ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Π. Αγαπητού, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 1920/13

Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited

Εναγόντων

v

1.    Αντώνης Αντωνίου Κύπρου

2.    Ανδριανή Ζάρτιλα

3.    Ευανθία Αντωνίου

4.    Αντωνία Αντωνίου

Εναγόμενων

Ημερομηνία:                                    10η Ιουνίου, 2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες:                    κα. Α. Δημητρίου

Για Εναγόμενες 2 και 4:    κος. Χ. Χριστοφόρου

ΑΠΟΦΑΣΗ

(Η Απόφαση του Δικαστηρίου αποστέλλεται στους δικηγόρους των διαδίκων με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο κατόπιν λήψης της ρητής συγκατάθεσής του και θεωρείται δημόσια απαγγελθείσα)

Με την απαίτησή τους, οι Ενάγοντες αρχικά αξίωσαν από όλους τους Εναγόμενους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, ποσό €49,524,45 πλέον τόκους προς 8,25% επί του ποσού των €49,513.11 με κεφαλαιοποίηση 2 φορές το χρόνο, ως υπόλοιπο δανείου. Αξίωσαν επίσης Διάταγμα του Δικαστηρίου για πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου που παραχώρησε η Εναγόμενη 4 ως εξασφάλιση για το επίδικο δάνειο. Οι αξιώσεις των Εναγόντων στηρίχθηκαν σε κατ' ισχυρισμό παράβαση όρων συμφωνίας δανείου, η οποία συνάφθηκε μεταξύ των Εναγόντων και του Εναγόμενου 1 το έτος 2005.

Συνοψίζω τα δικόγραφα προς οριοθέτηση της ενώπιον μου διαφοράς, χωρίς οτιδήποτε αναφέρεται εδώ να αποτελεί, επί του παρόντος, εύρημά μου. Με το Κλητήριο Ένταλμα, οι Ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι κατόπιν αιτήματος του Εναγόμενου 1 παραχώρησαν σε εκείνον δάνειο για το ποσό των ΛΚ45,000 δηλαδή €76.887,06 βάσει συμφωνίας ημερομηνίας 3.1.2005. Το δάνειο διέπετο από τον περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο και όροι του ήταν, μεταξύ άλλων, ότι εκτός αν ζητούσαν οι Ενάγοντες άμεση εξόφληση, θα ήταν πληρωτέο σε 180 μηνιαίες δόσεις, εκάστη ύψους €624,85 και με 156 μηνιαίες δόσεις εκάστη €692,59, με την πρώτη δόση πληρωτέα στις 4.2.05. Θα έφερε δε κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα υπολογίζετο ανά 360 ημέρες και θα αποτελείτο από το εκάστοτε καθορισμένο βασικό επιτόκιο μειωμένο κατά 0,10% για τα πρώτη 2 έτη και έπειτα από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 1,750%.

Ήταν επίσης ισχυρισμός των Εναγόντων ότι οι Εναγόμενοι 2, 3 και 4 εγγυήθηκαν, με συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 3.1.05, τις υποχρεώσεις του Εναγόμενου 1 και ότι η Εναγόμενη 4 εκτέλεσε, στις 14.7.06 έγγραφο υποθήκης προς εξασφάλιση του ποσού των ΛΚ54,000 δηλαδή €92.264,47 με τόκο προς 6% ετησίως.

Κατά τους Ενάγοντες, ο Εναγόμενος 1 καθυστερούσε την αποπληρωμή του δανείου και οι Ενάγοντες ειδοποίησαν στις 6.3.2012 τους Εναγόμενους όπως εντός 21 ημερών εξοφλήσουν τις καθυστερήσεις και ότι ο λογαριασμός δανείου θα επιβαρυνόταν με τόκο υπερημερίας προς 6%. Επειδή οι Εναγόμενοι δεν συμμορφώθηκαν, οι Ενάγοντες, στις 5.4.2012 ειδοποίησαν τους Εναγόμενους αναφορικά με τον τερματισμό του λογαριασμού.

Η Αγωγή εν τέλει δεν προωθήθηκε εναντίον του Εναγόμενου 1, αλλά και, λόγω μη εμφάνισης, εκδόθηκε απόφαση εναντίον της Εναγόμενης 3.

Οι Εναγόμενοι 2 και 4 υπερασπίστηκαν την Αγωγή και ήγειραν μάλιστα και Ανταπαίτηση. Παραδέχθηκαν μεν την ύπαρξη της συμφωνίας δανείου και ορισμένους από τους όρους της, όπως και το βασικό ισχυρισμό των Εναγόντων ότι εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του Εναγόμενου 1. Πέραν των πιο πάνω, αρνήθηκαν καθετί άλλο προβλήθηκε από τους Ενάγοντες και αντέταξαν ότι οι όροι της συμφωνίας δανείου τέθηκαν μονομερώς και αδιαπραγμάτευτα από τους Ενάγοντες οι οποίοι είχαν δεσπόζουσα θέση έναντι του Εναγόμενου και είναι καταχρηστικοί, παράνομοι και άκυροι. Ομοίως αντιμετωπίζουν και την εγγραφή της Υποθήκης η αξία της οποίας κατά τους Εναγόμενους ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη του ποσού του δανείου. Επιπρόσθετα προβάλλουν ισχυρισμούς ότι ουδέποτε έγινε νόμιμος τερματισμός του δανείου, ότι οι υπάλληλοι των Εναγόντων καθοδήγησαν τους Εναγόμενους να υπογράψουν τις επίδικες συμφωνίες και έγγραφα χωρίς να τους επεξηγήσουν δεόντως τις συνέπειες των υπογραφών τους, ότι οι Ενάγοντες προέβησαν σε παράνομους ανατοκισμούς του δανείου προκαλώντας στους Εναγόμενους ζημιά ύψους €15,000, αλλά και ότι υπερχρέωσαν το δάνειο με αποτέλεσμα το υπόλοιπο να είναι υπερβολικό.

Οι Εναγόμενοι ανταπαίτησαν αριθμό αναγνωριστικών και δηλωτικών αποφάσεων συναφών προς τις αιτιάσεις τους στην Υπεράσπιση, μαζί με διατάγματα για συμψηφισμό, για καταβολή ποσού €15,000 καθώς και αποζημιώσεις γι’ αδικαιολόγητο πλουτισμό και για καταχρηστική συμπεριφορά, εκμετάλλευση θέσης ισχύος και συμπεριφοράς αντίθετης με την καλή πίστη.

Οι Ενάγοντες απάντησαν στην Υπεράσπιση και υπερασπίστηκαν την Ανταπαίτηση αρνούμενοι και απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Εναγόμενων και ζητώντας απόρριψη της Ανταπαίτησης με έξοδα.

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν ενώπιον μου ο Γρηγόρης Γρηγορίου («ΜΕ») από πλευράς των Εναγόντων και ο Μιχάλης Κυριακίδης («ΜΥ») από πλευράς των Εναγόμενων. Η μαρτυρία και των δύο είναι μεν καταγεγραμμένη στα πρακτικά, αλλά παραθέτω αμέσως πιο κάτω σύνοψή της. Απαίτηση και Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.

Ο ΜΕ κατέθεσε γραπτή δήλωση (το Έγγραφο «Α») ως μέρος της κυρίως εξέτασής του και συνολικά 17 Τεκμήρια. Ανέφερε ότι ο ίδιος είναι υπάλληλος της Τράπεζας Κύπρου (η «Τράπεζα») την οποία αντικατέστησαν οι Εναγόμενοι στη βάση των προνοιών του Νόμου 169(Ι)/2015. Λόγω των καθηκόντων του και της θέσης του γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης. Με τα Τεκμήρια 1 – 5Β, ο ΜΕ παρουσίασε το καθεστώς της Τράπεζας ως τραπεζικό ίδρυμα, την υποκατάστασή της από την Ενάγουσα και την αδειοδότησή της από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για την εξαγορά πιστωτικών διευκολύνσεων στη βάση του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015, Ν. 169(Ι)/2015. Ως προς την πώληση της πιστωτικής διευκόλυνσης από την Τράπεζα Κύπρου προς τους Ενάγοντες, ο ΜΕ κατέθεσε τα Τεκμήρια 3Α έως 5Β αντίστοιχα, τα μεν 3Α έως 4Β αποτελούμενα από επιστολές από την Τράπεζα Κύπρου προς τις Εναγόμενες, με τις οποίες ειδοποιήθηκαν περί της πρόθεσης της Τράπεζας να πωλήσει τη επίδικη πιστωτική διευκόλυνση και τα δε 5Α και 5Β αποτελούμενα από επιστολές των Εναγόντων αναφορικά με τη μεταβίβαση στους Ενάγοντες της διευκόλυνσης και εξασφαλίσεων αναφορικά με τις μεταβιβασθείσες πιστωτικές διευκολύνσεις. Αναφορικά με τη επίδικη συμφωνία δανείου, ο ΜΕ κατέθεσε το Τεκμήριο 6 το οποίο αποτελεί την αίτηση του Εναγόμενου 1 στην Τράπεζα για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων, το Τεκμήριο 7 το οποίο είναι επιστολή έγκρισης της Τράπεζας προς τον Εναγόμενο 1 αναφορικά με την αίτηση του τεκμήριο 6, το Τεκμήριο 8 το οποίο είναι η επίδικη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 3.1.05, επιστολή της Τράπεζας προς την Εναγόμενη 2 για να προσέλθει να υπογράψει τα έγγραφα με την οποία της αναφέρεται το δικαίωμά της να εξετάσει αυτά η ίδια ή με βοήθεια του δικηγόρου της ως Τεκμήριο 9, επιστολή της Εναγόμενης 2 ότι δίδει την εγγύηση προς την Τράπεζα για τον Εναγόμενο 1 με ελεύθερη βούληση και με αντίληψη των συνεπειών ως Τεκμήριο 10, επιστολή του τότε δικηγόρου της Εναγόμενης 2 με την οποία αναφέρει ότι εξήγησε πλήρως σε κείνη τις συνέπειες και κινδύνους που δυνατό να προκύψουν από την εγγύηση ως Τεκμήριο 11 και τη σύμβαση υποθήκης μεταξύ της Τράπεζας και της Εναγόμενης 4 ως Τεκμήριο 12. Κατά τον ΜΕ, λόγω παράβασης των όρων της συμφωνίας δανείου η Τράπεζα με επιστολές της, τις οποίες ο ΜΕ κατέθεσε ως Τεκμήριο 13, κάλεσε τις Εναγόμενης 2 και 4 στις 6.3.12 να εξοφλήσουν εντός προθεσμίας τις σχετικές καθυστερήσεις στις δόσεις. Μια και δεν το έπραξαν, στις 5.4.12, με το Τεκμήριο 14 η Τράπεζα ειδοποίησε τις Εναγόμενες ότι είχε ζητήσει εξόφληση ολόκληρου του υπολοίπου. Ο ΜΕ επίσης επεξήγησε ότι η κίνηση του επίδικου λογαριασμού τηρείτο σε σύνηθες τραπεζικό βιβλίο αλλά και σε ηλεκτρονική μορφή. Προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 15, δηλαδή πιστοποιητικό δυνάμει Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9συνοδευόμενο από καταστάσεις λογαριασμού από το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού δανείου μέχρι την 30.6.22. Κατά τον ΜΕ, κανένα ποσό δεν πληρώθηκε μέχρι και την 1.7.22 στον επίδικο λογαριασμό και το υπόλοιπο ανέρχετο στις €95,890.36 πλέον τόκους μέχρι εξοφλήσεως. Στο πλαίσιο δε των καθηκόντων του, ο ΜΕ ετοίμασε αναδομημένη κατάσταση του επίδικου λογαριασμού από τη λειτουργία του μέχρι την 30.6.22, την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 16, εξηγώντας το περιεχόμενό της. Επεξήγησε ότι αφαίρεσε όλες τις χρεώσεις και έξοδα τα οποία οι Ενάγοντες δεν αξιώνουν και ότι αφαίρεσε όλους τους τόκους υπερημερίας μέχρι και την 16.2.2015, αλλά και ότι από τις 16.2.2015, χρέωση μόνο 2% τόκο υπερημερίας. Στη βάση της αναδομημένης κατάσταση λογαριασμού, ο ΜΕ υποστήριξε ότι οι Ενάγοντες αξιώνουν υπόλοιπο €86,020.88 πλέον τόκο προς 6,30% από 1.7.22 μέχρι εξόφλησης κεφαλαιοποιημένο 2 φορές ετησίως, το οποίο οι Ενάγοντες αξιώνουν, αφού, κατά το ΜΕ, οι Εναγόμενες δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε άλλο ποσό έναντι της οφειλής τους. Προέβη έπειτα και σε ανάλυση των εκάστοτε επιτοκίων που χρεώνονταν στον επίδικο λογαριασμό και προσκόμισε, ως Τεκμήριο 17, δημοσιεύσεις στον ημερήσιο τύπο σχετικά με τις κατά καιρούς διακυμάνσεις. 

Κατά την αντεξέτασή του ο ΜΕ ανέφερε ότι δεν ήταν παρόν κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών. Ανέφερε ότι κατά την ετοιμασία του Τεκμηρίου 16 έλαβε υπόψη του τον περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο του 2001 καθώς και τον όρο 3 του Τεκμηρίου 8, δηλαδή της συμφωνίας δανείου και επεσήμανε ότι το πρόγραμμα αποπληρωμής δεν τηρήθηκε. Του υπεβλήθηκε ότι ο Νόμους του 2001 δεν προβλέπει για στεγαστικά δάνεια, και ο ΜΕ διαφώνησε. Ερωτηθείς σχετικά με το ποιο μέρος της συνολικής δόσης αποδιδόταν σε τόκους και ποιο σε κεφάλαιο, ο ΜΕ δεν ήταν σε θέση να το καθορίσει και ανέφερε ότι υπάρχουν μαθηματικοί τύποι, σπεύδοντας επίσης να επισημάνει ότι το κόστος ήταν ενδεικτικό, δεδομένου ότι το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο. Ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε να εξοφληθεί το σύνολο του δανείου εάν ο Εναγόμενος πλήρωνε τις δόσεις, ο ΜΕ εξήγησε, με παραπομπή στον αστερίσκο που υπάρχει στην παράγραφο 6 του όρου 1 του Τεκμηρίου 8, ότι το ποσό είναι ενδεικτικό. Του υπεβλήθη ότι το Τεκμήριο 16 ετοιμάστηκε κατ’ αντίθεση με το Νόμο του 2001 με τον ΜΕ να σπεύδει να διευκρινίσει ότι έλαβε υπόψη του τη Νομοθεσία και παρόλο που υπήρχε όρος στη σύμβαση που καθόριζε ότι η κεφαλαιοποίηση των τόκων θα γινόταν με διαιρέτη 360 ημερών, εκείνος συνέταξε το Τεκμήριο 16 χρησιμοποιώντας διαιρέτη 365 και 366 ημερών αναλόγως του τι ίσχυε από τον Φεβρουάριο του 2015 κι έπειτα. Ως προς το ότι δεν δόθηκε αντίγραφο του Τεκμηρίου 13 στον Πρωτοφειλέτη και στην Εναγόμενη 4, ως ήταν η θέση του συνηγόρου των Εναγόμενων, ο ΜΕ ανέφερε ότι προφανώς και δόθηκε, αλλά ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν η Τράπεζα όφειλε ν’ αποστέλλει στους Εναγόμενους επιστολή κάθε φορά που υπήρχε καθυστέρηση, ως επίσης του υπεβλήθη. Σε υποβολή ότι το Τεκμήριο 8 περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, ο ΜΕ διαφώνησε.

Για τους Εναγόμενους κατέθεσε ο ΜΥ. Ανέφερε ότι είναι χρηματοοικονομικός σύμβουλος, πρώην τραπεζικός υπάλληλος και κατά το χρόνο της μαρτυρίας του διατηρούσε δική του εταιρεία. Το 2002 απέκτησε Bachelors στα χρηματοοικονομικά και κατέχει μεταπτυχιακό τίτλο στον κλάδο τραπεζικών και χρηματοοικονομικών. Είναι παράλληλα πιστοποιημένος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Παλαιότερα εργαζόταν σε τράπεζα, ως λειτουργός συμβάσεων δανείων, ετοιμασίας συμβάσεων, αναδιαρθώσεων και καθυστερήσεων. Έπειτα εργάστηκε ως συνέταιρος σε γραφείο και πιο πρόσφατα διατηρεί δική του επιχείρηση, η οποία ασχολείται αποκλειστικά με τον υπολογισμό υπερχρεώσεων, μελέτη λογαριασμών, με ετοιμασία αναδομημένων καταστάσεων και με διαπραγμάτευση αναδιαρθώσεων. Για την παρούσα υπόθεση του παραδόθηκαν τα Τεκμήρια 8, 15 και 16. Χρησιμοποιώντας τα, συνέταξε κι εκείνος αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, το Τεκμήριο 18. Στο Τεκμήριο 18 επεσύναψε σύντομη δήλωσή αναφέροντας εκ νέου το βιογραφικό του, αλλά και επισημαίνοντας και ότι για την ετοιμασία του Τεκμηρίου 18 βασίστηκε στην διακύμανση του Βασικού επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου μέχρι και την 31.12.07 και Βασικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από την 1.1.08 μέχρι και την 30.6.22 καθώς και του συμβατικού περιθωρίου του αρνητικού 10% για περίοδο 24 μηνών μέχρι εξοφλήσεως. Επεξήγησε ότι έλαβε υπόψη του τις πρόνοιες του περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμου και ότι ο ίδιος έχει ανατρέξει στις αναφορές τις σύμβασης και προχώρησε σε δικό του υπολογισμό, καταγράφοντας πόσος τόκος θα έπρεπε να χρεωθεί, πόσες δόσεις, πόσα χρήματα έπρεπε να πληρώνονται για να εξοφληθεί το δάνειο ως το Τεκμήριο 8. Κατέθεσε επίσης σχετικά τo Τεκμήριο 19, δηλαδή υπολογισμό δόσεων από τη σύναψη της επίδικης σύμβασης, Τεκμήριο 20, εκτύπωση από την ιστοσελίδα της Τράπεζας Κύπρου για τα επιτόκια αναφοράς Τεκμήριο 21, πίνακα με τίτλο βασικά επιτόκια και Τεκμήριο 22, εκτύπωση από την ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην οποία υπάρχει πίνακας με τα βασικά επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το 1999 μέχρι και το 2023. Σχετικά με το Τεκμήριο 19 επεξήγησε ότι η δόση που αναφέρεται σ’ αυτό δεν προνοείται στο Τεκμήριο 8, αλλά προέκυψε από δικούς του υπολογισμούς στην προσπάθειά του να το επαληθεύσει. Ο τρόπος με τον οποίο εργάστηκε ήταν να αποδώσει αναλογικά τη δόση εν μέρει στο κεφάλαιο και εν μέρει στο επιτόκιο χρησιμοποιώντας τις αναφορές στο συνολικό κεφάλαιο και το κόστος πίστωσης ως το Τεκμήριο 8. Ο τρόπος αυτός, πρόσθεσε είναι ο ίδιος τον οποίο χρησιμοποίησε η τράπεζα για τον υπολογισμό των δόσεων. Επιβεβαίωσε ότι τόσο στο Τεκμήριο 16 όσο και στο Τεκμήριο 18 χρησιμοποιείται διαιρέτης 365 ημερών και το ίδιο ποσοστό επιτοκίου, αλλά, παρά ταύτα το υπόλοιπο στο οποίο καταλήγει ο ίδιος κατά την 30.6.22 είναι €26,422.88 λιγότερα από το Τεκμήριο 16. Απέδωσε τη διαφορά στον τρόπο που η Τράπεζα κεφαλαιοποιούσε τους τόκους, καταβάλλοντας τη δόση έναντι των εκάστοτε τόκων τους οποίους κεφαλαιοποιούσε κατά την επιβολή της και όχι 2 φορές κατ’ έτος και ότι απέμενε έναντι του υπολοίπου. Με αυτή την πρακτική συνεπάγεται, κατά τον ΜΥ, υπερχρέωση η οποία απολήγει στο ότι, έστω και να καταβάλλονταν οι δόσεις, δεν θα εξοφλούνταν το δάνειο. Πέραν από τη μεθοδολογία ο ΜΥ ανέφερε ότι εντόπισε και σφάλματα στο Τεκμήριο 16. Συγκεκριμένα υπάρχει αύξηση επιτοκίου σε περιόδους όπου θα έπρεπε το επιτόκιο να είναι χαμηλότερο. Αντί να διατηρείται το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από 1.1.08 που η τράπεζα εντάχθηκε στην ευρωζώνη πλέον το περιθώριο του 1.75% μέχρι το τέλος, το επιτόκιο, στο Τεκμήριο 16, αλλάζει και αυξάνεται. Βάσει των όσων η ίδια Τράπεζα ανήρτησε στην ιστοσελίδα της στο Τεκμήριο 20, τα δάνεια που είχαν χορηγηθεί πριν την 1.1.08, όπως το επίδικο, θα χρησιμοποιείται από μια ημερομηνία και μετά το Βασικό Επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως αυτά ίσχυαν, ήταν δεσμευτικά και φαίνονται στο Τεκμήριο 22, πλέον το περιθώριο, πράγμα που στην προκείμενη περίπτωση δεν γινόταν και ανέφερε ως παράδειγμα τις εγγραφές κατά την 31.12.08. Εξήγησε τέλος και ότι το συμβατικό περιθώριο δεν αυξάνεται, και μόνο το βασικό μεταβάλλεται.      

Κατά την αντεξέτασή του ΜΥ, αν και τα ακαδημαϊκά του προσόντα δεν αμφισβητήθηκαν, η εμπειρία του στη σύνταξη αναδομημένων καταστάσεων αποτέλεσε σημείο τριβής. Ο ίδιος ανέφερε ότι, όντας τραπεζικός υπάλληλος δεν ετοίμαζε αναδομημένες καταστάσεις με τη μέθοδο που το έπραττε αργότερα, επειδή αργότερα ο σκοπός ήταν να αφαιρούνται χρεώσεις οι οποίες πίστευε ότι ήταν μονομερείς και καταχρηστικές. Επανέλαβε ότι για να προβεί στη δική του αναδόμηση του επίδικου δανείου αντίγραψε τις πράξεις στο Τεκμήριο 16 και έπειτα εφάρμοσε τα επιτόκια στα Τεκμήρια 21 και 22, διατηρώντας το βασικό επιτόκιο σταθερό, χρησιμοποιώντας διαιρέτη 365 ημερών και συσσωρεύοντας τους τόκους 2 φορές το χρόνο. Ερωτηθείς εάν η διαφορά μεταξύ των Τεκμηρίων 16 και 18 έγκειται στην κεφαλαιοποίηση, απάντησε θετικά και πρόσθεσε ότι υπήρχαν μονομερείς και καταχρηστικές χρεώσεις όπως την αύξηση του περιθωρίου στις 31.12.08 και στις 13.5.09. Ως προς την αύξηση της προσαύξησης ο ΜΥ ανέφερε ότι τούτη ήταν λανθασμένη, μια και τα βασικά επιτόκια κατά την περίοδο εκείνη είχαν μειωθεί, ενώ ο αντίστοιχος όρος στο Τεκμήριο 8 είναι καταχρηστικός. Ως προς το ζήτημα της χρέωσης επιτοκίου υπερημερίας ο ΜΥ συμφώνησε ότι αυτό θα έπρεπε να χρεώνεται από μια ημερομηνία και μετά, αλλά διαφώνησε ως προς τη μη διακύμανση του επιτοκίου μετά τον τερματισμό της επίμαχης δανειακής σύμβασης.  

Με την ολοκλήρωση της κατάθεσης μαρτυρίας στην υπόθεση, οι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν γραπτά κείμενα αγορεύσεων. Από πλευράς δικηγόρων των Εναγόμενων προτείνεται ότι η Τράπεζα δεν τερμάτισε νόμιμα τα σύμβαση με το Τεκμήριο 14. Έστω όμως και το Δικαστήριο να δεχθεί τον τερματισμό θα πρέπει να αποφασίσει ποια εκ των δύο αναδομημένων καταστάσεων θα θεωρήσει ορθή κοιτάζοντας τις διαφορές τους, δηλαδή τη χρήση του διαιρέτη των 360 ημερών από πλευράς Εναγόντων αντί για την 365 ημέρες που χρησιμοποίησε ο ΜΥ, το κατά πόσο οι Ενάγοντες δικαιούντο να χρεώνουν τόκο υπερημερίας 2% και το κατά πόσο μπορούσαν να αυξήσουν την προσαύξηση ή εάν θα έπρεπε αυτή να είναι σταθερή. Όσων αφορά το πρώτο σημείο, με παραπομπή σε νομολογία, οι δικηγόροι των Εναγόμενων εισηγούνται ότι ο διαιρέτης των 360 ημερών είναι παράνομος. Αναφορικά με τον τόκο υπερημερίας, αυτός, κατά τους συνήγορους δεν προνοείται από τη δανειακή σύμβαση. Με αναφορά στους περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμους του 1999 έως 2015, ισχυρίζονται ότι δεν προσήχθη μαρτυρία αναφορικά με την πραγματική ζημιά της Τράπεζας ούτως ώστε να δύναται ν’ αξιώνεται επιτόκιο υπερημερίας. Τέλος και σε σχέση με την αύξηση της προσαύξησης από μέρους της Τράπεζας, είναι η θέση των δικηγόρων των Εναγόμενων ότι αυτή δεν ήταν δυνατή να γίνει μονομερώς. Έπειτα οι συνήγοροι εισηγούνται ότι οι όροι 4 και 5 του Τεκμήριου 8 είναι καταχρηστικοί και παραπέμπουν στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και στον του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο του 2012 (Ν.112(Ι)/2021), αναφέροντας ότι η αύξηση της προσαύξησης είναι καταχρηστική και συνεπώς το Δικαστήριο πρέπει να την κηρύξει άκυρη στη βάση αρχών που θεσπίστηκαν τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκού όσο και επίπεδο Κυπριακών Δικαστηρίων. Για τους πιο πάνω λόγους το Δικαστήριο θα πρέπει να βασιστεί στο Τεκμήριο 18 του ΜΥ και όχι στο Τεκμήριο 16 του ΜΕ για να αποφασίσει επί ποσού που θα επιδικάσει υπέρ των Εναγόντων, νοουμένου βεβαίως ότι αποδεχθεί ότι έγινε νόμιμος τερματισμός.     

Με τη δική τους αγόρευση, οι δικηγόροι των Εναγόντων ισχυρίστηκαν ότι ο ΜΕ ήταν ειλικρινής και αξιόπιστος μάρτυρας, ενώ ο ΜΥ όχι. Ως προς την επίδικη σύμβαση δανείου ισχυρίζονται ότι ο τύπος σύμβασης καθορίζεται από τη νομοθεσία την οποία και η Τράπεζα τήρησε. Με αναφορές σε Κυπριακή και Αγγλική Νομολογία, οι συνήγοροι εισηγήθηκαν ότι σύμβαση δανείου πρέπει να ερμηνεύεται βάσει της εμπορικής λογικής και δεν πρέπει ν’ αναμένεται η Τράπεζα να θέσει τα οικονομικά συμφέροντα του πελάτη της, πάνω από τα δικά της. Έπειτα επεξήγησαν ότι, κατά τη δική τους άποψη, οι Ενάγοντες απέδειξαν την σύναψη των επίδικων συμβάσεων, την παράβαση των όρων τους καθώς και τον τερματισμό και το οφειλόμενο υπόλοιπο. Ειδικότερα εν σχέση με το θέμα του τερματισμού πρόβαλαν, με αναφορές στο τότε ισχύον νομικό πλαίσιο και στο κείμενο της σύμβασης, ότι το καθήκον των Εναγόντων εκπληρώθηκε. Εν όψει των πιο πάνω αλλά και του, κατά τους συνήγορους, γεγονότος ότι στην προκείμενη υπό εκδίκαση περίπτωση η Τράπεζα και οι Ενάγοντες ενήργησαν ορθολογικά και χωρίς κακή πίστη και απέσεισαν το βάρος που τους αναλογούσε. Γι’ αυτό το λόγο, εισηγήθηκαν ότι θα πρέπει να εκδοθεί απόφαση υπέρ των Εναγόντων.  

Αξιολόγησα την ενώπιον μου μαρτυρία έχοντας κατά νου τις καλά καθιερωμένες αρχές που αναπτύχθηκαν μέσα από τη σχετική επί του θέματος Νομολογία[1]. Λαμβάνονται υπόψη, ως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σχετική Νομολογία, «η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητά του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει [...]». Στην El Sayed v. 1. Του Πλοίου Μ/V Mary John σημαίας Κύπρου κ.α. (2002) 1 Α.Α.Δ. 661, ο Δικαστής Αρτεμίδης ανέφερε τα εξής: «Η ανάλυση των στοιχείων, που οδηγούν στην αξιολόγηση της φιλαλήθειας ενός μάρτυρα, έχει, κατά τη γνώμη μου, δυο επάλληλα επίπεδα. Το πρώτο αφορά στο περιεχόμενο της ίδιας της μαρτυρίας. Τα αναφερόμενα δηλαδή σ΄ αυτήν υποβάλλονται στη βάσανο της εύλογα αναμενόμενης ανθρώπινης λειτουργίας, και βεβαίως συγκρίνονται και με το υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Το άλλο ανάγεται στην έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει από το σύνολο της προσωπικότητας αυτού που εξιστορεί κάτι, αν λέγει την αλήθεια».

Υπενθυμίζονται τόσο ότι το Δικαστήριο μπορεί ν’ αποδεχτεί μέρος ή όλη τη μαρτυρία ενός μάρτυρα[2], νοουμένου ότι η επιλογή του Δικαστηρίου αιτιολογείται[3], όσο και το καθήκον του Δικαστηρίου να συσχετίζει, αντιπαραβάλλει και διερευνά τη μαρτυρία με την «αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων» χωρίς μικροσκοπική κρίση η απομόνωση των λεγόμενων των μαρτύρων από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας[4].

Πρέπει να πω ότι σχημάτισα πολύ καλή εντύπωση για τον ΜΕ. Γενικά απαντούσε πρόθυμα τις ερωτήσεις που του υπεβλήθησαν, χωρίς δισταγμό αλλά, κυριότερα, επεξήγησε λεπτομερώς τα στοιχεία που παρέθεσε με τη μαρτυρία του. Ειδικότερα, κατά την αντεξέτασή του υπήρξε ευθύς στις απαντήσεις του και εξίσου επεξηγηματικός. Αξίζει να σημειωθεί ότι επί των απλών γεγονότων που αφορούσαν τη διαδικασία αντικατάστασης της Τράπεζας από τους Ενάγοντες αλλά και όσα αφορούσαν τη σύναψη των σχετικών συμβάσεων - δανειακής, εγγυήσεως και υποθήκης – αλλά και για τις ημερομηνίες διακύμανσης των επιτοκίων όπως ανακοινώνονταν από την Τράπεζα στον τύπο, την ορθότητα διατήρησης και εκτύπωσης των καταστάσεων λογαριασμού, το απλό γεγονός της αποστολής επιστολών από μέρους της Τράπεζας και των Εναγόντων, που ο ΜΕ παρέθεσε στη μαρτυρία του, δεν αντεξετάστηκε. Η αντεξέτασή του περιστράφηκε γύρω από τον τερματισμό της συμφωνίας, την τήρηση της Νομοθεσίας από τους Ενάγοντες και την ορθότητα των αναδομημένων καταστάσεων. Αλλά και σε αυτά τα σημεία, οι πλείστες θέσεις που υπεβλήθησαν στον ΜΕ δεν ήταν συγκεκριμένες, αλλ’ αποτελούσαν γενικούς ισχυρισμούς της πλευράς των Εναγόμενων, σε ορισμένες από τις οποίες ο ΜΕ δεν είχε επιλογή παρά μόνο να διαφωνήσει. Επί των όσων όμως αντεξετάστηκε κάπως πιο επισταμένα, δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση και παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του. Χαρακτηριστικό της ποιότητας της μαρτυρίας του ήταν και το ότι δεν αποπειράθηκε ν’ απαντήσει σε ζητήματα που δεν αφορούσαν τα γεγονότα για οποία αυτά καθ’ αυτά μαρτύρησε όπως για παράδειγμα σε νομικά ζητήματα. Συναφώς η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την αντεξέταση. Οφείλω να παρεμβάλω ότι στον ΜΕ δεν υποδείχθηκαν κατά την αντεξέτασή του οι αναδομημένες καταστάσεις που έπειτα παρουσίασε ο ΜΥ, ούτε και τα λοιπά Τεκμήρια 19 – 22, ούτως ώστε να εκφράσει τη γνώμη του, αλλ’ ούτε και του έγιναν, βάσει εκείνων, συγκεκριμένες υποβολές. Σε κάθε περίπτωση όμως, το ότι η αναδομημένη κατάσταση που ετοίμασε δεν περιείχε οποιεσδήποτε τραπεζικές χρεώσεις, το ότι συμβάδιζε πλήρως με τις εναλλαγές των επιτοκίων που ανακοινώνονταν από την Τράπεζα στον τύπο και κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 17, το ότι από την 16.2.2015 χρεώθηκε μόνο 2% επιτόκιο υπερημερίας, αλλά και το ότι κατά τον υπολογισμό της κεφαλαιοποίησης χρησιμοποίησε διαιρέτη 365 ή 366 ημερών επίσης από τον Φεβρουάριου του 2015 και έπειτα, δεν αμφισβητήθηκαν αυτά καθ’ αυτά, παρά μόνο αμφισβητήθηκε η ορθότητα και καταλληλότητα των πιο πάνω υπολογισμών του και ενεργειών των Εναγόντων. Εν όψει των πιο πάνω δεν έχω ενδοιασμό ν’ αποδεχθώ τη μαρτυρία του ΜΕ ως αξιόπιστη και να βασιστώ σ’ αυτή για να προβώ σε ευρήματα.

Για τη μαρτυρία του ΜΥ δε σχημάτισα την καλύτερη εντύπωση για τους λόγους που πρόκειται να επεξηγήσω. Προτού όμως αναφερθώ στα σημεία εκείνα τα οποία αξιολόγησα αρνητικά, οφείλω ν’ αναφέρω ότι οι προσπάθειες της πλευράς των Εναγόντων να πλήξουν την εμπειρία και πραγματογνωμοσύνη του, δεν απέδωσαν. Ως προανέφερα, τα ακαδημαϊκά του προσόντα του δεν αμφισβητήθηκαν, αλλά αμφισβητήθηκε η εμπειρία του στο έργο της διενέργειας αναδομημένων καταστάσεων. Η αμφισβήτηση επικεντρώθηκε στο τι έπραττε ο ΜΥ κατά την εργασία του σε τραπεζικό ίδρυμα και στο ότι ανέφερε ότι δεν αναδομούσε λογαριασμούς από την αρχή από την ημέρα τερματισμού. Όμως δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με την εμπειρία του στο αντικείμενο μετά τη θητεία του ως τραπεζικός υπάλληλος και σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι έκανε τη διαδικασία πολλές φορές. Δεν έχω λόγο ν’ αμφιβάλλω για την εμπειρία του ΜΥ, χωρίς βεβαίως τούτο να συνεπάγεται και αποδοχή της ορθότητας των θέσεων του. Έχοντας καταλήξει σε τούτο οφείλω επίσης να σημειώσω ότι και ο ΜΥ ήταν άμεσος στις απαντήσεις του και δεν απέφυγε ν’ απαντήσει σε οτιδήποτε ερωτήθηκε. Παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου, οι πλέον σημαντικές θέσεις που ανέπτυξε, δεν υποστηρίχθηκαν, αλλ’ ούτε επεξηγήθηκαν επαρκώς ή και γενικά δεν συνήδαν με τα Τεκμήρια που κατέθεσε. Πιο συγκεκριμένα, αποτέλεσε θέση του ΜΥ ότι η Τράπεζα είχε ανακοινώσει ότι για τα δάνεια που είχαν χορηγηθεί πριν την 1.1.08 θα εφαρμόζονταν τα εκάστοτε βασικά επιτόκια της ΕΚΤ. Κατέθεσε προς τούτο το Τεκμήριο 20 που ήταν εκτύπωση από την ιστοσελίδα της Τράπεζας. Παρέπεμψε ανάλογα στη σελίδα 4 του Τεκμηρίου 20 και συσχέτισε την αναφορά με τα Τεκμήριο 21 και 22. Πλην όμως, ανατρέχοντας στο Τεκμήριο 20 διαπίστωσα ότι αυτό αφενός φέρει ημερομηνία 6.3.23 και αφετέρου ότι, στο συγκεκριμένο σημείο που υπέδειξε ο ΜΥ, γίνεται αναφορά σε δάνεια «που έχουν χορηγηθεί πριν την 1η Ιανουαρίου 2008 και τα οποία εξακολουθούν να βρίσκονται σε ισχύ […]» (Η έμφαση του Δικαστηρίου). Δεν μου διέφυγε ότι πιθανώς η αναφορά στο πάνω αριστερό μέρος του Τεκμηρίου 20 να ήταν η ημερομηνία που το Τεκμήριο εκτυπώθηκε, αλλά προσεκτική ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου αποκαλύπτει ότι στο αμέσως προηγούμενο σημείο αναγράφεται ότι για άλλο είδος διευκόλυνσης «[η] Τράπεζα έχει ενημερώσει τους πελάτες που επηρεάζονται τον Δεκέμβριου του 2022», πράγμα που δεικνύει ότι το Τεκμήριο 20 δεν θα μπορούσε να συνταχθεί τουλάχιστον νωρίτερα από το Δεκέμβριο του 2022. Συνεπώς η θέση του ΜΥ ότι το Τεκμήριο 20 σχετίζεται με τη επίδικη σύμβαση δανείου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αφού προϋποθέτει ότι αυτή, κατά την ανακοίνωση, δηλαδή σε ημερομηνία μετά το Δεκέμβριο του 2022, θα έπρεπε να βρισκόταν σε ισχύ. Η διαπίστωσή μου τούτη έθεσε εν αμφιβόλω και την ορθότητα του Τεκμηρίου 18 στην ολότητά του, μια και ο ίδιος ο ΜΥ ανέφερε ότι το ετοίμασε αντιγράφοντας μεν τις εγγραφές στο Τεκμήριο 16, αλλά χρησιμοποιώντας τα επιτόκια που πρόκυπταν από τα Τεκμήρια 20 έως 22. Έρχομαι τώρα στο Τεκμήριο 19. Θέση του ΜΥ ήταν ότι οι Τράπεζα δεν απέδιδε ορθό ποσοστό της μηνιαίας δόσης σε κεφάλαιο και τόκους και προς τούτο κατέθεσε το Τεκμήριο 19 για να καταδείξει ότι έστω και να συμμορφώνονταν οι Εναγόμενοι με την πληρωμή των δόσεων, δεν θα εξοφλούνταν το δάνειο. Έχοντας κατά νου τις πρόνοιες του Τεκμηρίου 8, δεν επεξηγήθηκε από το ΜΥ με ποιο τρόπο συνυπολόγισε τη συμφωνημένη διακύμανση του επιτοκίου προβαίνοντας στους υπολογισμούς του, δεδομένου ότι χρησιμοποίησε το ενδεικτικό συνολικό κόστος της πίστωσης ως όμως σταθερό παράγοντα, προκειμένου στηρίξει τη θέση του. Οι εν λόγω υπολογισμοί του ΜΥ επίσης έγιναν ενόσω ο ίδιος είχε καταρτίσει το Τεκμήριο 18 με επιτόκιο που διακυμαίνετο κατά διαστήματα, πράγμα που, κατ’ ελάχιστο, δημιουργεί ερωτηματικά ως προς το κατά πόσο μπορεί τούτο να συγκεραστεί με την περιγραφόμενη μέθοδο υπολογισμών.

Επιπρόσθετα, αποτέλεσε θέση του ΜΥ ότι ο τρόπος με τον οποίο η Τράπεζα κεφαλαιοποιούσε τον τόκο δημιουργούσε υπερχρέωση μια και αυτός κεφαλαιοποιούντο κάθε φορά που επιβαλλόταν και όχι δύο φορές κατ’ έτος ως η συμφωνία. Όμως ο ΜΥ δεν επεξήγησε επαρκώς τη θέση του τούτη αλλά, και ίσως σημαντικότερα, ούτε την κατ’ ισχυρισμό αριθμητική επίδραση που αυτή η, κατ’ ισχυρισμό, πρακτική της Τράπεζας είχε επί του υπολοίπου του δανείου. Ομοίως δεν επεξήγησε και την επίδραση της, κατά τον ίδιο, εξ αρχής ισχυριζόμενης χρήσης του διαιρέτη των 365 ημερών από τον ίδιο σε αντίθεση με την κατ’ ισχυρισμό χρήση του διαιρέτη των 360 ημερών από την Τράπεζα. Όπως αναδείχθηκε κατά την αντεξέταση του ΜΥ, αλλά και όπως μπορεί να διαπιστωθεί με αντιπαραβολή των Τεκμηρίων 16 και 18, η διαφορά στο εκάστοτε «τοκοφόρο υπόλοιπο» μέχρι τον Ιανουάριου του 2009 ήταν μικρή. Για παράδειγμα, κατά την 4.8.08 και ενώ αμφότερες οι καταστάσεις χρησιμοποιούν για την ημέρα εκείνη επιτόκιο 6%, το τοκοφόρο υπόλοιπο στο Τεκμήριο 16 είναι €60.554.16 και στο Τεκμήριο 18 είναι €60.376,03, δηλαδή - μετά από επτά περίπου χρόνια λειτουργίας του δανείου - η διαφορά είναι στα €178.13. Ενώ στις 20.1.09 και ενώ αφενός στο Τεκμήριο 16 χρησιμοποιείται επιτόκιο προς 5.5% και αφετέρου στο Τεκμήριο 18 επιτόκιο προς 4.25% τα αντίστοιχα τοκοφόρα υπόλοιπα είναι €59.685,59 και €59.633,05, με τη διαφορά δηλαδή μόλις στα €52,54. Από εκείνη όμως την ημερομηνία και έπειτα, διαπιστώνεται ότι το επιτόκιο που χρησιμοποιείται στο Τεκμήριο 18 ουδέποτε συμφωνεί με εκείνο του Τεκμηρίου 16 και η διαφορά αυξάνεται δραματικά ώστε μετά από ένα περίπου χρόνο στις 9.2.10 να ανέρχεται στα €1,531.33. Από τη στιγμή που η θέση του μάρτυρα ήταν ότι εντόπισε λάθη στο Τεκμήριο 16, εκτός και πέραν από την αλλαγή του επιτοκίου στη βάση της δικής του θεώρησης ότι το επιτόκιο που προβλεπόταν στη σύμβαση ήταν παράνομο και καταχρηστικό, όφειλε να καταδείξει, θεωρώ, και την επίδραση των κατ’ ισχυρισμό λαθών, πράγμα που δεν έκανε.      

Εν όψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η μαρτυρία του ΜΥ δεν μπορεί ν’ αποτελέσει αντικειμενικά έδαφος για την ασφαλή εξαγωγή συμπερασμάτων και δεν την αποδέχομαι.      

Στη βάση των παραδεκτών, μη αμφισβητούμενων γεγονότων και της αξιολόγησης της ενώπιον μου μαρτυρίας προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα:

Η ορθότητα των διαδικασιών πώλησης της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης από την Τράπεζα στου Ενάγοντες και η συνεπαγόμενη αντικατάστασή τους στην παρούσα διαδικασία, δεν αμφισβητήθηκαν. Βάσει δε της αξιόπιστης - αλλά και επί του προκειμένου αναντίλεκτης - μαρτυρίας του ΜΕ και συγκεκριμένα των όσων αναγράφονται στα Τεκμηρίων 1 – 5Β, διαπιστώνω ότι τόσο η Τράπεζα όσο και οι Ενάγοντες απέστειλαν σχετικές επιστολές ενημέρωσης στις Εναγόμενες 2 και 4, σε συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους όπως τίθενται στα Άρθρα 18 και 19 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015 (Ν.169(Ι)/2015).

Υπενθυμίζω ότι ήταν παραδεκτά γεγονότα εκ της Τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης των Εναγόμενων, η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου και το ότι οι Εναγόμενες 2 και 4 εγγυήθηκαν τον Εναγόμενο 1, ενώ ουδόλως αμφισβητήθηκε η ύπαρξη και, όπου εφαρμόζεται και η σύναψη, των Τεκμήριων 6 έως 12. Συνεπώς το ότι ο Εναγόμενος 1 υπέβαλε στην Τράπεζα την Αίτηση για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων Τεκμήριο 6, το ότι η αίτησή του εγκρίθηκε με το Τεκμήριο 7, το ότι στις 3.1.05 υπεγράφη μεταξύ της Τράπεζας και του Εναγόμενου 1 το Τεκμήριο 8, ενώ την ίδια ημέρα οι Εναγόμενες 2 και 4 υπέγραψαν το Εγγυητήριο Έγγραφο που περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 8 και το ότι η Εναγόμενη 2 επίσης υπέγραψε το Τεκμήριο 10, στη βάση του περιεχομένου του Τεκμήριου 9, ενώ στις 28.1.05 παραδόθηκε στην Τράπεζα το Τεκμήριο 11 υπογραμμένο από το δικηγόρο της, αποτελούν όλα ευρήματά μου.

Χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση παρέμεινε και η σύναψη του Τεκμηρίου 12, δηλαδή της Σύμβασης και Δήλωσης Υποθήκης μεταξύ της Τράπεζας και της Εναγόμενης 4, στις 14.7.06. και του Εγγράφου Υποθήκης της ίδιας μέρας αναφορικά με την υποθήκευση του ακινήτου, τα στοιχεία του οποίου αναφέρονται σ’ αυτό ως εξασφάλιση για της παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στον Εναγόμενο 1 και συναφώς και τούτο αποτελεί εύρημά μου.  

Από την αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ αλλά και εν όψει της μη ουσιαστικής αμφισβήτησης από πλευράς Εναγόμενων 2 και 4 καταλήγω επίσης και αποτελεί εύρημά μου ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου κατά τις 6.3.12 παρουσίαζε καθυστερήσεις και ότι λόγω καθυστερήσεων στις δόσεις που ο Εναγόμενος 1 όφειλε να καταβάλλει προς την Τράπεζα, η Τράπεζα απέστειλε και οι Εναγόμενες 2 και 4 έλαβαν τις επιστολές Τεκμήρια 13, ημερομηνίας 6.3.12 και Τεκμήριο 14, ημερομηνίας 5.4.12. Με το Τεκμήριο 13 η Τράπεζα ενημέρωνε τις Εναγόμενες 2 και 4 ότι το επίδικο δάνειο εξακολουθεί να παρουσιάζει καθυστερήσεις και τις καλούσε όπως εξοφλήσουν το καθυστερημένο οφειλόμενο ποσό εντός 21 ημερών από την λήψη της επιστολής, ενώ με το Τεκμήριο 14, η Τράπεζα ενημέρωσε τις Εναγόμενες 2 και 4 ότι ζήτησε εξόφληση του δανείου από τον πρωτοφειλέτη και κάλεσε παράλληλα κι εκείνες να εξοφλήσουν άμεσα ολόκληρο το ποσό. - Παρεμβάλλω σε αυτό σημείο ότι εκείνο που αμφισβητήθηκε από τις Εναγόμενες 2 και 4 κατά τη δίκη ήταν το κατά πόσο η δανειακή σύμβαση τερματίστηκε νόμιμα, ζήτημα στο οποίο θ’ αναφερθώ κατόπιν ανάλυσης -.

Αποτελεί επίσης εύρημά μου ότι, από την ημέρα λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού δανείου μέχρι και τις 30.6.22, η Τράπεζα διατηρούσε αρχείο σε ηλεκτρονική μορφή, δηλαδή το Τεκμήριο 15, στο οποίο φυλάσσονταν οι πληροφορίες και πράξεις που αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό και στο οποίο γίνονταν καταχωρήσεις κατά τη συνήθη διεξαγωγή των εργασιών της. – Και τούτο το συγκεκριμένο θέμα το αναλύω με περισσότερη λεπτομέρεια πιο κάτω και προβαίνω σε περαιτέρω ευρήματα -.

Βρίσκω επίσης ότι, βάσει των στοιχείων που περιέχονταν στο Τεκμήριο 15, ο ΜΕ συνέταξε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού από την οποία αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις και έξοδα και όλοι οι τόκοι υπερημερίας πριν την 16.2.2015, ενώ από την 16.2.2015 κι έπειτα χρεώνεται τόκος υπερημερίας 2%. Από τον Φεβρουάριο του 2015 ο ανατοκισμός γίνεται με διαιρέτη 365 ημερών. Το υπόλοιπο κατά την 30.6.2022, στη βάση της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού ανέρχεται σε €86.020,88. Ενώ το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνεται ο λογαριασμός ανέρχεται σε 6.30% με το 2% ν’ αποτελεί τον τόκο υπερημερίας, ως αναφέρθηκε προηγουμένως.       - Αναφορικά με την ορθότητα των πιο πάνω που σχετίζονται με τη χρήση διαιρέτη, τον τόκο υπερημερίας, την αύξηση του επιτοκίου και εν τέλει το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο, αλλά και το ζήτημα του τερματισμού προβαίνω σε σχετικά ευρήματα κατωτέρω κατόπιν περαιτέρω ανάλυσης. Θα προχωρήσω έπειτα να υπαγάγω τα πιο πάνω ευρήματα στη νομική πτυχή της υπόθεσης -.

Έχοντας κάμει τα πιο πάνω ευρήματα προχωρώ να εξετάσω τα ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Ως προανέφερα, από την ανάλυση που ακολουθεί, συμπληρώνω αναλόγως τα ευρήματά μου. Προτού προχωρήσω όμως, σημειώνω ότι, ενώ στην Υπεράσπισή τους πρόβαλαν διάφορους ισχυρισμούς περί ελλιπούς ενημέρωσης εκ μέρους της Τράπεζας αναφορικά με τους όρους των επίδικων συμβάσεων, οι Εναγόμενες δεν προσκόμισαν σχετική μαρτυρία προς τούτο, μια και ο μόνος μάρτυρας που παρουσιάστηκε εκ μέρους τους σε κάθε περίπτωση ήταν ο ΜΥ. Η δε αγόρευση των δικηγόρων τους, περιορίστηκε στα ζητήματα που ανέφερα ανωτέρω και τα οποία αναλύω πιο κάτω.

Κατ’ ακολουθίαν των ευρημάτων μου ως προς τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων, και ως προς την επίσης αναντίλεκτη μη αποπληρωμή οφειλόμενων δόσεων, στρέφω την προσοχή μου στο επίδικο ζήτημα του κατά πόσο η σύμβαση τερματίστηκε. Θέση των Εναγόμενων, μέσω του δικηγόρου τους, ήταν ότι το Τεκμήριο 14 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ν’ αποτελεί νόμιμο τερματισμό. Σύμφωνα με το λεκτικό του Τεκμηρίου 14, η Τράπεζα κάλεσε τις Εναγόμενες 2 και 4 να εξοφλήσουν άμεσα ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο πλέον τόκους, ενώ προειδοποίησε αυτές ότι τυχόν παράλειψή τους θα συνεπαγόταν τη λήψη μέτρων εναντίον τους. Το Τεκμήριο 14 ακολούθησε το Τεκμήριο 13 το οποίο αποτελούσε με τη σειρά του προειδοποίηση ότι το δάνειο το οποίο εγγυήθηκαν παρουσίαζε καθυστερήσεις και με το οποίο οι Εναγόμενες καλούνταν όπως, εντός 21 ημερών, τις εξοφλήσουν. Βάσει του όρου 3 του Τεκμηρίου 8, «[τ]ηρουμένων των προνοιών του περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμου η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει καθ’ οιανδήποτε στιγμή την αποπληρωμή του ρηθέντος δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου τούτου, οπότε το ρηθέν δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο τούτου καθίσταται αμέσως πληρωτέο και απαιτητό». Στον δε όρο 6 του ίδιου Τεκμηρίου 8 αναγράφεται το τι συνιστά παράβασή του.

Στο σύγγραμμα Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, στην παράγραφο 18-010 αναφέρεται ότι: «[t]he question whether the option to terminate has been exercised has been described as one of fact; but this description assumes that a number of legal requirements have been satisfied. The prime requirement is that the behaviour of the injured party must unequivocally indicate his intention to exercise the option», ενώ στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολ. Έφεση 87/2013 Έλληνας κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ., 3 Δεκεμβρίου 2019, αναφέρθηκε επί του ζητήματος της αμφισβήτησης του τερματισμού ότι: «Εν πάση περιπτώσει, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής τερμάτιζε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ακόμη και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι επιστολές δεν είχαν περιέλθει στη γνώση των εφεσειόντων, θέμα που προκύπτει ως απόρροια της εισήγησης ότι οι εφεσείοντες δεν παρέλαβαν τις επιστολές.  Η καταχώρηση της αγωγής από μόνη της δηλώνει επιλογή από πλευράς της εφεσίβλητης τράπεζας τερματισμού της συμφωνίας και ενεργοποίηση των αναγκαίων διαδικασιών προς είσπραξη των οφειλομένων ποσών, (Μακεδόνας ν. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Κυριάκου ν. Χρυσοστόμου (2004) 1 Α.Α.Δ. 2029)».

Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η αποστολή και παραλαβή των επιστολών Τεκμηρίων 13 και 14 και το αντίστοιχο λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε σ’ αυτές, σε συνδυασμό με το λεκτικό των σχετικών όρων 3, 6 και 7 του Τεκμηρίου 8, δεν αφήνουν άλλο περιθώριο ερμηνείας, παρά το ότι η Τράπεζα κατέδειξε στις Εναγόμενες ότι η πρόθεσή της ήταν να τερματίσει τη συμφωνία δανείου λόγω της μη εξόφλησης των καθυστερημένων δόσεων, γι’ αυτό και απαίτησε την εξόφλησή του. Σε κάθε όμως περίπτωση, η Τράπεζα καταχώρισε εναντίον τους και την παρούσα Αγωγή στις 16.5.2013, πράγμα που αφαιρεί και οποιαδήποτε αμφιβολία περί της πρόθεσής της. Συναφώς, αποτελεί επιπρόσθετα εύρημά μου ότι η συμφωνία δανείου τερματίστηκε στις 5.4.12.    

Ένας άλλος άξονας της υπεράσπισης ήταν η ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών στη επίδικη συμφωνία δανείου. Επισημαίνω ότι, δικογραφικά, η αναφορά ήταν γενική, δηλαδή στην Υπεράσπιση η πλευρά των Εναγόμενων 2 και 4 παρέθετε ένα προς ένα τους όρους του δανείου και ανέφερε ότι τούτοι τέθηκαν παράνομα και καταχρηστικά. Όσων αφορά το γενικότερο ισχυρισμό των Εναγόμενων περί καταχρηστικότητας παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Frakapor Courier Ltd κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Πολ. Έφεση 9/11, ημερομηνίας 15.6.16, όπου επιδοκιμάστηκε η πρωτόδικη κρίση, με την οποία αποφασίστηκε ότι για να αποδειχθεί ότι ένας όρος είναι καταχρηστικός «είναι απαραίτητο να καταρριφθεί η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους της τράπεζας». Εν προκειμένω και προτού αναλύσω τα επί μέρους ζητήματα που εγέρθηκαν από τις Εναγόμενες ως δεικνύοντα καταχρηστικότητα στη σύμβαση, υπενθυμίζω ότι δεν αποδέχθηκα τη μαρτυρία του μοναδικού μάρτυρα των Εναγόμενων. Εξέτασα όμως την επίδικη συμφωνία δανείου υπό το πρίσμα των ισχυρισμών των Εναγόμενων και στη βάση του εν ισχύ περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου του 2021 (Ν.112(Ι)/2021), ο οποίος με τη σειρά του αντικατέστησε σειρά νομοθετημάτων, μεταξύ τους και ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93(Ι)/1996.

Εξετάζοντας τον ισχυρισμό ότι η χρήση διαιρέτη 360 ημερών κατά τον υπολογισμό του τόκου, αντί για 365 ή όπου ίσχυε 366 ημέρων, ήταν καταχρηστική, διαπιστώνω τα εξής: Πράγματι, βάσει του όρου 4 της επίδικης συμφωνίας δανείου ο διαιρέτης που συμφωνήθηκε να χρησιμοποιούνταν για τον υπολογισμό του τόκου καθοριζόταν στις 360 ημέρες. Στη μαρτυρία του ο ΜΕ ανέφερε ότι ο υπολογισμός από τον Φεβρουάριο του 2015 και έκτοτε υπολογίστηκε στη βάση των 365 ημερών. Πέραν από τη γενική αντεξέταση του ΜΕ επί του θέματος, δεν τέθηκε ενώπιον μου οτιδήποτε από πλευράς Εναγόμενων που ν' ανατρέπει τον ισχυρισμό του ΜΕ και υπενθυμίζω ότι έχω κρίνει τον ΜΕ αξιόπιστο στο σύνολο της μαρτυρίας του. Υπενθυμίζω περαιτέρω ότι η κρίσιμη συμφωνία δανείου υπογράφηκε στις 3.1.05 και τερματίστηκε στις 5.4.12.

Με τα πιο πάνω γεγονότα κατά νου, σημειώνω ότι ειδική αναφορά περί καταχρηστικότητας στην χρήση διαιρέτη για υπολογισμό τόκου άλλου εκτός από εκείνου των 365 ημερών (ή 366 για δίσεκτα έτη) εισήχθη στο Νόμο 93(Ι)/1996 με τον τροποποιητικό Νόμο 49(Ι)/2016 και όχι προηγουμένως. Ως εκ τούτου καταλήγω ότι οι ενέργειες των Εναγόντων αναφορικά με τον υπολογισμό του τόκου στη βάση του διαιρέτη των 365 από τον Φεβρουάριο του 2015 και έπειτα, όπως τις περιέγραψε ο ΜΕ, ήταν σύννομες.

            Αποτέλεσε άλλη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόμενων 2 και 4 ότι ανέτρεξε στη συμφωνία δανείου και δεν εντόπισε όρο με τον οποίο να συμφωνείται ποσοστό τόκου υπερημερίας, αλλά και ότι τυχόν χρέωση τόκου υπερημερίας ήταν παράνομη και καταχρηστική. Πράγματι στον όρο 4 δεν υπάρχει αναφορά σε ποσοστό, αλλά υπάρχει ρητή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ότι σε περίπτωση που οποιοδήποτε ποσό δεν πληρωθεί «την ημερομηνία που καθίσταται πληρωτέο […] ο Χρεώστης θα πληρώνει τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία που το ποσό κατέστη πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης». Υπενθυμίζω ότι μέσω της μαρτυρίας του ΜΕ καταδείχθηκε ότι στις αναδομημένες καταστάσεις Τεκμήριο 8 οι οποίες αποτελούν και τη βάση για τη μειωμένη πλέον απαίτηση των Εναγόντων, τόκος υπερημερίας προς 2% χρεωνόταν από 16.2.2015 και έπειτα, αυξάνοντας το συνολικό επιτόκιο έκτοτε σε 6.3%.

Σχετικές με το επιτόκιο υπερημερίας είναι οι πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/1999), ο οποίος κατήργησε απ' όταν τέθηκε σε ισχύ το έτος 2001 τον περί Τόκου Νόμο του 1977. Ο Ν.160(Ι)/1999 έτυχε δύο τροποποιήσεων. Η πρώτη με το Ν.141(Ι)/2014 και η δεύτερη με το Ν.66(Ι)/2015, οι οποίες, σύμφωνα με το Άρθρο 2Α, σκοπό είχαν την:

«[.] προστασία των δικαιωμάτων των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων, διά της απαγόρευσης της επιβολής της πρόσθετης επιβάρυνσης που συνεπάγεται γι' αυτούς η μονομερής άσκηση από πιστωτικό ίδρυμα τυχόν συμβατικού δικαιώματος που προκύπτει από ρήτρα αύξησης περιθωρίου και η προαγωγή της διαφάνειας ως προς τον υπολογισμό των επιτοκίων όλων των συμβάσεων πιστωτικών διευκολύνσεων»

Προς επίτευξη του πιο πάνω σκοπού, ο Νομοθέτης, εισήγαγε, μεταξύ άλλων, και πρόσθετες πρόνοιες στο Άρθρο 3 στις οποίες περιλαμβάνονται, επίσης μεταξύ άλλων, απαγόρευση χρέωσης τόκου υπερημερίας πέραν του 2% και σε περίπτωση χρέωσης τόκου υπερημερίας, την ανάγκη απόδειξης ότι η χρέωση ανταποκρίνεται στην πραγματική ζημιά του πιστωτικού ιδρύματος που την επιβάλλει.

            Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής των προαναφερθέντων τροποποιητικών Νόμων, σχετικό είναι το Άρθρο 2Β στο οποίο αναφέρεται ότι:

«Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2014 και ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015 εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών τους ως ακολούθως:

(α) σε όλες τις εν ισχύι συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014·

(β) σε όλες τις νέες συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014· και

(γ) σε όλες τις συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων, οι οποίες τερματίζονται και σε όλες τις συμβάσεις των οποίων οι πιστωτικές διευκολύνσεις έχουν καταστεί ή καθίστανται απαιτητές από πιστωτικό ίδρυμα.»

Ως έχω ήδη αποδεχθεί, η επίδικη συμφωνία δανείου τερματίστηκε στις 5.4.12. Οι τροποποιητικοί Νόμοι Ν.141(Ι)/2014 και Ν.66(Ι)/2015, ως ειδικώς ρυθμίζεται από το Άρθρο 2Β του Ν.160(Ι)/1999, εφαρμόζονται σε συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του πρώτου τροποποιητικού Ν.141(Ι)/2014 και έπειτα. Καταλήγω συναφώς ότι η επίδικη συμφωνία δανείου δεν ήταν σε ισχύ κατά τη ημερομηνία έναρξης του πρώτου τροποποιητικού Νόμου και ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν υποχρέωση να συμμορφωθούν με την υποχρέωση απόδειξης πραγματικής ζημιάς για να δικαιούνται στη χρέωση τόκου υπερημερίας και συνεπώς η χρέωση του μέγιστου ποσοστού εντός του προαναφερθέντος πλαισίου κρίνεται δικαιολογημένη.

Κατά παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίζω και το τελευταίο ζήτημα που ανέδειξε η Υπεράσπιση στην υπό κρίση περίπτωση, δηλαδή το ζήτημα της αύξησης της προσαύξησης κατά τη διάρκεια ισχύος της δανειακής σύμβασης, και εξηγώ: στον όρο 5 του Τεκμηρίου 8 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι: «[η] Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει είτε να μειώνει) κατά την κρίση της και οποτεδήποτε, μέσα στα πλαίσια της Νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το Βασικό Επιτόκιο, την Προσαύξηση, τον Τόκο Υπερημερίας, τις προμήθειες και/ή Τραπεζικά δικαιώματα […] και η αλλαγή και/ή επιβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για το Χρεώστη, που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή γραπτή ειδοποίηση και θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση.» Στο δε Τεκμήριο 17 συμπεριλήφθηκαν όλες οι ειδοποιήσεις που είτε δημοσιεύθηκαν στον τύπο είτε αποστάληκαν στους δανειολήπτες.

Εν προκειμένω, πέραν της αξιόπιστης μαρτυρίας του ΜΕ, δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία με την οποία να καταδεικνύεται ότι ο πιο πάνω συμφωνημένος όρος της σύμβασης ήταν καταχρηστικός ή εάν η επίκληση αυτού από την Τράπεζα με την σχετική επιστολή μέρος του Τεκμηρίου 17, ήταν με τη σειρά της καταχρηστική. Παρά ταύτα εξέτασα των ισχυρισμό που προβλήθηκε λαμβανομένου υπόψη ότι ο τρόπος αντίληψης του όρου 5 από πλευράς Εναγόμενων δεν τέθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενώπιον μου: Εν πρώτοις και επιπρόσθετα των όσων προανέφερα σχετικά με την εφαρμογή των τροποποιητικών Νόμων Ν.141(Ι)/2014 και Ν.66(Ι)/2015, με τον Ν.141(Ι)/2014 εισήχθη το Άρθρο 3Α στη βάση του οποίου:

«3Α.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου, συμβατική ρήτρα που παρέχει σε πιστωτικό ίδρυμα το δικαίωμα μονομερούς αύξησης του περιθωρίου επιτοκίου σε σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης που βρίσκεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014 δεν εφαρμόζεται από την ως άνω ημερομηνία.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα να περιλάβει σε σύμβαση πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία συνάπτεται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, ρήτρα που να του παρέχει το δικαίωμα μονομερούς αύξησης του περιθωρίου επιτοκίου κατά τη διάρκεια της ισχύος της εν λόγω σύμβασης».

Ως διαφαίνεται, η συγκεκριμένη Νομοθετική πρόνοια εφαρμόζεται σε πιστωτικές διευκολύνσεις που βρίσκονται σε ισχύ κατά την ημέρα έναρξης του τροποποιητικού Νόμου του 2014, ενώ η εδώ κρίσιμη διευκόλυνση είχε τερματιστεί ως το αντίστοιχο εύρημά μου κατά τον Απρίλιο του 2012.

Κατά δεύτερον και κατ’ ακολουθίαν - αλλά και κατ’ αναλογία (μια και στην υπόθεση που πρόκειται ν’ αναφερθώ το ζήτημα αφορούσε αύξηση κυμαινόμενου επιτοκίου) - του σκεπτικού που αναπτύχθηκε στην απόφαση στην υπόθεση C-125/18 Marc Gomez del Moral Guasch v. Bankia SA, ημερομηνίας 3.3.2020, το λεκτικό της εδώ επίδικης ρήτρας κρίνεται επαρκώς επεξηγηματικό, πέραν δηλαδή της γραμματικής και τυπικής απόψεως, επειδή με αυτό καταδεικνύεται το πλαίσιο εντός του οποίου η Τράπεζα δύναται ν’ ασκήσει το συμβατικό δικαίωμά της ν’ αυξήσει την προσαύξηση. Δηλαδή, εκτός από το απλό γεγονός της ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων περί του δικαιώματος της Τράπεζας όπως καταγράφεται στον όρο 5, η γραμματική και τυπική σημασία της οποίας δεν αμφισβητούνται, επεξηγείται στον οφειλέτη ότι το δικαίωμα τούτο θα ασκείται «μέσα στα πλαίσια της Νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος», λεκτικό που, στην προκείμενη περίπτωση, διατηρήθηκε και κατά τη σχετική ειδοποίηση που αποστάλθηκε σχετικά με την αύξηση της προσαύξησης στις 31.10.08 και η οποία περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 17. Εν όψει των πιο πάνω δεν μπορώ να καταλήξω ότι ο όρος 5 του Τεκμηρίου 8 ήταν καταχρηστικός και ο αντίστοιχος ισχυρισμός των Εναγόμενων απορρίπτεται.   

Προχωρώ να εξετάσω των ορθότητα των ποσών που οι Ενάγοντες απαιτούν στη βάση της αναδομημένης κατάστασης, Τεκμήριο 16, με την οποία περιορίζεται η απαίτηση, όπως αυτή προκύπτει από τις καταστάσεις λογαριασμού που συνοδεύουν το πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, το οποίο επίσης κατέθεσε ο ΜΕ ως Τεκμήριο 15. Ούτε η θέση και τα προσόντα του ΜΕ, αλλά και ούτε το ότι η Τράπεζα Κύπρου, διατηρούσε άδειες άσκησης τραπεζικών εργασιών κατά τους ουσιώδεις προς την παρούσα Αγωγή χρόνους και ότι στο πλαίσιο των εργασιών της και στη συνήθη διεξαγωγή αυτών διατηρούσε τραπεζικά βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή και ηλεκτρονικό αρχείο ως επιχείρηση και ότι σε αυτό φυλάσσονταν όλες οι πληροφορίες και πράξεις που αφορούσαν τον επίδικο λογαριασμό και αποτελούσαν συνήθη τραπεζικά βιβλία, φυλαγμένα αντίστοιχα στις κτιριακές εγκαταστάσεις της, αμφισβητήθηκαν. Ο ίδιος δε ο ΜΕ εκτύπωσε τις καταστάσεις που παρουσίασε στο Τεκμήριο 15 και ο ίδιος της σύγκρινε με τις αρχικές καταχωρίσεις των συναλλαγών και διαπίστωσε ότι είναι ορθές. Σύμφωνα με τις καταστάσεις αυτές, το υπόλοιπο οφειλόμενου ποσό του επίδικου λογαριασμού την 30.6.22 ανέρχετο στις €95.800,36 πλέον τόκους. Στη βάση της αποδεχτής μαρτυρίας του ΜΕ, τα πιο πάνω αποτελούν ευρήματά μου. Εν όψει τούτων κρίνω ότι, εν προκειμένω, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 και καταλήγω ότι οι πιο πάνω καταστάσεις αποτελούν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρημένα σε αυτές και περαιτέρω ότι έχει δημιουργηθεί ανάλογο μαχητό τεκμήριο αναφορικά με τα πιο πάνω. Εναπόκειτο συνεπώς στους Εναγόμενους να αποσείσουν το βάρος και να αποδείξουν τους αντίστοιχους ισχυρισμούς τους ότι οι εν λόγω καταστάσεις είναι λανθασμένες[5]. Με την απόρριψη της μαρτυρίας του μοναδικού μάρτυρα των Εναγόμενων ΜΥ, κρίνω ότι οι Εναγόμενοι απέτυχαν να αποσείσουν το σχετικό βάρος που μεταφέρθηκε στους ώμους τους.

Έρχομαι στο θέμα των αναδομημένων καταστάσεων. Ως έχει νομολογηθεί, η αναδόμηση λογαριασμών δεν αποτελεί επιλήψιμη ενέργεια[6]. Στη βάση της αποδεχτής μαρτυρίας του ΜΕ, στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις της Τράπεζας, αλλά και χρησιμοποιήθηκε διαιρέτης και επιτόκιο υπερημερίας κατά τον τρόπο που κατέληξα ανωτέρω, με αποτέλεσμα το ποσό που απαιτείται κατόπιν της αναδόμησης ανέρχεται στις €86,020.88, να έχει δηλαδή μειωθεί από το ποσό που προκύπτει ως οφειλόμενο υπόλοιπο μέσα από τις καταστάσεις λογαριασμού Τεκμήριο 15. Έχοντας αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΕ αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο διενήργησε την αναδόμηση της κατάστασης λογαριασμού αλλά και έχοντας απορρίψει την εκδοχή που πρόσφερε ο ΜΥ, καταλήγω ότι η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού που παρουσίασε στο Δικαστήριο ο ΜΕ αντανακλά ορθώς την κίνηση του επίδικου λογαριασμού, με δεδομένες τις αφαιρέσεις χρεώσεων.

Έχοντας όλα όσα προανέφερα κατά νου, σύμφωνα με τη Νομολογία «[η] Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησης της. Σε περίπτωση που ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή της ήταν πιο πιθανή παρά όχι, τότε δικαιούται σε απόφαση»[7]. «Σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, που αφορά σε κατ' ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, τα βασικά γεγονότα που χρήζουν απόδειξης, έτσι ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι τρία: α. Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ., μαζί με τους όρους της. β. Η παράβαση όρου της σύμβασης. γ. Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.».[8]

Υπό το φως της νομικής πτυχής του θέματος, τα προαναφερθέντα ευρήματά μου με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχει αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η Τράπεζα, την οποία οι Ενάγοντες αντικατέστησαν, σύναψε με τον Εναγόμενο 1 την 1.3.05 την επίδικη συμφωνία δανείου με την οποία του παραχώρησαν δάνειο ύψους 45,000 ΛΚ με εκείνους τους όρους που καταγράφηκαν στα ευρήματά μου ανωτέρω και ότι οι Εναγόμενοι 2 και 4 εγγυήθηκαν τις υποχρεώσεις του Εναγόμενου 1 με την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης της ίδιας ημερομηνίας. Η δε Εναγόμενη 4 παραχώρησε ως περαιτέρω εξασφάλιση την Υποθήκη Υ6845/2006. Λόγω της παράβασης του όρου που αφορούσε την καταβολή δόσεων προς εξόφληση του επίδικου δανείου από πλευράς των Εναγόμενων, οι Ενάγοντες προχώρησαν στις 5.4.2012 και τερμάτισαν τον επίδικο λογαριασμό. Αποδείχθηκε τέλος ότι σύμφωνα με αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, το οφειλόμενο υπόλοιπο κατά τις 30.6.22 ανερχόταν στις €86,020.88.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίνω ότι η Αγωγή πρέπει επιτύχει και επιτυγχάνει. Αναφορικά με την Ανταπαίτηση, οι θεραπείες που αξίωσαν οι Εναγόμενες ήταν συνδεδεμένες με την ανάλυση που προηγήθηκε και αφορούσαν την αμφισβητούμενη από εκείνες νομιμότητα και εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας δανείου και της συμφωνίας εγγύησης, αλλά και της συμπεριφοράς και ενεργειών των Εναγόντων. Με την απόρριψη της μαρτυρίας που οι Εναγόμενες προσκόμισαν στη δίκη και βάσει της εν λόγω ανωτέρω ανάλυσής μου, μέσα από την οποία πρόβηκα και σε αντίστοιχα σχετικά ευρήματα, κρίνω ότι οι Εναγόμενες δεν απέσεισαν το βάρος που τους αναλογούσε ως εξ ανταπαιτήσεως Ενάγουσες ότι δικαιούνται συναφώς σε οποιεσδήποτε θεραπείες. Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Εν όψει της επιτυχίας της Αγωγής, εκδίδονται:

Α. Απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων 2 και 4 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €86,020.88 πλέον τόκο προς 6,30% από 1.7.22 μέχρι εξοφλήσεως.

Β. Διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου που καλύπτεται από την Υποθήκη με αριθμό Υ6845/2006, δηλαδή του ακινήτου με αριθμό εγγραφής [ ], Φ/Σχ. 53/64/1044, που ευρίσκεται στα Κάτω Πολεμίδια της Επαρχίας Λεμεσού, εγγεγραμμένο μερίδιο ½, δια δημόσιου πλειστηριασμού και διάθεσης του προϊόντος της πώλησης του προς ικανοποίηση ή έναντι του πιο πάνω εξ αποφάσεως χρέους.

Ως προς το έξοδα της διαδικασίας, δεν έχω οποιοδήποτε λόγο ν' αποκλίνω από τον κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζω αυτά υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων 2 και 4, αλληλέγγυα και χωρισμένα, όπως τα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Εν όψει δε της συνεκδίκασης της Απαίτησης με την Ανταπαίτηση, κρίνω ορθό όπως μην προβώ σε ξεχωριστή διαταγή για τα έξοδα στην Ανταπαίτηση.

 

………........................

Π. Αγαπητός

Επαρχιακός Δικαστής

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] (βλ. C & A Pelekanos Associates Limited ν. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

[2] (βλ. Χάρης Χρίστου ν. Ευγενία Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454)

[3] (βλ. Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506)

[4] (βλ. Ανδρέας Χρ. Στυλιανίδης ν. Κωνσταντίνου Χατζηπιέρα (1999) 1 Α.Α.Δ. 1056)

[5] Βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. 1. Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, ως Προσωρινού Εκκαθαριστή της περιουσίας της Εταιρείας Deme-Dairy Ltd. κ.α., Πολ. Έφεση 246/13, ημερομηνίας 11.12.19, ECLI:CY:AD:2019:A523

[6] Βλ. Γιαννάκης Καλλικάς ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1238

[7] Βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ. ν. Γιώργος Οικονόμου, Πολ. Έφεση 335/2009, ημερομηνίας 17.10.14 και γενικά Μαρσέλ κ.α. ν. Λαϊκή Τράπεζα Λτδ (2001) 1(B) Α.Α.Δ. 1858

[8] Βλ. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ. ν. Βασίλη Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 829


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο