ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 18/16

Χάρης Καφαρίδης & Υιος Λτδ.,

Εναγόντων

-και-

Υπουργείο Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας Δια του Γενικού Εισαγγελέως της Κυπριακής Δημοκρατίας

Εναγόμενων

Ημερομηνία:                          5η Ιουνίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες:                      κος. Χειμώνας με κο. Χατζηδάκη

Για Εναγόμενους:                 κα. Χατζηιωσήφ

Απόφαση

(Η απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της συγκατάθεσής τους και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Πριν δεκάξι περίπου χρόνια, οι Ενάγοντες πώλησαν στους Εναγόμενους ένα ακίνητο που τους ανήκε στην εντός των τειχών Λευκωσία. To κύριο παράπονο των Εναγόντων, το οποίο τους οδήγησε να καταχωρίσουν και την παρούσα Αγωγή, είναι ότι οι Εναγόμενοι, κατ’ ισχυρισμό, παραβίασαν τη σχετική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, αλλά και ότι τους εξαπάτησαν, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να υποστούν και να εξακολουθούν να υφίστανται ζημιά.

Συνοψίζω τα δικόγραφα των διαδίκων, χωρίς οτιδήποτε αναφέρεται σ’ αυτά ν’ αποτελεί, προς το παρόν εύρημά μου: Στην έκθεση απαίτησης τους οι Ενάγοντες αναφέρουν ότι ήταν ιδιοκτήτες του κτήματος με αριθμό εγγραφής 841, στην ενορία Ομεριέ, στην εντός των τειχών Λευκωσία (το «Ακίνητο»), για το οποίο ο Δήμος Λευκωσίας επέδειξε, περί το έτος 2007, ενδιαφέρον να το αποκτήσει. Οι Ενάγοντες ενδιαφέρονταν όπως το κτήμα απαλλοτριωθεί ούτως ώστε να μην επιβαρυνθούν με την επιβολή φόρων, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών και της έκτακτης εισφοράς στην άμυνα (στο εξής η «ΕΕΑ»). Κατά τους Ενάγοντες, σε συνάντηση που έλαβε χώρα περί το έτος 2007 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας μεταξύ εκπροσώπων των διαδίκων, συμφωνήθηκε όπως η τιμή πώλησης του ακινήτου είναι 420,000 ΛΚ και όπως οι Ενάγοντες δεν θα επιβαρύνονταν με υποχρέωση πληρωμής φόρων, συμπεριλαμβανομένων και των προαναφερθέντων. Περί το Δεκέμβριο του 2008, οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στους Ενάγοντες το ποσό των €717,612 ως το τίμημα για την αγορά του Ακινήτου και εντός του ιδίου μηνός και το ποσό που αντιστοιχούσε σε κεφαλαιουχικούς φόρους, δηλαδή €111,890.05. Εκ παραδρομής, ως εν τέλει διαφάνηκε, οι Εναγόμενοι αξίωσαν την πληρωμή των κεφαλαιουχικών φόρων, αλλά κατόπιν διαμαρτυρίας των Εναγόντων, το θέμα έληξε. Όμως, την 10.12.13, οι Εναγόμενοι ζήτησαν από τους Ενάγοντες πληρωμή ΕΕΑ επί μερισμάτων, κατά παράβαση της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Για το θέμα ανταλλάχθηκε αλληλογραφία και εν τέλει οι Εναγόμενοι καταχώρισαν εναντίον των Εναγόντων την ποινική υπόθεση με αριθμό 4/2014 για οφειλόμενη ΕΕΑ ύψους €67,500. Στις 5.11.15, η κατηγορούσα αρχή προχώρησε σε απόδειξη της υπόθεσης εναντίον των Εναγόντων. Οι Ενάγοντες παρέθεσαν λεπτομέρειες δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων με τις οποίες πρότειναν ότι οι ενέργειες των Εναγόμενων, εν όψει της ύπαρξης της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ήταν δόλιες και ψευδείς. Αξίωσαν, συναφώς, εναντίον των Εναγόμενων δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Εναγόμενοι διέρρηξαν την επίδικη συμφωνία, γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για παράβασή της, δήλωση ότι η συμφωνία είναι δεσμευτική, αποζημιώσεις για δόλο, απάτη και ψευδείς παραστάσεις, δήλωση ότι απόφαση του Δικαστηρίου στην ποινική υπόθεση 4/14 είναι παράνομη, άδικη και χωρίς νόμιμο αντάλλαγμα και ότι η καταχώρισή της ήταν καταχρηστική κ’ έγινε καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

Παρενθετικά αναφέρω ότι στις 20.12.23 ο δικηγόρος των Εναγόντων, με δήλωσή του προς το Δικαστήριο, διευκρίνισε ότι η απαίτηση των Εναγόντων αφορά το ποσό των €67,500 όπως αναφέρεται στην παράγραφο 16 της έκθεσης απαίτησης, πλέον αποζημιώσεις εντός της κλίμακας της Αγωγής και ότι δεν τίθεται ζήτημα καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.  

Από πλευράς τους οι Εναγόμενοι υπερασπίστηκαν την Αγωγή εγείροντας, κατά πρώτον προδικαστικές ενστάσεις - οι οποίες όμως δεν εκδικάστηκαν πράγματι προδικαστικώς - με τις οποίες αναφέρουν ότι η Αγωγή παραβίαζε το Άρθρο 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ότι οι αιτούμενες θεραπείες εκφεύγουν του δικαιοδοτικού πλαισίου του Δικαστηρίου και ότι η Αγωγή είναι ενοχλητική, ευτελής και αμελητέα. Επιπρόσθετα αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς των Εναγόντων και αντέταξαν ότι στις 20.11.07 το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε την πρόταση αγοράς του Ακινήτου και εξουσιοδότησε το Κτηματολόγιο να διαπραγματευτεί αυτή. Στις 25.06.08 το Κτηματολόγιο ζήτησε από το Τμήμα Φορολογίας πληροφόρηση για το ποσό του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που θα πρόκυπτε από την αγορά και στις 22.12.08 καταβλήθηκε στους Ενάγοντες το ποσό των €717,612.61. Στις 23.12.08 το Τμήμα Φορολογίας απέστειλε στο Κτηματολόγιο κατάσταση λογαριασμού για το κέρδος από την πώληση το οποίο ανέρχετο στις €103,583.86 για να εκδοθεί διατακτικό πληρωμής από την Κυπριακή Δημοκρατία, πράγμα που έγινε. Λόγω καθυστέρησης καταχώρισης της πράξης στο μηχανογραφικό σύστημα, εκ παραδρομής το ποσό έδειχνε να εκκρεμεί από τος Ενάγοντες, αλλά το ζήτημα διευθετήθηκε με πληρωμή στις 5.2.09. Οι Ενάγοντες, υπέβαλαν φορολογική δήλωση στις 29.6.12 για το έτος 2008. Βάσει της δήλωσης εκείνης, το Τμήμα Φορολογίας επέβαλε φόρο έκτακτης εισφοράς στην Άμυνα (την ΕΕΑ) ύψους €67,500 πλέον τόκων, επί μερισμάτων που οι Ενάγοντες εξέδωσαν. Οι Ενάγοντες υπέβαλαν ένσταση στην επιβολή τις ΕΕΑ, αλλά είχε ήδη καταχωριστεί εναντίον τους η υπόθεση 4/14. Κατόπιν ανταλλαγής επιστολογραφίας, ο δικηγόρος των Εναγόντων πληροφόρησε τους Εναγόμενους ότι δεν υπήρχε γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθησε περαιτέρω αλληλογραφία, η οποία κατέληξε στη θέση των Εναγόμενων ότι δεν ετίθετο ζήτημα απαλλαγής των Εναγόντων από την ΕΕΑ και ότι η υπόθεση 4/14 θα προχωρούσε κανονικά, πράγμα που έγινε και εκδόθηκε σχετική απόφαση του Δικαστηρίου για την καταβολή του φόρου.

Κατά την Ακρόαση της Αγωγής κατέθεσαν στο Δικαστήριο τρείς μάρτυρες, ένας για την πλευρά των Εναγόντων και δύο για την πλευρά των Εναγόμενων. Η μαρτυρία όλων είναι καταγραμμένη στα πρακτικά και δεν θα την επαναλάβω αυτολεξεί, όμως την έχω λάβει υπόψη μου στην πλήρη μορφή της και τη συνοψίζω ως ακολούθως:

Ο Άντης Καφαρίδης (ο «ΜΕ») είναι διευθυντής των Εναγόντων. Κατέθεσε γραπτή δήλωση, η οποία εκτός ορισμένων προσθηκών που αφορούσαν σχολιασμό της Υπεράσπισης και αναφορών σε Τεκμήρια, ήταν πανομοιότυπη με την Έκθεση Απαίτησης. Κατέθεσε εκτύπωση από το ηλεκτρονικό αρχείο του Εφόρου εταιρειών ως Τεκμήριο 1, διατακτικό πληρωμής του ποσού των €717,612.61 από τους Εναγόμενους προς τους Ενάγοντες ως Τεκμήριο 2, κατάσταση λογαριασμού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων αναφορικά με πληρωμή των Εναγόμενων του ποσού των €111,090.05 ως Τεκμήριο 3, πρακτικά συνεδρίας των Εναγόντων που φέρουν ημερομηνία 31.12.2008 ως Τεκμήριο 4, κατάσταση λογαριασμού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων για τους Ενάγοντες ημερομηνίας 14.1.2009 ως Τεκμήριο 5, επιστολή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων προς τους Ενάγοντες ημερομηνίας 10.12.13 αναφορικά με την μη καταβολή του 15% παρακράτηση από μερίσματα που καταβλήθηκαν το Δεκέμβριο του 2008 ως Τεκμήριο 6, επιστολή εκ μέρους των Εναγόντων ημερομηνίας 16.1.14, με την οποία αναφερόταν ότι το Υπουργείο Οικονομικών θα έπρεπε να εξοφλήσει και την έκτακτη εισφορά στην άμυνα, όπως είχε πράξη με το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, ως η συμφωνία των διαδίκων, ως Τεκμήριο 7, αντίγραφο υπόθεσης υπ’ αριθμό 4/14 που ηγέρθη εναντίον των Εναγόντων σύμφωνα με τον περί Εισπράξεως Φόρων Νόμο του 1962, ως Τεκμήριο 8, αντίγραφο επιστολής εκ μέρους των Εναγόντων ημερομηνίας 3.12.14 ότι ανέμεναν απάντηση από τους Εναγόμενους στο Τεκμήριο 7, ως Τεκμήριο 9, αντίγραφο επιστολής των δικηγόρων των Εναγόντων ημερομηνίας 6.11.15 με την οποία υποβάλλεται παράπονο για την έκδοση απόφασης στην 4/14 ερήμην, ως Τεκμήριο 10, αντίγραφο επιστολής των Εναγόμενων ημερομηνίας 30.10.15 με την οποία αναφέρεται ότι δεν υπάρχει γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι υφίσταται η υποχρέωση καταβολής της έκτακτης εισφοράς σε άμυνα, ως Τεκμήριο 11 και τέλος, επιστολογραφία αποτελούμενη από επιστολές των δικηγόρων των Εναγόντων στις ημερομηνίες 18.2.15, 30.4.15, 31.8.15 και από επιστολή των Εναγόμενων ημερομηνίας 14.8.15 με τις οποίες αφενός οι Εναγόμενοι ζητούν να προσκομισθεί γραπτή συμφωνία και αφετέρου οι Ενάγοντες αναζητούν απάντηση στις επιστολές τους και επιβεβαιώνουν ότι δεν έγινε γραπτή συμφωνία, ως Τεκμήριο 12.

Κατά την αντεξέτασή του ο ΜΕ δεν θυμόταν την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η επίδικη συμφωνία και ανέφερε ότι δεν παίζει ρόλο η ημερομηνία. Διευκρίνισε ότι παρόντες στη συνάντηση που έγινε με σκοπό τη συμφωνία ήταν λειτουργοί του Υπουργείου Οικονομικών και του Κτηματολογίου και ο Ηλίας Δανός, κτηματομεσίτης ο οποίος απεβίωσε, και ότι η συμφωνία ήταν προφορική. Επέμεινε ότι κατά τη συμφωνία εκείνος ζήτησε το ποσό καθαρό από όλους τους φόρους και ότι η προφορική συμφωνία αυτό προνοούσε. Σε υποβολή ότι θα ήταν αδύνατο να έγινε μια τέτοια συμφωνία όσων αφορά τα μερίσματα αφού πρώτον η έκδοσή τους ήταν μεταγενέστερη της συμφωνίας και δεύτερον δεν μπορούσε να γίνει πρόνοια για αυτή, ο ΜΕ επέμεινε ότι η φορολογία υπήρχε και ήταν φόρος που θα υποστεί εκείνος και οι Ενάγοντες.

Πρώτη μάρτυρας για τους Εναγόμενους ήταν η Άντρη Μαλλιαράκη, εκτιμήτρια του Κτηματολογίου («ΜΥ1»). Η μαρτυρία της ήταν πολύ σύντομη και ουσιαστικά απλώς ανέφερε ότι γνωρίζει ότι η μεταβίβαση του Ακινήτου στη Δημοκρατίας έγινε δυνάμει πώλησης, το έτος 2008. Αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι δεν γνωρίζει εάν, είτε όταν πρόκειται περί απαλλοτρίωσης είτε περί πώλησης, πληρώνονται κεφαλαιουχικοί φόροι.

Τελευταίος μάρτυρας στην υπόθεση ήταν ο Νίκος Σιαηλής («ΜΥ2»), ο οποίος εργάζεται στο Τμήμα Φορολογίας από το έτος 1992. Ενεπλάκη στην υπόθεση μετά που κινήθηκε η Αγωγή, όταν του ανατέθηκε να μελετήσει το φάκελο και να δώσει μαρτυρία. Μέσα από το φάκελο βρήκε τη σχετική με την παρούσα υπόθεση Υπουργική Απόφαση. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 13, αντίγραφο επιστολής ημερομηνίας 26.11.07 με την οποία η Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 20.11.07 κοινοποιείτο στο Κτηματολόγιο, ως Τεκμήριο 14 επιστολή του Κτηματολογίου προς το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων για να πληροφορηθεί αναφορικά με ύψος των κεφαλαιουχικών φόρων, ως Τεκμήριο 15 επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών προς το Κτηματολόγιο με την οποία αναφέρεται ότι ο φόρος κεφαλαιουχικών κερδών για την αγορά των ακινήτων που περιλαμβάνονταν στην Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θα καταβάλλετο από τη Δημοκρατία. Επιβεβαίωσε ότι η απόφαση δεν αφορούσε κάλυψη οποιουδήποτε άλλου φόρου. Κατέθεσε επίσης το Δελτίο πληρωμής για το ποσό των €717,612.61 από τους Εναγόμενους προς τους Ενάγοντες ως Τεκμήριο 16 και την ειδοποίηση επιβολής κεφαλαιουχικών φόρων ως Τεκμήριο 17. Επεξήγησε τον τρόπο υπολογισμού του πιο πάνω φόρου και παρουσίασε έπειτα, ως Τεκμήριο 18, έγγραφο του Τμήματος εσωτερικών προσόδων αναφορικά με τους κεφαλαιουχικούς φόρους, κατάσταση εισπράξεων φορολογουμένου για τους Ενάγοντες ως Τεκμήριο 19 και ως Τεκμήρια 20, 21 και 22 αντίστοιχα το διατακτικό πληρωμής των κεφαλαιουχικών φόρων ημερομηνίας 23.12.08, σχετικό διορθωτικό δελτίου του Κτηματολογίου της ίδιας ημέρας και το έντυπο Ν.313 σύμφωνα με το οποίο έγινε η μεταβίβαση του Ακινήτου στις 29.12.08.

Σχετικά με το ζήτημα της επιβολής της ΕΕΑ, ο μάρτυρας κατέθεσε την ειδοποίηση υποβολής δήλωσης εισοδήματος των Εναγόντων που υπεβλήθη στις 29.6.12 και το έγγραφο επιβολής της ΕΕΑ ημερομηνίας 10.12.13 ως Τεκμήρια 23 και 24 αντίστοιχα. Όπως ο ΜΥ2 επιβεβαίωσε, στην επιβολή της ΕΕΑ υπήρξε ένσταση από τους Ενάγοντες, η οποία υπεβλήθη με δύο επιστολές, των λογιστών των Εναγόντων στις 16.1.14 και των δικηγόρων των Εναγόντων στις 30.4.15, τις οποίες κατέθεσε ως Τεκμήρια 25 και 26 αντίστοιχα. Κατέθεσε επίσης επιστολή των Εναγόμενων με την οποία ζητήθηκε από τους δικηγόρους των Εναγόντων να προσκομίσουν γραπτή συμφωνία αναφορικά με το περιεχόμενο της ένστασής τους και σχετική απάντηση από τους εν λόγω δικηγόρους ότι τέτοια συμφωνία δεν υπήρχε, αλλά και απαντητική επιστολή των Εναγόμενων που επιβεβαίωνε την ισχύ της επιβολής της ΕΕΑ, ως Τεκμήρια 27, 28 και 29 αντίστοιχα, εκ των οποίων το Τεκμήριο 28 καταχωρήθηκε εκ νέου ως μέρους του φακέλου των Εναγόμενων και ως αποτελών μέρος των εγγράφων της ένστασης των Εναγόντων στις επιβολή της ΕΕΑ ως Τεκμήριο 32. Ως επισυνημμένο στο Τεκμήριο 32 και μέρος της προαναφερθείσας ένστασης, κατατέθηκε εκ νέου και η 3η σελίδα του Τεκμηρίου 26, ως ξεχωριστό Τεκμήριο 33.

Λόγω των επιστολών των εκπροσώπων των Εναγόντων, ανέφερε ο ΜΥ2, έγινε διερεύνηση της υπόθεσης εσωτερικά από το Υπουργείο Οικονομικών στο πλαίσιο της οποίας στάλθηκαν και λήφθηκαν επιστολές με τις οποίες τέθηκε το ερώτημα του κατά πόσο υπήρξε συμφωνία γραπτώς, αντίγραφα των οποίων κατέθεσε ως Τεκμήρια 30Α και 30Β αντίστοιχα. Με το δε Τεκμήριο 31, ο ΜΥ2 υποστήριξε ότι η περιουσία των Εναγόντων επιβαρύνθηκε.

Ήταν επιπρόσθετα η θέση του ΜΥ2 ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο η ένδειξη ότι η Δημοκρατία συμφώνησε να καλύψει φόρους μερισμάτων. Η εταιρεία θα μπορούσε να έχει κέρδη, θα μπορούσε όμως να έχει και ζημιές τη συγκεκριμένη χρονιά και ενδεχομένως τη συγκεκριμένη χρονιά να μην ήταν σε θέση να εκδώσει κέρδη. Ο ίδιος δεν βλέπει πως να υπήρχε προηγουμένως συμφωνία προφορική ή γραπτή που να προνοούσε τέτοιο γεγονός. Γενικά ήταν πολύ απίθανο να κάνει τέτοιου είδους συμφωνία το Κράτος επειδή δεν θα μπορούσε να ξέρει την οικονομική θέση της εταιρείας και αν θα ήθελε να εκδώσει μερίσματα, για να είναι σε θέση να καλύψει και το φόρο που θα πρόκυπτε. Το δε Τεκμήριο 15 αφορούσε μόνον κεφαλαιουχικά κέρδη.

Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι δεν είχε λάβει μέρος στις μεταξύ των διαδίκων διαπραγματεύσεις, δεν γνωρίζει τι λέχθηκε, δεν μπορεί ν’ αποκλείσει να έγινε κάτι για το οποίο δεν ήταν παρόν, όπως για παράδειγμα η συμφωνία όπως την ισχυρίζονται οι Ενάγοντες, και ότι ο ίδιος απλώς έφερε έγγραφα για το φορολογικό κομμάτι. Σε υποβολή ότι η συμφωνία ήταν ως ισχυρίζονται οι Ενάγοντες, ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τι έγινε, όμως το κράτος πλήρωσε για τους φόρους που αφορούσαν το Ακίνητο, ενώ ο φόρος επί μερισμάτων δεν αφορά άμεσα το ακίνητο. Επιβεβαίωσε ότι έστω και σε περίπτωση που δεν γινόταν πώληση αλλά απαλλοτρίωση, ο φορολογικός χειρισμός του θέματος θα ήταν ο ίδιος, τόσο όσον αφορά τα κεφαλαιουχικά κέρδη όσο και όσον αφορά τυχόν φόρο επί μερισμάτων. Σε υποβολές ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται να τους επιστραφεί το ποσό των €67,500 της επιβολής ΕΕΑ λόγω του ότι κακώς επιβλήθηκε και δεν εξοφλήθηκε από τους ίδιους τους Εναγόμενους ως η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν είδε τέτοια συμφωνία και ότι λόγω της έκδοσης μερισμάτων υπάρχει οφειλή προς τη Δημοκρατία και όχι επιστροφή. Σύμφωνα δε με το Νόμο, διευκρίνισε ότι δεν υπάρχει υποχρέωση πληρωμής μερισμάτων, αλλά υποχρέωση παρακράτησης και καταβολής του φόρου. Η δήλωση των Εναγόμενων ήταν για εκούσια διανομή, όταν δε δεν υπάρχει διανομή κερδών στα δύο χρόνια υπάρχει λογιζόμενη διανομή και η εταιρεία είναι υποχρεωμένη να καταβάλει φόρο.

Με το κλείσιμο της υπόθεσης για τους Εναγόμενους, οι δικηγόροι των διαδίκων αγόρευσαν γραπτώς. Η πλευρά των Εναγόντων προκρίνει, με αναφορά στην μαρτυρία του ΜΕ, την οποία χαρακτηρίζει ως κατατοπιστική και ως προερχόμενη από το μόνο μάρτυρα ο οποίος ήταν παρόν κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, ότι η απαίτησή τους θα πρέπει να επιτύχει. Στην πραγματικότητα, αναφέρεται στην αγόρευση, η συμφωνία αφορούσε απαλλοτρίωση προς αποφυγή φόρων συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕΑ. Οι δε μάρτυρες των Εναγόμενων δεν προσέφεραν οτιδήποτε ουσιαστικό στην υπόθεση καθότι δεν γνώριζαν τα γεγονότα, ενώ ο ΜΥ2 υπέπεσε σε αντιφάσεις και η μαρτυρία του περιείχε ασάφειες. Προκύπτει επίσης από τη μαρτυρία ότι οι Εναγόμενοι προσπάθησαν αφενός να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και αφετέρου να εκμεταλλευτούν τους Ενάγοντες. Μπορεί επίσης να υποστηριχθεί, καταλήγουν οι δικηγόροι των Εναγόντων, ότι οι Εναγόμενοι κωλύονται από το ν’ αρνούνται να καλύψουν και της ΕΕΑ. Προς τούτο παραθέτουν απόσπασμα από την υπόθεση 1288/2015, ημερομηνίας 5.7.19.

Εξ αντιθέτου οι δικηγόροι των Εναγόμενων προτείνουν ότι οι Ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους αναλογούσε και η υπόθεση του θα πρέπει ν’ απορριφθεί. Στο βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας, η πλευρά των Εναγόντων δεν στοιχειοθέτησε, κατά τους δικηγόρους των Εναγόμενων, την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με το περιεχόμενο που ισχυρίστηκε, ενώ αντίθετα εκείνοι κατέδειξαν ότι τέτοια συμφωνία δεν υπάρχει. Με αναφορά σε Νομολογία και στον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, οι δικηγόροι προτείνουν ότι, εν προκειμένω δεν υπάρχει αναγνωρίσιμη συμφωνία επί του επίδικου ζητήματος, ούτε σχετική αποδοχή. Έπειτα γίνεται από τους δικηγόρους αναφορά στην έννοια και νομική ερμηνεία των ψευδών παραστάσεων, για να καταλήξουν ότι στην κρίσιμη περίπτωση οι Ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους επί των πιο πάνω θεμάτων και η Αγωγή θα πρέπει ν’ απορριφθεί.

Αξιολόγησα την ενώπιον μου μαρτυρία έχοντας κατά νου τις καλά καθιερωμένες αρχές που αναπτύχθηκαν μέσα από τη σχετική επί του θέματος Νομολογία[1]. Λαμβάνονται υπόψη, ως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική Νομολογία, «η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει [...]». Στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, ο Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής:

«Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Υπενθυμίζονται τόσο ότι το Δικαστήριο μπορεί ν’ αποδεχτεί μέρος ή όλη τη μαρτυρία ενός μάρτυρα[2], νοουμένου ότι η επιλογή του Δικαστηρίου αιτιολογείται[3], όσο και το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[4].

Προσέγγισα τη μαρτυρία του ΜΕ με τη δέουσα προσοχή εν όψει της θέσης που κατέχει στους Ενάγοντες. Ευθύς αναφέρω ότι δεν σχημάτισα καλή εντύπωση για τη μαρτυρία του και προχωρώ να εξηγήσω τους λόγους:

Η υπόθεση των Εναγόντων στηρίχθηκε στην ύπαρξη συμφωνίας με τους Εναγόμενους για απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής ΕΕΑ. Η μαρτυρία του ΜΕ περιορίστηκε, εν πολλοίς, στην αντιγραφή της Έκθεσης Απαίτησης. Συνεπώς στη μαρτυρία του παρεισφρήσαν και ισχυρισμοί γενικοί και, ως φάνηκε, εν μέρει αντιφατικοί. Ενώ ο ΜΕ μετέφερε με τη δήλωσή του, στις παραγράφους 4 και 5, το ενδιαφέρον του Δήμου Λευκωσίας για αγορά του Ακινήτου και την επιθυμία των Εναγόντων όπως το Ακίνητο απαλλοτριωθεί ούτως ώστε να αποφευχθεί η επιβολή φορολογίας (βλ. παράγραφο 5 της γραπτής του δήλωσης), στην παράγραφο 8 αναφέρεται ότι προέβησαν «εις την πώλησιν και μεταβίβασιν», κατόπιν συμφωνίας ότι οι Ενάγοντες θα απαλλάσσονταν απ’ οποιαδήποτε φορολογία συμπεριλαμβανομένης και της υποχρέωσης πληρωμής ΕΕΑ επί μερισμάτων. Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι στην απαλλοτρίωση δεν πληρώνονται φόροι, χωρίς να ξεκαθαρίζει τους λόγους αναφοράς σε απαλλοτρίωση, εάν δηλαδή εν τέλει η προφορική συμφωνία για απαλλαγή σχετιζόταν με απαλλοτρίωση πέραν την απλής αναφοράς σε απαλλαγή ή εάν επρόκειτο περί συμφωνίας αγοράς με όρους απαλλοτρίωσης. Παραθέτω απόσπασμα από την αντεξέτασή του, στο οποίο θεωρώ ότι διαφαίνεται η στάση τούτη:

«Ε. Απαλλαγή μόνο για του κεφαλαιουχικούς φόρους, όχι για οποιουσδήποτε άλλους φόρους, τους οποίους ήσασταν υποχρεωμένος να πληρώνετε.

Α. Εξ όσων γνωρίζω όταν γίνεται απαλλοτρίωση δεν πληρώνονται φόροι.

Ε. Όχι, πως το γνωρίζετε αυτό;

Α. Όπως και να έχει εγώ ζήτησα το ποσό απαλλαγμένο από φόρους.

Ε. Πως μπορούσε να συμφωνήσει μαζί σας το κράτος αφού έλαβε χώρα μετά, στις 31.12 και η πώληση έγινε πριν; Πως μπορούσε το κράτος να προνοήσει και να σας πει να απαλλαγείτε;

Α. Αφού η φορολογία υπήρχε.»

Παρέμεινε αδιευκρίνιστο στο Δικαστήριο το κατά πόσο η πλευρά των Εναγόντων ισχυριζόταν ότι η πραγματική συμφωνία τους με τους Εναγόμενους ήταν όπως το Ακίνητο απαλλοτριωθεί και συνεπαγόμενα θα έπρεπε να ήταν απαλλαγμένο απ’ όλες τις φορολογίες συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕΑ ή ότι συμφώνησαν στην πώληση του Ακινήτου πλην όμως με ρητούς όρους περί απαλλαγής των Εναγόντων από τις φορολογίες - εκδοχή η οποία εκ των παραγράφων της γραπτής δήλωσης φαίνεται να υπερέχει -. Έστω όμως, χάριν επιχειρήματος, να μπορούσα, εν μέσω των ασαφειών, να δεχθώ ότι έστω κάποια εκ των πιθανών εκδοχών είναι η πραγματική βάση, παρατηρώ ότι η μαρτυρία του ΜΕ ήταν, γενικά αλλά και σε οποιαδήποτε περίπτωση, αδύναμη και στερείτο πειστικότητας:

Ξεκινώ από την αναφορά του ΜΕ στην ύπαρξη προφορικής συμφωνίας μεταξύ τους και των Εναγόμενων που περιλάμβανε την απαλλαγή τους τόσο από το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών όσο και από την υποχρέωση για καταβολή ΕΕΑ. Ο ΜΕ ανέφερε ότι ο ίδιος «ζήτησε το ποσό καθαρό». Δεν ανέφερε οποιαδήποτε άλλα λόγια τα οποία να είπε είτε ο ίδιος, είτε άλλο πρόσωπο για λογαριασμό των Εναγόντων, ή άλλες πράξεις στις οποίες οι Ενάγοντες να προέβησαν ούτως ώστε να υποστηριχθεί ο ισχυρισμός ότι το αντικείμενο της αναφοράς σε «καθαρό ποσό» πράγματι συμπεριλάμβανε και απαλλαγή από την ΕΕΑ, εκτός από την αναφορά στην πρόθεση των Εναγόντων όπως αναφέρεται στην παράγραφο 5 της γραπτής του δήλωσης. Η μόνη αναφορά λοιπόν, στην οποία, κατά τον ΜΕ1, προέβησαν οι Ενάγοντες ήταν ότι ζήτησαν το ποσό «καθαρό» και, τρόπον τινά, εννοούσαν ότι τούτο θα ήταν απαλλαγμένο από οποιαδήποτε φορολογία, ακόμα και από την ΕΕΑ. Έστω και να δεχθώ ότι πράγματι αυτή ήταν η φράση που οι Ενάγοντες χρησιμοποίησαν κατά τη σύναψη της συμφωνίας, θα έπρεπε, θεωρώ, να επεξηγηθεί από τον ΜΕ για ποιο λόγο η φράση αυτή σήμαινε και την απαλλαγή των Εναγόντων από την πληρωμή ΕΕΑ. - Παρεμβάλλω, ότι εάν η θέση του ΜΕ ήταν ότι η πώληση θα γινόταν με όρους απαλλοτρίωσης και συνεπώς θα υπήρχε αυτομάτως απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής ΕΕΑ, τούτο δεν αναφέρθηκε ρητώς, ως διαφαίνεται από το απόσπασμα που ήδη παρέθεσα και το Δικαστήριο δεν μπορεί να εικάσει περί τούτου. Περισσότερα επί του σημείου αναφέρω πιο κάτω -. Επιστρέφοντας όμως στο θέμα της δήλωσης περί καθαρού ποσού και της εκεί ελλιπούς επεξήγησης, διαπίστωσα ότι ο ΜΕ δεν υποστήριξε στο Δικαστήριο ότι οι Ενάγοντες γνώριζαν, κατά τη συνομολόγηση της προφορικής συμφωνίας, ότι πράγματι θα είχαν κέρδη και ότι θα εξέδιδαν και θα διένειμαν μερίσματα στους μετόχους τους. Συναφώς, το κατά πόσο τούτη ήταν και η βάση του ισχυρισμού περί συμφωνίας που προηγήθηκε της πώλησης αναφορικά με απαλλαγή των Εναγόντων από την υποχρέωση καταβολής της ΕΕΑ, παρέμεινε αδιευκρίνιστο και ασαφές, όπως και το κατά πόσο η συμφωνία απαλλαγής αποτελούσε εν τέλει συμφωνία υπό αίρεση της πιθανότητας δήλωσης μερίσματος σε οποιοδήποτε χρόνο και για οποιοδήποτε ποσό κερδών, ή μια άμεσα εκτελεστή συμφωνία επειδή επρόκειτο να διανεμηθούν μερίσματα.

Περαιτέρω ενδεικτική της γενικότερης ασάφειας της μαρτυρίας του ΜΕ στο σημείο του περιεχόμενου της κατ’ ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας,  είναι και η ίδια η διαφορά μεταξύ του ποσού που οι Ενάγοντες έλαβαν από τους Εναγόμενους (δηλαδή των €717,612.61 ως φαίνεται από το Τεκμήριο 2) από το ποσό το οποίο δήλωσαν ως κέρδη για το έτος 2008, δηλαδή των ποσό των €450,000 (ως φαίνεται από το Τεκμήριο 4). Ούτε ο λόγος που υπήρξε - ούτε ο τρόπος με το οποίο δημιουργήθηκε - η διαφορά, επεξηγήθηκαν. Ούτε έγινε, πλην της αναφοράς στις εργασίες των Εναγόντων που εντοπίζεται στην παράγραφο 2 της γραπτής δήλωσης του ΜΕ, οποιαδήποτε αναφορά στις εργασίες της Εταιρείας των Εναγόντων, ούτε στην οικονομική της εικόνα κατά τον ουσιώδη εκείνο χρόνο. Μάλιστα στην προαναφερθείσα παράγραφο 2 της γραπτής δήλωσης του ΜΕ αναφέρεται ότι οι Ενάγοντες ασχολούνται μεταξύ άλλων με την εμπορία ξυλείας, δραστηριότητα δηλαδή η οποία είναι άλλη από την πώληση ακινήτων και συνεπώς ούτε λογικώς θα μπορούσε να συναχθεί ότι η δραστηριότητά της περιοριζόταν στην πώληση του Ακινήτου, ούτως ώστε να δικαιολογεί τυχόν θεώρηση περί συνεπαγόμενης ή εξυπακουόμενης ή εν πάση περιπτώσει άρρηκτα συνδεδεμένης φορολογίας και επιβολής ΕΕΑ, και κατ’ επέκταση περί σύναψης συμφωνίας απαλλαγής από αυτήν. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι τα μερίσματα για το έτος 2008 εκδόθηκαν μετά από την πώληση και μάλιστα δηλώθηκαν περί τα 4 χρόνια μετά από αυτήν, θέτει περαιτέρω εν αμφιβόλω το ακριβές περιεχόμενο της επικαλούμενης συμφωνίας ή εν πάση περιπτώσει της ακριβούς κατ’ ισχυρισμό δέσμευσης των Εναγόμενων. Η συγκεκριμένη αναφορά του ΜΕ, κατά την αντεξέτασή του, ότι «η φορολογία υπήρχε» και το σκεπτικό στη βάση του οποίου φαίνεται να προωθήθηκε, με όλο το σεβασμό δεν έχει, εντός του πλαισίου, λογικό έρεισμα. Στην πραγματικότητα η φορολογία στην οποία αναφέρεται δηλαδή η υποχρέωση πληρωμής ΕΕΑ επί μερισμάτων θα υπήρχε, νοουμένου ότι οι Ενάγοντες θα είχαν κέρδη και θα τα διένειμαν στους μετόχους τους ή η διανομή τους θα λογιζόταν αναλόγως. Δηλαδή η επιβολή της φορολογίας εξαρτάτο από την οικονομική επίδοση και εικόνα της εταιρείας των Εναγόντων, η οποία, με τη σειρά της, δεν καταδείχθηκε να εξαρτάτο ή και συνδεόταν αποκλειστικά με την πώληση του Ακινήτου. Ούτε καν καταδείχθηκε ότι ήτο, κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, γνωστή. Συνεπώς και η προσπάθεια του ΜΕ να βασίσει τον ισχυρισμό του περί σύναψης συμφωνίας με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, πέραν της κατ’ ισχυρισμό αναφοράς του σε καθαρό ποσό, και στο απλό γεγονός της ύπαρξης της φορολογίας ως άμεση ή φυσική συνέπεια της πώλησης, ούτε εκείνη δύναται να υποστηριχθεί λογικώς. Αποτελεί, θεωρώ, σημαντική λογική ανακολουθία η έλλειψη ταύτισης ή του περιορισμού της συμφωνίας περί απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής ΕΕΑ επί μερισμάτων, με τα μερίσματα που εν τέλει διένειμαν οι Ενάγοντες και τα οποία, εξ ορισμού, αφορούν το σύνολο των κερδών των Εναγόντων και τα οποία θα μπορούσαν δυνητικώς να ήταν σε οποιοδήποτε ποσό και να πρόκυπταν απ’ οποιεσδήποτε εργασίες είτε αυτές σχετίζονταν με την πώληση του Ακινήτου είτε όχι.     

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω και τον ισχυρισμό του ΜΕ ότι «όταν γίνεται απαλλοτρίωση δεν πληρώνονται φόροι», έρχομαι στην άλλη θέση που φάνηκε, έστω ακροθιγώς, να προώθησαν οι Ενάγοντες: Ως προανέφερα οι αναφορές του ΜΕ σε απαλλοτρίωση αντί για πώληση του Ακινήτου δεν ήταν ξεκάθαρες ως προς το σκοπό τους. Με λίγα λόγια, ουδέποτε ξεκαθαρίστηκε, ούτε δικογραφικά, αλλ’ ούτε κι έπειτα με τη μαρτυρία του ΜΕ, κατά πόσο η συμφωνία των διαδίκων ήταν όπως το ακίνητο απαλλοτριωθεί και - κατ’ ακολουθία - ότι η πώληση ήταν επινόηση ή τέχνασμα της Εναγόμενης ή ότι επρόκειτο περί πώλησης με όρους απαλλοτρίωσης. Έστω να θεωρηθεί, χάριν επιχειρήματος και πάλι, ότι η φορολογική αντιμετώπιση του θέματος της ΕΕΑ σε περίπτωση απαλλοτρίωσης θα ήταν εκείνη που πρότειναν οι Ενάγοντες, ουδέποτε επεξηγήθηκε από τον ΜΕ ο λόγος που, ενώ, βάσει των ισχυρισμών του, οι Ενάγοντες επιθυμούσαν την απαλλοτρίωση του Ακινήτου, αποδέχθηκαν και μάλιστα αδιαμαρτύρητα, τουλάχιστον μέχρι και την επιβολή της ΕΕΑ μετά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης το έτος 2012, την πώληση στη βάση προφορικής συμφωνίας. Εάν δε ο ισχυρισμός ήταν ότι υπήρξε επ’ αυτού η προφορική συμφωνία, τότε παραπέμπω στην ανάλυση του θέματος τούτου που μόλις προηγήθηκε. Αφέθηκε επίσης να νοηθεί, και τούτο μόνο μέσα από την αγόρευση των δικηγόρων της Ενάγουσας, ότι η Εναγόμενη δόλια προχώρησε στην πώληση του ακινήτου προκειμένου να μην απαλλαγεί η Ενάγουσα από την υποχρέωση καταβολής της ΕΕΑ, χωρίς όμως τούτη η θέση να συναντά οποιαδήποτε υποστήριξη από τη μαρτυρία του ΜΕ, η οποία, τουλάχιστον στο θέμα του δόλου, της απάτης, των ψευδών παραστάσεων και άλλων παράνομων ενεργειών, περιορίστηκε στην αντιγραφή των λεπτομερειών της Έκθεσης Απαίτησης, μέσα από τις οποίες δεν καταλογίζεται στην Εναγόμενη ότι δόλια προχώρησε στην αγορά αντί στην απαλλοτρίωση του Ακινήτου.

Η δε απλή μεταφορά των λεπτομερειών δόλου ή απάτης, ή ψευδών παραστάσεων ή άλλων παρανομιών από την Έκθεση Απαίτησης στην παράγραφο 22 της γραπτής δήλωσης του ΜΕ, ουδόλως διαφώτισε το Δικαστήριο, τουλάχιστον ως προς το σε τι συνίστανται αυτές οι καλούμενες ως δόλιες ή παράνομες ενέργειες. Εκ της υποπαραγράφου α. φαίνεται να αποδίδονται οι πράξεις τούτες στους Εναγόμενους επειδή παρά το ότι γνώριζαν περί της συμφωνίας απαλλαγής προχώρησαν να λάβουν μέτρα εναντίον των Εναγόντων που αφορούσαν την επιβολή της ΕΕΑ επί των μερισμάτων περί το έτος 2013 και όχι ότι δολίως ή παράνομα προέβησαν σε αγορά του Ακινήτου αντί σε απαλλοτρίωση, πράγμα που σημαίνει ότι η απόδειξη δόλιων ενεργειών εκ μέρους των Εναγόμενων θα προϋπέθετε και την απόδειξη της προφορικής συμφωνίας με τους όρους που ανέφερε ο ΜΕ.

Με τα πιο πάνω κατά νου, θεωρώ ότι η μαρτυρία του ΜΕ ως προς τα κύρια επίδικα θέματα και ισχυρισμούς των Εναγόντων ήταν ασαφής και γενικόλογη, αλλά και, υπό τις περιστάσεις και συνυπολογίζοντας το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, στερείτο πειστικότητας. Λόγω τούτων, θεωρώ ότι δεν μπορώ να βασιστώ σε αυτή για να κάμω ευρήματα, εκτός από τα σημεία τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν και αποτέλεσαν, ουσιαστικά κοινό έδαφος των διαδίκων μερών, αλλά και επιβεβαιώθηκαν από αντίστοιχα Τεκμήρια.

Ως προς την περιορισμένη μαρτυρία της ΜΥ1, αυτή δεν προσέφερε οτιδήποτε προς υποβοήθηση του δικαστικού έργου. Περιορίστηκε σε δήλωση ότι η μεταβίβαση του Ακινήτου έγινε το 2008, ζήτημα επί του οποίου δεν υπήρξε, εν προκειμένω, διαμάχη.

Έρχομαι τώρα στον ΜΥ2. Πρέπει να πω ότι σχημάτισα πολύ καλή εντύπωση για τη μαρτυρία του. Ο ΜΥ2 απάντησε, θεωρώ άμεσα και ειλικρινώς, ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση περιορίζεται στο ότι του ανατέθηκε η μελέτη του φακέλου του Τμήματος Φορολογίας μετά την καταχώριση της Αγωγής. Ανεπιτήδευτα, κρίνω, δεν ήταν διατεθειμένος να εκφράσει απόλυτες θέσεις σε σχέση με τη πιθανότητα να συνάφθηκε συμφωνία με το περιεχόμενο που πρότειναν οι Ενάγοντες. Εκ της θέσεώς του ανέφερε τους λόγους γιατί μια συμφωνία με εκείνο το περιεχόμενο ήταν απίθανο να γίνει, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο σχετικά με το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και δεν έσπευσε ν’ αποκλείσει το ενδεχόμενο προς υποστήριξη της θέσης της πλευράς που τον κάλεσε. Πέραν όμως του περιεχομένου της επίμαχης συμφωνίας, για το οποίο δεν μπορώ να βασιστώ προφανώς στην άποψη του ΜΥ2 για να προβώ σε ευρήματα, τα Τεκμήρια που ο ΜΥ2 κατέθεσε συνήδαν με τις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόμενων και τα όσα καταγράφονται σ’ αυτά παρέμειναν, εν πολλοίς, χωρίς αμφισβήτηση, μια και τα σημεία στα οποία επικεντρώθηκε η αντιδικία ήταν το περιεχόμενο της συμφωνίας για την απόκτηση του Ακινήτου από τους Εναγόμενους και – σε πιο περιορισμένο βαθμό – οι, κατ’ ισχυρισμό παραστάσεις των Εναγόμενων προς τους Ενάγοντες. Κατά τα λοιπά, τόσο οι πληρωμές που έγιναν και οι επιστολές που ανταλλάχθηκαν ήταν κοινώς αποδεχτά και η ημερομηνία υποβολής της φορολογικής δήλωσης, καθώς και τα επόμενα σχετικά διαβήματα επίσης δεν αμφισβητήθηκαν. Δεν έχω οποιοδήποτε ενδοιασμό να δεχθώ τη μαρτυρία του αυτή.

Στη βάση της προηγηθείσας αξιολόγησης της μαρτυρίας, αλλά και εκ των μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στ’ ακόλουθα ευρήματα:

Εντός του έτους 2007 οι Ενάγοντες συμφώνησαν όπως οι Εναγόμενοι αγοράσουν το Ακίνητο του οποίου οι πρώτοι ήταν ιδιοκτήτες. Το Δεκέμβριο του έτους 2008, οι Ενάγοντες πώλησαν το Ακίνητο στους Εναγόμενους και οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στους Ενάγοντες, ως συμφωνηθείσα τιμή, το ποσό των €717,612.61. Έπειτα και εντός του ιδίου μηνός, οι Εναγόμενοι, επωμίστηκαν και το ποσό των €103,538.86, το οποίο αντιστοιχούσε στο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών που πρόκυπτε από την πώληση του Ακινήτου και που, υπό κανονικές συνθήκες, θα βάρυνε τους Ενάγοντες, ως αυτό συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων. Στις 29.6.2012 οι Ενάγοντες υπέβαλαν δήλωση φορολογίας εισοδήματος, στην οποία δήλωσαν, μεταξύ άλλων, ότι για το έτος 2008 είχαν εκδώσει και διανείμει κέρδη στους μετόχους τους και πρόκυπτε συναφώς σχετική υποχρέωση πληρωμής Έκτακτης Εισφοράς στην Άμυνα («ΕΕΑ»), ύψους €67,500. Την 10.12.13, οι Εναγόμενοι απαίτησαν από τους Ενάγοντες το προαναφερόμενο ποσό ως πληρωμή ΕΕΑ επί των μερισμάτων. Οι Ενάγοντες απέστειλαν αλληλογραφία προς τους Εναγόμενους παραπονούμενοι για την επιβολή της υποχρέωσης πληρωμής ΕΕΑ επί των μερισμάτων και επικαλούμενοι ότι η συμφωνία στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκε η πώληση του Ακινήτου προς τους Εναγόμενους προνοούσε και απαλλαγή του ποσού. Οι Εναγόμενοι απάντησαν στους Ενάγοντες ζητώντας να τους προσκομιστεί γραπτή συμφωνία, για να λάβουν την, με τη σειρά της, απάντηση από τους Ενάγοντες ότι η συμφωνία ήταν προφορική. Οι Εναγόμενοι καταχώρισαν εναντίον των Εναγόντων την ποινική υπόθεση με αριθμό 4/2014 για οφειλόμενη ΕΕΑ ύψους €67,500. Στις 5.11.15, η κατηγορούσα αρχή στην πιο πάνω ποινική υπόθεση προχώρησε σε απόδειξή της εναντίον των Εναγόντων.

Ως προς τη γενική νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφέρω ότι σε αστικής φύσεως υποθέσεις ο Ενάγων έχει το γενικό βάρος ν’ αποδείξει ότι η απαίτησή του είναι πιο πιθανή παρά να μην είναι[5]. Το βάρος αποσείεται αποκλειστικά με μαρτυρία που κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη από το Δικαστήριο[6]. Το νομικό βάρος όμως δεν πρέπει να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του Ενάγοντος και δεν μεταφέρεται, ενώ το αποδεικτικό υποδηλώνει το βάρος που διάδικος φέρει να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη επίδικου ή σχετικού θέματος, έτσι ώστε το Δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει. Όσον αφορά το επίδικο θέμα της προφορικής συμφωνίας, στο Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, συμβάσεις ορίζονται ως:  «[...] όλες οι συμφωνίες, οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται ρητά από το Νόμο αυτό ως άκυρες˙ τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών». Αποτέλεσε δε βάση της Αγωγής και το αστικό αδίκημα της απάτης. Το Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 ορίζει ότι «Απάτη»: «συvίσταται σε ψευδή παράσταση γεγovότoς, η oπoία γίvεται εv γvώσει τoυ ψεύδoυς αυτής, ή χωρίς πίστη για τo αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφoρα τoυ κατά πόσo είvαι αληθής ή ψευδής, με σκoπό όπως τo πρόσωπo πoυ εξαπατήθηκε εvεργήσει με βάση αυτή […]».

Επανερχόμενος στα της παρούσας υπόθεσης, οι Ενάγοντες όφειλαν να αποδείξουν στο Δικαστήριο, αφενός ότι η απαλλαγή από την καταβολή ΕΕΑ ήταν όρος της προφορικής τους συμφωνίας με τους Εναγόμενους και αφετέρου τα γεγονότα εκείνα τα οποία συνέθεταν, τόσο την εκ μέρους των Εναγόμενων παράβαση του εν λόγω όρου, όσο και τις ενέργειες, συμπεριφορά ή παραστάσεις εκείνες που συνιστούσαν δόλο ή και απάτη, αλλά και τη συνεπακόλουθη ζημιά τους στη βάση των διαζευκτικών απαιτήσεων που πρόβαλαν.

Έχοντας αξιολογήσει τη μαρτυρία και έχοντας απορρίψει τα σχετικά μέρη της μαρτυρίας του ΜΕ που αφορούσαν και τα βασικά επίδικα σημεία της υπόθεσης, δεν αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων μου, ούτε ότι οι διάδικοι συνήψαν συμφωνία με τον όρο ότι οι Ενάγοντες θα απαλλάσσονταν από την καταβολή της ΕΕΑ, ούτε ότι οι Εναγόμενοι συμφώνησαν ν’ απαλλοτριώσουν το Ακίνητο ή να το αγοράσουν με όρους απαλλοτρίωσης, ούτε ότι οι Εναγόμενοι καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξαπάτησαν ή προέβησαν σε οποιαδήποτε καταδολιευτική ενέργεια ή άλλες ψευδείς παραστάσεις εις βάρος και προς ζημιά των Εναγόντων. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα των Εναγόντων για τους λόγους που επεξήγησα στο αντίστοιχο μέρος της παρούσας Απόφασης και έχοντας κατά νου τα ευρήματά μου, κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό - και συνεπώς δεν ήταν δυνατό να καταλήξω - ότι οι Εναγόμενοι, είτε υπεσχέθησαν στους Ενάγοντες είτε συμφώνησαν με αυτούς σε οτιδήποτε το οποίο αργότερα ν’ αθέτησαν ή το οποίο να χρησιμοποίησαν προκειμένου να αναγκάσουν τους Ενάγοντες να ενεργήσουν εναντίον των ίδιων των συμφερόντων τους. 

Εν κατακλείδι κρίνω ότι οι Ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους αναλογούσε και δεν έπεισαν το Δικαστήριο ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών τους, ότι δηλαδή πράγματι αποτέλεσε μέρος της συμφωνίας τους με τους Εναγόμενους ότι θ’ απαλλάσσονταν από την υποχρέωση για καταβολή ΕΕΑ επί μερισμάτων ή ότι πρόθεσή τους ήταν να υπάρξει απαλλοτρίωση του Ακινήτου ή ότι η συμφωνία τους για πώληση θα γινόταν με όρους απαλλοτρίωσης ή ακόμα και ότι οι Εναγόμενοι δολίως δεν ενήργησαν προς εκείνη την κατεύθυνση ή ότι, εν πάση περιπτώσει, η λήψη δικαστικών μέτρων μετά την επιβολή της ΕΕΑ στους Ενάγοντες αποτελούσε δόλια ή παράνομη ενέργεια. Για αυτούς τους λόγους, η Αγωγή των Εναγόντων δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Υπενθυμίζω ότι η Αγωγή βασίστηκε σε διαζευκτικές βάσεις και με εκείνη αξιώθηκαν διάφορες θεραπείες. Από τη στιγμή που η κατάληξή μου είναι ότι δεν απεδείχθη ούτε συμφωνία με το περιεχόμενο που ισχυρίστηκαν οι Ενάγοντες ούτε ότι οι Εναγόμενοι εξαπάτησαν τους Ενάγοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπο, καμία εκ των θεραπειών που ζητούνται δεν είναι δυνατό ν’ αποδοθεί.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αγωγή απορρίπτεται. Δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο γιατί τα έξοδα να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και επιδικάζω αυτά υπέρ των Εναγόμενων και εναντίον των Εναγόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. C & A Pelekanos Associates Limited ν. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

[2] (βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454)

[3] (βλ. Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506)

[4] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[5] (βλ. Χρυσάνθη Χρύσανθου και Σταύρος Φραντζή ν Αντρέα Φραντζή (2010) 1Β Α.Α.Δ.1295)

[6] βλ. Χ" Παυλή κ.ά v. Αβραάμ (2000) 1 ΑΑΔ 220 και Σωκράτης Ναθαναήλ v. Hissam Hes Ali (2001) 1 (Γ) 1689)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο