ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 1096/2023

 

Patricia Maria Tig, από Ρουμανία

Ενάγουσα

-και-

 

Razvan Nicolae Sabau, από Κερύνεια

Εναγόμενου

 

Ημερομηνία: 15 Φεβρουαρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα-Αιτήτρια: κα Κ. Θεοχαρίδου

Για τον Εναγόμενο-Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Ρ. Βραχίμης

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην αίτηση ημερ. 16.5.2023 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και την οριστικοποίηση ή μη των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων ημερ. 19.5.2023)

 

Στις 15.5.2023, η Ενάγουσα-Αιτήτρια (εφεξής «Ενάγουσα»), καταχώρησε την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, με κλητήριο ειδικώς οπισθογραφημένο, με την οποία αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου-Καθ’ ου η Αίτηση (εφεξής «Εναγόμενος»), μεταξύ άλλων, διάφορα διατάγματα του Δικαστηρίου, τα οποία δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω στο παρόν στάδιο, εφόσον τα ίδια διατάγματα, με ακριβώς το ίδιο λεκτικό, επιζητούνται ως ενδιάμεσες θεραπείες (τις οποίες καταγράφω κατωτέρω στην παρούσα). Περαιτέρω, στη βάση των όσων αποδίδει στον Εναγόμενο, επιζητεί γενικές και/ή παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, η Ενάγουσα καταχώρησε, στις 16.5.2023, μονομερή αίτηση με την οποία επιζητούσε την έκδοση των ακόλουθων ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων:

«1. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, να παρενοχλεί, παρεμβαίνει και/ή με οιοδήποτε άλλο τρόπο επεμβαίνει στην σωματική ακεραιότητα, ειρήνη, ησυχία και ψυχολογία της Αιτήτριας και της οικογένειας αυτή και δη της ανήλικης θυγατέρας της.

 

2. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, να επισκέπτεται και/ή να εισέρχεται στην κατοικία της Αιτήτριας όπου και αν αυτή ευρίσκεται, εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

3. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, να τηλεφωνά και/ή να παρενοχλεί τηλεφωνικά και/ή με την αποστολή γραπτών μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο της Αιτήτριας και/ή σε κάθε εφαρμογή που είναι ενεργής και έγκυρη (what s up, viber, telegram, etc…)

 

4. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, από το να παρακολουθεί την Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της και να τους εκφοβίζει με έμμεσες απειλές ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να επεμβαίνει στην κοινωνική και ιδιωτική ζωή της και της οικογένειας αυτής.

 

5. Διάταγμα απομάκρυνσης του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, από την Αιτήτρια και την ανήλικη θυγατέρα της.

 

6. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση και/ή σε οποιοδήποτε τρίτο άτομο που δρα για λογαριασμό και/ή εξ ονόματος του, να πλησιάζει την Αιτήτρια και την ανήλικη θυγατέρα της σε απόσταση μικρότερη των εκατό μέτρων»[1].

 

Το παρόν Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, αφού διεξήλθε την υπό κρίση μονομερή Αίτηση και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει, εξέδωσε, στις 19.5.2023, προσωρινά διατάγματα ως τα υπό στοιχεία (2), (3) και (6) ανωτέρω αιτητικά, ενώ για τα υπόλοιπα έδωσε οδηγίες όπως η υπό κρίση Αίτηση επιδοθεί.

 

Ο Εναγόμενος, μέσω του δικηγόρου του, καταχώρησε ένσταση (στο εξής «η Ένσταση»), τόσο σε σχέση με τα εκδοθέντα μονομερή διατάγματα, όσο και σε σχέση με τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα και, ακολούθως, η υπό κρίση Αίτηση προγραμματίστηκε για Ακρόαση. Η Ένσταση του Εναγόμενου υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ίδιου, ως επίσης και από ένορκη δήλωση του κ. Catalin Iulian Foicivc.

 

Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω, αυτεπαγγέλτως, κατά πόσο η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση μπορεί να θεωρηθεί αποδεκτό υπόβαθρο επί του οποίου το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει την υπό κρίση Αίτηση και να χορηγήσει τις αιτούμενες θεραπείες. Και εξηγώ.

 

Μελετώντας τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, διαπιστώνω ότι υπάρχουν καταχωρημένες δύο ένορκες δηλώσεις της Ενάγουσας. Η μεν μία, η οποία εξ αρχής συνόδευε την υπό κρίση Αίτηση και σε αυτήν είναι επισυνημμένα τα τεκμήρια που εκεί αναφέρονται, η οποία είναι συνταγμένη στην Ελληνική γλώσσα και φέρει ημερομηνία 16.5.2023[2] (στο εξής «η αρχική ένορκη δήλωση»), και η άλλη ημερομηνίας 17.5.2023, η οποία είναι συνταγμένη στην Αγγλική γλώσσα (στο εξής «η δεύτερη ένορκη δήλωση»).

 

Ως προανέφερα, η αρχική ένορκη δήλωση είναι συνταγμένη στην Ελληνική γλώσσα. Εντούτοις, πουθενά σε αυτήν, δεν αναφέρει η ομνύουσα (Ενάγουσα), η οποία είναι Ρουμανικής καταγωγής[3], ότι γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα. Τουναντίον, στην δεύτερη ένορκη δήλωση, η ίδια αναφέρει ότι η Αγγλική γλώσσα είναι η δεύτερη μητρική της γλώσσα την οποία και χρησιμοποιεί καθημερινά. Είναι δε αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στην αρχική ένορκη δήλωση, η Ενάγουσα αναφέρει ότι «Έχω μελετήσει το περιεχόμενο της παρούσης, το έχω πλήρως αντιληφθεί και κατανοήσει και είμαι εις θέση όπως προβώ στην παρούσα. Όπου η γνώση μου δεν είναι προσωπική, αναφορά την πηγή της πληροφόρησης μου και για νομικά ζητήματα, αντλώ νομική συμβουλή υπό των νομικών μου συμβούλων»[4], χωρίς όμως, επαναλαμβάνω, να αναφέρει οπουδήποτε στην εν λόγω ένορκη δήλωση ότι έχει γνώση της Ελληνικής γλώσσας και ότι μπορεί να διαβάζει και να κατανοεί αυτήν.

 

Αφ’ ης στιγμής η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία, τότε η αρχική ένορκη δήλωση θα έπρεπε να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στην Ενάγουσα και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στην Ελληνική γλώσσα, καθώς και από ένορκη δήλωση μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει σε αυτήν, ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και την μετάφρασή της (βλ. Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 17, παρα. 321). Εν προκειμένω, τίποτα από αυτά έγινε, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να έχει ορκιστεί την αρχική ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη κατανοητή σε αυτήν (Ελληνική) και επομένως να αδυνατεί να ορκίζεται τα όσα εκεί αναφέρει. Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω απόσπασμα από την πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ganna Makovetska-Grynevych v. Sergii Grynevych, Πολιτική Έφεση αρ. Ε57/2017, απόφαση ημερ. 4.10.2023, όπου λέχθηκαν τα εξής σημαντικά:

 

«Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Εφεσίβλητος κατάγεται από την Ουκρανία και η μητρική του γλώσσα είναι η ρωσική. Όπως προκύπτει, η ένορκη δήλωση του, η οποία καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της Αίτησης του για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα.  Ταυτόχρονα με την καταχώριση της ένορκης δήλωσης του Εφεσίβλητου καταχωρήθηκε και ένορκη δήλωση από κάποια Loubov  Degtyarova, τιτλοφορούμενη ως «ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ», στην οποία αυτή, αφού κατέγραψε ότι γνωρίζει πολύ καλά τη ρωσική και την ελληνική γλώσσα και δύναται να μεταφράζει σε δικαστικές διαδικασίες από την ελληνική στη ρωσική και αντιστρόφως, δήλωσε ότι είχε μεταφράσει πιστά στη ρωσική γλώσσα προφορικά στο Εφεσίβλητο, πριν αυτός θέσει την υπογραφή του ενώπιον του Πρωτοκολλητή, τόσο την ένορκη δήλωση του όσο και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτήν.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη θέση της Εφεσείουσας ότι, με δεδομένο ότι η ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου είχε συνταχθεί σε γλώσσα μη κατανοητή από τον ενόρκως δηλούντα, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, την απέρριψε στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Κρίνω πως από τη στιγμή που το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης η οποία έχει συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα, έχει μεταφραστεί στον ενάγοντα από την μεταφράστρια Loubov  Degtyarova, ο ενάγοντας ήταν σε θέση να υπογράψει τη δήλωση στα Ελληνικά [βλ. Αίτηση Saab Abbas Nazer (2003) 1 Α.Α.Δ. 772]. Συνεπώς ο Λόγος αυτός της ένστασης απορρίπτεται.»

 

Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:

 

«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη  δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).» (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη  δήλωση  δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:

 

«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη  δήλωση  επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες  δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»

 

Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη  δική του ένορκη  δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη  δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). Η σημείωση του πρωτοκολλητή, ότι μεταφράστηκε από ελληνικά σε αγγλικά, που στην προκείμενη περίπτωση όπως υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, είναι ικανοποιητική για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων (El-Boustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736). Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας  ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.» (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε προηγούμενη υπόθεση την Valentina  Stoeva  v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1405/2009, ημερ. 10/11/2009, στην οποία απερρίφθη μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης και αναστολής της διαδικασίας απέλασης, λόγω του ότι η ένορκη δήλωση που την συνόδευε δεν είχε συνταχθεί στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας που ήταν η βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα. 

 

Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα. Είναι υπογραμμένη από την αιτήτρια. Υπάρχει πιστοποίηση της υπογραφής της από την πρωτοκολλητή. Ταυτοχρόνως υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η ένορκη δήλωση έχει μεταφραστεί από κάποια Dani Προκοπίου στη βουλγαρική γλώσσα. Αυτό υποστήριξε η συνήγορος της αιτήτριας είναι αρκετό, γιατί καταδεικνύει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε στην αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα, και μετά απ’ αυτό υπέγραψε τη σχετική ένορκη  δήλωση και έθεσε και η πρωτοκολλητής τη σχετική πιστοποίηση. Τέτοια εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία η οποία θα μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αντίκρισης της αίτησης. Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και βρίσκω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την ουσία της αίτησης». (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Το ότι στην προκείμενη περίπτωση καταχωρήθηκε μια «ένορκη δήλωση μετάφρασης» από άτομο το οποίο δηλώνει ότι είναι σε θέση να μεταφράζει από την ελληνική στη ρωσική και αντίστροφα και ότι μετάφρασε στον Εφεσίβλητο προφορικά στη ρωσική γλώσσα την ένορκη δήλωση που αυτός καταχώρισε στην ελληνική πριν αυτός θέσει την υπογραφή του σε αυτή, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν είναι χωρίς λόγο που η νομολογία σταθερά απαιτεί τη σύνταξη μιας ένορκης δήλωσης στη μητρική γλώσσα του ομνύοντα. Αν ήταν διαφορετικά, θα ήταν εύκολο να εγείρονται από ένα ομνύοντα που επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από φερόμενη δήλωση του ζητήματα ως προς την ακρίβεια της μετάφρασης της ένορκης του δήλωσης τα οποία θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) θέτει το ζήτημα ακριβώς στη σωστή του διάσταση:

 

«Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει  ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του».

 

Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει τηρηθεί αυτή η διαδικασία η οποία έχει επιδοκιμαστεί από την πάγια νομολογία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει και στοιχειοθετήσει την οριστικοποίηση των αιτούμενων Διαταγμάτων.

 

Η πιο πάνω διαπίστωση μας σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση έφεσης χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης. Και τούτο γιατί η κατάληξη μας επί του θέματος της ένορκης δήλωσης του Εφεσίβλητου καθιστά μη αναγκαίο να αποφανθούμε επί των υπολοίπων θεμάτων των Εφέσεων, αφού τούτο θα ήταν περιττό».

 

Εν προκειμένω, σημειώνω επίσης ότι έχω ανατρέξει στον φάκελο του Δικαστηρίου και δεν έχω βρει οποιοδήποτε πρακτικό βάσει του οποίου δόθηκε οποιαδήποτε άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης, με αποτέλεσμα η δεύτερη ένορκη δήλωση, η οποία είναι στην αγγλική γλώσσα, να έχει καταχωρηθεί άνευ οποιασδήποτε άδειας του Δικαστηρίου[5] και επομένως να πάσχει από παρατυπία, η οποία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί. Εν πάση όμως περιπτώσει, σημειώνω ότι και η ίδια η συνήγορος της Ενάγουσας, στην αγόρευση που κατέθεσε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της ακρόασης της υπό κρίση Αίτησης, ανέφερε ότι υιοθετεί την αρχική ένορκη δήλωση, καθώς και τα τεκμήρια που την υποστηρίζουν[6], χωρίς να προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά στην δεύτερη ένορκη δήλωση. Τέλος, ακόμη κι αν η δεύτερη ένορκη δήλωση καταχωρήθηκε ως μετάφραση της αρχικής ένορκης δήλωσης, και πάλι τούτη δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν, εφόσον δεν έχει τηρηθεί η ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία που επιτάσσει η σχετική με το ζήτημα νομολογία. Και τούτο διότι, η αρχική ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνει στην γλώσσα που αντιλαμβάνεται η ομνύουσα και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη  δική του ένορκη  δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης (βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με την Αίτηση του Saab  Abbas  Nazar  (2003) 1 Α.Α.Δ. 772 και Ganna Makovetska-Grynevych v. Sergii Grynevych (ανωτέρω)), πράγμα που εν προκειμένω δεν έχει γίνει. Εδώ, απλά καταχωρήθηκαν δύο ένορκες δηλώσεις, διαφορετικής ημερομηνίας, από το ίδιο πρόσωπο (την Ενάγουσα), το οποίο ομιλεί την αγγλική γλώσσα και έχει μητρική γλώσσα την Ρουμάνικη, εντούτοις ορκίζεται στα ελληνικά, γλώσσα την οποία η ίδια δεν αναφέρει ότι γνωρίζει και αντιλαμβάνεται. Ούτε βεβαίως μπορεί η μία ένορκη δήλωση να θεωρηθεί μετάφραση της άλλης, εφόσον στη δεύτερη ένορκη δήλωση δεν αναφέρεται πουθενά κάτι τέτοιο.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η αρχική ένορκη δήλωση της Ενάγουσας (η μόνη ένορκη δήλωση που δικαιωματικά καταχωρήθηκε από αυτήν), ούσα συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την εν λόγω γλώσσα, δεν συνιστά μαρτυρία ενώπιον μου, με αποτέλεσμα τούτη να μην έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία για το Δικαστήριο και να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη (βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) ΑΑΔ 783, Αναφορικά με την Αίτηση του Saab  Abbas  Nazar (ανωτέρω) και Ganna Makovetska-Grynevych v. Sergii Grynevych (ανωτέρω)). Εν προκειμένω, η περί ης ο λόγος δήλωση, θεωρείται ουσιαστικά ανύπαρκτη και κατά συνέπεια ελλείπει το οποιοδήποτε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει την οριστικοποίηση των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων ή την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που δεν εκδόθηκαν μονομερώς.

 

Τα όσα έχω αναφέρει μόλις πιο πάνω, ουσιαστικά σφραγίζουν και την τύχη της υπό κρίση Αίτησης. Κρίνω δε ότι παρέλκει η ανάγκη εξέτασης οποιωνδήποτε λόγων ένστασης εγείρονται από πλευράς του Εναγόμενου, ή ακόμη οποιωνδήποτε ισχυρισμών εγείρονται από τη συνήγορο της Ενάγουσας[7] περί παρατυπίας της ένορκης δήλωσης μετάφρασης της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου που υποστηρίζει την Ένσταση του, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν μόνο ακαδημαϊκής σημασίας.

 

Κατάληξη

 

Για τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα ημερ. 19.5.2023, ακυρώνονται και η υπό κρίση Αίτηση της Ενάγουσας απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα δεν βρίσκω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα. Επομένως, τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου – Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας - Αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.)…………………………………..

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Τυχόν ορθογραφικά και/ή γραμματικά λάθη αναγράφονται, αποτελούν αυτούσια αντιγραφή των διαταγμάτων που επιζητούνται από την Αιτήτρια με την υπό κρίση Αίτηση της.

[2] Ίδια δηλαδή ημερομηνία με αυτήν της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης. Επίσης, η ημερομηνία 16.5.2023 αναγράφεται και στα χαρτόσημα, επί των τεκμηρίων που συνοδεύουν την εν λόγω ένορκη δήλωση, που έχουν ακυρωθεί από τον Πρωτοκολλητή.

[3] ως η ίδια αναφέρει στην εν λόγω ένορκη δήλωση.

[4] Βλ. σελ. 1 της αρχικής ένορκης δήλωσης. Σημειώνω ότι οποιαδήποτε λεκτικά λάθη αποτυπώνονται αυτούσια ως αυτά καταγράφονται στην εν λόγω ένορκη δήλωση.

[5] Στη βάση της Δ.48, θ. 8(4) (2) «Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης ττου προνοείται από τη Διαταγή 39».

[6] Βλ. σελ. 1 της αγόρευσης της γραπτής αγόρευσης της Ενάγουσας.

[7] Στην γραπτή αγόρευση που καταχώρησε κατά την ακρόαση της υπό κρίση Αίτησης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο