ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2919/2022

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ

Ενάγουσα

-και-

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 22 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/ Αιτήτρια: κ. Αγγελίδης για Π. Αγγελίδης & Σια ΔΕΠΕ.

Για την Εναγόμενη/ Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ι. Γεωργιάδου για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην αίτηση ημερ. 24.4.2023 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου)

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα-Αιτήτρια (στο εξής «η Ενάγουσα») αξιώνει από την Εναγόμενη-Καθ’ ης η Αίτηση, μεταξύ άλλων,  την ακύρωση της συμφωνίας απόκτησης Μετατρέψιμων Χρεογράφων 2013/2018 (στο εξής «τα Χρεόγραφα») που η τελευταία εξέδωσε κατά το έτος 2008 και/ή της συμφωνίας απόκτησης Μετατρέψιμων Αξιογράφων Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΚ») που εξέδωσε κατά το έτος 2009 και/ή της συμφωνίας απόκτησης Μετατρέψιμων Αξιογράφων Ενισχυμένου Κεφαλαίου (στο εξής «τα ΜΑΕΚ») που η τελευταία εξέδωσε το 2011, ως επίσης και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €200.000, ποσό το οποίο κατέβαλε στην Εναγόμενη για την αγορά των πιο πάνω επίδικων αξιών, αλλά και τόκο προς 7% επί του πιο πάνω ποσού, από την ημερομηνία που η Εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλλει τόκους στην Ενάγουσα και/ή αποζημιώσεις για παράβαση θέσμιου καθήκοντος και/ή ανεπίτρεπτου επηρεασμού και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της Εναγόμενης. Σημειώνω ότι από τούδε και στο εξής, τα Χρεόγραφα, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ, θα αναφέρονται μαζί ως «οι επίδικες αξίες», ενώ οι συμφωνίες για την απόκτηση τους, θα αναφέρονται μαζί ως «οι επίδικες συμφωνίες».

 

Η Εναγόμενη με την Έκθεση Υπεράσπισης της και δη στην παράγραφο 2 αυτής, εγείρει την πιο κάτω προδικαστική ένσταση:

 

«Οι Εναγόμενοι εγείρουν προδικαστική ένσταση και αναφέρουν ότι η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί εκπρόθεσμα από την ενάγουσα, αφού τα δικαιώματα αυτού έχουν παραγραφεί με βάση τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (66(Ι)/2012) ως αυτός έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 150(Ι)2017. Ως εκ τούτου η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί ένεκα κατάχρησης της διαδικασίας και/ή παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος της ενάγουσας και/ή ύπαρξης κωλύματος εκ μέρους της ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή»[1].

 

Η υπό κρίση Αίτηση

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, η οποία σημειώνω ότι έχει καταχωρηθεί εκ μέρους της Ενάγουσας, επιζητείται, ουσιαστικά, από το Δικαστήριο (α) η προδικαστική εκδίκαση του ανωτέρω αναφερόμενου νομικού σημείου που εγείρεται από την Εναγόμενη, στη βάση της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Επιζητείτο, επίσης, με την υπό κρίση Αίτηση και (β) διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να παρατείνει την προθεσμία εντός της οποίας δύναται να καταχωρηθεί η παρούσα αγωγή. Εντούτοις, στις 10.10.2023, ο συνήγορος της Ενάγουσας απέσυρε το υπό στοιχείο (β) ανωτέρω. Περαιτέρω, κατά την εν λόγω ημερομηνία, η Εναγόμενη δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν έχει ένσταση στο υπό ζητούμενο στοιχείο (α) ανωτέρω και συμφώνησε όπως εκδικαστεί, προδικαστικά, το εγειρόμενο, από την ίδια, νομικό σημείο, για το οποίο και εκδόθηκε, εκ συμφώνου, σχετικό διάταγμα. Ακολούθως, το πιο πάνω προδικαστικό σημείο ορίστηκε για ακρόαση, αφού υπάρχει σοβαρό νομικό ζήτημα προς εκδίκαση, το οποίο αν αποφασισθεί από το Δικαστήριο υπέρ της Εναγόμενης, τότε αποφασίζεται όλη η αγωγή ή ένα ουσιώδες ζήτημα αυτής. Και τούτο διότι το ζήτημα της παραγραφής των αγώγιμων δικαιωμάτων της Ενάγουσας, ως αυτό εγείρεται από την Εναγόμενη, αποτελεί ζήτημα αμιγώς νομικό, και επομένως, μπορεί να εκδικαστεί προδικαστικά, εφόσον, αν αποφασιστεί υπέρ της, τότε η παρούσα αγωγή ή μέρος αυτής θα πρέπει να ανασταλεί (βλ. Δημήτρη Φεσσά κ.α v. Ευανθίας Α. Κασάπη (1994) 1 ΑΑΔ 337) Η προκαταρκτική επίλυση του όλου ζητήματος, αδιαμφισβήτητα, θα συμβάλει, υπό την προϋπόθεση ότι η προδικαστική ένσταση θα επιτύχει, στην εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων (βλ. σχετική ανάλυση αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την προδικαστική εκδίκαση νομικών σημείων στις υποθέσεις Malachtou v. Armeftis (1984) 1 C.L.R. 548, Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ  ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, Ιωάννης Νικόλα Χ″Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1Β Α.Α.Δ 949, Σάββα ν. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2009)1 Α.Α.Δ.1609, Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian κ.α., Πολιτική Έφεση 151/10, ημερ. 7.3.2014).

 

Η υπό κρίση Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, ενώ η Εναγόμενη δεν καταχώρησε οποιαδήποτε ένσταση και, στις 7.7.2023, αμφότερες οι πλευρές, κατέθεσαν κατάλογο παραδεκτών γεγονότων στο Δικαστήριο, ως προς το υπό εξέταση νομικό σημείο που εγείρεται στην παράγραφο 2 της Υπεράσπισης της Εναγόμενης, ήτοι κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας έχει παραγραφεί.

 

Τα εν λόγω παραδεκτά γεγονότα, ως αυτά δηλώθηκαν από αμφότερες τις πλευρές, είναι τα εξής:

 

1. Η Eναγόμενη είναι δημόσια εταιρεία και αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα.

 

2. Κατά ή περί τον Ιούλιο του 2008, η Ενάγουσα υπέγραψε έντυπο αίτησης και απέκτησε 200.000 Χρεόγραφα, συνολικής αξίας €200.000, χρησιμοποιώντας τα χρήματα που είχε κατατεθειμένα σε λογαριασμό στο όνομα της, στην Eναγόμενη (Παράρτημα Α στον Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερ. 7.7.2023).

 

3. Περί τις 29.5.2009, η Ενάγουσα υπέγραψε έντυπο αίτησης και απέκτησε 200.000 ΜΑΚ, συνολικής αξίας €200.000, χρησιμοποιώντας τα πιο πάνω Χρεόγραφα που κατείχε στο όνομα της (Παράρτημα Β στον Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερ. 7.7.2023).

 

4. Περί τον Μάιο του 2011, η Ενάγουσα υπέγραψε έντυπο αίτησης και απέκτησε 200.000 ΜΑΕΚ, αξίας €200.000, μετατρέποντας τα ΜΑΚ που κατείχε στο όνομά της (Παράρτημα Γ στον Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερ. 7.7.2023).

 

5. Στις 8.8.2013, η Eναγόμενη απέστειλε επιστολή προς την Ενάγουσα, πληροφορώντας την για τη μετατροπή των ΜΑΕΚ που κατείχε σε μετοχές της Εναγόμενης, κατ' εφαρμογή των σχετικών Διαταγμάτων και Νομοθεσίας που εκδόθηκαν, από την Αρχή Εξυγίανσης, (Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου) κατά τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο του 2013. Ένεκα της εν λόγω μετατροπής, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη οικονομική ζημιά, ύψους €155.231,74, ποσό το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των ΜΑΕΚ που κατείχε με την ονομαστική αξία του αριθμού των συνήθων μετοχών που έλαβε.

 

6. Τέλος, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι κατά τις περιόδους μεταξύ 31.12.2008 – 31.12.2011, η Ενάγουσα έλαβε τους τόκους που καταγράφονται στο Παράρτημα Ε (βλ. Κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερ. 7.7.2023) αναφορικά με τις επίδικες αξίες (Χρεόγραφα, ΜΑΚ και ΜΑΕΚ) που κατείχε κατά τις εν λόγω χρονικές περιόδους.

 

Προκύπτει, επομένως, ότι το πραγματικό υπόβαθρο που περιβάλλει την υπό κρίση Αίτηση δεν βρίσκεται υπό αμφισβήτηση και, επομένως, το Δικαστήριο έχει ενώπιον του αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά γεγονότα για να αποφασίσει επί της ουσίας του ζητήματος, ήτοι κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας έχει παραγραφεί (βλ. μεταξύ άλλων, Malachtou v. Armeftis, Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ  ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά. και Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Nada Terzian κ.α. (ανωτέρω)).

 

Η ακροαματική διαδικασία

 

Κατά τη μέρα της ακρόασης της υπό κρίση Αίτησης, οι δύο πλευρές, καταχώρησαν τις γραπτές τους αγορεύσεις, με τις οποίες υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους, ενώ τους δόθηκε, επίσης, η ευκαιρία να αγορεύσουν ενώπιον του Δικαστηρίου, προφορικά, ως προς τα κυριότερα επιχειρήματα τους.

 

Προκύπτει, μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων, ότι και οι δύο αναγνωρίζουν ότι σε σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα, εφαρμογής τυγχάνει ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος, Ν. 66(Ι)/2012 (στο εξής «ο περί Παραγραφής Νόμος ή Ν. 66(Ι)/2012»). Εντούτοις, ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους, αποτελεί η ερμηνεία των διατάξεων του Ν. 66(Ι)2012 και ο τρόπος εφαρμογής του στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  

 

Νομική Πτυχή και εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω τη νομική πτυχή που περιβάλλει την υπό κρίση Αίτηση, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω το εξής. Το ζήτημα της παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος, εξετάζεται στη βάση των βάσεων αγωγής, ως αυτές προβάλλονται στο δικόγραφο του ενάγοντα (ήτοι την Έκθεση Απαίτησης).

 

Εν προκειμένω, έχοντας προσεκτικά μελετήσει την Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας, παρατηρώ ότι δεν προβάλλεται από αυτήν οποιαδήποτε αξίωση για αποζημιώσεις για αμέλεια εκ μέρους της Εναγόμενης, ούτε δικογραφούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αμέλειας, αλλά ούτε, έστω και ακροθιγώς, δικογραφικά, προβάλλεται ισχυρισμός περί αμέλειας. Επομένως, είναι αβίαστα που προκύπτει ότι η παρούσα αγωγή δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε αιτία αγωγής στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας. Ενόψει τούτου, οποιεσδήποτε θέσεις και σχετική ανάλυση του Ν. 66(Ι)/2012, για παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος της Ενάγουσας, στη βάση του αστικού αδικήματος της αμέλειας, ως τούτες προβάλλονται στην αγόρευση των συνηγόρων της Εναγόμενης, δεν θα ληφθούν υπόψη.

 

Εκείνο που, σαφώς, προκύπτει από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης είναι ότι η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η υπογραφή και/ή κατάρτιση των επίδικων συμφωνιών από μέρους της, έγινε χωρίς την ελεύθερη συναίνεση της, ένεκα των κατ’ ισχυρισμών ψευδών παραστάσεων και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και/ή αθέμιτου επηρεασμού (undue influence) εκ μέρους της Εναγόμενης και δικογραφεί, προς τούτο, σχετικές λεπτομέρειες και, στη βάση αυτών, επιζητεί διάταγμα ακύρωσης των επίδικων συμφωνιών. Βάσει των ανωτέρω, το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας βασίζεται, τουλάχιστον, στα άρθρα 10, 14, 16, 17, 18, 19 και 20 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και, ενδεχομένως, στο αστικό αδίκημα της απάτης και/ή δόλου (βλ. άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148), μολονότι οι σχετικές, προς τούτο, δικογραφήσεις της, σκοπό έχουν να προωθήσουν τη θέση της Ενάγουσας ότι η συναίνεση της να συμβληθεί με την Εναγόμενη, δεν ήταν ελεύθερη. Ενόψει των ανωτέρω, οποιοιδήποτε ισχυρισμοί εκ μέρους της Ενάγουσας (είτε στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, είτε στην αγόρευση των συνηγόρων της) περί του ότι η παρούσα αγωγή δεν βασίζεται σε οποιαδήποτε παράβαση, είτε του περί Συμβάσεων Νόμου, είτε του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, δεν θα ληφθεί υπόψη, εφόσον δικογραφικά περιλαμβάνονται τα πιο πάνω ως αιτίες αγωγής.

 

Επίσης, στη βάση πάντα των δικογραφημένων θέσεων της Ενάγουσας (στην Έκθεση Απαίτησης της), προκύπτει ότι η αγωγή της βασίζεται και στην κατ’ ισχυρισμόν παράβαση, εκ μέρους της Εναγόμενης, των εκ του Νόμου θέσμιων καθηκόντων της, και δη ότι η τελευταία ενήργησε κατά παράβαση του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, Ν. 144(Ι)/2007 (στο εξής «ο Ν. 144(Ι)/2007») και δικογραφεί, προς τούτο, σχετικές λεπτομέρειες στην Έκθεση Απαίτησης της.

 

Κατά συνέπεια, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση, έχοντας κατά νου ότι η παρούσα αγωγή της Ενάγουσας αποκαλύπτει τις πιο πάνω αιτίες αγωγής.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεκτά γεγονότα (ανωτέρω), αλλά και τις δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων (ως αυτές προκύπτουν μέσω των αγορεύσεων τους), η συμπλήρωση των βάσεων αγωγής της Ενάγουσας, προέκυψε στις 8.8.2013 όταν αυτή ενημερώθηκε, μέσω σχετικής επιστολής της Εναγόμενης, ότι οι επίδικες αξίες που κατείχε μετατράπηκαν σε μετοχές της Εναγόμενης. Η καταχώρηση της παρούσας αγωγής ακολούθησε στις 27.12.2022.

 

Προχωρώ τώρα να παραθέσω τις πρόνοιες του περί Παραγραφής Νόμου που αφορούν την εξέταση της υπό κρίση Αίτησης. Σημειώνω ότι η οποιαδήποτε αναφορά σε πρόνοιες και νόμους που ίσχυαν κατά καιρούς αναφορικά με την παραγραφή αγώγιμων δικαιωμάτων, μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, είναι, κατά τη γνώμη μου αχρείαστη, εφόσον είναι νομολογημένο ότι το ζήτημα της παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος εξετάζεται στη βάση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής (βλ. Δημητρίου v. Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834). Αφ’ ης στιγμής, η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 27.12.2022, είναι ξεκάθαρο ότι το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την καταχώρηση της ήταν ο περί Παραγραφής Νόμος, Ν. 66(Ι)/2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012, και, επομένως, είναι αυτός που έχει εφαρμογή.

 

Στη βάση του άρθρου 3 του Ν. 66(Ι)/2012, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής. Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24 και 29, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρά από την 1.1.2016.

 

Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του ίδιου Νόμου, «βάση της αγωγής» καθορίζεται ως το σύνολο των γεγονότων που θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμα στο οποίο αφορά η αγωγή.

 

Το άρθρο 24 του Ν. 66(Ι)/2012 προβλέπει τα εξής:

 

«24. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν:

 […],

(ε) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε νομική διάταξη, αν:

(i) αυτή δεν περιλαμβάνεται στις καταργούμενες από το άρθρο 29 διατάξεις, και

(ii) δεν είχε ανασταλεί δυνάμει του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου, […]».

 

Περαιτέρω, το άρθρο 29 του Ν. 66(Ι)/2012, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«29.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου καταργούνται οι νόμοι που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του Παραρτήματος και στην έκταση που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Παραρτήματος.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη σε οποιοδήποτε ειδικό νόμο προθεσμία για παραγραφή, σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου».

 

Στο Παράρτημα, στο οποίο αναφέρεται το άρθρο 29 του Ν. 66(Ι)/2012, περιλαμβάνεται ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, και δη το άρθρο 68 αυτού, αλλά μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, δηλαδή μετά την 1.7.2012. Προκύπτει, επομένως, ότι για αστικά αδικήματα που έλαβαν χώρα πριν την 1.7.2012, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 68 του Κεφ. 148, ενώ για αστικά αδικήματα που έλαβαν χώρα κατά ή μετά την 1.7.2012, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 6 του Ν. 66(Ι)/2012 (βλ. κατωτέρω).

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, με δεδομένο ότι αποτελεί κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι η συμπλήρωση των βάσεων αγωγής της Ενάγουσας έγινε στις 8.8.2013, και δη ημερομηνία μεταγενέστερη της έναρξης ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ο χρόνος παραγραφής, εν προκειμένω, για όλες τις αιτίες αγωγής που δικογραφούνται στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας, ξεκινά να μετρά από την 1.1.2016, κάτι το οποίο, εν πάση περιπτώσει, αποτελεί και κοινό τόπο μεταξύ των συνηγόρων των διαδίκων, ως τούτο προκύπτει από τις γραπτές τους αγορεύσεις.

 

Προχωρώ, επομένως, κατ’ αρχάς, να εξετάσω κατά πόσο έχει παραγραφεί το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή στη βάση του αστικού αδικήματος του δόλου και/ή απάτης. Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Ν. 66(Ι)/2012 «Τηρουμένων των εδαφίων (2), (3) και (4) καμιά αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής»[2]. Έχοντας πλέον ως δεδομένο ότι ο χρόνος παραγραφής, εν προκειμένω, ξεκινά να μετρά από την 1.1.2016, τα 6 έτη για την καταχώρηση της παρούσας αγωγής έληγαν στις 31.12.2021. Συνεπώς, κατά την ημερομηνία καταχώρησης της παρούσας αγωγής, το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, είχε ήδη παραγραφεί.

 

Στρέφομαι τώρα να εξετάσω κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή επικαλούμενη ακυρότητα των συμφωνιών για απόκτηση των επίδικων αξιών και/ή για παράβαση σύμβασης, έχει παραγραφεί.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του περί Παραγραφής Νόμου, Ν. 66(Ι)/2012:

 

«7.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), καμιά αγωγή που αφορά σύμβαση δεν εγείρεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής[3].

(2) […]»

 

Θεωρώ ότι, σε ότι αφορά το μέρος της αγωγής της Ενάγουσας με το οποίο αυτή αξιώνει την απόδοση αποζημιώσεων ύψους €200.000 πλέον των τόκων που θα λάμβανε, στη βάση των επίδικων συμφωνιών, από την ημερομηνία που η Εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλλει σε αυτήν τους εν λόγω τόκους, τούτο προφανώς αφορά σε σύμβαση, εφόσον η μη καταβολή των τόκων από την Εναγόμενη, βασίζεται σε κατ’ ισχυρισμόν παράβαση των όρων των, μεταξύ των μερών, επίδικων συμφωνιών και, επομένως, εφαρμογής τυγχάνει το άρθρο 7 του Ν. 66(Ι)/2012, ανωτέρω. Συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 7 και του άρθρου 3 του Ν. 66(Ι)/2012, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αγωγή της Ενάγουσας θα έπρεπε να εγερθεί εντός 6 ετών από την 1.1.2016 και, επομένως, το αγώγιμο δικαίωμα της αναφορικά με την παράβαση των επίδικων συμφωνιών, έχει ξεκάθαρα παραγραφεί.

 

Με έχει προβληματίσει κατά πόσο το μέρος της αγωγής της Ενάγουσας το οποίο βασίζεται στην κατ’ ισχυρισμό παράβαση του περί Συμβάσεων Νόμου, ένεκα των κατ’ ισχυρισμών ψευδών παραστάσεων και/ή αθέμιτης επιρροής και/ή απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων εκ μέρους της Εναγόμενης και κατ’ επέκταση στην αξίωση της για ακύρωση των επίδικων συμφωνιών, αφορά σύμβαση στην έννοια του άρθρου 7 του Ν. 66(Ι)/2012 (ανωτέρω). Και τούτο επί τη βάση του ότι, η όποια θεραπεία επιζητείται για ακύρωση των επίδικων συμφωνιών, επιζητείται βάσει της αρχής του restitutio in integrum, δηλαδή της αποκατάστασης των μερών στη θέση στην οποία θα βρίσκονταν αν η σύμβαση δεν είχε καταρτιστεί. Κρίνω όμως ότι, αφ’ ης στιγμής, για να αποδοθεί η εν λόγω θεραπεία, θα πρέπει, πρώτα, να αποφασιστεί κατά πόσο, οι επίδικες συμφωνίες καταρτίστηκαν νόμιμα και/ή με την ελεύθερη συναίνεση της Ενάγουσας, η παρούσα αγωγή δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί, και επί τούτου του μέρους της, ότι αφορά σύμβαση. Ενόψει των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 7 και του άρθρου 3 του Ν. 66(Ι)/2012, οδηγεί, ως προανέφερα, στο συμπέρασμα ότι η αγωγή της Ενάγουσας, στο μέρος που αφορά σύμβαση, θα έπρεπε να εγερθεί εντός 6 ετών από την 1.1.2016, η παρούσα αγωγή σε ό,τι αφορά και το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα της να διεκδικεί ακύρωση των επίδικων συμφωνιών, έχει, επίσης, παραγραφεί.

 

Παραμένει τώρα να εξεταστεί κατά πόσο έχει παραγραφεί και το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας να προωθεί την παρούσα αγωγή στη βάση της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης θέσμιου καθήκοντος εκ μέρους της Εναγόμενης. Η όποια αναφορά για αξίωση στη βάση παράβασης θέσμιου καθήκοντος στο Ν. 66(Ι)/2012 βρίσκεται στο άρθρο 6(2) αυτού, το οποίο προνοεί ότι «(2) Αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση».

 

Αποτελεί θέση της πλευράς της Εναγόμενης ότι στη βάση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, το δικαίωμα της Ενάγουσας να εγείρει αγωγή εναντίον της στη βάση παράβασης θέσμιου καθήκοντος, παραγράφηκε με την παρέλευση των 3 ετών από την 1.1.2016.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η θέση της πλευράς της Ενάγουσας, η οποία ισχυρίζεται ότι το άρθρο 6(2) του Ν. 66(Ι)/2012, δεν τυγχάνει εφαρμογής, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός εκ μέρους της ότι έχει υποστεί οποιαδήποτε σωματική βλάβη, συνεπεία της παράβασης του θέσμιου καθήκοντος της Εναγόμενης, αλλά εκείνο που ισχυρίζεται ότι υπέστη είναι οικονομική βλάβη και/ή ζημιά. Επομένως, είναι η θέση της ότι η εν λόγω νομοθετική πρόνοια (άρθρο 6(2)), δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον δεν ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη να συμπεριλάβει και την πρόκληση οικονομικής ζημιάς στην εν νομοθετική διάταξη, για σκοπούς παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος για παράβαση θέσμιου καθήκοντος, αλλά πρόθεση του ήταν να περιλάβει σε αυτήν μόνο την πρόκληση σωματικής βλάβης.

 

Το λεκτικό της πιο πάνω επίμαχης νομοθετικής πρόνοιας είναι καθαρό και κρίνω ότι είναι αβίαστα που προκύπτει το συμπέρασμα ότι η προθεσμία των 3 ετών που εκεί αναφέρεται, αφορά σε αξίωση σε αγωγή για αποζημιώσεις για σωματική βλάβη και δεν μπορεί να της δοθεί άλλη ερμηνεία[4]. Το πρώτο μέρος του πιο πάνω εδαφίου δεν μπορεί να διαβαστεί ξεχωριστά από την επιφύλαξη αυτού. Αφ’ ης στιγμής η επιφύλαξη της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, αναφέρει ρητώς ότι ο χρόνος παραγραφής των 3 ετών σε αγωγή για αμέλεια, οχληρία, παράβαση θέσμιου καθήκοντος, μπορεί να μετρά σε χρόνο μεταγενέστερο της συμπλήρωσης της βάσης αγωγής, αν το πρόσωπο που υπέστη «τη σωματική βλάβη» έλαβε γνώση αυτής μεταγενέστερα, θεωρώ ότι δεν μπορεί να προσδοθεί άλλη ερμηνεία, πέραν από τη λεκτική ερμηνεία αυτού και το σύνηθες και φυσικό νόημα που αποδίδεται στο μέσο λογικό άνθρωπο διαβάζοντας το εν λόγω εδάφιο. Εν προκειμένω, ο προσδιορισμός, στην επιφύλαξη του εν λόγω εδαφίου, ότι «αν το πρόσωπο που υπέστη τη σωματική βλάβη»[5] και όχι σωματική βλάβη, έλαβε γνώση αυτής μεταγενέστερα, οδηγεί στο δίχως άλλο συμπέρασμα ότι και το πρώτο μέρος του εδαφίου που προσδιορίζει ως περίοδο παραγραφής τα 3 χρόνια για τα εν λόγω αστικά αδικήματα, αφορά τις περιπτώσεις όπου η αξίωση στην αγωγή δεν είναι άλλη από σωματικές βλάβες, οι οποίες προκλήθηκαν ένεκα αμέλειας, οχληρίας ή παράβασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Με βρίσκει, επομένως, σύμφωνη η θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι η εν λόγω νομοθετική πρόνοια δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, καθότι, εν προκειμένω, δεν υπάρχει οποιασδήποτε δικογραφημένος ισχυρισμός εκ μέρους της Ενάγουσας ότι έχει υποστεί οποιαδήποτε σωματική βλάβη ένεκα της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων υποχρεώσεων της Εναγόμενης, αλλά ο δικογραφημένος ισχυρισμός της είναι ότι αυτή υπέστη οικονομική ζημία στη βάση της εν λόγω παράβασης.

 

Εν πάση περιπτώσει, εντελώς παρεμφερώς και χωρίς τούτο να επιδρά καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην πιο πάνω κρίση μου, σημειώνω το εξής. Το Αγγλικό Limitation Act του 1980, το οποίο σε αρκετά σημεία του είναι παρόμοιο με το Ν. 66(Ι)/2012, προσδιορίζει – στο άρθρο 11 αυτού – ως χρόνο παραγραφής τα 3 έτη από τη συμπλήρωση της βάσης αγωγής ή από τη μέρα που το πρόσωπο που υπέστη τη σωματική βλάβη έλαβε γνώση αυτής, για αγωγές που αφορούν αξίωση για σωματικές βλάβες που προκλήθηκαν ένεκα αμέλειας, οχληρίας ή παράβασης θέσμιου καθήκοντος, ενώ ο χρόνος παραγραφής, γενικά, για αστικά αδικήματα είναι 6 χρόνια (βλ. άρθρο 2 του Limitation Act του 1980).

 

Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι, η παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο Νόμος, δυνατόν να στοιχειοθετήσει το αστικό αδίκημα της παράβασης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 44(1), παρ. 1360). Πρόκειται για αστικό αδίκημα που διακρίνεται από το αστικό αδίκημα της αμέλειας (Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτικές Εφέσεις αρ. 378/09 και 386/09, ημερ. 10.7.2015). Στην υπόθεση Κουππαρής ν Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1780, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα για το συγκεκριμένο αδίκημα:

 

«Πρόκειται για αστικό αδίκημα γνωστό στο κοινοδίκαιο το οποίο αποτελεί μέρος του Κυπριακού Δικαίου βάσει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, του 1960, (Ν. 14/60), η μη ενσωμάτωση του οποίου στον Κώδικα Αστικών Αδικημάτων δεν αποκλείει την εφαρμογή του.»

 

Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148, δεν προβλέπει εξαντλητικά το σύνολο των αστικών αδικημάτων (torts) για τα οποία μπορεί να εγερθεί αγωγή στην Κύπρο (βλ. The Universal Advertising and Publishing Agency and others v Panayiotis A. Vouros, Vol. 19 C.L.R. 87). Αστικά αδικήματα τα οποία αναγνωρίζονται από το κοινοδίκαιο και για τα οποία δεν γίνεται πρόβλεψη στο Κεφ. 148, αποτελούν μέρος του κυπριακού δικαίου στη βάση του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

 

Επανερχόμενη και έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, αφ’ ης στιγμής η παράβαση θέσμιου καθήκοντος αποτελεί αστικό αδίκημα, κρίνω ότι η πρόνοια του Ν. 66(Ι)/2012, η οποία είναι σχετική αναφορικά με την παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος σε σχέση με την παράβαση θέσμιου καθήκοντος, συνεπεία της οποίας ο ενάγοντας υπέστη ζημία, άλλη από σωματική, είναι το άρθρο 6(1) (βλ. ανωτέρω), το οποίο αφορά γενικά σε αστικά αδικήματα. Στην παρούσα περίπτωση, συνδυασμένη ανάγνωση του άρθρου 3 και του άρθρου 6(1) του Ν. 66(Ι)/2012, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παραγραφή του εν λόγω αγώγιμου δικαιώματος, ήτοι της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, ξεκινά να προσμετρά 6 χρόνια από την 1.1.2016.

 

Ωστόσο, εν προκειμένω, σε ότι αφορά τη βάση αγωγής της παράβασης θεσμοθετημένου καθήκοντος, σχετική είναι, επίσης, η πρόνοια του άρθρου 27Α του Ν. 66(Ι)/2012, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το Ν. 58(Ι)/2021[6] και το Ν. 53(Ι)/2022, και η οποία προβλέπει τα εξής[7]:

 

«27Α. Παρά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος για αμέλεια ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος κατά φυσικού ή νομικού προσώπου, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2021, αναστέλλεται για χρονική περίοδο είκοσι τεσσάρων (24) μηνών»

 

Είναι επομένως σαφές, στη βάση της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, ότι ο προβλεπόμενος χρόνος παραγραφής των 6 ετών αναφορικά με το αγώγιμο δικαίωμα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, αναστάληκε από τις 20.4.2021, για περίοδο 24 μηνών, ήτοι μέχρι τις 20.4.2023.

 

Αποτελεί θέση της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το άρθρο 27Α του Ν. 66(Ι)/2012 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, καθότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας στη βάση της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης θέσμιου καθήκοντος εκ μέρους της Εναγόμενης, είχε ήδη παραγραφεί την 1.1.2019 (στη βάση του άρθρου 6(2) του Ν. 66(Ι)/2012) και, επομένως, αφ’ ης στιγμής οι Ν. 58(Ι)/2021 και Ν. 53(Ι)/2022 τέθηκαν σε ισχύ μετά την παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής, δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ και να αναβιώσουν το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, το οποίο είχε ήδη παραγραφεί. Αν και η επιχειρηματολογία της συνηγόρου της Εναγόμενης, επί τοι βάσει του ότι αν το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας ήταν ήδη παραγεγραμμένο όταν τέθηκαν σε ισχύ οι Ν. 58(Ι)/2021 και Ν. 53(Ι)/2022 και, αφού ο Νομοθέτης δεν έδωσε σε αυτούς (τους Νόμους) οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ, τούτο δεν θα μπορούσε να αναβιώσει, με βρίσκει γενικότερα σύμφωνη, εντούτοις, εν προκειμένω, η θέση και επιχειρηματολογία της βασίζεται επί λανθασμένης εφαρμογής του άρθρου 6(2) του Ν. 66(Ι)/2012 στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και, επομένως, λανθασμένης εφαρμογής ως χρόνου παραγραφής τα 3 έτη από την 1.1.2016. Όπως εξήγησα ανωτέρω, το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας στη βάση της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης θέσμιου καθήκοντος είχε περίοδο παραγραφής 6 ετών από την 1.1.2016 και, επομένως, η Ενάγουσα είχε δικαίωμα να εγείρει την αγωγή της μέχρι τις 31.12.2021, ημερομηνία μεταγενέστερη της εφαρμογής των Ν. 58(Ι)/2021 και Ν. 53(Ι)/2022.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας στη βάση παράβασης θέσμιου καθήκοντος, το οποίο, στη βάση του άρθρου 6(1) του Ν. 66(Ι)/2012 παραγραφόταν κανονικά στις 31.12.2021, ένεκα της αναστολής της παραγραφής του με τους τροποποιητικούς νόμους Ν. 58(Ι)/2021 και Ν. 53(Ι)/2022 για περίοδο 24 μηνών, τούτο πλέον θα παραγραφόταν στις 20.4.2023, ημερομηνία μεταγενέστερη της καταχώρησης της αγωγής της Ενάγουσας και επομένως, το αγώγιμο δικαίωμα της, στη βάση αυτού του αστικού αδικήματος, δεν είχε παραγραφεί κατά την ημέρα καταχώρησης της παρούσας αγωγής της.

 

Κατάληξη

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, στο βαθμό που αυτό αφορά σε παράβαση θέσμιου και/ή εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος της Εναγόμενης, δεν είχε παραγραφεί την ημέρα καταχώρησης της αγωγής της. 

 

Από την άλλη, κρίνω ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας για όλες τις λοιπές αιτίες αγωγής, είχε παραγραφεί την ημέρα καταχώρησης της παρούσας αγωγής της, και, συνεπώς, η αγωγή της Ενάγουσας, στο βαθμό που τούτη έχει ως βάση τις εν λόγω λοιπές αιτίες αγωγής, αναστέλλεται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα, με δεδομένο ότι η προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης έχει επιτύχει εν μέρει, κρίνω ορθότερο όπως υπέρ της επιδικασθεί μόνο το ήμισυ των εξόδων της παρούσας διαδικασίας εκδίκασης της προδικαστικής ένστασης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

A close-up of a signature

Description automatically generated

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Τυχόν ορθογραφικά ή γραμματικά λάθη, έχουν καταγραφεί αυτούσια.

[2] Υπογράμμιση δική μου, ως επίσης και όσες ακολουθούν από τούδε και στο εξής.

[3] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όλες όσες ακολουθούν.

[4] Βλ. Silvano κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 2529: «Το θέμα κρίνεται κατ' αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και μόνο εν αμφιβολία ανατρέχει κανείς σε άλλους κανόνες». Βλ., επίσης, Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 355 (απόφαση Ολομέλειας): «Η λεκτική διατύπωση αποτελεί την αφετηρία όλων των ερμηνευτικών προσπαθειών».

[5] Υπογράμμιση δική μου.

[6] Ο οποίος έχει έναρξη ισχύος τις 20.4.2021.

[7] Ακολούθησε και η τροποποίηση με το Ν. 26(Ι)/2023, ο οποίος σε ότι αφορά την παρούσα περίπτωση δεν θα ληφθεί υπόψιν, εφόσον αυτός τέθηκε σε ισχύ μετά την καταχώρηση της αγωγής της Ενάγουσας.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο