ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 3993/2019

 

1.    VENCHA LTD, HE 399702, εκ Λεμεσού

2.    ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ

Ενάγοντες

-και-

 

1.    RECOM SILLIA SAS, Αρ. εγγραφής 830733322 R.C.S., αρ. ΦΠΑ CY [ ], εκ Γαλλίας

2.    ATHINODOROU RENEWABLE ENERGY LTD, HE 375925, εκ Λεμεσού

3.    C. ATHINODOROU TRADING LTD, HE 344082, εκ Λεμεσού

4.    CLASSONE HOLDINGS LIMITED, HE 364679, εκ Λεμεσού

5.    ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, εκ Λευκωσίας

 

Εναγόμενοι

Ημερομηνία: 31 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια-Εναγόμενη 1: κ. Φωτίου μαζί με κ. Τοπούζη για Χρίστης & Σια ΔΕΠΕ

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση – Ενάγοντες: κα Μιχαηλίδου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 12.5.2023 για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην)

 

Εισαγωγή

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι ο φάκελος της παρούσας υπόθεσης είναι ιδιαίτερα ογκώδης λόγω των πολλών ενδιάμεσων διαδικασιών που καταχωρήθηκαν στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Για το λόγο αυτό, κρίνω σκόπιμο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της διαδικασίας, αλλά και για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, να σκιαγραφήσω, εν συντομία, το ιστορικό της υπόθεσης, ως τούτο προκύπτει από το φάκελο της.

 

Το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής καταχωρήθηκε, στις 5.12.2019, εναντίον διάφορων Εναγόμενων, συμπεριλαμβανομένης της Εναγόμενης 1, η Ειδοποίηση του οποίου επιδόθηκε στην τελευταία, στις 6.3.2020, εκτός δικαιοδοσίας, στη Γαλλία, γεγονός, το οποίο, σημειώνω, δεν αμφισβητείται από την ίδια, καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Την ίδια μέρα που καταχωρήθηκε η αγωγή, καταχωρήθηκε και ενδιάμεση αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και, στις 27.12.2019, εκδόθηκε, σχετικό, προσωρινό διάταγμα, μονομερώς, το οποίο, ακολούθως, ορίστηκε επιστρεπτέο, με τα λοιπά αιτητικά της εν λόγω αίτησης να ορίζονται για επίδοση προς τους Εναγόμενους. Ένεκα της φύσης της διαδικασίας (προσωρινό διάταγμα), η Εναγόμενη 1 - Αιτήτρια (στο εξής «η Εναγόμενη») εμφανίστηκε στην εν λόγω ενδιάμεση διαδικασία, μέσω δικηγόρου, χωρίς να προβεί στην καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης και, ακολούθως, προχώρησε και καταχώρησε ένσταση σε αυτήν, με αποτέλεσμα τούτη να οδηγηθεί σε ακρόαση. Ακολούθησε δε πληθώρα άλλων ενδιάμεσων διαδικασιών, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, σε όλες εκ των οποίων η Εναγόμενη εμφανίστηκε, ανελλιπώς, μέσω των δικηγόρων της, χωρίς όμως ποτέ μέχρι σήμερα να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης. Συγκεκριμένα, μεταξύ των Εναγόντων και της Εναγόμενης καταχωρήθηκαν και οδηγήθηκαν σε ακρόαση άλλες τέσσερις (4) ενδιάμεσες διαδικασίες, στις οποίες εκδόθηκαν σχετικές αποφάσεις από το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση), με τελευταία την ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 18.4.2022 (στην αίτηση ημερ. 5.2.2021).

 

Σημειώνω, επίσης, ότι αμέσως μετά την επιφύλαξη της απόφασης στην ενδιάμεση αίτηση ημερ. 5.2.2021, οι Ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώρηση μονομερούς αίτησης για απόφαση, εναντίον της Εναγόμενης, ερήμην, λόγω μη καταχώρησης, εκ μέρους της τελευταίας, σημειώματος εμφάνισης, με αποτέλεσμα, στις 8.9.2022, κατόπιν δήλωσης των συνηγόρων των Εναγόντων ότι αποσύρουν άνευ βλάβης τις αξιώσεις, υπό στοιχεία (Β), (Γ), (Ε) και (Ι), της Έκθεσης Απαίτησης τους, το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, να εκδώσει απόφαση εναντίον της Εναγόμενης, για το ποσό των €39.440, πλέον το ποσό των €4.863,64, πλέον τόκους και έξοδα (στο εξής «η εκδοθείσα απόφαση»). Σημειώνω ότι το μεν ποσό των €39.440 αφορά, κατ’ ισχυρισμόν, οφειλόμενο δυνάμει τιμολογίου για επιπρόσθετες εργασίες και/ή υλικά και/ή εργάτες που παρασχέθηκαν προς όφελος της Εναγόμενης, στο πλαίσιο των συμφωνιών υπεργολαβίας ημερ. 10.7.2019, που υπογράφηκαν μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Εναγόμενης (στο εξής «οι Συμφωνίες Υπεργολαβίας»), σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά πάρκα παραγωγικής δυναμικότητας 1,5MWp και 3MWp στο Πισσούρι (στο εξής «τα Έργα»), ενώ το ποσό των €4.863,64 αφορά, κατ’ ισχυρισμόν, ποσά τα οποία οι Ενάγοντες κατέβαλαν, προς τρίτα πρόσωπα, εκ μέρους της Εναγόμενης.

 

Η υπό κρίση Αίτηση

 

Η Εναγόμενη, στις 12.5.2023, καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία επιζητεί τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, στη βάση της Δ.17 θ. 10. 

  

Την υπό κρίση Αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση του κ. Χ. Χρίστη δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν την Αιτήτρια (στο εξής «ο ομνύοντας στην Αίτηση»). Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του ομνύοντα στην Αίτηση, εφόσον, στη συνέχεια, κατά την εξέταση της υπό κρίση Αίτησης, και στο βαθμό που τούτο κριθεί απαραίτητο, θα γίνει αναφορά στους ισχυρισμούς και τα γεγονότα που εκεί προβάλλονται, για να εξεταστούν οι εκατέρωθεν θέσεις των μερών.

 

Η Ένσταση και η Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση των Εναγόντων-Καθ' ων η Αίτηση (στο εξής «οι Ενάγοντες»), μέσω της οποίας εγείρονται, συνολικά, 36 λόγοι ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω, καθότι αυτοί, ως έχουν, κατά κάποιο τρόπο, αποκρυσταλλωθεί στην αγόρευση των συνηγόρων των Καθ' ων η Αίτηση, έχουν ως άξονα τους τις πιο κάτω ενότητες:

 

(1)  Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση είναι παράτυπη, αντικανονική και ανεπίτρεπτη, εφόσον τούτη γίνεται από δικηγόρο και όχι από αξιωματούχο της Εναγόμενης, με αποτέλεσμα να έχει καταχωρηθεί κατά παράβαση των Θεσμών και/ή της νομολογίας. Δεν δύναται να δοθεί εξ ακοής μαρτυρία στα πλαίσια αίτησης παραμερισμού απόφασης, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα των Εναγόντων να παραβιάζονται.

(2)  Η Εναγόμενη επέδειξε αδιαφορία αναφορικά με την παρούσα αγωγή και η συμπεριφορά της συνιστά καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας. Η Εναγόμενη επέδειξε ασύγγνωστη και/ή υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της υπό κρίση Αίτησης.

(3)  Η Εναγόμενη δεν έδωσε κανένα ικανοποιητικό και/ή επαρκή λόγο που να δικαιολογεί την μη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους της εγκαίρως και/ή πριν την έκδοση της εκδοθείσας απόφασης, παρά το γεγονός ότι η αγωγή της επεδόθη δεόντως, εγκαίρως και νομοτύπως.

(4)  Η εκδοθείσα απόφαση δεν μπορεί να παραμεριστεί καθότι τούτη εκδόθηκε νομότυπα και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

(5)  Η Ενάγουσα δεν αποκάλυψε καλή και νόμιμη υπεράσπιση, ούτε και παρουσίασε οποιεσδήποτε ικανοποιητικές λεπτομέρειες και/ή στοιχεία για το ότι έχει καλή και συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

(6)  Ο παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στους Ενάγοντες εφόσον θα παρεμποδιστούν από του να εισπράξουν το λαβείν τους.

(7)  Ο παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης και τυχόν επανάνοιγμα της υπόθεσης δημιουργεί αβεβαιότητα στην τελεσιδικία και πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης.

 

Την Ένσταση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της κας. Ταμπούρη (στο εξής «η ομνύουσα στην Ένσταση»), δικηγόρου στο γραφείο που εκπροσωπεί τους Ενάγοντες, η οποία, στην ουσία, επαναλαμβάνει, πλέον όμως πιο λεπτομερώς και με επιχειρήματα, τους λόγους ένστασης.

 

Ακροαματική Διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Θεμελιακή βάση της υπό κρίση Αίτησης, αποτελεί η Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα ακόλουθα:

 

«Where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just».

 

Η νομολογία μας αναγνωρίζει δύο περιπτώσεις όπου είναι ορθό και δίκαιο να παραμεριστεί εκδοθείσα απόφαση που εκδόθηκε ερήμην. 

 

Η πρώτη περίπτωση είναι όταν η εκδοθείσα απόφαση εκδόθηκε παράνομα, δηλαδή κατά παράβαση ουσιώδους τύπου ή διαδικασίας, οπόταν και τούτη παραμερίζεται ex debito justitiae, ήτοι δικαιωματικά χωρίς να παρέχεται ζήτημα άσκησης διακριτικής ευχέρειας στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της (βλ. Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 247 και  Ηλία Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας  (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφεση 413/2011, ημερ. 3.2.2017, ECLI:CY:AD:2017:A37).

 

Η δεύτερη περίπτωση αφορά τις περιπτώσεις όπου η απόφαση είναι μεν νομότυπη, αλλά ο Αιτητής παρουσιάζει, μέσω της ένορκης του δήλωσης, εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, ενώ, επίσης, εξηγεί το λόγο που άφησε την υπόθεση να προχωρήσει στην απουσία του.

 

Η εξουσία που παρέχεται από την Δ.17 θ. 10 στο Δικαστήριο για παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι διακριτική. Στα πλαίσια άσκησης αυτής της διακριτικής εξουσίας, το Δικαστήριο θα πρέπει ουσιαστικά να ισοζυγίσει δύο θεμελιώδεις παράγοντες για την απονομή της δικαιοσύνης, αφενός την ανάγκη αποτελεσματικής διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και, αφετέρου, την ανάγκη για ταχεία διεκπεραίωση των διαδικαστικών διαδικασιών, η οποία είναι συνυφασμένη με, τον εξίσου σημαντικό παράγοντα για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας (βλ. Φυλακτού v. Μιχαήλ (1982) 1 CLR 204).

 

Στο σημείο αυτό, σημειώνω ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του Αιτητή, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί, ώστε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ασκηθεί υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, έχουν καθορισθεί στην υπόθεση Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, οι οποίες έχουν υιοθετηθεί και εφαρμόζονται στην Κυπριακή νομολογία. Απαύγασμα της σχετικής νομολογίας είναι ότι, πρωταρχικής σημασίας, για να πετύχει ο Αιτητής τον παραμερισμό απόφασης, είναι κατά πόσο έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του, ώστε να του δοθεί του δικαίωμα να την προβάλει. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του Αιτητή είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Η, χωρίς ουσιαστικό λόγο, παράλειψη του Εναγόμενου να εμφανιστεί στη διαδικασία και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να αποταθεί για τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, μπορεί, βάσιμα, να αποτελέσουν λόγο για την απόρριψη του αιτήματος του (βλ. μεταξύ άλλων Φυλακτού v. Μιχαήλ (1982) 1 C.L.R. 204, Ioannis Kotsapas & Sons Ltd v. Titan Constructions and Engineering Company  (1961) 1 C.L.R. 317, Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 ΑΑΔ 36, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1 ΑΑΔ 941, Ζήνωνα Μερκή v. Yiannoukas Holiday Inns Limited και Άλλου (1994) 1 ΑΑΔ 736).

 

Όσον αφορά το θέμα της εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, έχει νομολογιακά αποφασιστεί ότι το Δικαστήριο εξετάζει τα ενώπιον του στοιχεία προκειμένου να διαγνώσει μόνο κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα, χωρίς να προχωρά σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας προσάγεται για σκοπούς κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού και χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης (βλ. Ζήνωνα Μερκή (ανωτέρω) Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, Φραντζής v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις Λτδ (1996) 1 ΑΑΔ 1094). Στην υπόθεση Φυλακτού (ανωτέρω) επεξηγήθηκε ότι θα ήταν αντινομικό εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει επί της ορθότητας οποιωνδήποτε γεγονότων τίθενται ενώπιον του, στο στάδιο εξέτασης της αίτησης παραμερισμού, καθότι το έργο του εξαντλείται στο να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτεται επαρκής υπεράσπιση που είναι και το βασικό κριτήριο που δικαιολογεί το επανάνοιγμα υπόθεσης. Ο Αιτητής έχει το βάρος να αποκαλύψει στοιχεία που αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, αλλά αυτό το βάρος δεν εξυπακούει και την απόδειξη αμφισβητούμενων γεγονότων ή την θεμελίωση της υπεράσπισης, ως εάν διεξαγόταν η δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης.

 

Γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί δεν υποδηλούν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Θα πρέπει, δηλαδή να προσκομιστούν κάποια αποδεικτικά στοιχεία, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση, τα οποία να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και αποδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω (βλ. Πατούρης ν. Hellenic Bank Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 2118 και Καλλής v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 AAΔ 793). Στην αγγλική υπόθεση Alpine Bulk Transport Co Inc v. Saudi Eagle Shipping Co Inc [1986] 2 Lloyds Rep. 221 CA, αναφορικά με το τι συνιστά «συζητήσιμη υπεράσπιση», υποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι η υπεράσπιση που προβάλλει έχει πραγματική πιθανότητα επιτυχίας (real prospect of success) και να φέρει κάποιο βαθμό πειστικότητας (must carry some degree of conviction). Ως δε λέχθηκε στην Πατούρης, η υπεράσπιση, ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας, όταν είναι λογικοφανής, βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη. Εφόσον η προβαλλόμενη υπεράσπιση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, καθίσταται συζητήσιμη, ενώ όπου ελλείπει η αναγκαία θεμελίωση, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Πέραν όμως του ζητήματος της αποκάλυψης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, ο Αιτητής πρέπει, επίσης, να δικαιολογήσει την παράλειψη του να εμφανιστεί στο Δικαστήριο, καθώς επίσης, θα πρέπει να αποδείξει ότι ενήργησε αμέσως και χωρίς αργοπορία προς την κατεύθυνση να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του.  Στην υπόθεση Λυσιώτη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  (2000) 1(Α) ΑΑΔ 364 αναφέρθηκε ότι το «απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεσή του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση» (βλ. επίσης Φυλακτού (ανωτέρω)). Επομένως, η ανεξήγητη αργοπορία, είναι παράγοντας που ασκεί έντονα αρνητική επίδραση κατά του διαδίκου ο οποίος παρέλειψε να ενεργήσει με την πρώτη δυνατή ευκαιρία, να ασκήσει το δικαίωμα του για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του. Ο Αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί (βλ. Φυλακτού, Miluca Motor Trading Ltd και Φραντζής (ανωτέρω)). 

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Κατ’ αρχάς, προτού προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση Αίτησης, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω το λόγο ένστασης που προβάλλεται εκ μέρους των Εναγόντων περί του ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση πάσχει, είναι ανεπίτρεπτη και αντικανονική, εφόσον τούτη γίνεται από δικηγόρο και δη το δικηγόρο που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση.

 

Μελέτη της σχετικής, επί του ζητήματος, νομολογίας αναφορικά με την όμνυση ένορκης δήλωσης που συνοδεύει είτε αίτηση, είτε ένσταση, καθιστά σαφή τα ακόλουθα:

 

(α)       Η ένορκη δήλωση από δικηγόρο δεν απαγορεύεται, αγνοείται ή απορρίπτεται, αλλά είναι ανεπιθύμητη πρακτική. Δεν υπάρχει αρχή, με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, ότι η ένορκή του δήλωση θα πρέπει να αγνοηθεί (βλ. Dmitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva (2010) 1 AAΔ 82).

 

(β)       Η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων, οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο, περαιτέρω, εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης (βλ. Nikitin Alexander v. Grigorey Alexander, Πολ. Έφ. 66/2011, ημερ. 28.5.2013,  Αναφορικά με την Αίτηση του Li Xin για Certiorari (2010) 1 ΑΑΔ 743, In re Efthymiou (1987) 1 CLR 319 και Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 ΑΑΔ 1036.

 

(βλ. επίσης, Investylia Public Company Ltd, v. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, Πολιτική Έφεση Αρ. 236/2010, απόφαση ημερ. 13 Ιουνίου 2013)

 

Σημειώνω ότι, εν προκειμένω, ο ομνύοντας στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, δεν είναι ο δικηγόρος που εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εκ μέρους της δικηγορικής εταιρείας που εκπροσωπεί την Εναγόμενη, στα πλαίσια της υπό εξέταση διαδικασίας. Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι η ένορκη δήλωση του ομνύοντα στην Αίτηση, ο οποίος δεν είναι ο δικηγόρος που χειρίστηκε την υπό κρίση Αίτηση ενώπιον μου, δεν μπορεί να απορριφθεί ή να αγνοηθεί για τον δίχως άλλο λόγο ότι αυτός είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί την Εναγόμενη.  

 

Πέραν των ανωτέρω, και τούτο, παρά την περί του αντιθέτου θέση των συνηγόρου των Εναγόντων, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι, στην παράγραφο 2 της ένορκης δήλωσης του ομνύοντα στην Αίτηση, ο τελευταίος αναφέρει ρητώς τους λόγους για τους οποίους προβαίνει ο ίδιος σε αυτήν και όχι κάποιος αξιωματούχος της Εναγόμενης, που δεν είναι άλλοι από το γεγονός ότι η Εναγόμενη αποτελεί εταιρεία εγγεγραμμένη στη Γαλλία, με εγγεγραμμένο γραφείο στην χώρα αυτή, ενώ οι αξιωματούχοι της είναι και αυτοί μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, οι οποίοι λόγω των πολλών υποχρεώσεων τους και του εκτάκτου της καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης, δεν κατέστη δυνατόν, μέχρι και την ημέρα καταχώρησης της, να μεταβούν στην Κύπρο για να προβούν στην όμνυση της υποστηρικτικής της ένορκης δήλωσης, εξού και εξουσιοδότησαν τον ομνύοντα για να προβεί σε αυτήν.

 

Δεν μου διαφεύγει η θέση των συνηγόρων των Εναγόντων, ως τούτη προωθείται στην αγόρευση τους, ότι ο ομνύοντας δεν έχει θετική γνώση των όσων αναφέρει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, παραπέμποντας στην απόφαση Δημητρίου Αθηνούλλα Γ. v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782. Εντούτοις, τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω υπόθεση, αφορούν ένορκη δήλωση που υποστηρίζει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης, όπου η Δ.18 ειδικώς αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει τέτοιου είδους αίτηση πρέπει να γίνεται από πρόσωπο το οποίο έχει θετική γνώση των γεγονότων για τα οποία ορκίζεται. Εν προκειμένω, η Δ.17, επί της οποίας βασίζεται η παρούσα Αίτηση, δεν περιέχει οποιαδήποτε σχετική, ειδική, πρόνοια και, επομένως, στη βάση της Δ.39, η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, δύναται να περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον ο ομνύοντας αναφέρει την πηγή γνώσης του. Σημειώνω δε ότι, στην παρούσα περίπτωση, ο ομνύοντας στην Αίτηση αναφέρει δεόντως την πηγή της πληροφόρησης του για τα όσα καταγράφει στην εν λόγω ένορκη δήλωση (βλ. παράγραφο 1 και 3 αυτής).

 

Επομένως, ο πιο πάνω λόγος ένστασης κρίνεται ανεδαφικός και ανυπόστατος και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την υπό κρίση Αίτηση επί της ουσίας της. Η Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επί της οποίας εδράζεται η υπό κρίση Αίτηση, προνοεί ότι, όταν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τους προηγούμενους κανονισμούς της διαταγής αυτής, δηλαδή λόγω παράλειψης εναγόμενου να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, θα είναι νόμιμο για το Δικαστήριο, στην κατάλληλη περίπτωση, να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει τέτοια απόφαση με όρους που θα ήθελαν φανεί δίκαιοι. 

 

Οι αιτήσεις παραμερισμού απόφασης χωρίζονται σε δύο «κατηγορίες». Η πρώτη αφορά περιπτώσεις όπου η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο δεν έγινε με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Όπως προανέφερα, σε αυτές τις περιπτώσεις, η απόφαση δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί και επομένως ένας εναγόμενος δικαιωματικά (ex debito justitiae) δικαιούται σε παραμερισμό της (βλ. Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (ανωτέρω) και Ηλία Μανώλη v. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολ. Έφεση 413/2011, απόφαση ημερ. 3.2.2017), ECLI:CY:AD:2017:A37. Η δεύτερη, αφορά περιπτώσεις όπου η επίδοση έγινε κανονικά, αλλά συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους κρίνεται κατάλληλο όπως η εκδοθείσα απόφαση παραμεριστεί ή τροποποιηθεί.

 

Στο σημείο αυτό, σημειώνω ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του Αιτητή, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί, ώστε η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να ασκηθεί υπέρ της ικανοποίησης του αιτήματος του.

 

Στην παρούσα περίπτωση, σημειώνω εκ προοιμίου ότι δεν εντοπίζω οποιαδήποτε αντικανονικότητα ή ελάττωμα στην επίδοση του κλητηρίου εντάλματος ή της ειδοποίησης αυτού στην Εναγόμενη. Εν πάση περιπτώσει, παρά την προώθηση θέσης στην αγόρευση της Εναγόμενης περί του ότι η εκδοθείσα απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί ex debito justitiae, η Εναγόμενη σε καμία περίπτωση δεν αμφισβητεί ή θέτει εν αμφιβόλω την καλή επίδοση της παρούσας αγωγής προς την ίδια. Εξάλλου, ένεκα της εν λόγω επίδοσης, η Εναγόμενη έλαβε γνώση της εναντίον της διαδικασίας, ως επίσης και της αίτησης για ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα, στην οποία έλαβε μέρος, ενώ, επίσης, έλαβε μέρος και εμφανίστηκε σε πληθώρα άλλων ενδιάμεσων διαδικασιών στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής, χωρίς ποτέ να προβάλει οποιαδήποτε θέση για αντικανονική και/ή παράτυπη επίδοση της αγωγής προς αυτήν ή να προωθήσει οποιαδήποτε σχετική, επί τούτου, διαδικασία.

 

Ενόψει των ανωτέρω, είναι, θεωρώ, ξεκάθαρο ότι η παρούσα περίπτωση ουδόλως εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου η εκδοθείσα απόφαση θα πρέπει να παραμερισθεί ex debito justitiae.

 

Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω κατά πόσο, με γνώμονα τις αρχές της νομολογίας, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης, περιοριζόμενο στην εξέταση των δύο βασικών προϋποθέσεων, ήτοι, αν έχει αποδειχθεί, στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας, ότι η Εναγόμενη αιτιολόγησε επαρκώς τη μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο, ως επίσης και το κατά πόσο έλαβε εγκαίρως μέτρα για τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, και κατά πόσο έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση.

 

Η συμπεριφορά της Εναγόμενης

 

Προχωρώ πρώτα να εξετάσω κατά πόσον η Εναγόμενη, εν προκειμένω, έχει κάποια καλή δικαιολογία για τη μη εμφάνιση της στην αγωγή, ως επίσης και κατά πόσο έχει επιδείξει καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης, η οποία να ισοδυναμεί με περιφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών.

 

Στο σημείο αυτό παραπέμπω στην υπόθεση Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ ν. Χαράλαμπου Σπανούδη (1997) 1 ΑΑΔ 28, όπου λέχθηκε ότι το βασικό κριτήριο για το επανάνοιγμα μιας υπόθεσης είναι το κατά πόσον ο Αιτητής ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε ο Αιτητής μετά την έκδοση απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που προσμετρούν στην κρίση του Δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, ήτοι την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης (βλ. επίσης David Charles Orams κ.ά. v. Μελέτη Αποστολίδη (2006) 1 ΑΑΔ 1402).

 

Όσο και εάν το ζήτημα της μη εμφάνισης εξετάζεται ανεξάρτητα από τα άλλα θέματα που εγείρονται σε μια αίτηση για παραμερισμό απόφασης, φαίνεται να είναι η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως εάν η δικαιολογία για την παράλειψη εμφάνισης προβάλλει λογική και η απραξία του Αιτητή δεν συνιστά περιφρόνηση του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης και εφόσον έχει προβάλει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής, η απόφαση να παραμερίζεται. Επομένως, είναι σε ξεκάθαρες περιπτώσεις έλλειψης ενδιαφέροντος από πλευράς του Αιτητή όπου η μη εμφάνιση του κρίθηκε ως αφ' εαυτής τροχοπέδη στο επανάνοιγμα της υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση Γιωργαλλίδης ν. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1101, αναφέρεται ότι:

 

«Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανιστεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγο για την απόρριψη της αίτησης.»

 

Εν προκειμένω, στη βάση του περιεχομένου του δικαστικού φακέλου, αλλά και των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, είναι με ευκολία που καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η παράλειψη της Εναγόμενης να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης στην παρούσα αγωγή, δεν συνιστά περιφρόνηση του συστήματος της απονομής της δικαιοσύνης, ούτε βεβαίως αποτελεί περίπτωση έλλειψης ενδιαφέροντος από πλευράς της, σε σχέση με την εκκρεμούσα εναντίον της δικαστική διαδικασία. Τουναντίον, είναι εμφανές ότι από την πρώτη στιγμή που η παρούσα αγωγή της επιδόθηκε, μαζί με την αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα το οποίο ήταν επιστρεπτέο, η Εναγόμενη άμεσα προχώρησε σε διορισμό δικηγόρων, οι οποίοι την εκπροσώπησαν τόσο στη διαδικασία του προσωρινού διατάγματος, όσο και τις λοιπές ενδιάμεσες διαδικασίες που καταχωρήθηκαν μεταξύ των διαδίκων. Ως είναι, επίσης, εμφανές από το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου, η Εναγόμενη αφότου της επιδόθηκαν τα πιο πάνω, εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την μέρα που ήταν ορισμένο, ως επιστρεπτέο, το προσωρινό διάταγμα για την ίδια και, ως είχε δικαίωμα ένεκα και της πρακτικής που ακολουθείται, λόγω της επείγουσας φύσης της εν λόγω διαδικασίας, εμφανίστηκε σε αυτήν, μέσω των δικηγόρων της, χωρίς την προηγούμενη καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης, ενώ, ακολούθως, ως και ο ομνύοντας στην Αίτηση αναφέρει, η ίδια, εκ παραδρομής και καλόπιστα, προφανώς τελώντας υπό την πλάνη ότι είχε καταχωρήσει αυτό, συνέχισε να εμφανίζεται ανελλιπώς σε όλες τις εκκρεμούσες διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς οι Ενάγοντες ή το Δικαστήριο να θέσει ποτέ ζήτημα περί μη δέουσας εκπροσώπησης της.

 

Επομένως, στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις η συμπεριφορά της Εναγόμενης δεν ήταν τέτοια που να δύναται να θεωρηθεί ως καταφρονητική των δικαστικών διαδικασιών. Σχετική είναι και η απόφαση στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ (ανωτέρω)όπου κρίθηκε ότι καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης του εναγομένου, οφειλόμενη σε σφάλμα του δικηγόρου του, μπορεί να κριθεί συγχωρητέα και να παράσχει βάσιμο δικαιολογητικό της παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης. 

 

Στρέφομαι τώρα στο χρόνο που διέρρευσε από την ημερομηνία που η Εναγόμενη έλαβε γνώση της εκδοθείσας απόφασης μέχρι και το χρόνο καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης. Αποτελεί θέση της Εναγόμενης, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε από πλευράς των Εναγόντων, ότι η ίδια έλαβε γνώση της εκδοθείσας απόφασης στις 6.4.2023, όταν και της επιδόθηκε, στη Γαλλία, η Βεβαίωση Σχετικά με Απόφαση σε Αστικές και Εμπορικές Υποθέσεις, στη βάση του Κανονισμού 1215/2012 (βλ. Τεκμήριο 1 επί της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση). Ακολούθως, ως ο ομνύοντας στην Αίτηση αναφέρει, η Εναγόμενη επικοινώνησε αμέσως με τους δικηγόρους της, οι οποίοι ζήτησαν το δικαστικό φάκελο της υπόθεσης από το Πρωτοκολλητείο για σκοπούς διεξαγωγής έρευνας σε αυτόν για να εξετάσουν τι είχε γίνει. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε στις 25.4.2023 και ακολούθως, η Εναγόμενη καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση στις 12.5.2023. Είναι επομένως, εν προκειμένω, εμφανές ότι ο χρόνος που διέρρευσε από την ημερομηνία που η Εναγόμενη έλαβε γνώση της εκδοθείσας απόφασης μέχρι και την καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης υπερβαίνει κατ’ ελάχιστες μέρες τον 1 μήνα, γεγονός που δεικνύει, υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, ότι η Εναγόμενη ενήργησε με τη δέουσα σπουδή όταν έμαθε για την ύπαρξη της εκδοθείσας απόφασης, σπεύδοντας να λάβει τη σχετική ενημέρωση από το φάκελο του Δικαστηρίου και να προχωρήσει στην καταχώρηση της υπό κρίση Αίτησης. Επομένως, κρίνω ότι η συμπεριφορά της, δεν καταδεικνύει από μέρους της αδικαιολόγητη αδιαφορία για την εναντίον της διαδικασία, ούτε, υπό τις περιστάσεις, προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων των αντιδίκων της.

 

Ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξή μου αναφορικά με την εξέταση της προϋπόθεση της καθυστέρησης, ακολούθως θα πρέπει να εξεταστεί και η έτερη προϋπόθεση, ήτοι αυτή της ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.

 

Σημειώνω εξ αρχής ότι ο όποιος ισχυρισμός τίθεται είτε μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση, είτε μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων των Εναγόντων ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του, για σκοπούς εξέτασης της εν λόγω προϋπόθεσης, στοιχεία από την ένορκη δήλωση ημερ. 11.6.2020 στην οποία παραπέμπει η Εναγόμενη και η οποία είναι καταχωρημένη στο φάκελο της παρούσας αγωγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός, ενώ λησμονεί το γεγονός ότι και η πλευρά των Εναγόντων, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση τους στην παρούσα διαδικασία, παραπέμπει σε τεκμήρια και ισχυρισμούς που παρατίθενται στην ένορκη δήλωση που καταχωρήθηκε προς απόδειξη της υπόθεσης τους εναντίον της Εναγόμενης[1]. Ειδικότερα, παραπέμπω στην απόφαση στην υπόθεση Γεωργίου Κύπρος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 1 ΑΑΔ 1938, η οποία επίσης αφορούσε αίτηση για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο, για την έκδοση της απόφασης, του έλαβε υπόψη στοιχεία από ένορκη δήλωση άλλης αίτησης που περιέχετο στο φάκελο της υπόθεσης, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του έλαβε υπόψη στοιχεία από ένορκη δήλωση άλλης αίτησης που περιέχεται στο φάκελο της αγωγής, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Η άλλη αίτηση αποτελούσε μέρος του φακέλου και αφορούσε τόσο την ίδια διαδικασία όσο και τους ίδιους διαδίκους. Συνακόλουθα κρίνεται ότι το διάταγμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν ήταν λανθασμένο, αφού το Δικαστήριο μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούσαν μέρος του φακέλου»[2].

 

Προχωρώ, επομένως, να εξετάσω την ανωτέρω προϋπόθεση αναφορικά με την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Σημειώνω εδώ ότι η εν λόγω προϋπόθεση θα εξεταστεί επί της βάσης μόνο των αξιώσεων των Εναγόντων τις οποίες αφορά η εκδοθείσα απόφαση, της οποίας ζητείται ο παραμερισμός, ήτοι για το ποσό των €39.440 σε σχέση με το τιμολόγιο ημερ. 25.11.2019 (στο εξής «το επίδικο τιμολόγιο») και το ποσό των €4.863,64 το οποίο αφορά πληρωμές στις οποίες προέβηκαν οι Ενάγοντες εκ μέρους της Εναγόμενης.

 

Είναι, εν προκειμένω, η θέση του ομνύοντα στην Αίτηση ότι το ποσό των €39.440 αμφισβητείται εκ μέρους της Εναγόμενης και αυτή αρνείται ότι οφείλει το εν λόγω ή οποιοδήποτε ποσό προς τους Ενάγοντες. Είναι δε η συναφής της θέση ότι ουδέποτε αυτή παρήγγειλε και/ή ενέκρινε τις εν λόγω πρόσθετες εργασίες και/ή υλικά και/ή εν πάση περιπτώσει ουδέποτε τέθηκαν εις γνώση της τούτα, αλλά και αν όντως προέκυψαν, τούτο έγινε κατά παράβαση των όρων των Συμφωνιών Υπεργολαβίας. Επίσης, η Εναγόμενη αμφισβητεί την εγκυρότητα του επίδικου τιμολογίου και ισχυρίζεται ότι τούτο είναι ασαφές και αόριστο, εφόσον δεν συγκεκριμενοποιεί τις εργασίες που οι Ενάγοντες εκτέλεσαν εκ ποσού €39.440. Αποτελεί, επίσης, θέση της ότι επειδή η πορεία των Έργων κρίθηκε ως μη ικανοποιητική, με τα χρονοδιαγράμματα να ήταν ασφυκτικά για την Εναγόμενη, κατά τον Οκτώβριο του 2019 προσλήφθηκαν οι υπηρεσίες μίας τρίτης εταιρείας που παρείχε ανειδίκευτους εργάτες, οι υπηρεσίες των οποίων έχουν εξοφληθεί πλήρως από την ίδια, με σχετικές πληρωμές προς την Ενάγουσα 1. Σημειώνω εδώ ότι ο ομνύοντας στην Αίτηση ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό οφείλεται στους Ενάγοντες δυνάμει των Συμφωνιών Υπεργολαβίας, εφόσον τούτες τερματίστηκαν εξ υπαιτιότητας των Εναγόντων, οι οποίοι παρέβησαν αυτές, εφόσον οι εργασίες στα Έργα ήταν σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, υπήρχε πλημμελής εκτέλεση τους, αλλά και πλήθος κακοτεχνιών (τις οποίες καταγράφει στην παράγραφο 28 της ένορκης του δήλωσης), προκαλώντας ζημία στην Εναγόμενη. Είναι δε, περαιτέρω, η θέση της ότι κατά το χρόνο αποστολής της επιστολής τερματισμού των Συμφωνιών Εργολαβίας (ήτοι την 23.10.2019), η Εναγόμενη ουδέν ανεξόφλητο ποσό είχε προς την Ενάγουσα 1, δυνάμει των εν λόγω Συμφωνιών. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, είναι η θέση του ομνύοντα στην Αίτηση ότι η Εναγόμενη έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση. Σημειώνω εδώ ότι με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, ουδείς/εν ισχυρισμός και/ή στοιχείο προβάλλεται εκ μέρους της Εναγόμενης, αναφορικά με το ποσό των €4.863,64 το οποίο επίσης επιδικάσθηκε εναντίον της, στη βάση της εκδοθείσας απόφασης[3].

 

Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση της ομνύουσας στην Ένσταση, η οποία υποστήριξε ότι η Εναγόμενη δεν έχει αποδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, εφόσον οι προβληθέντες ισχυρισμοί της είναι γενικοί και αόριστοι, καθότι δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε συγκεκριμένα και επαρκή στοιχεία και τεκμήρια, τα οποία θα τους προσέδιδαν οποιαδήποτε βαρύτητα. Είναι, επίσης ο ισχυρισμός της ότι η όποια αναφορά εκ μέρους της Εναγόμενης ότι δεν οφείλονται τα ποσά της εκδοθείσας απόφασης λόγω των κατ’ ισχυρισμών κακοτεχνιών στα Έργα, δεν επαρκεί για να αποσείσει το βάρος που έχει, εφόσον δεν προνοείται, από το κυπριακό δίκαιο, οποιοσδήποτε συμψηφισμός τυχόν εκατέρωθεν απαιτήσεων. Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι η Εναγόμενη ουδέν ποσό κατέβαλε προς την Ενάγουσα 1 για τις υπηρεσίες της τρίτης εταιρείας που παρείχε τους ανειδίκευτους εργάτες, οι οποίες χρεώθηκαν στην Ενάγουσα 1 και ότι, εν πάση περιπτώσει, η Εναγόμενη ουδέν τεκμήριο επισυνάπτει προς απόδειξη του εν λόγω ισχυρισμού της. Επιπρόσθετα, η ομνύουσα στην Ένσταση, αμφισβητεί την ύπαρξη πλημμελειών και κακοτεχνιών στα Έργα, ενώ, επίσης, αναφέρει ότι η Εναγόμενη είχε προβεί σε δήλωση προς τον Ενάγοντα 2, παραπέμποντας προς τούτο στο Τεκμήριο 9[4] (επί της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Ένσταση), με την οποία του ανέφερε ότι μετά το πέρας όλων των εργασιών όπως περιγράφονται στο συμβόλαιο του, «θα εκπληρωθούν αυτόματα και οι υπολοιπόμενες πληρωμές προς την εταιρεία του», αναγνωρίζοντας, κατά την ίδια, με τον τρόπο αυτό, ότι υπήρχαν οφειλές της Εναγόμενης προς τους Ενάγοντες.

 

Στη βάση της Φυλακτού (ανωτέρω), είναι εμφανές ότι το έργο του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αίτησης για παραμερισμό απόφασης, δεν είναι να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του, αλλά πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή στοιχεία ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Στην υπόθεση Καλλής v. Alpha Bank Ltd (ανωτέρω), αναφέρεται πως η αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σε αυτούς κάποια βαρύτητα, θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.  Θα ήταν εύκολο κάθε φορά να προβάλλεται ένας αστήρικτος ισχυρισμός και να παραμερίζονται νομότυπα ληφθείσες αποφάσεις.  Ομοίως και στην υπόθεση Orams κ.α. ν. Αποστολίδη (ανωτέρω), τονίστηκε ότι απαιτείται από τον αιτητή να δώσει επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Επομένως, δεν αρκεί η προβολή μιας θέσης, αλλά, η, σε κάποιον, έστω μικρό βαθμό, τεκμηρίωσή της.

 

Στο πλαίσιο εξέτασης του κατά πόσο η Εναγόμενη έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο αναφορικά με την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, από τα ενώπιον μου στοιχεία, ως αυτά έχουν παρουσιαστεί εκ μέρους της, κρίνω ότι αυτή δεν έχει αποσείσει το βάρος που φέρει. Και εξηγώ. Οι ισχυρισμοί που προβάλλει η Εναγόμενη αναφορικά με το επίδικο τιμολόγιο είναι μέχρι ενός βαθμού αντιφατικοί, γεγονός που κλονίζει αφ’ εαυτής το θεμέλιο της υπεράσπισης της. Ενώ από τη μία ισχυρίζεται ότι το επίδικο τιμολόγιο είναι πλήρως αόριστο και δεν συγκεκριμενοποιεί τις εργασίες για τις οποίες αυτό εκδόθηκε, από την άλλη ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω εργασίες και/ή υλικά και/ή πρόσληψη εργατών που αφορούν τούτο, ουδέποτε παραγγέλθηκαν και/ή εγκρίθηκαν και/ή τέθηκαν σε γνώση της, και ότι αν όντως προέκυψαν και παρασχέθηκαν τούτες, τότε αυτό έγινε κατά παράβαση των όρων των Συμφωνιών Υπεργολαβίας. Πως γίνεται επομένως, από τη μία η Εναγόμενη να ισχυρίζεται ότι δεν συγκεκριμενοποιούνται οι εν λόγω εργασίες και κατ’ επέκταση ότι, στην ουσία, δεν γνωρίζει ποιες είναι αυτές, ενώ από την άλλη να ισχυρίζεται ότι αυτές οι εργασίες του επίδικου τιμολογίου δεν παραγγέλθηκαν ή εγκρίθηκαν, αλλά και αν έγιναν, έγιναν κατά παράβαση των Συμφωνιών Υπεργολαβίας. Στην υπόθεση Πατούρης (ανωτέρω), αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζει την προβληθείσα υπεράσπιση του εφεσείοντος ως «αοριστολογίες»· υποδηλώνοντας την απουσία στέρεου βάθρου θεμελιωτικού οποιασδήποτε από τις προβληθείσες υπερασπίσεις. Η προβολή διαζευκτικών εκδοχών αναφορικά με γεγονότα που έπρεπε να γνωρίζει ο ομνύων κλονίζει αφ' εαυτής το θεμέλιο της υπεράσπισής του. Στο σημείο αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει στην El Fath Co v. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 Α.Α.Δ. 1255 (υπόθεση ναυτοδικείου - σύλληψη πλοίου), για να υπογραμμίσει όσα αναφέρονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση εκείνη:

 

 «Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως η περιεχόμενη στην παρούσα ένορκη δήλωση, δεν χωρούν. Είτε οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου είτε δεν είναι και είναι κάτι άλλο.» (Απόφαση (Εφετείου) από Κωνσταντινίδη, Δ.)

 

Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω, επίσης, ότι ο ισχυρισμός της Εναγόμενης, ότι ακόμη και αν προέκυψαν οι εν λόγω εργασίες, τούτες προέκυψαν κατά παράβαση των όρων των Συμφωνιών Υπεργολαβίας, είναι εντελώς γενικός και αόριστος, χωρίς να αποκαλύπτονται επαρκή στοιχεία για τα όσα προβάλλει σχετικώς, εφόσον η ίδια δεν έχει παραπέμψει το Δικαστήριο, είτε μέσω της ένορκης δήλωσης της είτε μέσω της αγόρευσης της στην υπό κρίση Αίτηση, ειδικώς, σε κάποιο συγκεκριμένο όρο των Συμφωνιών Εργολαβίας, η παράβαση του οποίου να θεμελιώνει την εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση της.

 

Επίσης, παρά τον όποιο ισχυρισμό της ότι η ίδια έχει εξοφλήσει πλήρως την Ενάγουσα 1 για την πρόσληψη από την τελευταία των υπηρεσιών μίας τρίτης εταιρείας που παρείχε ανειδίκευτους εργάτες, αλλά και ότι ουδέν ανεξόφλητο ποσό είχε προς τους Ενάγοντες κατά το χρόνο τερματισμού των Συμφωνιών Υπεργολαβίας, εντούτοις ουδέν υποστηρικτικό, προς τούτο, έγγραφο, επισύναψε, με αποτέλεσμα οι εν λόγω ισχυρισμοί της να παραμένουν εντελώς γενικοί και αόριστοι.

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ουδεμία μαρτυρία έχει προσφέρει η Εναγόμενη ως προς το γιατί η ίδια θεωρεί ότι έχει καλή εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση σε σχέση με το επιδικασθέν, επίσης, εναντίον της ποσό, των €4.863,64 εφόσον τίποτα δεν έχει αναφέρει στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, σε σχέση με τα ποσά και/ή τιμολόγια που εκδόθηκαν και συμποσούνται στο εν λόγω ποσό και τα οποία, κατ’ ισχυρισμόν, των Εναγόντων, έχουν καταβληθεί εκ μέρους της.

 

Δεν μου διαφεύγει σε καμία περίπτωση ότι η Εναγόμενη προβάλλει και τη θέση περί της ύπαρξης κακοτεχνιών, πλημμελειών και καθυστέρησης στα Έργα, κατά την περίοδο που οι Συμφωνίες Υπεργολαβίας ήταν σε ισχύ, στη βάση των οποίων έχει, κατ’ ισχυρισμόν της, υποστεί ζημία. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι πριν η Ενάγουσα 1 αναλάβει την επίδικη υπεργολαβία, τούτη είχε αναληφθεί από άλλη εταιρεία (την ZIKOS), η οποία, λόγω διαφωνίας που προέκυψε μεταξύ της και της Εναγόμενης, η τελευταία τερμάτισε την μεταξύ τους συμβατική σχέση και, ακολούθως, η Ενάγουσα 1 ανέλαβε να συνεχίσει την επίδικη υπεργολαβία, δυνάμει των Συμφωνιών Υπεργολαβίας. Επανερχόμενη στο εν προκειμένω ζήτημα, αν και η Εναγόμενη καταγράφει, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, τις κακοτεχνίες και/ή πλημμέλειες που, κατά την ίδια, παρουσιάστηκαν στα Έργα κατά την περίοδο των Συμφωνιών Υπεργολαβίας, εντούτοις, σε αντίθεση με τις κακοτεχνίες και πλημμέλειες τις οποίες ισχυρίζεται ότι παρουσιάζοντο στα Έργα από την προηγούμενη συμβληθείσα με αυτήν εταιρεία (ΖIKOS), για τις οποίες και επισύναψε δύο εκθέσεις με σχετικό φωτογραφικό υλικό (στην ένορκη δήλωση ημερ. 11.6.2020[5]) και για τις οποίες αναφέρει επακριβώς το ποσό της ζημίας που υπέστη, εν προκειμένω, σε ότι αφορά τις επικαλούμενες κακοτεχνίες και πλημμέλειες των Εναγόντων, ουδεμία σχετική έκθεση και/ή φωτογραφικό υλικό παραθέτει, ενώ, ουδόλως προσδιορίζει ποια είναι η ακριβής ζημία της σε σχέση με αυτές, και τούτο παρά το ότι έχουν παρέλθει σχεδόν 5 χρόνια από τότε που αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί. Είναι, επομένως, εμφανές ότι και ο ισχυρισμός της Εναγόμενης περί ύπαρξης κακοτεχνιών, πλημμελειών και καθυστέρησης στα Έργα εκ μέρους των Εναγόντων, δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε επαρκή στοιχεία που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν, σχετική, ενδεχομένως ανταπαίτηση της, με αποτέλεσμα τούτος να παραμένει γενικός και αόριστος. Στη βάση δε του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, η Εναγόμενη δεν επικαλείται την όποια κακοτεχνία ή καθυστέρηση σε σχέση με τις επιπρόσθετες εργασίες που ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ότι εκτέλεσαν στα Έργα, στις οποίες και αφορά η εκδοθείσα απόφαση, αλλά τις λοιπές εργασίες που έπρεπε να εκτελέσουν στη βάση των Συμφωνιών Υπεργολαβίας των μερών. Κατά συνέπεια, η ύπαρξη κακοτεχνιών και/ή καθυστερήσεων στα Έργα, ενδεχομένως να μπορούσε να αποτελέσει τη βάση μόνο για την έγερση σχετικής ανταπαίτησης εκ μέρους της Εναγόμενης και όχι υπεράσπιση στην απαίτηση των Εναγόντων. Εντούτοις, η ενδεχόμενη έγερση οποιασδήποτε ανταπαίτησης στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της λόγο για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης, εν τη απουσία εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης στην αγωγή, αλλά βάση για νέα αγωγή εναντίον των Εναγόντων. Παραπέμπω σχετικώς στην απόφαση στην υπόθεση Balm Maritime Company Limited v. Biochemie R.O.S.E. Limited (1990) 1 ΑΑΔ 602, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα, σε αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, στα πλαίσια αγωγής ναυτοδικείου:

 

«Ο Κανονισμός 44 είναι παρόμοιος με τη Δ.13, θ. 10 και Δ.27, θ. 15 των παλαιών Αγγλικών Δικαστικών Θεσμών, οι οποίοι δίδουν διακριτική εξουσία στα Δικαστήρια να ακυρώνουν αποφάσεις που εκδόθηκαν λόγω παράλειψης εμφάνισης.

Ο λόγος της ακύρωσης είναι για να δοθεί η ευκαιρία στους εναγόμενους να καταχωρίσουν την υπεράσπισή τους και να υπερασπιστούν την αγωγή. Το Δικαστήριο δεν ακυρώνει απόφαση για να δώσει την ευκαιρία σε εναγόμενο να υποβάλει ανταπαίτηση μόνο».

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η Εναγόμενη δεν απέσεισε το βάρος που έφερε για να αποδείξει, στο βαθμό που τούτο είναι αναγκαίο, ότι έχει συζητήσιμη ή εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση επί της ουσίας του μέρους της αγωγής που αφορά η εκδοθείσα απόφαση, με αποτέλεσμα η υπό κρίση Αίτηση να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία, εφόσον τυχόν επανάνοιγμα της παρούσας υπόθεσης θα δημιουργούσε αβεβαιότητα στην τελεσιδικία, πράγμα που θε έπληττε το θεμέλιο της δικαιοσύνης.

 

Έχοντας καταλήξει ως ανωτέρω, παρέλκει η ανάγκη να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο λόγο ένστασης έχει προβληθεί εκ μέρους των Εναγόντων.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εναγόντων-Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης 1 – Αιτήτριας, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 (Υπογρ.)…………………………..

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ένορκη Δήλωση ημερ. 17.1.2022 και Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση ημερ. 3.3.2022

[2] Υπογράμμιση δική μου, όπως και άλλες που ακολουθούν.

[3] Σημειώνω ότι ο ομνύοντας στην Αίτηση καταγράφει τα όσα αφορούν την προηγούμενη συμφωνία υπεργολαβίας που είχε η Εναγόμενη με μία άλλη εταιρεία σε σχέση με τα Έργα, η οποία συμφωνία είχε τερματιστεί από την Εναγόμενη, πριν αυτή συμβληθεί με την Ενάγουσα 1, λόγω πλημμελής εκτέλεσης των εργασιών και/ή κακοτεχνιών, από τις οποίες η Εναγόμενη υπέστη ζημία, το συνολικό ποσό της οποίας καταγράφει στην παρα. 28(xxxi) της ένορκης δήλωσης του ομνύοντα στην Αίτηση και για το οποίο εκκρεμεί δικαστική διαδικασία στην Ελλάδα εναντίον της εν λόγω εταιρείας, ζητήματα που εν πάση περιπτώσει, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας δεν θα ληφθούν υπόψην, εφόσον αφορούν την εν λόγω προγενέστερη συμφωνία η οποία είχε καταρτιστεί μεταξύ της Εναγόμενης και άλλου νομικού προσώπου και δη όχι των Εναγόντων.

[4] email ημερ. 3.10.2019

[5] Η οποία υποστηρίζει την ένσταση της Εναγόμενης 1 στην αίτηση ημερ. 5.12.2019 για προσωρινά διατάγματα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο