ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 6943/2015

 

 

ΒΑΣΙΛΟΥ Κ. ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ

Ενάγουσα

-και-

 

1.    ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

2.    ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3.    Ανδρέα Γεωργίου ως Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών

 

Εναγόμενοι

-και-

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΟΥΡΟΥΠΠΗΣ

Τριτοδιάδικος

 

ΚΑΙ ΩΣ ΕΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 1.6.2018

 

 

ΒΑΣΙΛΟΥ Κ. ΚΟΥΡΤΕΛΛΑΡΗ

Ενάγουσα

-και-

 

1.    ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

2.    ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

3.    ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΡΓΑΤΩΝ

 

Εναγόμενοι

-και-

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΣΟΥΡΟΥΠΠΗΣ

Τριτοδιάδικος

 

 

Ημερομηνία: 28 Μαΐου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κ. Μ. Φλωρίδης για Μιχαήλ Γ. Φλωρίδης & Σια ΔΕΠΕ

Για τους Εναγόμενους 1 και 2: κα. Α. Βασιλείου για Δράκος & Ευθυμίου ΔΕΠΕ

Για τον Εναγόμενο 3: κ. Θ. Κορφιώτης για Κούσιος, Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα επιζητεί εναντίον των Εναγομένων (αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα) αποζημιώσεις ύψους €9.823,20 για τις ζημίες που υπέστη ένεκα της παράνομης επέμβασης στο ακίνητο της, γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και πρόκληση οχληρίας, τιμωρητικές αποζημιώσεις, ως επίσης και διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στους Εναγόμενους, υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους τους, να επεμβαίνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στο ακίνητο της.

 

Κρίνω σκόπιμο, εξ αρχής, να σημειώσω τα ακόλουθα, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της διαδικασίας. Ο Εναγόμενος 1, κατόπιν σχετικής αίτησης του, εξασφάλισε διάταγμα προσεπίκλησης Τριτοδιαδίκου[1] και προς τούτο εξέδωσε σχετική Ειδοποίηση[2], με την οποία εξαιτείται, εναντίον του τελευταίου, αποζημίωση και/ή συνεισφορά σε ότι αφορά την απαίτηση της Ενάγουσας[3]. Στην, μεταξύ του Εναγόμενου 1 και Τριτοδιαδίκου, διαδικασία, o Τριτοδιάδικος δεν καταχώρησε Υπεράσπιση[4], με αποτέλεσμα, στα πλαίσια αίτησης που είχε καταχωρηθεί εναντίον του[5] για απόφαση και/ή διάταγμα λόγω παράλειψης καταχώρησης Υπεράσπισης, να εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του οποίου αυτός δεσμεύεται με οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αγωγής και ότι αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη εκ μέρους του.

 

Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Στη βάση των παραδεκτών γεγονότων που κατατέθηκαν από τους συνήγορους των διαδίκων (βλ. Έγγραφο Δ[6]), της μαρτυρίας που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία και δεν αμφισβητήθηκε (βλ. Frederickou Schoοls Co. Ltd v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527), ως επίσης και των σχετικών τοποθετήσεων των συνηγόρων των διαδίκων[7], τα πιο κάτω προκύπτουν ως κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Η Ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου με τα χαρακτηριστικά που αναγράφονται στο Έγγραφο Δ, συνολικού εμβαδού 2973τ.μ (στο εξής «το επίδικο ακίνητο») (βλ. Τεκμήριο 5). Το επίδικο ακίνητο είναι επίπεδης επιφάνειας, ενώ η αξία του, στη βάση της εκτίμησης του Κτηματολογίου κατά την 1.1.2013, ήταν €187.300, και, κατά την 1.1.2018, ανέρχετο στις €89.300 (βλ. Τεκμήρια 5 και 6). Κατά μήκος της βορειοανατολικής πλευράς[8] του επίδικου ακινήτου, υπάρχει εγγεγραμμένος δημόσιος δρόμος/μονοπάτι (στο εξής «ο δρόμος/μονοπάτι»), μέρος του οποίου εφάπτεται με το επίδικο ακίνητο. Κατά ή περί τον Απρίλιο του 2009, μέρος του δρόμου/μονοπατιού διαπλατύνθηκε, με την αφαίρεση των οροσήμων και τη μετακίνηση όγκου χώματος από το επίδικο ακίνητο[9], κατόπιν χωματουργικών εργασιών που εκτέλεσε ο Εναγόμενος 1[10] (στο εξής «οι Εργασίες») στο δρόμο/μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του Τριτοδιάδικου, με αποτέλεσμα μέρος του δρόμου/μονοπατιού να επεμβαίνει στο επίδικο ακίνητο, με το εμβαδόν της εν λόγω επέμβασης να είναι έκτασης 340τ.μ[11].

 

Η Ενάγουσα ουδέποτε έδωσε τη συγκατάθεση της για την επέμβαση που έγινε στο επίδικο ακίνητο και η ίδια έλαβε γνώση αυτής (της επέμβασης), στις 4.4.2009, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε και τις 5 φωτογραφίες που κατέθεσε ως Τεκμήριο 7. Ακολούθως, στις 5.4.2009, απέστειλε προς τον Πρόεδρο και Μέλη των Εναγομένων 3, επιστολή (Τεκμήριο 8), με την οποία τους ανέφερε για την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο και τους καλούσε να προχωρήσουν στην επανατοποθέτηση των επίσημων συνόρων και την επαναφορά του στην αρχική του κατάσταση. Οι Εναγόμενοι 3 απάντησαν, με επιστολή ημερ. 22.4.2009, αρνούμενοι οποιαδήποτε ανάμειξη στην εν λόγω επέμβαση στο επίδικο ακίνητο (Τεκμήριο 9). Κατόπιν τούτου, η Ενάγουσα, στις 25.4.2009, προέβη σε καταγγελία στον Αστυνομικό Σταθμό Λακατάμιας, και, ακολούθως, η Αστυνομία ετοίμασε Έκθεση Γεγονότων ημερ. 20.11.2011 (Τεκμήριο 10). Η Ενάγουσα, με σκοπό να λάβει αντίγραφο της εν λόγω Έκθεσης, κατέβαλε, στην Δημοκρατία, το ποσό των €85 (βλ. Τεκμήριο 11).

 

Αποτελεί, επίσης, κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι, στις 12.1.2009, ο Τριτοδιάδικος, απέστειλε επιστολή προς τους Εναγόμενους 3 (Τεκμήριο 12), με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να βελτιωθεί ο δρόμος/μονοπάτι προς το σπίτι του, καθότι τούτος δεν βρισκόταν σε καλή κατάσταση, με αποτέλεσμα, όταν έβρεχε να δημιουργούνταν λάσπες και τα αυτοκίνητα τους να γλιστρούν, καθιστώντας αυτόν επικίνδυνο, ενώ ζήτησε, επίσης, όπως ο δρόμος/μονοπάτι μέχρι το σπίτι του, επιστρωθεί τουλάχιστον με κράσιερα[12]. Η οικία του Τριτοδιαδίκου, βρίσκεται στο ακίνητο με τα χαρακτηριστικά που αναγράφονται στην γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Γ) (στο εξής «το ακίνητο του Τριτοδιαδίκου»), το οποίο βρίσκεται απέναντι από το επίδικο ακίνητο, ενώ τα δύο αυτά ακίνητα χωρίζει ο δρόμος/μονοπάτι (βλ. το Επίσημο Κτηματικό Σχέδιο που επισυνάπτεται στο Τεκμήριο 2).

 

Πέραν των ανωτέρω, αποτελεί μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι η Ενάγουσα, στις 9.4.2009, υπέβαλε στο Κτηματολόγιο την αίτηση με αρ. ΑΧ 1112/2009 για οριοθέτηση του εγγεγραμμένου εξωτερικού συνόρου του επίδικου ακινήτου, για την οποία κατέβαλε το συνολικό ποσό των €123, ως τέλη Κτηματολογίου (βλ. Τεκμήρια 14-16). Επίσης, για την οριοθέτηση του επίδικου ακινήτου, η Ενάγουσα διόρισε Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό (στο εξής «ο Τοπογράφος Μηχανικός»), για την εργασία του οποίου κατέβαλε το ποσό των €1.495 (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), δυνάμει σχετικού τιμολογίου (Τεκμήριο 17). Ο εν λόγω Τοπογράφος Μηχανικός ετοίμασε έκθεση ημερ. 4.6.2009 (Τεκμήριο 18) και, βάσει αυτής, προχώρησε στην οριοθέτηση του επίδικου ακινήτου, εργασία την οποία το Κτηματολόγιο αποδέκτηκε ως ορθή και, στη βάση αυτής, εξέδωσε το πιστοποιητικό εξωτερικής οριοθέτησης του επίδικου ακινήτου (βλ. συνημμένα στο Τεκμήριο 18).

 

Κατά ή περί τις 2.10.2009, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, μεταξύ άλλων, και μέρους του επίδικου ακινήτου (Τεκμήριο 13). Εντούτοις, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε μαρτυρία που να θέλει την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης αναφορικά με το επίδικο ακίνητο, αλλά ούτε και ότι έγινε οποιαδήποτε επίταξη αυτού από τους Εναγόμενους 3. Επομένως, δεν υπάρχει ενώπιον μου μαρτυρία που να θέλει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου από την Ενάγουσα να έχει μεταβληθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο[13].

 

Προκύπτει επίσης, από τη μαρτυρία του ΜΕ 1, η οποία ουδόλως αμφισβητήθηκε[14], ότι η Ενάγουσα υπέβαλε την αίτηση με αρ. ΑΧ 549/2011[15] για επίλυση συνοριακής διαφοράς στον Διευθυντή του Κτηματολογίου (στο εξής «η αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς») αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Αιτητής σε αυτήν ήταν η ίδια, ως ιδιοκτήτρια του και αντίδικος η Κυπριακή Δημοκρατία (Έπαρχος Λευκωσίας), μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως ιδιοκτήτης του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου/μονοπατιού. Για την εξέταση της πιο πάνω αίτησης για επίλυση συνοριακής διαφοράς, η Ενάγουσα κατέβαλε, στο Κτηματολόγιο, το ποσό των €325,02 (Τεκμήριο 19). Στις 7.11.2019, ο Διευθυντής του Κτηματολογίου εξέδωσε την απόφαση του αναφορικά με την αίτηση για επίλυση συνοριακής διαφοράς και την Ειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 58(3) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου, Κεφ. 224 (Τεκμήριο 2). Στη βάση αυτής, η εγγεγραμμένη θέση του δημόσιου δρόμου/μονοπατιού στο σημείο που εφάπτεται με το επίδικο ακίνητο, είναι, όπως φαίνεται στο συνημμένο σχεδιάγραμμα του Τεκμηρίου 2, με διπλή διακεκομμένη μαύρη γραμμή (που καθορίζεται από τα γράμματα Α-Ε), ενώ η λωρίδα γης, η οποία είναι σημειωμένη με κόκκινο χρώμα και κατέχεται από μέρος του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου/μονοπατιού, αποτελεί μέρος του επίδικου ακινήτου και, επομένως, μέρος του δημόσιου δρόμου/μονοπατιού επεμβαίνει στο επίδικο ακίνητο. Η πιο πάνω απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου κοινοποιήθηκε στα ενδιαφερόμενα μέρη[16], ήτοι την Ενάγουσα, τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και τον Έπαρχο Λευκωσίας, και δεν έχει εφεσιβληθεί από οποιονδήποτε εξ αυτών[17], με αποτέλεσμα τούτη να είναι τελεσίδικη για το εν λόγω ζήτημα (της διασυνοριακής διαφοράς)[18]. Η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν διάδικος στην εν λόγω αίτηση συνοριακής διαφοράς λόγω του ότι ο δημόσιος δρόμος/μονοπάτι, που εφάπτεται με το επίδικο ακίνητο, ανήκει σε αυτήν (στον Έπαρχο Λευκωσίας). Αποτελεί, τέλος, κοινώς αποδεκτό και μη αμφισβητούμενο γεγονός ότι μετά το πέρας της επιτόπιας έρευνας, ο Έπαρχος Λευκωσίας (Κυπριακή Δημοκρατία) αποδέκτηκε τα υποδειχθέντα, από το Κτηματολόγιο, σύνορα.

 

Είναι περαιτέρω, κοινώς αποδεκτό ότι μέχρι και σήμερα το μέρος του επίδικου ακινήτου όπου έγινε η επέμβαση είναι επιστρωμένο με χαβάρα και κράσιερα και ότι αυτό εξακολουθεί να χρησιμοποιείται σήμερα ως μέρος του δρόμου/ μονοπατιού.

 

Τέλος, η Ενάγουσα καταχώρησε εναντίον του Εναγόμενου 1 την Αγωγή με αρ. 1916/2010, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για την επίδικη επέμβαση, την οποία απέσυρε, στις 21.5.2010, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της (βλ. Τεκμήριο 22). Ακολούθως, καταχώρησε την Αγωγή με αρ. 4471/2010 εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, για την επίδικη επέμβαση, η οποία δεν επιδόθηκε σε αυτούς, εντός της καθορισμένης, από τους Θεσμούς, προθεσμίας, με αποτέλεσμα να εκπνεύσει το κλητήριο (Τεκμήριο 23).

 

Για όλα τα πιο πάνω γεγονότα, προβαίνω, από αυτό το στάδιο, σε ανάλογα ευρήματα.

 

Στο σημείο αυτό και προτού προχωρήσω να παραθέσω τις εκδοχές των μερών, σημειώνω ότι δεν μου διαφεύγει ότι στο Τεκμήριο 4 γίνεται αναφορά ότι ο Έπαρχος Λευκωσίας (Κυπριακή Δημοκρατία), με την αποδοχή των υποδειχθέντων συνόρων, υπέγραψε φιλική συμφωνία με την Ενάγουσα, βάσει της οποίας, η διαφορά των μερών επιλύθηκε, φιλικά, με αναπροσαρμογή των συνόρων των ακινήτων, «όπως φαίνεται στο σχεδιάγραμμα που επισυνάπτεται και υπογράφεται από αυτά» (βλ. παράγραφο 3 του Τεκμηρίου 4), και τα μέρη ζήτησαν να εκδοθούν νέοι τίτλοι στο όνομα τους, στη βάση της αναπροσαρμογής των συνόρων που συμφωνήθηκε. Εντούτοις, το εν λόγω σχεδιάγραμμα που αναφέρεται στο Τεκμήριο 4, ως συνημμένο, και το οποίο αποτελεί το προσδιοριστικό πειστήριο των όσων, επακριβώς, συμφωνήθηκαν, μεταξύ των μερών, δεν επισυνάπτεται στο εν λόγω τεκμήριο, με αποτέλεσμα να μην μπορώ, στη βάση του, να καταλήξω σε ασφαλή ευρήματα ως προς το τι ακριβώς περιελάβανε η, εν προκειμένω, μεταξύ της Ενάγουσας και του Έπαρχου, συμφωνία, πλην φυσικά του ευρήματος, στο οποίο και καταλήγω, ότι τα δύο αυτά πρόσωπα συμβίβασαν, φιλικώς, τις μεταξύ τους διαφορές με αναπροσαρμογή συνόρων.

 

Οι εκδοχές των διαδίκων

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία, κρίνω ορθό, στο σημείο αυτό, να καταγράψω, με εντελώς συνοπτικό τρόπο, τις εκδοχές των διαδίκων.

 

(1)   Η εκδοχή της Ενάγουσας

 

Αποτελεί θέση της Ενάγουσας ότι, περί τις 12.1.2009, ο Τριτοδιάδικος απέστειλε επιστολή στον Εναγόμενο 2 (ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο κοινοτάρχης των Εναγομένων 3), με την οποία του ζητούσε να διορθωθεί ο χωματόδρομος μπροστά από το σπίτι του διότι αυτός ήταν επικίνδυνος, με τον Εναγόμενο 2 να του υπόσχεται την επιδιόρθωση του. Αποτελεί συναφή της θέση ότι, περί τις 4.4.2009, ο Εναγόμενος 1, κατ’ εντολή και/ή με την προτροπή του Εναγόμενου 2 (ως αντιπρόσωπος των Εναγομένων 3), επενέβη παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεση της στο επίδικο ακίνητο, αφαιρώντας εύφορο φυσικό έδαφος, έκτασης 340τ.μ, διανοίγοντας δρόμο και προκαλώντας στην ίδια ζημιές ύψους €9.823,20 (τις οποίες δικογραφεί[19]). Είναι, επίσης, η θέση της ότι αφότου η ίδια διαπίστωσε την παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, προέβη, στις 25.4.2009, σε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία. Ο δε Εναγόμενος 1, πάντα κατά τους ισχυρισμούς της, έδωσε κατάθεση στον Αστυφύλακα με αρ. 3905 στον οποίο παραδέχθηκε ότι επενέβη στο επίδικο ακίνητο κατ’ εντολή και/ή με την προτροπή του Εναγόμενου 2, γεγονός που είχε παραδεχθεί και τηλεφωνικώς, στον πατέρα της, στις 5.4.2009. Πάντα κατά την Ενάγουσα, ο πιο πάνω Αστυφύλακας επικοινώνησε τηλεφωνικώς και με τον Εναγόμενο 2, ο οποίος του ανέφερε ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο έγινε νόμιμα. Αποτελεί περαιτέρω θέση της ότι ο Εναγόμενος 2, παράνομα και παράτυπα, έδωσε εντολή και/ή εξουσιοδότησε τον Εναγόμενο 1 να εισέλθει εντός του επίδικου ακινήτου και να εκτελέσει εντός αυτού χωματουργικές εργασίες και, ως εκ τούτου, ο Εναγόμενος 2 ευθύνεται προσωπικά έναντι της για την προκληθείσα σε αυτή ζημία. Ισχυρίζεται επίσης, ότι για την εν λόγω επέμβαση, παραπονέθηκε γραπτώς στους Εναγόμενους 3 και κάλεσε αυτούς όπως προχωρήσουν σε αποκατάσταση των συνόρων του επίδικου ακινήτου και την επαναφορά του στην πρότερα αυτού κατάσταση, πλην όμως, αυτοί αρνήθηκαν την οποιαδήποτε σχέση αναφορικά με την εν λόγω επέμβαση. Ακολούθως, ως ισχυρίζεται, η ίδια ανέθεσε σε ιδιώτη τοπογράφο μηχανικό την εκτέλεση χωρομετρικής εργασίας για την αποτύπωση και εμβαδομέτρηση της επέμβασης στο επίδικο ακίνητο, η οποία έδειξε ότι οι Εναγόμενοι είχαν επέμβει σε αυτό, σε έκταση 340 τ.μ., αφαιρώντας εύφορο χώμα ύψους/βάθους 60cm καθ’ όλη την έκταση της επέμβασης, το οποίο αντικατέστησαν με μικρή στρώση χαβάρας και αμμοχάλικων. Είναι, τέλος, η θέση της ότι λόγω της παράνομης επέμβασης στο επίδικο ακίνητο και/ή των πράξεων και/ή παραλείψεων των Εναγομένων, η ίδια υπέστη ζημία (ως αυτή ανωτέρω καταγράφεται).

 

(2)   Η εκδοχή των Εναγομένων 1 και 2

 

Οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρησαν κοινή Υπεράσπιση. Σε αυτήν εγείρονται συγκεκριμένες προδικαστικές ενστάσεις, τις οποίες δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω στην παρούσα, εφόσον τούτες, εν τέλει, ως θα διαφανεί κατωτέρω, δεν προωθήθηκαν κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, πλην της εξής μίας, ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον τους παραγράφηκε, στη βάση των προνοιών του άρθρου 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.

 

Πέραν των ανωτέρω, είναι η θέση τους ότι ο Εναγόμενος 1 κατόπιν οδηγιών και/ή παράκλησης και/ή υποδείξεων του Τριτοδιαδίκου, έναντι ανταλλάγματος, εκτέλεσε τις Εργασίες που προκάλεσαν την επέμβαση. Ισχυρίζονται επίσης ότι για αυτές (τις Εργασίες) δεν υπήρχε οποιαδήποτε εντολή από τον Εναγόμενο 2 και/ή τους Εναγόμενους 3. Περαιτέρω, είναι η θέση τους ότι κατά τη διερεύνηση του παραπόνου της Ενάγουσας από την Αστυνομία, ο Εναγόμενος 1 παραδέχθηκε ότι αυτός ήταν το πρόσωπο που εκτέλεσε τις Εργασίες, κατ’ εντολήν του Τριτοδιάδικου. Κατά τα λοιπά, οι Εναγόμενοι 1 και 2 αρνούνται τις κατ’ ισχυρισμόν ζημίες της Ενάγουσας, ενώ, περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι αν ήθελε αποδειχθεί οποιαδήποτε ζημία της, την αποκλειστική ευθύνη για τούτη, φέρει ο Τριτοδιάδικος.

 

Σημειώνω εδώ ότι τα πιο πάνω αποτελούν, κατ’ ουσίαν, και τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου 1 εναντίον του Τριτοδιαδίκου, με την προσθήκη ότι στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρήθηκε στα πλαίσια της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου[20], ο πρώτος δικογραφεί και λεπτομέρειες ψευδών παραστάσεων εκ μέρους του τελευταίου, και δη ότι ο Τριτοδιάδικος ψευδώς παρέστησε στον Εναγόμενο 1 ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του ακινήτου επί του οποίου ο τελευταίος προέβη στις Εργασίες.

 

(3)   Η εκδοχή των Εναγομένων 3

 

Οι Εναγόμενοι 3 εγείρουν και αυτοί προδικαστική ένσταση ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον τους έχει παραγραφεί στη βάση του άρθρου 68 του Κεφ. 148. Πέραν τούτου, αρνούνται τα όσα τους αποδίδει η Ενάγουσα και ισχυρίζονται ότι περί τον Απρίλιο του 2009 εκτέλεσαν νόμιμα εργασίες, μέσω του Εναγόμενου 1, σε χωματόδρομο που γειτνιάζει με το επίδικο ακίνητο. Τέλος, είναι η θέση τους ότι ουδεμία ζημία υπέστη η Ενάγουσα από οποιαδήποτε ενέργεια τους.

 

Αμφισβητούμενα γεγονότα

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα, επί των οποίων έγιναν ήδη σχετικά ευρήματα, και τις πιο πάνω εκδοχές των διαδίκων, εκείνα που παραμένουν, υπό αμφισβήτηση, επί γεγονότων, ζητήματα, είναι τα ακόλουθα:

 

(1)   Ποιος από τους Εναγόμενους επενέβη στο επίδικο ακίνητο;

(2)   Ποιος από τους Εναγόμενους έδωσε την εντολή για τις Εργασίες που εκτέλεσε ο Εναγόμενος 1 τον Απρίλη του 2009;

(3)   Ποιος προέβη στην μετέπειτα επέμβαση στο επίδικο ακίνητο δια της τοποθέτησης κράσιερα;

(4)   Πόσες φορές τοποθετήθηκε κράσιερα επί του επίδικου ακινήτου;

(5)   Ποια είναι η ζημία που υπέστη η Ενάγουσα από την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο;

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας αγωγής, παρουσιάστηκαν συνολικά 7 μάρτυρες. Προς απόδειξη της υπόθεσης της Ενάγουσας, κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ο κ. Αιμίλιος Τσίγκης (Μ.Ε. 1)[21], η Ενάγουσα (Μ.Ε. 2), ο Τριτοδιάδικος (Μ.Ε. 3) και ο κ. Κυριάκος Μηνά (Μ.Ε. 4), ενώ εκ μέρους των Εναγομένων 1 και 2, κατέθεσε ο Εναγόμενος 1 (Μ.Υ. 1), η κα Δέσπω Πύρκα (Μ.Υ. 2) και ο Εναγόμενος 2 (Μ.Υ. 3). Εκ μέρους των Εναγομένων 3, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία, με τον συνήγορο τους να προβαίνει σε σχετική δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου[22] ότι αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, το πρόσωπο που έχει γνώση είναι ο Εναγόμενος 2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ο Πρόεδρος των Εναγομένων 3, ο οποίος και έδωσε μαρτυρία. Υπενθυμίζω δε ότι, σε ό,τι αφορά τον Τριτοδιάδικο, στη βάση του διατάγματος ημερ. 8.12.2017, αυτός δεσμεύεται με οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου που δυνατόν να εκδοθεί στην παρούσα αγωγή και αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη εκ μέρους του. Τέλος, σημειώνω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου, κατατέθηκαν συνολικά 26 Τεκμήρια.

 

Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο, κατωτέρω.

 

Μαρτυρία

 

Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη των επίδικων ζητημάτων. 

 

Προχωρώ τώρα, να σκιαγραφήσω την μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στη βάση των όσων ζητημάτων παρέμειναν υπό αμφισβήτηση.

 

ΜΕ 1

 

Ο ΜΕ 1 έδωσε μαρτυρία, ως αυτή καταγράφεται ανωτέρω στα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα και, ως εκ τούτου, δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω.

 

Ενάγουσα (ΜΕ 2)

 

Η Ενάγουσα, στο βαθμό που η μαρτυρία της δεν καλύπτεται από τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα (ανωτέρω), στην ουσία, προώθησε, με την μαρτυρία της, ισχυρισμούς ως η πιο πάνω εκδοχή της[23]. Αναγνώρισε από τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 7 το επίδικο ακίνητο, το οποίο σημείωσε με ένδειξη «Χ» στη φωτογραφία με ώρα 01:42. Ανέφερε ότι για την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, την είχε ενημερώσει, τηλεφωνικώς, ο ιδιοκτήτης της φάρμας που βρίσκεται πιο κάτω από αυτό, ο οποίος της ανέφερε ότι είναι ο Εναγόμενος 1 που είχε προβεί στην εν λόγω επέμβαση, με την αφαίρεση μεγάλου όγκου χώματος, το οποίο τοποθετήθηκε σε άλλο ακίνητο που βρίσκεται πιο κάτω. Υπέδειξε προς τούτο τη φωτογραφία με ώρα 01:35 (Τεκμήριο 7), ως την φωτογραφία που έλαβε και απεικονίζει τον όγκο του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο και το οποίο τοποθετήθηκε σε άλλο ακίνητο. Ήταν δε ο ισχυρισμός της ότι μέχρι να μεταβεί η ίδια στο χώρο, είχε αφαιρεθεί κάποιο από το χώμα που στοιβάχθηκε στο άλλο ακίνητο, με αποτέλεσμα η φωτογραφία με ώρα 01:35 (του Τεκμηρίου 7) να μην απεικονίζει τον πραγματικό όγκο χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο.

 

Ήταν, επίσης, η θέση της ότι, με τη βοήθεια του πατέρα της, διερεύνησε την επέμβαση που είχε γίνει στο επίδικο ακίνητο, ενώ, κατά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε ο πατέρας της με τον Εναγόμενο 1, στις 5.4.2009, ο τελευταίος αποκάλυψε στον πρώτο ότι την εντολή, για την εκτέλεση των Εργασιών, του την είχε δώσει ο Εναγόμενος 2. Ισχυρίστηκε επίσης, ότι ο Εναγόμενος 1 είχε παραδεκτεί και στα πλαίσια της καταγγελίας της στην Αστυνομία, ότι είχε επέμβει στο επίδικο ακίνητο, με εντολή και προτροπή του Εναγόμενου 2. Ανέφερε περαιτέρω ότι από το Τεκμήριο 10[24] προκύπτει ότι, στις 4.4.2009, ο Εναγόμενος 1, με τον εκσκαφέα του, προέβη σε βελτιωτικά έργα μπροστά από την οικία του Τριτοδιάδικου, επεμβαίνοντας στο επίδικο ακίνητο, χωρίς τη συγκατάθεση της και «προφανώς με οδηγίες του Εναγόμενου 2». Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι παράνομα και παράτυπα ο Εναγόμενος 2 έδωσε την πιο πάνω εντολή στον Εναγόμενο 1, χωρίς την προηγούμενη άδεια της και χωρίς να προχωρήσει σε οποιεσδήποτε ενέργειες για απαλλοτρίωση του εν λόγω μέρους του επίδικου ακινήτου. Είναι δε η συναφή της θέση ότι οι Εναγόμενοι 3 είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν δρόμο, ο οποίος θα επηρέαζε το επίδικο ακίνητο και τούτο προκύπτει από την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης (Τεκμήριο 13), από την οποία διαφαίνεται ότι τούτο θα επηρεάζετο με την κατασκευή δημόσιου δρόμου. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η ίδια είχε ενημερωθεί από την Αστυνομία, στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας της, ότι ο Αστυφύλακας 3905 είχε επικοινωνήσει, τηλεφωνικώς, με τον Εναγόμενο 2, ο οποίος ανέφερε στον πρώτο ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο έγινε νόμιμα. Πάντα κατά την Ενάγουσα, από τα ευρήματα του Τοπογράφου Μηχανικού, προέκυψε ότι η επέμβαση στο ακίνητο της «συνίστατο … στην αφαίρεση του έφορου εδάφους σε βάθος 60 εκατοστά και τοποθέτηση μικρής στρώσης χαβάρας και αμμοχάλικων»[25]. Ανέφερε, επίσης, ότι έλαβε προσφορά ημερ. 16.3.2010 (Τεκμήριο 20), από συγκεκριμένη εργοληπτική εταιρεία, βάσει της οποίας απαιτούνται 35 φορτηγά φυτόχωμα, για σκοπούς επαναφοράς του επίδικου ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση, συνολικής αξίας €6.300, πλέον €550 για «ισοπέδωση» και «φορμάρισμα» του χώματος αυτού, εργασία την οποία η ίδια, μέχρι και σήμερα, δεν εκτέλεσε. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι οι Εναγόμενοι, μέχρι σήμερα, συνεχίζουν να επεμβαίνουν παράνομα στο επίδικο ακίνητο, με αποτέλεσμα η ίδια να μην μπορεί να το χρησιμοποιήσει.

 

ΜΕ 3 (Τριτοδιάδικος)

 

Ο μάρτυρας αυτός είναι ο Τριτοδιάδικος. Ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε το Έγγραφο Γ. Ανέφερε ότι κατά το έτος 2009 εργαζόταν ως υπεργολάβος οικοδομών, ενώ σήμερα είναι αδειούχος εργολήπτης οικοδομικών έργων. Ισχυρίστηκε ότι γνωρίζει τόσο τον Εναγόμενο 1 όσο και τον Εναγόμενο 2, ενώ ανέφερε ότι από τον Σεπτέμβριο του 2008 κατοίκησε στην κοινότητα Εργατών και έκτοτε διαμένει εκεί με την οικογένεια του στην οικία που έκτισε στο ακίνητο του. Ήταν η θέση του ότι, κατά το έτος 2009, τόσο το ακίνητο του, όσο και τα υπόλοιπα τεμάχια γης, εξυπηρετούντο από μη εγγεγραμμένο δρόμο, ο οποίος περνούσε από το τεμάχιο 820, συνόρευε με το επίδικο ακίνητο και σταματούσε στο σύνορο του δικού του ακινήτου με το τεμάχιο 820. Ανέφερε ότι η κατάσταση του δρόμου/μονοπατιού, μπροστά από την οικία του, δεν ήταν καλή εφόσον αυτός ήταν χωμάτινος και με την βροχή, τα οχήματα τους γλιστρούσαν, με κίνδυνο τη ζωή τους. Ένεκα, μεταξύ άλλων, τούτου του προβλήματος, στις 12.1.2009 απέστειλε επιστολή[26] στους Εναγόμενους 3, με αίτημα όπως ο δρόμος/μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του επιστρωθεί τουλάχιστον με κράσιερα (το οποίο, όπως ανέφερε, είναι ένα άσπρο ή γκρίζο υλικό (αναλόγως του λατομείου που εξάγεται), το οποίο είναι σκληρό για να απορροφά την υγρασία και να μην αφήνει το οδόστρωμα να γλιστρά). Ισχυρίστηκε ότι τον Εναγόμενο 1 τον γνώριζε στο πλαίσιο των εργασιών του. Μετά την αποστολή της πιο πάνω επιστολής (Τεκμήριο 12), επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 1, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι είχε αναλάβει την εκσκαφή ενός υπογείου στον Αρχάγγελο και μπορούσε να του φέρει χώμα για να τοποθετήσει εντός του ακινήτου του, πράγμα το οποίο και συμφώνησαν. Αποτελεί συναφή του θέση ότι, ακολούθως, ο Εναγόμενος 1 του έφερε το χώμα αυτό, το οποίο τοποθέτησε εντός του ακινήτου του και έβγαλε και κάποιους «λάκκους», στους οποίους ο μάρτυρας θα φύτευε δέντρα. Ισχυρίστηκε ότι ενώ ο Εναγόμενος 1 έκανε τις πιο πάνω εργασίες, τον ρώτησε εάν ήθελε να του «ισιώσει το μονοπάτι μπροστά από το σπίτι» του, με τον ίδιο να του αναφέρει ότι κάτι τέτοιο θα έπρεπε να γίνει σε συνεννόηση με τον κοινοτάρχη Εργατών (Εναγόμενο 2), στον οποίο είχε στείλει την πιο πάνω επιστολή Τεκμήριο 12 και, επίσης, ότι έπρεπε να ειδοποιηθεί και ο ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, και δη η Ενάγουσα. Ήταν, περαιτέρω, ο ισχυρισμός του ότι μετά από κάποιες μέρες, ο Εναγόμενος 1 επέστρεψε στο σπίτι του και του ανέφερε ότι είχε συνεννοηθεί με τον Εναγόμενο 2, όπως προχωρήσει να ισιώσει και να διαπλατύνει το δρόμο/μονοπάτι, ενώ, επίσης, του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να βρει την Ενάγουσα, γιατί κατοικούσε στη Λευκωσία. Ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος, αμέσως, πήρε τηλέφωνο τον Εναγόμενο 2, ο οποίος του επιβεβαίωσε τα ανωτέρω και, ακολούθως, ο Εναγόμενος 1 προχώρησε με την διάνοιξη και το ίσιωμα του δρόμου/ μονοπατιού, με την αφαίρεση μεγάλου όγκου χώματος, το οποίο συσσώρευσε σε κάποιο σημείο, όπως φαίνεται στο Τεκμήριο 7 (αναφερόμενος στη φωτογραφία με ώρα 01:35). Ο μάρτυρας αυτός υπέδειξε στο Τεκμήριο 7 (από τη φωτογραφία με ώρα 01:42 και 01:37) την οικία του, ενώ σε ότι αφορά τη φωτογραφία με ώρα 01:38, ανέφερε ότι τούτη απεικονίζει το επίδικο ακίνητο. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι μερικές μέρες μετά τις εν λόγω εργασίες, η Ενάγουσα, την οποία ο ίδιος δεν γνώριζε, ήρθε στο σημείο και του ανέφερε ότι με την διαπλάτυνση του δρόμου/μονοπατιού, έγινε επέμβαση στο επίδικο ακίνητο. Πέραν των ανωτέρω, αποτελεί ισχυρισμό του ότι τις αμέσως επόμενες μέρες, ο τότε αντιπρόεδρος των Εναγομένων 3, τον επισκέφτηκε στο σπίτι του και του ζήτησε τα τοπογραφικά σχέδια του ακινήτου του, ενώ, την επόμενη κιόλας μέρα, ο δρόμος/ μονοπάτι επιστρώθηκε, με εντολή των Εναγομένων 3, με κράσιερα.

 

Ήταν, επίσης, η θέση του ότι κατόπιν των πιο πάνω γεγονότων, ο Εναγόμενος 1, επί μία εβδομάδα περίπου, τον επισκεπτόταν στο σπίτι του καθημερινά και τον παρακαλούσε να πει ότι είναι ο ίδιος (ο Τριτοδιάδικος) που του είχε δώσει την εντολή για τη διάνοιξη του δρόμου/ μονοπατιού, γιατί είχε δημιουργηθεί πρόβλημα από την Ενάγουσα και ότι εάν έπραττε τούτο, αυτή δεν θα προχωρούσε με διαδικασία εναντίον του (του Τριτοδιάδικου). Αυτός αρνήθηκε να πράξει κάτι τέτοιο και τότε ο Εναγόμενος 1 σταμάτησε να τον επισκέπτεται. Ανέφερε ακόμη ότι και την επόμενη χρονιά, ο Εναγόμενος 1 τον επισκέφτηκε στο σπίτι του επειδή η Ενάγουσα είχε καταχωρήσει δικαστική διαδικασία εναντίον του (Εναγόμενου 1) και του ζήτησε εκ νέου να πει ότι είναι ο ίδιος που του έδωσε την εντολή για την διάνοιξη του δρόμου, πράγμα που και πάλιν αρνήθηκε. Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, ανέφερε ότι, ακολούθως, ο Εναγόμενος 2 τον κάλεσε στο γραφείο του, για να συζητήσουν για το ζήτημα της διάνοιξης του δρόμου/μονοπατιού, με τον Εναγόμενο 2 να τον παροτρύνει να δεχθεί ότι αυτός έδωσε την εντολή στον Εναγόμενο 1 για την εν λόγω εργασία, καθότι η Ενάγουσα δεν θα προχωρούσε διαδικασία εναντίον του, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να πράξει.

 

Ήταν τέλος η θέση του ότι ο ίδιος ουδέποτε έδωσε εντολή στον Εναγόμενο 1 για την διαπλάτυνση και το ίσιωμα του δρόμου/μονοπατιού, ούτε και τον πλήρωσε οποιοδήποτε ποσό για τούτο, ενώ ο δρόμος μπροστά από το σπίτι του, μέχρι σήμερα, είναι όπως έχει διαπλατυνθεί από τους Εναγόμενους 3, είναι επιστρωμένος με χαβάρα και κράσιερα και χρησιμοποιείται από τα διερχόμενα αυτοκίνητα.

 

ΜΕ 4

 

Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι κατά το έτος 2010 ήταν διευθυντής συγκεκριμένης εργοληπτικής εταιρείας την οποία και κατονόμασε[27], η οποία, μεταξύ άλλων, ασχολείτο με χωματουργικές εργασίες και επιχωματώσεις. Ισχυρίστηκε ότι περί τον Μάρτιο του 2010 επικοινώνησε μαζί του ο πατέρας της Ενάγουσας, τον οποίο γνώριζε, και τον ρώτησε αν μπορούσε να δώσει προσφορά για κάποια χωματουργική εργασία σε χωράφι της Ενάγουσας, στους Εργάτες, με τον ίδιο να απαντά καταφατικά. Ακολούθως, όπως ανέφερε, επισκέφτηκε τον πατέρα της Ενάγουσας στο εργοστάσιο που έχει ο τελευταίος και μετέβηκαν με το αυτοκίνητο αυτού σε «ένα χωράφι στους Εργάτες στο οποίο φαινόταν ότι είχαν γίνει χωματουργικές εργασίες με την αφαίρεση όγκου χώματος κατά μήκος του ακινήτου». Αντεξεταζόμενος, αναγνώρισε ότι το ακίνητο που επισκέφθηκε ήταν το ακίνητο που φαίνεται με την ένδειξη «Χ» στη φωτογραφία του Τεκμηρίου 7 με ώρα 01.42. Ήταν η θέση του ότι όταν έφτασαν εκεί, κατέφθασε και η Ενάγουσα, η οποία, κατόπιν σύντομης συνομιλίας που είχαν, έφυγε. Ανέφερε, επίσης, ότι η προσφορά που ζητήθηκε από τον πατέρα της Ενάγουσας ήταν για την αγορά, μεταφορά, τοποθέτηση και «φορμάρισμα» ποσότητας φυτοχώματος, στο επίδικο ακίνητο. Ακολούθως, ο ίδιος (ο ΜΕ 4) επιθεώρησε επί τόπου το επίδικο ακίνητο και υπολόγισε, κάνοντας τις απαραίτητες μετρήσεις, τον όγκο χώματος που θα χρειάζετο για την πιο πάνω εργασία, τον οποίο καθόρισε στα 35 φορτηγά, και ετοίμασε την προσφορά ημερ. 16.3.2010[28], την οποία παρέδωσε στον πατέρα της Ενάγουσας. Ισχυρίστηκε ότι στη βάση της εν λόγω προσφοράς, για κάθε φορτηγό χώματος, η χρέωση ήταν €180 (ήτοι 35 φορτηγά χώμα Χ €180 = €6.300), πλέον €550 για το ίσιωμα και το «φορμάρισμα» του (δηλαδή σύνολο €6.850). Τέλος, ανέφερε ότι μετά την παράδοση της πιο πάνω προσφοράς, δεν είχε οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία, είτε με την Ενάγουσα, είτε με τον πατέρα της, ούτε του ζητήθηκε να εκτελέσει τις εργασίες της προσφοράς.

 

 

 

 

ΜΥ 1 (Εναγόμενος 1)

 

Ο μάρτυρας αυτός[29] ασχολείται τα τελευταία 30 περίπου χρόνια με χωματουργικές εργασίες. Ανέφερε ότι περί τον Απρίλιο του 2009 είχε επικοινωνήσει μαζί του ο Τριτοδιάδικος και του ανέθεσε μια δουλειά στην οικία του στους Εργάτες. Όταν ο ίδιος πήγε εκεί, ο Τριτοδιάδικος του ανέφερε το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με το δρόμο/μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του και τον ρώτησε αν μπορεί να μεσολαβήσει με τους Εναγόμενους 3 για να προβούν σε επιδιόρθωση του. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος, εκείνη τη στιγμή, επικοινώνησε, τηλεφωνικώς, με τους Εναγόμενους 3, και δη με τον Εναγόμενο 2 (ως αντιπρόσωπος τους), ο οποίος του ανέφερε ότι εντός των επόμενων ημερών θα επιδιόρθωναν αγροτικούς δρόμους και ότι αν ο Τριτοδιάδικος επιθυμούσε να γίνει η επιδιόρθωση του δικού του δρόμου και να του παραχωρήσουν τo κράσιερα, θα έπρεπε να αναλάβει την προεργασία, για την επίστρωση, με δικά του έξοδα. Ήταν η συναφής του θέση ότι όταν ο ίδιος ανέφερε τα πιο πάνω στον Τριτοδιάδικο, ο τελευταίος συμφώνησε και του ζήτησε να προβεί στις Εργασίες, με τον Εναγόμενο 1 να πράττει τούτο. Ισχυρίστηκε ότι είχε ρωτήσει τον Τριτοδιάδικο, προτού προχωρήσει με τις Εργασίες, αν έχει άδεια οικοδομής και πέρασμα, ως επίσης και αν είχε αφήσει 2-3 μέτρα από τον τοίχο περίφραξης του ακινήτου του για μελλοντικό πεζοδρόμιο, με αυτόν να του απαντά καταφατικά. Ακολούθως, ως ανέφερε, ο Τριτοδιάδικος του υπέδειξε το χώρο στο δρόμο/μονοπάτι όπου θα προέβαινε στις Εργασίες και του ζήτησε να σκάψει για να ισιώσει ο δρόμος/μονοπάτι και να απλώσει τα χώματα της εν λόγω εκσκαφής στην αυλή της οικίας του, μαζί με άλλα που είχε σε αυτήν. Ισχυρίστηκε ότι για τις πιο πάνω εργασίες συμφώνησαν όπως ο Τριτοδιάδικος του καταβάλει το ποσό των €700 και ότι θα ξεκινούσε αυτές την επόμενη μέρα το πρωί, πράγμα που έγινε, ενώ όταν τέλειωσε την εργασία του, ο Τριτοδιάδικος τον εξόφλησε παραδίδοντας του επιταγή, η οποία ήταν στο όνομα της συζύγου του τελευταίου, προσυπογραμμένη από την ίδια στο πίσω μέρος αυτής. Ήταν η θέση του ότι την επόμενη μέρα, του τηλεφώνησε ο πατέρας της Ενάγουσας και τον ρώτησε ποιος του έδωσε οδηγίες να προβεί στις Εργασίες και αν τούτες ήταν εις γνώση του κοινοτάρχη (Εναγόμενου 2), με τον μάρτυρα να του αναφέρει ότι οι Εργασίες του ανατέθηκαν από τον Τριτοδιάδικο και ότι οι Εναγόμενοι 3 στη συνέχεια θα παραχωρούσαν το κράσιερα. Ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος, ακολούθως, επισκέφθηκε τον Τριτοδιάδικο και του ανέφερε για το τηλεφώνημα που είχε δεχθεί από τον πατέρα της Ενάγουσας, ο οποίος (Τριτοδιάδικος) του είπε ότι γνώριζε προσωπικά την οικογένεια της Ενάγουσας, ότι θα τους μιλούσε και ότι αν έγινε κάποιο λάθος, θα αναλάμβανε να το διορθώσει, ενώ τον διαβεβαίωσε ότι ο ίδιος (ο Εναγόμενος 1) απλώς έκανε τη δουλειά που του είχε ζητήσει και δεν είχε καμία ευθύνη. Ανέφερε, επίσης, ότι στη συνέχεια ο ίδιος έλαβε επιστολή από το δικηγόρο της Ενάγουσας, την οποία παρέδωσε στον Τριτοδιάδικο και ο τελευταίος του ανέφερε ότι θα την έδιδε στο δικηγόρο του να την μελετήσει για να μην επιβαρυνθεί ο Εναγόμενος 1 με έξοδα. Μετά από λίγες μέρες, ως ισχυρίστηκε, επικοινώνησε μαζί του ο Τριτοδιάδικος, με τον οποίο βρέθηκαν στο σπίτι του τελευταίου, όπου αυτός του ανακοίνωσε ότι η Ενάγουσα ήταν ανένδοτη και δεν δεχόταν καμία επαναφορά του επίδικου ακινήτου στην αρχική του κατάσταση και του ζήτησε να καταθέσει ότι την εν λόγω εργασία του την είχε αναθέσει ο Εναγόμενος 2, επειδή, όπως του είπε, «αυτοί έχουν δύναμη και θα μας κυνηγήσουν», με τον Εναγόμενο 1 να του απαντά ότι δεν θα πει ψέματα εφόσον «ήταν καθαρός». Ακολούθως, ζήτησε πίσω την επιστολή που είχε λάβει από το δικηγόρο της Ενάγουσας και την παρέδωσε στο δικηγόρο του. Περαιτέρω, ήταν η συναφής του θέση ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε οδηγίες από τον Εναγόμενο 2 ή άλλο μέλος των Εναγομένων 3 για να προβεί στις Εργασίες στον συγκεκριμένο δρόμο/μονοπάτι.

 

Ανέφερε δε ότι για την εκσκαφή του δρόμου/μονοπατιού, ο ίδιος χρειάστηκε 2 εργάσιμες μέρες και χρησιμοποίησε ένα digger, ενώ η εκσκαφή δεν ήταν μεγαλύτερη από 15-20 εκατοστά ύψος/βάθος καθ’ όλη την έκταση της. Ήταν επίσης η θέση του ότι ο τόπος που έσκαψε δεν ήταν εύφορο χωράφι, αλλά ήταν χωμάτινος δρόμος που χρησιμοποιείτο για χρόνια.

 

Τέλος, ισχυρίστηκε ότι περί το 2011, ζήτησε από τον Εναγόμενο 2 να τον δεχθεί στο γραφείο του, μαζί με τον Τριτοδιάδικο, για να συζητήσουν το ζήτημα που προέκυψε αναφορικά με την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, όπου ο Εναγόμενος 2 ρώτησε τον Τριτοδιάδικο ως προς το λόγο που συνεχίζει να λέει ψέματα ότι είναι ο Εναγόμενος 2 που του έδωσε την εντολή για να προβεί στις Εργασίες, με τον τελευταίο να του απαντά ότι «επειδή έφτασε και είπε στην Ενάγουσα ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έδωσε την εντολή δεν μπορεί να το πάρει πίσω».

 

ΜΥ 2

 

Η μάρτυρας αυτή ανέφερε ότι είναι γραμματέας των Εναγομένων 3 από περί το 1993-1994 μέχρι και σήμερα. Ανέφερε ότι αρχικά βοηθούσε τον πατέρα της που ήταν κοινοτάρχης του χωριού Εργατών, ενώ ακολούθως, όταν ανέλαβε ο Εναγόμενος 2 ως Πρόεδρος των Εναγομένων 3, συνέχισε τη δουλειά της εκεί. Κατά την μαρτυρία της, αναγνώρισε και υιοθέτησε το Έγγραφο Ζ, το οποίο τιτλοφορείται ως «Υπεύθυνη Δήλωση-Κατάθεση», το οποίο και κατέθεσε, ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, ως την «κατάθεση που έδωσε για την υπόθεση». Ανέφερε ότι μέρος των καθηκόντων της στους Εναγόμενους 3, είναι οι εισπράξεις και πληρωμές, ενώ ετοιμάζει εντάλματα πληρωμής και εκδίδει επιταγές, στα πρόσωπα που εκτελούν εργασίες για τους Εναγόμενους 3, κατόπιν εντολής και έγκρισης του εκάστοτε κοινοτάρχη. Ήταν η θέση της ότι ένα απόγευμα, μεταξύ Μαϊου και Ιουνίου 2011, επισκέφτηκαν τον Εναγόμενο 2, ο Εναγόμενος 1 και ο Τριτοδιάδικος, στα γραφεία των Εναγομένων 3. Ισχυρίστηκε ότι το γραφείο της με το γραφείο του κοινοτάρχη[30] βρίσκονται πολύ κοντά και επικοινωνούν με μία μεγάλη μεσόπορτα, την οποία ο Εναγόμενος 2 ουδέποτε έκλεινε. Ανέφερε επίσης ότι, εκείνη τη μέρα, τα τρία πιο πάνω πρόσωπα συζήτησαν για την επέμβαση που έγινε στο επίδικο ακίνητο και για την αγωγή που η Ενάγουσα είχε καταχωρήσει εναντίον των Εναγομένων 1 και 2. Ήταν η συναφής της θέση ότι η ίδια γνώριζε για την εν λόγω υπόθεση από το έτος 2009 όταν η Ενάγουσα είχε προβεί σε σχετικά παράπονα προς τους Εναγόμενους 3. Επίσης, ανέφερε ότι, σε κάποια στιγμή, κατά τη συνομιλία των τριών πιο πάνω προσώπων, η ίδια άκουσε τον Εναγόμενο 2 να ρωτά τον Τριτοδιάδικο «γιατί συνεχίζει και λέει ψέματα και δεν λέει την αλήθεια στη Βασούλα, ότι ο ίδιος (ο Γρηγόρης) έδωσε εντολή στο Στέλιο Γεωργίου για διάνοιξη του δρόμου και όχι ο κοινοτάρχης και να κλείσει η όλη υπόθεση», με τον Τριτοδιάδικο να του απαντά ότι «έφτασα και είπα της Βασούλας ότι εσύ (ο Κοινοτάρχης) έδωσες τις εντολές και τώρα δεν μπορώ να της πω διαφορετικά», και τον Εναγόμενο 2 να ρωτά τον Τριτοδιάδικο «καλά αν χρειαστεί να πάμε δικαστήριο θα ψευδομαρτυρήσεις» και τον τελευταίο να μην του απαντά. Ακολούθως, ως η ίδια ισχυρίστηκε, τα τρία πιο πάνω πρόσωπα βγήκαν από το γραφείο του Εναγόμενου 2 και προχώρησαν προς την έξοδο, ενώ όταν επέστρεψε ο Εναγόμενος 2, η ίδια σχολίασε μαζί του το ζήτημα αυτό.

 

ΜΥ 3 (Εναγόμενος 2)

 

Ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το Έγγραφο Η. Ανέφερε ότι από το έτος 2002 μέχρι και το 2011 ήταν Πρόεδρος των Εναγομένων 3. Ισχυρίστηκε ότι λίγες μέρες μετά που έλαβε την επιστολή του Τριτοδιάδικου (Τεκμήριο 12), ο ίδιος πήρε τηλέφωνο τον τελευταίο και του ανέφερε ότι εάν επιθυμούσε να επιστρωθεί ο δρόμος/ μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του με κράσιερα, θα έπρεπε να αναλάβει προσωπικά την προεργασία του, δηλαδή να ισιώσει αυτόν, και ακολούθως ο μάρτυρας θα ζητούσε από το συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης να επιστρωθεί με κράσιερα και το πέρασμα προς την οικία του. Ήταν δε η συναφής του θέση ότι περί τον Απρίλιο του 2009, επικοινώνησε μαζί του ο Εναγόμενος 1 και τον ρώτησε αν μπορούσε να βοηθήσει τον Τριτοδιάδικο σε σχέση με το ζήτημα του δρόμου/ μονοπατιού που περνά μπροστά από το ακίνητο του, με τον μάρτυρα να του αναφέρει ότι ήταν η περίοδος που θα επιδιορθώνονταν οι αγροτικοί δρόμοι στην περιοχή και ότι είχε ήδη ενημερώσει τον Τριτοδιάδικο, από τον Ιανουάριο του 2009, ότι θα πρέπει να αναλάβει την προεργασία του εν λόγω δρόμου/ μονοπατιού μπροστά από το ακίνητο του, με δικά του έξοδα, και, ακολούθως, ο ίδιος θα μεσολαβούσε για να του παραχωρήσουν το κράσιερα. Ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος ουδέποτε έδωσε οδηγίες, είτε προσωπικά, είτε υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος των Εναγομένων 3, στον Εναγόμενο 1 ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παρέμβει σε οποιοδήποτε γειτονικό, του Τριτοδιαδίκου, ακίνητο, ούτε και θα μπορούσε να πράξει κάτι τέτοιο, εφόσον οι Εναγόμενοι 3 ουδέποτε ενέκριναν τέτοιου είδους εργασίες κατά τις συνεδρίες τους. Περαιτέρω, ήταν η συναφής του θέση ότι εάν οι Εναγόμενοι 3 αποφάσιζαν να αναθέσουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο, οποιαδήποτε εργασία, τότε θα υπήρχαν σχετικά πρακτικά συνεδρίας, τα οποία δεν υπάρχουν, εφόσον ουδέποτε έλαβαν τέτοια απόφαση, κάτι που μπορεί να επιβεβαιώσει και ο νυν Πρόεδρος τους, που είναι ο σύζυγος της Ενάγουσας, ο οποίος έχει πρόσβαση στα σχετικά αρχεία. Αντεξεταζόμενος, ερωτηθείς εάν ο Τριτοδιάδικος είχε δικαίωμα να προχωρήσει να ισιώσει το δρόμο/μονοπάτι μπροστά από το ακίνητο του, ούτως ώστε ο μάρτυρας αυτός να είχε δικαίωμα να του πει να αναλάβει την προεργασία του, ο μάρτυρας εξήγησε ότι εκείνο που ανέφερε στον Τριτοδιάδικο δεν ήταν ότι δικαιούτο να προβεί σε προεργασία όλου του δρόμου/ μονοπατιού, αλλά μόνο στο πέρασμα μπροστά από το σπίτι του, όπου αυτός είχε και το πρόβλημα.

 

Αποτελεί, επίσης, ισχυρισμό του ότι οι Εναγόμενοι 3 ουδέποτε ζήτησαν από τον Τριτοδιάδικο τα τοπογραφικά σχέδια του ακινήτου του και/ή τα σχέδια του σπιτιού του, ενώ όταν ολοκληρώθηκαν οι Εργασίες από τον Εναγόμενο 1, η επίστρωση του δρόμου έγινε από συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης και όχι των Εναγομένων 3, εφόσον οι τελευταίοι δεν παρέχουν υπηρεσίες επίστρωσης δρόμων, δηλαδή δεν παρέχουν υπηρεσίες δημιουργίας της κατάλληλης υποδομής για την προεργασία του δρόμου στο σημείο που θα ακολουθήσει η επίστρωση του με κάποιο υλικό, π.χ κράσιερα, με τις εν λόγω υπηρεσίες να παρέχονται από την Επαρχιακή Διοίκηση. Ανέφερε, όμως, ο μάρτυρας αυτός, ότι οι Εναγόμενοι 3 προβαίνουν σε συντήρηση των δρόμων εντός της κοινότητας και ότι οι Εναγόμενοι 3, κατά τον Ιανουάριο του 2010, λόγω των πολλών όμβριων υδάτων, προέβηκαν σε συντήρηση του περάσματος[31] μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιάδικου, ως επίσης και του μέρους του δρόμου μπροστά από «τη μάντρα του Μαραθοβουνιώτη», επιστρώνοντας τα εν λόγω μέρη, με κράσιερα, συντήρηση η οποία έγινε από τον Εναγόμενο 1 (ο οποίος μαζί με άλλους 3-4 εργολάβους, κατά διαστήματα, διεκπεραίωναν εργασίες των Εναγομένων 3, επ’ αμοιβή), και αναφέρθηκε στα Τεκμήρια 24 και 25. Αντεξεταζόμενος, εξήγησε ότι η συντήρηση του οδικού δικτύου, εντός της κοινότητας, αποτελεί υποχρέωση της κοινότητας, εκτός από τους κεντρικούς αγροτικούς δρόμους, η συντήρηση των οποίων αποτελεί υποχρέωση του Έπαρχου. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι κάθε χρόνο υπάρχει ένα κονδύλι για αγροτικούς δρόμους και το συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης έρχεται και τους επιστρώνει με τα κατάλληλα μηχανήματα, τους «κυλινδρίζει και ραντίζει» και ότι και ο δρόμος/ μονοπάτι μπροστά από το σπίτι του Τριτοδιαδίκου επιστρώθηκε από την Επαρχιακή Διοίκηση, μετά το παράπονο που ο τελευταίος έκανε με την επιστολή του - Τεκμήριο 12.

 

Πέραν των πιο πάνω, ανέφερε ότι περί τον Μάιο - Ιούνιο του 2011, ο Εναγόμενος 1 ζήτησε να τον επισκεφτεί με τον Τριτοδιάδικο, στο γραφείο του για να συζητήσουν το ζήτημα που προέκυψε με το παράπονο της Ενάγουσας. Κατά την εν λόγω συνάντηση, ο μάρτυρας ρώτησε τον Τριτοδιάδικο γιατί συνεχίζει να λέει ψέματα ότι είναι αυτός (ο Εναγόμενος 2) που ανέθεσε στον Εναγόμενο 1 τις Εργασίες, με τον τελευταίο να του απαντά ότι αυτό είχε πει στην Ενάγουσα και δεν μπορεί να το πάρει πίσω.

 

Ήταν επίσης η θέση του ότι από την ενημέρωση που είχε τότε, ως Πρόεδρος των Εναγομένων 3, η επέμβαση που είχε γίνει στο επίδικο ακίνητο, καθ’ όλη την έκταση της, ήταν περί τα 10-15 εκατοστά ύψος/βάθος. Ανέφερε μάλιστα ότι, κατόπιν της καταγγελίας της Ενάγουσας στην Αστυνομία, καταχωρήθηκε η αίτηση με αρ. ΑΔΧ 304/2009, και είχε γίνει επιτόπια εξέταση του σημείου, από λειτουργό του Κτηματολογίου, τον οποίο και κατονόμασε, στην παρουσία της Αστυφύλακα αρ. 3454 και συγκεκριμένου μέλους των Εναγομένων 3 (το οποίο επίσης κατονόμασε). Ακολούθως, ο ίδιος, περί τις 4.4.2011, πιστοποίησε την εν λόγω επέμβαση στο επίδικο ακίνητο (βλ. Τεκμήριο 26).

 

Τέλος, ισχυρίστηκε ότι η παρούσα αγωγή προωθείται εκδικητικά εναντίον του και των Εναγομένων 3, εφόσον ούτε ο ίδιος προσωπικά ούτε οποιοδήποτε άλλο μέλος των Εναγομένων 3, κατά την περίοδο που ο ίδιος ήταν Πρόεδρος τους, έδωσε οδηγίες για τις Εργασίες.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

Σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα έχει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων κατά τη μαρτυρία του, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων του, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής του, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχε να αντιληφθεί τα διαδραματισθέντα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο (βλ. μεταξύ άλλων C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η έκδοση, των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.135): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.616, Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172), με αναφορά και στη δικογραφία (S Pavlou & Sons Constructions Ltd και Άλλου v. Θεοδώρου, ΠΕ 199/10, ημ. 6.7.15). […] Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία […].».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329), αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, υπό την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Επίσης, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητά της, είτε μέρος αυτής (Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και αφού παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες, κατά τη στιγμή που παρέθεσαν την μαρτυρία τους, προφορική και έγγραφη, ενώπιον μου, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

ΜΕ 1

 

Η μαρτυρία του ΜΕ 1, ουσιαστικά, δεν αμφισβητήθηκε, εξού και αυτή καταγράφεται στα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα. Οι όποιες ερωτήσεις τέθηκαν στον μάρτυρα αυτό κατά την αντεξέταση του ήταν μόνο διευκρινιστικές σε ότι αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς του δρόμου/ μονοπατιού κι αν τούτο ανήκει στον Έπαρχο Λευκωσίας και επομένως στην Κυπριακή Δημοκρατία, με τον μάρτυρα να απαντά καταφατικά.

 

Επομένως, τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού την αποδέχομαι στο σύνολο της και στη βάση αυτής έχω ήδη προβεί σε ανάλογα ευρήματα ανωτέρω.

 

Ενάγουσα

 

Τη μαρτυρία της Ενάγουσας, στο βαθμό που τούτη δεν σχετίζεται με τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα ανωτέρω, δεν την αποδέχομαι, για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω.

 

Κατ’ αρχάς, η θέση που προώθησε κατά την μαρτυρία της που θέλει τον Εναγόμενο 1 να παραδέχεται, στον πατέρα της, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν τα δύο αυτά άτομα, ότι τις οδηγίες για τις Εργασίες, τις έδωσε ο Εναγόμενος 2, εδράζεται σε εξ ακοής μαρτυρία και δη στη θέση που της είχε μεταφέρει ο πατέρας της, ο οποίος δεν έδωσε μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν λησμονώ ότι στη βάση των προνοιών του άρθρου 24 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται. Εντούτοις, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας της, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, μεταξύ άλλων, το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος που έχει προσαγάγει την εξ ακοής μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση[32]. Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί τίποτα ενώπιον μου που να εξηγεί το λόγο που δεν παρουσιάστηκε το ο πατέρας της Ενάγουσας, ενώπιον του Δικαστηρίου, για να δώσει μαρτυρία, αφού ήταν αυτός που δήθεν άκουσε τον Εναγόμενο 1 να αναφέρει τα όσα η Ενάγουσα αποδίδει στον τελευταίο. Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός της ότι τα ανωτέρω αποτελούσαν και διαπίστωση της ίδιας από τα συμφραζόμενα κατά τη τηλεφωνική συνομιλία των δύο εν λόγω ατόμων, παρέμεινε χωρίς οποιοδήποτε έρεισμα, εφόσον η ίδια, αντεξεταζόμενη, παραδέκτηκε ότι, κατά την διάρκεια της εν λόγω τηλεφωνικής επικοινωνίας, μεταξύ του πατέρα της και του Εναγόμενου 1, η ίδια δεν άκουγε τη φωνή του τελευταίου και τα όσα ο ίδιος ανέφερε. Επίσης, μέσω της εξ ακοής, αυτής, μαρτυρίας, δεν μεταφέρθηκαν αυτούσιες οι αρχικές φερόμενες δηλώσεις του Εναγόμενου 1. Τέλος, εν προκειμένω, δεν πρέπει να λησμονείται ότι η Ενάγουσα είναι η σύζυγος του νυν Προέδρου των Εναγομένων 3 και, επομένως, πρόκειται για πρόσωπο που είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα όσα αναφέρθηκαν στην εν λόγω τηλεφωνική επικοινωνία και να επωμίσει την όποια ευθύνη στον Εναγόμενο 1 και/ή σε άλλα πρόσωπα και όχι στους Εναγόμενους 3. Επομένως, στη βάση των πιο πάνω, το μέρος αυτό της μαρτυρίας της Ενάγουσας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

Επιπρόσθετα όμως των ανωτέρω, ούτε και η θέση της ότι από το Τεκμήριο 10 προκύπτει ότι ο Εναγόμενος 1 προέβη στις Εργασίες και κατ’ επέκταση στην επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, κατ’ εντολή και προτροπή του Εναγόμενου 2, μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο διότι κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, αφού εκείνο που αναφέρεται στο Τεκμήριο 10 είναι ότι ο Εναγόμενος 1 «κατέθεσε ότι τις εργασίες στον συγκεκριμένο χώρο τις έκανε μετά από οδηγίες που του έδωσε άλλο πρόσωπο το οποίο του είπε να μεταβεί στο σπίτι του και να μετακινήσει ποσότητα χώματος και ακολούθως να ισιώσει τον δρόμο μπροστά από το σπίτι του γιατί ο δρόμος ήταν φάρσα και τα νερά πήγαιναν στο σπίτι του»[33]. Πουθενά, επομένως, δεν φαίνεται από το Τεκμήριο 10 ότι ο Εναγόμενος 1 κατέθεσε ή παραδέκτηκε ότι τις οδηγίες για τις Εργασίες, οι οποίες οδήγησαν στην επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, του τις είχε δώσει ο Εναγόμενος 2.

 

Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι, ενώ η ίδια αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι είχε ξανακούσει τον, εν προκειμένω, ισχυρισμό του Εναγόμενου 1, εντούτοις συνέχισε να επιμένει ότι ο Εναγόμενος 1 είχε παραδεκτεί είτε στον πατέρα της, είτε στην Αστυνομία ότι τις εν λόγω οδηγίες του τις είχε δώσει ο Εναγόμενος 2, και τούτο παρά το ότι της δόθηκε το Τεκμήριο 10 και της υποδείχθηκε ότι τούτο δεν αναγράφει κάτι τέτοιο, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε πειστική εξήγηση για τούτη την επιμονή της. Το μόνο που ανέφερε είναι ότι η ίδια προσκόμισε το Τεκμήριο 10, όπως της το έδωσαν και δεν θεώρησε ορθό να ζητήσει διόρθωση του, για να αναγράφει τα όσα δήθεν της λέχθηκαν, προφορικά, από την Αστυνομία, ισχυρισμός ο οποίος δεν συνάδει με την κοινή λογική. Αν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, και η Αστυνομία της είχε αναφέρει τα πιο πάνω, τότε το λογικό θα ήταν τούτα να καταγράφονταν στην Έκθεση - Τεκμήριο 10 - ή τουλάχιστον, όταν η Ενάγουσα είδε ότι δεν περιλαμβάνονταν σε αυτήν, να ζητούσε να καταγραφούν τα όσα της λέχθηκαν προφορικά από την Αστυνομία, εφόσον η ίδια τα θεωρούσε σημαντικά για την υπόθεση της.

 

Δεν μπορώ, επίσης, να δεκτώ τη μαρτυρία της, που θέλει την Αστυνομία να της αναφέρει ότι, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν με τον Εναγόμενο 2, ο τελευταίος τους ανέφερε ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, έγινε νόμιμα. Και τούτο διότι, αφενός στη βάση του Τεκμηρίου 10, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει και, αφετέρου, στη βάση του Τεκμηρίου 26, το οποίο ο ίδιος ο Εναγόμενος 2 κατέθεσε, αναφέροντας ότι τούτο ετοιμάστηκε από τον ίδιο, μετά από την καταγγελία στην οποία προέβη η Ενάγουσα στην Αστυνομία και το οποίο φέρει ημερομηνία προγενέστερη του Τεκμηρίου 10, ο Εναγόμενος 2, εκ μέρους των Εναγομένων 3, πιστοποίησε ότι υπήρχε επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, η οποία διαπιστώθηκε από επιτόπια εξέταση λειτουργού του Κτηματολογίου, με άγνωστο το όνομα του επεμβασία. Επομένως, εύλογα διερωτάται κανείς πως θα μπορούσε το ίδιο πρόσωπο που πιστοποίησε την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, για σκοπούς της καταγγελίας στην οποία η Ενάγουσα προέβη στην Αστυνομία, να αναφέρει ότι η επέμβαση ήταν νόμιμη. Κάτι τέτοιο ουδόλως συνάδει με την κοινή λογική και την λογική εξέλιξη των πραγμάτων.

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, ούτε τη μαρτυρία της περί του ότι ο όγκος χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, ήταν αυτός που φαίνεται στη φωτογραφία με ώρα 01:35 του Τεκμηρίου 7, μπορώ να αποδεκτώ. Και τούτο διότι, χωρίς βεβαίως το Δικαστήριο να καθιστά τον εαυτό του ως εμπειρογνώμονα αναφορικά με το είδος του χώματος που εκεί αποτυπώνεται, εύλογα, ένα μέσος συνετός άνθρωπος, κοιτάζοντας τούτη, μπορεί να παρατηρήσει ότι το χρώμα του χώματος σε αυτή τη φωτογραφία, είναι διαφορετικό από αυτό του χώματος μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιάδικου αλλά και του επίδικου ακινήτου, όπως τούτο φαίνεται στη φωτογραφία με ώρα 01:42 του Τεκμηρίου 7. Εν πάση περιπτώσει, επί τούτου, και δη ότι το χρώμα του χώματος στα δύο σημεία είναι διαφορετικό, σχετική μαρτυρία έδωσε και ο Εναγόμενος 1, του οποίου η αξιολόγηση θα παρατεθεί κατωτέρω στην παρούσα απόφαση.

 

Επιπρόσθετα, δεν μπορώ να αποδεκτώ τον ισχυρισμό της Ενάγουσας που θέλει το ύψος/βάθος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, να υπολογίστηκε στα 60 εκατοστά καθ’ όλη την έκταση της επέμβασης και να συνίστατο από εύφορο έδαφος, στη βάση της έκθεσης του Τοπογράφου Μηχανικού. Και τούτο διότι, στη βάση της μαρτυρίας που η ίδια η Ενάγουσα προσκόμισε, και δη το Τεκμήριο 18, δεν προκύπτει οποιαδήποτε αναφορά στην έκθεση που ετοίμασε ο Τοπογράφος Μηχανικός είτε στο είδος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, είτε στο ύψος/βάθος αυτού. Τουναντίον, στη βάση του Τεκμηρίου 10 που η ίδια η Ενάγουσα κατέθεσε, αλλά και στη βάση του Τεκμηρίου 26, διαφαίνεται ότι από την επιτόπια εξέταση που έγινε από λειτουργό του Κτηματολογίου στις 4.4.2011, κατόπιν της καταγγελίας της Ενάγουσας στην Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, συνίστατο στην αφαίρεση και απομάκρυνση χώματος, ύψους (βάθους) 10-15 εκατοστά, καθ’ όλη την έκταση της επέμβασης.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, τη μαρτυρία της Ενάγουσας, σε ότι αφορά τα ζητήματα τα οποία παρέμειναν υπό αμφισβήτηση, δεν μπορώ να την αποδεκτώ και, ως εκ τούτου, την απορρίπτω.

 

Τριτοδιάδικος

 

Ο εν λόγω μάρτυρας δεν με έπεισε ότι, αναφορικά με τα υπό αμφισβήτηση επίδικα γεγονότα, είπε την αλήθεια. Δεν με έπεισε για την ειλικρίνεια και την γνησιότητα της εκδοχής του, καθότι η μαρτυρία του, σε ουσιώδη σημεία της, συγκρούεται  με την κοινή λογική, αλλά και με τη λογική εξέλιξη των πραγμάτων, ενώ σε σημεία της συγκρούεται και με την ενώπιον του Δικαστηρίου κοινώς αποδεκτή μαρτυρία. Ήταν δε έκδηλη η προσπάθεια του να προωθήσει ισχυρισμούς με μόνο σκοπό να βοηθήσει την υπόθεση της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων, αλλά και με σκοπό ο ίδιος να αποφύγει οποιαδήποτε ευθύνη σε σχέση με τις πράξεις του Εναγόμενου 1 (ο οποίος ήταν και ο διάδικος που κίνησε τη διαδικασία Τριτοδιαδίκου εναντίον του). Δεν πρόκειται, επομένως, για πρόσωπο που προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου για να το διαφωτίσει ως προς τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση. Για σκοπούς πληρότητας και αιτιολογίας της πιο πάνω κρίσης μου, ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Τριτοδιαδίκου, σημειώνω, όχι εξαντλητικά, τα ακόλουθα:

 

Κατ’ αρχάς, η θέση του ως προς το πως προέκυψε η εκτέλεση των Εργασιών από τον Εναγόμενο 1, δεν συνάδει με την κοινή λογική, ενώ συγκρούεται σε σημεία της και με το Τεκμήριο 10. Και εξηγώ. Εύλογα διερωτάται κανείς, ποιο ήταν το όφελος του Εναγόμενου 1, ενώ βρισκόταν ήδη στο ακίνητο του Τριτοδιάδικου για να τοποθετήσει τα χώματα που δήθεν του είχε ζητήσει ο τελευταίος να του φέρει να τοποθετήσει στην αυλή του, να τον ρωτήσει αν ήθελε να του ισιώσει και το δρόμο μπροστά από το ακίνητο του. Ο μόνος που είχε όφελος από την εν λόγω εργασία ήταν ο ίδιος ο Τριτοδιάδικος, ο οποίος είχε ήδη στείλει την επιστολή - Τεκμήριο 12 - στους Εναγόμενους και μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Εναγόμενοι 3 ουδέν είχαν πράξει σε σχέση με το αίτημα του για να φτιαχτεί το μέρος του εν λόγω δρόμου/μονοπάτι, το οποίο χρησιμοποιούσε ως πέρασμα. Πέραν όμως τούτου, η εκδοχή που ο μάρτυρας αυτός παρουσίασε στο Δικαστήριο, δεν συνάδει με αυτήν που ο ίδιος παρουσίασε στην Αστυνομία, κατά τη διερεύνηση της καταγγελίας της Ενάγουσας για την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο. Ως διαφαίνεται από το Τεκμήριο 10, ο Τριτοδιάδικος, κατά την ανακριτική κατάθεση που έδωσε, ανέφερε ότι είχε στείλει την επιστολή Τεκμήριο 12 προς τον Εναγόμενο 2, υπό την ιδιότητα του κοινοτάρχη των Εναγομένων 3, και ζητούσε να επιδιορθωθεί ο χωματόδρομος μπροστά από το σπίτι του, διότι αυτός ήταν πολύ επικίνδυνος, με τον Εναγόμενο 2 να του υπόσχεται ότι θα προχωρούσε στη βελτίωση του, ενώ, κατά τον Απρίλιο του 2009, ο Εναγόμενος 1, μετέβη στην περιοχή και έκανε βελτιωτικά έργα με οδηγίες του Εναγόμενου 2. Σημειώνω εδώ ότι η όποια αναφορά στο Τεκμήριο 10 περί βελτιωτικών έργων στην περιοχή, είναι γενική και αόριστη και δεν προσδιορίζεται πουθενά στο Τεκμήριο 10 ότι τα βελτιωτικά έργα που εκεί αναφέρονται, στα οποία ο Εναγόμενος 1 προέβη, ήταν αυτά που έγιναν μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιάδικου. Εν πάση, όμως, περιπτώσει, εύλογα διερωτάται κανείς αν η εκδοχή που ο Τριτοδιάδιος παρουσίασε στο Δικαστήριο ευσταθεί, γιατί δεν είχε αναφέρει στην Αστυνομία τότε (κατά την ανακριτική του κατάθεση) ότι ο Εναγόμενος 1 βρισκόταν στο ακίνητο του για εργασίες που ο ίδιος τον κάλεσε και ότι ερείσθω εν παρόδω πήρε την πρωτοβουλία από μόνος του και τον ρώτησε αν επιθυμούσε να φτιάξει και τον χωματόδρομο μπροστά από το σπίτι του, και, ακολούθως, ότι ο Εναγόμενος 1 επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 2, με τον τελευταίο να του δίδει τις εν λόγω οδηγίες, τις οποίες, μάλιστα, δήθεν, επιβεβαίωσε και ο Τριτοδιάδικος, κατά την δική του συνομιλία με τον Εναγόμενο 2.

 

Από τα πιο πάνω, είναι αβίαστα που καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η εκδοχή του Τριτοδιάδικου, ως προς το πως και με ποιου τις οδηγίες ο Εναγόμενος 1 εκτέλεσε τις Εργασίες, δεν ευσταθεί, ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το μόνο πρόσωπο που είχε όφελος από την διαπλάτυνση του εν λόγω μέρους του δρόμου/ μονοπατιού, ήταν ο Τριτοδιάδικος, στον οποίο ο Εναγόμενος 2 είχε ήδη αναφέρει κατόπιν της επιστολής – Τεκμήριο 12 – ότι θα μεσολαβούσε να του παραχωρήσουν το κράσιερα, νοουμένου ότι ο Τριτοδιάδικος προέβαινε στην προεργασία και διαμόρφωση του εν λόγω δρόμου/μονοπατιού, με δικά του έξοδα.

 

Πέραν όμως των ανωτέρω, η μαρτυρία του αναφορικά με τις εργασίες στις οποίες ο Εναγόμενος 1 είχε προβεί στο ακίνητο του, για τις οποίες τον είχε αρχικά καλέσει, διακατέχεται από υπερβολή, αντιφάσεις, ενώ σε σημεία της συγκρούεται και με την κοινή λογική. Και εξηγώ. Αρχικά, αντεξεταζόμενος, ο Τριτοδιάδικος, ανέφερε ότι το χώμα που του έφερε ο Εναγόμενος 1, το τοποθέτησε στο ακίνητο του όπου υπήρχε ένας «λούκκος» για να έρθει η αυλή του στα επίπεδα του σπιτιού του - «έκανε την επιχωμάτωση είναι 1,5 σκάλα, 2040 τετραγωνικά μέτρα κατ’ ακρίβειαν και έκανα τους τοίχους μου και ήταν λούκκος». Ακολούθως, ανέφερε ότι ο Εναγόμενος 1 «ήρθε, έκανε κάποιες εργασίες, επιχωμάτωσε το χώμα, έφερε μου ένα αυτοκίνητο φυτόχωμα, έβγαλε μου τους λάκκους και φύτεψα τα δέντρα μου». Εύλογα διερωτάται κανείς, και τούτο στη βάση της κοινής λογικής, πως είναι δυνατόν με ένα αυτοκίνητο φυτόχωμα, να επιχωματώθηκαν 2040 τετραγωνικά μέτρα γης στο ακίνητο του Τριτοδιαδίκου. Παρά όμως την πιο πάνω θέση του, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του και σε σχετική υποβολή ότι το ποσό των €1000, που ισχυρίζεται ότι πλήρωσε τον Εναγόμενο 1 για το χώμα που του έφερε και τοποθέτησε στο ακίνητο του, αφορούσε τις Εργασίες, ο ίδιος, σε πλήρη αντίφαση με το ποια ήταν η ποσότητα του χώματος που του έφερε ο Εναγόμενος 1, ανέφερε ότι το ποσό που κατέβαλε στον Εναγόμενο 1 ήταν η φιλική τιμή που του έκανε ο τελευταίος, εφόσον το εν λόγω ποσό δεν ήταν αρκετό για το πετρέλαιο που χρειάστηκε για να φέρει τα αυτοκίνητα κόκκινου χώματος, για την επιχωμάτωση που έκανε στην αυλή του, αναφερόμενος πλέον σε πολλά αυτοκίνητα χώμα και όχι σε ένα.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, την ανωτέρω μαρτυρία του Τριτοδιάδικου δεν μπορώ να την δεχθώ.  

 

ΜΕ 4

 

Ο μάρτυρας αυτός, ομοίως, δεν μου έκανε καθόλου καλή εντύπωση. Κατά τη μαρτυρία του παρουσίασε ιδιαίτερη ετοιμότητα και ευκολία να αλλάξει τις απαντήσεις που έδιδε ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να υποστηρίξει με κάθε τρόπο τις θέσεις του και τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 20. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για το Δικαστήριο για να καταλήξει σε σχετικά συμπεράσματα. Και εξηγώ.

 

Κατ’ αρχάς, αντεξεταζόμενος, ο ΜΕ 4 δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιο ήταν το μήκος, πλάτος και ύψος του σκαψίματος που μέτρησε στο επίδικο ακίνητο, στη βάση των οποίων έδωσε την προσφορά του. Εκείνο που ανέφερε είναι ότι κάθε φορτηγό έχει χωρητικότητα περίπου 18 κυβικά μέτρα χώμα. Σε ότι αφορά το βάθος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, δεν θυμόταν ακριβώς να πει, αλλά ανέφερε ότι ήταν περίπου 60 εκατοστά. Όταν, κατά την αντεξέταση του, του υποδείχθηκε ότι αν όντως ήταν 60 εκατοστά, τότε το ποσοστό χώματος που θα χρειάζετο θα ήταν 204 κυβικά μέτρα (δηλαδή περίπου 11.3 φορτηγά χώμα, στη βάση των δικών του υπολογισμών), το οποίο είναι πολύ λιγότερο των 35 φορτηγών για τα οποία έδωσε προσφορά, ο ίδιος επέμενε ότι η προσφορά του είναι σωστή και μετέβαλε την αρχική του θέση αναφορικά με το βάθος/ύψος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, αναφέροντας ότι μπορεί να είναι και 70 εκατοστά σε κάποια μέρη, οπότε βγαίνουν περισσότερα τα φορτηγά χώματος που χρειάζονται, ενώ αργότερα, σε σχετική υποβολή ότι δεν χρειάζονται 35 φορτηγά χώμα για την επαναφορά του επίδικου ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση, η απάντηση του μεταβλήθηκε και πάλι, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο το βάθος/ύψος του χώματος που υπολείπετο από το επίδικο ακίνητο, λέγοντας ότι «εάν είναι 80 το ύψος, βγαίνει όμως».

 

Πέραν τούτου, ενώ η αρχική του θέση ήταν ότι το επίδικο ακίνητο αποτελείτο από φυτόχωμα, και για αυτό έδωσε προσφορά για αυτού του είδους χώμα, κατά την αντεξέταση του, ανέφερε ότι δεν αποτελείται από καθαρό φυτόχωμα επειδή το χωράφι είναι καλλιεργήσιμο μέχρι τα 35-40 εκατοστά, ενώ σε σχετική υποβολή ότι το επίδικο ακίνητο δεν είχε φυτόχωμα, η απάντηση του ήταν «Ε εντάξει εν τζιαι απασχολεί με εμένα τούτο το θέμα, εμένα μου είπαν μέτρα και πες μας πόσα θέλεις να μας φέρεις χώμα».

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, τη μαρτυρία του ΜΕ 4 δεν την αποδέχομαι και την απορρίπτω στο σύνολο της.

 

Εναγόμενος 1

 

Ο μάρτυρας αυτός μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε την αλήθεια για τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα βίωσε κατά τον επίδικο χρόνο. Η μαρτυρία του δεν διακατέχεται από τέτοιου είδους αντιφάσεις που πλήττουν την αξιοπιστία του, ενώ τα όσα ο ίδιος ανέφερε συνάδουν με την κοινή λογική και την λογική εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και την, ενώπιον του Δικαστηρίου, κοινώς αποδεκτή μαρτυρία.

 

Τα όσα προβάλλονται από το συνήγορο της Ενάγουσας ότι η μαρτυρία του Εναγόμενου 1 είναι αναξιόπιστη και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθότι η αναφορά του, περί του ότι ουδέποτε έλαβε οδηγίες από τον Εναγόμενο 2 για να προβεί σε εργασίες στο συγκεκριμένο δρόμο, συγκρούεται με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 24 και 25, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Και τούτο διότι η πλευρά της Ενάγουσας ουδέποτε έθεσε τα Τεκμήρια 24 και 25 ενώπιον του Εναγόμενου 1 για να έχει την ευκαιρία ο ίδιος να τοποθετηθεί επί τούτων. Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει από τη σχετική μαρτυρία του Εναγόμενου 2 (η αξιολόγηση της οποίας ακολουθεί κατωτέρω), και το σχετικό μέρος της δεν αμφισβητήθηκε από την Ενάγουσα, οι Εναγόμενοι 3 έδωσαν εντολή στον Εναγόμενο 1 για την προσθήκη κράσιερα στο δρόμο/μονοπάτι μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιαδίκου, τον Ιανουάριο του 2010 (ημερομηνία έκδοσης του Τεκμηρίου 25), με έξοδα των πρώτων. Η δε πλευρά της Ενάγουσας, στην αγόρευση του συνηγόρου της, επικαλείται το μέρος αυτό της μαρτυρίας του Εναγόμενου 2, ως επίσης και αυτό που θέλει τους Εναγόμενους 3 να συντηρούν, με την τοποθέτηση κράσιερα, μέχρι σήμερα, το μέρος εκείνο του δρόμου/μονοπατιού, για σκοπούς προώθησης της θέσης της Ενάγουσας ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο είναι συνεχής μέχρι σήμερα.

 

Πέραν των ανωτέρω, ούτε τα όσα προβάλλει ο συνήγορος της Ενάγουσας περί του ότι δεν είχε κανένα λόγο ο Εναγόμενος 1 να διευθετήσει συνάντηση με τον Τριτοδιάδικο και τον Εναγόμενο 2, στο γραφείο του τελευταίου, αφού, κατά τον ίδιο ήταν ξεκάθαρο ότι τις οδηγίες για την εκτέλεση των Εργασιών του τις είχε δώσει ο Τριτοδιάδικος, μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά τον τρόπο που εισηγείται. Όσο ξεκάθαρο και αν ήταν τούτο για τον Εναγόμενο 1, αυτός είχε κάθε λόγο να ζητήσει και να διευθετήσει την εν λόγω συνάντηση, εφόσον η Ενάγουσα είχε κινηθεί εναντίον του με την αγωγή - Τεκμήριο 22 - και ακολούθως με την αγωγή - Τεκμήριο 23, η οποία είχε κινηθεί και εναντίον του Εναγόμενου 2. Η όποια δε θέση προβάλλεται εκ μέρους των συνηγόρων της Ενάγουσας, περί του ότι τα όσα ο Εναγόμενος 1 προβάλλει ότι διαμείφθηκαν στην εν λόγω συνάντηση, δεν ευσταθούν, και ότι ο ίδιος κανόνισε τούτην, με σκοπό να πείσουν τον Τριτοδιάδικο να αναφέρει ότι τις οδηγίες για τις Εργασίες, τις είχε δώσει ο ίδιος στον πρώτο, λησμονεί ότι ο Τριτοδιάδικος πουθενά στη μαρτυρία του δεν ανέφερε ότι τη συνάντηση στο γραφείο του Εναγόμενου 2 την είχε διευθετήσει ο Εναγόμενος 1, αλλά η θέση του ήταν ότι τον κάλεσε ο Εναγόμενος 2 στο γραφείο του για να του μιλήσει σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα.

 

Πέραν των ανωτέρω, η εκδοχή του Εναγόμενου 1 ότι είναι ο Τριτοδιάδικος που του έδωσε την εντολή για να εκτελέσει τις Εργασίες, επιβεβαιώνεται και από το Τεκμήριο 10.

 

Ο μάρτυρας αυτός ήταν επίσης ιδιαίτερα επεξηγηματικός και με πειστικότητα και σαφήνεια εξήγησε ότι με τις Εργασίες που ο ίδιος εκτέλεσε, δεν αφαίρεσε μεγάλο όγκο χώματος και δη αυτόν που φαίνεται στη φωτογραφία με ώρα 01:35 του Τεκμηρίου 7, εξηγώντας ότι το όλο βάθος της εκσκαφής που έκανε ήταν περί τα 10-15 εκατοστά, εφόσον αλλού έβγαλε χώμα και αλλού πρόσθεσε, με αυτό που έμεινε να το τοποθετεί στην αυλή του Τριτοδιαδίκου. Επίσης, ο μάρτυρας αυτός, του οποίου η εμπειρία στις χωματουργικές εργασίες δεν αμφισβητήθηκε, εξήγησε με ιδιαίτερη σαφήνεια το λόγο για τον οποίο αναφέρει ότι τα χώματα της φωτογραφίας με ώρα 01:35 (του Τεκμηρίου 7) δεν ήταν αυτά που αφαίρεσε ο ίδιος κατά την εκτέλεση των Εργασιών που του ανέθεσε ο Τριτοδιάδικος, εξηγώντας ότι το χώμα της περιοχής εκείνης είναι «κόννος δηλαδή άργιλος, δεν έχει πέτρες μέσα και έχει χρώμα άσπρο κίτρινο», και δεν είναι κόκκινο όπως αυτό που απεικονίζεται στην φωτογραφία με ώρα 01:35, που είναι φυτόχωμα, και τούτο φαίνεται και από το χρώμα του χώματος στο σημείο που έγινε η επίδικη εκσκαφή, αναφερόμενος στις λοιπές φωτογραφίες του Τεκμηρίου 7. Αντεξεταζόμενος μάλιστα εξήγησε ότι πιο κάτω, από το σημείο που έγιναν οι Εργασίες, υπάρχει μία αποθήκη ενός συναδέλφου του από το χωριό, ο οποίος στοιβάζει χώματα για να τα επαναχρησιμοποιήσει. Η δε θέση του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι τούτο αποτελεί εκ των υστέρων σκέψη του μάρτυρα αυτού, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη με τον τρόπο που εισηγείται, και τούτο διότι ο Εναγόμενος 1 κατά την κυρίως εξέταση του δεν ήρθε αντιμέτωπος με τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 7 για να δώσει τη δική του θέση του αναφορικά με τον εν λόγω όγκο χώματος.

 

Το μόνο μέρος της μαρτυρίας του Εναγόμενου 1 το οποίο δεν μπορώ να αποδεκτώ, είναι ότι ο δρόμος/μονοπάτι, μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιάδικου, αποτελεί ιδιωτικό πέρασμα του τελευταίου προς το σπίτι του, καθότι κάτι τέτοιο συγκρούεται με την κοινώς αποδεκτή μαρτυρία και δη ότι ο εν λόγω δρόμος/ μονοπάτι είναι δημόσιος και αποτελεί ιδιοκτησία της Δημοκρατίας (Έπαρχου Λευκωσίας).

 

Συνεπώς, πλην της μόλις πιο πάνω θέσης του που δεν αποδέχομαι, τη λοιπή μαρτυρία του Εναγόμενου 1, την αποδέχομαι, και, στη βάση αυτής, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

ΜΥ 2

 

Εξ αρχής σημειώνω ότι, η μαρτυρία της ΜΥ 2 αποτελεί ακροσφαλές υπόβαθρο για να καταλήξω σε σχετικά ευρήματα επί του μοναδικού, υπό αμφισβήτηση, γεγονότος, για το οποίο η μάρτυρας αυτή παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για να δώσει μαρτυρία, το οποίο δεν ήταν άλλο από το τι διαμείφθηκε στη συνάντηση μεταξύ Εναγόμενου 1, Τριτοδιάδικου και Εναγόμενου 2, στο γραφείο του τελευταίου. Και τούτο διότι, παρά το γεγονός ότι η μαρτυρία της, επί του πιο πάνω, υπό αμφισβήτηση ζητήματος, εν πολλοίς, συνάδει με αυτήν των Εναγομένων 1 και 2 (η μαρτυρία των οποίων αξιολογείται ανωτέρω και κατωτέρω στην παρούσα απόφαση), το υπόβαθρο που η ίδια θέτει προς υποστήριξη της θέσης της ότι ήταν αυτήκοος μάρτυρας των διαμειφθέντων, διακατέχετο από αντιφάσεις. Και εξηγώ.

 

Η ΜΥ 2, κατά την κυρίως εξέταση της, στο πλαίσιο κατάθεσης του Έγγραφου Ζ, ανέφερε ότι το εν λόγω έγγραφο είναι η κατάθεση που έδωσε για την υπόθεση, χωρίς όμως να αναφέρει που και σε ποιο χρόνο έδωσε τούτην. Ακολούθως, αντεξεταζόμενη, ανέφερε ότι το εν λόγω έγγραφο δεν φέρει ημερομηνία γιατί δεν το ετοίμασε η ίδια, ούτε θυμόταν πότε τούτο ετοιμάστηκε, ενώ ερωτηθείσα ως προς το ποιος, εν τέλει, ετοίμασε το εν λόγω έγγραφο, η μάρτυρας άλλαξε την απάντηση της, αναφέροντας ότι είναι η ίδια που το ετοίμασε, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί το χρόνο που το έπραξε, και ακολούθως, ότι το ετοίμασε μετά που μίλησε με τον κοινοτάρχη. Ακολούθως, και πάλι άλλαξε την απάντηση της και ανέφερε ότι δεν είναι η ίδια που ετοίμασε τον εν λόγω Έγγραφο, αλλά της το έφεραν έτοιμο και το υπέγραψε μετά το 2011, χωρίς να θυμάται αν ήταν με τον κοινοτάρχη ή με τον δικηγόρο μόνο όταν το υπέγραφε.

 

Στη βάση των ανωτέρω, δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία της, στο βαθμό που αφορά το τι διαμείφθηκε στην εν λόγω συνάντηση. Την υπόλοιπη μαρτυρίας της, την αποδέχομαι, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητήθηκε από οποιοδήποτε μέρος.

 

 

Εναγόμενος 2

 

Ο μάρτυρας αυτός μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου προσήλθε με σκοπό να πει την αλήθεια. Ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα βίωσε κατά τον επίδικο χρόνο, ενώ η μαρτυρία του διακατέχεται από συνέπεια και συνοχή και δεν παρουσιάζει τέτοιου είδους αντιφάσεις που πλήττουν την αξιοπιστία του.

 

Ενδεικτικό της αξιοπιστίας του είναι το γεγονός ότι ο μάρτυρας αυτός δεν δίστασε σε σημεία της μαρτυρίας του, για γεγονότα τα οποία δεν είχε ιδίαν γνώση, να δηλώσει τούτο. Αποδέκτηκε δε ότι ο ίδιος ουδέποτε μέτρησε το ύψος/βάθος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο και ότι η εν λόγω μέτρηση έγινε στην παρουσία εκπροσώπου του - μέλος του κοινοτικού συμβουλίου - κατά την επιτόπια εξέταση που έγινε από το Κτηματολόγιο, μετά την καταγγελία της Ενάγουσας στην Αστυνομία. Ήταν δε ιδιαίτερα επεξηγηματικός ότι ο λόγος που αποδέκτηκε ότι αυτό ήταν το ύψος/βάθος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, καθ’ όλη την έκταση της επέμβασης, είναι διότι υπήρχε εκπρόσωπος των Εναγομένων 3 κατά την εν λόγω επιτόπια εξέταση. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του ως προς το ύψος/ βάθος του χώματος που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο, συνάδει και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10.

 

Στη βάση των ανωτέρω, τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού την αποδέχομαι στο σύνολο της και στη βάση αυτής προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

Τελικά Ευρήματα

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω και στα, επιπρόσθετα, των αρχικών, εξής ευρήματα: 

 

Μετά την αποστολή της επιστολής του Τριτοδιάδικου (Τεκμήριο 12) προς τους Εναγόμενους 3, ο Εναγόμενος 2, υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος των Εναγομένων 3, μίλησε τηλεφωνικά με τον Τριτοδιάδικο και του ανέφερε ότι θα έπρεπε ο ίδιος να προβεί στην αναγκαία προεργασία που θα επέτρεπε τη μετέπειτα επίστρωση, του μέρους του δρόμου/ μονοπατιού που περνούσε μπροστά από το ακίνητο του, με κράσιερα και ότι, ακολούθως, ο ίδιος (Εναγόμενος 2) θα φρόντιζε όπως δρόμος επιστρωθεί σχετικώς.

 

Κατά τις αρχές Απριλίου του 2009, ο Τριτοδιάδικος, ο οποίος γνώριζε τον Εναγόμενο 1 λόγω συνεργασίας που είχαν μεταξύ τους ένεκα των εργασιών τους, κάλεσε τον τελευταίο στο σπίτι του, με σκοπό να τον βοηθήσει σε σχέση με το πρόβλημα που αντιμετώπιζε με το δρόμο/ μονοπάτι που περνούσε μπροστά από αυτό. Επειδή ο Εναγόμενος 1 ήταν κάτοικος Εργατών, ως επίσης είχε συνεργασία με τους Εναγόμενους 3, οι οποίοι του ανέθεταν, κατά καιρούς, κάποιες εργασίες του Κοινοτικού Συμβουλίου, ο Τριτοδιάδικος του ζήτησε να μεσολαβήσει με τους Εναγόμενους 3 για να φτιαχτεί ο δρόμος/μονοπάτι μπροστά από το ακίνητο του. Ακολούθως, ο Εναγόμενος 1, επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 2 σε σχέση με το ανωτέρω ζήτημα, με τον τελευταίο να αναφέρει στον πρώτο ότι είχε εξηγήσει στον Τριτοδιάδικο ότι την προεργασία του εν λόγω δρόμου/ μονοπατιού θα έπρεπε να την κάνει ο ίδιος, με δικά του έξοδα, και επειδή σύντομα θα περνούσε το συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης για να επιδιορθώσει/ συντηρήσει τους αγροτικούς δρόμους, αν ο Τριτοδιάδικος προέβαινε στις εν λόγω εργασίες, ο Εναγόμενος 2 (υπό την ιδιότητα του ως Πρόεδρος των Εναγομένων 3), θα φρόντιζε να του παραχωρηθεί το κράσιερα και να τοποθετηθεί στον εν λόγω δρόμο /μονοπάτι.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ο Τριτοδιάδικος έδωσε οδηγίες στον Εναγόμενο 1 όπως προχωρήσει με τις Εργασίες. Ο Εναγόμενος 1, κατόπιν των πιο πάνω εντολών του Τριτοδιάδικου, προχώρησε στις Εργασίες, επεμβαίνοντας στο επίδικο ακίνητο, με την αφαίρεση από αυτό χώματος, βάθους/ ύψους περί τα 10-15 εκατοστά καθ’ όλη την έκταση της επέμβασης σε αυτό, ενώ μέρος του εν λόγω χώματος που αφαίρεσε το τοποθέτησε σε άλλα σημεία του δρόμου, ο οποίος είχε κάποια κλίση, για να τον ισιώσει, ενώ το χώμα που απέμεινε από την εν λόγω εκσκαφή, το οποίο ήταν περί τα 1-2 φορτηγά, το τοποθέτησε στην αυλή του Τριτοδιάδικου και του έσκαψε και κάποιους «λάκκους» για να φυτέψει ο τελευταίος δέντρα. Ο Εναγόμενος 1, για τις πιο πάνω εργασίες πληρώθηκε από τον Τριτοδιάδικο.

 

Μετά από κάποιες μέρες, το συνεργείο της Επαρχιακής Διοίκησης, κατόπιν μεσολάβησης/ οδηγιών των Εναγομένων 3 προς αυτούς, τοποθέτησε κράσιερα στον εν λόγω δρόμο/ μονοπάτι, με το κράσιερα να τοποθετείται και στο επίδικο ακίνητο. Κατά τον Ιανουάριο του 2010, οι Εναγόμενοι 3, λόγω των πολλών όμβριων υδάτων εκείνο το χρόνο, προχώρησαν σε συντήρηση μέρους του δρόμου/μονοπατιού μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιαδίκου και αυτού που περνά μπροστά από τη «μάντρα του Μαραθοβουνιώτη», προσθέτοντας κράσιερα, εργασία την οποία εκτέλεσε ο Εναγόμενος 1, κατόπιν σχετικής εντολής τους. Ο Εναγόμενος 1 για την εν λόγω εργασία εξέδωσε τιμολόγιο προς τους Εναγόμενους 3 και πληρώθηκε από αυτούς (βλ. Τεκμήρια 24 και 25).

 

Τέλος, αποτελεί εύρημα μου ότι μέχρι και σήμερα, οι Εναγόμενοι 3 προχωρούν σε συντήρηση του δρόμου/ μονοπατιού, μέρος του οποίου επεμβαίνει στο επίδικο ακίνητο, επιστρώνοντας αυτόν με κράσιερα.

 

Στη βάση των ανωτέρω ευρημάτων μου, είναι εμφανές ότι ο Εναγόμενος 2 ουδεμία εντολή έδωσε στον Εναγόμενο 1 και/ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο για την εκτέλεση των Εργασιών και κατ’ επέκταση ουδεμία ευθύνη φέρει για την επέμβαση στο επίδικο ακίνητο. Τούτο σφραγίζει και την τύχη της παρούσας αγωγής εναντίον του, η οποία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Το ίδιο ισχύει και αναφορικά με τους Εναγόμενους 3, σε σχέση με τις Εργασίες που εκτέλεσε ο Εναγόμενος 1, κατά τον Απρίλιο του 2009, και κατά συνέπεια, στο βαθμό που, με την παρούσα αγωγή επιρρίπτεται σε αυτούς ευθύνη για τις Εργασίες, τούτη δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας.

 

Προδικαστική Ένσταση – Παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος

 

Προτού προχωρήσω στην νομική πτυχή που περιβάλλει την παρούσα υπόθεση, κρίνω σκόπιμο όπως εξετάσω, κατ’ αρχάς, το ζήτημα της παραγραφής το οποίο προβάλλεται εκ μέρους όλων των Εναγομένων.

 

Εν προκειμένω, είναι κοινός τόπος μεταξύ των μερών ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο έγινε περί τις αρχές Απριλίου του 2009 και ότι η Ενάγουσα έλαβε γνώση τούτου του γεγονότος στις 4.4.2009 (αφού ως η ίδια ισχυρίστηκε, έλαβε τις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 7, κατ’ εκείνη την ημέρα).

 

Όπως προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας, η βάση της  παρούσας αγωγής είναι το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 43(1)[34] του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ως επίσης και η ιδιωτική οχληρία που προβλέπεται στο άρθρο 46 του Κεφ. 148[35].

 

Για να μπορεί να αποφασιστεί το ζήτημα της παραγραφής, στην παρούσα περίπτωση, θα πρέπει πρώτα να αποφανθώ, κατά πόσο η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο, από τους Εναγόμενους, είναι συνεχής.

 

Σε σχέση με το ζήτημα αυτό, κρίνω σκόπιμο όπως παραπέμψω στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury’ s Law of England, 21η έκδοση, Τόμος 97Α, στην παράγραφο 167:

 

«It may be necessary to distinguish between continuing trespass and the continuing effects of a trespassContinuing trespass occurs when a person who is or has become a trespasser remains on the land as a trespasser or when objects placed on or intruding into land by way of trespass remain unremoved. In these circumstances, a new trespass is committed from day to day, successive actions may be brought and the trespasser can be required to remove any trespassing material. The occupier may be entitled to damages even for damage resulting from trespassory intrusion before he went into occupation.

 

Where there are continuing effects of trespass there is one act of intrusion or contact causing persisting damage but no continuing trespassory contact or intrusion. Damages must be assessed in a single action and the trespasser cannot be required to make good the harm.

 

The distinction between a continuing tort and the continuing effects of the tort may affect limitation»[36].

 

Στη βάση των πιο πάνω, είναι σημαντικό να υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ του κατά πόσο υπάρχει συνεχιζόμενη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο και των συνεχιζόμενων επιδράσεων της εν λόγω επέμβασης σε αυτό, από τις πράξεις των Εναγόμενων. Και τούτο διότι, επέμβαση σε ακίνητο η οποία συνεχίζεται, υπό την έννοια ότι ο επεμβασίας παραμένει στην ακίνητη περιουσία στην οποία επεμβαίνει ή έχει τοποθετήσει αντικείμενα επ’ αυτής τα οποία παραμένουν σε αυτήν (βλ. ανωτέρω απόσπασμα), δεν αποτελεί μία μεμονωμένη πράξη, αλλά αποτελεί συνεχιζόμενη επέμβαση και δίδει αγώγιμο δικαίωμα για κάθε μέρα που συνεχίζεται (de die in diem) (Winifield and Jolowicz on Tort, 16η έκδοση, σελ. 748, Halsbury's Laws of England, Fourth Edition Reissue, Vol. 45(2), σελ. 334).

 

Εν προκειμένω, βάσει των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, η ενέργεια του Εναγόμενου 1 να προβεί σε εκσκαφή και αφαίρεση χώματος από το επίδικο ακίνητο, έγινε περί τις αρχές Απριλίου του 2009 και αποτελείτο από μία και μόνο πράξη, αυτή της εκσκαφής και αφαίρεσης χώματος, και δη επέμβασης δια της οποίας δεν τοποθετήθηκε οτιδήποτε επί του επίδικου ακινήτου, παρά μόνο αφαιρέθηκε από αυτό όγκος χώματος. Πλην τούτου, δεν υπάρχει οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να θέλει τον Εναγόμενο 1 να προβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη πράξη που να συνιστά επέμβαση στο επίδικο ακίνητο. Δεν μου διαφεύγει ότι, στη βάση των τελικών ευρημάτων μου, ο Εναγόμενος 1, τον Ιανουάριο του 2010, κατόπιν εντολής των Εναγομένων 3, πρόσθεσε κράσιερα στο μέρος του δρόμου/μονοπατιού μπροστά από το ακίνητο του Τριτοδιαδίκου. Εντούτοις, εν προκειμένω, από την προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν μπορεί να εξαχθεί ασφαλές συμπέρασμα ως προς το κατά πόσο το κράσιερα που πρόσθεσε ο Εναγόμενος 1, κατά τον εν λόγω χρόνο, τοποθετήθηκε και εντός του επίδικου ακινήτου, με αποτέλεσμα να ελλείπει οποιαδήποτε, προσδιοριστική, μαρτυρία, ενώπιον μου, που να θέλει τον Εναγόμενο 1 να επεμβαίνει στο επίδικο ακίνητο, καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο, πλην της εκσκαφής και αφαίρεσης χώματος από αυτό, κατά τον Απρίλιο του 2009.

 

Η ενέργεια του Εναγόμενου 1 να προβεί σε εκσκαφή και αφαίρεση όγκου χώματος από το επίδικο ακίνητο αποτελούσε μία πράξη επέμβασης, η οποία ναι μεν δημιουργεί διαρκή ζημία, αλλά δεν δημιουργεί συνεχιζόμενη επέμβαση, στην έννοια των ανωτέρω αυθεντιών, εκ μέρους του σε αυτό, με αποτέλεσμα τούτο να έχει επίδραση στο κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον του έχει παραγραφεί.

 

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το ζήτημα της παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος εξετάζεται στη βάση του νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής (βλ. Δημητρίου v. Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834). Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 31.12.2015. Το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία καταχώρησης της ήταν ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν. 66(Ι)/2012, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.7.2012.

 

Στη βάση του άρθρου 3 του Ν. 66(Ι)/2012, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής. Νοείται ότι, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των άρθρων 24[37] και 29[38], ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετράται από την 1.1.2016.

 

Το άρθρο 29(1) του Ν. 66(Ι)/2012 προνοεί τα εξής:

 

«29.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου καταργούνται οι νόμοι που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του Παραρτήματος και στην έκταση που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Παραρτήματος».

 

 

Στη βάση του Παραρτήματος του Ν. 66(Ι)/2012, το άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, καταργείτο μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012. Εν προκειμένω, είναι κοινός τόπος, μεταξύ των μερών, ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο από τον Εναγόμενο 1, με την εκσκαφή και μετακίνηση όγκου χώματος από αυτό, έγινε περί τις αρχές Απριλίου 2009, ενώ η Ενάγουσα έλαβε γνώση αυτής (της επέμβασης) στις 4.4.2009 και, επομένως, σε χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012. Συνεπώς, το άρθρο 68 του Κεφ. 148, το οποίο δίεπε την παραγραφή αστικών αδικημάτων, έχει, εν προκειμένω, εφαρμογή, τουλάχιστον σε σχέση με τις πράξεις του Εναγόμενου 1. Το άρθρο 68 του Κεφ. 148, προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-

(α) εvτός τριών ετώv αμέσως μετά τηv πράξη ή παράλειψη για τηv oπoία εγέρθηκε η αγωγή, ή

(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα, εvτός τριών ετώv από τηv κατάπαυση αυτής, ή

(γ) […]»

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, είναι εμφανές ότι η αγωγή της Ενάγουσας, εναντίον του Εναγόμενου 1, έπρεπε να εγερθεί εντός 3 ετών, από την ημερομηνία της επέμβασης του τελευταίου στο επίδικο ακίνητο, και δη εντός 3 ετών από τις αρχές Απριλίου του 2009, οπόταν και αυτός προέβη στις Εργασίες, και τούτο είτε η βάση της αγωγής της είναι η παράνομη επέμβαση, είτε αυτή είναι η οχληρία. Εντούτοις, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Συνεπώς, κρίνω ότι, εν προκειμένω, υπάρχει έρεισμα στη θέση του Εναγόμενου 1 ότι η αγωγή εναντίον του έχει παραγραφεί. Τούτο, σφραγίζει ουσιαστικά και την τύχη της παρούσας αγωγής εναντίον του, ως επίσης και της διαδικασίας του Εναγόμενου 1 εναντίον του Τριτοδιαδίκου.

 

Σε αντίθεση με την περίπτωση του Εναγόμενου 1, οι Εναγόμενοι 3, βάσει των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση, συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να επεμβαίνουν στο επίδικο ακίνητο, εφόσον, ως διαφάνηκε από τη μαρτυρία του Εναγόμενου 2, μέχρι και σήμερα οι Εναγόμενοι 3 προχωρούν στην συντήρηση του δρόμου/μονοπατιού, με την επίστρωση αυτού με κράσιερα, το οποίο τοποθετείται και στο επίδικο ακίνητο, με αποτέλεσμα το εν λόγω υλικό που τοποθετούν οι Εναγόμενοι 3 επ’ αυτού να παραμένει επί του επίδικου ακινήτου και να δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους κάθε μέρα που αυτό δεν αφαιρείται. Επομένως, είναι ξεκάθαρο ότι η παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο από τους Εναγόμενους 3 συνεχίζει μέχρι και σήμερα και το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας, εναντίον τους, δεν έχει παραγραφεί.

 

 

Νομική Πτυχή και συμπεράσματα

 

Με δεδομένο ότι τόσο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου ακινήτου, όσο και η επέμβαση σε αυτό, αλλά και η έκταση της, αποτελούν κοινώς αποδεκτά γεγονότα, δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τη νομική πτυχή που αφορά την παράνομη επέμβαση και δη το άρθρο 43 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ως επίσης και τη σχετική νομολογία που ερμήνευσε τούτο. Και τούτο διότι, στη βάση των πιο πάνω κοινώς αποδεκτών γεγονότων, αλλά και των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, η Ενάγουσα απέσεισε το βάρος που είχε να αποδείξει ότι είναι ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου, ως επίσης και την ισχυριζόμενη επέμβαση σε αυτό από τους Εναγόμενους 3, με το βάρος πλέον να μετατίθεται στους ώμους των τελευταίων να αποδείξουν ότι τούτη δεν είναι παράνομη (βλ. άρθρο 43(2) του Κεφ. 148 και Μάρκου ν. Χρυσοστόμου κ.α., (2004)  1Β Α.Α.Δ. 813).

 

Στην παρούσα όμως περίπτωση, οι Εναγόμενοι 3 ουδεμία μαρτυρία παρουσίασαν για να αποδείξουν ότι η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο δεν ήταν παράνομη και επομένως δεν μπορεί παρά να κριθεί ότι τούτη ήταν τέτοια (ήτοι παράνομη).

 

Έχοντας πλέον ως δεδομένο ότι η Ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης εκ μέρους των Εναγομένων 3 εναντίον της, κρίνω ότι παρέλκει η ανάγκη εξέτασης του κατά πόσο έχει, επίσης, αποδείξει το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας.

 

Αποζημιώσεις

 

Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι αγώγιμο per se και δεν χρειάζεται απόδειξη ζημιάς[39]. Η απουσία, όμως, συγκεκριμένης ζημιάς ουσιαστικά περιορίζει τον Ενάγοντα στην επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων μόνο (βλ. μεταξύ άλλων, Andrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1836, Παπακόκκινου κ.α. v. Θεοδοσίου (1991) 1 ΑΑΔ 379 και Ευθύβουλου κ.ά. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Κισσόνεργας κ.ά. (1998) 1Α .Α.Δ. 1059).

 

Εν προκειμένω, η Ενάγουσα αξιώνει το συνολικό ποσό των €9.823,20 υπό μορφή αποζημιώσεων για τις ζημιές και απώλειες που προκάλεσαν στην ίδια, καθώς και στο επίδικο ακίνητο, οι Εναγόμενοι (βλ. αναλυτικά την παράγραφο 13 της Έκθεσης Απαίτησης της). Εξ αυτών, το ποσό των €6.850 πλέον ΦΠΑ, αφορά αποζημιώσεις για τα έξοδα επαναφοράς του επίδικου ακινήτου στην προτέρα αυτού κατάσταση.

 

Nομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στις έγγραφες προτάσεις και να αποδεικνύονται αυστηρά από τον Ενάγοντα με την προσκόμιση της κατάλληλης αποδεκτής μαρτυρίας και τις οποίες πρέπει να αποδεικνύει ο Ενάγοντας με σαφήνεια και συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. υποθέσεις Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 298, Ηρακλέους ν. Πίτρος (1994) 1 ΑΑΔ 299 και Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ. 1157, Νεοκλής Αντωνιάδης ν. Μιχάλης Σταύρου (1998) 1 ΑΑΔ 1171). 

 

Στην υπόθεση Αντωνιάδης ν. Σταύρου (ανωτέρω), λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όπως έχουμε επανειλημμένα πει πιο πάνω το Δικαστήριο στηρίχτηκε στην αρχή ότι ο αδικοπραγήσας ευθύνεται για την εύλογη αποζημίωση του θύματος της αδικοπραξίας του και συνεπώς ο ενάγων υποχρεούται όχι μόνο στην ακριβή απόδειξη του ύψους της προκληθείσας ζημιάς, αλλά και σε απόδειξη του εύλογου της δαπάνης.»

 

Στο ερώτημα, ποιες από τις παραπάνω αξιώσεις της Ενάγουσας έχουν αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση και ποιες από αυτές θεωρώ ότι συνιστούν εύλογες δαπάνες, απαντώ ως εξής:

 

Το ποσό των €1.495 (συμπ. ΦΠΑ) που είναι η αμοιβή του Τοπογράφου Μηχανικού αναφορικά με την οριοθέτηση του επίδικου ακινήτου, έχει αποδειχθεί. Παραπέμπω προς τούτο στο τιμολόγιο (Τεκμήριο 17), καθώς και στην σχετική έκθεση του (Τεκμήριο 18), από τα οποία προκύπτει ότι η Ενάγουσα κατέβαλε το εν λόγω ποσό για τις εργασίες του εν λόγω Τοπογράφου Μηχανικού. Έχοντας υπόψη ότι, ως επισημάνθηκε στην Δημητρίου ν. Εγγλέζου κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1285σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις, χρειάζεται μαρτυρία από το αρμόδιο Κτηματολόγιο ή από εμπειρογνώμονα, αρχιτέκτονα, πολιτικό μηχανικό, για να αποδειχθεί η ουσία των ισχυρισμών για παράνομη επέμβαση και ο Τοπογράφος Μηχανικός είναι ένας τέτοιος εμπειρογνώμονας, αλλά και με δεδομένο ότι είναι στη βάση της δικής του εργασίας που έγινε η οριοθέτηση του επίδικου ακινήτου από το Κτηματολόγιο με την έκδοση σχετικού πιστοποιητικού εξωτερικής οριοθέτησης ημερ. 26.5.2010 (βλ. μέρος του Τεκμηρίου 18) από το οποίο προέκυψε επ' ακριβώς το τμήμα του επίδικου ακινήτου επί του οποίου διαπράχτηκε το αδίκημα της παράνομης επέμβασης, καθώς και η έκτασή του, καθίσταται απολύτως κατανοητό, ότι η αμοιβή του Τοπογράφου Μηχανικού για την εργασία του, είναι εύλογη από κάθε άποψη.

 

Σε ότι αφορά το ποσό των €123 που αφορά τα τέλη που κατέβαλε η Ενάγουσα στο Κτηματολόγιο για την καταχώρηση και εξέταση της αίτησης της με αρ. ΑΧ 1112/2009 για οριοθέτηση του εγγεγραμμένου εξωτερικού συνόρου του επίδικου ακινήτου, τούτο έχει, επίσης, αποδειχθεί. Παραπέμπω επί τούτου στα Τεκμήρια 14-16. Ως προς το κατά πόσο τα εν λόγω ποσά αποτελούν εύλογη δαπάνη, κρίνω ότι, εν προκειμένω, η Ενάγουσα δεν θα προέβαινε στις εν λόγω δαπάνες για οριοθέτηση του επίδικου ακινήτου, αν οι Εναγόμενοι 3 δεν επενέβαιναν σε αυτό. Το ίδιο ισχύει και για το ποσό των €85 που κατέβαλε στην Αστυνομία για σκοπούς εξασφάλισης της Έκθεσης, αναφορικά με τη καταγγελία στην οποία προέβη σε σχέση με την παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο.

 

Σημειώνω εδώ ότι κατά τη μαρτυρία της, η Ενάγουσα κατέθεσε και το Τεκμήριο 19 που είναι η απόδειξη ότι κατέβαλε στο Κτηματολόγιο το ποσό των €325,02 για σκοπούς εξέτασης της αίτησης της για επίλυση συνοριακής διαφοράς. Αν και η Ενάγουσα απέδειξε την καταβολή του εν λόγω ποσού και, εν πάση περιπτώσει, η καταβολή του δεν αμφισβητήθηκε από τους Εναγόμενους 3, εντούτοις, παρατηρώ ότι τούτο δεν δικογραφείται ως ειδική ζημία στην Έκθεση Απαίτησης της, παρά το ότι ως ζημία ήταν ήδη αποκρυσταλλωμένη κατά την καταχώρηση αυτής, με αποτέλεσμα τούτη να μην μπορεί να της αποδοθεί. Και τούτο, στη βάση της νομολογιακής αρχής ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει και να δικογραφούνται και να αποδεικνύονται ειδικώς (βλ. μεταξύ άλλων Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (ανωτέρω)).

 

Στρέφομαι, τέλος, στο ποσό των €6.850 πλέον ΦΠΑ το οποίο αξιώνει η Ενάγουσα, ως αποζημιώσεις για τα έξοδα επαναφοράς του επίδικου ακινήτου στη προτέρα αυτού κατάσταση, με την τοποθέτηση σε αυτό ποσότητας φυτοχώματος. Με δεδομένο ότι από τη σχετική μαρτυρία που προσκόμισε η Ενάγουσα, δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο αποτελείτο από φυτόχωμα, αλλά και με δεδομένο ότι η μαρτυρία του ΜΕ 4 δεν έγινε αποδεκτή, για τους λόγους που καταγράφονται πιο πάνω στην παρούσα απόφαση, η Ενάγουσα απέτυχε να αποδείξει το κόστος για την επαναφορά του επίδικου ακινήτου στην προτέρα, της επέμβασης, του κατάσταση. Ως εκ τούτου, το ποσό των €6.850 πλέον ΦΠΑ, δεν μπορεί να της αποδοθεί.

 

Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, επαναλαμβάνω και το εξής. Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, οι Εναγόμενοι 3 δεν έδωσαν οποιεσδήποτε οδηγίες για την εκτέλεση των Εργασιών από τον Εναγόμενο 1, αλλά μόνο τοποθέτησαν και συνεχίζουν να τοποθετούν κράσιερα στο επίδικο ακίνητο, μέχρι σήμερα. Οι οδηγίες για τις Εργασίες δόθηκαν από τον Τριτοδιάδικο στον Εναγόμενο 1, εναντίον του οποίου το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας παραγράφηκε, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω. Επομένως, επαναλαμβάνω και πάλι ότι, η όποια αξίωση της Ενάγουσας, εναντίον των Εναγομένων 3, για επαναφορά του επίδικου ακινήτου στην προτέρα αυτού κατάσταση, δεν θα μπορούσε να επιτύχει, εφόσον οι Εναγόμενοι 3 δεν συσχετίστηκαν με τις Εργασίες που εκτέλεσε ο Εναγόμενος 1.

 

Όταν προκληθεί ζημιά σε ακίνητη ιδιοκτησία, η βασική αρχή είναι ότι το μέτρο της αποζημίωσης είναι η μείωση της αξίας της περιουσίας του ενάγοντα όπου γίνεται η επέμβαση και όχι το κόστος επιδιόρθωσης του. Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 21η έκδοση, παρα. 19-68, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Physical damage to the land

 

Secondly, the trespass may involve actual physical damage to the land, as where a roadway is cut up by a constant use, or a bank is dug away. The measure of damages in such a case is the amount by which the value of the land has been diminished, and not the cost of restoration. (But note that if the claimant is able to show that his or her chief concern is with the protection of property rights – rather that with the recovery of damages – then it may be possible to obtain a mandatory injunction requiring the defendant to make such restoration). In certain cases, as in the case of the road above, the diminution in value may be equal to the cost of restoration, be as a rule it will be less. […] Where, in widening a ditch, a strip of field was cut and carried away, the measure of damages was the value to the owner of the land removed and not the cost of restoring it to its original condition».

 

Πιο κάτω, στο ίδιο σύγγραμμα, κάτω από τον τίτλο «Cost of reinstatement sometimes recoverable», αναφέρονται τα εξής:

 

«Nevertheless, though diminution in value is the general test, costs of repair and reinstatement exceeding diminution in value may be awarded where those expenditure are reasonable in all the circumstances. So for example, in Cooper v Ry Executive, where straying cattle derailed a train, the Railway Executive recovered the cost of repair of the train and the track. But some damages are only awarded where the claimant intends to do the work and make good the harm to his property. Whether diminution in value or replacement costs are chosen depends on the overriding principle of putting the claimant in the position he had been in prior to the infliction of harm.» (βλ. επίσης Bereggaria P. Papakokkinou and others v. Princess Zena De Tyra Kanther (1982) 1 CLR 65).

 

Στην παρούσα υπόθεση, η Ενάγουσα δεν παρουσίασε μαρτυρία αναφορικά με την μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου ένεκα της επέμβασης σε αυτό από το δρόμο/μονοπάτι, παρά μόνο παρουσίασε μαρτυρία σε σχέση με το κόστος επαναφοράς του επίδικου ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση, που, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν έγινε αποδεκτή. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, ακόμη και να αποδεχόμουν το ποσό αυτό (σε σχέση με την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση), ελλείψει μαρτυρίας αναφορικά με τη μείωση της αξίας του επίδικου ακινήτου, δεν μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο τούτο θα ήταν ορθό να αποδοθεί ή θα ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις. Εν πάση περιπτώσει, με δεδομένο ότι με η σχετική μαρτυρία της Ενάγουσας, επιδιώκει την τοποθέτηση φυτοχώματος, για σκοπούς επαναφοράς του επίδικου ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση (ποιότητα χώματος η οποία λήφθηκε υπόψη για σκοπούς εκτίμησης του κόστους επαναφοράς), αντί του είδους του χώματος που πραγματικά αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο (για την αξία του οποίου (χώματος) δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία), δεν θα μπορούσε να κριθεί μια τέτοια θεραπεία ως εύλογη, υπό τις περιστάσεις.

 

Επομένως, κρίνω ότι, στη βάση των δεδομένων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, η Ενάγουσα δεν έχει αποδείξει, ως όφειλε, τη ζημία της από την παράνομη επέμβαση των Εναγόμενων 3, είτε στη βάση της μείωσης της αξίας του επίδικου ακινήτου, είτε στη βάση του κόστους επιδιόρθωσης και αποκατάστασης του, στην προτέρα, της επέμβασης, κατάσταση.

 

Ως εκ τούτου, πέραν από την ειδική ζημία, συνολικής αξίας €1.703, που η Ενάγουσα έχει αποδείξει ως η νομολογία επιτάσσει (βλ. Σπύρου ν. Χ"Χαραλάμπους (ανωτέρω)), εκείνο που δικαιούται η Ενάγουσα, εν προκειμένω, είναι μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, τις οποίες, υπό τις περιστάσεις, καθορίζω σε €1.000.

 

Διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης

 

Με έχει, εν προκειμένω, απασχολήσει κατά πόσο η παρούσα περίπτωση είναι η κατάλληλη για την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τους Εναγόμενους 3 να άρουν την παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο.

 

Η έκδοση ενός διατάγματος είναι στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η οποία πρέπει να ασκείται δικαστικά με βάση ορισμένα κριτήρια και όχι αυθαίρετα. Ειδικά για διατάγματα διατακτικής μορφής (mandatory injunctions), στο αγγλικό σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 22η  έκδοση, σελ. 2090, παραγ. 29-13 και μετέπειτα, διατυπώνονται οι πιο κάτω αρχές: (1) Ένα διάταγμα διατακτικής μορφής (mandatory injunction) πρέπει να εκδίδεται σε αραιές περιπτώσεις και μόνο όταν ο ενάγων δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να του προκληθεί σοβαρή ζημιά στο μέλλον αν δεν δοθεί το διάταγμα, (2) Όταν η ζημιά που θα προκύψει, λόγω άρνησης έκδοσης του διατάγματος, δεν θα μπορεί να θεραπευθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεων, και (3) Θα υπάρξει άρνηση έκδοσης του διατάγματος όπου η συμμόρφωση από τον Εναγόμενο με αυτό, θα είναι παράνομη, ή όπου το κόστος στον Εναγόμενο για να συμμορφωθεί με το εν λόγω διάταγμα, θα είναι υπέρμετρο. (βλ. επίσης Σοφοκλέους Ανδρέας Μιχαλάκη και άλλη ν. Παύλου Ηλία Παύλου (2012) 1 ΑΑΔ 2047).

 

Στο σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, έκδοση του 2021, Vol. 97(A), παρα. 190, υπό τον τίτλο “Remedies for Trespass to Land”, αναφέρονται τα εξής:

 

«The court may grant an injunction (which may be mandatory[40]) to prevent a continuance or threatened repetition of a trespass to land. Where a trespass is threatened, although not committed, the court may prevent it by injunction. Where the trespass is of a 'trifling' nature, or where damages are a sufficient remedy, or where the granting of an injunction would be oppressive, an injunction may be refused. Where the defendant claims a right to enter upon the land in question, the court, in addition to or in substitution for damages or an injunction, may make a declaration concerning that claim».

 

Στην υπόθεση Kelsen v Imperial Tobacco Co (of Great Britain and Ireland) Ltd [1957] 2 All ER 343, με παραπομπή στην απόφαση στην υπόθεση Shelfer v City of London Electric Lighting Co ([1895] 1 Ch 287), αναφέρθηκαν τα εξής, σε σχέση με τα κριτήρια που εφαρμόζονται ως προς το κατά πόσο θα πρέπει να εκδοθεί ένα διάταγμα ή να επιδικασθούν αποζημιώσεις:

 

“Many judges have stated, and I emphatically agree with them, that a person by committing a wrongful act (whether it be a public company for public purposes or a private individual) is not thereby entitled to ask the court to sanction his doing so by purchasing his neighbour's rights, by assessing damages in that behalf, leaving his neighbour with the nuisance, or his lights dimmed, as the case may be. In such cases the well-known rule is not to accede to the application, but to grant the injunction sought, for the plaintiff's legal right has been invaded, and he is prima facie entitled to an injunction. There are, however, cases in which this rule may be relaxed, and in which damages may be awarded in substitution for an injunction as authorised by this section. In any instance in which a case for an injunction has been made out, if the plaintiff by his acts or laches has disentitled himself to an injunction the court may award damages in its place.”

 

[…]

 

“So again, whether the case be for a mandatory injunction or to restrain a continuing nuisance, the appropriate remedy may be damages in lieu of an injunction, assuming a case for an injunction to be made out. In my opinion, it may be stated as a good working rule that—(1.) If the injury to the plaintiff's legal rights is small, (2.) And is one which is capable of being estimated in money, (3.) And is one which can be adequately compensated by a small money payment, (4.) And the case is one in which it would be oppressive to the defendant to grant an injunction:—then damages in substitution for an injunction may be given. There may also be cases in which, though the four above-mentioned requirements exist, the defendant by his conduct, as, for instance, hurrying up his buildings so as if possible, to avoid an injunction, or otherwise acting with a reckless disregard to the plaintiff's rights, has disentitled himself from asking that damages may be assessed in substitution for an injunction.”

 

Επίσης, στην υπόθεση Αγγελίδης & Φιλίππου v. Κολοκασίδης Εστεϊτς (1991) 1 ΑΑΔ 327, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Έχοντας υπόψη πως η παρουσία των συσκευών στο χώρο του φωταγωγού αποτελούσε χωρίς αμφιβολία παράνομη επέμβαση, βρίσκουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε άλλη εκλογή κάτω από τις συνθήκες παρά να διατάξει τη μετακίνηση τους για να τερματιστεί έτσι η παρανομία. Οποιαδήποτε άλλη απόφαση για αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσε πλήρη διασφάλιση των δικαιωμάτων των εναγόντων».

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, επαναλαμβάνω ότι με δεδομένη την ανωτέρω κρίση μου ότι οι Εναγόμενοι 3 δεν ήταν το πρόσωπο που έδωσαν τις οδηγίες στον Εναγόμενο 1 για να εκτελέσει στις Εργασίες στο επίδικο ακίνητο, θεωρώ ότι τούτοι δεν μπορούν να διαταχθούν από το Δικαστήριο να επαναφέρουν το επίδικο ακίνητο στην προτέρα, της παράνομης επέμβασης από τον Εναγόμενο 1, κατάσταση, δηλαδή να διαταχθούν να τοποθετήσουν το χώμα που αφαιρέθηκε από το επίδικο ακίνητο ένεκα των Εργασιών. Επομένως, οποιοδήποτε τυχόν διάταγμα εκδοθεί εναντίον τους, σκοπό θα έχει την άρση της παράνομης επέμβασης την οποία αυτοί διαπράττουν δια της τοποθέτησης και προσθήκης κράσιερα επί του επίδικου ακινήτου.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, δύναται να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης, εναντίον των Εναγομένων 3. Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

(α) Η έκταση της παράνομης επέμβασης αποτελεί πέραν του 11% του όλου εμβαδού του επίδικου ακινήτου.

 

(β) Δεν μου διαφεύγει ότι η Ενάγουσα δεν παρουσίασε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς το πως επηρεάζει η παράνομη επέμβαση (έκτασης 340τ.μ) τη χρήση και/ή αξιοποίηση του επίδικου ακινήτου (συνολικής έκτασης 2973τ.μ) από αυτήν, ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να καταλήξει ως προς το κατά πόσο η ζημία της είναι περιορισμένη και κατ’ επέκταση κατά πόσο τούτη μπορεί επαρκώς να αποζημιωθεί με την καταβολή ενός μικρού χρηματικού ποσού.

 

(γ) Δεν μου διαφεύγει επίσης ότι δεν έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου, οποιαδήποτε μαρτυρία, αναφορικά με το κόστος που θα επωμισθούν οι Εναγόμενοι 3, για σκοπούς συμμόρφωσης τους με τυχόν εκδοθέν διάταγμα άρσης της παράνομης επέμβασης.

 

(δ) Εντούτοις, εν προκειμένω, η επέμβαση στο επίδικο ακίνητο είναι τέτοιας έκτασης που σαφώς επηρεάζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της Ενάγουσας εδώ και πολλά χρόνια. Και τούτο, παρά τις εκκλήσεις της προς τους Εναγόμενους 3, από την πρώτη στιγμή της επέμβασης, να άρουν τούτη, καθώς επίσης και το γεγονός ότι η ίδια προέβη σε διάφορες διαδικασίες μέσω των αρμοδίων αρχών για να διαφανεί η παράνομη επέμβαση στο ακίνητο της, με τους Εναγόμενους 3 να αδιαφορούν πλήρως για τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της, παρά το ότι πιστοποίησαν ότι υπήρχε επέμβαση στο επίδικο ακίνητο (βλ. Τεκμήριο 26).

 

(ε) Επιπροσθέτως, οι Εναγόμενοι 3 συνεχίζουν μέχρι σήμερα να επεμβαίνουν στο επίδικο ακίνητο, τοποθετώντας, κατά διαστήματα, επ’ αυτού κράσιερα.

 

(στ) Σε περίπτωση που δεν εκδοθεί διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης, οι Εναγόμενοι 3 θα συνεχίσουν να επεμβαίνουν παράνομα στο επίδικο ακίνητο, προκαλώντας στην Ενάγουσα περαιτέρω ζημία στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα της.

 

(ζ) Τέλος, δεν έχει τεθεί το ο,τιδήποτε από πλευράς των Εναγομένων 3 ότι τυχόν έκδοση διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης, θα ήταν καταπιεστικό για αυτούς.

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση, ένεκα κυρίως της έκτασης της παράνομης επέμβασης αλλά και της συμπεριφοράς των Εναγομένων 3, είναι κατάλληλη για να εκδοθεί διάταγμα για άρση της παράνομης επέμβασης. Η μη έκδοση του εν λόγω διατάγματος, θεωρώ ότι θα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη επικρότηση της παρανομίας εκ μέρους των Εναγομένων 3, οι οποίοι θα συνεχίσουν να προκαλούν στην Ενάγουσα ζημία στα ιδιοκτησιακά της δικαιώματα, ενώ δεν έχουν, εν προκειμένω, παρουσιάσει ότι αυτοί θα υποστούν οποιαδήποτε ζημία από την άρση της παράνομης επέμβασης ή, εν πάση περιπτώσει, ζημία η οποία θα ήταν δυσανάλογη για αυτούς.

 

Τιμωρητικές αποζημιώσεις

 

Σημειώνω εδώ ότι η Ενάγουσα, παρά το ότι με την Έκθεση Απαίτησης της προωθεί αξίωση για τιμωρητικές αποζημιώσεις, με την τελική αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους της[41], η εν λόγω αξίωση δεν προώθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με αποτέλεσμα τούτη να έχει εγκαταλειφθεί. Όπως λέχθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή αρ. 1/2019, απόφαση ημερ. 28.5.2020:

 

«[…] Και βεβαίως δεν θα μπορούσαν να επαναφέρουν ζήτημα αποζημίωσης κατά το στάδιο της αγόρευσης η οποία παρά το εκτεταμένο της ουδέν κατέγραψε επί της καθαυτό αρχικής αξίωσης της αγωγής και της αναζήτησης αποζημίωσης. Όπως είναι άλλωστε παγίως καθιερωμένο η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί». 

 

Επομένως, η όποια αξίωση της Ενάγουσας για τιμωρητικές αποζημιώσεις, έχει, εν προκειμένω, εγκαταλειφθεί και, ως εκ τούτου, παρέλκει η ανάγκη να εξετάσω κατά πόσο η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

Τόκος

 

Παραμένει τέλος, το θέμα του τόκου. Είναι γνωστό ότι το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια σε σχέση με το θέμα του τόκου. Σχετικό είναι το άρθρο 58 (Α) του Κεφ. 148 και το άρθρο 33 του Ν. 14/60. Υπάρχει δε επί του θέματος πλούσια νομολογία. Ενδεικτικά αναφέρω τις αποφάσεις στις υποθέσεις Φοινικαρίδης κ.ά. v. Γεωργίου κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 475) και Θεοφάνους v. Κουρουκλά (2006) 1 Α.Α.Δ. 528.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση, η επίδικη παράνομη επέμβαση συνέβηκε κατά τον Απρίλιο του 2009 και η Ενάγουσα καταχώρησε γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 31.12.2015, ενώ οι Εναγόμενοι 3 προστέθηκαν ως διάδικοι στην παρούσα αγωγή την 1.6.2016[42]. Δεν δόθηκε όμως καμία αιτιολογία από την Ενάγουσα αναφορικά με το χρόνο που άφησε να διαρρεύσει για την καταχώρηση της αγωγής της εναντίον των Εναγομένων 3. Δεν παραγνωρίζω σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι η παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο από τους Εναγόμενους 3 είναι συνεχής. Εντούτοις, η Ενάγουσα γνώριζε για αυτήν από τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2009. Συνεπώς, κρίνω ότι τόσο στο ποσό των ειδικών αποζημιώσεων όσο και στο ποσό των ονομαστικών αποζημιώσεων, η Ενάγουσα δικαιούται τόκο από την ημερομηνία που οι Εναγόμενοι 3 κατέστησαν διάδικοι στην παρούσα αγωγή, ήτοι την 1.6.2016 μέχρι εξόφλησης.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω:

 

(1)  Η αγωγή της Ενάγουσας εναντίον του Εναγόμενου 1, με δεδομένο ότι έχει παραγραφεί, αναστέλλεται (βλ. Φεσσά v. Κασάπη (1994) 1 ΑΑΔ 337). Κατά συνέπεια, αναστέλλεται και η διαδικασία του Εναγόμενου 1 εναντίον του Τριτοδιάδικου.

 

(2)  Η αγωγή της Ενάγουσας εναντίον του Εναγόμενου 2, απορρίπτεται, εφόσον η Ενάγουσα δεν κατάφερε να αποδείξει ότι τούτος ευθύνεται για την παράνομη επέμβαση στο επίδικο ακίνητο.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένων 1 και 2, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από τον γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, αυτά επιδικάζονται υπέρ των Εναγομένων 1 και 2 και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Με δεδομένο ότι οι Εναγόμενοι 1 και 2 έτυχαν κοινής εκπροσώπησης, θα είναι ένα σετ εξόδων.

 

Περαιτέρω, ενόψει της κατάληξης μου ως προς το ότι οι Εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής του Τριτοδιαδίκου, τα έξοδα της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου 1 και εναντίον του Τριτοδιάδικου, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(3)  Η αγωγή της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων 3, επιτυγχάνει, εφόσον η Ενάγουσα απέσεισε το βάρος που είχε για να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι οι Εναγόμενοι 3 διέπραξαν εναντίον της το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης.

 

Συνεπώς, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 3:

(α) για το ποσό των €1.703 ως ειδικές αποζημιώσεις, και

(β) για το ποσό των €1.000 ως ονομαστικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμος τόκος επί των πιο πάνω ποσών από την 1.6.2016 μέχρι εξόφλησης.

 

Τέλος, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο οι Εναγόμενοι 3 και/ή οι εκπρόσωποι και/ή αντιπρόσωποι τους διατάσσονται όπως παύσουν, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης προς αυτούς της παρούσας απόφασης, να επεμβαίνουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στο επίδικο ακίνητο[43].

 

Επίσης, οι Εναγόμενοι 3 και/ή οι εκπρόσωποι και/ή αντιπρόσωποι τους διατάσσονται όπως, εντός 30 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης προς αυτούς της παρούσας απόφασης, αφαιρέσουν κάθε υλικό το οποίο οι ίδιοι και/ή κατόπιν εντολής τους τοποθετήθηκε στο επίδικο ακίνητο και επαναφέρουν τούτο στην κατάσταση που ήταν μετά την εκτέλεση των Εργασιών, από τον Εναγόμενο 1, τον Απρίλη του 2009.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από τον ανωτέρω αναφερόμενο γενικό κανόνα. Επομένως, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 3, ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπογρ.)………………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Βλ. σχετικό πρακτικό Δικαστηρίου ημερ. 24.11.2016.

[2] Ημερομηνίας 7.12.2016, οποία βρίσκεται στο φάκελο του Δικαστηρίου.

[3] Καθότι κατά τον ίδιο «Οι χωματουργικές εργασίες που έγιναν εντός του ακινήτου της ενάγουσας, έγιναν καθ’ υπόδειξιν και/ή εντολές σας ως κατ’ ισχυρισμόν ιδιοκτήτης περάσματος μπροστά από την οικία σας ενώ εκ των υστέρων διαφάνηκε ότι οι εργασίες έγιναν εντός του ακινήτου της ενάγουσας» - Βλ. Ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου ημερ. 7.12.2016.

[4] Αρχικά ο Τριτοδιάδικος εμφανίζετο μέσω δικηγόρου, ο οποίος στη συνέχεια έλαβε άδεια και αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του στις 8.12.2017 (βλ. σχετικό πρακτικό Δικαστηρίου).

[5] Ημερομηνίας 12.5.2017.

[6] Το Έγγραφο Δ φέρει ημερ. 30.11.2022, τιτλοφορείται ως «Παραδεκτά Γεγονότα» και προσυπογράφεται από τους συνήγορους όλων των διαδίκων.

[7] κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία.

[8] Τούτο προκύπτει από τα Τεκμήρια 1 και 2, τα οποία ουδόλως αμφισβητήθηκαν.

[9] Ως προς το βάθος και/ή τον όγκο του χώματος που αφαιρέθηκε, παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο.

[10] Ως προς το ποιος έδωσε εντολή προς τον Εναγόμενο 1 για να προβεί στις εν λόγω εργασίες, παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο.

[11] Βλ. Έγγραφο Δ.

[12] Βλ. περιεχόμενο Τεκμηρίου 12, το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε.

[13] Εν πάση περιπτώσει, ως θα διαφανεί και κατωτέρω, το ίδιο το Κτηματολόγιο κατά την εξέταση της αίτησης για επίλυση διασυνοριακής διαφοράς, παρά το ότι είχε ήδη δημοσιευτεί η πιο πάνω Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, θεωρούσε, στη βάση των αρχείων του, την Ενάγουσα ως την ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου.

[14] Εφόσον οι όποιες ερωτήσεις τέθηκαν σε αυτόν κατά την αντεξέταση του ήταν διευκρινιστικές και μόνο των όσων είχε αναφέρει στην κυρίως εξέταση του και ειδικότερα αναφορικά με την ιδιοκτησία του εγγεγραμμένου δημόσιου δρόμου/ μονοπατιού.

[15] Η οποία αποτελεί το Τεκμήριο 1.

[16] Βλ. Τεκμήριο 3.

[17] Στη βάση του άρθρου 80 του Κεφ. 224.

[18] Στη βάση της νομολογίας μας, η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου δεν επιλύει αστική διαφορά κάτω από οποιαδήποτε διάταξη Νόμου (Φανή v. Διευθυντή του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1760, Σάουρου v. Φιλίππου (2009) 1 Α.Α.Δ. 203 και Θέμη v. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1177).

[19] Βλ. παράγραφο 13 της Έκθεσης Απαίτησης.

[20] Ημερομηνίας 14.3.2017.

[21] Η μαρτυρία του οποίου επί της ουσίας της δεν αμφισβητήθηκε, και τα όσα ο μάρτυρας αυτός ανέφερε, αναφέρονται στην ενότητα «Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα», της παρούσας απόφασης, ανωτέρω.

[22] Βλ. πρακτικό του Δικαστηρίου ημερ. 10.1.2023 και 14.2.2023.

[23] Ως μέρος της κυρίως εξέτασης της κατέθεσε το Έγγραφο Β.

[24] Το οποίο αποτελεί την Έκθεση Γεγονότων της Αστυνομίας.

[25] Βλ. Έγγραφο Β, σελ. 4, παράγραφο 14.

[26] Η οποία είναι το Τεκμήριο 12.

[27] Κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το Έγγραφο Ε.

[28] Βλ. Τεκμήριο 20.

[29] Κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το Έγγραφο Στ.

[30] Ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο Εναγόμενος 2.

[31] Βλ. πρακτικό ημερ. 14.2.2023, σελ. 32, γραμμές 1-20.

[32] Άρθρο 27 του Κεφ. 9.

[33] Βλ. Τεκμήριο 10.

[34] Το άρθρο 43(1) του Κεφ. 148 προβλέπει τα εξής: «43.-(1) Παράvoμη επέμβαση σε ακίvητη ιδιoκτησία συvίσταται σε παράvoμη είσoδo ή σε παράvoμη πρόκληση ζημιάς ή σε παράvoμη παρέμβαση στηv ιδιoκτησία αυτή από oπoιoδήπoτε πρόσωπo».

[35] Το άρθρο 46 του Κεφ. 148 προβλέπει τα εξής: «46. Iδιωτική oχληρία συvίσταται στo ότι πρόσωπo επιδεικvύει συμπεριφoρά ή διεξάγει τις εργασίες τoυ ή χρησιμoπoιεί ακίvητη ιδιoκτησία πoυ αvήκει σε αυτό κατά κυριότητα ή κατέχεται από αυτό, με τρόπo ώστε κατά συvήθεια vα παρεμβαίvει στηv εύλoγη χρήση και απόλαυση, αφoύ ληφθoύv υπόψη η θέση και η φύση αυτής, της ακίvητης ιδιoκτησίας oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ:

Νoείται ότι o εvάγovτας δεv τυγχάvει απoζημίωσης σε σχέση με ιδιωτική oχληρία εκτός αv εξαιτίας αυτής υπέστη ζημιά:

Νoείται περαιτέρω ότι oι διατάξεις τoυ άρθρoυ αυτoύ δεv εφαρμόζovται καθόσov αφoρά παρέμβαση στo φως».

 

[36] Υπογράμμιση δική μου και όσες ακολουθούν .

[37] Το άρθρο 24 του Ν. 66(Ι)/2012 προβλέπει ως εξής: «24. Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν:

(α) τις ειδικές προθεσμίες σε σχέση με αποζημιώσεις δυνάμει του περί Ελαττωματικών Προϊόντων (Αστική Ευθύνη) Νόμου,

(β) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου,

(γ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 34 του περί Διαχείρισης Κληρονομιών Περιουσιών Αποθανόντων Νόμου,

(δ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στον περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο,

(ε) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε νομική διάταξη, αν:

(i) αυτή δεν περιλαμβάνεται στις καταργούμενες από το άρθρο 29 διατάξεις, και

(ii) δεν είχε ανασταλεί δυνάμει του περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου,

(στ) τις ειδικές προθεσμίες που αναφέρονται στο άρθρο 15 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου».

 

[38] Το άρθρο 29 του Ν. 66(Ι)/2012 προβλέπει ως εξής: «29.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου καταργούνται οι νόμοι που αναφέρονται στην πρώτη στήλη του Παραρτήματος και στην έκταση που αναφέρεται στη δεύτερη στήλη του εν λόγω Παραρτήματος.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 24 του παρόντος Νόμου, ανεξάρτητα από την προβλεπόμενη σε οποιοδήποτε ειδικό νόμο προθεσμία για παραγραφή, σε περίπτωση σύγκρουσης υπερισχύουν οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου».

 

[39] Τούτο βεβαίως σε αντιδιαστολή με το αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας το οποίο δεν είναι αγώγιμο per se και χρειάζεται η απόδειξη ζημίας. Αποτελεί δε γενικό κανόνα ότι όταν μια πράξη που συνιστά οχληρία επιφέρει ζημιές σε ακίνητη περιουσία, η έκταση των αποζημιώσεων είναι ίση με τη διαφορά της αξίας της περιουσίας πριν από την επέμβαση, με την αξία της περιουσίας μετά την επέμβαση.  (Βλ. Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, 164).

 

[40] Kelsen v Imperial Tobacco Co (of Great Britain and Ireland) Ltd [1957] 2 All ER 343.

[41] Βλ. ειδικότερα τη σελ. 30 της αγόρευσης της Ενάγουσας.

[42] Κατόπιν σχετικής τροποποίησης που έγινε κατά την εν λόγω ημερομηνία, προστέθηκε ως Εναγόμενος 3 ο Ανδρέας Γεωργίου, υπό την ιδιότητα του Προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Εργατών.

[43] Με τα χαρακτηριστικά που τούτο έχει ως καταγράφονται στο Έγγραφο Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο