ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

Αρ. Απαίτησης: 3313/2023

Μεταξύ:

1.     EIMC HOLDINGS LTD, HE 413717

2.     EIMC DIAGNOSTIC CENTRES LTD, HE 428997

3.     EIMC LARNACA LTD, HE 441534

4.     EIMC LTD, HE 413483

5.     EIMC NICOSIA LTD, HE 443645

Ενάγουσες

-και-

 

PLATINUMSERVE LTD, HE 286557

Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 7 Μαρτίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια/ Εναγόμενη: κα Πανάου

Για τις Καθ’ ων η Αίτηση:/ Ενάγουσες: κα Ε. Αρότη

 

Ενδιάμεση Απόφαση

(στην αίτηση για αντεξέταση ημερ. 15.12.2023)

 

Εισαγωγή

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση[1], οι Ενάγουσες – Καθ’ ων η Αίτηση (στο εξής «οι Ενάγουσες») επιζητούν εναντίον της Εναγόμενης – Αιτήτριας (στο εξής «η Εναγόμενη»), μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις, ύψους €53.550, ως υπερχρεώσεις για την χρονική περίοδο από 1.1.2022 μέχρι την 1.5.2023 και/ή δυνάμει παράβασης σύμβασης.

 

Στα πλαίσια της πιο πάνω Απαίτησης, στις 8.11.2023, οι Ενάγουσες καταχώρησαν ενδιάμεση μονομερή αίτηση, με την οποία επιζητούν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον της Εναγόμενης (στο εξής «η Κυρίως Αίτηση»). Συγκεκριμένα, οι Ενάγουσες επιζητούν διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την Εναγόμενη άμεσα και/ή εντός 24 ωρών να παραδώσει στις Ενάγουσες «όλα τα συμβόλαια και/ή αποδείξεις και/ή γενικό καθολικό και/ή βιβλία χρεωστών και πιστωτών και/ή ισοζύγιο και/ή μισθολόγια του προσωπικού και/ή βιβλιάρια επιταγών των τραπεζών και/ή καταστάσεις λογαριασμού των τραπεζών και/ή έγγραφα σχετικά με τον υπολογισμό και πληρωμή του ΦΠΑ και/ή φορολογικά δεδομένα και πληροφορίες απαραίτητα για τη συμπλήρωση των αναγκαίων δηλώσεων και όλα τα έγγραφα και/ή λογιστικά βιβλία και/ή τιμολόγια και/ή ενδιάμεσους λογαριασμούς και/ή λογαριασμούς και/ή όλα τα σχετικά […]» που αφορούν τις Ενάγουσες, ως επίσης και τους κωδικούς πρόσβασης σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, όπως Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ΦΠΑ, Φόρο Εισοδήματος, τα οποία κατέχει η Εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της ως λογιστής και/ή ελεγκτής και/ή θεματοφύλακας των Εναγουσών, μέχρι της αποπεράτωσης της διαδικασίας και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, οι Ενάγουσες επιζητούν ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη να επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στην ομαλή διεξαγωγή των εργασιών έκαστης Ενάγουσας.

 

Τα αιτούμενα προσωρινά διατάγματα δεν εκδόθηκαν μονομερώς, για τους λόγους που καταγράφονται στο σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως η Κυρίως Αίτηση επιδοθεί στην Εναγόμενη, η οποία εμφανίστηκε ενώπιον του, μέσω των συνηγόρων της. Κατά την εν λόγω ημερομηνία, το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες οδηγίες: (α) όπως η Εναγόμενη προβεί στην καταχώρηση της Ένστασης της, στην Κυρίως Αίτηση, μέχρι τις 5.12.2023, (β) όπως οποιαδήποτε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση εκ μέρους των Εναγουσών καταχωρηθεί μέχρι τις 8.12.2023, (γ) όπως οποιαδήποτε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση εκ μέρους της Εναγόμενης καταχωρηθεί μέχρι τις 13.12.2023, και (δ) όπως τυχόν αίτηση για αντεξέταση, από οποιαδήποτε πλευρά, καταχωρηθεί μέχρι τις 15.12.2023. Σημειώνω εδώ ότι τα μέρη συμμορφώθηκαν με όλες τις πιο πάνω προθεσμίες.

 

Η Εναγόμενη, στις 15.12.2023, καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση, με την οποία επιζητεί διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει και/ή να επιτρέπει την αντεξέταση του ομνύοντα στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση[2].

 

Η υπό κρίση Αίτηση βασίζεται στο Μέρος 23, 25 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Ως προς τα γεγονότα που υποστηρίζουν τούτη, αυτά είναι καταγεγραμμένα στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει, στην οποία ο ομνύοντας αναφέρει ότι είναι ο μόνος διοικητικός σύμβουλος και γραμματέας της Εναγόμενης, ότι γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ενώ για όσα γεγονότα δεν έχει προσωπική γνώση, αναφέρει δεόντως την πηγή της πληροφόρησής του. Σε ότι δε αφορά την ουσία της υπό κρίση Αίτησης, είναι η θέση του ότι από τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση, προκύπτουν ζητήματα και ισχυρισμοί για τους οποίους η Εναγόμενη θεωρεί ορθό όπως ο ομνύοντας σε αυτές αντεξεταστεί, με σκοπό να διευκρινιστούν τα εν λόγω ζητήματα, πράγμα που θα υποβοηθήσει το έργο του Δικαστηρίου, εφόσον αυτό θα είναι σε θέση να κρίνει ορθότερα κατά πόσο θα αποδεχθεί ή όχι τη μαρτυρία που περιέχεται σε αυτές, έχοντας επίσης υπόψη, ότι οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας (στο εξής «οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας»), προνοούν για δήλωση αλήθειας. Τέλος, ο ομνύοντας στην υπό κρίση Αίτηση, συγκεκριμενοποιεί τις παραγράφους επί των οποίων η Eναγόμενη επιθυμεί να αντεξετάσει τον ομνύοντα στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση. Δεν προτίθεμαι να καταγράψω στο παρόν στάδιο τούτες, εφόσον αναφορά στις παραγράφους επί των οποίων επιζητείται η αιτούμενη αντεξέταση θα γίνει κατωτέρω για σκοπούς εξέτασης της υπό κρίση Αίτησης.

 

Η υπό κρίση Αίτηση προσέκρουσε την Ένσταση των Εναγουσών, στην οποία εγείρονται συνολικά τέσσερις λόγοι ένστασης, οι οποίοι, στην ουσία, συνοψίζονται στους εξής τρεις: (1) το υπόβαθρο προς υποστήριξη της υπό κρίση Αίτησης είναι ανεπαρκές, (2) μέσω της υπό κρίση Αίτησης, προβάλλονται ανεπίτρεπτοι λόγοι για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, (3) η υπό κρίση Αίτηση προωθείται καταχρηστικά και/ή για αλλότριους σκοπούς.

 

Σε ότι αφορά τα γεγονότα που υποστηρίζουν την Ένσταση, αυτά εμφαίνονται στην ένορκη δήλωση του ομνύοντα σε αυτήν (στο εξής «ο ομνύοντας στην Ένσταση»), ο οποίος γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί σε αυτήν. Με αυτήν, ο ομνύοντας στην Ένσταση, ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους λόγους Ένστασης των Εναγουσών, πλην όμως με κάποια περισσότερη επιχειρηματολογία. Περαιτέρω, είναι η θέση του ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεχτή η υπό κρίση Αίτηση, κυρίως όταν ο σκοπός της είναι να πλήξει την αξιοπιστία του ομνύοντα των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση, επί θεμάτων που αφορούν την ουσία της υπόθεσης, κάτι που θα απασχολήσει το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και τα οποία δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα εξετάσει μόνο αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι των δύο πλευρών περιορίστηκαν στις γραπτές αγορεύσεις που κατέθεσαν στο Δικαστήριο προς υποστήριξη των θέσεων τους. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει, κατωτέρω, κατά την εξέταση της υπό κρίση Αίτησης, όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική πτυχή

 

Ως προανέφερα, η υπό κρίση Αίτηση εδράζεται στο Μέρος 23 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Ο κανονισμός 23.13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας[3], σε σχέση με την εκδίκαση κάθε προνοούμενης ενδιάμεσης αίτησης, προβλέπει τα εξής:

«23.13. Ακρόαση της αίτησης

(1) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση.

(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης[4] ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο».

 

Σημειώνω εδώ ότι ο όρος «γραπτή μαρτυρία» στο Μέρος 23 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σημαίνει ένορκη δήλωση ή, όπου κανονισμός το επιτρέπει, δήλωση μάρτυρα και οποιαδήποτε τεκμήρια συνοδεύουν αυτή (βλ. κανονισμό 23.1(1)).

 

Περαιτέρω, ο κανονισμός 32.6 αναφέρει τα εξής:

 

«32.6. Διάταγμα αντεξέτασης

(1) Όταν σε ακρόαση άλλη από δίκη δίδεται γραπτή μαρτυρία, οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο άδεια αντεξέτασης του προσώπου το οποίο δίδει τη μαρτυρία.

(2) Αν το δικαστήριο δώσει άδεια, δυνάμει της παραγράφου (1) αλλά το εν λόγω πρόσωπο δεν παραστεί όπως απαιτεί το διάταγμα, η μαρτυρία του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια».

 

Κατ’ αρχάς, είναι ξεκάθαρο από τους πιο πάνω κανονισμούς, ότι η γενικότερη πρόνοια (στη βάση του κανονισμού 23.13(1)) είναι ότι η ακρόαση μιας αίτησης «διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση» και επομένως η αντεξέταση προσώπου που έχει δώσει γραπτή μαρτυρία, δεν διεξάγεται αυτοδικαίως, αλλά στη βάση των προνοιών του Μέρους 23 και 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, και αφού προηγηθεί σχετικό αίτημα.

 

Επίσης, από το λεκτικό των πιο πάνω δικονομικών διατάξεων, προκύπτει αβίαστα ότι το όλο ζήτημα της παραχώρησης άδειας για αντεξέταση, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα η λέξη «δύναται» στον κανονισμό 23.13(2) υποδηλοί ότι η άσκηση της πιο πάνω εξουσίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Σημειώνω ότι στον κανονισμό 32.6 δεν καθορίζονται οποιαδήποτε κριτήρια σε σχέση με την άσκηση της. Το μόνο κριτήριο που τίθεται, και τούτο στον κανονισμό 23.13(2), είναι όπως ο διάδικος, που επιδιώκει την αντεξέταση προσώπου που έδωσε γραπτή μαρτυρία, καταδείξει «καλό λόγο», με το βάρος απόδειξης να βαρύνει τον αιτούντα την εν λόγω αντεξέταση. 

 

Από την έρευνα στην οποία έχω προβεί, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε απόφαση είτε του Εφετείου είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να ερμηνεύει τους πιο πάνω κανονισμούς και/ή να θέτει τις αρχές στη βάση των οποίων η εν λόγω διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δύναται να ασκηθεί ή την ερμηνεία της έννοιας του «καλού λόγου» που περιλαμβάνεται στον κανονισμό 23.13, εφόσον οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας τέθηκαν πολύ πρόσφατα σε εφαρμογή, ήτοι την 1.9.2023. Έχω ανατρέξει σε Αγγλική νομολογία επί του θέματος και τούτο διότι οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας είναι, σε κάποιο βαθμό, πανομοιότυποι με τα Civil Procedure Rules (CPR) του 1998 της Αγγλίας, ενώ ο κανονισμός 32.6 (ανωτέρω) είναι ο ίδιος με το αγγλικό κείμενο του CPR 32.7 της Αγγλίας. Εντούτοις, θεωρώ ότι η εν λόγω αγγλική νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί επακριβώς σε σχέση με τις αρχές στη βάση των οποίων το Δικαστήριο θα πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια. Και τούτο διότι τα Civil Procedure Rules της Αγγλίας, δεν περιέχουν παρόμοια πρόνοια με τον κανονισμό 23.13 των δικών μας Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά περιέχουν μόνο τον CPR 32.7, ο οποίος, όπως έχω προαναφέρει, είναι πανομοιότυπος με τον δικό μας κανονισμό 32.6, εντούτοις εκεί δεν θεσπίζεται οποιοδήποτε κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για να παρέχει άδεια για αντεξέταση προσώπου που έχει δώσει γραπτή μαρτυρία, εξού και τα κριτήρια, για σκοπούς άσκησης της εν προκειμένω διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, καθορίστηκαν στην Αγγλία μέσω της νομολογίας. Τουναντίον, ως διαφαίνεται ανωτέρω από το λεκτικό του κανονισμού 23.13(2), στην Κύπρο, θεσπίζεται ως κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ο «καλός λόγος».

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, με δεδομένη την θέσπιση στους δικούς μας Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του κριτηρίου του «καλού λόγου», κριτήριο το οποίο απαντάται στην Δ.48 θ.4(2) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[5], θεωρώ ότι δύναμαι να ανατρέξω στην ερμηνεία τούτου (του καλού λόγου) στην εκεί αντίστοιχη αναφορά, έχοντας, ωστόσο, συνέχεια κατά νου τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, που δεν είναι άλλος από τον χειρισμό της υπόθεσης κατά τρόπο δίκαιο και με αναλογικό κόστος, και είναι υπό αυτό το πρίσμα που θα εξετάσω και/ή θεωρήσω τον καλό λόγο.

 

Είμαι της γνώμης ότι οι παράγοντες που έχουν σημασία ως προς το εάν έχει αποδειχθεί ο «καλός λόγος», είναι οι εξής:

 

(1)  θα πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς οι ισχυρισμοί επί των οποίων επιζητείται η αντεξέταση,

(2)  θα πρέπει να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνα τα γεγονότα τα οποία να αποκαλύπτουν τον σκοπό για τον οποίο επιζητείται η αιτούμενη αντεξέταση και

(3)  να μπορεί να προκύψει, στη βάση αυτών των δεδομένων, η αναγκαιότητα να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια για αντεξέταση, δηλαδή να προκύπτει ποια θα είναι η βοήθεια στο Δικαστήριο από τη διεξαγωγή της αιτούμενης αντεξέτασης, και όλα αυτά στη βάση πάντα της φύσης και των αναγκών της διαδικασίας την οποία η αιτούμενη αντεξέταση επιδιώκει να εξυπηρετήσει.

 

Εξάλλου, αυτά ήταν και τα κριτήρια που εφαρμόζονταν σε κάθε περίπτωση και με τους παλαιότερους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, σε αιτήσεις ως η υπό εξέταση (βλ. μεταξύ άλλων την υπόθεση Μήλου κα (2008) 1 Α.Α.Δ 280, ως επίσης και την πρωτόδικη απόφαση του Κληρίδη, Π.Ε.Δ., όπως ήταν τότε, ημερ. 9.4.2009 στην Αγωγή 7123/2008[6] (ΕΔ Λευκωσίας)).

 

Επομένως, θεωρώ ότι τα θέματα επί των οποίων ένας διάδικος μπορεί να αντεξετάσει είναι περιορισμένα και πρέπει να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας και όχι να επεκτείνονται επί οποιουδήποτε θέματος υφίσταται διαφωνία ή αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων ή προς το σκοπό να πληγεί ή μειωθεί η αξιοπιστία ενός διαδίκου, πολύ δε περισσότερο όταν η αντεξέταση αφορά σε ζητήματα που άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και της διαφοράς των διαδίκων. Διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος εκτροπής από το σκοπό τον οποίο αποβλέπουν να εξυπηρετήσουν οι κανονισμοί 23.13 και 32.6 που δεν είναι άλλος από το να βοηθηθεί το Δικαστήριο, μέσω της αιτούμενης αντεξέτασης, να αποφανθεί επί της διαδικασίας την οποία η αιτούμενη αντεξέταση επιδιώκει να εξυπηρετήσει, πάντα εντός του πλαισίου του ανωτέρω προσδιορισθέντος πρωταρχικού σκοπού.

 

Η αγγλική νομολογία που ερμήνευσε τον αγγλικό CPR 32.7, αναφέρει ότι η αντεξέταση, στα πλαίσια διαδικασίας άλλης από τη δίκη, πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όπως τέθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Hunt v Annolight Ltd and others [2022] 2 All ER 649, η οποία αφορούσε αίτημα για αντεξέταση ομνύοντα στα πλαίσια αίτησης για αχρηστευθέντα έξοδα (wasted-costs application[7]), από τον Newey LJ, «cross-examination must, I think, be very much the exception rather than the rule». 

 

Στην υπόθεση West London Pipeline and Storage Ltd v. Total UK Ltd [2008] EWHC 1729 (Comm), η οποία αφορούσε αίτημα αντεξέτασης ομνύοντα ένορκης δήλωσης αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων (asset disclosure affidavit) στα πλαίσια ενδιάμεσης διαδικασίας παγοποίησης περιουσιακών στοιχείων, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«78. In Yukong Lines v Rendsburg (Court of Appeal 17 October 1996) Phillips LJ stated that the background of applications for freezing orders is often a situation in which it is urgently necessary for the court to intervene in order to assist the claimant to prevent the defendant from frustrating the object of the proceedings. He also stated that the test is whether it is just and convenient to order cross-examination, and that cross-examination is not only available where there is no alternative relief. Even in the context of an affidavit in response to a freezing order, however, he regarded ordering cross-examination as "an exceptional measure". Motorola Credit Corp. v Uzan (No 2) [2004] 1 WLR 113 is an example of the circumstances in which cross-examination may be ordered. In that case the Court found (see at [141] and [147]) that there had been piecemeal, late, untruthful and manifestly incomplete disclosure by the defendants».

 

 

Έχοντας θέσει το δικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου θεωρώ ότι εμπίπτει η υπό κρίση Αίτηση, προχωρώ να αναφερθώ στη φύση της Κυρίως Αίτησης, η οποία αφορά αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Επιβάλλεται να τονιστεί ότι το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους αιτήσεις περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και να καταλήγει σε οποιαδήποτε συμπεράσματα σε σχέση με αυτή (Γρηγορίου κ.α. v. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263). Ειδικότερα, το Δικαστήριο δεν αξιολογεί την προσφερόμενη μαρτυρία, ούτε προβαίνει σε ευρήματα επί γεγονότων εκτός μόνο για την εξακρίβωση των αναγκαίων στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα για τη θεμελίωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Ως επισημάνθηκε στην υπόθεση Bacardi and Co Ltd v. Vimco Ltd (1996) 1 AAΔ 788 «Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι γενικώς η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων». Όπως περαιτέρω υποδείχθηκε στην υπόθεση Τ.Α. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 ΑΑΔ 802: 

 

«Σε ενδιάμεση διαδικασία για προσωρινό διάταγμα εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του. Αυτό είναι το πραγματικό νόημα των επί του θέματος αποφάσεων μας: βλ. ενδεικτικά τις Constantinides v. Makriyiorghou (1978) 1 CLR 585, Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557 κ.ά. και Κυτάλα ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253. Αυτό συχνά παραγνωρίζεται στα Επαρχιακά Δικαστήρια τόσο από δικηγόρους όσο και από δικαστές με αποτέλεσμα η διαδικασία να γίνεται απαραδέκτως πολύπλοκη και μακρά.»

 

Βέβαια, κάποια αξιολόγηση της προσφερόμενης μαρτυρίας σε σχέση με τη διαπίστωση των τριών κριτηρίων που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60, είναι αναγκαία όπως υποδείχθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, αλλά όχι με σκοπό τη διατύπωση τελεσίδικης κρίσης σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά στην ουσία της υπόθεσης, αλλά απλώς για να διαπιστωθεί η παρουσία ή η απουσία οποιουδήποτε θεμελιακού προβλήματος στο πραγματικό ή νομικό υπόβαθρο της αίτησης που θα άφηνε έκδηλα ανικανοποίητα τα τρία κριτήρια (Φαέθων Μιχαηλίδης v. Παπακυριακού (2004) 1 ΑΑΔ 209). Όπως αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Δίγκλης κ.α v. Total Fit Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε135/2015, απόφαση ημερ. 12.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A402, η φύση της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 32 του Ν. 14/60 «επιβάλλει την εξέταση των σχετικών με τα εν λόγω θέματα ισχυρισμών ως αυτοί έχουν στην όψη τους. Τούτο δε, εφόσον οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, στο πλαίσιο της καθοδήγησης που παρέχεται σχετικά, στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 CLR 557»

 

Τέλος και ειδικά σε σχέση με αιτήσεις για προσωρινά διατάγματα, στο σύγγραμμα Injunctions του David Bean, 10η έκδοση, 2010, στην παρ. 5-23, στη σελ. 84 αναφέρεται ότι:

 

«There is power to order oral cross-examination of a witness but it is rare for such an order to be made at the interim stage in an injunction case.»

 

Εξέταση της υπό κρίση Αίτησης

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο ενδείκνυται, υπό τις περιστάσεις, η έγκριση του υπό κρίση αιτήματος για άδεια αντεξέτασης του ομνύοντα στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση, για σκοπούς εκδίκασης της εν λόγω αίτησης.

 

Επαναλαμβάνω ότι εν προκειμένω προσδιορίζονται επαρκώς, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, οι παράγραφοι και/ή τα σημεία επί των οποίων επιζητείται η αιτούμενη αντεξέταση. Πέραν τούτου, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, αναφέρεται και ο λόγος για τον οποίο η Εναγόμενη επιζητεί την αιτούμενη αντεξέταση, ως επίσης και το λόγο που θεωρεί ότι τούτη είναι αναγκαία. Σημειώνω εδώ, εξ αρχής, ότι ο λόγος που προβάλλεται περί του ότι η Κυρίως Αίτηση, η οποία υποστηρίζεται από τις ένορκες δηλώσεις του ομνύοντα εκ μέρους των Εναγοουσών, περιέχει δήλωση αλήθειας, ουδόλως, κατά την άποψη μου, καταδεικνύει την οποιαδήποτε αναγκαιότητα για παροχή άδειας αντεξέτασης. Και τούτο διότι, αν ήθελε διαφανεί ότι ο ομνύοντας, στις εν λόγω ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση, προέβη σε αναληθείς δηλώσεις, είναι άλλη η διαδικασία που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Επομένως, εν προκειμένω, ό,τι απομένει να εξεταστεί είναι αν πληρούνται τα ανωτέρω αναφερόμενα κριτήρια για να μπορεί να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της υπό κρίση Αίτησης.

 

Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τους ισχυρισμούς των διαδίκων ως αυτοί προβάλλονται τόσο στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση, όσο και τις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Ένσταση σε αυτήν[8]. Έχω, επίσης, μελετήσει τα σημεία επί των οποίων η Εναγόμενη επιθυμεί να αντεξετάσει τον ομνύοντα στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Κυρίως Αίτηση.

 

Αρχίζοντας με τους ισχυρισμούς των παραγράφων 2, 5, 7, 8, 10, 11, 12 και 13 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Κυρίως Αίτηση και τους ισχυρισμούς των παραγράφων 2, 3Α, 7, 13, 14 και 19 της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της, είναι εμφανές τόσο από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, όσο και από το περιεχόμενο της αγόρευσης των συνηγόρων της Εναγόμενης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, αλλά και το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Ένσταση στην Κυρίως Αίτηση, ότι τούτοι (οι ισχυρισμοί) απαντώνται πλήρως στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Ένσταση στην Κυρίως Αίτηση. Προκύπτει δε ότι, ό,τι προβάλλεται ως λόγος για να παρασχεθεί άδεια αντεξέτασης σε σχέση με τις εν λόγω παραγράφους, είναι απλώς ζητήματα που αφορούν επιχειρηματολογία επί ισχυρισμών, την οποία η Εναγόμενη μπορεί από τώρα να προωθήσει, μέσω της αγόρευσης της, στη βάση του υφιστάμενου μαρτυρικού υλικού, αφού στην πραγματικότητα πουθενά δεν προβάλλεται θέση ότι η πλευρά της δεν έχει θέσει θετικό αντίστοιχο ισχυρισμό επί των γεγονότων και ισχυρισμών για τους οποίους επιθυμεί να αντεξετάσει. Τουναντίον, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση, αλλά και την αγόρευση που καταχωρήθηκε από την Εναγόμενη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, εκείνο που επιζητεί η Εναγόμενη είναι να προβεί στην εν λόγω αντεξέταση ώστε να διαφανεί το αληθές των δικών της ισχυρισμών, οι οποίοι ήδη προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου, μέσω των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Ένσταση της στην Κυρίως Αίτηση. Περί αξιοπιστίας ο λόγος και περί επιλογής εκδοχών επομένως.

 

Στρέφομαι τώρα στους ισχυρισμούς της παραγράφου 18 της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Κυρίως Αίτηση και των παραγράφων 3Β, 4, 5 και 17 της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της, για τις οποίες επίσης επιζητείται άδεια αντεξέτασης του ομνύοντα και παρατηρώ ότι οι λόγοι που προβάλλονται από την Εναγόμενη ως προς το γιατί είναι αναγκαία η εν λόγω αντέξεταση, ουδόλως μπορούν να χαρακτηριστούν ως καλός λόγος για να δοθεί η αιτούμενη άδεια. Και εξηγώ. Είναι η θέση των συνηγόρων της Εναγόμενης, μεταξύ άλλων, ότι με την αιτούμενη αντεξέταση δίδεται η ευκαιρία στον ομνύοντα, για λογαριασμό των Εναγουσών, να διευκρινίσει τους ισχυρισμούς που προβάλλει στις εν λόγω παραγράφους. Με κάθε σεβασμό στη θέση αυτή, αν οι Ενάγουσες προβάλλουν γενικούς, αόριστους ή ακόμη αντιφατικούς ισχυρισμούς, δεν υπάρχει, κατά την κρίση μου, κανένας λόγος αντεξέτασης αφού οι συνήγοροι της Εναγόμενης θα μπορούν ευχερώς να επιχειρηματολογήσουν σχετικά στην αγόρευση τους στην Κυρίως Αίτηση περί του ότι οι Ενάγουσες δεν απέσεισαν το βάρος που έχουν για να αποδείξουν τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60. Το κατά πόσο οι Ενάγουσες, μέσω της μαρτυρίας που προσκόμισαν στο Δικαστήριο στα πλαίσια της Κυρίως Αίτησης τους, έχουν καταφέρει να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που έχουν για να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι πληρούνται οι 3 προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60, δεν είναι ζήτημα για το οποίο υπάρχει οποιαδήποτε αναγκαιότητα αντεξέτασης. Η λογικότητα και ποιοτική επάρκεια στην οποία γίνεται αναφορά στην Δίγκλης (ανωτέρω) θα πρέπει να προκύψει από το ίδιο το μαρτυρικό υλικό των Εναγουσών (εν προκειμένω) και δεν αποτελεί ζήτημα αντεξέτασης ή μη. Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν. 14/60 και της λογικότητας και ποιοτικής επάρκειας των ισχυρισμών τους, βαραίνει τις ίδιες και όχι την Εναγόμενη στα πλαίσια της Κυρίως Αίτησης και επομένως ζητήματα και ισχυρισμοί οι οποίοι είτε δεν αποδεικνύονται επαρκώς από τις Ενάγουσες είτε είναι γενικοί και αόριστοι, θα εξεταστούν αναλόγως, στο κατάλληλο στάδιο, από το Δικαστήριο και δεν προκύπτει οποιαδήποτε αναγκαιότητα αντεξέτασης επ’ αυτών.

 

Έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχω ήδη ενώπιον μου στα πλαίσια της Κυρίως Αίτησης, δηλαδή την Κυρίως Αίτηση και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει και την Ένσταση σε αυτήν και το μαρτυρικό υλικό που την υποστηρίζει και με γνώμονα ότι, στα πλαίσια μιας τέτοιας διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς των διαδίκων, ούτε προβαίνει σε ευρήματα επί αμφισβητούμενων γεγονότων, και χωρίς να αποφασίζω στο παρόν στάδιο αν έχει καταδειχθεί από τις Ενάγουσες η πλήρωση των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60, κρίνω ότι υπάρχει επαρκές υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίσει επ’ αυτών. Υπό τις περιστάσεις, η αντεξέταση του ομνύοντα των Εναγουσών, κρίνω ότι τίποτα δεν έχει να προσφέρει στην εξέταση των επίδικων ζητημάτων στην Κυρίως Αίτηση, ήτοι κατά πόσο οι Ενάγουσες έχουν αποσείσει το βάρος που φέρουν να αποδείξουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60 για την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων. Κρίνω δε ότι η αιτούμενη αντεξέταση, ως αυτή επιδιώκεται μέσω της υπό κρίση Αίτησης, θα εμπλέξει το Δικαστήριο, χωρίς λόγο και κατά τρόπο ανεπίτρεπτο σε μια αχρείαστη διαδικασία έξω και μακριά από την εμβέλεια των όσων θα πρέπει να εξετάσει κατά την εκδίκαση της Κυρίως Αίτησης και θα προκαλέσει επιπρόσθετα μη αναγκαία έξοδα, κάτι που έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Κατάληξη

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει καλός λόγος που θα επέτρεπε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος της Εναγόμενης. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

Έξοδα

 

Όσον αφορά τα έξοδα δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας[9]. Συνεπώς, τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση-Εναγουσών και εναντίον της Αιτήτριας-Εναγόμενης. Στη βάση του κανονισμού 39.7, του κανονισμού 39.9[10] και της σχετικής Εγκυκλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 29.2.2024, και αφού έτυχα σχετικής υποβοήθησης από το οικείο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, καθορίζω τούτα στο ποσό των €560 πλέον ΦΠΑ.

 

(Υπογρ.)…………………………

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Η οποία καταχωρήθηκε στη βάση του Μέρους 7 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[2] Ήτοι την ένορκη δήλωση ημερ. 7.11.2023 και την Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση ημερ. 8.12.2023.

[3] Οποιαδήποτε αναφορά από τούδε και στο εξής, στην παρούσα απόφαση, σε κανονισμό, θα αφορά σε κανονισμό των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[4] Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς επίσης και όσες ακολουθούν.

[5] Η οποία όμως αφορούσε αιτήσεις για συμπληρωματική ένορκη δήλωση στα πλαίσια ενδιάμεσων αιτήσεων.

[6] Σε αυτή την απόφαση λέχθηκαν τα εξής: «Υπενθυμίζεται το ότι η αντεξέταση δεν διεξάγεται αυτοδίκαια αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.39 Κ.1, το Δικαστήριο μπορεί μόνο κατόπιν αιτήματος διαδίκου να διατάξει την παρουσία ενός ομνύοντα για αντεξέταση. Τα θέματα δε επί των οποίων μπορεί να αντεξετάσει ένας διάδικος θα πρέπει να είναι περιορισμένα και να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας και όχι να εκτείνονται επί οποιουδήποτε θέματος ήθελε υπάρξει διαφωνία ή αμφισβήτηση μεταξύ των μερών ή απλά προς το σκοπό της μείωσης της γενικότερης αξιοπιστίας ενός διαδίκου ή της ενίσχυσης της αξιοπιστίας άλλου.»

[7] Παρόμοια διαδικασία προνοείται στον κανονισμό 39.10 των δικών μας Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[8] Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση ημερ. 5.12.2023 και η Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της Ένστασης, ημερ. 13.12.2023.

[9] Βλ. κανονισμό 39.2 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

[10] Στη βάση αυτού, αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να βοηθούν το Δικαστήριο στη πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων, υποβάλλοντας σχετικό κατάλογο εξόδων των αξιούμενων ποσών πριν την ακρόαση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο