ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ 

Ενώπιον: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.  

Αρ. Αγωγής: 3961/2015

 

 

ΑΝΔΡΙΑΝΗ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ενάγουσα 

-και- 

 

1.    ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

2.    ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

3.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ

 

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 13 Ιουνίου 2024 

 

Εμφανίσεις: 

Για την Ενάγουσα: κα. Χ. Μεττή

Για τους Εναγόμενους 1, 2 και 3: κ. Α. Τσιάρκατζης για Χρίστος Πατσαλίδης ΔΕΠΕ

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή, η Ενάγουσα διεκδικεί, εναντίον των Εναγομένων, γενικές, τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, για δυσφήμιση και/ή επιζήμια ψευδολογία. Επίσης, επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους να εκτυπώνουν, επαναλαμβάνουν, μεταδίδουν, κυκλοφορούν και/ή διανέμουν και/ή με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιεύουν και/ή επαναλαμβάνουν τα επίδικα δημοσιεύματα και/ή παρόμοια με αυτά, εις βάρος της.

 

Κρίνω σκόπιμο, εξ αρχής, να σημειώσω το εξής. Η παρούσα αγωγή θα εξεταστεί μόνο επί της βάσης του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης και όχι της επιζήμιας ψευδολογίας (malicious falsehood). Και τούτο διότι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 25(2)[1] του Κεφ. 148, κανένας δεν τυγχάνει αποζημίωσης για επιζήμια ψευδολογία, εκτός εάν εξαιτίας αυτής, υπέστη ζημιά. Παρατηρώ ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει καν δικογραφημένος ισχυρισμός εκ μέρους της Ενάγουσας, αλλά ούτε έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι αυτή έχει υποστεί κάποια ειδική ζημία ένεκα των επίδικων δημοσιευμάτων, ούτε, εν πάση περιπτώσει, προωθείται κάτι τέτοιο, μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου της, αλλά ούτε και έγινε οποιαδήποτε εισήγηση ότι συντρέχει οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις του άρθρου 25(2) του Κεφ. 148, για να τίθεται θέμα επιδίκασης αποζημιώσεων για το εν λόγω αστικό αδίκημα. Ο όλος δε χειρισμός της παρούσας υπόθεσης, εκ μέρους της Ενάγουσας, στην ουσία, στηρίζετο στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης[2], το οποίο είναι αυτό που θα εξεταστεί, κατωτέρω, στην παρούσα απόφαση.

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, προχωρώ να παραθέσω, κατ’ αρχάς, τα κοινώς αποδεκτά και/ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα που προκύπτουν στην παρούσα υπόθεση.

 

Κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα 

 

Στη βάση των κοινώς αποδεκτών γεγονότων, ως τούτα προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, της μαρτυρίας που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία και δεν αμφισβητήθηκε (βλ. Frederickou Schoοls Co. Ltd v. Acuac Inc. (2002) 1 ΑΑΔ 1527), ως επίσης και των σχετικών τοποθετήσεων των συνηγόρων των διαδίκων, τα πιο κάτω προκύπτουν ως κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.

 

Η Ενάγουσα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου (διοικητική λειτουργός) στη Δημόσια Υπηρεσία. Είναι ευυπόληπτη πολίτης, κατέχουσα τα προσόντα και/ή τους τίτλους και/ή την επαγγελματική κατάρτιση που προβάλλονται στο Τεκμήριο 1, ως επίσης και στο Βιογραφικό της Σημείωμα – Τεκμήριο 2, που κατέθεσε στο Δικαστήριο.

 

Κατά ή περί τις 2.1.2012, κατόπιν εισηγήσεων του Υπουργείου Εσωτερικών και με τη σύμφωνη γνώμη του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, η Ενάγουσα μετακινήθηκε στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (στο εξής η «ΜΑΕΕ»), στις Βρυξέλλες, για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, ενόψει και της επικείμενης ανάληψης της Προεδρίας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Δημοκρατία, με την εν λόγω τοποθέτηση της να ίσχυε μέχρι τις 30.11.2014 (βλ. Τεκμήρια 3, 17 και 18). Οι απολαβές της, ένεκα της εν λόγω τοποθέτησης της, είχαν καθοριστεί στο ποσό των €60.667 (συμπεριλαμβανομένου του 13ου μισθού) (βλ. Τεκμήρια 3, 11 και 18), ενώ πρόσθετα, είχε αποφασιστεί να της παραχωρηθεί και επίδομα ενοικίου (βλ. Τεκμήρια 3, 11, 17 και 18). Από το εν λόγω ποσό (των €60.667), το ποσό των €29.133 αποτελούσε το μισθό της, στη βάση της κλίμακας της θέσης που κατείχε, ενώ το ποσό των €31.534 αποτελούσε «μία μορφή κατ’ εξαίρεση μηνιαίου γενικού επιδόματος εξωτερικού» (βλ. Τεκμήριο 11).

 

Κατά ή περί τις 23.10.2014, ο Γενικός Ελεγκτής, κατόπιν σχετικής ανώνυμης καταγγελίας, από άλλους δημόσιους υπαλλήλους - συναδέλφους της Ενάγουσας (βλ. Τεκμήριο 15), προέβη σε έρευνα σε σχέση με την τοποθέτηση της τελευταίας στη ΜΑΕΕ, την οποία κοινοποίησε, μαζί με τις σχετικές του συστάσεις, στους αρμόδιους κρατικούς φορείς και/ή υπουργεία, με σχετική του επιστολή - Τεκμήριο 11. Η εν λόγω ανώνυμη καταγγελία (Τεκμήριο 15) ανέφερε ότι η αρχική απόσπαση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ έγινε παράνομα και παράτυπα από την προηγούμενη κυβέρνηση, καθότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπετο από τον σχετικό Νόμο για εργοδοτουμένους αορίστου χρόνου, ενώ επιχειρείτο και η ανανέωση/παράταση αυτής. Ανέφερε, επίσης, ότι η Ενάγουσα βρισκόταν στις Βρυξέλλες με το σύζυγο της, ο οποίος υπήρξε οδηγός του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, ότι αυτή ήταν με άδεια μητρότητας, και συνέχιζε να απολαμβάνει όλα τα οικονομικά οφέλη που απορρέουν από την εν λόγω απόσπαση. Τέλος, γινόταν λόγος, στο Τεκμήριο 15, για εξασφάλιση από την Ενάγουσα ωφελημάτων και/ή ευνοϊκής μεταχείρισης της, με αδιαφανείς διαδικασίες και κομματική στήριξη, σε βάρος άλλων συναδέλφων της. Εκ των συστάσεων του Γενικού Ελεγκτή – στο Τεκμήριο 11 – ήταν, όπως, ενόψει της λήξης της περιόδου απασχόλησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, στις 30.11.2014, το αρμόδιο υπουργείο τερματίσει την εκεί «παράνομη τοποθέτηση της» και στη διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας από τα εμπλεκόμενα τμήματα/ υπουργεία.

 

Στις 21.8.2014, το Υπουργείο Οικονομικών, απέστειλε επιστολή (Τεκμήριο 16) στον Γενικό Ελεγκτή, εις απάντηση του Τεκμηρίου 15, με την οποία ανέφερε ότι αντίθετα με τα όσα αναφέρονται στην ανώνυμη καταγγελία, η Ενάγουσα δεν αποσπάστηκε, αλλά τοποθετήθηκε στη ΜΑΕΕ, λόγω του ότι είναι εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου, «με συνέπεια να μην δικαιούται τα ωφελήματα και επιδόματα που οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν όταν αποσπούνται», ενώ η μισθοδοσία της ήταν αυτή που λάμβανε το επιτόπιο προσωπικό «αντίστοιχου επιπέδου». Σε ό,τι δε αφορούσε τους ισχυρισμούς περί ανανέωσης και/ή παράτασης της τοποθέτησης της, ανέφερε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε υποβληθεί σχετικό αίτημα από τα αρμόδια υπουργεία.

 

Κατά ή περί τον Νοέμβριο του 2014, η Ενάγουσα είχε αιτηθεί, για πρώτη φορά, παράταση και/ή ανανέωση της τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ, στις Βρυξέλλες, για ακόμα ένα χρόνο. Ενώ, αρχικά, το Υπουργείο Εσωτερικών δεν έφερε ένσταση στο εν λόγω αίτημα της, εντούτοις, ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα – ως αυτές καταγράφονται στο Τεκμήριο 11 - αποφάσισε όπως η τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ, τερματιστεί, στις 30.11.2014, ημερομηνία κατά την οποία έληγε και η περίοδος της πρώτης τοποθέτησης της εκεί[3].

 

Στις 3.11.2014, ο Εναγόμενος 2 συνέταξε και δημοσίευσε το πρώτο επίδικο άρθρο (Τεκμήριο 6), το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Σημερινή» (στο εξής «η Εφημερίδα»), ίδιας ημερομηνίας. Στο πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας, στη δεξιά πλευρά αυτού, διαβάζονται τα ακόλουθα «Πήγε προσωρινά στις Βρυξέλλες κι έμεινε έκτακτη υπάλληλος». Ακολούθως, το κείμενο παραπέμπει τον αναγνώστη της Εφημερίδας, στη σελ. 6 αυτής, όπου βρίσκεται το κυρίως άρθρο, το οποίο αποτελείται από τον εξής τίτλο, υπέρτιτλο και υπότιτλο: «Έκτακτη υπάλληλος τοποθετήθηκε το 2012 στις Βρυξέλλες και διπλασίασε τον μισθό της», «Πήγε προσωρινά κι έμεινε», «Χαμός Κυρίου στις Βρυξέλλες λόγω των φημών για επέκταση της απόσπασης έκτακτης λειτουργού που διπλασίασε τον μισθό της μετά την τοποθέτησή της στις Βρυξέλλες αρχές του 2012». Κάτω από τον υπότιτλο του εν λόγω άρθρου και δεξιά της σελ. 6 της Εφημερίδας, παρατίθενται 2 φωτοαντίγραφα, με το μεν πρώτο στα αριστερά - της σελ. 6 - να αποτελεί αυτούσιο απόσπασμα της πρώτης σελίδας του Τεκμήριου 11, με το όνομα της Ενάγουσας να είναι σβησμένο, και το μεν δεύτερο – στα δεξιά της σελ. 6 της Εφημερίδας - να αποτελεί αυτούσιο απόσπασμα της τελευταίας σελίδας του Τεκμήριου 16, στο οποίο εμφαίνεται το πρώτο γράμμα του ονόματος της Ενάγουσας και ολογράφως το επίθετο της[4].

 

Η πρώτη σελίδα του Τεκμηρίου 11, της οποίας φωτοαντίγραφο παρατίθεται στο επίδικο άρθρο και το οποίο είναι ευανάγνωστο, αναγράφει τα εξής:

 

«Καταγγελία για απόσπαση κας […] - εργοδοτούμενης Αορίστου Χρόνου στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΜΑΕΕ).

 

Αναφέρομαι σε καταγγελία ημερ. 25.6.2014 που λήφθηκε από την Υπηρεσία μας σχετικά με το πιο πάνω θέμα, η οποία επισυνάπτεται, και στην απαντητική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 21.8.2014 σε δική μας επιστολή ημερ. 9.7.2014 για το ίδιο θέμα (επισυνάπτεται). Η καταγγελία διερευνήθηκε από την Υπηρεσία μας και σχετικά σημειώνουμε τα ακόλουθα για τις δικές σας απόψεις και ενέργειες.

 

2. Γεγονότα

Σύμφωνα με τα στοιχεία που λήφθηκαν από τους προσωπικούς φάκελους της που τηρούνται στο Υπουργείο Εξωτερικών, η κα […] κατέχει πτυχίο-μεταπτυχιακό στην Κοινωνιολογία-Ψυχολογία και Πολιτικές Επιστήμες και μέχρι τις 8.5.2009 προσέφερε υπηρεσίες με μίσθωση στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 11.5.2009 προσλήφθηκε ως έκτακτος Διοικητικός Λειτουργός και τοποθετήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου και στις 21.4.2010 μετακινήθηκε στη Διοίκηση του Υπουργείου Εσωτερικών.

 

Στις 15.11.2011 έγινε εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου (Ν. 98(Ι)/2003) και την αμέσως επόμενη μέρα δηλαδή στις 16.11.2011 ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών με επιστολή του προς το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ), με οδηγίες του τότε Υπουργού Εσωτερικών, εισηγήθηκε τη μετακίνηση της εν λόγω λειτουργού, στη ΜΑΕΕ για λόγους που αναφέρονται στην επιστολή, αφού στα πλαίσια ενίσχυσης της εκπροσώπησης του Υπουργείου Εσωτερικών στη ΜΑΕΕ, ενόψει και της ανάληψης της Προεδρίας από τη Δημοκρατία (1.7.2012-31.12.2012) το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την αύξηση των εκπροσώπων του Υπουργείου Εσωτερικών στη ΜΑΕΕ από 2 σε 4 λειτουργούς.»

 

Η δε τελευταία σελίδα του Τεκμηρίου 16, φωτοαντίγραφο της οποίας παρατίθεται στο επίδικο δημοσίευμα, το κείμενο της οποίας είναι ευανάγνωστο, αναφέρει τα εξής:

 

«4. Σε ότι αφορά στο περιεχόμενο της καταγγελίας και αντίθετα με όσα σε αυτό αναφέρονται, πρέπει να επισημανθεί ότι η κα Αργυροπούλου δεν αποσπάστηκε, αλλά τοποθετήθηκε στη ΜΑΕΕ ακριβώς επειδή είναι εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου, με συνέπεια να μην δικαιούται τα ωφελήματα και επιδόματα που οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν όταν αποσπούνται. Η μισθοδοσία που παραχωρήθηκε στην κα Αργυροπούλου είναι αυτή που λαμβάνει το επιτόπιο προσωπικό αντίστοιχου επιπέδου, δηλαδή τα €60667 το έτος (περιλαμβανομένου και του 13ου μισθού). Το μόνο επίδομα το οποίο κρίθηκε ότι δικαιολογείται να παραχωρηθεί στην υπάλληλο είναι το επίδομα ενοικίου, το οποίο ανέρχεται στα €737 μηνιαίως.

5.Ως προς την πληροφόρηση που υποστηρίζουν ότι έχουν οι συντάκτες της ανώνυμης επιστολής για «ανανέωση/παράταση της απόσπασης της συγκεκριμένης υπαλλήλου», τίθεται υπόψη σας ότι ενώπιον του Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού δεν έχει υποβληθεί σχετικό αίτημα από τα συναρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών.»

 

Ακολουθεί το κείμενο του εν λόγω επίδικου άρθρου, το οποίο έχει ως εξής:

 

«Η ιστορία ανάγεται στο 2012 και αφορά σε απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών της προηγούμενης Κυβέρνησης για τοποθέτηση έκτακτης υπαλλήλου του δημοσίου στη Μόνιμη Αντιπροσωπία της Κυπριακής Δημοκρατίας στις Βρυξέλλες, με συνεπακόλουθο τον διπλασιασμό σε μια μέρα της αντιμισθίας της. Η απόσπαση/τοποθέτηση  της έγινε με την επίκληση της ανάγκης ενίσχυσης του επιτόπιου προσωπικού λόγω της επικείμενης τότε Προεδρίας της ΕΕ από την Κυπριακή Δημοκρατία»

 

ΚΑΤΑΙΓΙΣΜΟΣ επιστολών με την εμπλοκή τριών Υπουργείων

 

Περίεργη απόσπαση

Σε μια πρώτη, αλλά ουσιαστική, διερεύνηση της υπόθεσης προέβη ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας και οι διαπιστώσεις του αποτελούν κόλαφο για τις αρμόδιες υπηρεσίες:

·         Σε σχέση με την τοποθέτηση της εν λόγω λειτουργού σημειώνει ότι παρά την επίκληση της Προεδρίας της ΕΕ, παραμένει στις Βρυξέλλες (με τα συνεπακόλουθα οφέλη) μέχρι σήμερα, δύο χρόνια μετά τη λήξη της Κυπριακής Προεδρίας.

·         Καταγγέλλει ότι η τοποθέτησή της στις Βρυξέλλες (όχι απόσπαση αφού αυτό δεν επιτρέπεται από τη νομοθεσία, για έκτακτους λειτουργούς) είναι αυθαίρετη και μη τεκμηριωμένη.

·         Σημειώνει ότι ο διπλασιασμός του μισθού της (από €29.133 ετησίως σε €60.667) με τη δικαιολογία ότι είναι «ορθό» να αμείβεται αντίστοιχα με το επιτόπιο (μόνιμο) προσωπικό, είναι αυθαίρετος, δεν βασίζεται σε κανένα νόμο και ο όλος χειρισμός συνιστά (κατά το Γενικό Ελεγκτή) κατάχρηση εξουσίας.

·         Απαντώντας σε επιχειρήματα ότι η τοποθέτηση της και όχι η απόσπαση, την καθιστά ως επιτόπιο προσωπικό δεν δικαιολογείται, γιατί η ίδια απολαμβάνει επίδομα ενοικίου (€9.135 ετησίως) που δεν το απολαμβάνουν οι επιτόπιοι λειτουργοί

 

Σοβαρές συστάσεις

Παράλληλα με τις διαπιστώσεις του, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας, όπως και σε κάθε παρέμβασή του, τις συνοδεύει με συγκεκριμένες συστάσεις. Για το κρίσιμο αυτό θέμα συστήνει τα εξής:

·         Ενόψει της λήξης της περιόδου απασχόλησης της εν λόγω υπαλλήλου, στις 30 Νοεμβρίου, συστήνει όπως το Υπουργείο προχωρήσει στον άμεσο τερματισμό της «παράνομης» τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ και στη διερεύνηση πιθανής κατάχρησης εξουσίας από τα αρμόδια Υπουργεία και Τμήματα.

·         Λήψη διορθωτικών μέτρων που αφορούν στον τρόπο καταβολής της μισθοδοσίας, με τις ανάλογες λογιστικές διορθώσεις και τις όποιες πρόσθετες φορολογικές υποχρεώσεις και εισφορές σε ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων.

·         Τερματισμό της καταβολής του επιδόματος ενοικίου.

 

Καταγγελίες

Η διερεύνηση του εν λόγω θέματος προέκυψε μετά από συλλογική, πολύ σοβαρή, καταγγελία μόνιμων λειτουργών στις Βρυξέλλες, υπό το καθεστώς ανωνυμίας, στην οποία αφήνουν αιχμές για «κομματικό ρουσφέτι» εις βάρος άλλων δημόσιων λειτουργών και στην πλάτη φορολογούμενων πολιτών. Επιγραμματικά καταγγέλλονται τα εξής:

·         Παράνομη και παράτυπη απόσπαση της λειτουργού στις Βρυξέλλες από την προηγούμενη Κυβέρνηση.

·         Επιχείρηση ανανέωσης/ παράτασης της παράνομης απόσπασης.

·         Παραμονή της στις Βρυξέλλες, μαζί με το σύζυγο της, ο οποίος (κατά την καταγγελία) υπήρξε μέλος της φρουράς του τέως Προέδρου Δημήτρη Χριστόφια.

·         Παρακολούθηση μαθημάτων διδακτορικού ενώ έχει άδεια μητρότητας.

·         Απόλαυση επιδομάτων που δικαιούνται μόνο οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Δικαιολογίες Υπ. Οικ.

Πάντως και παρά το εξόφθαλμο των υπονοιών, όπως προκύπτουν από τα έγγραφα, στοιχεία και βεβαίως τη διερεύνηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το Υπουργείο Οικονομικών, δια επιστολής του Γενικού Διευθυντή στα τέλη Αυγούστου, δικαιολόγησε πλήρως τους χειρισμούς που έγιναν, παρά το ότι αυτοί αφορούσαν την προηγούμενη διακυβέρνηση.           

Σε αυτή ο κ. Χρίστος Πατσαλίδης, αφού αναφέρεται και επισυνάπτει το ιστορικό της τοποθέτησης της εν λόγω λειτουργού στις Βρυξέλλες, σημειώνει ότι αυτή δεν αποσπάστηκε αλλά τοποθετήθηκε στη μόνιμη αντιπροσωπεία στη βελγική πρωτεύουσα και ότι δεν απολαμβάνει όλα τα ωφελήματα/ επιδόματα που δικαιούνται οι μόνιμοι υπάλληλοι του δημοσίου, όταν αποσπούνται στο εξωτερικό, παρά μόνο το επίδομα ενοικίου, το οποίο, κατά την έκφραση του, κρίθηκε ότι δικαιολογείται να παραχωρηθεί (€737 μηνιαίως).

Επίσης σε ό, τι αφορά την πληροφόρηση που επικαλούνται οι καταγγέλλοντες το ρουσφέτι στην ανώνυμη επιστολή τους, για ανανέωση/παράταση της απόσπασης της συγκεκριμένης υπαλλήλου, ο κ. Πατσαλίδης ενημερώνει τον Γενικό Ελεγκτή ότι μέχρι τότε (21 Αυγούστου) δεν είχε υποβληθεί ενώπιον του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σχετικό αίτημα από τα συναρμόδια Υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών».

 

Ακολούθησε, στις 4.11.2014, η σύνταξη και δημοσίευση, από τον Εναγόμενο 2, του δεύτερου επίδικου άρθρου (Τεκμήριο 8), υπό τον εξής τίτλο και υπότιτλο «Ανακαλείται από τις Βρυξέλλες μετά τις αποκαλύψεις», «ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΟΥ ΠΗΓΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΚΑΙ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ», με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΕ το Υπουργείο Εσωτερικών δημοσίευμα της εφημερίδας μας ότι υπάλληλός του τοποθετήθηκε προσωρινά στην αντιπροσωπία μας στις Βρυξέλλες και παρέμεινε εκεί παίρνοντας συνεχείς παρατάσεις. Το εκπληκτικό είναι ότι ακόμα και τώρα το Υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε παράταση άλλο ένα χρόνο, αίτημα που έγινε αποδεκτό από το Υπουργείο Εσωτερικών. Ωστόσο, μετά τα δημοσιεύματα, που στηρίχτηκαν σε παρατηρήσεις του Γενικού Ελεγκτή, το δεύτερο ανακαλεί την απόφασή του. Έτσι η τοποθέτηση της υπαλλήλου τερματίζεται στις 30 Νοεμβρίου.

Στην ανακοίνωση του το Υπουργείο Εσωτερικών αναφέρει ότι η τοποθέτηση της υπαλλήλου στις Βρυξέλλες έγινε από την προηγούμενη Κυβέρνηση στις 2.1.2012. Η τοποθέτησή της τερματίζεται στις 30 Νοεμβρίου 2014. Η υπάλληλος ζήτησε και νέα παράταση για ακόμα ένα χρόνο μέχρι τον Νοέμβριο του 2015, αίτημα που αρχικά έγινε αποδεκτό αλλά μετά τις σχετικές αποκαλύψεις ακυρώθηκε.

Με οδηγίες του Υπουργού Εσωτερικών κ. Σωκράτη Χάσικου, ο Αν. Γενικός Διευθυντής του ΥΠΕΣ κ. Κωνσταντίνος Νικολαϊδης, απέστειλε σχετική επιστολή στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, με κοινοποίηση στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, για τερματισμό της τοποθέτησης της υπαλλήλου στις 30 Νοεμβρίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία λήγει και η περίοδος τοποθέτησης της στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες».

 

Το δεύτερο επίδικο δημοσίευμα (Τεκμήριο 8), δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά στο όνομα της Ενάγουσας.

 

Η Εναγόμενη 1 είναι δημόσια εταιρεία και είναι η ιδιοκτήτρια και εκδότης της Εφημερίδας, η οποία, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν εφημερίδα καθημερινής και παγκύπριας κυκλοφορίας και εμβέλειας, ενώ, από, κατά ή περί το 2015 και/ή 2016, έπαυσε να εκδίδεται καθημερινά και εκδίδεται σε εβδομαδιαία βάση. Ο Εναγόμενος 2, κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, ήταν δημοσιογράφος στην Εφημερίδα και συντάκτης των πιο πάνω δύο επίδικων δημοσιευμάτων. Σήμερα, ο Εναγόμενος 2 δεν εργάζεται ως δημοσιογράφος. Ο Εναγόμενος 3 ήταν και είναι εργοδοτούμενος της Εναγόμενης 1[5].

 

Οι πωλήσεις, παγκύπρια, της Εφημερίδας, για την έκδοση ημερ. 3.11.2014, ανέρχονταν στα 1035 αντίτυπα και, για την έκδοση, ημερ. 4.11.2014, ανέρχονταν στα 1017 αντίτυπα (Τεκμήριο 4).

 

Σημειώνω εδώ, ότι αυτούσιο το περιεχόμενο των ως άνω επίδικων δημοσιευμάτων δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα www.sigmalive.com[6] (στο εξής «η ιστοσελίδα sigmalive»), η οποία είναι δωρεάν προσβάσιμη στο κοινό. Στη βάση των κοινών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων[7], η εταιρεία Sigma Live Ltd (στο εξής «η Sigma Live Ltd»), αποτελεί εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών.

 

Οι συνήγοροι των διαδίκων, επίσης, κατέθεσαν από κοινού, το Τεκμήριο 12, το οποίο αποτελεί την Ετήσια Έκθεση, Ενοποιημένες και Ατομικές Καταστάσεις, για το έτος που έληξε στις 31.12.2014, της Εναγόμενης 1, από την οποία εμφαίνεται ότι η εταιρεία Sigma Live Limited αποτελεί θυγατρική της εταιρεία[8].

 

Για όλα τα πιο πάνω γεγονότα, προβαίνω, από αυτό το στάδιο, σε ανάλογα ευρήματα.

 

Οι εκδοχές των διαδίκων

 

Προτού προχωρήσω να παραθέσω την ενώπιον μου μαρτυρία, κρίνω ορθό, στο σημείο αυτό, να καταγράψω, με εντελώς συνοπτικό τρόπο, τις εκατέρωθεν εκδοχές των διαδίκων. 

 

Η εκδοχή της Ενάγουσας

 

Αποτελεί θέση της Ενάγουσας ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αναφέρονται ρητά στο πρόσωπο της και/ή την φωτογραφίζουν, αφού ένας σημαντικός αριθμός αναγνωστών που γνώριζε τα γεγονότα που αναφέρονται σε αυτά, μπορούσε να αντιληφθεί και αντιλήφθηκε ότι τούτα αφορούσαν την ίδια, καθότι (1) κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτή είχε τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ, (2) η τοποθέτηση της έγινε για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών ενόψει και της επικείμενης Προεδρίας της ΕΕ από την Δημοκρατία[9], (3) εργαζόταν στο δημόσιο ως εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου, (4) είχε ζητήσει ανανέωση της απόσπασης της στις Βρυξέλλες για ένα χρόνο[10], (5) βρισκόταν σε άδεια μητρότητας, και (6) καμία άλλη υπάλληλος του δημοσίου, η οποία βρισκόταν σε απόσπαση στη ΜΑΕΕ, είχε το ίδιο επώνυμο με την Ενάγουσα. Είναι, περαιτέρω, η θέση της ότι το δεύτερο επίδικο δημοσίευμα, επίσης, αφορά το πρόσωπο της και/ή τη φωτογραφίζει, εφόσον τούτο αποτελεί συνέχεια του πρώτου επίδικου δημοσιεύματος, δημοσιεύθηκε την ακριβώς επόμενη μέρα, στην ίδια Εφημερίδα, και αποτελεί συνέχεια των γεγονότων που αναφέρθηκαν στο πρώτο επίδικο δημοσίευμα. Ισχυρίζεται ότι τα επίδικα δημοσιεύματα αποτελούν λίβελο που την δυσφημεί και/ή αμαυρώνουν το ήθος και/ή την τιμή και/ή την υπόληψη και/ή τη φήμη και/ή αξιοπιστία και/ή αξιοπρέπεια της στο επάγγελμα της και/ή στην κοινωνία γενικά.

 

Πάντα, κατά τους ισχυρισμούς της, στην πλειοψηφία τους, τα επίδικα δημοσιεύματα δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια και/ή την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι υπήρχαν οι ακόλουθες αναντιστοιχίες, στα επίδικα δημοσιεύματα, με την  πραγματικότητα:

 

(1)   Η τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ ουδέποτε έγινε για να εξυπηρετήσει μόνο την επικείμενη (τότε) ανάληψη της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία, αλλά έγινε και για σκοπούς ενίσχυσης του επιτόπιου προσωπικού του Υπουργείου Εσωτερικών γενικότερα. Εξού και η αρχική περίοδος τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ, έληγε στις 30.11.2014.

(2)   Δεν ήταν έκτακτη δημόσια υπάλληλος (όπως ανέφερε το πρώτο επίδικο δημοσίευμα), αλλά κατείχε θέση διοικητικής λειτουργού αορίστου χρόνου.

(3)   Ο μισθός που λάμβανε δεν ήταν υψηλότερος, ούτε διπλασιάστηκε. Τουναντίον, ο μισθός της, ενόσω ήταν στη ΜΑΕΕ, ήταν αυτός που αντιστοιχούσε στην κλίμακα της θέσης που κατείχε ως εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου, ενώ το όποιο επιπρόσθετο ποσό λάμβανε, το λάμβανε ως κατ’ εξαίρεση μηνιαίο γενικό επίδομα εξωτερικού, και λάμβανε πολύ λιγότερα από αυτά που λάμβαναν υπάλληλοι της ίδιας κλίμακας, για την άσκηση των ίδιων καθηκόντων στην ΜΑΕΕ, εφόσον η ίδια δεν ήταν ποτέ επιτόπιο προσωπικό.

(4)   Ουδέποτε πήγε και έμεινε ή ξεχάστηκε στην ΜΑΕΕ, ούτε και η παραμονή και/ή τοποθέτηση της εκεί ανανεώθηκε μέχρι και τον επίδικο χρόνο των δημοσιευμάτων, εφόσον η αρχική περίοδος τοποθέτησης της ίσχυε μέχρι τις 30.11.2014.

(5)   Η τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ ήταν καθ’ όλα νόμιμη, ενώ και σήμερα υπηρετούν 3-4 λειτουργοί αορίστου χρόνου στην ΜΑΕΕ.

(6)   Ο σύζυγος της δεν ήταν μέλος της φρουράς του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά ήταν μέλος της φρουράς του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω και δεν διέμενε μαζί της στις Βρυξέλλες.

 

Αποτελεί, επίσης, θέση της ότι τα επίδικα δημοσιεύματα στη φυσική, συνηθισμένη και κατά την άποψη ενός μέσου λογικού αναγνώστη, υποδηλώνουν και/ή τείνουν να την παρουσιάσουν, μεταξύ άλλων, ως πρόσωπο (1) που συμμετείχε και/ή έλαβε μέρος σε παράνομες και/ή παράτυπες πράξεις και/ή ενέργειες που σχετίζονται με την τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ, (2) ότι εμπλέκεται σε παράνομες ενέργειες και/ή πράξεις που συνιστούν πιθανή κατάχρηση εξουσίας σχετιζόμενη με την τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ, (3) ότι έτυχε προνομιακής μεταχείρισης και χαριστικής συμπεριφοράς έναντι των συναδέλφων της, λαμβάνοντας συνεχείς παρατάσεις της τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ, (4) ότι παράνομα και/ή παράτυπα λάμβανε προνόμια δημοσίων υπαλλήλων που δεν αντιστοιχούσαν στη θέση εργασίας της και/ή ότι λάμβανε αυθαίρετα και/ή παράνομα το ποσό των €60.667, ως μισθό, που ήταν αντίστοιχος του επιτόπιου προσωπικού της ΜΑΕΕ, (5) ότι εμπλέκεται σε υπόθεση διαφθοράς και/ή ότι έχει καταχραστεί δημόσιο χρήμα, (6) ότι έτυχε προνομιακής μεταχείρισης λόγω του ότι ο σύζυγος της ήταν οδηγός του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, και (6) ότι αποδέχθηκε κομματικό ρουσφέτι ώστε να τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ, και δη σε θέση δημοσίου τομέα, με αποτέλεσμα να καταχράται δημόσιο χρήμα.

 

Ήταν η θέση της ότι η Εφημερίδα, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν μία από τις μεγαλύτερες, σε αναγνωσιμότητα, ημερήσιες εφημερίδες, παγκύπριας εμβέλειας και ευρείας φήμης, ενώ είναι γνωστή σε μεγάλο αριθμό αναγνωστικού κοινού, δημοσιεύεται στο διαδίκτυο, ενώ, πρόσθετα, κυκλοφορεί και στο εξωτερικό. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι ο Εναγόμενος 3 είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας, ενώ, η ιστοσελίδα sigmalive, τυγχάνει διαχείρισης από την Εναγόμενη 1.

 

Είναι, τέλος, η θέση της ότι, οι Εναγόμενοι, κατά την συγγραφή και δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων, ενήργησαν κακόβουλα και/ή με σκοπό να την πλήξουν, τόσο προσωπικά, όσο και στο φιλικό και εργασιακό της περιβάλλον, εμφορούμενοι από εχθρική διάθεση εναντίον της, αδιαφορώντας αν θα βλάψουν και/ή επηρεάσουν, δυσμενώς, το ήθος κα/ή την τιμή και/ή αξιοπρέπεια και/ή φήμη και/ή υπόληψη της και/ή αδιαφορώντας αν τα αναφερόμενα, στα επίδικα δημοσιεύματα, ήταν αληθή ή όχι και/ή γνωρίζοντας ότι αυτά ήταν αναληθή και/ή χωρίς να προβούν σε επαλήθευση των εν λόγω ισχυρισμών. Επιπρόσθετα και, ως απότοκο των πιο πάνω, ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιά στο καλό όνομα και/ή τη φήμη της και κατέστη αντικείμενο μίσους, περιφρόνησης και χλεύης από συγγενείς, φίλους και συναδέλφους, ενώ, ισχυρίζεται, επίσης, ότι υπέστη άγχος και/ή θλίψη και αισθάνθηκε αδικία, ενώ επηρεάσθηκε, δυσμενώς, η υγεία της και/ή η προσωπική της ζωή.

 

Η εκδοχή των Εναγομένων

 

Στην αντίπερα όχθη, είναι η θέση των Εναγομένων ότι τα επίδικα δημοσιεύματα δεν έγιναν αντιληπτά στο μέσο και/ή λογικό αναγνώστη ότι δυσφημούσαν την Ενάγουσα και/ή ότι, εν πάση περιπώσει, είναι δυσφημιστικά για την ίδια, εφόσον οι όποιες εκεί αναφορές αφορούν τις ενέργειες και/ή πράξεις των εμπλεκόμενων υπουργείων και/ή κρατικών φορέων και δεν αποδίδεται οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια στην Ενάγουσα.  Ισχυρίζονται, επίσης, ότι γενικότερα, τα επίδικα δημοσιεύματα δεν είναι δυσφημιστικά.

 

Διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι τα επίδικα δημοσιεύματα και τα όσα εκεί καταγράφονται είναι αληθή και/ή αποτελούν δημοσίευση αποσπασμάτων της επιστολής του Γενικού Ελεγκτή (Τεκμήριο 11) και της επιστολής του Υπουργείου Οικονομικών (Τεκμήριο 16), ως επίσης, και της ανακοίνωσης του Υπουργείου Εσωτερικών (Τεκμήριο 19), τα οποία δημοσίευσαν στα πλαίσια των επαγγελματικών και/ή κοινωνικών τους καθηκόντων, ως δημοσιογράφοι. Είναι, περαιτέρω, η θέση τους ότι, τα επίδικα δημοσιεύματα αποτελούν εύλογο και/ή έντιμο σχόλιο σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και δη αναφορικά με σκάνδαλο και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή διασπάθισης δημόσιου χρήματος που αφορούν το δημόσιο και/ή τα δημόσια οικονομικά του τόπου και τα οποία αποτέλεσαν, σχετικής, διερεύνησης από τον Γενικό Ελεγκτή και καταγραφής των ευρημάτων και/ή συστάσεων του προς τα εμπλεκόμενα υπουργεία και αρμόδιους φορείς. Ʃτο δε βαθμό που αυτά αποτελούν έκφραση γνώμης, είναι έντιμο και καλόπιστο σχόλιο, που έγινε χωρίς κακοβουλία. Είναι, επίσης, ο ισχυρισμός τους ότι τα επίδικα δημοσιεύματα είναι προνομιούχα υπό επιφύλαξη και, συνεπώς, ότι οι ίδιοι προέβηκαν στη δημοσίευση τους λόγω του ηθικού και/ή κοινωνικού καθήκοντος τους και/ή της υποχρέωσης τους να πληροφορούν το κοινό για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, το οποίο κοινό είχε το αντίστοιχο ενδιαφέρον και/ή συμφέρον να λάβει και/ή, εν πάση περιπτώσει, τα επίδικα δημοσιεύματα δημοσιεύτηκαν καλόπιστα. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι τα επίδικα δημοσιεύματα καλύπτονται από την υπεράσπιση του ρεπορτάζ και/ή της υποχρέωσης τους να παρέχουν στο κοινό πολιτική ενημέρωση και/ή διερευνητική δημοσιογραφία. Αρνούνται δε ότι η Ενάγουσα υπέστη οποιαδήποτε ζημιά στο όνομα και/ή τη φήμη της και/ή ότι τα επίδικα δημοσιεύματα έβλαψαν την υπόληψη της και/ή ότι αυτή δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία. Τέλος, αρνούνται ότι ο Εναγόμενος 3 ήταν ο κατά νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας, κατά τον επίδικο χρόνο, και ότι η ιστοσελίδα Sigmalive είναι ιδιοκτησίας και/ή υπό τη διαχείριση της Εναγόμενης 1.

 

Αμφισβητούμενα ζητήματα

 

Στη βάση των πιο πάνω, κοινώς αποδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, τα μόνα που παραμένουν ως επίδικα, υπό αμφισβήτηση, ζητήματα προς εξέταση, (1) επί πραγματικών γεγονότων είναι, (α) κατά πόσο ο Εναγόμενος 3 ήταν ο κατά νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας, (β) κατά πόσο η ιστοσελίδα sigmalive, τελούσε υπό τη διαχείριση της Εναγόμενης 1, και (γ) κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα συνδέονται με την Ενάγουσα. Στην περίπτωση που το (γ) ανωτέρω απαντηθεί θετικά, παραμένουν ως επίδικα, υπό αμφισβήτηση, ζητήματα, επί νομικών ζητημάτων, (α) κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά για το πρόσωπο της Ενάγουσας και (β) αν η απάντηση είναι καταφατική στο (α) μόλις πιο πάνω, κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα εντάσσονται εντός του πλαισίου των υπερασπίσεων που καθιερώνει ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148.

Ακροαματική διαδικασία 

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας αγωγής, παρουσιάστηκαν συνολικά 4 μάρτυρες. Προς απόδειξη της υπόθεσης της Ενάγουσας, κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, η ίδια η Ενάγουσα (Μ.Ε. 1) και ο κ. Γ. Λουκαϊδης (Μ.Ε. 2), ο οποίος εργάζεται στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, στον Κλάδο Εγχώριων Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, ενώ εκ μέρους των Εναγομένων, κατέθεσε η κα Ξ. Μάρκου (Μ.Υ. 1) και ο Εναγόμενος 2 (Μ.Υ. 2). Τέλος, σημειώνω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου, κατατέθηκαν συνολικά 19 Τεκμήρια. 

 

Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο, κατωτέρω. 

 

Μαρτυρία

 

Δεν θεωρώ αναγκαίο να παραθέσω με λεπτομέρεια την ενώπιον μου μαρτυρία. Πλήρης έκταση της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά. Σκοπός της παρούσας απόφασης, δεν είναι η λεπτομερής παράθεση του συνόλου της μαρτυρίας που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον, κάτι τέτοιο, θεωρώ, δεν θα εξυπηρετούσε οποιοδήποτε πρακτικό σκοπό. Αναφορά στα κυριότερα σημεία της μαρτυρίας θα γίνει, για σκοπούς αξιολόγησης της, λαμβανομένου υπόψη των ανωτέρω επίδικων ζητημάτων (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. ν. Α. Ʃταθιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).  

 

Προχωρώ τώρα, να σκιαγραφήσω τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, στη βάση των όσων ζητημάτων παρέμειναν υπό αμφισβήτηση. 

 

Ενάγουσα

 

Η Ενάγουσα, στο βαθμό που η μαρτυρία της δεν καλύπτεται από τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα (ανωτέρω), στην ουσία, προώθησε, με την μαρτυρία της, ισχυρισμούς ως η πιο πάνω εκδοχή της[11]. Σε ότι αφορά τον ισχυρισμό της ότι η ιστοσελίδα sigmalive, ανήκει και τυγχάνει διαχείρισης από την Εναγόμενη 1, κατέθεσε το Τεκμήριο 5, στο οποίο θα επανέλθω κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας της.

 

Ανέφερε ότι δεν ήταν και δεν είναι μέλος κάποιου κόμματος στη Κύπρο, ούτε έχει εκλογικό βιβλιάριο, ενώ, κατά το έτος 2012, όταν της ζητήθηκε να τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ, η ίδια είχε μόλις αρραβωνιαστεί με τον τέως σύζυγο της και ζήτησε αν γινόταν να παραμείνει στη Κύπρο, καθότι θα είχε τις ετοιμασίες του γάμου της, κάτι που δεν έγινε δεκτό.

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της, αποτέλεσε βασικό παράπονο της ότι οι Εναγόμενοι δεν διασταυρώσαν και/ή επαλήθευσαν την ορθότητα του περιεχομένου της ανώνυμης καταγγελίας (Τεκμήριο 15), του Τεκμηρίου 11 και γενικότερα των όσων κατέγραψαν στα επίδικα δημοσιεύματα τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αναντιστοιχίες με την πραγματικότητα (οι οποίες καταγράφονται ανωτέρω στην εκδοχή της), παρά το ότι είχαν τα στοιχεία της στη διάθεση τους, με αποτέλεσμα να μην της δοθεί η ευκαιρία να θέσει τη δική της οπτική και θέσεις επί τούτων.

 

Σε ότι δε αφορά τη ζημιά που υπέστη λόγω της δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων και των όσων, κατά την ίδια, εκεί δυσφημιστικών καταγράφονται για το πρόσωπο της,  ισχυρίστηκε ότι ένεκα των επίδικων δημοσιευμάτων, υπέστη άγχος, θλίψη ενώ ο γάμος της οδηγήθηκε στο διαζύγιο και αναγκάστηκε να μεγαλώνει το παιδί της, ως μονογονιός, ενώ τόσο η ίδια όσο και μέλη της οικογένειας της εκτέθηκαν σε χλεύη και βίωσαν κοινωνική αποστροφή. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι όταν επέστρεψε στη Κύπρο, μετά την αρχική τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ, πολλοί συνάδελφοι της δεν της μιλούσαν, με κάποιους εξ αυτών να το πράττουν φοβούμενοι ότι θα συνδεθεί το όνομα τους μαζί της. Ανέφερε, περαιτέρω, ότι ένεκα των δημοσιευμάτων, είχε, ουσιαστικά, σταματήσει να τρώει και να μιλά με τον οποιονδήποτε, έβλεπε ελάχιστες ώρες το παιδί της, καθότι δούλευε πέραν των 10 ωρών την ημέρα, «για να αποδείξει εκ νέου την αξία της», χωρίς να έχει οποιαδήποτε πρόσθετα ωφελήματα, ενώ κρυβόταν από το παιδί της για να μην τη βλέπει να κλαίει και να λιποθυμά. Είναι, τέλος, η θέση της ότι, μέχρι και σήμερα, ο απόηχος των επίδικων δημοσιευμάτων, ταλαιπωρεί τόσο την ίδια όσο και τους οικείους της.

 

Μ.Ε. 2

 

Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι στον Κλάδο όπου εργάζεται τηρούνται φάκελοι σε σχέση με τα εγχώρια έντυπα μέσα, με ένα τέτοιο φάκελο να τηρείται και για την Εφημερίδα. Επίσης, ανέφερε ότι, στη βάση των όσων τηρούνται στον Κλάδο του, κατά το έτος 2014, ο κατά Νόμο υπεύθυνος, της Εφημερίδας, ήταν ο Εναγόμενος 3. Κατέθεσε προς τούτο το Τεκμήριο 13, το οποίο αποτελεί πιστό αντίγραφο Βεβαίωσης ημερ. 8.1.2013 (μαζί με το τέλος εγγραφής της), με την οποία βεβαιώνεται ότι μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 1, ο Εναγόμενος 3, διορίστηκε, ως ο κατά Νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας. Ήταν δε η θέση του ότι, έκτοτε, ο κατά Νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας δεν έχει αλλάξει. Αντεξεταζόμενος, ανέφερε ότι, μετά το 2013, δεν υπάρχει καταχωρημένη στους φακέλους που τηρούνται στον Κλάδο του, οποιαδήποτε άλλη ένορκη δήλωση/ βεβαίωση, που να ενημερώνει το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών για αλλαγή του κατά Νόμου υπεύθυνου της Εφημερίδας, ενώ ερωτηθείς αν υπάρχει πιθανότητα να έγινε μία τέτοια αλλαγή και να μην είναι εις γνώση του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών ή να μην κοινοποιήθηκε σε αυτό, η θέση του ήταν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παράνομο, ενώ, επίσης, ανέφερε ότι και σήμερα ο Εναγόμενος 3, στη βάση των αρχείων που τηρούνται στον Κλάδο του, είναι καταγεγραμμένος ως ο κατά Νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας.

 

Μ.Υ. 1

 

Η μάρτυρας αυτή εργάζεται από το έτος 2012 στην εταιρεία Sigma Live Ltd, ενώ τους τελευταίους 6 μήνες κατέχει, σε αυτήν, τη θέση της Γενικής Διευθύντριας, από την οποία (θέση) είναι υπεύθυνη για τον προϋπολογισμό, τη στρατηγική ανάπτυξη, το marketing, την τεχνολογία αναβάθμισης και το προσωπικό της εν λόγω εταιρείας. Ανέφερε ότι η ιστοσελίδα sigmalive, είναι ιδιοκτησίας της Sigma Live Ltd και τυγχάνει διαχείρισης από αυτήν και όχι από την Εναγόμενη 1. Η δε Sigma Live Ltd, αποτελεί ξεχωριστό νομικό πρόσωπο από την Εναγόμενη 1, με τις δύο αυτές εταιρείες να ανήκουν μεν στον ίδιο όμιλο εταιρειών, αλλά το προσωπικό της πρώτης είναι διαφορετικό από αυτό της Εναγόμενης 1. Προς τούτο, κατέθεσε το οργανόγραμμα της Sigma Live Ltd (Τεκμήριο 14), το οποίο δεικνύει τον τρόπο που αυτή διοικείται και τα άτομα που την απαρτίζουν, τα οποία, της ανέφερε, πληρώνονται από την Sigma Live Ltd. Ανέφερε, της, ότι η Sigma Live Ltd έχει δικό της προσωπικό, ταμείο και διοικητικό συμβούλιο, ξεχωριστό από αυτό της Εναγόμενης 1.

 

Εναγόμενος 2

 

Ο Εναγόμενος 2 κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του γραπτή δήλωση - Έγγραφο Β. Ανέφερε ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην Εφημερίδα και ασχολείτο με το κοινοβουλευτικό, πολιτικό και διερευνητικό ρεπορτάζ. Υποστήριξε ότι δεν γνωρίζει προσωπικά την Ενάγουσα και δεν διατηρεί οποιαδήποτε έχθρα σε σχέση με το πρόσωπο της, ούτε και είχε κανένα λόγο, προσωπικό ή άλλο, να πλήξει την υπόληψη και αξιόπρεπειά της. Ισχυρίστηκε ότι έναυσμα για τη συγγραφή του πρώτου επίδικου άρθρου ήταν η έρευνα/ επιστολή του Γενικού Ελεγκτή (Τεκμήριο 11), ενώ μοναδικός στόχος του, ως ανέφερε, ήταν η ενημέρωση του κοινού σε σχέση με τα όσα εκεί καταγράφονται, και εκείνο που έπραξε ήταν το καθήκον του ως δημοσιογράφος και μόνο.  

 

Ήταν η θέση του ότι το σχόλιο, «πήγε προσωρινά κι έμεινε», στον τίτλο του πρώτου επίδικου άρθρου, ήταν το αποτέλεσμα των όσων αναγράφονταν στη σελ. 3 του Τεκμηρίου 11. Επίσης, σε ό,τι αφορά τα όσα ανέφερε στον τίτλο του πρώτου επίδικου άρθρου ότι «διπλασίασε το μισθό της», παρέπεμψε και πάλι στη σελ. 3 του Τεκμηρίου 11. Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι για τα όσα παραπονείται η Ενάγουσα, δεν αποτελούν δικά του συμπεράσματα, αλλά είναι παρμένα αυτούσια από το Τεκμήριο 11, ενώ τα σχόλια που παρατίθενται ως τίτλοι και υπότιτλοι στο εν λόγω άρθρο είναι, κατά την άποψη του, εύλογα, στη βάση των όσων στοιχείων είχε ενώπιον του, αναφερόμενος, ειδικότερα στα Τεκμήρια 11, 15, 16 (αναφορά στα οποία έγινε ανωτέρω), ως επίσης και στα Τεκμήρια 17[12] και 18[13], τα οποία, ως ανέφερε, εξασφάλισε (από την Ελεγκτική Υπηρεσία) στο πλαίσιο της δημοσιογραφικής έρευνας που διεξήγαγε για το ζήτημα, προτού δημοσιεύσει τα επίδικα δημοσιεύματα. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι στα πλαίσια της διερευνητικής δημοσιογραφίας στην οποία προέβη, ανέφερε τις θέσεις και των δύο μερών, δηλαδή τόσο του Γενικού Ελεγκτή όσο και του Υπουργείου Οικονομικών. Ως ανέφερε, το Τεκμήριο 11 έκανε αναφορά για κατάχρηση εξουσίας από πλευράς των εμπλεκόμενων υπουργείων και όχι από πλευράς της Ενάγουσας, ενώ οι κατηγορίες που καταγράφονταν στο Τεκμήριο 11, δεν αφορούσαν αυτήν, αλλά τα εν λόγω υπουργεία και/ή κρατικές υπηρεσίες, για αυτό και, κατά τον ίδιο, δεν χρειαζόταν να απευθυνθεί στην ίδια για να του αναφέρει τις δικές της θέσεις σε σχέση με το εν λόγω ζήτημα, ειδικότερα δε, εφόσον η ταυτότητα της δεν αποκαλύπτετο στο άρθρο του.

 

Επιπρόσθετα των ανωτέρω, ο Εναγόμενος 2 ανέφερε ότι έναυσμα για τη συγγραφή του δεύτερου επίδικου άρθρου, αποτέλεσε η Ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 3.11.2014 – Τεκμήριο 19. Ήταν δε η θέση του ότι στο δεύτερο επίδικο άρθρο, ο ίδιος δημοσίευσε ακριβώς τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 19 και τίποτα παραπάνω.

 

Περαιτέρω, ήταν η θέση του ότι η Εφημερίδα ασχολείται με θέματα που ενδιαφέρουν το κοινό της Κύπρου και τους αναγνώστες της και είναι θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος και/ή συμφέροντος. Οι δε συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή – στο Τεκμήριο 11 - προς τα εμπλεκόμενα υπουργεία και/ή κρατικούς φορείς και οι έρευνες του, σε σχέση με ζητήματα κατάχρησης εξουσίας και διασπάθισης δημόσιου χρήματος και των δημοσιών οικονομικών, ήταν και εξακολουθούν να είναι ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος και συμφέροντος. Επομένως, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του, ο ίδιος και η Εφημερίδα είχαν, υπό τις περιστάσεις, ηθικό και κοινωνικό καθήκον να δημοσιεύσουν τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 11 προς το κοινό της Κύπρου, το οποίο είχε αντίστοιχο ενδιαφέρον και συμφέρον να λάβει την εν λόγω πληροφόρηση. Επίσης, αποτελεί συναφή του θέση ότι, τα όσα δημοσιεύτηκαν, δημοσιεύτηκαν υπεύθυνα και καλόπιστα. Τέλος, πάντα κατά τους ισχυρισμούς του, οποιαδήποτε απαγόρευση δημοσίευσης τέτοιων ζητημάτων, θα συνιστούσε φίμωση της Εφημερίδας και των δημοσιογράφων και κατάργηση του δικαιώματος του κοινού να πληροφορηθεί για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος.

 

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, είχα την ευκαιρία, μέσα από τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον μου, ώστε να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια επί του θέματος νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) 1 Α.Α.Δ. 1119 και Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614).

 

Σημασία στην αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα έχει, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, η εκφορά του λόγου του, ο δισταγμός ή η αμεσότητα των απαντήσεων του, η φυσικότητα, η ύπαρξη υπερβολών ή αντιφάσεων κατά τη μαρτυρία του, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων του, η λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής του, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, οι ευκαιρίες που είχε να αντιληφθεί τα διαδραματισθέντα και η εν γένει συμπεριφορά του στο εδώλιο (βλ. μεταξύ άλλων C & Α Pelekanos Associates Limited v. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως αναφέρεται στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2η έκδοση, των Ηλιάδη και Σάντη (σελ.135): «Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται αποκλειστικώς στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα ξεχωριστά (Rana και Άλλου v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 489) αλλά αντιπαραβάλλεται και διερευνάται στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και από τις δυο πλευρές (Σκορδέλλη και Άλλων v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 101/13, ημ. 6.616, Φώτσιου v Ηροδότου (2010) 1(Β) ΑΑΔ 1172),  με αναφορά και στη δικογραφία ( Pavlou &  Sons Constructions  Ltd και Άλλου v. Θεοδώρου, ΠΕ 199/10, ημ. 6.7.15). [.] Τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι αλληλένδετα με τη συνολική εκτίμηση της μαρτυρίας και των προεκτάσεων της και συναρτάται με την αντικειμενική όψη των πραγμάτων (Βασιλείου v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 254). Αυτή η προσέγγιση επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και την πίστη του κοινού στη δικαστική διαδικασία [.].».

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες, δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων (Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329), αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν, με την έννοια ότι δεν υπήρξε προσχεδιασμός και/ή συνεννόηση μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν (Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612). Επίσης, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητά της, είτε μέρος αυτής (Shahin  Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266).

 

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών, και αφού παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τους μάρτυρες, κατά τη στιγμή που παρέθεσαν την μαρτυρία τους, προφορική και έγγραφη, ενώπιον μου, την οποία αντιπαρέβαλα και εξέτασα ως σύνολο, σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

Ενάγουσα

 

Σε γενικές γραμμές, η Ενάγουσα μου έκανε καλή εντύπωση. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου προσήλθε για να αναφέρει τα πράγματα όπως η ίδια τα βίωσε κατά τον επίδικο χρόνο. Δεν διέγνωσα σημεία εσκεμμένου ψεύδους ή επιτήδειων αναφορών, χωρίς, όμως αυτό να σημαίνει ότι υιοθετώ το καθετί που ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου. Η ίδια ανέλυσε λεπτομερώς τις θέσεις της, ενώ, επίσης, εξήγησε ποια σημεία των επίδικων δημοσιευμάτων, κατά την ίδια, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα.

 

Ενδεικτικό της ειλικρίνειας της είναι ότι δεν διαφώνησε ότι κάποια μέρη του πρώτου επίδικου άρθρου είναι παρμένα αυτούσια από το Τεκμήριο 11. Όπως ανέφερε «είναι αποσπάσματα της έκθεσης επιλεκτικά και όχι οι περιστάσεις προφανώς». Επίσης, σε ότι αφορά τα όσα αναφέρονται υπό τον υπότιτλο, στο κείμενο του εν λόγω άρθρου, «Καταγγελία», αντεξεταζόμενη είπε ότι κάποια από τα όσα αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο είναι παρμένα από την επιστολή (Τεκμήριο 15) - «αναφέρονται κάποια ναι».

 

Πέραν των ανωτέρω, ενδεικτικό της ειλικρίνειας της είναι και το γεγονός ότι αντεξεταζόμενη αναφορικά με το κατά πόσο οι Εναγόμενοι έχουν οποιοδήποτε λόγο να έχουν οποιαδήποτε έχθρα εναντίον της, απάντησε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τούτο. Εν πάση περιπτώσει, τη θέση της ότι οι Εναγόμενοι ήταν ορμώμενοι με έχθρα απέναντι της, δεν μπορώ να την αποδεκτώ, εφόσον ο όποιος σχετικός ισχυρισμός της χαρακτηρίζεται από πλήρη γενικότητα και αοριστία, καθώς επίσης και γιατί, στη βάση άλλης σχετικής τοποθέτησης της, παραδέχθηκε, ως σημείωσα μόλις πιο πάνω, ότι δεν ήταν γνώστης οποιουδήποτε λόγου για ύπαρξη τέτοιας έχθρας. Εξάλλου, ως θα διαφανεί κατωτέρω, κατά την αξιολόγηση του Εναγόμενου 2, οι σχετικές αναφορές του δεν αμφισβητήθηκαν, ούτε και προέκυψε, ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης του, οτιδήποτε που να μπορεί να αποτελέσει τη βάση περί ύπαρξης τέτοιας έχθρας.

 

Επίσης, δεν δέχομαι τη θέση της περί του ότι η ιστοσελίδα sigmalive τυγχάνει διαχείρισης από την Εναγόμενη 1. Και τούτο διότι, το Τεκμήριο 5, που η ίδια προσκόμισε, δεν δεικνύει τίποτε παραπάνω από το γεγονός ότι η εν λόγω ιστοσελίδα, «υπάγεται στο δυναμικό» του ομίλου της Εναγόμενης 1 και όχι ότι τυγχάνει διαχείρισης από αυτήν. Εν πάση περιπτώσει, από τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 12, το οποίο κατατέθηκε από κοινού από τους συνηγόρους των διαδίκων, είναι εμφανές ότι είναι η Sigma Live Ltd (ως θυγατρική εταιρεία της Εναγόμενης 1 και, συνεπώς, ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο) που λειτουργεί την ιστοσελίδα sigmalive, χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον μου οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να θέλει την Εναγόμενη 1 να συνδέεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τη διαχείριση της εν λόγω ιστοσελίδας.

 

Δεν μου διαφεύγει δε ότι η Ενάγουσα, σε αρκετά σημεία, κατά την μαρτυρία της, ήταν ιδιαίτερα έντονη, με τη μαρτυρία της να διακατέχεται από κάποιου είδους υπερβολή, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τις, κατ’ ισχυρισμόν, ζημίες που υπέστη ένεκα της δημοσίευσης των επίδικων άρθρων. Παρά ταύτα, η θέση της που θέλει την προσωπική και επαγγελματική της ζωή να επηρεάστηκε, ένεκα της δημοσίευσης των επίδικων άρθρων, ουδόλως κλονίστηκε ή, εν πάση περιπτώσει, τέθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, εν αμφιβόλω.

 

Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της Ενάγουσας, πλην των όσων ρητώς δεν αποδέκτηκα, τη μαρτυρία της την αποδέχομαι στο σύνολο της και στη βάση αυτής προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

Σημειώνω εδώ ότι, αναφορικά με τις όποιες προσωπικές εκτιμήσεις, διατύπωσε η Ενάγουσα, ως προς το κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά για το άτομο της, τούτες δεν υπόκεινται σε έλεγχο αξιοπιστίας. Τούτο διότι, όπως είναι πάγια νομολογημένο, μαρτυρία ως προς το πώς τα δημοσιεύματα έγιναν αντιληπτά από τον εκάστοτε ενάγοντα, ή τους μάρτυρες του, δεν είναι παραδεκτή και δεν ενέχει σημασία (βλ. Capital & County?s Bank v. Henty (1882) 7 AC 745, Τάσσος Παπαδόπουλος ν. Kyrix Publications Ltd (1963) 2 C.L.R. 290 και την Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν. Δώρου Γεωργιάδη, Πολιτική Έφεση αρ. 118/08, απόφαση ημερ. 4.3.2011). Το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό, εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος, την υπόθεση, Δικαστηρίου. Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου τεκμαίρεται να εκφράζει την αντίληψη του ιδεατού μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd  (1954) 1 All E.R. 495, Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ  (2003) 1 Α.Α.Δ. 1198). Βλέπε επίσης, το σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 13η έκδοση, παρα. 2-023, υποσημείωση 201, 202, όπου αναφέρονται τα εξής: «Since the issue whether particular imputation is defamatory will vary with time, place and the state of public opinion, it is not possible to say that such and such is defamatory and such and such is not. In any case, whether any imputation is defamatory is not a matter of law, but a matter of fact for a judge, putting him or herself into the shoes of the ordinary reasonable reader, or, in some jurisdictions, for a jury. It is similarly a matter of fact whether any words convey the defamatory imputation alleged, and this may depend to a great extent on the circumstances and context of a particular publication».

 

Μ.Ε. 2

 

Η μαρτυρία του μάρτυρα αυτού ήταν ουσιαστικά τυπική και έγκειτο στο να εξακριβωθεί το πρόσωπο που ήταν ο κατά Νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας, κατά τον επίδικο χρόνο. Δεν έχω δε καμία αμφιβολία ότι ο μάρτυρας αυτός, ενώπιον του Δικαστηρίου, προσήλθε με σκοπό να πει την αλήθεια και να προσκομίσει τα έγγραφα που είχε στην κατοχή του, ως εκ της θέσεως που κατέχει, σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Η δε μαρτυρία του, παρά της όποιας αντεξέτασης έτυχε, ουδόλως κλονίστηκε.

 

Στη βάση των ανωτέρω, αλλά και του στόχου που σκοπούσε να εξυπηρετήσει ο σχετικός Νόμος (ο περί Τύπου Νόμου του 1989, Ν. 145/1989), και δη να υποχρεώσει νομικό πρόσωπο που είναι ιδιοκτήτης εφημερίδας, να δηλώσει φυσικό πρόσωπο ως κατά Νόμο υπεύθυνο της, ώστε να μπορεί αυτός να καταστεί προσωπικά υπεύθυνος για τα προβληθέντα από το Νόμο αδικήματα (βλ. άρθρο 11 του περί Τύπου Νόμου), αποτελεί πλέον εύρημα μου ότι ο Εναγόμενος 3 ήταν ο κατά Νόμο υπεύθυνος της Εναγόμενης 1, κατά τον επίδικο χρόνο, δεδομένου του αρχικού σχετικού ορισμού του και της μη μέχρι σήμερα μεταβολής του εν λόγω ορισμού του.

 

Μ.Υ. 1

 

Η μάρτυρας αυτή μου έκανε καλή εντύπωση. Η μαρτυρία της υπήρξε σταθερή και δεν διακατέχεται από οποιεσδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις, ενώ, τα όσα η ίδια ανέφερε, συνάδουν και με το κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι η εταιρεία Sigma Live Ltd αποτελεί εταιρεία εγγεγραμμένη στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και, επομένως, ανεξάρτητη νομική οντότητα από την Εναγόμενη 1. Εν πάση περιπτώσει, η βασική θέση της ότι τη διαχείριση της ιστοσελίδας την έχει αποκλειστικά η Sigma Live Ltd, ως ξεχωριστή εταιρεία, και όχι η Εναγόμενη 1, παρά της όποιας σχετικής αντεξέτασης της, δεν ανατράπηκε, με τις όποιες αντίθετες τοποθετήσεις, από πλευράς της Ενάγουσας ή της συνηγόρου της, να παραμένουν στη σφαίρα της θεωρίας και, κατά συνέπεια, αίολες.

 

Επομένως, τη μαρτυρία της Μ.Υ. 1 την αποδέχομαι στο σύνολο της και, στη βάση αυτής, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.

 

Εναγόμενος 2

 

Ο Εναγόμενος 2 μου έκανε θετική εντύπωση ως μάρτυρας. Ήταν αυθόρμητος στις απαντήσεις του, απαντώντας σε κάθε ερώτηση που του τέθηκε. Η δε ειλικρίνεια του διαφαίνεται και από το γεγονός ότι, αν και αποτέλεσε αρχική θέση του ότι το όνομα της Ενάγουσας δεν αναφέρεται στο πρώτο επίδικο δημοσίευμα, αντεξεταζόμενος παραδέχτηκε ότι τούτο δεν ισχύει, αναγνωρίζοντας ότι στο φωτοαντίγραφο της επιστολής του Υπουργείου Οικονομικών που αποτυπώνεται στο δεξί μέρος της σελ. 6 του Τεκμηρίου 6, τούτο είναι ορατό, εξηγώντας ότι δεν είχε προσέξει την εκεί αναφορά του ονόματος της, για αυτό και δεν το έσβησε. Εξήγησε, επίσης, ότι δεν ήταν η πρόθεση του να δημοσιεύσει το όνομα της Ενάγουσας, εξού και το διέγραψε από το φωτοαντίγραφο της επιστολής - Τεκμήριο 11 - που αποτυπώνεται στο αριστερό μέρος του πρώτου επίδικου δημοσιεύματος – Τεκμήριο 6. Πέραν των ανωτέρω, η ειλικρίνεια του διαφαίνεται και από το γεγονός ότι, χωρίς περιστροφές και ίχνος ενδοιασμού, ανέφερε ότι ο λόγος που δεν επικοινώνησε με την Ενάγουσα, ήταν γιατί η Έκθεση του Γενικού Ελεγκτή - Τεκμήριο 11 - που είχε στην κατοχή του, ήταν επίσημο έγγραφο και στόχος του ήταν η ενημέρωση του κοινού αναφορικά με το περιεχόμενο της, ενώ, το ζητούμενο, για τον ίδιο, δεν ήταν η Ενάγουσα, αλλά τα όσα κατέγραφε ο Γενικός Ελεγκτής σε σχέση με τα εμπλεκόμενα υπουργεία και κρατικές αρχές, αποκαλύπτοντας, με τον τρόπο αυτό, τους πραγματικούς λόγους που τον ώθησαν στη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων. Ήταν δε ιδιαίτερα επεξηγηματικός ως προς τις πηγές της πληροφόρησης του και τα όσα είχε ενώπιον του πριν την δημοσίευση των επίδικων άρθρων, οι οποίες υποστηρίζονται από τα τεκμήρια που προσκόμισε ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς, καταλήγω ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν μάρτυρας αλήθειας.

 

Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω, κρίνω σκόπιμο, εν προκειμένω, να επισημάνω το εξής. Η θετική αξιολόγηση του Εναγόμενου 2, δεν πρέπει να εκληφθεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, και ως αποδοχή ή υιοθέτηση τυχόν συμπερασμάτων που προώθησε με τη μαρτυρία του. Και εξηγώ. Το κατά πόσο όφειλε ή όχι να λάβει τη θέση της Ενάγουσας πριν τη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων, δεν αποτελεί ζήτημα μόνο πραγματικό, αλλά και νομικό, πράγμα που θα με απασχολήσει κατωτέρω, και δεν απαντάται μόνο και μόνο επειδή ο Εναγόμενος 2 κρίνεται αξιόπιστος. Ούτε το γεγονός ότι οι επεξηγήσεις του κρίθηκαν γνήσιες και ειλικρινείς, ολοκληρώνει την εξέταση του ζητήματος ως προς το κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά ή όχι για την Ενάγουσα. Είναι νομολογιακώς αποσαφηνσμένο ότι όταν το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή δεν είναι δυσφημιστικό, δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση του ποια ήταν η πρόθεση του Εναγομένου, παρά μόνο εξετάζει την έννοια που θα απέδιδαν στο δημοσίευμα λογικά σκεπτόμενα άτομα (βλ. Phileleftheros Public Company Ltd κ.α.  v Ανδρέα Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2009, απόφαση ημερ. 20/06/2012).

 

Εκείνο που προκύπτει από τα όσα ανέφερε ο Εναγόμενος 2 είναι ότι το κίνητρο του, πίσω από τη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων, ήταν η ενημέρωση του κοινού για τα θέματα της έρευνας του Γενικού Ελεγκτή και όχι η εξυπηρέτηση κάποιου αλλότριου σκοπού. Δεν διαπιστώνω, δηλαδή, ότι ο Εναγόμενος 2 ή από οποιοσδήποτε άλλος εκ των Εναγόμενων, για λογαριασμό των οποίων λειτουργούσε ο πρώτος, διακατεχόταν από έχθρα, κακοβουλία ή κακοπιστία έναντι της Ενάγουσας.

 

Τελικά Ευρήματα

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω και στα, επιπρόσθετα, των αρχικών, εξής ευρήματα:  

 

(1)  Ο Εναγόμενος 3, κατά τον ουσιώδη χρόνο, των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν ο κατά νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας.

(2)  Ο Εναγόμενος 2 δεν επικοινώνησε με την Ενάγουσα πριν προβεί στη δημοσίευση των επίδικων άρθρων, για να λάβει την άποψη της σε σχέση με το περιεχόμενο των εγγράφων - Τεκμηρίων 11, 15, 16 και 19 - τα οποία είχε υπόψη του για σκοπούς ετοιμασίας, συγγραφής και δημοσίευσης των επίδικων δημοσιευμάτων.

(3)  Η τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ ουδέποτε έγινε για να εξυπηρετήσει μόνο την επικείμενη (τότε) ανάληψη της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία, αλλά έγινε και για σκοπούς ενίσχυσης του επιτόπιου προσωπικού του Υπουργείου Εσωτερικών γενικότερα. Εξού και η αρχική περίοδος τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ, έληγε στις 30.11.2014 και δη χρόνο, κατά πολύ μεταγενέστερο της ημερομηνίας λήξης της σχετικής Προεδρίας της Δημοκρατίας, η οποία, λήξη, ήταν γνωστή πριν την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ.

(4)  Η Ενάγουσα δεν ήταν έκτακτη δημόσια υπάλληλος (όπως ανέφερε το πρώτο επίδικο δημοσίευμα), αλλά κατείχε θέση διοικητικής λειτουργού αορίστου χρόνου.

(5)  Ο μισθός που η Ενάγουσα λάμβανε, κατά την τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ, δεν ήταν ψηλότερος, ούτε διπλασιάστηκε. Τουναντίον, ο μισθός της ενόσω ήταν στη ΜΑΕΕ, ήταν αυτός που αντιστοιχούσε στη κλίμακα της θέσης που κατείχε ως εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου, ενώ το όποιο επιπρόσθετο ποσό λάμβανε, το λάμβανε ως κατ’ εξαίρεση μηνιαίο γενικό επίδομα εξωτερικού, ενώ λάμβανε πολύ λιγότερα από αυτά που λάμβαναν υπάλληλοι της ίδιας κλίμακας, για την άσκηση των ίδιων καθηκόντων στην ΜΑΕΕ, εφόσον η ίδια δεν ήταν ποτέ επιτόπιο προσωπικό.

(6)  Ουδέποτε η Ενάγουσα πήγε και έμεινε ή ξεχάστηκε στην ΜΑΕΕ, ούτε και η παραμονή και/ή τοποθέτηση της εκεί ήταν το αποτέλεσμα συνεχών ανανεώσεων/ παρατάσεων, ως, στα επίδικα δημοσιεύματα, καταγράφεται, εφόσον η αρχική περίοδος τοποθέτησης της ίσχυε μέχρι τις 30.11.2014.

(7)  Ο σύζυγος της δεν ήταν μέλος της φρουράς του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά ήταν μέλος της φρουράς του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω και δεν διέμενε μαζί της στις Βρυξέλλες.

(8)  Η Ενάγουσα δεν ήταν και δεν είναι μέλος κάποιου κόμματος στη Κύπρο, ούτε έχει εκλογικό βιβλιάριο, ενώ, κατά το έτος 2012, όταν της ζητήθηκε να τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ, η ίδια είχε μόλις αρραβωνιαστεί με τον τέως σύζυγο της και ζήτησε αν γινόταν να παραμείνει στη Κύπρο, καθότι θα είχε τις ετοιμασίες του γάμου της, κάτι που δεν έγινε δεκτό.

(9)   Η Ενάγουσα δεν είχε οποιαδήποτε έχθρα με τους Εναγόμενους, ούτε οι τελευταίοι προκύπτει να είχαν οποιαδήποτε σχέση και/ή έχθρα με αυτήν και/ή οποιαδήποτε αλλότρια κίνητρα στη βάση των οποίων προέβηκαν στη δημοσίευση των επίδικων άρθρων.

(10) Ένεκα των επίδικων δημοσιευμάτων, τόσο η προσωπική όσο και η επαγγελματική ζωή της Ενάγουσας επηρεάστηκαν.

 

Νομική Πτυχή – Συμπεράσματα

 

To νομοθετικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα εξεταστεί η υπό κρίση υπόθεση, βρίσκεται στις πρόνοιες των άρθρων 17[14] και 18[15] του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Όπως, συναφώς, επεξηγείται στο Σύγγραμμα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, στη σελ. 62, το Δικαστήριο διαπιστώνει το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, εκεί όπου αποδειχθεί ότι (1) το δημοσίευμα ήταν δυσφημιστικό, (2) ότι αναφερόταν στο πρόσωπο του εκάστοτε ενάγοντα και, τέλος, (3) ότι τούτο (το δημοσίευμα) δημοσιεύτηκε.

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω κάθε ένα από τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της δυσφήμισης, κρίνω σκόπιμο πρώτα να αποφανθώ ως προς το κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα θα πρέπει να εξεταστούν σωρευτικά, ως ενιαίο σύνολο, ή κατά πόσο τούτα θα πρέπει να ιδωθούν το κάθε ένα ξεχωριστά (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν. Βασιλείου (2005) 1Α Α.Α.Δ. 683). Αποτελεί θεμελιώδη αρχή ότι ο χαρακτήρας ενός κειμένου προσδιορίζεται από τις σύγχρονες και σχετικές τούτου περιστάσεις. Σχετικά επί του ζητήματος, είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 13th edition, σελ. 121, τα οποία υποδεικνύουν ότι, ενίοτε, η διερεύνηση του χαρακτήρα του κειμένου επιτρέπεται να εξέλθει των στενών πλαισίων τούτου και να επεκταθεί σε δημοσιεύματα που προηγήθηκαν ή επακολούθησαν χρονικά. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα, κατωτέρω:

 

«It may in some cases be permissible to travel outside the bounds of the particular publication complained of to establish the context. If, for example, a weekly publication is so made up that a particular part of it becomes associated with the exposure of wrongdoing, that may make defamatory the inclusion in that part of material which would not otherwise be so.»

 

Οι περιστάσεις και οι προϋποθέσεις που διέπουν μία τέτοια περίπτωση, αναφέρονται, επίσης, στο σύγγραμμα Gatley and Slander (13η έκδοση), όπου υποδεικνύεται ότι η χρονική εγγύτητα των δημοσιευμάτων, η συνάφεια του περιεχομένου τους και ο τρόπος με τον οποίο διασυνδέονται, είναι στοιχεία που διέπουν τη σκέψη του μέσου λογικού αναγνώστη στην προσπάθεια διαπίστωσης κατά πόσο δύο, ή περισσότερα, κείμενα, συνιστούν μέρος μιας ενιαίας σειράς δημοσιευμάτων. Συγκεκριμένα, στη σελ. 270, παράγραφο 8-004, του πιο πάνω συγγράμματος, αναφέρονται τα εξής, με παραπομπή στην πρόσφατη απόφαση στην Simon v Lyder [2020] A.C. 650: there must in the mind of the reasonable reader be created a sufficient nexus, connection or association between the two of them, so that (where one is defamatory and the other identifies the subject) there comes a moment in time at which, in the mind of that reader, the claimant is identified as the subject of the defamatory accusation.[16]

 

Εν προκειμένω, δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι τα δύο πιο πάνω επίδικα άρθρα συντάχθηκαν από το ίδιο πρόσωπο, και δη τον Εναγόμενο 2, και δημοσιεύτηκαν σε διαφορετικές μεν, διαδοχικές δε, ημερομηνίες, από την ίδια Εφημερίδα. Το πρώτο επίδικο άρθρο επικεντρώνεται στην έρευνα του Γενικού Ελεγκτή – Τεκμήριο 11, στη βάση της ανώνυμης καταγγελίας (Τεκμήριο 15), ως επίσης και την απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών σε αυτήν – Τεκμήριο 16, ενώ το δεύτερο και τελευταίο άρθρο, πέραν των ανωτέρω Τεκμηρίων 11, 15, 16, αναφέρεται στην, στο μεταξύ, εκδοθείσα ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών (Τεκμήριο 19) ότι, παρά το ότι το ίδιο, δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της Ενάγουσας για παράταση της τοποθέτησης της στην ΜΑΕΕ, για περίοδο ενός έτους μετά τις 30.11.2014, εντούτοις λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις και συστάσεις του Γενικού Ελεγκτή επί του θέματος, έκρινε σκόπιμο όπως η τοποθέτηση της τερματιστεί στις 30.11.2014, οπόταν και λήγει η περίοδος τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ.

 

Πέραν όμως των πιο πάνω, σημαντική πτυχή του όλου ζητήματος αποτελεί και το πως ο μέσος λογικός αναγνώστης μπορούσε να εκλάβει τούτη τη διαδοχική έκδοση των επίδικων δημοσιευμάτων. Επί τούτου, κρίνω σημαντικό, στην, εν προκειμένω, θεώρηση μου, το γεγονός ότι τα δύο άρθρα αφορούν το ίδιο ζήτημα και, επομένως, υπό τις περιστάσεις, είμαι της άποψης ότι κάθε μέσος λογικός αναγνώστης θα εκλάμβανε ότι το δεύτερο άρθρο είναι συνέχεια του πρώτου. Σε αυτή τη συλλογιστική μου, συνυπολογίζω και το ότι τα επίδικα άρθρα δημοσιεύθηκαν σε συνεχείς μέρες (3 και 4 Νοεμβρίου 2014) και το ύφος του περιεχομένου τους είναι πανομοιότυπο. Επομένως, κρίνω ότι ο μέσος λογικός αναγνώστης, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η υπάλληλος στην οποία γινόταν αναφορά στο πρώτο επίδικο άρθρο είναι αυτή της οποίας η τοποθέτηση στη ΜΑΕΕ τερματίζετο στις 30.11.2014, και, ως εκ τούτου, θεωρώ ότι τα δύο επίδικα δημοσιεύματα θα πρέπει να εξεταστούν σωρευτικά.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δυσφήμισης. Ως ήδη ανέφερα, η δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων δεν αμφισβητείται. Ως εκ τούτου, η εξακρίβωση του εν λόγω συστατικού στοιχείου δεν θα με απασχολήσει, εν προκειμένω, περαιτέρω.

 

Σε σχέση με το δεύτερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δηλαδή κατά πόσο τα δημοσιεύματα αναφέρονται στην Ενάγουσα, είμαι της άποψης ότι η απάντηση σε αυτό, είναι και πάλι καταφατική. Τα όσα ανέφερα ανωτέρω, σε σχέση με την αντιμετώπιση που τυγχάνουν τα επίδικα δημοσιεύματα και δη ότι τούτα εξετάζονται ως ένα ενιαίο σύνολο, δεν αφήνει περιθώριο άλλης κατάληξης. Εφόσον, η Ενάγουσα κατονομάζεται στο πρώτο επίδικο δημοσίευμα (Τεκμήριο 6), είναι αντιληπτό ότι συνειρμικά προσδιορίζεται και στο δεύτερο επίδικο δημοσίευμα.

 

Είναι τα επίδικα δημοσιεύματα δυσφημιστικά;

 

Εκείνο που εναπομένει να αποφασισθεί, προτού διαφανεί αν είναι αναγκαία η ενασχόληση του Δικαστηρίου με τις προβληθείσες, από τους Εναγόμενους, υπερασπίσεις, είναι το κατά πόσο τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά ή όχι. Επαναλαμβάνω εδώ ότι το πώς εκλαμβάνεται το δημοσίευμα από οποιοδήποτε τρίτο, δεν έχει σημασία. Βάσει των αρχών που θέτει η νομολογία μας, το κριτήριο του κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, αποφασίζεται από το Δικαστήριο. Είναι το Δικαστήριο που πρέπει να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό, και για να πράξει τούτο, πρέπει να βρεθεί το νόημα του κειμένου, αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις του, τη φυσική και συνήθη ερμηνεία τους. Κριτήριο είναι ο μέσος αναγνώστης ή ο μέσος λογικός άνθρωπος, προς τον οποίο απευθύνεται το δημοσίευμα. Σχετική επί τούτου είναι, μεταξύ άλλων, η απόφαση Ελευθέριος Γαλινιώτης ν. 1. Εκδοτικός Οίκος Δίας, 2. Πάπυρος Εταιρεία Κεντρικής Διανομής Τύπου Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 474, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο, ανάφερε τα εξής[17]:

 

«Είναι οφειλόμενη όμως η παρατήρηση σε αυτό το στάδιο, ότι σε αγωγές για δυσφήμιση το θέμα κρίνεται από το Δικαστήριο ως πραγματικό ζήτημα αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνηθισμένη και φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος, είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου. (Δέστε τις υποθέσεις Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290, Capital & County' s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745 και Harvey v. French [1832] 1 Cr. & M11 (149 E.R. Exch 293). Η θέση του Δικαστηρίου τεκμαίρεται ότι αποδίδει την αντίληψη του μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1944] 1 All E.R. 495 και Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1198). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, 16η έκδ., σελ. 142:

 

«The statement is judged by the standard of an ordinary, right-thinking member of society. Hence the test is an objective one, and it is no defence to say that the statement was not intended to be defamatory or uttered by way of a joke.»

 

Και στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ.  (2003), σελ. 487-488:

 

«The judge decides whether a statement is capable of bearing a defamatory meaning, whether in its normal meaning or by innuendo. That being resolved in the affirmative, the jury then decides whether it did bear a defamatory meaning on the occasion complained of.»

 

Στην Κύπρο βεβαίως ο Δικαστής προβαίνει σε μια νοητική εργασία που καλύπτει και τις δύο ανωτέρω λειτουργίες

 

Καθίσταται επομένως ξεκάθαρο ότι, σημαντικό για το κατά πόσο ένα δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό, είναι το τι πραγματικά, στα μάτια του μέσου συνετού πολίτη, αποδίδεται, με αυτό, στον εκάστοτε ενάγοντα (βλέπε, επίσης, Χριστοδούλου ν. Αυξεντίου και Αυξεντίου ν. Χριστοδούλου, Πολιτικές Εφέσεις αρ. 33/2011 και 46/2011 (συνεκδικασθείσες), απόφαση ημερ. 4.3.2016).

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά, στα σημεία που υποστηρίζει η Ενάγουσα, σημειώνω ότι έχω κατά νου τα όσα έχουν υποδειχθεί νομολογιακά, και δη, ότι κατά την εν λόγω διεργασία, θα πρέπει να εξισορροπηθούν δύο σημαντικά δικαιώματα (βλ.  Εκδοτικός Οίκος Διας Δημόσια Λτδ v. Κώστα Γενάρη (2011) 1Γ Α.Δ.Δ. 1952, Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Παπαευσταθίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ και Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίτη, Πολιτική Έφεση 216/08, απόφαση ημερομηνίας 8.4.2011, ήτοι:

 

(1)  Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και έκφρασης, όπως αυτό παρατίθεται και διασφαλίζεται από το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής «η Σύμβαση») και από το Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και

(2)  Το δικαίωμα της προάσπισης της αξιοπρέπειας, υπόληψης και καλής φήμης του ανθρώπου, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης και το οποίο πιθανόν να περιλαμβάνεται και στο ευρύτερο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος και από το Άρθρο 8 της Σύμβασης.

 

Εφαρμογή των πιο πάνω, στα ιδιαίτερα γεγονότα κάθε υπόθεσης, δεικνύει ποιο εκ των δυο υπερισχύει και, συνακόλουθα, αν το δημοσίευμα είναι ή όχι δυσφημιστικό. Η όλη διεργασία αφορά το σύνολο του δημοσιεύματος και όχι απλώς μεμονωμένα αποσπάσματα και, περαιτέρω, στις λέξεις, αποδίδεται η φυσική ερμηνεία που θα απέδιδε σε αυτές ο ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος, αναλογιζόμενος τον χρόνο, τόπο και περιστάσεις κάτω από τις οποίες τούτο γράφτηκε (βλ. Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1395)[18]. Περαιτέρω, έχει νομολογηθεί ότι αν το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, δεν θα του αποδοθεί εκείνη που το καθιστά δυσφημιστικό (βλ. Κουτσού ν. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ (ανωτέρω)).

 

Αποτελεί θέση της πλευράς των Εναγομένων ότι, στην παρούσα περίπτωση, τα επίδικα δημοσιεύματα δεν είναι δυσφημιστικά για την Ενάγουσα καθότι δεν αναφέρονται σε οποιαδήποτε πράξη ή ενέργεια της Ενάγουσας που συνιστά κατάχρηση εξουσίας, αλλά οι εκεί αναφορές αφορούν τις ενέργειες και πράξεις των εμπλεκόμενων υπουργείων και κρατικών φορέων που σχετίζονται με την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ. Αντίθετη είναι, βεβαίως, η θέση της πλευράς της Ενάγουσας.

 

Στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μου διαφεύγει ότι τα επίδικα δημοσιεύματα κάνουν αναφορά στις ενέργειες των εμπλεκόμενων κρατικών φορέων/υπουργείων σε σχέση με την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ. Εντούτοις, η σχέση της Ενάγουσας με τις εν λόγω ενέργειες ήταν άμεση, καθότι αφορούσαν το πρόσωπο της και την εκεί εργοδότηση της. Επίσης, στη βάση του λεκτικού των επίδικων δημοσιευμάτων, η Ενάγουσα, παρουσιάζεται ως ευνοημένη, παραμένοντας στη ΜΑΕΕ για ακόμη δύο χρόνια, κατόπιν πολιτικής παρέμβασης, λόγω της σχέσης της με πρόσωπο που αποτελούσε οδηγό πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας και ως πρόσωπο, που με τη λήψη των απολαβών της, διπλασίαζε το μισθό της, διασπαθίζοντας δημόσιο χρήμα. Επομένως, τα επίδικα δημοσιεύματα, είχαν άμεσο αντίκτυπο στην Ενάγουσα και, ως εκ τούτου, γίνεται αντιληπτό ότι οι επίδικες αναφορές αφορούσαν και αυτήν και όχι μόνο τις ενέργειες των εμπλεκόμενων υπουργείων και/ή των κρατικών φορέων, δημιουργώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο απέχθεια προς το πρόσωπο της, αποδίδοντας της ανεντιμότητα και παρουσιάζοντας την ως άτομο το οποίο επωφελήθηκε κομματικού ρουσφετιού για να τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ για να λαμβάνει υψηλότερες απολαβές από ότι προνοούσε η θέση της.

 

Είναι, εν προκειμένω, επίσης, η θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι το δεύτερο επίδικο δημοσίευμα δεν είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο δυσφημιστικό, καθότι το μόνο που αυτό αναφέρει είναι τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 19. Σημειώνω ότι τα όσα αναφέρονται στο δεύτερο επίδικο δημοσίευμα, Τεκμήριο 8, και δη περί του ότι «Ανακαλείται από τις Βρυξέλλες μετά τις αποκαλύψεις», «Υπάλληλος που πήγε προσωρινά και ξεχάστηκε», «παρέμεινε εκεί παίρνοντας συνεχείς παρατάσεις», δεδομένης της πιο πάνω κρίσης μου ότι τα δύο δημοσιεύματα πρέπει να ιδωθούν ως ένα ενιαίο κείμενο, συναρτώνται με το πρώτο επίδικο δημοσίευμα, Τεκμήριο 6, στην έννοια του οποίου αναφέρθηκα μόλις πιο πάνω. Επομένως, είμαι της άποψης ότι ο μέσος λογικός αναγνώστης, ο οποίος θα αναγνώσει το Τεκμήριο 8, υπό το φως του περιεχομένου του Τεκμηρίου 6, δεν μπορεί παρά να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι συνεχείς παρατάσεις που καταγράφονται, στο δεύτερο δημοσίευμα, είναι αυτές που αφορούν την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, η οποία έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης και «ξεχάστηκε», η οποία Ενάγουσα, ρητώς κατονομάζεται στο Τεκμήριο 6.

 

Έχοντας, επομένως, κατά νου τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Κεφ. 148, τα επίδικα δημοσιεύματα, είναι πράγματι δυσφημιστικά για την Ενάγουσα, εφόσον της αποδίδουν ανεντιμότητα, αναξιοπρέπεια, χαριστική και/ή ευνοϊκή μεταχείριση και/ή κατάχρηση της θέσης της, με σκοπό την διασπάθιση δημόσιου χρήματος και/ή την αποκόμιση οικονομικού και προσωπικού οφέλους.

 

Σημειώνω δε ότι σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 17(1), δεν είναι απαραίτητο η δυσφήμιση να έχει πράγματι προκαλέσει τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 17(δ) και (ε) του Κεφ. 148, αλλά να ενδέχεται να επιφέρει τα όσα εκεί διαλαμβάνονται ή να τείνει να επιφέρει τα όσα αναφέρονται στο άρθρο 17(γ) και, επομένως, καταλήγω πως πράγματι τα επίδικα δημοσιεύματα, κρινόμενα στο σύνολο τους, είναι δυσφημιστικά στη βάση του άρθρου 17(1)(γ)-(ε) του Κεφ. 148. 

 

Στη βάση, επομένως, όλων των ανωτέρω, είναι η κατάληξη μου ότι τα επίδικα δημοσιεύματα (Τεκμήριο 6 και 8), ως σύνολο ιδωμένα, είναι δυσφημιστικά για την Ενάγουσα.

 

Δεδομένου των ανωτέρω, προκύπτει η ανάγκη να εξεταστούν οι υπερασπίσεις που προβάλλονται εκ μέρους των Εναγομένων και οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 19 του Κεφ. 148[19].

 

Η υπεράσπιση της αλήθειας (justification)

 

Προχωρώ, κατ’ αρχάς, να εξετάσω την πρώτη υπεράσπιση που προβλήθηκε εκ μέρους των Εναγομένων, και δη αυτή της αλήθειας του περιεχομένου των επίδικων δημοσιευμάτων. Σχετική είναι, μεταξύ άλλων, η υπόθεση  ΡΙΚ ν  Χαράλαμπος Καψός, Πολιτική Έφεση Αρ. 256/2006, απόφαση ημερ. 24.9.2009.

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 19(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, όπως και εδώ, κάποιο δημοσίευμα περιέχει περισσότερους από ένα δυσφημιστικούς ισχυρισμούς, έστω κι αν δεν αποδειχθεί η αλήθεια κάποιων από τους ισχυρισμούς, εντούτοις μπορεί να στοιχειοθετηθεί και να επιτύχει η υπεράσπιση της αλήθειας. Το κριτήριο το οποίο θέτει ο ίδιος ο νομοθέτης σε μια τέτοια περίπτωση, είναι η διακρίβωση του κατά πόσο το μέρος ή τα μέρη του δημοσιεύματος που δεν αποδείχτηκε ότι είναι αληθή, βλάπτουν ουσιωδώς την υπόληψη του ενάγοντα, λαμβανομένου, όμως, υπόψη του αληθούς των υπόλοιπων κατηγοριών. Είναι, δηλαδή, αρκετό ο Εναγόμενος να αποδείξει ουσιωδώς την αλήθεια των ισχυρισμών του και δη το κεντρί (sting) αυτών και συνεπώς το κεντρί του δημοσιεύματος (βλ. Καψός (ανωτέρω)).

 

Στην παρούσα περίπτωση, η ουσία (το κεντρί) των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν ότι η Ενάγουσα, κατόπιν πολιτικής παρέμβασης, έτυχε χαριστικής μεταχείρισης, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί στη ΜΑΕΕ, για περισσότερο χρόνο από ότι χρειάζετο, για σκοπούς της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία, διπλασιάζοντας το μισθό της, καταχρώντας έτσι δημόσιο χρήμα.

 

Εν προκειμένω, έχοντας κατά νου τα όσα ανωτέρω ανέφερα, στα τελικά ευρήματα μου, ως μη ανταποκρινόμενα στα πραγματικά γεγονότα, παρατηρώ ότι τα επίδικα δημοσιεύματα περιέχουν ουσιώδεις ανακρίβειες ως προς το πραγματικό καθεστώς εργοδότησης της Ενάγουσας, τον λόγο τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ, το χρόνο της αρχικής της τοποθέτησης, τις παρατάσεις ή μη που έλαβε για την εκεί τοποθέτηση της, ως επίσης και το ύψος του μισθού της, σε βαθμό που τούτα δεν είναι αληθή και δεν αντανακλούν την πραγματική και αληθή εικόνα της τοποθέτησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ κατά τον επίδικο χρόνο και ειδικότερα των περιρρέουσων συνθηκών της εκεί εργοδότησης/ τοποθέτησης της. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν καταδεικνύουν ως αληθή την εικόνα που προβάλλεται μέσω των επίδικων δημοσιευμάτων και δη ότι λόγω της τοποθέτησης της στη ΜΑΕΕ και της, κατ’ ισχυρισμόν, παράτασης αυτής (της τοποθέτησης) μετά την Προεδρία της ΕΕ από τη Δημοκρατία, η Ενάγουσα επωφελήθηκε οικονομικά και έτυχε χαριστικής μεταχείρισης, με τη συνεργασία των διάφορων εμπλεκόμενων κρατικών φορέων και/ή υπουργείων, με αποτέλεσμα να καταχράται δημόσιο χρήμα.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ουσιωδών ανακριβειών που περιέχονται στα επίδικα δημοσιεύματα, με τα πραγματικά γεγονότα που περιέβαλλαν την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, το κεντρί (sting) των αναφορών του Εναγόμενου 2, που προβάλλονται στα επίδικα δημοσιεύματα, ως ανωτέρω προσδιορίστηκαν, αλλοιώνεται.

 

Συνεπώς, η υπεράσπιση της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Παρεμβάλλω εδώ, απλά και μόνο για σκοπούς πληρότητας, ότι σε ότι αφορά τις αναφορές στο πρώτο επίδικο άρθρο, περί του ότι ο σύζυγος της Ενάγουσας ήταν ο οδηγός του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας, μεταφέροντας τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 15, παρά το ότι ο εν προκειμένω ισχυρισμός δεν είναι αληθής, καθότι, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, ο σύζυγος της Ενάγουσας ήταν μέλος της φρουράς του πρώην Υφυπουργού παρά τω Προέδρω, εντούτοις, το κεντρί αυτού, και δη ότι ο σύζυγος της ήταν οδηγός και/ή στη φρουρά κάποιου αξιωματούχου της πρώην κυβέρνησης, δεν μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται ουσιωδώς.

 

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη

 

Η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη (qualified privilege) αφορά το καθήκον του τύπου να πληροφορεί το κοινό για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και το δικαίωμα του κοινού να τυγχάνει πληροφόρησης για τέτοια θέματα (βλ. άρθρο 21(1)(α) του Κεφ. 148[20]), αφού τέτοιος ελεύθερος διάλογος είναι εκ των ουκ άνευ σε μία δημοκρατική κοινωνία (Hλιάδης Σωκράτης Z ν. Kώστα Bενιζέλου και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 960). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Π. Πολυβίου (2013), Το σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης, στη σελ. 281:

«Η γενική πολιτική που συνιστά το έρεισμα του υπό επιφύλαξη προνομίου, όπως και την περίπτωση του απολύτου προνομίου, είναι το δημόσιο συμφέρον, ότι δηλαδή έστω και αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό και αναληθές, και έστω και αν μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημιά, είναι προτιμότερο με βάση το δημόσιο συμφέρον και λόγους γενικότερης πολιτικής να καλύπτεται από το προνόμιο υπό επιφύλαξη, υπό την έννοια ότι δηλώσεις, αναφορές και δημοσιεύσεις στο πλαίσιο ορισμένων σχέσεων θα πρέπει να έχουν υψηλό επίπεδο προστασίας, με σκοπό την προώθηση της ελεύθερης έκφρασης και δημοσιοποίησης πληροφοριών».

 

Η απόφαση η οποία αποτέλεσε σταθμό στη νομολογία, σχετικά με το ζήτημα, είναι η Reynolds v. Times Newspapers (1999) 4 All E.R. 609, της οποίας τις αρχές ανέπτυξε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Αλωνεύτη (ανωτέρω), ως ακολούθως:

"(α) Η πολιτική πληροφόρηση δεν προσελκύει, αφ' εαυτής, την υπεράσπιση του προνομίου υπό όρους.  Είναι το αντικείμενο της πληροφόρησης που μπορεί να έχει τέτοιο αποτέλεσμα, ανάλογα με τη σημασία του για το δημόσιο και το αντίστοιχο συμφέρον του κοινού να πληροφορηθεί περί αυτού.

(β) Η έννοια του προνομίου υπό όρους είναι ελαστική και τυγχάνει εφαρμογής υπό το φως των πραγματικοτήτων εκάστης εποχής. Η σημασία των πραγμάτων και, ανάλογα, το ενδιαφέρον του κοινού γι' αυτά μεταβάλλονται από καιρού εις καιρόν.

(γ) Η απόδοση προνομιακού χαρακτήρα σε δημοσίευμα, συναρτάται με σειρά παραγόντων, που έχουν στο επίκεντρο το καθήκον του τύπου να διερευνά την αλήθεια εκείνων τα οποία δημοσιεύει και να προβάλλει με δίκαιο τρόπο διϊστάμενες εκδοχές γι' αυτά.

Στη Reynolds V. Times Newspapers (1999) 4 All E.R. 609, το δημοσίευμα για πολιτικό άτομο δε θεωρήθηκε προνομιούχο, εφόσον έλειπε το στοιχείο της ισορροπημένης παρουσίασης των γεγονότων, προκύπτουσας από την παράλειψη της εφημερίδας να δημοσιεύσει τις εξηγήσεις που έδωσε ο Ενάγων για το αντικείμενο της δημοσίευσης. Αποτελεί καθήκον του τύπου να αναζητά τις απόψεις του υποκειμένου δυσφημιστικού δημοσιεύματος, ως μέτρο ελέγχου της αλήθειας και της ακρίβειας του περιεχομένου του και, παράλληλα, να προβάλλει την αντίθετη εκδοχή σε σχέση με το αντικείμενο του δημοσιεύματος.»

 

Επομένως, πέραν από τη διαπίστωση ότι υπάρχει σχέση αμοιβαιότητας καθήκοντος και συμφέροντος, το άρθρο 21(1)(α) του Κεφ. 148, θέτει ακόμα δύο προϋποθέσεις (βλ. υπόθεση Αλωνέυτη (ανωτέρω):

 

(1)Η δημοσίευση να έγινε καλόπιστα, με το βάρος απόδειξης ότι τούτη έγινε κακόπιστα να βαρύνει τον Ενάγοντα. Κακοπιστία δε, συνιστά όταν ο δημοσιεύσας είτε (α) δεν πίστευε ότι η δημοσίευση ήταν αληθής, είτε (β) δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα να εξακριβώσει ότι η δημοσίευση ήταν αληθής ή (γ) ενήργησε με σκοπό βλάβης του προσώπου που δυσφημείται σε βαθμό σημαντικά μεγαλύτερο ή διαφορετικό του ευλόγως αναγκαίου για το κοινό συμφέρον ή για την προστασία του ιδιωτικού δικαιώματος ή συμφέροντος σε σχέση με το οποίο αξιώνει προνόμιο.

(2)Η δημοσίευση δεν υπερβαίνει, είτε σε έκταση, είτε σε ουσία, το εύλογα επαρκές, υπό τις περιστάσεις.

 

Εν προκειμένω, οι Εναγόμενοι επικαλούνται το ηθικό και κοινωνικό τους καθήκον, ως δημοσιογράφοι, να δημοσιεύουν προς το κοινό, ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, ως η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη ορίζει, και ότι, στην παρούσα περίπτωση, είχαν καθήκον να ενημερώσουν το κοινό για την έκθεση/επιστολή του Γενικού Ελεγκτή -Τεκμήριο 11, τα ευρήματα αυτού, ως εκεί καταγράφονται, ως επίσης και των συστάσεων του προς τα αρμόδια υπουργεία και φορείς, εφόσον τούτα αποτελούσαν ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος και το κοινό είχε αντίστοιχο δικαίωμα να τύχει πληροφόρησης για αυτά.

 

Ως προς την έννοια του κοινωνικού ή ηθικού καθήκοντος ή συμφέροντος, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Stuart v. Bell [1891] 2 QB 341, και δη «I take moral duty to mean a duty recognised by English people of ordinary intelligence and moral principle, but at the same time not a duty enforceable by legal proceedings, whether civil or criminal». Δηλαδή, το κοινωνικό ή ηθικό καθήκον που αναγνωρίζεται, ως τέτοιο, από το μέσο λογικό άνθρωπο ή από το κοινωνικό σύνολο ή σημαντική μερίδα αυτού.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, το ζήτημα των επίδικων δημοσιευμάτων ήταν δημοσίου ενδιαφέροντος και για τούτο δεν υπάρχει αμφιβολία. Μετέφεραν ουσιαστικά, τα επίδικα δημοσιεύματα, τα αναγραφόμενα στα Τεκμήρια 11, 15, 16 και 19, και ειδικότερα τα αναγραφόμενα του Τεκμηρίου 11, το οποίο αποτελούσε και το αποτέλεσμα της έρευνας που διενήργησε ο Γενικός Ελεγκτής, στη βάση των Τεκμηρίων 15 και 16, και στα όσα αυτός κατέγραφε ως ευρήματα του για πιθανή κατάχρηση εξουσίας από τους εμπλεκόμενους κρατικούς φορείς, στη βάση των οποίων τους καλούσε να λάβουν διορθωτικά μέτρα, με τον τερματισμό της τοποθέτησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ κατά την ημερομηνία λήξης της πρώτης τοποθέτησης της, ως επίσης και τον τερματισμό καταβολής επιδομάτων και/ή των όποιων πλεονεκτημάτων αποκόμιζε η Ενάγουσα. Κατά την άποψη μου, είναι προφανές ότι τα όσα, σχετικώς, με τα ανωτέρω, αναφέρονται στο Τεκμήριο 11, αποτελούν ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, εφόσον αναδεικνύουν τον τρόπο που λειτούργησαν συγκεκριμένοι κρατικοί φορείς, ενώ, επίσης, αναδεικνύουν πιθανή υπόθεση κατάχρησης εξουσίας, διασπάθισης δημόσιου χρήματος και ευνοϊκής μεταχείρισης της Ενάγουσας. Συνεπώς, τα επίδικα δημοσιεύματα αφορούν ζητήματα για τα οποία το κοινό είχε δικαίωμα να λάβει σχετική πληροφόρηση, ενώ οι Εναγόμενοι, ως δημοσιογράφοι, είχαν καθήκον να κοινοποιήσουν στο κοινό, και ότι τούτα δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο εντός τέτοιου καθήκοντος εκ μέρους των Εναγόμενων. Είναι, θεωρώ, μια κλασική περίπτωση εφαρμογής της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη.

 

Ήταν η θέση της Ενάγουσας ότι η, εν προκειμένω, υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι οι Εναγόμενοι ενήργησαν κακόβουλα. Υπενθυμίζω ότι το βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού της, το έφερε η ίδια, όπως τούτο προκύπτει νομοθετικά από το άρθρο 21 του Κεφ. 148. Σε ότι αφορά την υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, αναφέρω ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η απόδειξη κακοπιστίας εμποδίζει την εφαρμογή του. Είναι η άποψη μου ότι, με τα γεγονότα όπως έχουν τεθεί ενώπιον μου, δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπήρξε κακοπιστία, η οποία εξουδετερώνει την εν λόγω υπεράσπιση. Σύμφωνα με την απόφαση Κυριάκος Μαυρή ν. 1 Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ, 2. Άριστος Μιχαηλίδης, Πολιτική Έφεση 198/2010 ημερ. 22.5.2015:

 

«Η ύπαρξη κακοβουλίας διαπιστώνεται αντικειμενικά. Η συρροή παραγόντων όπως αναδύονται μέσα από τη δημοσίευση ή όπως διαφαίνεται από τη γενική συμπεριφορά του εναγομένου και την όλη στάση του απέναντι στον ενάγοντα, πριν από τη δίκη και καθόλη την εκδίκαση της υπόθεσης, όπως και η χρήση των συγκεκριμένων λέξεων, μπορεί αφ΄ εαυτής να είναι τέτοια που να οδηγεί σε συμπεράσματα κακοβουλίας (Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίνη (2011) 1 Α.Α.Δ. 717).»

 

Δεν μου διαφεύγει η θέση της συνηγόρου της Ενάγουσας ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν μπορεί να πετύχει, καθότι ο Εναγόμενος, κατά την ίδια, γνώριζε εξ αρχής ότι τα όσα αναφέρονται στα επίδικα δημοσιεύματα δεν ήταν αληθή ή ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν κατέβαλε εύλογη φροντίδα να εξακριβώσει ότι τούτα ήταν αληθή. Αναφέρθηκε ειδικότερα στο γεγονός ότι προκύπτει από το Τεκμήριο 11, αλλά και τα Τεκμήρια 18 και 19, ότι η επικείμενη (τότε) ανάληψη της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία δεν ήταν ο μοναδικός λόγος τοποθέτησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, αλλά ήταν ένας από τους λόγους, με τον άλλο να είναι η γενικότερη ενίσχυση της εκπροσώπησης του Υπουργείου Εσωτερικών στην ΜΑΕΕ, ως επίσης και το ότι η εκεί τοποθέτηση της, εξ αρχής, έληγε στις 30.11.2014 και όχι με τη λήξη της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία, αλλά και ότι δεν έλαβε, μέχρι και τα επίδικα δημοσιεύματα, οποιαδήποτε παράταση και/ή ανανέωση της εκεί τοποθέτησης της. Τέλος, ήταν η θέση της ότι ούτε το γεγονός ότι η Ενάγουσα διπλασίασε το μισθό της προκύπτει από το Τεκμήριο 11.

 

Η πιο πάνω θέση όμως της συνηγόρου της Ενάγουσας, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Και εξηγώ. Όπως ανέφερα ανωτέρω, στη βάση του άρθρου 21(2)(β) του Κεφ. 148, θα πρέπει ο συντάκτης του δημοσιεύματος να καταβάλει εύλογη φροντίδα να εξακριβώσει το αληθές αυτού. Εντούτοις, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Brainvibes Ltd κ.α. v Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α, Πολιτική Έφεση αρ. 62/2014, απόφαση ημερ. 11.5.2021, «[…] είναι οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης που αναδεικνύουν ποιες είναι οι ενδεδειγμένες ενέργειες που όφειλε να εκπληρώσει ο δημοσιογράφος και δεν υφίσταται άκαμπτος κανόνας». Στην υπόθεση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Thamira Food Manufacturers Ltd (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 2276, για δημοσίευμα που κατέγραφε γεγονότα ως προέκυπταν από την έκθεση του Κρατικού Χημείου, δεν κρίθηκε αναγκαία η αναζήτηση της άποψης των εκεί Εναγόντων. Παρόμοια είναι η προσέγγιση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Verlagsgruppe Droemer Knaur GmbH & Co. KG κατά Γερμανίας, (αριθ. 35030/13), ημερ. 19.10.2017, όπου λέχθηκαν τα εξής στη σκέψη 46: «The Court has previously held that the press should normally be entitled, when contributing to public debate on matters of legitimate concern, to rely on the contents of official reports (see Bladet Troms? and Stensaas, cited above, § 68) or on information provided by a press officer at the public prosecutor’s office (see Axel Springer AG, cited above, § 105) without having to undertake independent research. However, the Court has also emphasised the importance of clearly identifying such a source (see Erla Hlynsdottir v. Iceland (no. 3), no. 54145/10, § 73, 2 June 2015, with further references)».

 

Στη βάση των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι, στην παρούσα περίπτωση, ο Εναγόμενος 2 σαφώς προσδιόρισε τις πηγές του και τα όσα έλαβε υπόψη του για τη συγγραφή και δημοσίευση των επίδικων άρθρων, που δεν ήταν άλλα από, μεταξύ άλλων, των Τεκμηρίων 11, 15, 16 και 19, αυτούσια αποσπάσματα των οποίων παραθέτει στα επίδικα δημοσιεύματα, όλα εκ των οποίων αποτελούσαν κρατικά έγγραφα, με το Τεκμήριο 19 να αποτελεί δημόσια ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών, κρίνω ότι η παράλειψη του να επιχειρήσει να επικοινωνήσει με την Ενάγουσα και να επαληθεύσει τα όσα εκεί αναφέρονται, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αποτυχία της συγκεκριμένης υπεράσπισης. Και τούτο διότι, στην παρούσα περίπτωση, ο Εναγόμενος 2 προσδιόρισε, κατά τη μαρτυρία του, τις εν λόγω πηγές του – ως τα Τεκμήρια που αναφέρονται ανωτέρω, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε, και στη βάση αυτών και, ειδικότερα, του περιεχομένου της έκθεσης/ επιστολής του Γενικού Ελεγκτή - Τεκμήριο 11 – η οποία κοινοποιήθηκε στους αρμόδιους φορείς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών, και το οποίο αποτελεί δημόσιο, επίσημο, έγγραφο, κοινοποίησε στο κοινό τα εκεί καταγεγραφέντα ευρήματα του και δη τις πιθανές παρατυπίες, την πιθανή κατάχρηση εξουσίας, διασπάθιση δημόσιου χρήματος και προνομιακής μεταχείρισης της Ενάγουσας από τα εμπλεκόμενα υπουργεία και/ή φορείς, τα οποία καλούσε να ερευνήσουν και να τερματίσουν. Ως δε τέτοιο δημόσιο, επίσημο, έγγραφο, ο Εναγόμενος 2, μπορούσε στα πλαίσια του καθήκοντος του για ενημέρωση του κοινού, για ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος, να δημοσιεύσει το περιεχόμενο του, χωρίς να υπάρχει ανάγκη αναζήτησης της θέσης της Ενάγουσας. Ειδικότερα δε, εφόσον είχε συμπεριλάβει στο πρώτο επίδικο δημοσίευμα (υπό τον υπότιτλο, στο κείμενο του δημοσιεύματος, «Δικαιολογίες») και τη θέση του Υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτή αποστάληκε στο Γενικό Ελεγκτή (Τεκμήριο 16) (φωτοαντίγραφο  της τελευταίας σελίδας του οποίου βρίσκεται στο Τεκμήριο 6), εις απάντηση του Τεκμηρίου 15, με την οποία δίδονταν εξηγήσεις για την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, της βάσης επί της οποίας λάμβανε τα σχετικά επιδόματα, ως επίσης και της μισθοδοσίας της, προβάλλοντας, με τον τρόπο αυτό, τις διιστάμενες εκδοχές, των αρμόδιων φορέων, για τα εν λόγω ζητήματα. Όπως δε αναφέρθηκε στην υπόθεση Μακάριος Δρουσιώτης v. Νικόλα Παπαδόπουλου (2012) 1 ΑΑΔ 102, «Όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω, δεν τίθεται θέμα κακής πίστης και οι αρχές που παρατέθηκαν πιο πάνω σε σχέση με την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου ισχύουν και εδώ και, όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «με την προσθήκη ότι τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται ο σχολιασμός, επιτρέπεται να είναι (πέραν από δυσφημιστικά) και αναληθή με αναγκαιότητα όμως απόδειξης ότι το σχόλιο ή το δημοσίευμα δικαιολογούνταν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις που αναγνωρίζονται ως δεκτικές του προνομίου στο Άρθρο 21(1)(α) του Κεφ. 148». Δεν βρίσκω, επομένως, ότι, στη βάση των ανωτέρω, έχει καταδειχθεί οποιαδήποτε κακοπιστία και/ή κακοβουλία εκ μέρους των Εναγομένων στη δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων.

 

Πρόσθετα, ούτε η Ενάγουσα, η οποία είχε και το σχετικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της περί κακοβουλίας και κακοπιστίας εκ μέρους των Εναγομένων, κατάφερε να το αποσείσει, εφόσον, ως η ίδια ανέφερε αντεξεταζόμενη, δεν μπορεί να γνωρίζει αν είχαν λόγο οι Εναγόμενοι να έχουν οποιαδήποτε έχθρα απέναντι της. Η δε βάση του όλου ισχυρισμού της στηρίζεται στο ότι οι Εναγόμενοι δεν ζήτησαν τη δική της οπτική πριν προβούν στη δημοσίευση των επίδικων άρθρων, πράγμα για το οποίο προέβηκα σε σχετική ανάλυση ανωτέρω στην παρούσα απόφαση.

 

Όλα τα ανωτέρω, θεωρώ, καταρρίπτουν οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ύπαρξης κακοπιστίας από πλευράς των Εναγομένων, αφού κανένα, εκ των τριών κριτηρίων του άρθρου 21(2) του Κεφ. 148, έχει αποδειχθεί, και, επομένως, κρίνω ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη, επιτυγχάνει.

 

Σημειώνω εδώ ότι, οι Εναγόμενοι τόσο δικογραφικά, όσο και μέσω της αγόρευσης των συνηγόρων τους προβάλλουν και την Υπεράσπιση του έντιμου ρεπορτάζ. Μολονότι η εν λόγω υπεράσπιση ανήκει στην κατηγορία του προνομίου υπό επιφύλαξη, τούτη για να επιτύχει απαιτεί την απλή επαναδημοσίευση των όσων είχε ενώπιον του το πρόσωπο το οποίο προέβαινε στη δημοσίευση και όχι την υιοθέτηση ή τη διάνθιση τους[21]. Εντούτοις, στην παρούσα περίπτωση, παρατηρώ ότι ο Εναγόμενος 2, πέραν της υιοθέτησης, στα επίδικα δημοσιεύματα, των όσων αναφέρονται στα Τεκμήρια 11, 15, 16 και 19, προέβη και σε σχόλια επ’ αυτών. Συνεπώς, η εν λόγω υπεράσπιση δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη μου ότι η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη επιτυγχάνει, τούτο στην ουσία σφραγίζει και την τύχη της παρούσας αγωγής. Εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας και σε περίπτωση που η ανωτέρω κρίση μου ήθελε ανατραπεί εφετειακά, προχωρώ να εξετάσω και την τελευταία υπεράσπιση που προβάλλεται εκ μέρους των Εναγομένων, και δη αυτή του έντιμου σχολιασμού.

 

Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου

 

Η υπεράσπιση του έντιμου σχολιασμού προνοείται στο άρθρο 19(β) του Κεφ. 148[22], τα συστατικά στοιχεία της οποίας είναι τα ακόλουθα:

 

(1)  Η επίδικη δήλωση θα πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο του γράφοντος και όχι σε δήλωση ή παράθεση γεγονότων.

(2)  Το επίδικο δημοσίευμα θα πρέπει να άπτεται ζητήματος δημοσίου ενδιαφέροντος.

(3)  Το σχόλιο θα πρέπει να είναι έντιμο ή τουλάχιστον όχι κακόπιστο (βλ. Γαληνιώτης v. Εκδόσεις "Αρκτίνος Λτδ" κ.ά. (ανωτέρω) και Μακάριου Δρουσιώτη κ.α. v. Σ. Παπασάββα, Πολιτική Έφεση αρ. 236/11, απόφαση ημερ. 6.3.2015).

 

(Βλ. επίσης, υπόθεση ΡΙΚ v. Καψού (ανωτέρω)).

 

Το δε βάρος απόδειξης της εν λόγω υπεράσπισης το φέρει ο Εναγόμενος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ο οποίος, αν το αποσείσει, μπορεί να βασιστεί σε αυτήν, εκτός αν ο Ενάγοντας αποδείξει ότι ο Εναγόμενος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ενήργησε κακόβουλα.

 

Συνεπώς, για να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός του ως έντιμο σχόλιο, θα πρέπει να παρουσιάζεται, κατ’ αρχήν, ως σχόλιο και δεν θα πρέπει να είναι τόσο αναμεμειγμένο με τα γεγονότα, ώστε ο αναγνώστης να μην μπορεί να διακρίνει μεταξύ του τι είναι αναφορά γεγονότος και τι αποτελεί σχόλιο (βλ. Hunt v Star Newspaper Co Ltd [1908] 2 KB 319 και την υπόθεση Καψου (ανωτέρω)). Όπως δε παρατίθεται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (6th edition), παρα. 705, μια δυσφημιστική δήλωση γεγονότος δεν συνιστά σχόλιο, γνώμη ή κριτική. Ισχυρισμός ή καταλογισμός κάποιου γεγονότος είναι όταν καταλογίζεται σε κάποιον ότι προέβη σε μια πράξη ή ενέργεια, ενώ σχόλιο συνιστά ο χαρακτηρισμός της πράξης ως απεχθούς, ανέντιμης κτλ.

 

Εντούτοις, αν ο ενάγοντας αποδείξει ότι το δημοσίευμα έγινε κακόπιστα, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 21(2) του Κεφ. 148, η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου αποτυγχάνει (βλ. Γαληνιώτης v. Εκδόσεις "Αρκτίνος Λτδ" κ.ά. (ανωτέρω) και Μακάριου Δρουσιώτη κ.α. v. Σ. Παπασάββα (ανωτέρω)). Εκτενής ανάλυση των αρχών που διέπουν την εν λόγω υπεράσπιση έγινε και στην υπόθεση Ανδρέας Πετρίδης v. Εκδοτικός Οίκος Διας Λτδ (2013) 1Β Α.Α.Δ 1464, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η σύγχρονη διατύπωση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, την οποία και υιοθετούμε, εντοπίζεται στην υπόθεση Spiller & Anor v. Joseph & Anors [2010] UKSC 53, η οποία ουσιαστικά υιοθετεί τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την υπεράσπιση, όπως συνοψίζονται στην Wai Chun Paul v. Albert Cheng [2001] E.M.L.R. 31 από τον δικαστή Lord Nicholls of Birkenhead στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«[i] First, the comment must be on a matter of public interest. ..

 

[ii] Second, the comment must be recognizable as comment, as distinct from an imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere, for example, justification or privilege. Much learning has grown up around the distinction between fact and comment. For present purposes it is sufficient to note that a statement may be one or the other, depending on the context. Ferguson J gave a simple example in the New South Wales case of Myerson v. Smith’s Weekly (1923) 24 SR (NSW) 20, 26:

'To say that a man's conduct was dishonourable is not comment, it is a statement of fact. To say that he did certain specific things and that his conduct was dishonourable is a statement of fact coupled with a comment.'

 

[iii] Third, the comment must be based on facts which are true or protected by privilege: see, for instance, London Artists Ltd v Littler [1969] 2 QB 375 , 395. If the facts on which the comment purports to be founded are not proved to be true or published on a privilege occasion, the defence of fair comment is not available.

 

[iv] Next the comment must explicitly or implicitly indicate, at least in general terms, the facts on which it is based.

 

[v] Finally, the comment must be one which could have been made by an honest person, however prejudiced he might be, and however exaggerated or obstinate his views: see Lord Porter in Turner v Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Ltd [1950] 1 All ER 449 , 461, commenting on an observation of Lord Esher MR in Merivale v Carson (1888) 20 QBD 275, 281. It must be germane to the subject-matter criticised. Dislike of an artist's style would not justify an attack upon his morals or manners. But a critic need not be mealy-mouthed in denouncing what he disagrees with. He is entitled to dip his pen in gall for the purposes of legitimate criticism: see Jordan CJ in Gardiner v Fairfax (1942) 42 SR (NSW) 171, 174.

 

These are the outer limits of the defence. The burden of establishing that a comment falls within these limits, and hence within the scope of the defence, lies upon the Defendant who wishes to rely upon the defence.

 

[vi] A Defendant is not entitled to rely on the defence of fair comment if the comment was made maliciously».

 

Στη βάση των πιο πάνω, αλλά και γενικότερα την, σχετική, επί του θέματος, νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και την Αγγλική νομολογία, προκύπτουν οι εξής κατευθυντήριες γραμμές, για να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου:

 

(1)    Το σχόλιο πρέπει να είναι σε θέμα δημόσιου ενδιαφέροντος (βλ. Μακάριος Δρουσιώτης v. Νικόλας Παπαδόπουλος (ανωτέρω)).

(2)    Η επίμαχη δήλωση πρέπει να συνίσταται σε γνώμη ή σχόλιο και όχι σε δήλωση γεγονότων, ενώ θα  πρέπει να βασίζεται και σε κάποιο ελάχιστο πραγματικό υπόβαθρο (βλ. Μαυρίδης ν Παπαδόπουλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 136, Ανδρέας Πετρίδης ανωτέρω).

(3)    Τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται το σχόλιο θα πρέπει να είναι αληθή ή ουσιωδώς αληθή (Eteria Ellinike Ekdosis «Glafx Ltd» v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729) ή τουλάχιστον να εμπίπτουν σε κάποια εξειδικευμένη νομική κατηγορία, π.χ. να προστατεύονται από προνόμιο[23]. 

(4)    Το σχόλιο πρέπει να είναι έντιμο. Από την νομολογία (βλ. Θεοφάνης Καραβιάς v. Σταύρου (2012) 1Α Α.Α.Δ. 469) φαίνεται να προκύπτει ότι το ζήτημα της εξέτασης της εντιμότητας του σχολιασμού, διέπεται από δύο προϋποθέσεις, μια αντικειμενική που αφορά στο δίκαιο ή εύλογο του σχολίου και, μια, άλλη, υποκειμενική, που αναφέρεται στο έντιμο αυτού (βλ. και σύγγραμμα Π. Πολυβίου, «Το σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης» (ανωτέρω) σελ. 250). Ένας εναγόμενος δεν δικαιούται να βασισθεί στην υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, εάν το σχόλιο έγινε κακόβουλα. Όπως δε επεξηγείται στην υπόθεση Ανδρέας Πετρίδης (ανωτέρω), η εμβέλεια της κακοβουλίας έχει πλέον στενέψει σημαντικά. Το μόνο ζήτημα είναι κατά πόσον ο εναγόμενος, πίστευε ότι το σχόλιο του ήταν δικαιολογημένο.

(5)    Η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου στην ουσία αποτελεί αναγνώριση και επιβεβαίωση του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης. Η σύγχρονη τάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι να περιορίζει το δικαίωμα στη φήμη προς όφελος του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο το εν λόγω Δικαστήριο αναγνωρίζει υψηλή αξία (βλ. υπόθεση Lingens v. Austria, App. No. 9815/82, Ser. A, vol. 103 [1986] 8 E.H.R.R. 407, at para. 41). Όπως όμως ανάφερε το ΕΔΔΑ στην εν λόγω υπόθεση, η ελευθερία της έκφρασης ρητά περιορίζεται προς όφελος της προστασίας της φήμης ενός ατόμου σύμφωνα με το άρθρο 10(2) της Σύμβασης. Κατά το στάθμισμα των δύο, οποιοσδήποτε περιορισμός του ενός δικαιώματος, πρέπει να είναι ανάλογος και απαραίτητος για την προστασία του άλλου (βλ. και Barfod v. Denmark, App. No. 11508/85, Ser. A. vol. 149 [1991] 13 E.H.R.R, 493, στην παρα. 29). Το Δικαστήριο, για να βρει τη χρυσή τομή μεταξύ των δύο αυτών δικαιωμάτων, το δεν πρέπει να παραγνωρίσει τη μεγάλη σημασία που έχει η μη αποθάρρυνση του κοινού από του να εκφράζει τη γνώμη του σε θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, λόγω φόβου ποινικών ή άλλων κυρώσεων.

(6)    Εκτός από την αρχή της αναλογικότητας, μια άλλη παράμετρος του όλου θέματος είναι και αυτή του τι συνιστά αναγκαία προστασία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Θα πρέπει δηλαδή το Δικαστήριο να διερωτάται σε κάθε δεδομένη περίπτωση κατά πόσον η προστασία της φήμης του επηρεαζομένου προσώπου είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία έχει το δικαίωμα της πληροφόρησης αναφορικά με ζητήματα δημοσίου ή γενικού ενδιαφέροντος και η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να δείχνει την απαραίτητη ανοχή και ανεκτικότητα στις αντίθετες απόψεις. (βλ. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ v. Νίκου Παπαευσταθίου (2007) 1Β Α.Α.Δ 856, η οποία υιοθετήθηκε μεταγενέστερα στην Κώστα Γενάρης).

 

Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι, σε πρώτο στάδιο, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον τα σημεία των επίδικων δημοσιευμάτων για τα οποία παραπονείται η Ενάγουσα αποτελούν δηλώσεις γεγονότων ή σχόλια, καθότι, αν πρόκειται για γεγονότα, δεν τίθεται ζήτημα επίκλησης της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου, ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Η Ενάγουσα, εν προκειμένω, παραπονείται για τις ακόλουθες φράσεις: «Πήγε προσωρινά και έμεινε», «διπλασίασε τον μισθό της», «Χαμός Κυρίου στις Βρυξέλλες λόγω των φημών για επέκταση της απόσπασης έκτακτης λειτουργού που διπλασίασε τον μισθό της μετά την τοποθέτησή της στις Βρυξέλλες αρχές του 2012», και «παράνομη και παράτυπη απόσπαση της λειτουργού στις Βρυξέλλες», «Υπάλληλος που πήγε προσωρινά και ξεχάστηκε», «συνεχείς παρατάσεις».

 

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά τα επίδικα δημοσιεύματα, κατά την κρίση μου, οι φράσεις αυτές δεικνύουν, ξεκάθαρα, ότι αποτελούν την κρίση ή το σχόλιο του Εναγόμενου 2, στη βάση των αναγραφόμενων στα Τεκμήρια 11, 15 και 16 και παραπέμπουν το μέσο συνετό αναγνώστη στο να αντιληφθεί ότι πρόκειται περί σχολίων και όχι γεγονότων. Τούτη δε η εντύπωση μεταδίδεται ακόμα πιο έντονα όταν ιδωθούν στο σύνολο τους τα επίδικα δημοσιεύματα,  με το πρώτο επίδικο δημοσίευμα να καταγράφει τα όσα η έρευνα του Γενικού Ελεγκτή αποτύπωσε, κατόπιν της καταγγελίας των ανώνυμων συναδέλφων της Ενάγουσας και της απάντησης του Υπουργείου Οικονομικών σε αυτήν.

 

Θεωρώ ότι όλες οι ουσιώδεις λέξεις, όπως και αν παρουσιάζεται ή παραφράζεται το νόημα τους, εάν ιδωθούν, υπό το φως του συνόλου των επίδικων δημοσιευμάτων, όπως επιβάλλεται από τη νομολογία, αποτελούν εκφράσεις γνώμης ή αξιολογικές κρίσεις του Εναγόμενου 2.  Ανάλογη ήταν και η προσέγγιση στην Ανδρέας Πετρίδης (ανωτέρω) όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι: «Εχοντας υπόψιν τα πιο πάνω το αντικείμενο του επίδικου δημοσιεύματος και το πλαίσιο του (context), θεωρούμε πως οι ουσιώδεις λέξεις όπως και αν παρουσιάζεται ή παραφράζεται το νόημα τους είναι εκφράσεις γνώμης ή αξιολογικές κρίσεις. Πρόκειται δηλαδή για αξιολόγηση των ενεργειών και της συμπεριφοράς του εφεσείοντα και όχι για δηλώσεις γεγονότων».

 

Ως προς το ότι ο Εναγόμενος που επικαλείται την υπεράσπιση, θα πρέπει να έχει δώσει και κάποιο ελάχιστο πραγματικό υπόβαθρο ούτως ώστε οι δηλώσεις του να μη συνιστούν δηλώσεις γεγονότων αυτών καθ' εαυτών, σημειώνω τα εξής. Στην προκειμένη περίπτωση, έχοντας εξετάσει προσεκτικά τα επίδικα δημοσιεύματα, αλλά και όπως εξήγησε και ο Εναγόμενος 2, καταλήγω ότι ο τελευταίος παρέθεσε σε αυτά (τα δημοσιεύματα) το υπόβαθρο των γεγονότων επί των οποίων στηρίχθηκε για να προβεί στα σχόλια του, που δεν ήταν άλλο, από την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή – Τεκμήριο 11 – και τα όσα αυτός εκεί κατέγραφε, σε σχέση με την τοποθέτηση της Ενάγουσας στην ΜΑΕΕ, ως επίσης και τις απολαβές της, την καταγγελία των συναδέλφων της – Τεκμήριο 15, αλλά και τα Τεκμήρια 16 και 19.

 

Δεν μου διαφεύγει βέβαια ότι η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος 2 έχει παραθέσει διαστρεβλωμένα τα όσα καταγράφονται στην επιστολή/ έκθεση – Τεκμήριο 11, καθιστώντας έτσι αναληθές το όποιο υπόβαθρο του σχολιασμού του. Εντούτοις, είναι η άποψη μου ότι αυτή η θέση δεν μπορεί να μεταβάλει το γεγονός ότι όλα όσα αναφέρει ο Εναγόμενος 2 για τα οποία παραπονείται η Ενάγουσα, αποτελούν την άποψη του ως προς το πως αντελήφθη και σχολίασε το Τεκμήριο 11 και, επομένως, θεωρώ πως το κατάλληλο στάδιο για να εξεταστεί η εν λόγω θέση, περί διαστρέβλωσης, είναι το στάδιο εξέτασης  της εντιμότητας του σχολιασμού του, οπόταν και θα είναι πλέον επιτρεπτό να εξεταστεί το επίδικο δημοσίευμα σε αντιπαραβολή με το Τεκμήριο 11.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την προϋπόθεση που θέλει τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται το δημοσίευμα να είναι αληθή ή ουσιωδώς αληθή. Εν προκειμένω, και ως προκύπτει από τα τελικά μου ευρήματα, το σύνολο των γεγονότων που καταγράφονται στο επίδικο δημοσίευμα δεν είναι αληθή, με εκείνα που δεν είναι αληθή να καταγράφονται λεπτομερώς, ανωτέρω, στην ενότητα τελικά ευρήματα. Εντούτοις, σημειώνω ότι τούτα, έχουν ήδη κριθεί ανωτέρω ότι εμπίπτουν στην κατηγορία του προνομίου υπό επιφύλαξη. Επομένως, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για έντιμο σχόλιο (βλ. το σύγγραμμα «Το σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης» (ανωτέρω), σελ. 216). Στην υπόθεση Brent Walker Group v. Time Out [1991] 2 QB 22, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«If the making of a statement on a privileged occasion is to entitle a commentator to treat as a fact what is not or may well not be a fact, then it seems to me that fairness to the subject of the (ex hypothesi defamatory) comment requires that the commentator should at least base his comment on a fair and accurate account of the occasion on which the statement was made».

 

Εν προκειμένω, το σχόλιο του Εναγόμενου 2 «Πήγε προσωρινά και έμεινε» προκύπτει από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 -  και δη τη σελ. 3, υπό τη παράγραφο 4 αυτής, όπου ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρει αυτολεξεί τα εξής: «Η τοποθέτηση της έγινε στα πλαίσια ενίσχυσης της εκπροσώπησης του Υπουργείου Εσωτερικών στη ΜΑΕΕ, ενόψει και της ανάληψης της Προεδρίας της ΕΕ από τη Δημοκρατία που ήταν κατά την περίοδο 1.7.2012 – 31.12.2012. Ωστόσο, η τοποθέτηση της ισχύει μέχρι 30.11.2014 δηλαδή σχεδόν 2 χρόνια μετά τη λήξη της Προεδρίας». Επομένως, το εν λόγω σχόλιο και/ή χαρακτηρισμός αναφορικά με την τοποθέτηση της Ενάγουσας ότι «πήγε προσωρινά και έμεινε» (Τεκμήριο 6) ή «υπάλληλος που πήγε προσωρινά και ξεχάστηκε» (Τεκμήριο 8), προκύπτει σαφώς από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 και δεν μπορεί να κριθεί ότι δεν ήταν έντιμο. Αντιθέτως, φαίνεται να μεταφέρει την ειλικρινή άποψη του Εναγόμενου 2, η οποία συνάδει με το εν λόγω κείμενο και τις σχετικές, εκεί αναφορές, σε ό,τι αφορά την τοποθέτηση της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ.

 

Στρέφομαι τώρα στα σχόλια που θέλουν την Ενάγουσα να διπλασίασε το μισθό της ένεκα της απόσπασης της στη ΜΑΕΕ. Είναι, εν προκειμένω, η άποψη μου ότι το εν λόγω σχόλιο δικαιολογείται πλήρως από τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 11 (βλ. σελ. 2), στο μέρος όπου ο Γενικός Ελεγκτής μεταφέρει τα όσα καταγράφηκαν από το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερ. 21.12.2011, όπου καταγράφεται ότι κρίνεται «ορθό» όπως «η νέα της μισθοδοσία καθοριστεί στα €60.667, μισθοδοσία αντίστοιχη με αυτή του επιτόπιου προσωπικού που απασχολείται στη ΜΑΕΕ και ασκεί ανάλογα διοικητικά/ επιστημονικά καθήκοντα […] από τα €29.133 που ελάμβανε κατά την απασχόληση της στο Υπουργείο Εσωτερικών». Ένας μέσος συνετός άνθρωπος, τούτο θα το λάμβανε ως διπλασιασμό του μισθού της Ενάγουσας. Δεν μου διαφεύγουν οι αναφορές στο Τεκμήριο 11 ότι το ποσό των €31.524 από τις €60.667, δεν αποτελούσε μισθό, αλλά «μορφή κατ’ εξαίρεση μηνιαίου γενικού επιδόματος εξωτερικού». Όμως κρίνω ότι οποιοσδήποτε μέσος συνετός άνθρωπος, διαβάζοντας αυτό, θα αντιλαμβανόταν και θα οδηγείτο στο συμπέρασμα ότι οι απολαβές της Ενάγουσας διπλασιάζοντο, πράγμα που και η ίδια παραδέχθηκε αντεξεταζόμενη (ότι διπλασιάστηκαν οι απολαβές της και όχι ο μισθός της), ανεξάρτητα αν μέρος αυτών των χρημάτων ονομαζόταν ως μισθός ή ως μηνιαίο γενικό επίδομα εξωτερικού.

 

Ο δε χαρακτηρισμός της τοποθέτησης της Ενάγουσας στη ΜΑΕΕ, ως παράνομης και παράτυπης, επίσης δικαιολογείται στη βάση των αναφορών του Γενικού Ελεγκτή στο Τεκμήριο 11, όπου, στη σελ. 2 αυτού, προβαίνει σε αναφορές στο νομοθετικό πλαίσιο που περιβάλλει την τοποθέτηση, απόσπαση και μετακίνηση των εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου, ενώ, στη σελ. 3, αναφέρεται ότι «Η ερμηνεία του όρου «τοποθέτηση» είναι αυθαίρετη και μη τεκμηριωμένη αφού […] δεν προβλέπεται/ διέπεται από Νόμο ή Κανονισμό της Δημόσιας Υπηρεσίας». Επομένως, θεωρώ ότι ένας μέσος συνετός άνθρωπος, διαβάζοντας τούτο, θα αντιλαμβανόταν και θα οδηγείτο στον σχολιασμό ότι η τοποθέτηση της Ενάγουσας ήταν παράνομη και/ή παράτυπη.

 

Το κριτήριο όπως έχει ήδη λεχθεί είναι κατά πόσο το σχόλιο είναι τέτοιο που θα μπορούσε να γίνει εύλογα από ένα έντιμο άνθρωπο, όσο προκατειλημμένος και αν είναι και όσο υπερβολικές και αν μπορεί να θεωρηθούν οι απόψεις του (αντικειμενικό κριτήριο) και κατά πόσο αποτελεί την ειλικρινή άποψη του εναγόμενου (υποκειμενικό κριτήριο).

 

Ο δε Εναγόμενος 2 ως διεφάνη από τη μαρτυρία του, πράγματι έτσι αντελήφθη τα όσα αναφέρονται στο Τεκμήριο 11 και τα σχολίασε, προβάλλοντας την ειλικρινή προσωπική του άποψη. Εν ολίγοις, στην προκειμένη περίπτωση, τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό κριτήριο που πρέπει να ικανοποιηθεί κατά την εξέταση της εντιμότητας του σχολιασμού, κρίνω ότι πληρούνται. Επίσης, έχω πειστεί ότι ο Εναγόμενος 2, δεν γνώριζε την Ενάγουσα, ούτε και είχε κάποιο προηγούμενο ή διαφορά μαζί της ή κάποιο αλλότριο κίνητρο, το οποίο να τον υποκίνησε στη συγγραφή και δημοσίευση των επίδικων δημοσιευμάτων. Εξήγησε δε, ως προανέφερα, με αμεσότητα τις θέσεις του, ως προς το τι τον ώθησε να γράψει το κάθε σχόλιο, με αναφορά στα Τεκμήρια 11, 15, 16 και 19, ασχέτως βέβαια του εάν κάποιος θα συμφωνούσε με αυτές. Για τους λόγους δε που εξήγησα ανωτέρω, θεωρώ ότι οι απόψεις του, θεωρούνται ως σχόλια, της φύσεως που θα μπορούσαν να γίνουν από ένα έντιμο άνθρωπο, ο οποίος σχολίαζε τα Τεκμήρια 11, 15, 16 και 19, για ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος.

 

Ως προς το εάν τα σχόλια αφορούν θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος, στην έννοια της νομολογίας, επαναλαμβάνω τα όσα, σχετικά ανέφερα, ανωτέρω, στην ενότητα της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι και η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, θα μπορούσε να πετύχει, στην παρούσα περίπτωση.

 

Αποζημιώσεις

 

Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, προχωρώ να εξετάσω και το ζήτημα των αποζημιώσεων, σε περίπτωση που οι ανωτέρω κρίσεις μου, εφετειακώς, ανατραπούν.

 

Αναφορικά με τον υπολογισμό των αποζημιώσεων σε υποθέσεις δυσφήμισης, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι, οι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται είναι αυτοί που συναρτώνται με την προσωπικότητα του δυσφημιζόμενου, τη συμπεριφορά του, τη θέση του και την υπόληψη του στην κοινωνία, τη φύση της δυσφήμησης, τον τρόπο και τον βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία απολογίας εκ μέρους του δυσφημούντος, την αποτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας, την πρόκληση ειδικής ζημίας, την τυχόν επανάληψη της δυσφήμισης και, γενικότερα, τη συμπεριφορά του εναγομένου, από τον χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι και την έκδοση της απόφασης. Το δε δικαίωμα ενός Ενάγοντα σε αποζημιώσεις, συνεπεία δυσφήμισης, γεννάται με την διάπραξη του εν λόγου αστικού αδικήματος. Όσον τώρα αφορά στον υπολογισμό των αποζημιώσεων, τούτος γίνεται, κατά πάγια νομολογία, την ημέρα της δικαστικής κρίσης, οπόταν και λαμβάνονται υπόψη όλοι οι παράγοντες που μεσολάβησαν και επηρεάζουν την κρίση ως προς τον υπολογισμό των αποζημιώσεων, που ως αναφέρθηκε ανωτέρω, ανάγονται στον χρόνο γένεσης του δικαιώματος. Συνεπεία δε της φύσης των υποθέσεων λιβέλου, δεν αφήνεται πεδίο για την καθόλα ταύτιση τους με τις επιπτώσεις ενός τραυματισμού σε υποθέσεις προσωπικών κακώσεων. Τυγχάνουν όμως καθολικής εφαρμογής οι γενικές αρχές που υιοθετούνται στην Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982), 1 CLR 789.  Επομένως, η αποζημίωση πρέπει να είναι και δίκαιη και εύλογη. Ειδικότερα, για υποθέσεις λιβέλου, αναφέρθηκε ότι δίκαιη είναι η αποζημίωση η οποία αποκαθιστά ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέσο το χρήμα. Το δε εύλογο τούτης, συναρτάται με το κατά πόσο η αποζημίωση βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο. Έχει δε ακόμα αναφερθεί ότι, οι αποζημιώσεις στις περιπτώσεις των δυσφημίσεων είναι πρωταρχική θεραπεία, καθότι ο σκοπός της επιδίκασης τους είναι η αποκατάσταση του δυσφημιζόμενου από το αποτέλεσμα της δυσφημιστικής δήλωσης. Οι δε τρείς στόχοι που εξυπηρετούνται με την επιδίκαση των αποζημιώσεων είναι: (α) η θεραπεία του Ενάγοντα από την βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β) η αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του και (γ) η δικαίωση του. Επί του θέματος, σχετικά είναι τα όσα αναφέρθηκαν στις υποθέσεις Χριστοδούλου ν. Αυξεντίου και Αυξεντίου ν. Χριστοδούλου (ανωτέρω), Αριστόδημος (Άρης) Χατζηπαναγιώτου ν 1. Μακαρίου Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1 Β  Α.Α.Δ. 1321, Λουκής Λουκαΐδης ν 1. Εκδοτική Εταιρεία Αλήθεια Λτδ (2003) 1Α Α.Α.Δ 22, και Αλέκος Κωνσταντινίδης κ.α. ν. Τάσσου Παπαδόπουλου (1999) 1 Β  Α.Α.Δ. 992.

 

Επομένως, στην περίπτωση που επιτύγχανε η παρούσα αγωγή, όσον αφορά τον καθορισμό των αποζημιώσεων, θα λάμβανα υπόψιν την έκταση, θέση και μορφή των επίδικων δημοσιευμάτων, τον τόνο και το ύφος τους, τη θέση της Ενάγουσας στην κοινωνία και την εργασία της και, γενικά, την φήμη και την υπόληψη της, την έλλειψη απολογίας εκ μέρους των Εναγομένων, την απουσία ειδικής ζημιάς, που είναι όλα στοιχεία που αναδύονται από την ανάλυση που έχει προηγηθεί. Περαιτέρω, θα λάμβανα υπόψη το εύρος της κυκλοφορίας της εφημερίδας στην έντυπη μορφή (βλ. Τεκμήριο 4), αλλά δεδομένης της απουσίας θετικής μαρτυρίας για το εύρος της κυκλοφορίας της εφημερίδας στο εξωτερικό, δεν θα μπορούσα να λάβω αυτή την πτυχή, υπόψη, κατά τον υπολογισμό των αποζημιώσεων. Επίσης, δεν θα μπορούσα να λάβω υπόψη το γεγονός της δημοσίευσης των εν λόγω κειμένων στο διαδίκτυο, εφόσον, ως έχω ήδη προβεί σε τελικό εύρημα ανωτέρω, η ιστοσελίδα sigmalive ανήκει στην, και, τυγχάνει διαχείρισης, από την εταιρεία Sigma Live Ltd και όχι από την Εναγόμενη 1, ενώ δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε ενδεικτική μαρτυρία περί του εύρους της δημοσίευσης αυτής. 

 

Λαμβάνοντας όλα τα ανωτέρω υπόψη, θα έκρινα ότι η καλή φήμη και υπόληψη της Ενάγουσας ζημιώθηκε από τα όσα δυσφημιστικά αναφέρθηκαν στα επίδικα δημοσιεύματα, αναφορά στα οποία έγινε πιο πάνω και θα θεωρούσα το ποσό των €12.000 ως εύλογο και δίκαιο για την, κατά το μέτρο του δυνατού, αποκατάσταση της.

 

Στρέφομαι τώρα στην αξίωση της Ενάγουσας για τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις. Στη βάση των αρχών του κοινοδικαίου, όπως αυτές καθορίστηκαν στις υποθέσεις Rookes v. Barnard [1964] 1 All E.R. 367 και Cassell v. Broome [1972] 1 All ER 801, τιμωρητικές αποζημιώσεις μπορούν αν αποδοθούν μόνο σε 3 συγκεκριμένες περιπτώσεις[24], ενώ η παρούσα αγωγή δεν εμπίπτει σε καμία εκ των εν λόγω περιπτώσεων. Οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές (exemplary) αποζημιώσεις δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος, αλλά στην τιμωρία του Εναγόμενου και την αποτροπή του από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Τέτοιες αποζημιώσεις μπορούν να επιδικαστούν σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά του Εναγομένου είναι τόσο απαράδεκτη που χρήζει τιμωρίας από το Δικαστήριο, ακόμα και στα πλαίσια άσκησης αστικής δικαιοδοσίας  (βλ. Eliades v. Lyssarides (1979) 1 CLR 254London v. Ryder (1953) 1 All E.R. 741). Στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Καραμεσίνη (ανωτέρω) λέχθηκε ότι «Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται κυρίως όταν στόχος είναι η τιμωρία των εναγομένων ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια αλόγιστη συμπεριφορά». Ακριβώς επειδή η φύση των τιμωρητικών αποζημιώσεων είναι τιμωρητική, παράγοντες που δεν είναι σχετικοί στον υπολογισμό των γενικών, ειδικών ή επαυξημένων αποζημιώσεων, λαμβάνονται υπόψη κατά την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Τέτοιος παράγοντας είναι και η οικονομική κατάσταση του Εναγόμενου (βλ. Ellinas v Nicolaides (1955) 2 CLR 60, Papakokkinou v Kanther (1982) 1 CLR 65). Εν προκειμένω, με δεδομένο το εύρημα του Δικαστηρίου για μη ύπαρξη κακοπιστίας εκ μέρους των Εναγομένων, θεωρώ ότι δεν δικαιολογείται η επιδίκαση τιμωρητικών και/ή παραδειγματικών αποζημιώσεων.

 

Σε ότι αφορά την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, θεωρώ ότι δεν τίθεται θέμα έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, εφόσον ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία για επανάληψη αυτής της συμπεριφοράς από τους Εναγόμενους ή πρόθεσης επανάληψης αυτής, που θα καθιστούσε αναγκαία και/ή απαραίτητη την έκδοση του. Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων γίνεται με μεγάλη φειδώ και εκεί όπου το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι υπάρχει το ενδεχόμενο επανάληψης της δυσφήμισης από τον Εναγόμενο.

 

Κατάληξη

 

Για όλους όμως τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω, και συγκεκριμένα λόγω της επιτυχίας της υπεράσπισης του προνομίου υπό επιφύλαξη, αλλά και της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου, η αγωγή εναντίον των Εναγομένων, θα πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

 

Ως προς τα έξοδα, δεν βλέπω κανένα λόγο γιατί να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα. Συνακόλουθα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόμενων 1, 2 και 3 και εναντίον της Ενάγουσας, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Θα είναι δε ένα σετ εξόδων για όλους τους Εναγόμενους, εφόσον αυτοί έτυχαν κοινής εκπροσώπησης.

 

 

(Υπογρ.)……………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Το άρθρο 25(2) προβλέπει ότι: «Σε αγωγή βάσει τoυ εδαφίoυ (1), δεv επιβάλλεται o ισχυρισμός ή η απόδειξη ειδικής ζημιάς-(α) αv oι λέξεις επί τωv oπoίωv στηρίζεται η αγωγή σκoπεύoυv vα πρoκαλέσoυv στov εvάγovτα απώλεια απoτιμητή σε χρήμα και δημoσιεύovται εγγράφως ή με oπoιoδήπoτε άλλo πάγιo τρόπo͘  ή (β) αv oι πιo πάvω λέξεις σκoπεύoυv vα πρoκαλέσoυv στov εvάγovτα απώλεια απoτιμητή σε χρήμα σε σχέση με oπoιαδήπoτε θέση τηv oπoία αυτός κατέχει ή επάγγελμα, εvασχόληση, επιτήδευμα ή εργασία η oπoία ασκείται από αυτόv κατά τo χρόvo της δημοσίευσης».

[2] Βλ. σχετικώς και τη σελίδα 2 της αγόρευσης των συνηγόρων της, όπου αναφέρεται ότι η αγωγή της Ενάγουσας εναντίον των Εναγομένων είναι για το αστικό αδίκημα της δυσφήμησης.

[3] Βλ. σχετικά τα όσα ανέφερε η Ενάγουσα κατά τη μαρτυρία της, αλλά και το Τεκμήριο 19.

[4] Τούτο ήταν παραδεκτό και από τον Εναγόμενο 2, κατά την αντεξέταση του, ο οποίος συμφώνησε ότι φαίνεται το όνομα της στο φωτοαντίγραφο που φαίνεται στο δεξί άκρο του δημοσιεύματος ημερ. 3.11.2014, στη σελ. 6 αυτού.

[5] Ως προς το κατά πόσο είναι ο κατά νόμο υπεύθυνος της Εφημερίδας, παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο.

[6] Βλ. Τεκμήρια 7 και 9. Ως προς το κατά πόσο η εν λόγω ιστοσελίδα τυγχάνει διαχείρισης από την Εναγόμενη 1, παραμένει ζήτημα διαφιλονικούμενο.

[7] βλ. πρακτικό ημερ. 6.3.2023.

[8] Βλ. σελ. 2 και 19 του Τεκμηρίου 12 όπου καταγράφεται ότι «…το Συγκρότημα […] μέσω της θυγατρικής εταιρείας Sigma Live Ltd ανάπτυξε και λειτουργεί την διαδικτυακή πύλη «www.sigmalive.com».

[9] Βλ. παράγραφο 11 της Έκθεσης Απαίτησης.

[10] Βλ. παράγραφο 11 της Έκθεσης Απαίτησης.

[11] Ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, κατέθεσε το Έγγραφο Α.

[12] Το Τεκμήριο 17 αποτελεί την επιστολή ημερ. 16.11.2011 από το Υπουργείο Εσωτερικών προς το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, με την οποία ζητείται η μετακίνηση της Ενάγουσας, «έκτακτη Διοικητικός Λειτουργοός (αορίστου χρόνου)» στην ΜΑΕΕ, «στα πλαίσια της ενίσχυσης της εκπροσώπησης του Υπουργείου Εσωτερικών στην Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Δημοκρατίας στην Ε.Ε., ενόψει και της επικείμενης ανάληψης της προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. από την Κυπριακή Δημοκρατία το 2ο εξάμηνο του 2012».

[13] Το Τεκμήριο 18, αποτελεί σημείωμα προς τον Διευθυντή του ΤΔΔΠ ημερ. 21.12.2011, το οποίο αναφέρει ότι η Ενάγουσα, ως εργοδοτούμενη αορίστου χρόνου,δεν μπορεί να αποσπαστεί, μετατεθεί ή μετακινηθεί στη ΜΑΕΕ, ως το αίτημα του Υπουργείου Εσωτερικών, επειδή στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει την απασχόληση των εκτάκτων υπαλλήλων δεν προβλέπεται τούτο. Για αυτό και εισηγούνται την τοποθέτηση της στη ΜΑΕΕ με απόφαση του Διευθυντή του ΤΔΔΠ.

[14] Το άρθρο 17 του Κεφ. 148 έχει ως εξής: «17.-(1) Η δυσφήμηση συvίσταται στη δημoσίευση από oπoιoδήπoτε πρόσωπo με έvτυπo, γραπτό, ζωγραφιά, oμoίωμα, χειρovoμίες, λόγια ή άλλoυς ήχoυς, ή με κάθε άλλo μέσo oπoιασδήπoτε φύσης, περιλαμβαvόμεvης και της εκπoμπής με ασύρματη τηλεγραφία, δημoσιεύματoς τo oπoίo-

(α) απoδίδει σε άλλo πρόσωπo έγκλημα͘  ή (β) απoδίδει σε άλλo πρόσωπo αvάρμoστη συμπεριφoρά σε δημόσια θέση͘  ή (γ) εκ φύσεως τείvει στo vα βλάψει ή vα επηρεάσει με δυσμέvεια τηv υπόληψη  άλλoυ πρoσώπoυ στo επάγγελμα, επιτήδευμα, τηv εργασία, απασχόληση, ή τη θέση τoυ͘  ή (δ) εvδέχεται vα εκθέσει άλλo πρόσωπo σε γεvικό μίσoς, περιφρόvηση ή χλεύη͘  ή (ε) εvδέχεται vα πρoκαλέσει τηv απoστρoφή ή απoφυγή oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ από άλλoυς.

Για τoυς σκoπoύς τoυ εδαφίoυ αυτoύ "έγκλημα" σημαίvει πoιvικό αδίκημα ή άλλη αξιόπoιvη πράξη βάσει oπoιoυδήπoτε voμoθετήματoς πoυ ισχύει στη Δημoκρατία, καθώς και πράξη πoυ τελέστηκε oπoυδήπoτε η oπoία, αv τελείτo στη Δημoκρατία, θα ήταv αξιόπoιvη σε αυτή.

(2) Η ευθύvη τηv oπoία υπέχει τo πρόσωπo για δυσφημηστική δήλωση δεv είvαι μικρότερη για μόvo τo λόγo ότι- (α) πρoβαίvει σε αυτή υπό μoρφή επαvάληψης ή φημoλoγίας (hearsay)͘  ή (β) αvαφέρει έγκαιρα ή μεταγεvέστερα τηv πηγή στηv oπoία στηρίζεται η δήλωση πoυ έγιvε͘  ή (γ) τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τωv άρθρωv 19, 20 και 21, πιστεύει τη δήλωση ως αληθιvή͘  ή (δ) δεv σκόπευε στηv πραγματικότητα vα πρoβεί σε αυτή ή vα δημoσιεύσει αυτή για τov εvάγovτα και ότι αφoρoύσε αυτόv͘  ή (ε)τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ άρθρoυ 22, αγvooύσε τηv ύπαρξη τoυ εvάγovτα.

Νoείται ότι τo Δικαστήριo δύvαται vα λάβει υπόψη αυτές ή παρόμoιες περιστάσεις κατά τηv επιδίκαση απoζημίωσης.

(3) [...]

(4) Δυσφήμηση διαπράττεται και αv ακόμη τo δυσφημηστικό της vόημα δεv εκφράζεται ευθέως ή πλήρως͘ αρκεί αv τo vόημα αυτό, και η αvαφoρά τoυ σε αυτό πoυ φέρεται ότι είvαι δυσφημoύμεvo δύvαvται vα συvαχθoύv είτε από αυτή τηv ίδια τηv δυσφημηστική δήλωση είτε από εξωτερικές περιστάσεις, είτε μερικά από τo έvα και μερικά από τo άλλo».

[15] Το άρθρο 18 του Κεφ. 148, έχει ως εξής: «18.-(1)Πρόσωπo δημoσιεύει δυσφημηστικό δημoσίευμα αv πρoκαλεί τέτoια χρήση τoυ εvτύπoυ, γραπτoύ, ζωγραφιάς, oμoιώματoς, χειρovoμιώv, λόγωv ή άλλωv ήχωv ή άλλωv μέσωv, με τα oπoία μεταδίδεται τo δυσφημηστικό δημoσίευμα, είτε με έκθεση, αvάγvωση, απαγγελία, περιγραφή, παράδoση, κoιvoπoίηση, διαvoμή, επίδειξη, έκφραση, εκφώvηση ή άλλως πως, ώστε τo δυσφημηστικό vόημα αυτoύ vα περιέρχεται ή vα εvδέχεται vα περιέλθει σε γvώση oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ ή- (α) Αυτoύ πoυ δυσφημείται από αυτό͘  ή (β) τoυ συζύγoυ ή της συζύγoυ αυτoύ πoυ δημoσίευσε τη δυσφημηστική δήλωση κατά τη διάρκεια τoυ γάμoυ.

(2) Για τoυς σκoπoύς τoυ άρθρoυ αυτoύ, κoιvoπoίηση με αvoικτή επιστoλή ή ταχυδρoμικό δελτάριo, αvεξάρτητα αv απoστέλλεται πρoς αυτόv πoυ δυσφημείται ή πρoς άλλo, συvιστά δημoσίευση.

[16] Υπογράμμιση δική μου, καθώς και όσες ακολουθούν.

[17] Βλ. και Gatley on Libel and Slander πιο πάνω.

[18] Βλ. και Gatley on Libel and Slander (ανωτέρω), σελ. 121.

[19] Το άρθρο 19 του Κεφ. 148: «19. Σε αγωγή για δυσφήμηση απoτελεί υπεράσπιση- (α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές: Νoείται ότι, όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώ

(β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς: Νoείται ότι όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημηστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται: Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

(γ) ότι η δημoσίευση τoυ δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς ήταv πρovoμιoύχα δυvάμει τωv άρθρωv 20 και 21͘

(δ) ότι η δυσφήμηση έγιvε χωρίς πρόθεση δυvάμει τoυ άρθρoυ 22».

[20] Το άρθρο 21 του Κεφ. 148, προνοεί τα εξής: «21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-

(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:

Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ' έκταση είτε κατ' oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.

(β) […],(γ) […], (δ) […], (ε) […].

(2) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-

(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘  ή

(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘  ή

(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.

(3) Σε αγωγή πoυ εγείρεται σε σχέση με δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς, αv η δημoσίευση αυτή θα μπoρoύσε vα θεωρηθεί πρovoμιoύχα βάσει τωv διατάξεωv τoυ εδαφίoυ (1), και εγερθεί η υπεράσπιση τoυ πρovoμίoυ, τo βάρoς της απόδειξης ότι η δημoσίευση αυτή δεv έγιvε καλή τη πίστει φέρει o εvάγovτας».

[21] Βλ. το σύγγραμμα Π. Πολυβίου, Το σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης, (ανωτέρω), σελ. 316

[22]  Το άρθρο 19 (β) του Κεφ. 148, έχει ως εξής: «19. Σε αγωγή για δυσφήμηση απoτελεί υπεράσπιση-

[………] (β) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς:

Νoείται ότι όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημηστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται:

Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.

[23] Βλ. και σύγγραμμα Π. Πολυβίου, «Το σύγχρονο Δίκαιο της Δυσφήμισης» (ανωτέρω) σελ. 216

[24] (1) όταν είναι αποτέλεσμα καταπιεστικής, αυθαίρετης και αντισυνταγματικής πράξης από όργανα του κράτους, (2) όταν η συμπεριφορά του Εναγόμενου ήταν αποτέλεσμα της εκτίμησης του για αποκόμιση κέρδους για τον εαυτό του μεγαλύτερο από την αποζημίωση που αναμένεται να πάρει ο ενάγοντας και (3) στην περίπτωση που οι τιμωρητικές αποζημιώσεις προνοούνται σαφώς από το νόμο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο