ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

Αγωγή αρ. 107/2022

 

Μεταξύ:

A.E.Z. TRUST & UPPER QUALITY SERVICES LTD, Χίου 2Α, 2301, Λακατάμεια, ΗΕ 273239, Λευκωσία, Κύπρος

Ενάγουσα

-και-

 

ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΠΠΗ (ΑΔΤ [ ]), [ ] 11Α, [ ], Λευκωσία, Κύπρος

 

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 22 Απριλίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα/Αιτήτρια: κα Γεωργίου για Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για την Εναγόμενη/ Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Γκούτρας για Μάριο Παπαλοϊζου.

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(στην αίτηση ημερ. 18.5.2023 για παράταση του χρόνου καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες)

 

 

Με την υπό κρίση Αίτηση, η Ενάγουσα-Αιτήτρια (στο εξής «η Ενάγουσα») επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παρατείνεται ο χρόνος καταχώρησης της προνοούμενης από τη Δ.30 Κλήσης για Οδηγίες.

 

Ως προκύπτει από τον δικαστηριακό φάκελο της υπόθεσης, η Υπεράσπιση της Εναγόμενης στην πιο πάνω αγωγή καταχωρήθηκε στις 29.11.2022, κατόπιν σχετικής αίτησης ημερ. 8.6.2022 που καταχώρησε η Ενάγουσα εναντίον της[1]. Στη βάση της Δ.21 θ.14, τα δικόγραφα στην πιο πάνω αγωγή συμπληρώθηκαν στις 7.12.2022, χωρίς η Ενάγουσα να καταχωρήσει οποιαδήποτε Απάντηση στην Υπεράσπιση[2]. Είναι επίσης κοινός τόπος μεταξύ των διαδίκων ότι η Ενάγουσα δεν καταχώρησε την προνοούμενη Κλήση για Οδηγίες εντός 90 ημερών (ήτοι μέχρι τις 7.3.2023) από την ημερομηνία που τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα (βάσει της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), ούτε έχει καταχωρήσει αυτή μέχρι και σήμερα.

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στη Δ.30, θ. 1-3, Δ.48 θ. 1-4, 8 (qq) και 9, Δ.47, Δ.57 θ. 1 και 2, Δ.25, Δ.63 και Δ.64 θ. 1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ, στη νομολογία, στις αρχές της επιείκειας, ως επίσης και στη σύμφυτη εξουσία και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Σε ότι αφορά τα γεγονότα επί των οποίων αυτή εδράζεται, τούτα προκύπτουν από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα (στο εξής «η ομνύουσα»). Εν πολλοίς, η ομνύουσα αναφέρει ότι ο λόγος που δεν καταχωρήθηκε η προνοούμενη από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Κλήση για Οδηγίες μέχρι σήμερα, είναι ένεκα εκ παραδρομής και/ή καλόπιστου λάθος εκ μέρους των συνηγόρων της Ενάγουσας, καθότι διέλαθε της προσοχής τους πως έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία για την Κλήση για Οδηγίες. Αναφέρει επίσης ότι, οι συνήγοροι της Ενάγουσας παρασύρθηκαν από το γεγονός ότι η αγωγή τροχιοδρομείτο και προωθείτο κανονικά, οι διαδικασίες ελέγχονταν από το Δικαστήριο και η αγωγή ορίζετο για οδηγίες, ενώ οι ενδιάμεσες αιτήσεις ορίζοντο για ακρόαση, χωρίς να υπεισέλθει της προσοχής οποιουδήποτε παράγοντα της δίκης η παράλειψη καταχώρησης Κλήσης για Οδηγίες. Είναι για αυτό το λόγο, ως αναφέρει, που παρέλειψαν οι συνήγοροι της να καταχωρήσουν εγκαίρως την Κλήση για Οδηγίες και/ή να αιτηθούν νωρίτερα παράταση του χρόνου καταχώρησης της. Επίσης, αναφέρει ότι όταν διαπιστώθηκε το εν λόγω λάθος και αβλεψία, η παρούσα αίτηση ετοιμάστηκε άμεσα και εντός εύλογου χρόνου, με σκοπό τη διόρθωση του εν λόγω καλόπιστου λάθους, το οποίο, είναι η πεποίθηση της, ότι είναι θεραπεύσιμο. Επιπρόσθετα με τα ανωτέρω, πάντα κατά την ομνύουσα, αποτελεί σημαντικό γεγονός ότι το Πρωτοκολλητείο ουδέποτε έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου την αγωγή για απόρριψη, ενώ η πλευρά της Εναγόμενης δεν προώθησε οποιοδήποτε γραπτό αίτημα για απόρριψη της αγωγής, εντός της προθεσμίας που προνοείται από τη Δ.30(1)(γ), ενώ ένα τέτοιο αίτημα δεν μπορεί να προωθηθεί προφορικά. Είναι, τέλος, η θέση της ότι η παράταση χρόνου για την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες, δεν θα παραβλάψει τα συμφέροντα της Εναγόμενης, ενώ η πλευρά της Ενάγουσας δεν θα αποκτήσει πλεονέκτημα από αυτήν.

 

Η Εναγόμενη-Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής «η Εναγόμενη») καταχώρησε Ειδοποίηση περί πρόθεσης ένστασης στην υπό κρίση Αίτηση (στο εξής «η Ένσταση»), στην οποία προβάλλονται συνολικά 6 λόγοι ένστασης. Τούτοι, επί της ουσίας τους, και ως αποκρυσταλλώνονται στην αγόρευση των συνηγόρων της, έχουν ως εξής: (1) η υπό κρίση Αίτηση αντίκειται στις διατάξεις της Δ.30 θ. 1(α)-(γ), (3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως επίσης και των Οδηγιών Πρακτικής αρ. 1 και 2, που ακολουθούν τα Δικαστήρια για την παράταση προθεσμιών που προκύπτουν από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ή απορρέουν από την έκδοση δικαστικών διαταγμάτων, (2) το αιτούμενο διάταγμα δεν δύναται να εκδοθεί, καθότι η Ενάγουσα δεν έχει καταδείξει, μέσω της μαρτυρίας που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης της με τις προθεσμίες της Δ.30 ή άλλο καλό λόγο που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση των εν λόγω προθεσμιών, (3) δεν θα διασφαλισθεί το δικαίωμα της δίκαιης δίκης που κατοχυρώνει το Άρθρο 30 του Συντάγματος, ως επίσης και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εάν το Δικαστήριο επιτρέψει την παράταση της προθεσμίας με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

Την Ένσταση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση δικηγόρου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη (στο εξής «ο ομνύοντας»). Μέσω της ένορκης του δήλωσης, ο ομνύοντας, στην ουσία, επαναλαμβάνει, πλέον όμως πιο λεπτομερώς και με επιχειρήματα, τους λόγους ένστασης της Εναγόμενης.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Ως προανέφερα, η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, στην Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα εξής:

 

«1. (α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.

 

(β) […]

 

(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο εναγόμενος δύναται, εντός περαιτέρω 15 ημερών, να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής και το Δικαστήριο δύναται, επιλαμβανόμενο τέτοιας αίτησης, είτε να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο, είτε να θεωρήσει την αίτηση ως κλήση για οδηγίες δυνάμει της παρούσας διαταγής:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα.

 

Νοείται ότι, η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.

[…]

 

2 (β) Οι προθεσμίες που προβλέπονται στον Κανονισμό 1(α) και 2(α) ανωτέρω, δύνανται να παραταθούν, εάν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράτασή τους» [3].

 

Επίσης, στη νομική βάση της υπό κρίση Αίτησης περιλαμβάνεται και η Δ.57 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί ως εξής:

 

«57.2. A Court or Judge shall have power to enlarge or abridge the time appointed by these Rules, or fixed by any order enlarging time, for doing any act or taking any proceeding, upon such terms (if any) as the justice of the case may require, and any such enlargement may be ordered although the application for the same is not made until after the expiration of the time appointed or allowed: provided that when the time for delivering any pleading or document or filing any affidavit, answer or document, or doing any act is or has been fixed or limited by any of these Rules or by any direction or order of the Court or Judge, the costs of any application to extend such time and of any order made thereon shall be borne by the party making such application unless the Court or Judge shall otherwise order».

 

 

Στη βάση των πιο πάνω, είναι εμφανές ότι η Δ.30 θ. 2(β) και η όποια δυνατότητα εκεί παρέχεται στο Δικαστήριο, δεν είναι άλλη από την παράταση του χρόνου καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες, η οποία στην ουσία αποτελεί τη θεραπεία παράτασης του χρόνου συμμόρφωσης, με τις προθεσμίες που θέτουν η Θεσμοί, που προνοεί η Δ.57 θ. 2, με τη διαφορά ότι η Δ.30 θ. 2(β) καθορίζει υπό ποιες προϋποθέσεις το Δικαστήριο δύναται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και να παρατείνει το χρόνο καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες.  

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, προχωρώ τώρα στο ζήτημα που καλούμαι να επιλύσω και αφορά στο κατά πόσο η παρούσα αγωγή θα πρέπει να θεωρηθεί ως εγκαταλειφθείσα και να απορριφθεί, ως είναι η θέση της Εναγόμενης, ή κατά πόσο θα πρέπει να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια, δυνάμει της Δ.30 θ.2(β) και να παρατείνω την προθεσμία έκδοσης της Κλήσης για Οδηγίες εκ μέρους της Ενάγουσας, ως είναι και το αίτημα της με την υπό κρίση Αίτηση.

 

Εν προκειμένω, η πλευρά της Ενάγουσας ισχυρίζεται ότι η μη καταχώρηση Κλήσης για Οδηγίες μέχρι σήμερα, οφείλεται, ουσιαστικά, σε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος και/ή αβλεψία. Από την άλλη, η πλευρά της Εναγόμενης ισχυρίζεται ότι ο λόγος που προβάλλεται από πλευράς της Ενάγουσας, ουδόλως αποτελεί καλό λόγο για να παραταθεί η προθεσμία έκδοσης της Κλήσης για Οδηγίες, εφόσον η παράλειψη και/ή αβλεψία των συνηγόρων της, δεν μπορεί να συνηγορήσει θετικά και να αποτελέσει καλό λόγο για έγκριση του αιτούμενου διατάγματος και, ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ισχυρίζεται, επίσης, η πλευρά της Εναγόμενης ότι, στη βάση της Δ.30 θ. 1(γ), σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι προθεσμίες της Δ.30, τότε η αγωγή θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και, επομένως, αφ’ ης στιγμής η παρούσα αγωγή εγκαταλείφθηκε από την Ενάγουσα, το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή από του να την απορρίψει, εφόσον δημιουργείται πλέον νομοθετικό τεκμήριο ότι η αγωγή έχει εγκαταλειφθεί και η απόρριψη της συνιστά απόρροια αυτού του νομοθετικού τεκμηρίου και είναι εσφαλμένο να εξετάζεται το ζήτημα της απόρριψης σε συνάρτηση με την όποια αδράνεια τυχόν επέδειξε ο εναγόμενος στο να ζητήσει εμπρόθεσμα τέτοια απόρριψη.

 

Έχοντας κατά νου τις πρόνοιες της Δ.30 πιο πάνω, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές, είναι ότι σε περίπτωση που ο ενάγοντας αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει Κλήση για Οδηγίες, εντός της τεθείσας προθεσμίας των 90 ημερών και ο εναγόμενος παραλείψει να ζητήσει την απόρριψη της αγωγής, εντός περαιτέρω 15 ημερών (από τη λήξη της προθεσμίας των 90 ημερών), μολονότι η αγωγή θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και ο Πρωτοκολλητής θα πρέπει να θέσει το φάκελο της ενώπιον του Δικαστηρίου προς απόρριψη, χρειάζεται δικαστική κρίση ως προς την απόρριψη της αγωγής και τούτη δεν απορρίπτεται κατά τρόπο αυτόματο. Εν προκειμένω, σημειώνω ότι ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης, ουδέποτε πριν την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης τέθηκε από το Πρωτοκολλητείο ενώπιον του Δικαστηρίου για απόρριψη. Και ενώ τέτοια παράλειψη ουδόλως μπορεί να δικαιολογήσει την αδράνεια της Ενάγουσας να προωθήσει την αγωγή της εντός της προθεσμίας που θέτει η Δ.30, εντούτοις δεν παύει σήμερα το Δικαστήριο ενώπιον του να έχει μία αγωγή η οποία δεν απορρίφθηκε και μία αίτηση με την οποία επιζητείται η παράταση του χρόνου καταχώρησης της προνοούμενης Κλήσης για Οδηγίες, με σκοπό η αγωγή της Ενάγουσας να προωθηθεί.

 

Κατά τη γνώμη μου, η επιφύλαξη της Δ.30 θ.1(γ) θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την Δ.30 θ. 2(β)[4], η οποία προνοεί ότι η προθεσμία έκδοσης Κλήσης για Οδηγίες δύναται να παραταθεί εάν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με την εν λόγω προθεσμία ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράτασή της. Εν προκειμένω, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη, τα όσα έχουν αναφερθεί από τον αδελφό Δικαστή Κ. Κωνσταντίνου, ΕΔ (ως ήταν τότε), στην Αγωγή αρ. 128/17, Σωτήρη Προκοπίου Ιωάννου ν. Αντώνη Χουβαρτά, απόφαση ημερ. 3.4.2018, τα οποία και υιοθετώ:

 

«Έχω τη γνώμη, ότι οι παραπάνω διατάξεις θα πρέπει να ερμηνευθούν ως εξής:

Σε περίπτωση που ο ενάγοντας αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει κλήση για οδηγίες, εντός της ταχθείσας προθεσμίας των 90 ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Σε τέτοια περίπτωση, το Πρωτοκολλητείο οφείλει να θέσει το φάκελο της αγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό - επομένως, όχι οποτεδήποτε κατά το δοκούν - προς απόρριψη. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Εάν καταδειχθεί ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία έκδοσης της κλήσης, εντός της σχετικής προθεσμίας ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί τη μη συμμόρφωση του ενάγοντα με την εν λόγω προθεσμία, παρέχεται στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να την παρατείνει. Η χρήση του ρήματος «καταδεικνύω» σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι δεν αποτελεί προαπαιτούμενο η καταχώρηση αίτησης εκ μέρους του ενάγοντα, για σκοπούς άσκησης της επί του προκειμένου διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει όταν ο εναγόμενος θελήσει να αιτηθεί την απόρριψη της αγωγής, για τον ίδιο λόγο, ο οποίος, για το σκοπό αυτό, από το περιεχόμενο της Δ.30 Θ.1(γ) είναι τελείως ξεκάθαρο ότι θα πρέπει να καταχωρήσει σχετική αίτηση και μάλιστα δια κλήσεως) σημαίνει δυο πράγματα. Καταρχήν, ότι το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια νοουμένου ότι με οποιοδήποτε τρόπο καταδειχθεί το πραγματικό είτε της μιας περίπτωσης είτε της άλλης, που του επιτρέπουν να παρατείνει την προθεσμία. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε με γραπτή αίτηση είτε ακόμη και με προφορικό αίτημα του ενάγοντα για παράταση της προθεσμίας, εντός της οποίας θα εκδώσει την κλήση για οδηγίες, ο οποίος, θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο σε τι συνίσταται η αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσής του με την προθεσμία των 90 ημερών από τη συμπλήρωση των δικογράφων, εντός της οποίας όφειλε να εκδώσει την κλήση για οδηγίες ή ο καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παρατείνει την ίδια προθεσμία. Και ενώ το πρώτο, σε κάθε περίπτωση, οφείλει να το αποδείξει ο ενάγοντας, το δεύτερο μπορεί να αποδειχθεί κατ' ακρίβεια «καταδειχθεί» από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης»[5].

 

Σημειώνω εδώ ότι με την τροποποίηση της Δ.30 (στις 28.7.2017)[6], η αυστηρότητα στην ερμηνεία της Δ.30 θ. 1(γ) έχει καμφθεί (βλ. Στέλιου Χαραλάμπους v. Έλενα Γεωργίου, Πολ. Έφεση 185/17, απόφαση ημερ. 18.4.2018), ECLI:CY:AD:2018:A173[7]. Επομένως, θεωρώ ότι οι διατάξεις της Δ.30, δεν θα πρέπει να ερμηνευθούν με υπέρμετρη αυστηρότητα, αλλά με πνεύμα επιείκειας και με γνώμονα το καλώς νοούμενο συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης, υπό το φως βεβαίως των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.

 

Στρέφομαι τώρα στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης και παρατηρώ τα ακόλουθα.

 

Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι σε ότι αφορά τη θέση της ομνύουσας στην Αίτηση περί του ότι η πλευρά της Ενάγουσας θεωρούσε ότι η αγωγή τροχιοδρομείτο κανονικά, μετά την παρέλευση της προθεσμίας για καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες και ότι ορίζοντο είτε για οδηγίες είτε για ακρόαση, ενώπιον του Δικαστηρίου, η αγωγή και/ή άλλες αιτήσεις, με κάθε σεβασμό τούτη δεν έχει έρεισμα στην παρούσα. Έχω ανατρέξει στο φάκελο του Δικαστηρίου και παρατηρώ ότι μετά την απόσυρση της αίτησης ημερ. 8.6.2022 (βλ. ανωτέρω), καμία άλλη αίτηση καταχωρήθηκε στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, ούτε και ο φάκελος της υπόθεσης τέθηκε για οποιοδήποτε λόγο ενώπιον του Δικαστηρίου, πριν από την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης.

 

Παρά όμως τα πιο πάνω, παρατηρώ και τα εξής. Η όποια καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης από πλευράς της Ενάγουσας, εν προκειμένω, δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες, μετά την ημερομηνία που παρήλθαν οι 90 ημέρες από τη συμπλήρωση των δικογράφων στην πιο πάνω αγωγή. Από μελέτη του φακέλου, εκτιμώ ότι όντως η καθυστέρηση στην καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας, πράγματι οφείλεται σε αβλεψία των συνηγόρων της.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκεί τη διακριτική του εξουσία υπέρ της παράτασης εκεί όπου διάδικος επιδεικνύει σπουδή για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων που εκτρέπονται λόγω σφάλματος ή αδιαφορίας, νοουμένου ότι δεν διαπιστώνεται ανατρεπτικός παράγοντας για την απονομή της δικαιοσύνης (βλ. Βουριά v. Δάσκαλου (1993) 1 ΑΑΔ 808). Η αμέλεια του δικηγόρου, σπάνια μπορεί να αποτελέσει λόγο για άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για παράταση των χρόνων που προνοούνται από τους Θεσμούς, ειδικά όταν παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την λήξη της προθεσμίας και ο αντίδικος έχει αποκτήσει κάποιο δικαίωμα ή συμφέρον που θα ανατραπεί με την παράταση της προθεσμίας (βλ. Fame  Transports  Ltd ν. Κυπριακή Δημοκρατία (2000) 3 ΑΑΔ 561). Στην υπόθεση Fame  Transports  Ltd (ανωτέρω) (η οποία αφορούσε αίτημα για παράταση του χρόνου άσκησης Έφεσης), αναφέρθηκαν τα εξής:

 

"Αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου άσκησης Έφεσης, είναι τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Οι προθεσμίες που τίθενται από τους Θεσμούς για τη λήψη δικονομικών μέτρων, οριοθετούν το πλαίσιο για την καλή απονομή της δικαιοσύνης. Η τήρησή τους εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Για να γίνει δεκτό αίτημα για την παράταση του χρόνου άσκησης Έφεσης, οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου και στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης. Η προθεσμία που τίθεται από τη Δ.35, θ.2 για την άσκηση Έφεσης είναι συνυφασμένη με την τελεσιδικία και τις αρχές της δικαιοσύνης που ταυτίζονται με αυτήν. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την άσκηση Έφεσης, ο επιτυχών διάδικος μπορεί με βεβαιότητα να προσβλέπει στην άσκηση των δικαιωμάτων που του αναγνωρίζονται με τη δικαστική απόφαση και το δημόσιο στην τελεσφόρηση των μηχανισμών της δικαιοσύνης. Το συμφέρον της δικαιοσύνης, είναι έννοια σύνθετη και πολυδιάστατη, συνυφασμένη με το σύνολο των αρχών του δικαίου και τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση, ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος»[8].

 

Στην υπόθεση Σολιάτης ν. Ανδρέας Χριστοδουλίδης (1990) 1 ΑΑΔ 1162, το Εφετείο επεξήγησε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να παρατείνει την προθεσμία για την καταχώρηση Έφεσης, είναι διακριτική και ότι θα πρέπει να ασκείται δικαστικά λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Σε εκείνην την υπόθεση, τονίστηκε ότι τα Δικαστήρια θα πρέπει να αποφεύγουν μίαν ανελαστική προσέγγιση των πραγμάτων και να επικεντρωθούν στα γεγονότα της υπόθεσης σε κάθε περίπτωση, για να αποφασίσουν εάν είναι ορθό, υπό τις περιστάσεις, να δοθεί η παράταση. Αναγνωρίστηκε η αρχή ότι λάθος ή αμέλεια του δικηγόρου, μπορεί να αποτελέσει λόγο για να δοθεί η παράταση στην κατάλληλη περίπτωση. Δόθηκαν παραδείγματα ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο Εφεσείοντας δεν αποταθεί στο Δικαστήριο έγκαιρα για παράταση του χρόνου, ο χρόνος μπορεί να παραταθεί.

 

Στην απόφαση Χόππης ν. Παναγής (1993) 1 ΑΑΔ 140, το Εφετείο τόνισε ότι αποκλειστικός οδηγός για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για την παράταση του χρόνου, εκεί του δικαιώματος για άσκηση Έφεσης, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Αποφασίστηκε, επίσης, στην εν λόγω απόφαση ότι για να γίνει δεκτό αίτημα για παράταση του χρόνου άσκησης έφεσης, οι λόγοι της καθυστέρησης πρέπει να εξηγούνται και να αντισταθμίζουν ουσιαστικά τις δυσμενείς επιπτώσεις στα συμφέροντα του αντιδίκου, στο θεσμικό πλαίσιο απονομής της δικαιοσύνης, και στην αρχή της τελεσιδικίας. Όσο μικρότερο είναι το χρονικό διάστημα που διαρρέει μεταξύ της εκπνοής της προθεσμίας και της κίνησης του μηχανισμού για παράταση, ανάλογα μεγαλύτερη είναι και η πιθανότητα αποδοχής του αιτήματος.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κρίνω ότι δεν έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένα ως συνέπεια της αμέλειας και/ή αβλεψίας των συνηγόρων της Ενάγουσας να καταχωρήσουν την Κλήση για Οδηγίες εμπρόθεσμα. Ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης, ουδέποτε, αφότου οι προθεσμίες της Δ.30 θ. 1(γ) παρήλθαν άπρακτες, τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για απόρριψη, με αποτέλεσμα η αγωγή να μην έχει μέχρι σήμερα απορριφθεί. Αν και η Εναγόμενη θα μπορούσε να είχε αποταθεί στο Δικαστήριο για απόρριψη της αγωγής, εντούτοις, δεν το έχει πράξει. Στο βαθμό δε που η παρούσα αγωγή θα απορρίπτετο κατόπιν αιτήματος της Εναγόμενης, στη βάση της Δ.30, ο χρόνος εντός του οποίου αυτή δικαιούτο να προωθήσει ένα τέτοιο αίτημα[9], έχει παρέλθει, με αποτέλεσμα ούτε αυτή να δύναται, μέσω δικού της αιτήματος να αιτείται τέτοια απόρριψη, χωρίς προηγουμένως να προωθήσει αίτηση για παράταση του χρόνου προώθησης του. Και τούτο, προφανώς, δεν το αναφέρω υπό την έννοια ότι το ζήτημα της απόρριψης της αγωγής (στη  βάση της Δ.30 θ. 1(γ)), εξετάζεται σε συνάρτηση με την όποια αδράνεια του Εναγόμενου να ζητήσει εμπρόθεσμα τέτοια απόρριψη, ως ο συνήγορος της Εναγόμενης αναφέρει στην αγόρευση του, αλλά υπό την έννοια ότι είναι παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη στο κατά πόσο το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια για να παρατείνει το χρόνο καταχώρησης της Κλήσης για Οδηγίες, και δη ως προς το κατά πόσο η πλευρά της Εναγόμενης θα περιέλθει σε οποιαδήποτε δυσμένεια.

 

Η αξίωση της Ενάγουσας, αν και αφορά πολύ μικρό ποσό, αφορά αποζημιώσεις συνεπεία κατ’ ισχυρισμόν παράλειψης της Εναγόμενης να καταβάλει το ποσό των εκδοθέντων, από την πρώτη προς την τελευταία, τιμολογίων για υπηρεσίες που έλαβε αυτή. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία εν προκειμένω ότι οι συνήγοροι της Ενάγουσας υπήρξαν αμελείς στην εμπρόθεσμη καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες. Εντούτοις, η όποια αδράνεια τους δεν υπερβαίνει τους 3 μήνες από την ημερομηνία που έληξαν οι 90 ημέρες για την καταχώρηση της εν λόγω Κλήσης για Οδηγίες. Κρίνω δε ότι στη βάση των περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση, ως αυτά επεξηγούνται ανωτέρω, δεν δημιουργήθηκαν τέτοια τετελεσμένα στην αγωγή, ώστε να θεωρήσω ότι τα δικαιώματα της Εναγόμενης επηρεάζονται αρνητικά με την παράταση του χρόνου για την καταχώρηση της προνοούμενης Κλήσης για Οδηγίες.

 

Είναι εμφανές ότι, εν προκειμένω, από τις πιο πάνω σχετικές παραβάσεις των εν λόγω προθεσμιών, ουδείς εκ των διαδίκων απέκτησε οποιοδήποτε πλεονέκτημα επί της ουσίας της υπόθεσης του εις βάρος του άλλου, αλλά ούτε οποιοσδήποτε εκ των διαδίκων ισχυρίζεται ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά λόγω αυτών των παραβάσεων. Τουναντίον, θεωρώ ότι τυχόν απόρριψη του αιτήματος της Ενάγουσας, θα οδηγήσει σε σπατάλη δικαστικού χρόνου και δημιουργίας αχρείαστων εξόδων, εφόσον η Ενάγουσα θα αναγκαστεί να καταχωρήσει νέα αγωγή εναντίον της Εναγόμενης[10], πράγμα που θα αργοπορήσει περαιτέρω την επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών. Κρίνω επομένως ότι υπερτερεί το δικαίωμα της Ενάγουσας να ακουστεί έναντι του δικαιώματος της Εναγόμενης να επιμένει στην αυστηρή τήρηση των προνοιών της Δ.30. Η βλάβη της Εναγόμενης από τον πλημμελή χειρισμό της υπόθεσης εκ μέρους της Ενάγουσας, για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω, είναι αμελητέα, σε αντιδιαστολή με αυτήν που θα υποστεί η Ενάγουσα αν δεν εγκριθεί το αίτημα της, και συνεπώς, κρίνω ορθό να ασκήσω τη διακριτική μου εξουσία υπέρ της παράτασης του χρόνου για την καταχώρηση της Κλήσης για Οδηγίες.

 

Κατάληξη

 

Συνεπώς, εκδίδεται διάταγμα ως η Αίτηση. Η Κλήση για Οδηγίες της Ενάγουσας να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα.

 

Έχοντας υπόψη ότι η διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της παρούσας απόφασης, δημιουργήθηκε για λόγους που οφείλονται στην πλευρά της Ενάγουσας, κρίνω ότι τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας πρέπει να επιδικαστούν υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Για απόφαση λόγω μη καταχώρησης Υπεράσπισης εντός της προνοούμενης από τη Δ.26 προθεσμίας.

[2] Δικόγραφο το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν είναι υποχρεωτικό.

[3] Τονισμός και υπογράμμιση δική μου.

[4] Ως επίσης και τη Δ.57 θ.2.

[5] Υπογράμμιση δική μου.

[6] Πριν την πιο πάνω τροποποίηση της Δ.30, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες της Δ.30, η αγωγή θεωρείτο εγκαταληφθείσα και απορρίπτετο από το Δικαστήριο, στην λήξη της τεθείσας περιόδου για την καταχώρηση της.

[7] Σε σχέση με την Δ.30 θ. 1(γ) όπως αυτή ήταν πριν από την εν λόγω τροποποίηση, η οποία δεν παρείχε περιθώρια για διάσωση της αγωγής εάν δεν τηρούνται οι προβλεπόμενης στη Δ.30 προθεσμίες.

[8] Υπογράμμιση δική μου.

[9] Βλ. Δ.30 θ. 1 (γ).

[10] Ως αυτό είναι, και στην έκταση στην οποία είναι επιτρεπτό από την Δ.30 θ. 1(δ).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο