ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 274/2022

 

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΕΛΒΑΣΤΙ ΚΩΡΤ 1

 

Ενάγουσα

-και-

 

ΑΛΕΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Εναγόμενος

 

Ημερομηνία: 7 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κ. Τοπούζης για Χρίστης & Σια ΔΕΠΕ

Για τον Εναγόμενο: κα Ρ. Μάρκου για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι ΔΕΠΕ

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(στην αίτηση για συνοπτική απόφαση ημερ. 10.11.2022)

 

Με την υπό ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα επιζητεί, μέσω ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος, το ποσό των €3.199,64 ως οφειλόμενα κοινόχρηστα και/ή δαπάνες για την περίοδο μέχρι τις 31.1.2022. Περαιτέρω, επιζητεί ενδιάμεσα κοινόχρηστα από την 1.2.2022 μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Στις 15.4.2022, ο Εναγόμενος καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης στην πιο πάνω αγωγή[1], ενώ στις 5.9.2022 καταχώρησε την Υπεράσπισή του.


Η υπό κρίση Αίτηση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η Ενάγουσα, στις 10.11.2022, καταχώρισε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία επιζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγόμενου, τόσο για το πιο πάνω ποσό των €3.199,64, ως επίσης και για τα ενδιάμεσα κοινόχρηστα που προέκυψαν από την 1.2.2022 μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου[2].

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.18 και Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως επίσης στη σχετική νομολογία και τις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Σε ό,τι αφορά τα γεγονότα επί των οποίων αυτή εδράζεται, τούτα προκύπτουν από την ένορκη δήλωση του Προέδρου της Ενάγουσας (στο εξής «ο ομνύοντας στην Αίτηση») τα οποία έχουν ως ακολούθως:

 

Η Ενάγουσα είναι εγγεγραμμένη ως κοινόκτητη οικοδομή (στο εξής «η Πολυκατοικία»), η οποία λειτουργεί βάσει των προνοιών των «Πρότυπων Κανονισμών» του Παραρτήματος του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Στις 27.9.2002, η Ενάγουσα κατόπιν συγκατάθεσης της γενικής συνέλευσης των ιδιοκτητών της Πολυκατοικίας, ανέθεσε, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, τη διαχείριση και συντήρηση αυτής, σε συγκεκριμένη εταιρεία (στο εξής «η Εταιρεία»), την οποία, ο ομνύοντας στην Αίτηση, κατονομάζει, με την εν λόγω συμφωνία, έκτοτε, να ανανεώνεται. Αναφέρει δε ο ομνύοντας στην Αίτηση ότι ο Εναγόμενος, κατά πάντα ουσιώδη για την παρούσα αγωγή χρόνο, είναι ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος με αριθμό «02» στην Πολυκατοικία (στο εξής «το Διαμέρισμα»), το οποίο, βάσει του εμβαδού του, έχει ποσοστιαίο μερίδιο 5,21% επί της Πολυκατοικίας. Το Διαμέρισμα, κατά το 2007, μεταβιβάστηκε στον Εναγόμενο από τον αδερφό του (στο εξής «ο προηγούμενος ιδιοκτήτης»), ο οποίος ήταν ο αρχικός ιδιοκτήτης και κάτοχος του, και ο οποίος συνεχίζει να διαμένει σε αυτό μέχρι και σήμερα, μαζί με τον πατέρα τους. Είναι η θέση του ομνύοντα στην Αίτηση ότι ο Εναγόμενος και/ή ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, ουδέποτε ενημέρωσαν την Ενάγουσα για την εν λόγω μεταβίβαση και, κατ’ επέκταση, για την αλλαγή στην ιδιοκτησία του Διαμερίσματος, με την ίδια να λαμβάνει γνώση για τούτο τον Ιανουάριο του 2010, οπόταν και άνοιξε νέα κατάσταση λογαριασμού για τα οφειλόμενα κοινόχρηστα του Διαμερίσματος στο όνομα του Εναγόμενου, εφόσον, προηγουμένως, η κατάσταση λογαριασμού τηρείτο στο όνομα του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επίσης, αναφέρει ότι ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, μέχρι και τον Ιανουάριο του 2010 – οπόταν και ανοίχτηκε η κατάσταση λογαριασμού στο όνομα του Εναγόμενου - είχε οφειλές προς την Ενάγουσα, ύψους €1.414,32, των οποίων ο Εναγόμενος είχε απόλυτη γνώση. Είναι δε η θέση του ότι μέχρι και το εν λόγω χρονικό σημείο (Ιανουάριο του 2010), ο προηγούμενος ιδιοκτήτης, κατέβαλλε, κατά καιρούς, κάποια ποσά έναντι των οφειλόμενων κοινοχρήστων προς την Ενάγουσα, ενώ, ακολούθως, ο Εναγόμενος, κατά καιρούς, κατέβαλλε διάφορα ποσά έναντι των κοινοχρήστων του Διαμερίσματος. Ο ομνύοντας στην Αίτηση ανέφερε ότι όλες οι σχετικές μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού που αφορούν τα κοινόχρηστα του Διαμερίσματος, αποστέλλονταν στον Εναγόμενο στην ηλεκτρονική του διεύθυνση και, επομένως, ο Εναγόμενος εμποδίζεται από του να επικαλείται ότι δεν γνώριζε ή δεν γνωρίζει για τις οφειλές του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επισυνάπτει δε ως Τεκμήριο 6, αντίγραφο της ετήσιας κατάστασης λογαριασμού κοινοχρήστων, μέχρι τις 31.10.2022, ενώ αναφέρει ότι οι μηνιαίες καταστάσεις των κοινοχρήστων, που αντιστοιχούν στον κάθε ιδιοκτήτη, αποστέλλονται, από την Εταιρεία, σε αυτόν, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην δηλωθείσα ηλεκτρονική διεύθυνση του, πράγμα που γίνεται και για τον Εναγόμενο (βλ. Τεκμήριο 7). Είναι η θέση του ότι σύμφωνα με τους λογαριασμούς τους οποίους τηρεί η Ενάγουσα, η συνολική οφειλή του Εναγόμενου για τα κοινόχρηστα έξοδα του Διαμερίσματος, ανέρχεται στο ποσό των €3.857,92 μέχρι την 31.10.2022, εκ του οποίου, το ποσό των €2.443,65 αφορά την περίοδο που αυτός κατέστη ιδιοκτήτης του Διαμερίσματος, ενώ το ποσό των €1.414,32 αφορά τις οφειλές του προηγούμενου ιδιοκτήτη. Επισυνάπτει δε ως Τεκμήριο 9, κατάσταση λογαριασμού όπου εμφαίνεται η, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλή του Εναγόμενου μέχρι και τον Οκτώβριο του 2022 και ως Τεκμήριο 10, την κατάσταση λογαριασμού που τηρείτο στο όνομα του προηγούμενου ιδιοκτήτη, η οποία αφορά την, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλή αυτού από τον Σεπτέμβριο του 2002 – Ιανουάριο του 2010. Είναι η θέση του ότι ο Εναγόμενος κατέβαλε την τελευταία πληρωμή έναντι των οφειλών του για τα κοινόχρηστα έξοδα, κατά τον Νοέμβριο του 2021, ενώ, έκτοτε, ουδέν άλλο ποσό κατέβαλε. Ισχυρίστηκε δε ότι, στις 17.1.2022, η Ενάγουσα απέστειλε επιστολή στον Εναγόμενο (βλ. Τεκμήριο 14), απαιτώντας το, μέχρι τότε, οφειλόμενο ποσό, το οποίο ο Εναγόμενος αμέλησε και αρνείται μέχρι σήμερα να καταβάλει. Επίσης, ανέφερε ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε συμμετείχε στη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών της Πολυκατοικίας, παρά το ότι του απεστάλη σχετική πρόσκληση και έλαβε γνώση για όλες τις εν λόγω συνελεύσεις, ενώ δεν ζήτησε ποτέ να επιθεωρήσει τα πρακτικά των γενικών συνελεύσεων ή τα αρχεία που τηρεί η Ενάγουσα και η Εταιρεία αναφορικά με τις δαπάνες που καταβάλλει για να τηρήσει τις υποχρεώσεις της. Τέλος, είναι η θέση του ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε συνοπτική απόφαση για το αξιούμενο ποσό.

 

Η Ένσταση και η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση του Εναγόμενου. Με αυτήν ο Εναγόμενος προβάλλει συνολικά 11 λόγους ένστασης, τους οποίους δεν προτίθεμαι να επαναλάβω, καθότι αυτοί, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί στην αγόρευση των συνήγορων του, έχουν ως εξής:

 

1.    Ο Εναγόμενος κατέστη ιδιοκτήτης του Διαμερίσματος στις 7.5.2007 και, επομένως, οποιαδήποτε ποσά κοινοχρήστων αφορούν την προηγούμενη χρονική περίοδο, δεν οφείλονται από τον ίδιο, αλλά από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.

2.    Το αξιούμενο ποσό αμφισβητείται, καθότι περιλαμβάνονται σε αυτό οφειλές του προηγούμενου ιδιοκτήτη και/ή, εν πάση περιπτώσει, τούτο δεν περιλαμβάνει όλα τα ποσά τα οποία ο Εναγόμενος έχει καταβάλει προς Ενάγουσα.

3.    Το αξιούμενο ποσό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και/ή είναι λανθασμένο και είναι η θέση του Εναγόμενου ότι ο ίδιος ουδέν ποσό οφείλει προς την Ενάγουσα.

4.    Η Ενάγουσα έχει απαιτήσει από τον Εναγόμενο, κατά διαστήματα, εντελώς διαφορετικά ποσά, για την ίδια χρονική περίοδο, με αποτέλεσμα το αξιούμενο ποσό να αμφισβητείται και/ή να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Δεν έχουν δε παρουσιαστεί συγκεκριμένα τιμολόγια, αποδείξεις και/ή δικαιολογητικά που να δικαιολογούν τις καταστάσεις λογαριασμών των κοινόχρηστων εξόδων που ετοίμασε η Ενάγουσα.

5.    Η υπό κρίση Αίτηση καταχωρείται με υπέρμετρη καθυστέρηση και αφότου ο Εναγόμενος έχει καταχωρίσει την Υπεράσπιση του, ενώ οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18, δεν πληρούνται. Ο δε Εναγόμενος έχει καλή Υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, την οποία έχει καταχωρήσει και θα πρέπει να του δοθεί η δυνατότητα παρουσίασης της στο Δικαστήριο.

6.    Η παρούσα Αίτηση γίνεται κακόπιστα και εκδικητικά, αφού, παρά το γεγονός ότι ο Εναγόμενος επανειλημμένα ζήτησε διευκρινίσεις αναφορικά με τα κοινόχρηστα έξοδα και το όποιο οφειλόμενο, κατ' ισχυρισμόν, ποσό, η Ενάγουσα δεν ανταποκρίθηκε στα αιτήματα του για να δικαιολογήσει την απαίτησή της.

 

Ως προς τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται η Ένσταση, τούτα εμφαίνονται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, μέσω της οποίας ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης του, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία. Δεν προτίθεμαι να καταγράψω τούτα στην ολότητα τους. Αρκεί απλά να αναφέρω ότι, στην ουσία, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό οφείλει προς την Ενάγουσα και ότι, κατά τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του Διαμερίσματος στο όνομά του, είχε ενημερωθεί ότι οι υποχρεώσεις του προηγούμενου ιδιοκτήτη ήταν πλήρως διευθετημένες και ξοφλημένες και ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν υπάρχουν οφειλές για κοινόχρηστα έξοδα σε σχέση με το Διαμέρισμα για την περίοδο πριν από τις 7.5.2007 (οπόταν και ο Εναγόμενος κατέστη ιδιοκτήτης), ο ίδιος ουδεμία ευθύνη ή υποχρέωση έχει για αυτές. Είναι επίσης η θέση του ότι η Ενάγουσα απαιτούσε, κατά διαστήματα, διάφορα ποσά από τον ίδιο για, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλόμενα κοινόχρηστα έξοδα, τα οποία ο ίδιος αμφισβητούσε και ζητούσε από την Ενάγουσα να του δοθούν αναλυτικές καταστάσεις κοινόχρηστων, με αποδείξεις για τα εν λόγω έξοδα, πράγμα που η Ενάγουσα ουδέποτε έπραξε. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, το ποσό της αξίωσης της Ενάγουσας διαφέρει από το ποσό το οποίο η ίδια απαιτούσε με την επιστολή των δικηγόρων της - Τεκμήριο 14 (στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση) – ως επίσης και από το ποσό για το οποίο η Ενάγουσα προσκόμισε μαρτυρία με τις καταστάσεις λογαριασμού που επισύναψε στην υπό κρίση Αίτηση της, με αποτέλεσμα το αξιούμενο ποσό να αμφισβητείται και/ή να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τέλος, είναι η θέση του ότι οι καταστάσεις λογαριασμού (Τεκμήριο 9[3]) που επισυνάπτει η Ενάγουσα, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και/ή δεν αντικατοπτρίζουν το πραγματικά οφειλόμενο ποσό, εφόσον, σε αυτές, δεν περιλαμβάνονται οι σχετικές πληρωμές που ο ίδιος κατέβαλε προς αυτήν, κατά το έτος 2022 (βλ. Τεκμήριο 3 επί της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση).

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνυόντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης του δήλωσης και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και η αναφορά στα επιχειρήματα των συνήγορων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Δυνάμει της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αποτελεί την αντίστοιχη διαδικασία της Αγγλικής Δ.14, όπως είχε πριν τις τροποποιήσεις του 1962, το Δικαστήριο αντλεί εξουσία να εκδίδει συνοπτική απόφαση σε περιπτώσεις μόνο όπου δεν υπάρχει λογική αμφιβολία ότι ο ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση και όπου, ως εκ τούτου, είναι άσκοπο να επιτραπεί στον εναγόμενο να προβάλει την υπεράσπιση του μόνο για σκοπούς καθυστέρησης (Jones v. Stones (1984) A.C.122). Βάσει της Δ.18, μπορεί να εκδοθεί απόφαση, χωρίς να καθοριστούν τα δικαιώματα των διαδίκων με πλήρη διεξαγωγή δίκης, στερώντας έτσι από τον εναγόμενο το δικαίωμα του να αντικρούσει εκτενέστερα τους ισχυρισμούς του ενάγοντα. Συνεπώς, απόφαση, δυνάμει της Δ.18, πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με τις προϋποθέσεις που θέτει η διαταγή αυτή και μόνο σε εκείνες τις υποθέσεις τα γεγονότα των οποίων εμφανέστατα δεν αφήνουν περιθώρια οποιασδήποτε νόμιμης υπεράσπισης (Roberts v. Plant (1985) 1 Q.B.597).

 

Η πλήρωση των τριών προϋποθέσεων που θέτει η Διαταγή 18, συναρτάται άμεσα με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αν ο ενάγοντας δεν ικανοποιήσει αυτές τις προϋποθέσεις, το θέμα του κατά πόσο ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή δεν εγείρεται, μιας και η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να έχει το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη Δ.18-θ.1(α), την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδώσει συνοπτική απόφαση, είναι οι ακόλουθες:

 

(1)          Το κλητήριο ένταλμα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο δυνάμει της Δ.2, θ.6.

(2)          Ο Εναγόμενος πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση.

(3)          Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Ενάγοντα ή άλλου προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και που επιβεβαιώνει το αγώγιμο δικαίωμα, ως επίσης και το ποσό που απαιτείται, και δηλώνει ότι πιστεύει πως δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Αν ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις πιο πάνω αναφερόμενες προϋποθέσεις, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγόμενου, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί στην υπόθεση (Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R .265, CYEMS CO. Ltd. v. Central Co-operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 C.L.R. 897 και Hermes Insurance Co. Ltd. v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333).

 

Η τρίτη προϋπόθεση της Δ.18 θ.1

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση σχετικές είναι οι αποφάσεις Stavrinides v. Ceskolovenska Obschondi Banke AS (1972) 1 C.L.R130,135-7, Symont & Co. v. Palmer's Stores (1903) Limited (1912) 1 C.L.R.259,266-7, Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(B) A.A.Δ.782 και The Chain Gulf Traders Ltd. κ.α. v. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1997) 1(Δ) Α.Α.Δ.1168. Η Δ.18 θ.2 προνοεί ότι μια αίτηση για συνοπτική απόφαση, βάσει της Δ.18 θ. 1, πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση και τα τεκμήρια που εκεί αναφέρονται. Μια αίτηση για συνοπτική απόφαση, θα πρέπει, στην ουσία, να συμμορφώνεται μόνο με τις αυστηρές προϋποθέσεις του θ.1(α) της Δ.18. Ο αιτητής που ζητά συνοπτική απόφαση χρειάζεται μόνο να επιβεβαιώσει, ουσιαστικά, την απαίτηση του. Όπως αναφέρεται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1970 στη σελ.124, παρ.14-2-5, στα σχόλια της αντίστοιχης Αγγλικής Δ.14.

 

«The verification may be by reference to the facts stated in the statement of claim thus: "the defendants are justly and truly indebted to the plaintiffs in the sum of £……/ for …… and were so indebted at the commencement of this action. The particulars of the said claim appear by the statement of claim in this action

 

Στην υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω), η οποία πραγματεύεται το ζήτημα, το Ανώτατο Δικαστήριο αντιπαραθέτει την περίπτωση προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, με την περίπτωση του ομνύοντα που καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει, και σημειώνει πως, η Δ.39 θ.2, περιορίζεται σε ενδιάμεσες αιτήσεις και δεν εφαρμόζεται σε αιτήσεις ως η υπό εξέταση. Αναγνωρίζεται, στην περίπτωση που η ενάγουσα είναι εταιρεία, πως κάποιο φυσικό πρόσωπο πρέπει να ορκιστεί στη θέση της, για να καταλήξει, πως το ζήτημα του κατά πόσο η ενάγουσα ικανοποίησε την τρίτη πιο πάνω αναφερόμενη προϋπόθεση, κρίνεται στη βάση των περιστατικών της κάθε υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση, ενώ πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η φύση της αξίωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, το ζήτημα της καταλληλότητας του ομνύοντα, στη βάση της Δ.18 θ.1, είναι ζήτημα που αποφασίζεται με βάση το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του προσώπου αυτού. Επί του ιδίου θέματος, σχετικά είναι και τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση The Chain Gulf (ανωτέρω), τα οποία κρίνω ορθότερο να παραθέσω αυτούσια:

 

«Απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο όμοιο θέμα πρόσφατα, στην υπόθεση Αθηνούλλα Γ. Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση 9670 - 10.7.97. Επανατονίστηκε, με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία, η ανάγκη αυστηρής προσέγγισης και κρίθηκε πως η γνώση από έγγραφα συνταγμένα ή ετοιμασθέντα χωρίς τη συμμετοχή του υπαλλήλου που υπέγραψε την ένορκη δήλωση δεν ήταν προσωπική, βασιζόταν σε πληροφορίες και δεν ικανοποιούσε την απαίτηση του Κανονισμού παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς ό,τι συνέβη εδώ, τα έγγραφα είχαν επισυναφθεί στην ένορκη δήλωση και βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Πάνω σ' αυτή τη βάση, δεν έχει ικανοποιηθεί ούτε στην προκείμενη περίπτωση η δικαιοδοτικής φύσης προϋπόθεση της υπογραφής της ένορκης δήλωσης από πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα.».

 

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι δύο πρώτες προϋποθέσεις που επιβάλλουν οι πρόνοιες της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, πληρούνται. Ως ήδη σημειώθηκε ανωτέρω, η αγωγή καταχωρήθηκε με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα και ο Εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης.

 

Ως προς την τρίτη προϋπόθεση, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόσωπο το οποίο ορκίζεται προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης, που δεν είναι άλλο από τον Πρόεδρο της Ενάγουσας, είναι πρόσωπο που έχει ιδίαν γνώση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και όντως μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τούτα. Εν πάση περιπτώσει, τούτο ουδόλως έχει τεθεί εν αμφιβόλω εκ μέρους του Εναγόμενου. Εντούτοις, σημειώνω, στο παρόν στάδιο, ότι, στην υπό εξέταση περίπτωση, η Ενάγουσα δεν έχει ικανοποιήσει το βάρος που έφερε, στη βάση της Δ.18 θ. 1, να βεβαιώσει το αξιούμενο, με την αγωγή της, ποσό, για τους λόγους που εξηγώ, λεπτομερώς, κατωτέρω, στην παρούσα απόφαση. Όπως αναφέρθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Mukhtar Mohamed Al Nwili v. Maremonte Investments Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε205/2017, απόφαση ημερ. 9.1.2024:

 

«Σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1 των Θεσμών δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όχι μόνο όπου ο εναγόμενος διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αλλά και όπου αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση. Εάν τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτονται από την απαίτηση και την ίδια την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν βρίσκουμε κανένα λόγο που θα δικαιολογούσε να αγνοηθούν»[4].

 

Εν προκειμένω, είναι η θέση του Εναγόμενου ότι το αξιούμενο ποσό, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, διαφέρει από την μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα για σκοπούς βεβαίωσης αυτού. Εκ προοιμίου, σημειώνω ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του Εναγόμενου έχει έρεισμα. Και εξηγώ.

 

Είναι εμφανές από το περιεχόμενο του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου της Ενάγουσας, ότι αυτή αξιώνει, έναντι του Εναγόμενου, το ποσό των €3.199,54, ως οφειλόμενα κοινόχρηστα για την περίοδο μέχρι την 31.1.2022, που είναι και το ποσό για το οποίο επιζητεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του. Εντούτοις, μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε, για σκοπούς υποστήριξης της υπό κρίση Αίτησης της, και δη από τα Τεκμήρια 9 και 10[5], διαφαίνεται ότι για την ίδια χρονική περίοδο, το, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλόμενο ποσό των κοινοχρήστων του Εναγόμενου, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €3.309,64 (το οποίο προκύπτει από την πρόσθεση των ποσών €1.414, 32 (για την περίοδο μέχρι τέλος Δεκεμβρίου του 2010 - Τεκμήριο 10 - και το ποσό των €1.895,32 (για την περίοδο από τέλη Δεκεμβρίου 2010 μέχρι το τέλος Ιανουαρίου 2022 – Τεκμήριο 9), δηλαδή ποσό μεγαλύτερο από αυτό της αξίωσης της. Επιπρόσθετα, στη βάση της επιστολής, ημερ. 17.1.2022 (Τεκμήριο 14 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση),  την οποία η Ενάγουσα απέστειλε προς τον Εναγόμενο, η πρώτη διεκδικούσε το συνολικό ποσό των €3.279,74, ως οφειλόμενο ποσό, μέχρι τις 17.1.2022. Δηλαδή σε χρόνο πριν από τις 31.1.2022, η Ενάγουσα, διεκδικούσε ποσό μεγαλύτερο από αυτό που αξιώνει μέσω της παρούσας αγωγής της[6], και τούτο παρά το ότι, στη βάση των όσων η ίδια ισχυρίζεται, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, ο Εναγόμενος σε ουδεμία πληρωμή προέβη προς αυτήν μετά τον Νοέμβριο του 2021.

 

Εύλογα, επομένως, διερωτάται κανείς ποιο είναι το ακριβές, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλόμενο ποσό των κοινόχρηστων εξόδων που οφείλει ο Εναγόμενος για την περίοδο μέχρι και την 31.1.2022, που αφορά η αξίωση της Ενάγουσας, με αποτέλεσμα, η τελευταία, μέσω της μαρτυρίας που έχει προσκομίσει προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης της, να μην έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος που έφερε, να βεβαιώσει το ποσό που αξιώνει με την Έκθεση Απαίτησης της και, επομένως, να μην έχει ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις που, ρητώς, τίθενται στην Δ.18[7]. Συνεπεία δε τούτου, δεν εγείρεται, εν προκειμένω, καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης εκ μέρους του Εναγόμενου σε σχέση με τις αξιώσεις της Ενάγουσας εναντίον του, εφόσον στην περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις της Δ.18, το βάρος δεν μετατίθεται στους ώμους του για να καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

 

Παραπέμπω, στο παρόν στάδιο, στην απόφαση Mukhtar Mohamed Al Nwili (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας, σημειώνουμε ότι στο Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ζητείτο αποζημίωση €1.500 μηνιαίως μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας στην Εφεσίβλητη.  Ωστόσο, δεν επρόκειτο για προσυμφωνημένη αποζημίωση στην οποία η Εφεσίβλητη θα εδικαιούτο χωρίς άλλο. Δικογραφείτο ότι το ποσό, δηλαδή €1.500 μηνιαίως, ήταν η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας, όμως δεν ήταν περίπτωση ανάκτησης κατοχής από ενοικιαστή που ήταν υπόχρεος στην καταβολή συγκεκριμένου ενοικίου. Δεν εγειρόταν καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης του Εφεσείοντα στην επιμέρους απαίτηση, αλλά αξίωσης που η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία, που θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, στο πλαίσιο της μόνης προσφερόμενης διαδικασίας, της «κανονικής» δίκηςΤο μηνιαίο ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση με την πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν €1.500, αλλά €1.067, για το οποίο είχε προσφερθεί μαρτυρία με την επισύναψη σχετικού τεκμηρίου, έκθεσης εκτίμησης ημερ.13.3.2017, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την αποδοχή ως αξιόπιστης της σχετικής μαρτυρίας (έκθεσης) από το πρωτόδικο Δικαστήριο, διεργασία ανεφάρμοστη στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση». 

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη και για την έτερη αξίωση της Ενάγουσας. Ως προανέφερα, μέσω της παρούσας Αίτησης, η Ενάγουσα διεκδικεί συνοπτική απόφαση και για τα ενδιάμεσα κοινόχρηστα έξοδα που προκύυπτουν από την 1.2.2022 μέχρι και την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου. Εντούτοις, ουδεμία μαρτυρία έχει προσφέρει ως προς το ακριβές ποσό τούτων ή τουλάχιστον ως προς το ακριβές ποσό κοινόχρηστων εξόδων που χρεώνεται το Διαμέρισμα έκαστο μήνα ή, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέχεται, σχετική, μαρτυρία που θα επέτρεπε στο Δικαστήριο, με ασφάλεια, να καταλήξει στο ποσό που θα δικαιούτο η Ενάγουσα για τα ενδιάμεσα κοινόχρηστα μέχρι και την έκδοση της απόφασης του. Στη βάση τούτου, ελλείπει το όποιο υπόβαθρο, στη βάση του οποίου η υπό κρίση Αίτηση θα μπορούσε να εξεταστεί σε σχέση με την εν λόγω αξιούμενη θεραπεία.

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος που έφερε, να βεβαιώσει, μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου, τα αξιούμενα, από αυτήν, με το Ειδικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο της, ποσά, με αποτέλεσμα η υπό κρίση Αίτηση να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

 

Εν πάση περιπτώσει, ακόμη κι αν ήθελε διαφανεί ότι η ανωτέρω κρίση μου είναι λανθασμένη επί της βάσης ότι, εν προκειμένω, δεν πληρείται η τρίτη προϋπόθεση της Δ.18, κρίνω ότι, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, ο Εναγόμενος αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή, εν πάση περιπτώσει, αναδεικνύει τέτοια γεγονότα και/ή ζητήματα, που καθιστούν την περίπτωση αυτή όχι κατάλληλη για να εκδοθεί συνοπτική απόφαση.

 

Ως νομολογιακά αποφασίστηκε, η ένορκη δήλωση ενός Εναγομένου, πρέπει απλά να περιέχει τα στοιχεία στα οποία εδράζεται η υπεράσπιση που επιθυμεί να προβάλει, και, η διαδικασία μιας αίτησης για εξασφάλιση συνοπτικής απόφασης δεν αποτελεί τη δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης, για να οφείλει να προσκομίσει όλη τη μαρτυρία που διαθέτει. Αυτό που αναμένεται από τον Εναγόμενο να δείξει μέσω της ένστασης του είναι απλά ότι έχει υπεράσπιση, σε τέτοιο βαθμό, που ενδείκνυται να του επιτραπεί το δικαίωμα της προβολής της. Το κατά πόσο νομικά η υπεράσπιση του ευσταθεί, θα αποτελέσει αντικείμενο της δίκης (βλ. Παναγιώτης Ζερβός ν. Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1968).        

 

Εν προκειμένω, αποτελεί βασικό λόγο ένστασης του Εναγόμενου ότι το αξιούμενο ποσό είναι λανθασμένο και/ή οι καταστάσεις λογαριασμού των κοινοχρήστων (βλ. Τεκμήριο 9 επί της ένορκης δήλωσης στην Αίτηση), δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, εφόσον δεν παρουσιάζονται, σε αυτές, κάποιες εκ των πληρωμών στις οποίες, ο ίδιος, προέβη προς την Ενάγουσα. Προς τούτο, επισυνάπτει το Τεκμήριο 3 στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση, από το οποίο εμφαίνεται ότι ο ίδιος είχε προβεί σε τραπεζικά εμβάσματα προς την Ενάγουσα, κατά το έτος 2022 (και δη τον Ιανουάριο και Απρίλιο του 2022), για συγκεκριμένα ποσά, τα οποία όμως δεν περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 9, ως πληρωμές από αυτόν έναντι των οφειλών του. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι οι καταστάσεις λογαριασμών (Τεκμήριο 9), που η Ενάγουσα επισύναψε στην ένορκη της δήλωση, προς απόδειξη της απαίτησης της, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματική εικόνα των οφειλών του Εναγόμενου προς την ίδια. 

 

Υπενθυμίζω στο σημείο αυτό, ότι ο Εναγόμενος δεν αντεξετάστηκε ως προς το περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης, με αποτέλεσμα, στο βαθμό που τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, σε σχέση με το Τεκμήριο 3 – που ο ίδιος επισυνάπτει - και τα οποία αντικρούουν τη θέση της Ενάγουσας περί του ότι οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού, καταδεικνύουν τις πραγματικές οφειλές του για τα κοινόχρηστα έξοδα του Διαμερίσματος, να έχουν παραμείνει αναντίλεκτα και, για σκοπούς και μόνο της παρούσας διαδικασίας, συνυπολογίζονται.

 

Δεδομένου των ανωτέρω, είτε ο Εναγόμενος οφείλει, είτε όχι, κάποιο ποσό για κοινόχρηστα έξοδα αναφορικά με το Διαμέρισμα, αυτός έχει κάθε δικαίωμα να προβάλει την Υπεράσπιση του και να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με το πραγματικό ύψος του, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλόμενου, από αυτόν, ποσού. Κάτι τέτοιο όμως, μόνο στο πλαίσιο της κανονικής δίκης θα μπορούσε να γίνει.

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, η πλευρά του Εναγόμενου έχει αναδείξει ότι, την παρούσα υπόθεση, περιβάλλουν τέτοια γεγονότα που θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση και τα οποία δικαιολογούν την κρίση ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν είναι κατάλληλη για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, με αποτέλεσμα η υπό κρίση Αίτηση να είναι καταδικασμένη σε απόρριψη και για αυτό το λόγο.

 

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μου, παρέλκει η ανάγκη να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο λόγο ένστασης προβάλλεται εκ μέρους του Εναγόμενου.

 

Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι δε αφορά το ζήτημα των εξόδων, δεν βρίσκω κανέναν λόγο γιατί να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και, κατά συνέπεια, αυτά επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) .......................................

                                                                                                Ν. Πετρίδου, Προσ.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ακολούθως, στις 17.5.2022, καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης από τους δικηγόρους που ανέλαβαν την εκπροσώπηση του.

[2] Βλ. αιτητικά (Α) και (Β) του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου.

[3] Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση.

[4] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[5] που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση.

[6] Βλ. παράγραφο (Α) του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος.

[7] Η Δ. 18 θ. 1(α) έχει ως εξής: «Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend». (υπογράμμιση δική μου).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο