ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης/ Έφεσης: 189/2024

 

Αναφορικά με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965 (9/1965) όπως τροποποιήθηκε

 

-και-

 

Αναφορικά με τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο Κεφ. 224, όπως τροποποιήθηκε

 

Μεταξύ:

1.    ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ – ΣΠΥΡΟΥ

2.    ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

Αιτητές/ Εφεσείοντες

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΗΕ 387704)

 

Καθ’ ης η Αίτηση/ Εφεσίβλητη

Ημερομηνία: 3 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές/Εφεσείοντες: κ. Αδαμίδης

Για την Καθ’ ης η Αίτηση/ Εφεσίβλητη: κα. Φωτιάδου για Πανάγος & Πανάγος ΔΕΠΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση/ Έφεση (στο εξής «η Αίτηση»), οι Εφεσείοντες/ Αιτητές (στο εξής «οι Αιτητές»), επιδιώκουν τον παραμερισμό της Ειδοποίησης ΙΑ, ημερομηνίας 16.1.2024, με την οποία ενημερώθηκαν για την σκοπούμενη πώληση των ακινήτων που αναγράφονται στην εν λόγω Ειδοποίηση, ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 1[1], και η οποία εκποίηση σκοπείται να διενεργηθεί στις 4.6.2024 και ώρα 10πμ., στη βάση των προνοιών του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου (στο εξής «ο Νόμος»).

 

Στο κυρίως σώμα της Αίτησης, για σκοπούς παραμερισμού της πιο πάνω Ειδοποίησης ΙΑ, προβάλλονται 2 λόγοι έφεσης. Δεν καθίσταται αναγκαία η παράθεση τους στην παρούσα, καθότι, διά σχετικής δηλώσεως του συνηγόρου των Αιτητών (κατά την ημερομηνία ακρόασης της Αίτησης[2]), αυτοί περιορίστηκαν μόνο στο νομότυπο και ορθό της επίδοσης της, προγενέστερης, Ειδοποίησης Ι προς την Αιτήτρια 1, προβάλλοντας τη θέση ότι η επίδοση της Ειδοποίησης Ι προς αυτήν, είναι παράτυπη και/ή κακή και/ή, εν πάση περιπτώσει, έγινε κατά παράβαση των προνοιών της Δ.5 θ. 2, με αποτέλεσμα η μεταγενέστερη Ειδοποίηση ΙΑ, να έχει αποσταλεί πριν τη λήξη της προθεσμίας για καταβολή πληρωμής προς τον ενυπόθηκο δανειστή (βλ. άρθρο 44Γ(3)(γ) του Νόμου).

 

Κατά συνέπεια, το μόνο ζήτημα το οποίο απομένει για να αποφανθεί στην παρούσα υπόθεση, είναι το κατά πόσο δικαιολογείται η απόδοση της αιτούμενης θεραπείας και δη ο παραμερισμός της Ειδοποίησης ΙΑ, βάσει του άρθρου 44Γ(3)(γ) του Νόμου (ήτοι ότι η Ειδοποίηση ΙΑ «έχει αποσταλεί πριν τη λήξη της προθεσμίας για καταβολή πληρωμής προς τον ενυπόθηκο δανειστή»).

 

Εκείνο που στην ουσία οι Αιτητές προβάλλουν είναι ότι ο τρόπος επίδοσης των αναγκαίων ειδοποιήσεων που προηγούνται της εκποίησης, θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια. Προς τούτο, παραπέμπουν στις πρόνοιες του άρθρου 44 ΙΕ του Νόμου και, ειδικότερα, στην ερμηνεία της λέξης «επίδοση», υποδεικνύοντας ότι ο νομοθέτης όρισε συγκεκριμένο τρόπο δράσης κάθε δανειστή που επιδιώκει να επιδώσει ειδοποίηση που προβλέπεται από τον Νόμο[3]. Ως προς την ουσία της διαφοράς των μερών, ο συνήγορος των Αιτητών, υποδεικνύει ότι η ενέργεια της Καθ’ ης η Αίτηση να αποστείλει την Ειδοποίηση Ι με ιδιωτική επίδοση, δεν επιτεύχθει, με αποτέλεσμα η προθεσμία για καταβολή πληρωμής προς αυτήν (ως ενυπόθηκος δανειστής), να μην τρέχει και, κατ’ επέκταση, η Ειδοποίηση ΙΑ να είναι πρόωρη. Και τούτο διότι, η Ειδοποίηση Ι, δεν επιδόθηκε προσωπικά στην Αιτήτρια, αλλά επιδόθηκε στο σύζυγο της, ο οποίος διαμένει μαζί της, χωρίς να αναφέρεται πουθενά στην ένορκη δήλωση επίδοσης ότι αυτή δεν ανευρέθηκε στο χώρο διαμονής της ή στο συνήθη χώρο εργασίας της, ούτως ώστε να μπορεί να αφεθεί σε μέλος της οικογένειας της, ηλικίας 16 ετών και άνω, με αποτέλεσμα η εν λόγω επίδοση να μην μπορεί να θεωρηθεί ως συμβαδίζουσα με τις πρόνοιες του άρθρου 44 ΙΕ του Νόμου, εφόσον δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες της Δ.5 θ. 2(1).

 

Από την άλλη, η Καθ’ ης η Αίτηση, επί του περιορισμένου, πλέον, επίδικου ζητήματος, προβάλλει τη θέση ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο λόγο παραμερισμού της Ειδοποίησης ΙΑ, πλην αυτών που ρητά αναφέρονται στο άρθρο 44Γ(3) του Νόμου, και δη δεν μπορεί να εξετάσει τη νομιμότητα και/ή το δέον της επίδοσης της Ειδοποίησης Ι προς την Αιτήτρια 1. Ανεξάρτητα τούτου, προβάλλει, επίσης, τη θέση ότι η επίδοση της Ειδοποίησης Ι προς την Αιτήτρια 1, έγινε νομότυπα, καθότι, αρχικώς, επιχειρήθηκε να αποσταλεί τούτη δια συστημένης επιστολής προς αυτήν (ως ο Νόμος ορίζει) και αφού η τελευταία δεν την παρέλαβε, ακολούθως, διενεργήθηκε επίδοση, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5, θ.2(1), ως το άρθρο 44 IΕ του Νόμου επιτρέπει. Ισχυρίζεται ουσιαστικά, η Καθ’ ης η Αίτηση, ότι, με δεδομένο ότι η Αιτήτρια 1 βρισκόταν στο χώρο διαμονής της, κατά το χρόνο της επίδοσης της Ειδοποίησης Ι, ως αυτό αναφέρεται στην ένορκη δήλωση επίδοσης ημερ. 25.7.2023 (βλ. Τεκμήριο Δ επί της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση), αλλά αυτή δεν μπορούσε να υπογράψει την παραλαβή της εν λόγω Ειδοποίησης Ι, επειδή ήταν εγχειρισμένη στο μάτι και, με δεδομένο ότι, ο σύζυγος της είναι μέλος της οικογένειας της, με τον οποίο διαμένουν μαζί, ηλικίας 16 ετών και άνω, τότε η διενεργηθείσα επίδοση της Ειδοποίησης Ι, δια της παράδοσης της από τον ιδιώτη επιδότη σε αυτόν, στην παρουσία της Αιτήτριας 1, θεωρείται ως συμβαδίζουσα με τις πρόνοιες της Δ.5 θ. 2.

 

Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω το ανωτέρω ζήτημα.

 

Αποτελεί στην ουσία κοινό τόπο, μεταξύ των μερών, ότι για να μπορεί να θεωρηθεί η επίδοση της Ειδοποίησης Ι, στο σύζυγο της Αιτήτριας ως καλή επίδοση, θα πρέπει το Δικαστήριο να κρίνει ότι αυτή διενεργήθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5, θ.2(1).

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι η θέση της συνηγόρου της Καθ’ ης η Αίτηση ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει το καλό και/ή δέον της επίδοσης της Ειδοποίησης Ι, στο πλαίσιο της παρούσας Αίτησης, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Και τούτο υπό την εξής έννοια. Αν η Ειδοποίηση Ι δεν έχει δεόντως επιδοθεί, τότε δεν ξεκινά να τρέχει η προθεσμία των 45 ημερών για την καταβολή και/ή εξόφληση του απαιτούμενου, με αυτήν, ποσού (βλ. άρθρο 44Γ(1) του Νόμου) και κατ’ επέκταση του δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση να προχωρήσει με την αποστολή της μεταγενέστερης Ειδοποίησης ΙΑ. Επομένως, ο, εν προκειμένω, λόγος ένστασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Έχοντας πλέον ως κοινό τόπο, μεταξύ των μερών, ότι η Ειδοποίηση Ι απεστάλη με συστημένο ταχυδρομείο προς την Αιτήτρια 1 και δεν παρελήφθη από αυτήν και, επομένως, ότι η Καθ’ ης η Αίτηση συμμορφώθηκε με το μέρος του Νόμου που θέλει την παράδοση της ειδοποίησης να γίνεται με συστημένο ταχυδρομείο και, ακολούθως, σε περίπτωση που τούτο δεν επιτευχθεί, να γίνεται με ιδιωτική επίδοση, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο η επίδοση της Ειδοποίησης Ι προς την Αιτήτρια 1, έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5 θ. 2 (1).

 

Η Δ.5 θ. 2 (1) προνοεί τα εξής:

 

«Η επίδοση όποτε αυτό είναι πρακτικά δυνατό θα γίνεται αφήνοντας αντίγραφο στο πρόσωπο στο οποίο θα πρέπει να επιδοθεί· αλλά εάν αυτό δεν ευρίσκεται στην οικία του ή στον συνήθη τόπο εργασίας του, η επίδοση θα θεωρείται ότι γίνεται εφόσον το αντίγραφο αφήνεται -

(ι)  με οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας του που προφανώς είναι 16 ετών και άνω το οποίο κατά το χρόνο εκείνο ευρίσκεται στην πόλη ή στο χωριό του ή εντός της περιοχής του ή:

[…]

Όταν γίνει η επίδοση δια της αφέσεως αντιγράφου σε πρόσωπο εκτός από τον ίδιο προσωπικά η ένορκη δήλωση επιδόσεως πρέπει να αναφέρει ότι το πρόσωπο που έπρεπε να γίνει η επίδοση δεν βρέθηκε στο σπίτι του ή στον συνήθη τόπο εργασίας του».

 

Είναι γεγονός ότι, εν προκειμένω, στην ένορκη δήλωση του ιδιώτη επιδότη (βλ. Τεκμήριο Δ) δεν αναγράφεται ότι ο λόγος που επιδόθηκε η Ειδοποίηση Ι στον σύζυγο της Αιτήτριας 1 ήταν επειδή δεν ανηύρε αυτήν στην οικία της ή στο συνήθη τόπο εργασίας της. Συγκεκριμένα, ως εκεί καταγράφεται από τον ιδιώτη επιδότη, αυτός άφησε την εν λόγω Ειδοποίηση Ι, έναντι της υπογραφής του συζύγου της (Αιτητής 2), στην παρουσία της Αιτήτριας 1, «η οποία ήταν παρούσα αλλά δεν μπορούσε να υπογράψει λόγω επέμβασης που έκανε στο μάτι της» (βλ. Τεκμήριο Δ). Τούτο, σημειώνω, ουδόλως έχει τεθεί εν αμφιβόλω εκ μέρους των Αιτητών, με αποτέλεσμα να παραμένει αδιαμφισβήτητο ως γεγονός ότι, παρά το ότι την Ειδοποίηση Ι την παρέλαβε ο σύζυγος και συγκάτοικος της Αιτήτριας 1, τούτη να επιδόθηκε στην παρουσία της τελευταίας, στον τόπο διαμονής της. Αφ’ ης στιγμής, η ένορκη δήλωση του επιδότη δεν αντικρούσθηκε με οποιοδήποτε τρόπο, εφόσον η πλευρά των Αιτητών δεν αντεξέτασε αυτόν, τα όσα εκεί καταγράφονται συνιστούν επαρκή μαρτυρία προς απόδειξη της επίδοσης της εν λόγω Ειδοποίησης, αλλά και των όσων εκεί καταγράφονται (βλ. Marfin Popular Bank Public Co Ltd v. Ανδρούλλας Γεωργίου Κωστή (2012) 1 ΑΑΔ 1528).

 

Είναι, επομένως, σαφές ότι, με δεδομένο ότι η επίδοση της Ειδοποίησης Ι προς την Αιτήτρια 1, έγινε στην παρουσία της, στο χώρο διαμονής της (στην οικία της), τούτη διενεργήθηκε νομότυπα και, κατά συνέπεια, έχει επιδοθεί δεόντως προς αυτήν, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.5 θ. 2(1), με αποτέλεσμα, η μεταγενέστερη Ειδοποίηση ΙΑ να μην έχει αποσταλεί πριν τη λήξη της προθεσμίας για καταβολή πληρωμής προς τον ενυπόθηκο δανειστή.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου, η υπό κρίση Αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και, κατά συνέπεια, τούτη απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να αποκλίνω από́ τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και, κατά́ συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών, ως αυτά́ θα υπολογισθούν από́ τον Πρωτοκολλητή́ και θα εγκριθούν από́ το Δικαστήριο.

 

 

(Υπογρ.)…………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ο Αιτητής 2 είναι ο πρωτοφειλέτης του επίδικου δανείου και/ή πιστωτικής διευκόλυνσης.

[2] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 30.5.2024.

[3] ««επίδοση» σημαίνει σε κάθε περίπτωση την παράδοση ειδοποίησης ή επικοινωνίας με συστημένη επιστολή, η οποία απευθύνεται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατοικίας ή του εγγεγραμμένου γραφείου του προσώπου, στο οποίο η ειδοποίηση ή η επικοινωνία απευθύνεται, ή στη σχετική διεύθυνση που είναι καταχωρισμένη σε μητρώο του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, και σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό, την ιδιωτική επίδοση τέτοιας ειδοποίησης ή επικοινωνίας σε τέτοιο πρόσωπο:»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο