, με δεδομένο το τεκμήριο αφερεγγυότητας της Καθ’ ης η Αίτηση, στη βάση του άρθρου 212(α) του Κεφ. 113, και την αποτυχία της τελευταίας να το ανατρέψει, ελλείψει σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας από πλευράς της, πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, το οποίο κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, η Αίτηση επιτυγχάνει.

 

Εκδίδεται διάταγμα εκκαθάρισης της Καθ' ης η Αίτηση.  Αντίγραφο του παρόντος διατάγματος να παραδοθεί από την Αιτήτρια, αμέσως, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από 14 ημέρες από σήμερα, στον Επίσημο Παραλήπτη, ο οποίος και διορίζεται Εκκαθαριστής της περιουσίας της Καθ' ης η Αίτηση. 

 

Κατά το λοιπά, να ακολουθηθούν οι πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας και των Κανονισμών.

           

Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τούτα δε, να καταβληθούν από την περιουσία της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

 

 

(Υπογρ.)…………………………...

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Βλ. πρακτικό Δικαστηρίου ημερ. 29.9.2022.

[2] Βλ. Τεκμήριο 1 στην Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση ημερ. 7.10.2022.

[3] Βλ. Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του κ. Χ. Στυλιανού ημερ. 10.1.2023.

[4] Βλ. Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του κ. Χ. Στυλιανού ημερ. 10.1.2023.

[5] Βλ. πρακτικό Δικαστηρίου ημερ. 29.9.2022.

[6] Που δεν αφορά τους διαδίκους στην παρούσα υπόθεση.

[7] Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου.

[8] Υπογράμμιση δική μου.

[9] Υπογράμμιση δική μου.

[10] Υπογράμμιση και τονισμός δικός μου.

[11] Ημερομηνίας 8.11.2022 (βλ. ανωτέρω).

[12] Βλ. σελ. 3 της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της Καθ’ ης η Αίτηση στην παρούσα Αίτηση.

[13] Η εν λόγω απόφαση αφορούσε διαδικασία πτώχευσης. Εντούτοις, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση στην υπόθεση  Χαραλαμπίδης  v. Ν.   Κωμοδρόμου   (2002)  2 Α.Α.Δ. 522  το  ζήτημα της κατάχρησης της διαδικασίας δεν συνιστά ιδιαιτερότητα της διαδικασίας πτώχευσης αλλά κανόνα καθολικής εφαρμογής προς περιφρούρηση των διαδικαστικών διαδικασιών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο