ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2695/2022

 

Χριστόδουλος Ιωαννίδης, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της αποβιωσάσης Κυριακούς Ανδρέου

Ενάγοντας

-και-

 

1.    ΧΡΥΣΩ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εναγόμενοι

 

Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει Διατάγματος του Δικαστηρίου ημερ. 16.3.2023 και δυνάμει τη Δ.25(1):

 

Χριστόδουλος Ιωαννίδης, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστής της αποβιωσάσης Κυριακούς Ανδρέου

Ενάγοντας

-και-

 

1.    ΧΡΥΣΩ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

2.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

3.    ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

4.    ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

5.    ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 7 Ιουνίου 2024

 

Εμφανίσεις:

Για τους Εναγόμενους 1-5/ Αιτητές: κ. Χριστοφόρου, για Πελαγίας Χριστοδούλου Βράχας ΔΕΠΕ

Για τον Ενάγοντα/ Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Στ. Σκορδής μαζί με την κα Ιωαννίδου, για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(στις αιτήσεις ημερ. 21.4.2023 και 19.6.2023 για παραμερισμό του μονομερώς εκδοθέντως διατάγματος ημερ. 16.3.2023)

 

 

Εισαγωγή

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της παρούσας απόφασης, κρίνω σκόπιμο όπως, εν συντομία, καταγράψω τα γεγονότα που οδήγησαν στην καταχώρηση των δύο υπό εξέταση αιτήσεων, ως τούτα προκύπτουν από τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης.

 

Στις 16.3.2023, ο Ενάγοντας καταχώρησε μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής, με την οποία αιτείτο την έκδοση διατάγματος το οποίο να επιτρέπει και/ή να διατάσσει την προσθήκη, ως διαδίκων, των πιο πάνω αναφερόμενων Εναγόμενων 4 και 5. Επίσης, επιζητείτο η τροποποίηση του τίτλου της πιο πάνω αγωγής, δια της προσθήκης σε αυτόν, των Εναγόμενων 4 και 5. Η εν λόγω αίτηση, βασίζετο, μεταξύ άλλων, στην Δ.9, Δ.25 και Δ.48. Την ίδια μέρα (ήτοι στις 16.3.2023), το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, εξέδωσε, μονομερώς, τα εν λόγω διατάγματα. Ακολούθησε, η καταχώρηση του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος[1] και η επίδοση του, μαζί με όλα τα σχετικά δικαστικά έγγραφα, προς τους Εναγόμενους 4 και 5.

 

Ακολούθως, οι Εναγόμενοι 4 και 5, καταχώρησαν, μέσω του συνηγόρου τους, σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, και, στις 21.4.2023, καταχωρήθηκε αίτηση από τους υφιστάμενους Εναγόμενους 1-3, ως επίσης και από τον Εναγόμενο 4 (στο εξής «η Πρώτη Αίτηση»), με την οποία αιτούνται διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο να διατάσσει την ακύρωση και/ή παραμερισμό του πιο πάνω διατάγματος ημερ. 16.3.2023 (στο εξής «το επίδικο διάταγμα»), ως επίσης και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία της αγωγής μέχρι την εκδίκαση της Πρώτης Αίτησης. Πανομοιότυπη αίτηση, με πανομοιότυπα αιτητικά, καταχωρήθηκε και από την Εναγόμενη 5, στις 19.6.2023 (στο εξής «η Δεύτερη Αίτηση»). Οι εν λόγω δύο αιτήσεις, είναι οι υπό εξέταση στην παρούσα απόφαση.

 

Οι υπό εξέταση δύο αιτήσεις βασίζονται, μεταξύ άλλων, στη Δ.9 θ. 1, 4-6, 7, 10-13, Δ.16 θ. 9, Δ.17 θ. 10, Δ.19, Δ.25 θ. 1-6, Δ.26 θ. 14, Δ.27 θ. 1-3, Δ.35 θ. 18-19, Δ.40 θ. 7(β) και 11, Δ.42, Δ.48 θ. 1-5, 7-9 και 13, Δ.55, Δ.57 και Δ.64, στα άρθρα 2 και 21 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, ως επίσης και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

Ως προς τα γεγονότα επί των οποίων τούτες εδράζονται, τούτα εκτίθενται στην ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 4 που υποστηρίζει την Πρώτη Αίτηση και την ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 5 που υποστηρίζει την Δεύτερη Αίτηση.

 

Στις εν λόγω δύο, υπό εξέταση, Αιτήσεις, η πλευρά του Ενάγοντα καταχώρησε, Ένσταση (στην κάθε Αίτηση), η οποία είναι πανομοιότυπη, και στην οποία προβάλλονται, συνολικά, 7 λόγοι ένστασης, τους οποίους δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιους, εφόσον τούτοι, ως αποκρυσταλλώθηκαν στις αγορεύσεις που καταχωρήθηκαν από πλευράς του Ενάγοντα, κατά την ακρόαση των υπό εξέταση Αιτήσεων, έχουν ως εξής: (1) το Δικαστήριο δεν δύναται να αναθεωρήσει απόφαση και/ή διάταγμα ομοβάθμιου Δικαστηρίου και/ή, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει Εφετείο του εαυτού του, και (2) οι υπό εξέταση Αιτήσεις είναι παντελώς αβάσιμες και καταχρηστικές.

 

Ως προς τα γεγονότα επί των οποίων εδράζονται οι εν λόγω Ενστάσεις, τούτα αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις του Ενάγοντα, οι οποίες υποστηρίζουν τις Ενστάσεις του, όπου επαναλαμβάνονται οι λόγοι ένστασης με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία.

 

Για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, δεν κρίνω σκόπιμο να καταγράψω, στην ολότητα τους, είτε τα γεγονότα που υποστηρίζουν τις δύο υπό εξέταση Αιτήσεις, είτε αυτά που υποστηρίζουν τις Ενστάσεις που καταχωρήθηκαν σε αυτές.

 

Ακροαματική διαδικασία

 

Ουδείς εκ των ομνύοντων αντεξετάστηκε επί του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του, και αμφότερες οι πλευρές ετοίμασαν και παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις στο Δικαστήριο. Έχω μελετήσει με προσοχή αυτές και αναφορά στα επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων θα γίνει όπου αυτό κριθεί απαραίτητο.

 

Νομική Πτυχή

 

Η δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδίδει διάταγμα για παραμερισμό διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, διέπεται από την Δ.48, θ. 8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία προνοεί τα εξής:

 

«Οποιοδήποτε πρόσωπο (πλην του αιτητή) που επηρεάζεται από ένα διάταγμα που έγινε μονομερώς, μπορεί να αποταθεί δια κλήσεως για παραμερισμό ή διαφοροποίηση του και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να το παραμερίσει ή να το διαφοροποιήσει με αυτούς τους όρους που θα ήθελαν φανεί δίκαιοι». 

 

Η Δ.48 θ. 8(4) αφορά διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς και επηρεάζουν τα δικαιώματα διάδικου, πλην του Αιτητή. Όπως αναφέρεται και στο Halsbury's Laws of England, 4th ed., Vol 37, para 336:

 

«The court is given express power to set aside an order made ex parte. "1 RSC Ord. 32 r.6 This rule embodies the former practice. The principle is that by its very nature the party affected by an ex parte order has not had the opportunity of being heard."». 

 

Σε σχέση με την Δ.48 θ. 8(4), στην υπόθεση Έλληνας ν. Χριστοδούλου (1995) 1 ΑΑΔ 438, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η εξέταση ζητήματος κατόπιν αίτησης δια κλήσεως, παρά την ταυτοσημία στη φύση του ζητήματος με ό,τι απασχόλησε προηγουμένως μονομερώς, έχει τη δική της αυτοτέλεια και μάλιστα με ορίζοντες ευρύτερους. Η αίτηση δια κλήσεως δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της προηγούμενης διαδικασίας η οποία είχε και εκείνη εντός των ορίων της τη δική της αυτοτέλεια. Ως εκ τούτου η νέα διαδικασία δεν συναρτάται με το πρόσωπο του Δικαστή ο οποίος είχε προηγουμένως επιληφθεί του ζητήματος. Πρόκειται δικονομικά για δύο ξεχωριστά εγχειρήματα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην περίπτωση, την παγιωμένη από την πρακτική, των μονομερώς εκδοθέντων και ακολούθως επιστρεπτέων συντηρητικών διαταγμάτων.

 

Δεδομένης λοιπόν της ρητής ρύθμισης που γίνεται με τη Δ.48 θ.8(4), ο ενδιαφερόμενος διάδικος έχει δικαίωμα να προστρέξει σε αυτήν προκειμένου να προσβάλει διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς. ...............................

 

Προκύπτει συνεπώς ότι η κατ' εξοχήν προσφερόμενη δικονομική οδός είναι εκείνη που διαλαμβάνεται στην Δ.48 θ.8(4). Δεν παραγνωρίζουμε το ότι η πρόνοια αυτή συνιστά την απόληξη στη ρύθμιση που γίνεται με τον θ.8 της Δ.48 αναφορικά με μονομερείς αιτήσεις. Θα ήταν όμως κατά τη γνώμη μας ασυμβίβαστο με την ευρύτητα του λεκτικού της παραγράφου (4) του θ.8, αν περιοριζόταν η λειτουργία της μόνο στις μονομερείς αιτήσεις που εξειδικεύονται στην παράγραφο (1) του θ.8. Θα λέγαμε ότι κατά μείζονα λόγο η δυνατότητα λειτουργίας της παραγράφου (4) παρέχεται και εκεί όπου διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση αναγομένη έξω από την σφαίρα της παραγράφου (1) του θ.8 και τούτο δεδομένου ότι θεωρούμε πως σε τέτοια περίπτωση το γεγονός αυτό δεν εκθεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου[2]

 

Στη μεταγενέστερη υπόθεση Νικολαΐδου ν. Αττιπά κ.ά(1999) 1 ΑΑΔ 1620, η εξουσία του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους αίτηση, προσδιορίστηκε ως δυνατότητα επανεξέτασης θέματος, το οποίο αρχικά ρυθμίστηκε μονομερώς. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Η Δ.48(8)(4) αφορά σε κάθε διάταγμα που εκδίδεται ex parte. Ακολουθεί την απαρίθμηση των περιπτώσεων στις οποίες είναι δυνατό να χορηγηθεί θεραπεία ex parte, στις οποίες περιλαμβάνεται σειρά κανονισμών για τη χορήγηση άδειας. Δεν διακρίνουμε κανένα λόγο για διαφοροποίηση ανάλογα με το αν το διάταγμα έχει ως περιεχόμενο τη χορήγηση άδειας ή οτιδήποτε άλλο από τα προσδιοριζόμενα. Στόχος της Δ.48(8)(4) εμφανώς είναι η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte, όταν εκείνος που επηρεάζεται επιθυμεί να ασκήσει το θεμελιώδες δικαίωμά του να ακουστεί, με προοπτική την ακύρωση ή τη διαφοροποίησή του. [...]

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αναθεώρησε το διάταγμα της 6.2.97. Διαπίστωσε ατέλεια που δεν θεραπεύθηκε με κατάλληλο δικονομικό διάβημα και, για τους λόγους που εξηγήσαμε, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του. Αφού η έκδοση εντάλματος κατοχής τελεί υπό την προϋπόθεση της επίδοσης του διατάγματος με προσδιορισμένο σ' αυτό το χρόνο που τάσσεται για συμμόρφωση, η διαπίστωση πως δεν τασσόταν τέτοιος χρόνος, ορθά οδήγησε στον παραμερισμό του.»

 

Όπως λοιπόν προκύπτει από τα ανωτέρω, απαραίτητη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση του θ.8(4) της Δ.48, είναι το διάταγμα να έχει εκδοθεί μονομερώς. Αυτός, στην πραγματικότητα, είναι και ο λόγος ύπαρξης του, ήτοι «η παροχή δυνατότητας επανεξέτασης θέματος που ρυθμίστηκε ex parte» (ως αναφέρεται στην Αττιπά, (ανωτέρω)).

 

Σε ότι αφορά τώρα την έκδοση του επίδικου διατάγματος στη βάση της Δ.9, οι Δ.9 θ. 10 και θ. 11, προνοούν τα ακόλουθα:

 

«10. No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non-joinder of parties, and the Court may in every cause or matter deal with the matter in controversy so far as regards the rights and interests of the parties actually before it. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. No person shall be added as a plaintiff suing without a next friend, or as the next friend of a plaintiff under any disability, without his own consent in writing thereto. Every party whose name is so added as defendant shall be served with a writ of summons or notice in manner provided by Rule 11 of this Order or in such manner as may be prescribed by any special order, and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice.

11. Where a defendant is added or substituted, the writ of summons shall be amended accordingly and the plaintiff shall[3], unless otherwise ordered by the Court or a Judge, file a copy of the writ as amended, and serve the new defendant with such amended writ or notice in lien of service thereof in the same manner as original defendants are served, and the proceedings shall be continued as if the new defendant had originally been made a defendant».

 

Σημειώνω εδώ ότι στη βάση της Δ.48, θ. 8(1), η οποία περιλαμβάνει τις αιτήσεις που μπορούν να γίνουν μονομερώς, δεν περιλαμβάνονται οι αιτήσεις για προσθήκη εναγόμενου και τροποποίηση του κλητηρίου, βάσει της Δ.9, θ. 10 και θ. 11.

 

Η Δ.9, θ. 10 και θ. 11 είναι πανομοιότυπη με τη Διαταγή 16, r. 11 και r. 12 των παλαιών Αγγλικών Θεσμών. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Annual Practice του 1956, σελ. 256, αίτηση η οποία βασίζεται στις πρόνοιες της Αγγλικής O. 16 r. 11 και Ο. 16  r. 12, γίνεται δια κλήσεως.

 

Στο ίδιο σύγγραμμα, στη σελ. 261, υπό τον τίτλο «Application to add or strike out (Ο. 16 r. 12)», αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Any application to add or strike out or substitute a plaintiff or defendant may be made to the Court or a Judge at any time before trial by motion or summons, or at the trial of the action in a summary manner».

 

Ακολούθως, υπό τον τίτλο «Application», αναφέρεται ότι «Generally, in cases not within O. 80, applications as to parties should be by summons […] supported, as a rule, by affidavit, […] which should be served on all parties to the action […]».

 

Εξέταση της Πρώτης Αίτησης

 

Έχοντας κατά νου τα ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την Πρώτη Αίτηση.

 

Κατ’ αρχάς, κρίνω σκόπιμο να εξετάσω το βασικό λόγο ένστασης που προβάλλεται εκ μέρους του Ενάγοντα στην υπό κρίση Αίτηση, που δεν είναι άλλος από το ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει τούτη, εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη αναθεώρηση δικαστικής απόφασης από ομόβαθμο Δικαστήριο, ενεργώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ως Εφετείο του εαυτού του.

 

Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Νίκου Αττίπα (ανωτέρω), όπου  οι εφεσίβλητοι με αίτηση διά κλήσεως, η οποία βασιζόταν στην Δ.48 θ. 8(4), ζήτησαν και εξασφάλισαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο την ακύρωση εντάλματος κατοχής ακινήτου που εκδόθηκε από το Δικαστήριο κατόπιν μονομερούς αιτήσεως που είχε υποβληθεί από τους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι παρείχετο δικαιοδοσία για την ακύρωση του εντάλματος κατοχής, δυνάμει του πιο πάνω θεσμού. Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Υποστήριξαν, μεταξύ άλλων, πως η ανάληψη δικαιοδοσίας και η επακόλουθη έγκριση της αίτησης, ισοδυναμούσε με ανεπίτρεπτη αναθεώρηση δικαστικής απόφασης από ομόβαθμο δικαστήριο, ως εάν αυτό να ήταν δευτεροβάθμιο και, ότι η χορήγηση της άδειας από το Επαρχιακό Δικαστήριο, όσο και αν εκδόθηκε μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση, σήμαινε το τέλος του θέματος σε ό,τι αφορούσε στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Τέλος, ότι δικαιοδοσία παραμερισμού της χορηγηθείσας άδειας και του εντάλματος κατοχής είχε μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακό ένταλμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα των εφεσειόντων, αναφέροντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εν λόγω υπόθεση, παραμερίζοντας το προηγούμενο διάταγμά του, που είχε εκδοθεί μονομερώς, δεν προέβη σε αναθεώρηση προηγούμενης απόφασης του. Κρίθηκε δε, πως εφόσον το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ατέλεια που δεν θεραπεύθηκε με κατάλληλο δικονομικό διάβημα, ο παραμερισμός ήταν, υπό τις περιστάσεις, η ορθή προσέγγιση.     

 

Καθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι η Δ.48, θ.8(4) των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας, επί της οποίας στηρίζεται η υπό κρίση Αίτηση, παρέχει στο Δικαστήριο την εξουσία, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, να παραμερίσει διάταγμά του, που εκδόθηκε μονομερώς (βλ. επίσης, Re Ανδρέα Πεδίου (2004) 1 ΑΑΔ 1995Re Αντώνη Βούρου (2003) 1 ΑΑΔ 1176 και Re Αδάμου Μανώλη κ.α. (2004) 1 ΑΑΔ 1443).    

 

Αξίζει να σημειωθεί, ως ανωτέρω αναφέρθηκε, ότι η λειτουργία της Δ.48, θ.8(4) δεν περιορίζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις, που εξειδικεύονται στην παράγραφο (1) του θεσμού 8, και, επομένως, στις περιπτώσεις όπου είναι δυνατή η έκδοση ενός διατάγματος μονομερώς, αλλά ότι, η δυνατότητα λειτουργίας της παραγράφου (4) της Δ.48, θ.8, παρέχεται και εκεί όπου το διάταγμα εκδόθηκε σε μονομερή αίτηση, αναγόμενη έξω από την σφαίρα της Δ.48, θ. 8(1). Το αντίθετο θα ήταν ασυμβίβαστο με την ευρύτητα του λεκτικού της Δ.48, θ. 8(4) (βλ. υπόθεση Έλληνας (ανωτέρω)).   

 

Ως λέχθηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Κρίνου Μακρίδη (2012) 1 ΑΑΔ 1218, το Δικαστήριο, κατά την εξέταση αίτησης παραμερισμού, στη βάση της Δ.48 θ. 8(4), εξετάζει κατά πόσο υπάρχει ενώπιον του επαρκής μαρτυρία ή περιστάσεις που, αντικειμενικώς, δικαιολογούν τον παραμερισμό του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς και όχι κατά πόσο το Δικαστήριο που εξέτασε την αρχική αίτηση, ορθά και/ή εύλογα, στη βάση της ενώπιον του τότε μαρτυρίας, εξέδωσε το υπό εξέταση διάταγμα μονομερώς.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας από τις πρόνοιες της Δ.48, θ. 8(4) να εκδώσει διάταγμα με το οποίο να παραμερίζει προγενέστερο μονομερές διάταγμα του, έστω και αν τούτο εκδόθηκε στο πλαίσιο αίτησης που δεν προβλέπεται στη Δ.48, θ. 8(1) και, επομένως, ο, εν προκειμένω, λόγος ένστασης που προβάλλεται εκ μέρους του Ενάγοντα, δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την Πρώτη Αίτηση, επί της ουσίας της.

 

Είναι, ουσιαστικά, η θέση των Εναγομένων 1-3, αλλά και του Εναγόμενου 4 ότι το επίδικο διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί, καθότι τούτο εκδόθηκε κατόπιν μονομερούς αίτησης, ενώ στη βάση της Δ.48, τέτοια αίτηση θα έπρεπε να καταχωρηθεί δια κλήσεως, ούτως ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν.

 

Στη βάση των όσων έχουν παρατεθεί ανωτέρω στη νομική πτυχή, είναι δεδομένο ότι αίτηση για προσθήκη Εναγόμενου και η επακόλουθη τροποποίηση, δια της προσθήκης αυτού, στον τίτλο της αγωγής, στη βάση της Δ.9, θ. 10 και θ. 11, πρέπει να γίνεται δια κλήσεως και να επιδίδεται στους υφιστάμενους διαδίκους (βλ. Annual Practice (1956), (ανωτέρω)), εφόσον ο υφιστάμενος εναγόμενος δικαιούται να ενστεί, αν η προσθήκη άλλου εναγόμενου είναι επιβλαβής στα δικαιώματα του.

 

Ενόψει τούτου και μόνο, το επίδικο διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς πάσχει και θα πρέπει να ακυρωθεί, γιατί οι υφιστάμενοι διάδικοι (Εναγόμενοι 1-3) στερήθηκαν του δικαιώματος τους να παρίστανται στην εν λόγω διαδικασία, αν επιθυμούσαν, για να εκθέσουν τους ισχυρισμούς τους ως προς την τύχη της εν λόγω αίτησης ημερ. 16.3.2023.

 

Όπως λέχθηκε στην Στέλιος Μιχαηλίδης κ.α. v. Μιχαήλ Σκορδή (2002) 1 ΑΑΔ 1417, παρέχεται δυνατότητα παραμερισμού απόφασης/ διατάγματος που εκδόθηκε στο πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης, δυνάμει της Δ.48, αν οι λόγοι που προβάλλονται «άπτονται των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης, ειδικά του δικαιώματος να έχει ο διάδικος την ευκαιρία να ακουστεί».

 

Στην πιο πάνω υπόθεση, η, προς παραμερισμό, απόφαση/διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο ενδιάμεσης, δια κλήσεως, αίτησης, λόγω παράλειψης των εκεί Εναγομένων να εμφανιστούν κατά την ημέρα και ώρα που ήταν ορισμένη. Στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του ότι το προς, παραμερισμό, διάταγμα εκδόθηκε στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης, εφαρμογής τυγχάνουν οι πρόνοιες της Δ.48(8)(4), η οποία ορθώς περιλαμβάνεται στη νομική βάση της επίδικης Αίτησης. Η παραπομπή δε του παρόντος Δικαστηρίου στην Στέλιος Μιχαηλίδης (ανωτέρω), γίνεται για να καταδειχθεί η εξουσία του ομόβαθμου Δικαστηρίου να παραμερίσει προγενέστερο διάταγμα του όταν οι λόγοι που προβάλλονται, για τον επιζητούμενο παραμερισμό, άπτονται των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος του διαδίκου να έχει την ευκαιρία να ακουστεί.

 

Εν προκειμένω, ένα από τα παράπονα των Αιτητών (μεταξύ των οποίων είναι και οι Εναγόμενοι 1-3) είναι ότι παραβιάστηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, αφού αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε δυνατότητα να ακουστούν, στο πλαίσιο της εν λόγω αίτησης ημερ. 16.3.2023, από το Δικαστήριο, και τούτο, παρά το γεγονός ότι τέτοιου είδους αιτήσεις πρέπει να γίνονται δια κλήσεως και να επιδίδονται στους υφιστάμενους διάδικους.

 

Κατά συνέπεια, η υπό εξέταση Πρώτη Αίτηση έχει έρεισμα και τούτο οδηγεί στην επιτυχία της. Συνεπεία τούτου, παρέλκει η ανάγκη να εξετάσω οποιοδήποτε άλλο ζήτημα προβάλλεται είτε με την Πρώτη Αίτηση είτε με την Ένσταση που καταχωρήθηκε σε αυτήν και, ειδικά, των όσων ο Ενάγοντας αιτιάται για τα όσα οι Εναγόμενοι προβάλλουν ως προς την ουσία της διαφοράς τους.

 

Δεύτερη Αίτηση

 

Με δεδομένη δε την κατάληξη του Δικαστηρίου στην Πρώτη Αίτηση, και κατ’ επέκταση την ακύρωση των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων ημερ. 16.3.2023, αναπόφευκτα σφραγίζεται και η τύχη της Δεύτερης Αίτησης, αφού και αυτή θα πρέπει να στεφθεί με επιτυχία, ως προς την βασική αιτούμενη, εκεί, θεραπεία του παραμερισμού και/ή ακύρωσης του επίδικου διατάγματος. Ενόψει δε αυτής μου της κατάληξης, κάθε άλλη πράξη που ακολούθησε από πλευράς του Ενάγοντα για να φέρει σε γνώση της Εναγόμενης 5 την παρούσα αγωγή και, ακολούθως, να προωθεί τούτη εναντίον της, κρίνεται ως άκυρη και δεν χρειάζεται να εκδοθεί οποιαδήποτε ειδική, σχετική, διαταγή.

 

 

 

Κατάληξη

 

Στη βάση όλων των ανωτέρω, τόσο η Πρώτη όσο και η Δεύτερη Αίτηση επιτυγχάνουν και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται και/ή παραμερίζεται το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα ημερ. 16.3.2023.

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα και, ως εκ τούτου, επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Αιτητών και εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Δεδομένου δε ότι οι Αιτητές έτυχαν κοινής εκπροσώπησης στις δύο υπό εξέταση Αιτήσεις, θα είναι ένα σετ εξόδων.

 

Παρεμφερώς να σημειώσω ότι, στη βάση της πιο πάνω κρίσης, καθίσταται έκδηλο ότι το μέρος της Έκθεσης Απαίτησης που καταχωρήθηκε, στη βάση του ακυρωθέντος διατάγματος ημερ. 16.3.2023, το οποίο αφορά στους προστηθέντες Εναγόμενους 4 και 5, θα αγνοηθεί.

 

Η δε πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, ως προς την ουσία της Δεύτερης Αίτησης, καθιστά αναγκαίο τον ορισμό της εκκρεμούσας ενδιάμεσης αίτησης, ημερ. 22.3.2023, η οποία αφορά την προστηθείσα Εναγόμενη 5, για Οδηγίες στις 27.6.2024 και ώρα 8.45π.μ., ούτως ώστε ο Ενάγοντας να τοποθετηθεί για την περαιτέρω πορεία της.

 

 

 

(Υπογρ.)……………………..

Ν. Πετρίδου, Προσ. Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Στις 22.3.2023.

[2] Υπογράμμιση και τονισμός, του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς και όσες ακολούθουν.

[3] Υπογράμμιση του Δικαστηρίου καθώς και όσες ακολουθούν.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο